— Τί εἶναι ἡ προσευχή, Γέροντα;
— Τίποτα, νά, τίποτα.
— Τίποτα;
— Ἡ ταπείνωση εἶναι ἡ βάσις. Τὴν ταπείνωση τὴν δίνει ὁ Θεός. Δὲν μπορεῖς νὰ τὴν ἀποκτήσεις μόνος σου. Δὲν γίνεται. Σοῦ τὴν δίνει Ἐκεῖνος.
— Πῶς σοῦ τὴν δίνει, Γέροντα;
— Ἔ, πρέπει νὰ κάνεις μερικὰ πράγματα.
— Τί δηλαδή;
— Ἔ, νά, αὐτὰ τὰ ἁπλᾶ: Νὰ μὴν κρατᾶς κακία, νὰ ἔχεις ἁπλότητα, νὰ κάνεις μετάνοιες. Κάτι γίνεται μέσα στὴν καρδιὰ κι ἔρχεται ἡ Χάρη. Ὁ σπόρος δουλεύει μέσα στὴν γῆ καὶ πετάει δυὸ φυλλαράκια. Ἂν δὲν ἔλθει ὅμως ὁ ἥλιος καὶ ἡ βροχή, θὰ μαραθοῦν, δὲν θὰ μεγαλώσουν. Ἔτσι, κάτι μέσα μας πρέπει νὰ σπάσει τὸ περίβλημα, τὴν ἄσφαλτο καὶ νὰ πετάξει δυὸ φυλλαράκια. Τότε θὰ ἔλθει καὶ ἡ Χάρη, θὰ τὰ λούσει καὶ θὰ μεγαλώσουν. Καὶ ἡ Χάρη ἔρχεται πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὸν ἥλιο. Ἔρχεται ἀμέσως μόλις ἀρχίσει ἡ προσπάθεια γιὰ νὰ σπάσει τὸ σκληρὸ αὐτὸ περίβλημα.
Μαθητεύοντας στον Γέροντα Πορφύριο, σελ. 279-280