Wednesday, February 12, 2014

Χάρισμα απο το Θεο ( Γέροντας Αμβρόσιος της Μονής Δαδίου )


Το διορατικό χάρισμα είναι ή δυνατότητα πού δίνει ο Θεός σε ορισμένους ανθρώπους είτε να βλέπουν τον εσωτερικό κόσμο των άλλων, είτε να βλέπουν σε απόσταση αντικείμενα ή γεγονότα, να βλέπουν τι γίνεται πίσω από τον τοίχο, ή πίσω άπ' το βουνό...

Κι΄ αυτό, όχι μόνο επί γης σε οποιαδήποτε απόσταση και στην πιο μακρινή, αλλά και σε άλλον πλανήτη !

Τα περιστατικά πού ακολουθούν φανερώνουν ότι ο Θεός είχε δώσει αυτό το χάρισμα στον Γέροντα Αμβρόσιο.

1) Μια μέρα, ξεκίνησαν για το Μοναστήρι από την Αθήνα δύο γυναίκες. Ή μία γνώριζε τον Γέροντα. Ή άλλη τον επισκεπτόταν για πρώτη φορά Και είχε στο πορτοφόλι τις φωτογραφίες των δύο αγοριών της. Είχε τη μεγάλη επιθυμία να τις ευλογήσει ο Γέροντας. Μόλις μπήκαν στο κελί του, μετά τον χαιρετισμό γύρισε και της είπε, χωρίς άλλη κουβέντα:
- Δώσε μου, να σου σταυρώσω τα κλαδάκια σου ! ( τά παιδάκια σου )...

2) Μια Κυριακή, ο Γέροντας ήταν στο Μοναστήρι και λειτουργούσε. Από το μέρος αυτό έβλεπε τη χειροτονία σε διάκονο ενός πνευματικού του παιδιού στην Κρήτη. Και την ώρα πού τελείωνε ή χειροτονία και φώναξε ο Επίσκοπος «Άξιος!», βγήκε καί ο Γέροντας από το Ιερό, στάθηκε μπροστά στην Ωραία Πύλη Και είπε δυνατά:
- Άξιος! Άξιος! Άξιος! Οι άνθρωποι στο εκκλησίασμα ξαφνιάστηκαν, δεν ήξεραν τι να υποθέσουν, αλλά εκείνος μετά τους καθησύχασε:
Αυτή την ώρα χειροτονείται ένα δικό μου παιδί και φώναξα κι εγώ, ήταν τα λόγια του.

3) Ένας άνδρας από τη Ρόδο συνήθιζε να γονατίζει από σεβασμό, όταν επικοινωνούσε τηλεφωνικώς με τον Γέροντα. Αλλά μια μέρα πού τον είχε πάρει τηλέφωνο γιά να ζητήσει ευχή για τον ίδιο και για το παιδί του, τον άκουσε να ρωτά:
- Δεν μου λες, ποιός είναι πίσω σου, στο δεξιό μέρος; Ό άνθρωπος κοίταξε, αλλά δεν είδε κάποιον.
- Κανένας, Γέροντα.
- Κανένας, ε; Δεν είναι ο Κύριος;
Ό άλλος τότε πρόσεξε. Υπήρχε όντως στον τοίχο μία εικόνα του Κυρίου Εσταυρωμένου.
- Ναι, Γέροντα, ψέλλισε.
-Ε, άπ' Αυτόν να ζητάς την ευχή και την προστασία, και σ' Αυτόν να γονατίζεις και να προσεύχεσαι, του απάντησε από το Δαδί εκείνος, χωρίς ποτέ του νά έχει ιδεί πως είναι διαμορφωμένο το εσωτερικό του σπιτιού του.

4) Κάποτε επισκέφτηκε το Μοναστήρι μια συντροφιά από τη Χαλκίδα. Μεταξύ αυτών ήταν και μία γυναίκα, ή οποία πολύ ευλαβείτο τον Γέροντα. Κάποια στιγμή μπήκαν στο κελί του, περιγελώντας και αμφισβητώντας τον, ο άνδρας της κι ένας φίλος του. Ή γυναίκα περίμενε άπ' έξω με μεγάλη ανυπομονησία. Όπως μπήκαν, έτσι και βγήκαν. Γελούσαν και ειρωνεύονταν...
Αυτή απόρησε και μπήκε μέσα, να δεί τί είχε συμβεί. Ό Γέροντας τής είπε:
- Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Ήρθαν χωρίς διάθεση. Κούτσουρα ήρθαν και κούτσουρα έφυγαν...

5) Μια μέρα τον επισκέφθηκαν τέσσερις νέοι, τρεις Έλληνες Και ένας κατά το ήμισυ Έλληνας Και κατά το άλλο ήμισυ Γάλλος. Μπήκε πρώτος στο κελί του ο ένας Έλληνας, στον όποιο ο Γέροντας είχε μεγάλη αγάπη.
- Γέροντα, ευλογείτε. Έχω έλθει με κάποιους φίλους μου. Να περάσουν;
- Όχι, να φέρεις τον Στέφανο πρώτα.
-Ποιόν Στέφανο; είπε ο άνθρωπος απορώντας και βγήκε να βεβαιωθεί. Επέστρεψε σε λίγο.
Δεν υπάρχει Στέφανος, Γέροντα.
Βρε, φέρε τον Στέφανο μέσα, έκανε χαμογελώντας ο παππούς...

Και μπήκε τελικά ο Έτιέν (έτσι λέγεται ο Στέφανος στα Γαλλικά), έμεινε για ώρα μόνος του με τον Γέροντα και βγήκε έπειτα κλαίγοντας.
- Μου ανέλυσε όλη μου τη ζωή, από τότε πού γεννήθηκα μέχρι τώρα, πρόλαβε να πει ο άνθρωπος κι απομακρύνθηκε να μείνει μόνος με τις αποκαλύψεις πού του είχαν γίνει...

6) Ήταν κάποια γυναίκα πάμφτωχη σ' ένα μικρό χωριό της Αιτωλοα καρνανίας Και είχε τρία παιδιά. Κατάφερε να τα μεγαλώσει με απίστευτες στερήσεις και δυσκολίες, όμως με μια μοναδική αξιοπρέπεια. Ήταν η κυρα-Βασιλική.
Πέθανε παραμονή της Παναγίας του 1998. Την επόμενη μέρα, 15 Αυγούστου, το φτηνό φέρετρο με τη σορό της ήταν πάνω στην καρότσα του μικρού αγροτικού ημιφορτηγού του ιερέα και κατευθυνόταν προς το κοιμητήριο. Ακολουθούσαν μερικοί συγχωριανοί της και συζητούσαν για τα βάσανα πού είχε περάσει, όταν ξάφνου ευωδίασε ο τόπος. Ακόμη καί χιλιάδες άνθη και λουλούδια να υπήρχαν, δεν θα μύριζαν τόσο. Παραξενεύτηκαν και απόρησαν. Δεν είχαν εξήγηση.
Ανάμεσα σ' εκείνους πού τη συνόδευαν ήταν κι ένα πνευματικό παιδί του Γέροντα Αμβρόσιου, πού λίγες μέρες μετά πήγε και του ανέφερε το γεγονός. Του είπε μόνο πώς μια γυναίκα πέθανε και ευωδίασε ο τόπος. Εκείνος στην αρχή έμεινε σιωπηλός. Έπειτα μπήκε στο δωμάτιο του, έμεινε για λίγο και επέστρεψε.
- Αυτή αγίασε, απάντησε. Και ξέρεις τον λόγο; Γιατί ποτέ στη ζωή της δεν παραπονέθηκε. Τέτοιους ανθρώπους θέλει ο Θεός, για να γεμίσει τον Παράδεισο και να κάνει τη Δευτέρα Παρουσία Του. Κατάλαβες;

7) Ένας γιατρός, μετά από κάποια επίσκεψη του στο Μοναστήρι, όπου είχε ακούσει τον Γέροντα να του λέει πολλά για τη ζωή του, αναρωτιόταν αν αυτά ήταν αληθινά, ή τού τα έλεγε για ευχές... Βγήκε έξω ζαλισμένος. Συνάντησε μια μοναχή και της εξέφρασε ψιθυριστά την αμφιβολία του:
- Αδελφή, ο Γέροντας τα λέει αυτά προφητικά, ή τα λέει για να τα πει;
- Μα, τι είναι αυτά πού ακούω; αναπήδησε ξαφνιασμένη ή μοναχή.
- Συγγνώμη, αλλά καμιά φορά μπαίνει μέσα μας ή αμφιβολία, είπε αυτός και επέστρεψε σε λίγο να πάρει την ευχή του πριν φύγει.
- Γεια σου, Γέροντα, ήρθα να σε χαιρετίσω και να φύγω.
- Ποιος είσαι εσύ; τον άκουσε τότε να του λέει.
- Τι ποιός είμαι, Γέροντα; Ό γιατρός είμαι, πού μιλάγαμε πριν από λίγο, είπε ο άνθρωπος και σκέφτηκε πώς ο παππούς είναι κουρασμένος, ή πώς άρχισε να «πέφτει» Και δεν θυμάται.
- Και τι ήρθες να κάνεις εδώ; επέμενε ο Γέροντας.
- Να πάρω την ευχή σου.
-Όμως γιατί ήρθες σ' ένα Γέροντα πού τα λέει στην τύχη; είπε κοιτάζοντάς τον κατευθείαν στα μάτια. Να ξέρεις όμως πώς όσα λέω δεν είναι δικά μου αλλά Αυτός μού τα λέει. (Και του έδειξε την εικόνα του Κυρίου.) Δεν τα λέω εγώ.

8) Ό Γέροντας αγαπούσε πολύ τα παιδιά Και λυπόταν, εάν κάποιο πονούσε, ή υπήρχε περίπτωση να χαθεί...
Έτσι, όταν τον επισκέφθηκε κάποτε μια οικογένεια, γύρισε στον 12χρονο γιό και του είπε:
- Καλός είσαι. Πας στην εκκλησία;
- Πάω.
- Εξομολογείσαι;
- Εξομολογούμαι.
- Ά, καλά. 'Αλλά στα μπαράκια μην ξαναπάς.

--Μά δέν πάει, είπε ο πατέρας.

--Πώς δεν πάει; επέμενε ο Γέροντας. Έχει πάει δύο φορές κι ετοιμάζεται νά ξαναπάει. Κι όπως στράφηκε προς το παιδί, εκείνο τότε είπε με συστολή:
-Έ... Γέροντα, με πήγαν, εγώ δεν...
- Όποτε άρχισε αυτός να τους νουθετεί και να λέει για τα νυχτερινά κέντρα, πώς είναι ο τόπος ταφής των νέων...
«Εκεί ο διάβολος είναι ακράτητος και σκορπά τόν θάνατο», τόνισε χαρακτηριστικά...

9) Κάποια γυναίκα στο Ηράκλειο της Κρήτης εξομολογείτο στον Πνευματικό της και συχνά του εξέφραζε μια μεγάλη επιθυμία:
- Πώς θα γίνει, πάτερ, ν' αγαπήσω τον πλησίον μου, όπως τον εαυτό μου; Αυτό είναι δύσκολο πράγμα. Προσπαθώ, αλλά δεν τα καταφέρνω.
Και εκείνος τη συμβούλευε σχετικά για τον τρόπο πού έπρεπε ν' ακολουθήσει, ώστε να φτάσει σ' αυτό το σημείο.
Αλλά μια φορά, πού είχε πάει με τον άντρα της και τον αδελφό της στο Δαδί, αφού είδαν τον Γέροντα, μίλησαν αρκετά και ήρθε η ώρα να φύγουν, τον άκουσε να την αποχαιρετά, σχεδόν στο αυτί, με τα έξης λόγια:
- Άντε, και σου εύχομαι ο Θεός να σε βοηθήσει ν' αγαπήσεις τον πλησίον σου, όπως τον εαυτό σου...

10) Ένα πούλμαν με εκδρομείς κατευθυνόταν προς τις κατασκηνώσεις του Παρνασσού.
Περνώντας από τη Μονή Δαδιού, έκαναν μια σύντομη στάση και εκεί συνάντησαν τον Γέροντα.
Αφού προσκύνησαν την Παναγία, τον πλησίασαν κι εκείνος τους μίλησε.
Επέμενε πολύ στη μετάνοια, στην εξομολόγηση, και στη θεία Κοινωνία.
Κάποιος όμως άπ' τους επισκέπτες άρχισε να βρίζει τους ιερείς Και να λέει μεταξύ άλλων:
- Εσείς οι παπάδες πρέπει να εξομολογείστε και να μετανοείτε, πού κάνετε τόσα...
Αλλά τότε ο Γέροντας γύρισε προς το μέρος του, χτύπησε τη μαγκούρα που κρατούσε στο έδαφος, και του είπε έντονα:
- Εσύ τολμάς να μιλάς έτσι για τους παπάδες, πού πέθανε ο αδελφός σου και αδίκησες την οικογένεια του;
Ό άνθρωπος ταράχτηκε, κοκκίνισε, δεν άνοιξε πάλι το στόμα του και βγαίνοντας άπ' το Μοναστήρι πήγε στην πηγή με το κρύο νερό πού τρέχει και δροσίζει τους περαστικούς, για να βρέξει το πρόσωπο του και να συνέλθει...
Στο μεταξύ, ο Γέροντας πλησίασε κάποιον άλλον επισκέπτη, τον αγκάλιασε και του είπε:
-Εσύ είσαι καλός άνθρωπος. Έλα όμως να σου πω κάτι, να το διορθώσεις. Και τον πήρε παράμερα και τον συμβούλεψε...

11) Πήγε ο Γέροντας σε κάποιο Μοναστήρι μ' ένα νέο ιερέα, πνευματικό του παιδί, για να προσκυνήσουν.
Στο αρχονταρίκι πού κάθισαν, υπήρχε μία παλιά φωτογραφία μοναχών της Μονής.
Την ώρα πού έπιναν τον καφέ έπιασε τη φωτογραφία και του είπε στο αυτί, δείχνοντας ένα μοναχό από τους 20 περίπου πού εικονίζονταν:
-Τους βλέπεις όλους; Μόνο αυτός σώθηκε...

12) Ένας άνδρας έκανε στη γυναίκα του για κάποια περίοδο μια ιδιαίτερη γκριμάτσα, κοροϊδευτική, πού πολλές φορές μετά το ξεχνούσε. Φθάνοντας μια μέρα στο Μοναστήρι, πήγε μπροστά του ο Γέροντας και άρχισε συνέχεια να του κάνει την ίδια γκριμάτσα, την οποία έκανε αυτός στη γυναίκα του.
- Σου αρέσει; τον ρώτησε μετά γελώντας.

13) Το 1990, στη διάρκεια μιας Θείας Λειτουργίας ζήτησε από ένα πνευματικό του παιδί πού τον είχε επισκεφθεί στο Μοναστήρι να διαβάσει κατά την ώρα της Προθέσεως τα ονόματα των ανθρώπων, τους οποίους ο συγκεκριμένος νέος (μετέπειτα κληρικός) είχε φέρει να διαβαστούν και ευλογηθούν καί τους γνώριζε προσωπικά. Άρχισε, λοιπόν, αυτός να τα διαβάζει...
Μόλις όμως έφτασε σε μια οικογένεια πού είχε 4 παιδιά και περνούσε δυσκολίες, ο Γέροντας, χωρίς κανείς να τον έχει πληροφορήσει σχετικά, είπε ξαφνικά:
- Τώρα εδώ σταματάμε. Αυτός ο πατέρας και αυτή ή μάνα έχουν μεγάλη ανάγκη. Πρέπει να κάνουμε πολλή προσευχή. 'Ά, μεγάλη ανάγκη εδώ!


14) Μια φορά, ένας νέος επιστήμονας έδωσε χρήματα από τον μισθό του, πού μόλις είχε πάρει, σε κάποιον ο όποιος είχε ανάγκη. Δεν είπε πουθενά το παραμικρό για την ενέργεια του και ξεκίνησε για το Μοναστήρι. Εκεί ο Γέροντας, μόλις τον είδε, του είπε:
- Αυτά πού έδωσες, ή Παναγία θα στα δώσει πίσω. Ή Παναγία χαίρεται και ότι δίνεις θα στο επιστρέφει. Αυτό να ξέρεις στη ζωή σου.
Και πράγματι, το ίδιο ακριβώς ποσόν πού είχε προσφέρει ο άνθρωπος το έλαβε πίσω μετά από δύο μέρες μ' έναν εντελώς αναπάντεχο τρόπο από ένα «τυχαίο» κέρδος...

15) Όταν νοσηλευόταν στον «Ευαγγελισμό», ένα πρωί ή νοσηλεύτρια του έφερε τα φάρμακα του. Όμως εκείνος έβρισκε αφορμή Και καθυστερούσε να τα πάρει. Δεν έδειχνε απροθυμία, αλλά με γλυκό τρόπο το απέφευγε.
Αφού πέρασε μισή ώρα περίπου, έφθασε ή ίδια νοσηλεύτρια σε κατάσταση πανικού Και ρώτησε το πνευματικό του παιδί, το όποιο βοηθούσε τον Γέροντα, αν πήρε τα χάπια του. Όταν πήρε αρνητική απάντηση, είπε ανακουφισμένη:
- Ευτυχώς, γιατί ήταν άλλου ασθενούς. Έκανα λάθος και αυτά πού του είχα φέρει ήταν βαριά φάρμακα. Τους έδωσε τα δικά του, και αυτή τη φορά ο Γέροντας τα πήρε αμέσως, χωρίς να φέρει εμπόδιο...

16) Κάποια φορά, εξηγούσε σε μια συντροφιά το σημείο στο κατά Λουκά Ευαγγέλιο, όπου αναφέρει ότι «είναι αδύνατον, μέσα στον διεφθαρμένο και πονηρό αυτό κόσμο, να μην έρθουν τα σκάνδαλα και οι πειρασμοί». Με το πού το άκουσε αυτό ένα πνευματικό του παιδί, τού γεννήθηκε στο μυαλό ή απορία «γιατί είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα;». Και μάλιστα τόσο έντονα το σκεφτόταν, ώστε έπαψε να παρακολουθεί την εξήγηση του Ευαγγελίου. Άλλα τότε ο Γέροντας σταμάτησε ξαφνικά τον λόγο, γύρισε προς το μέρος του και του είπε με έμφαση, αφού είχε διαβάσει τη σκέψη του:
- Είναι ανάγκη να έρθουν τα σκάνδαλα γι' αυτούς καί γι΄ αυτούς τούς λόγους...
Τους οποίους λόγους εξήγησε, λύνοντας έτσι την απορία του, Και μετά συνέχισε την ερμηνεία του Ευαγγελίου.

17) Στο ίδιο Μοναστήρι, λίγο νωρίτερα είχαν συναντήσει την ώρα πού πήγαν να μπουν έναν άντρα γύρω στα 65 με 70, ο οποίος με το πού τον είδε του είπε:
- Την ευχή σου, Γέροντα.
- Εσύ τι κάνεις, τι είσαι εσύ εδώ; γύρισε αμέσως και τον ρώτησε.
- Εγώ βοηθάω το Μοναστήρι και μένω εδώ, αλλά δεν είμαι μοναχός.
- Όχι, να γίνεις μοναχός. Να βάλεις το ράσο, για να σωθείς.
- Γέροντα, εγώ τι να σωθώ; Εντάξει είμαι εδώ πέρα, βοηθάω τουςΠατέρες κ.λπ.
- Ακούς τι σου λέω; Να βάλεις το ράσο σου, να μπεις στο Μοναστήρι, για να σωθείς.
-Έ, τι να βάλω εγώ σε τέτοια ηλικία; επέμενε ο άλλος.
Όποτε τον πλησίασε και του είπε κάνοντας μιά χαρακτηριστική κίνηση με την παλάμη του, καί βάζοντάς την στον λαιμό του:
- Δεν μου λες, πόσους έσφαξες στην Κατοχή;
Ό άλλος κοκάλωσε. Άρχισε ν' αλλάζει χρώματα. Έσκυψε το κεφάλι και ίσα πού μπόρεσε ν' αρθρώσει:
- Καλά, Γέροντα, ευλόγησαν.
Μετά πήγε πίσω από τον ιερέα πού συνόδευε τον Γέροντα και κάποια στιγμή τον ρώτησε με αγωνία:
- Ποιός είναι αυτός;
- Άστο τώρα. Κάνε ό,τι σου είπε και άστο. Μη μιλάς καθόλου, του είπε εκείνος.

-------------------------------

Στο τέλος Αυγούστου 2001, κάποιος τον παρακάλεσε να προσευχηθεί στον Άγιο Νεκτάριο, για να τον βοηθήσει.

Και ο Γέροντας:
- Άστον, παιδί μου, τον Άγιο. Αυτός είναι στην Αμερική. Τρέχει να σώσει ζωές.

Στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 έπεσαν οι Δίδυμοι Πύργοι. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε πει ότι εκείνο που πρόκειται να συμβεί στην Αμερική θ' αλλάξει τον ρου της Ιστορίας:
- Μεγάλο κακό θα βρει την Αμερική, και όχι μόνο, μέσα στον Σεπτέμβριο. Αλλοίμονο!

Αυτό το είχε προαναγγείλει επίσης και στον μακαριστό Επίσκοπο Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιο σε μία από τις επισκέψεις του τελευταίου, και ήταν παρόντες κι άλλοι, χωρίς όμως να δώσει εξηγήσεις:
- Σεβασμιώτατε, να δείτε τί θα πάθουν οι Αμερικανοί σε δύο μήνες, είχε πει. (σελ. 119)


Το 1990 είχε πει ότι σύντομα ο Θεός, επειδή θέλει να στηρίξει τους ανθρώπους, θα αποκαλύπτει τους Αγίους Του οφθαλμοφανώς. Επειδή οι πειρασμοί θα είναι μεγάλοι και τα βάσανα δυσβάσταχτα, θα παραχωρήσει ο Κύριος να εμφανίζονται Άγιοι, και μάλιστα μεγάλοι, όπως ο Άγιος Δημήτριος ή ο Άγιος Γεώργιος.

Θα ακούν οι άνθρωποι ότι τη μία εβδομάδα παρουσιάστηκε ο τάδε Άγιος στην Κρήτη, την άλλη ο τάδε στη Μακεδονία, άλλος εδώ, άλλος εκεί (σελ. 122).

- Τί να κάνω με τα παιδιά μου, γέροντα, που είναι δύσκολα; Μου φωνάζουν, κοιτάζουν τα επικίνδυνα προγράμματα της τηλεόρασης και επηρεάζονται.
- Μόνο ο Κύριος διορθώνει την κατάσταση, θα λες: «Κύριε, σώσε εμένα, διόρθωσέ με, και φώτισε και τα παιδιά μου να είναι κοντά Σου».
Και ο Κύριος θα σε ακούσει και θα σου δώσει εκείνο που πρέπει.

- Μας ακούει, όμως, ο Κύριος; Φτάνει η φωνή μας εκεί;
- Δεν ξέρω... τον περασμένο μήνα τον πονούσαν τ' αυτιά (!)

- Θα έρθουν χρόνια δύσκολα, αλλά μη φοβάστε. Τα παιδιά Του ο Θεός δεν τα εγκαταλείπει, θα τα φυλάει σκανδαλωδώς.
- Δηλαδή, Γέροντα;
- Τί δηλαδή; Να, άμα δεν θα έχεις να φας, θα ξυπνάς το πρωί, θα βρίσκεις μια φραντζόλα πάνω στο τραπέζι και θα λες: «Αυτό από που ήρθε»; Αλλά πρέπει να έχεις πίστη. Χωρίς πίστη, δεν γίνεται τίποτα. (σελ. 178)


- Από εδώ και πέρα, δεν έχεις διανοηθεί τί θα δεις και τι θα ακούσεις. Δεν έχουν ξαναγίνει ποτέ στον κόσμο, είπε μια μέρα το καλοκαίρι του 2005.
- Στην Ελλάδα θα συμβούν;
- Σε όλο τον κόσμο και σ’ εμάς. Και γιατί; Γιατί εμείς, λέει, είμαστε ο φάρος της Ορθοδοξίας, αλλά καταντήσαμε από την αμαρτία χειρότεροι από τους άθεους. (σελ. 178)



Ο Γέροντας έλεγε για τη συντέλεια του κόσμου ότι θα διαρκέσει όσο κρατάει ο Εξάψαλμος, λίγα λεπτά. Την ώρα πού θα κρινόμαστε, στον ουρανό θα ψέλνουν τον Εξάψαλμο οι Άγγελοι...
Όλοι οι άνθρωποι πού θα ζουν εκείνη τη στιγμή, θα βιώσουν τον θάνατο ακαριαία και αμέσως μετά θα αναστηθούν, θα είμαστε όλοι με τα σώματα μας άϋλα, δεν θα πιάνουμε χώρο, ο ένας θα βλέπει το σώμα του άλλου και όλοι θα είναι στην ηλικία των 33 χρόνων.


Ο Κύριος θα κρατά το βιβλίο της ζωής, το Ευαγγέλιο, και αυτομάτως θα πηγαίνουμε δεξιά ή αριστερά από μόνοι μας, γιατί θα ξέρουμε αν είμαστε για τον Παράδεισο ή όχι. Γι' αυτό και στο Δεσποτικό, πού κάθεται ο Δεσπότης, στην εικόνα του Χριστού είναι ανοιχτό το βιβλίο και δεν υπάρχει καντήλι επάνω - δηλώνει ότι δεν υπάρχει έλεος στη Δευτέρα Παρουσία. Ενώ στο τέμπλο είναι κλειστό το βιβλίο πού κρατάει ο Χριστός και υπάρχει καντήλι, διότι ακόμη έχουμε έλεος. (σελ. 183)

Επειδή έρχονται πολύ δύσκολες μέρες για την ανθρωπότητα, ο Θεός πήρε ορισμένους ανθρώπους και τους έκανε αξιωματικούς. (σελ. 210)
Όπως θα θυμούνται όλοι, το πρωί της 11ης Σεπτεμβρίου 2004 κατέπεσε στη θαλάσσια περιοχή του Σιγγιτικού κόλπου, οκτώ ναυτικά μίλια από το Άγιον Όρος, το ελικόπτερο Σινούκ, το οποίο μετέφερε τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Πέτρο και τους 16 ανθρώπους πού ήταν μαζί του, κληρικούς και λαϊκούς.

Το ίδιο βράδυ ο Γέροντας ήταν σε μεγάλη προσευχή. Έβλεπε που είναι και πονούσε γι' αυτό πού έβλεπε, γιατί το πρόσωπο του μαζευόταν και έκανε γκριμάτσες. Αποκάλυψε
μόνο ότι οι άνθρωποι έφυγαν μαρτυρικά, γιατί κατάλαβαν ότι πεθαίνουν και πολύ ταλαιπωρήθηκαν...

Κάποιος τον ρώτησε:
- Γέροντα, γιατί μ' αυτόν τον τρόπο, σ’ αυτό το μέρος, και τόσο πολλοί;
- Τους μάζεψε όλους ο Θεός, παιδί μου, γιατί έτσι ήταν το θέλημα Του, απάντησε.
Αλλά έπειτα από κάποιες μέρες, όταν είχαν πάλι το θέμα αυτό στη συζήτηση, πρόσθεσε και τα εξής:
- Ο τρόπος πού πεθάνανε τους πάει στον Παράδεισο όλους. (σελ. 124)



Γέροντας Αμβρόσιος της Μονής Δαδίου

Clinging to Christ with all one's strength ( Archimandrite Alexander )



The goal, then, of our earthly life is to inherit eternal life in the kingdom of heaven. To reach it our loving Creator requires of us only that we respond to Him with the kind of sincere, pure and selfless love with which He loves us.

Such love is a spring which flows from this temporal life into the beauty of eternal life. The reason for man's life is to become more and more like God and to draw nearer and nearer to Him. The substance of our life should be the continuous upholding of everything in us that furthers nearness to God and rejection of everything that takes us away from Him.

How can the fire of such love and such striving be kindled in the soul? Once it is lit, how can it be guarded, so that it is not allowed to go out, but rather, as much as possible, it is turned into the flame of salvation, which burns up all impurity in the heart? Man cannot do this by his own power, no matter how sincerely he desires it. The winds and waves of the passions are too strong, and they come from sources hostile to man: the world which lies in sin, the flesh which loves sin and the devil, the originator of all evil.

For salvation, therefore, it is necessary to cling to Christ with all one's strength, to become one with Him. Then His divine power and His love will fill our souls. They will protect, sanctify and strengthen us; they will lead us on the sure but narrow path to eternal life. Christ speaks thus about the necessity of staying with Him: "I am the Vine, ye are the branches. The branch cannot bear fruit of itself, except it abide in the vine" (John 15:5). In other words, authentic spiritual life, which brings forth good fruit, is impossible unless one is united in the closest possible way with the Source of spiritual strength - Christ.

Two Byzantine brothers


We must invite our friends and neighbors to “taste and see” the great treasure that is Orthodoxy, for it is our responsibility, as Christians, to reach out in kindness, and with a welcoming smile, when we see strangers enter our temples.


Sts Cyril and Methodius

Two Byzantine brothers, Saints Cyril and Methodius, brought Orthodox Christianity to the Slavs in the ninth century. The brilliance of Eastern Orthodox missionary outreach, as opposed to that of the Latin Church, was in the very use of the vernacular. These great saints who became known as the Apostles to the Slavs, left the Slavs with a liturgical language that was understandable to them. The services were not imparted in the Greek language, as though it alone was sacred enough to be used in Divine Worship, but helped them understand their new faith by worshiping in their own language.

The first missionary monks to the North American came to a land where Orthodoxy had never been. Their encounter with the native peoples was one of mutual respect. They did not greet their new neighbors as pagans, but as a people who’s experience with God was limited, but who nevertheless held to certain truths that were, by their very nature, Orthodox truths. Sharing with these peoples, the Orthodox monks came to know that the native Alaskans did not worship totem poles, but used them as tools for passing on family and tribal history. The monks honored the the indigenous peoples, befriending them, and, most important of all, treating them as God’s children.

As Orthodox Christians, we are duty bound to share our faith with others. Christ is for everyone, but with all the bad press Christianity has been getting during the past decade, it is especially important that we approach evangelism in light of the historic Church. The missionary mind of the Orthodox Church must be rekindled in our time. Parishes must not remain enclaves of Greeks, Russians, Bulgarians, Palestinians, or Serbs. The doors of the churches must be opened wide, welcoming all.






Having unlocked doors is worthless if a visitor is greeted with a frown upon entering the temple. I’ve lost count at how many people have shared their experience at having been ignored by other worshipers, upon entering an Orthodox parish for the first time. Numerous people have told me about being confronted with the question, “are you Greek”, followed by, “then why are you here”. Others have shared their sadness at having been ignored in the parish hall, because they did not speak Russian.

A Roman Catholic friar once told me he’d gone to a Russian cathedral to attend his first Divine Liturgy. The first service had concluded, and as the clergy walked down the steps of the cathedral, they looked right through him, as though he were invisible, even though he was wearing his Franciscan habit. He’d felt so unwelcome, he turned and left.

What kind of witness was this? Have we reduced Orthodoxy to the status of a private club? Do we see the Church only in ethnic terms? What if Saints Cyril and Methodius had treated the Slavs in such a manner? What if the Jewish Christians of the first century had treated the gentiles in such a manner?

We are all called to be evangelists for the Orthodox Faith. Not one of us is deserving of this Pearl of Great Price, if we wish to preserve it only for ourselves. How can we say we love Christ, if we do not wish that all know Him? Can we be saved, in the end, if we wish salvation only for “our people”?

We must invite our friends and neighbors to “taste and see” the great treasure that is Orthodoxy, for it is our responsibility, as Christians, to reach out in kindness, and with a welcoming smile, when we see strangers enter our temples.

Orthodox clergy must remember that they are the first line of witness for the Faith. If we hold ourselves aloof while wearing our cassocks and crosses in public, we can not call ourselves disciples of the Lord, for in keeping ourselves aloof, we bring shame upon the Cross of Christ.





The Lord’s Prayer


by Archimandrite Vassileios,
ex Abbot of the Iveron Monastery

Our Father who art in heaven, hallowed be Thy name, Thy kingdom come, Thy will be done on earth as it is in heaven, give us this day our daily bread, and forgive us our transgressions, as we forgive those who transgress against us, and lead us not into temptation, but deliver us from the evil one. Amen.

I have selected a passage from the Gospel, the prayer known as ‘The Lord’s Prayer’, since I believe it is the most representative prayer - the prayer handed down to us by the Lord Jesus Christ.

I believe that the Lord has taught us the prayer He has created; He gave us the life He has lived and taught us how He was. And this is Jesus’ truth. He had said once: “I am the vine; you are the branches” (John 15, 5). Just as the relationship between the vine and the branches is organic and the juice flows easily from the vine to the branches, in the same way Jesus flows in our existence by giving us His entire being. Therefore, I believe that through this prayer we live in Jesus Christ, provided we consciously pray and experience the prayer.
Let us begin by reciting this prayer and studying it piece by piece.

The first phrase says:
“Our Father who art in heaven”
I believe we commit one major sin. We sometimes become demoralized and forget one thing: the Lord loves us even though we are weak. If we hold on to just one thought this is it: that the Lord loves us and that the Lord is our Father.
We normally say that the parents love their child not because it is a good child but because it is their child. Therefore it is a major consolation to us if we manage to consciously accept and feel that we too could call the Lord “Father”. This word says everything. It places us immediately into the Church. Someone could be an orphan, his own people may have abandoned him; he may have lost everything and feel completely alone. Nevertheless, as soon as he considers that the Lord is his Father, he feels sheltered and secure and the entire world becomes his home.
I could even dare say this: Wouldn’t it be better if everybody abandoned us in order to experience the love of the Lord? Yes, I believe it would be. You see the Lord says in His Beatitudes: ‘Blessed are those who mourn, blessed are the thirsty, the hungry the weeping…etc” In other words, it would be better if we were to lose all human affection along with everything else, if only we would feel that the Lord is our Father.
I remember once that I had asked an old lady in Paris- she was Russian- to tell us what a monk is and she replied without thinking that “a monk is someone who is hanging from a string; the string is the love of the Lord”. I believe that this is true of every person. Man is strong in this life; his strength is the fact that the Lord loves him. We were born and we continue to live in hope, because Someone loves us. This Someone is strong even though we are weak.
“Our Father who art in heaven’’. So, our Father is not just someone whom we may see but is a heavenly Father, Who lives in heaven. Therefore, the whole heaven becomes our home. Thus we ought to feel free and at ease. Once, when they informed Evagrios Pontikos- one of the great ascetics in Nitria- that his father had died, he replied without thinking: “Do not blaspheme. My Father has never died!”
Thus in this first line of the prayer, our Lord gives us courage, turns us into His siblings and incites us to call His Father “our” Father. We call the Lord “our” Father, not “my” Father. Therefore the Lord is everyone’s Father and we are all brothers.
“Hallowed be Thy name,
Thy kingdom come”
The Holy Fathers of our Church see the presence of the Son and of the Holy Spirit in these two lines. Along with the first line, the Holy Trinity in its entirety is present. The Name of God the Father is the Word of God the Father, the Son of God, and the kingdom of the Lord is the Holy Spirit. (There is an earlier version of the Gospel in which the prayer instead of saying ‘Thy Kingdom come’says: ‘Thy Holy Spirit come on us and cleanse us’). Here therefore the Holy Trinity is present as in the Creed of Faith, where we declare: “I believe in one God, Father Almighty…and in Jesus Christ… and in the Holy Spirit…”
“Hallowed by Thy Name”. We pray that the Lord’s name is hallowed. If according to the Holy Fathers the name of God the Father is the Son and Word of God, then “hallowed by thy name” may be related to what Jesus said in John 17, 19: “And for their sakes I sanctify myself, that they also might be sanctified in truth”. ‘Sanctify myself’ means: the Lord sacrifices Himself so that they are sanctified in truth; so that the faithful are sanctified indeed. Thus, when we are praying “Hallowed by thy Name”, it is as if we are saying: let the sacrifice of the Son and Word of God be sanctified. Thus, the Lord is our sanctification, our deliverance and our justice. By ‘Thy kingdom come’ we beg for the Holy Spirit to come during Pentecost. The Holy Spirit always comes and the Church is the continuing Pentecost.
Therefore the Holy Trinity is present in these three lines. In addition, we may also find here the reality of the epiclesis made during the central prayer of the Holy Liturgy. There, the priest begs the heavenly Father to send the Holy Spirit and make the bread and wine, the Body and Blood of Christ.
And thus we arrive at the fourth line, which is the central part of the Lord’s Prayer and the central part of the life of Jesus and of our own lives. It is this:
“Thy will be done”
This phrase may be compared to the “Amen” of the prayer. Because “Thy will be done” is the conclusion and the recapitulation of the previous phrases. Earlier we say “Hallowed by Thy name”, “Thy kingdom come”, “Thy will be done” and refer to the Lord; we offer everything to the Lord and this is confirmed and recapitulated by “Thy will be done”.
In order to understand how important this phrase is, it will be good to consider why Jesus descended from heaven. “I descended from heaven to fulfill the will of the Father who has sent Me and to accomplish His work”, He says. And also: “As I hear, I judge, and my judgment is just, because I seek not my own will but the will of him who sent me” (John 5, 30). Moreover, remember when Jesus met the Samaritan woman? When His disciples urged Him to eat, He had replied: “I have food to eat that you do not know about.”(John 4, 32-34) “My food is to do the will of him who sent me and to accomplish his work”.
I think that this last phrase “my food is to do the will of him who has sent me” is the most essential element which describes Jesus’ life and our own lives. Thus during the hour of His real agony at Gethsemane- the time when an earthquake strikes, so to speak, and everything is being tested- when He “…being in an agony he prayed more earnestly”, he said: “My Father, if this cannot pass unless I drink it, your will be done” (Matthew 26, 42). Thus, at His most difficult moment, He was the first to say the very same thing He had instructed us to say. And then He proceeds to walk peacefully, in His Almighty way, towards the Passion precisely because He had said “Not my will be done, but Your will be done”. As soon as He had said this, He turned inwardly, gained strength and pressed on.
It wouldn’t be inappropriate to take a look at our own life at this point. We get on with our lives, we make plans, have prospects, have a good time but suddenly we may meet with trouble. I believe that there is no man who has not gone through his own Gethsemane. When everything collapses, then and only then everything rises; only then does man comprehend Jesus’ words “My food is to do the will of him who sent me and to accomplish his work”. When everything turns upside down and there is no hope, no light to be seen; when everything is covered in darkness, if this person says “My Lord, thy will be done” he suddenly receives new strength; he rises and walks humbly towards the path, towards the passage, towards the Resurrection, who is Jesus, in a never ending process. Then in hindsight he will be grateful to the Lord not for the happy but for the difficult times of his life, for his personal Gethsemane. These have forced him, through the dismantling of his ego, to freely admit and say “My Lord, thy will be done”.
I believe that the phrase: “Thy will be done” relates to what the Lord said at the beginning of the creation: “let there be… and it was so” as well as to the epiclesis during the Holy Liturgy when the priest begs the Father to send the Holy Spirit and make the bread, the Body of Christ and the wine the Blood of Christ, and ends with “Amen, Amen, Amen”, when the mystery is already accomplished. When man willingly says “My Lord, let your will be done to me” resembles what the Virgin Mary said to Archangel Gabriel: “let it be to me according to your word” (Luke 1, 38). Namely, let it be to me, in me, in my entire existence according to your words; Lord let it be according to Your will. From then on, man becomes sanctified and receives a different kind of strength.
Abba Isaac says somewhere that man can become God through Grace, if he obeys the Lord. He can become God and truly create new worlds out of nothing; He can become totally regenerated; the weak gains strength and he who is dead is revived and lives on. He then comprehends that to say calmly “Lord, thy will be done and not mine” is the real food indeed.
Thus, a true theologian is not the one who goes to the university and gets honors because he remembered a couple of dates and some names and wrote a dissertation. A true theologian, who comprehends the power and the truth in our Lord’s teachings, is the one who says when in trouble: ‘not mine, but your will be done’. Then the entire Lord enters in him, makes him a theologian, makes him God through Grace and enables him to walk forward in Jesus Christ. And just as the risen Lord walked through closed doors, similarly this weak man, who has become all powerful with the Grace of the Lord, gets on with his life irrespective of whether the problems have been solved or not.
Therefore, if we happen to face difficulties, let’s talk to the Lord honestly, in any way we wish, because the Lord is our Father. But in the end let us say: “My Lord, I do not know what to do. You do. You love them more than me and they belong to you more than they belong to me. Let thy will be done. If your will seems to be like a catastrophe on the outset, let it be catastrophic”. Any catastrophe from God is better than any success achieved through human effort. The latter creates a true mess and a real disaster. Thus ‘thy will be done’ is the phrase which feeds and elevates us to another place.
“On earth as it is in heaven”
St John Chrysostom says that Jesus makes everyone responsible for the deliverance of the whole world. It doesn’t say: “Lord, let thy will be done in my life” but, “let thy will be done on earth as it is in heaven”.
Once I visited the island of Kos to meet an old lady. She told me: ‘I do not know how to read and write; I do not even know how to recite the Lord’s Prayer or the Creed of Faith. Nevertheless, every night before bed, I cross myself and beg the Lord to let the world wake up well. “Am I doing well?” “Yes, you are”, I said to her.
See, the old woman had uncovered the essence of this prayer. Because she lived her life in Church and the Lord’s grace was flowing in her existence silently, just as the vine juice flows into the branches, she did what was right without having ever learnt to read or write.
“Give us this day our daily bread”,
When we finally become able to reach our own Gethsemane and say during our most difficult moment, ‘Lord, thy will be done’ without distress, or indignation, but calmly and resolutely, then I do believe that our spiritual stomach is ready to digest the real food. And that is our Lord, Jesus Christ.” I am the living bread which came down from heaven: if any man eats of this bread, he shall live forever” (John 6, 51). I am the real bread, the living bread which came down from heaven. If one eats it, one will live forever and will not die; He already experiences eternal life while still living this life.
What does Jesus mean when He says ‘give us this day our daily bread’? The Holy Fathers explain that ‘daily’ bread means the bread which has to do with man’s existence or the bread for the next day. ‘Next day’ means the forthcoming eon, the kingdom of heaven. Thus, we are praying so that the Lord makes us worthy of the ‘eternal life’, of the heavenly bread, i.e. Jesus Christ, and to offer Him to us- the real food- from this life. So, we wish to be able to feed on the bread of the angels, the bread of ‘the next day’, the bread of the eternal life and of the kingdom of heaven.
“And forgive us our transgressions, as we forgive those who transgress against us”
Let us remember the prayer the Lord offered for those who crucified Him: “Father, forgive them; for they know not what they do” (Luke 23, 34). There was no excuse for what they did; but the Lord found one for them.Namely that they do not know what they are doing.
“Forgive us our transgressions, as we forgive those who transgress against us”.
This phrase is somehow more demanding. Jesus does not implore us to beg the Lord to help us forgive the others; instead, we are telling the Lord that we have forgiven them anyway. St Gregory of Nyssa says that it is as if we are asking Lord, the Father, to notice our exemplary behavior and forgive us too.
If by any chance we do not show forgiveness, there is nothing anymore to be done; Jesus Christ was clear on this: “if you do not forgive others their trespasses, neither will your Father forgive your trespasses” (Matthew 6, 15). We may be attending religious classes and spiritual meetings, may go to church, may take the Holy Communion, may have advanced in spiritual life, may even perform miracles and yet not show forgiveness. If we do not show forgiveness, everything was done in vain.
Let us remember what St Kosmas Aitolos was preaching to the people: ‘I am distressed because I do not have the time to see each one of you individually, so that you can confess to me, tell me your troubles and to console you with words provided by the Lord. So, because I cannot see you individually, I have a number of things which you must obey. If you obey, you will do well. The first thing is: “forgive your enemies”’.
In order to help them understand what he meant, he told them a story. “Two people came to me to confess, Peter and Paul. Paul said to me: ‘Holy father, I am following the Lord’s path ever since I was a boy. I have done many good deeds, I am praying, I give alms, I have built churches and monasteries. I only have one weakness. I cannot forgive my enemies’. I have decided that this man is to go straight to hell and gave instructions to throw his body to the dogs when he dies. After a short while, Paul comes to me and says: ‘I have not followed the straight path ever since I was young. I have stolen things, I have dishonored women, I have killed people, and I have burnt down churches and monasteries. In other words, I have been acting as if I was possessed. I only do one thing: I forgive my enemies’.
And St Kosmas concluded: “I put my arms around his neck and kissed him. I also instructed him to receive the Holy Communion in three days”.
Peter, who did so many good deeds, has defiled everything with his refusal to offer forgiveness. Just like a small piece of dirt taints a hundred kilos of flour. On the other hand, Paul was forgiving even though he had committed so many atrocities. His forgiveness acted like the candle which burnt all of his evil deeds. Occasionally, instead of giving off Christ’s fragrance, our lives seem to smell badly and we do not know why. Therefore, we ought to offer forgiveness without holding a grudge against anyone. Unless we do this all our goodness and our good deeds have been in vain. That’s why the Lord says: “if you do not forgive others their trespasses, neither will your Father forgive your trespasses”. The tiniest thing can help us win the kingdom of God and the tiniest thing can taint our entire lives.
“And lead us not into temptation, but deliver us from the evil one”
On the one hand we say ‘lead us not into temptation’ and on the other James the Apostle implores us thus: ‘Count it all joy, my brothers when you meet trials of various kinds” (James 1, 2). Our Holy Fathers solved the riddle for us. St Maximus the Confessor explains that there are two kinds of temptations: One the one hand, there are the hedonistic pleasures which are voluntary and lead one to commit a sin. We pray to the Lord to help us resist such temptations. On the other hand, there are temptations and tribulations which are involuntary and painful; these target our hedonistic tendencies and stop us from sinning. Therefore, we are praying to the Lord to help us resist the first kind of temptations which are hedonistic and voluntary. On the other hand, we are asking for help in accepting the second kind of temptations with pleasure since they cause knowledge and humility and the presence of the Grace of the Holy Spirit. Remember what the book ‘Gerontiko’ says: Take away the temptations and no one is saved.
“Deliver us from the evil one”. This is the last phrase of the prayer. The first one was ‘Our Father’. The lord is the first and foremost reality and the evil one is the last. We walk on a tight rope between the Lord and the devil throughout our lives. The devil did not leave anyone untouched; neither the first Adam in Paradise, nor the second Adam, Jesus Christ, when He went out in the desert. Our Lord, speaking of the devil, said: ‘This kind cannot be driven out by anything but prayer” (Mark 9, 29). In other words, we cannot be delivered from the devil save through prayer and fasting. The devil does not leave us in peace even if we use reasoning against him, just as cancer is not cured with aspirin. A monk says that the greatest lawyer cannot win his case against the devil. That’s why we ought never to start a conversation with the evil one. We just ignore him.
The whole issue in spiritual life is to acquire spiritual discernment in order to be able to differentiate between something which comes from God and something which doesn’t. Here one might say: I am a weak person. How can I acquire discernment?
I believe that things become much simpler if we come to comprehend The Lord’s Prayer. Let us begin from the last point. If we forgive our enemies without reservations; if we feed on the heavenly bread; if we say “Lord, thy will be done” during difficult moments; if we experience the Lord as our Father, then even though we are weak, we will become very strong at the same time. If on the contrary, we always do what we want and we do not give forgiveness, we will turn devil into a lion, even though he is like a small ant; then he will be impossible to overcome.
In other words, a weak man becomes all powerful in the face of the devil if he constantly prays that the Lord’s will be done and if he offers forgiveness without a second thought. Such a man forgives those who trample on him and does not hold a grudge against anyone. Instead he prays: ‘never mind, the Lord is great. Let His will be done. I myself know nothing.’ Thus, he is able to walk away from trouble unscathed.
Remember when Jesus was in agony at Gethsemane and prayed more earnestly, He had said: ‘not my will, but Thy will be done’. Then as soon as He had uttered these words “there appeared to him an angel from heaven, strengthening him” (Luke 22, 43). Similarly, in the desert, as soon as He had said: “Be gone, Satan! For it is written, “‘You shall worship the Lord your God and him only shall you serve’”, the devil left him, “and behold, angels came and were ministering to him” (Matthew 4, 10-11). The same thing happens to us. Spiritual discernment descends upon us and angels come to our assistance if we pray in this way and if we live this kind of life. We will be able to perceive the assistance by the angels. We will be able to experience the kingdom of heaven from this life. We will also be warranted to say that our lives have become ‘angel assisted’ ( angeloktisti) and ‘ God protected’ ( Theoskepasti). Man, even though weak, becomes all powerful with the grace of The Lord.

Translated from the Greek by: Olga Konnaris-Kokkinos, journalist
Source: «Πάτερ Ημών» του Αρχιμανδρίτη Βασιλείου, Προηγουμένου της Ι.Μ. Ιβήρων

Να θυμάσαι και να φοβάσαι δύο λογισμούς ( Ἅγ.Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης )




Ἅγ.Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης
Νὰ θυμᾶσαι καὶ νὰ φοβᾶσαι δύο λογισμούς. Ὁ ἕνας λέει: «Εἶσαι ἅγιος»·καὶ ὁ ἄλλος: «Δὲν θὰ σωθεῖς». Κι οἱ δύο αὐτοὶ λογισμοὶ προέρχονται ἀπὸ τὸν ἐχθρό, καὶ δὲν ἔχουν ἀλήθεια μέσα τους. Ἐσύ, ὅμως, νὰ σκέφτεσαι: «Ἐγὼ εἶμαι μεγάλος ἁμαρτωλός, ἀλλὰ ὁ Ἐλεήμων Κύριος ἀγαπᾶ πολύ τούς ἀνθρώπους καὶ θὰ συγχωρέσει καὶ σ΄ ἐμένα τὶς ἁμαρτίες μου».
Πίστευε ἔτσι, καὶ θὰ γίνει σύμφωνα μὲ τὴν πίστη σου: Θὰ σὲ συγχωρήσει ὁ Κύριος. Μὴ βασίζεσαι, ὅμως, στοὺς προσωπικούς σου ἀγῶνες, ἔστω καὶ ἂν εἶσαι μεγάλος ἀσκητής. Ἕνας ἀσκητής μου ἔλεγε: «Βεβαίως θὰ ἐλεηθῶ, γιατί κάνω τόσες μετάνοιες τὴν ἡμέρα». Ὅταν, ὅμως, ἦρθε ὁ θάνατος, «διέρρηξε τὰ ἱμάτιά του».
Ὄχι, λοιπόν, γιὰ τὶς ἀσκήσεις μας, ἀλλὰ δωρεάν, κατὰ τὴ χάρη Του ἐλεεῖ ὁ Κύριος. Ὁ Κύριος θέλει τὴν ψυχὴ νὰ εἶναι ταπεινή, ἄκακη, καὶ νὰ συγχωρεῖ τοὺς πάντες μὲ ἀγάπη· τότε καὶ ὁ Κύριος συγχωρεῖ μὲ χαρά. Ὁ Κύριος τούς ἀγαπᾶ ὅλους, καὶ ἐμεῖς ὀφείλουμε νὰ Τὸν μιμούμαστε καὶ νὰ ἀγαποῦμε τοὺς πάντες, καὶ ἂν δὲν μποροῦμε, τότε πρέπει νὰ Τὸν παρακαλοῦμε, καὶ ὁ Κύριος δὲν θὰ ἀρνηθεῖ, ἀλλὰ θὰ βοηθήσει μὲ τὴ χάρη Του.

Ὅταν ἤμουν ἀκόμα ἀρχάριος, γνώρισα τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἀπερίγραπτη. Ἡ ψυχὴ αἰσθάνεται σὺν Θεῷ καὶ ἐν Θεῷ, καὶ τὸ πνεῦμα χαίρεται γιὰ τὸν Κύριο, ἔστω καὶ ἂν τὸ σῶμα ἀποκάμνει ἀπὸ τὴν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖς, ὅμως, νὰ χάσεις αὐτὴν τὴν χάρη καὶ μὲ ἕναν κακὸ λογισμό.
Μὲ τὸν κακὸ λογισμὸ εἰσέρχεται μέσα μας μία ἐχθρικὴ δύναμη, καὶ τότε σκοτίζεται ἡ ψυχὴ καὶ τὴ βασανίζουν κακὲς σκέψεις. Τότε ὁ ἄνθρωπος αἰσθάνεται τὴν ἀπώλειά του καὶ καταλαβαίνει ὅτι ὁ ἴδιος, χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, εἶναι μόνο «γῆ καὶ σποδός».
Ἡ ψυχὴ ποὺ γνώρισε τὸν Κύριο, μαθαίνει ἀπὸ τὴ μακροχρόνια πείρα της, ὅτι, ἂν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές, τότε αἰσθάνεται, ἔστω καὶ λίγο, τὴ χάρη μέσα του κι ἔχει παρρησία στὴν προσευχή. Ἄν, ὅμως, ἁμαρτήσει μὲ κάποιον λογισμὸ καὶ δὲν μετανοήσει, τότε κρύβεται ἡ χάρη καὶ ἡ ψυχὴ θρηνεῖ καὶ ὀδύρεται ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι ἡ ψυχὴ διέρχεται ὅλη της τὴ ζωὴ στὸν ἀγώνα μὲ τοὺς λογισμούς. Ἐσύ, ὅμως, μὴ μένεις στὴν ἀκηδία ἐξαιτίας τοῦ ἀγώνα, γιατί ὁ Κύριος ἀγαπᾶ τὸν ἀνδρεῖο ἀγωνιστή.
Πονηροὶ λογισμοὶ καταπονοῦν τὴν ὑπερήφανη ψυχή, καὶ ἂν δὲν ταπεινωθεῖ, δὲν θὰ βρεῖ ἀνάπαυση ἀπὸ αὐτούς. Ὅταν ἁμαρτωλοὶ λογισμοὶ σὲ πολιορκοῦν, φώναζε πρὸς τὸν Θεὸ σὰν τὸν Ἀδάμ: «Κύριε, Ποιητή μου καὶ Πλάστη μου, βλέπεις ὅτι ἡ ψυχή μου τυραννιέται ἀπὸ τοὺς λογισμούς… Ἐλέησέ με». Καὶ ὅταν στέκεσαι ἐνώπιόν τοῦ Δεσπότου, νὰ θυμᾶσαι πάντα ὅτι Αὐτὸς θὰ ἐκπληρώσει ὅλα τὰ αἰτήματά σου, ἂν εἶναι ὠφέλιμα σὲ σένα.
Ἦρθαν σύννεφα, κρύφτηκε ὁ ἥλιος καὶ σκοτεινίασε. Ἔτσι γιὰ ἕνα λογισμὸ ὑπερηφάνειας στερεῖται ἡ ψυχὴ τὴ χάρη καὶ τὴν καλύπτει τὸ σκοτάδι. Ἀλλὰ καὶ πάλι μὲ ἕναν ταπεινὸ λογισμὸ ἐπανέρχεται ἡ χάρη. Αὐτὸ τὸ γνώρισα ἐκ πείρας.
Νὰ ξέρεις ὅτι, ἂν ὁ λογισμός σου συνηθίζει νὰ παρατηρεῖ ἀνθρώπους, πῶς ζεῖ ὁ ἕνας ἢ ὁ ἄλλος, αὐτὸ εἶναι ἔνδειξη ὑπερηφάνειας.
«Πρόσεχε τὸν ἑαυτό σου». Παρατήρησε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ δεῖς: Μόλις ἡ ψυχὴ ἀποκτήσει ἔπαρση ἔναντι τοῦ ἀδελφοῦ, ἀμέσως ἀκολουθεῖ κάποιος λογισμὸς ὄχι εὐάρεστος στὸν Θεό, καὶ αὐτό, γιὰ νὰ ταπεινωθεῖ ἡ ψυχή.
Ἄν, ὅμως, δὲν ταπεινωθεῖ, τότε ἔρχεται ἕνας μικρὸς πειρασμός.
Καὶ ἂν πάλι δὲν ταπεινωθεῖ, ἀρχίζει ὁ πόλεμος τῆς σαρκός.
Καὶ ἂν πάλι δὲν ταπεινωθεῖ, τότε πέφτει πάλι σὲ κάποιο μικρὸ ἁμάρτημα.
Ἂν καὶ τότε δὲν ταπεινωθεῖ, θὰ ἔλθει μεγαλύτερη ἁμαρτία.
Κι ἔτσι θὰ ἁμαρτάνει, ὡσότου ταπεινωθεῖ.
Μόλις, ὅμως, ταπεινωθεῖ, ἀμέσως θὰ δώσει ὁ Ἐλεήμων Κύριος στὴν ψυχὴ εἰρήνη καὶ κατάνυξη, καὶ τότε θὰ περάσουν ὅλα τὰ κακὰ καὶ θὰ ἀπομακρυνθοῦν ὅλοι οἱ ἐχθρικοὶ λογισμοί. Ἔπειτα, ὅμως, πρέπει νὰ κρατᾶς μὲ ὅλες σου τὶς δυνάμεις τὴν ταπείνωση, ἀλλιῶς θὰ ξαναπέσεις στὴν ἁμαρτία.
Βλέποντας ὁ Κύριος ὅτι ἡ ψυχὴ δὲν εἶναι στερεωμένη στὴν ταπείνωση, ἀπομακρύνει τὴ χάρη, ἀλλὰ ἐσὺ μὴ φοβᾶσαι: Ἡ χάρη εἶναι μέσα σου, ἀλλὰ κρυμμένη. Μάθε νὰ σταματᾶς ἀμέσως τοὺς λογισμούς. Ἄν, ὅμως, ξεχάσεις καὶ δὲν τοὺς διώξεις ἀμέσως, τότε πρόσφερε μετάνοια. Κοπίασε σὲ αὐτό, γιὰ νὰ ἀποκτήσεις τὴ συνήθεια. Ἡ ψυχὴ ἀποκτᾶ συνήθεια, ἂν τὴν διδάξεις, καὶ ἐνεργεῖ ἔτσι σὲ ὅλη της τὴ ζωή.
Ὁ ἀγαθὸς ἄνθρωπος ἔχει ἀγαθοὺς λογισμοὺς καὶ ὁ πονηρὸς πονηρούς. Ὅλοι, ὅμως, ὀφείλουν νὰ μάθουν τὸν πόλεμο μὲ τοὺς λογισμούς, καὶ νὰ μάθουν νὰ μετατρέπουν τοὺς κακοὺς λογισμοὺς σὲ ἀγαθούς. Αὐτὸ εἶναι σημάδι πεπειραμένης ψυχῆς.
Ρωτᾶς πῶς γίνεται αὐτό;
Νά! Ὅπως ὁ ζωντανὸς ἄνθρωπος αἰσθάνεται πότε κρυώνει καὶ πότε ζεσταίνεται, τὸ ἴδιο καὶ ὅποιος γνώρισε ἐκ πείρας τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἀκούει πότε ὑπάρχει στὴν ψυχή του ἡ χάρη καὶ πότε ἔρχονται τὰ πονηρὰ πνεύματα.
Ὁ Κύριος δίνει στὴν ψυχὴ τὴ σύνεση νὰ ἀναγνωρίζει τὴν ἔλευσή Του καὶ νὰ Τὸν ἀγαπᾶ καὶ νὰ κάνει τὸ θέλημά Του. Ἐπίσης ἡ ψυχὴ ἀναγνωρίζει τοὺς λογισμοὺς τοῦ ἐχθροῦ ὄχι ἀπὸ τὴν ἐξωτερική τους μορφή, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἐπενέργειά τους στὴν ψυχή.
Οἱ ἐχθροὶ εὔκολα ἐξαπατοῦν ἐκεῖνον ποὺ δὲν ἔχει τὴν πείρα αὐτή.
Οἱ ἐχθροὶ ἔπεσαν ἀπὸ ὑπερηφάνεια καὶ μᾶς παρασύρουν στὴν ἴδια πτώση, ὑποβάλλοντας λογισμοὺς ἐπαίνου. Καὶ ἂν ἡ ψυχὴ δεχθεῖ τὸν ἔπαινο, τότε ἡ χάρη φεύγει, ἐφόσον δὲν ταπεινώνεται ἡ ψυχή. Καὶ ἔτσι σὲ ὅλη τὴ ζωὴ ὁ ἄνθρωπος θὰ μαθητεύει στὴν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ. Ἂν δὲν τὸ μάθει αὐτὸ ἡ ψυχή, δὲν θὰ γνωρίσει ἀνάπαυση ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ δὲν θὰ μπορέσει νὰ προσευχηθεῖ μὲ καθαρὸ νοῦ.


Ἀπὸ τὸ βιβλίο, «Ὁ Ἅγιος Σιλουανὸς ὁ Ἀθωνίτης»:
Ἔκδοσις Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου ΕΣΣΕΞ,










http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/2014/01/4127.html#more







Η κάρα του αγιορείτου γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού



Η κάρα του αγιορείτου γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού και λείψανο του Αγίου Παντελεήμονος (;).

Η κάρα του αγιορείτου γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστού (+1959) βρίσκεται στην Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου του Μεγάλου στην Αριζόνα (περιοχή Φλόρανς) των ΗΠΑ. Η Ιερά Μονή ιδρύθηκε, ως γνωστόν, από τον γέροντα Εφραίμ Φιλοθεΐτη.


Ο Γέρων Εφραίμ Αριζόνας - Φιλοθεΐτης.





Ο αγιορείτης γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής (+1959).




Κάποτε, μας έλεγεν, από τους πολλούς πειρασμούς, την σωματικήν αδυναμίαν, την πτωχείαν, την καταφρόνησιν των ανθρώπων που τον φώναζαν πλανεμένον, είχε πολύ καταβληθή ηθικώς και βρισκόταν σε πολλήν σύγχυσιν και ακαταστασίαν λογισμών. Διότι ενίοτε η Χάρις κρύπτει την παρουσίαν Της, για να δοκιμασθή πραγματικά ο αγωνιστής. Έτσι ξεκίνησε να πάη εις τον πνευματικόν εις τον Άγιον Πέτρον νύκτα, κατά τας τρεις ή τέσσαρες η ώρα.



"Ήτο πανσέληνος, μας έλεγε, και είχα περάσει περίπου την μισήν απόστασιν, βάδιζα όμως πολύ αργά και ήμουν πολύ βαρυμένος που μου φαινόταν ότι είναι ζήτημα αν θα μπορέσω να φθάσω. Σε πολλά διαστήματα σταματούσα και πάλιν ξεκινούσα.

Σε ένα μέρος που είχα και πάλιν σταματήσει για να ξεκουρασθώ, σαν να άκουσα κάποιο κελάδημα ενός πουλιού και έστρεψα την προσοχήν μου. Ακροάσθηκα προσεκτικά και ακούω πάλιν να επαναλαμβάνεται ένα ωραιότατον και πρωτότυπον κελάδημα. Μου φάνηκε πως ήτο κοντά μου κάπου εκεί πιο μπροστά και βάδισα ολίγον να το πλησιάσω καλύτερα. Εκείνο επανελάμβανε πάλιν την φωνήν του, που μου φαινόταν όλο και περισσότερον γλυκύτερα και βάδισα ακόμη μπροστά, που νόμισα πως θα το ιδώ και σταμάτησα κοντά σε μια μεγάλη πέτρα που ήτο δίπλα εις τον δρόμον. Αυτό αμέσως άλλαξε την φωνήν του, που έγινε εκατονταπλασίως γλυκύτερα και μελωδική από πριν και ήλθα σε έκστασιν πλέον. Μου φάνηκε ότι βρέθηκα σε ένα ανηφορικό μέρος και βάδιζα σαν να ανέβαινα σε βουνό. Ήτο όμως το μέρος πολύ εξαίσιον και ομαλόν και πάλιν κίνησα με περισσοτέραν σπουδήν, γιατί νόμιζα ότι οπωσδήποτε θα το ιδώ. Όσο όμως προχωρούσα, τόσο μου φαινόταν πιο μπροστά και χωρίς να το καταλάβω ανέβηκα το μέρος εκείνο το ανηφορικόν. Δεν κοπίαζα όμως όταν βάδιζα, ούτε αισθανόμουν βάρος εις τον εαυτόν μου και μου φάνηκε ότι έφθασα εις το τέρμα, που ήτο σαν κορυφή και το κελάδημα ακουγόταν διαρκώς.

Μπροστά μου εκτεινόταν μια τεράστια πεδιάδα, που δεν ημπορούσα να την προσδιορίσω. Ήτο σαν θάλασσα γαληνότατη και γεμάτη φως, που ερχόταν από το κέντρον, όπου διεκρίνετο μία τεραστία πολιτεία και φαινόταν ότι από εκεί έβγαινε το φως, αλλά και η μελωδική εκείνη φωνή. Εγώ μη γνωρίζοντας ούτε πως βρέθηκα, ούτε τι ήτο αυτό, βάδιζα ασυναίσθητα προς τα εμπρός, που μου φαινόταν ότι ήτο ανατολικά, έχοντας σκοπόν να καταλάβω από που προέρχεται αυτή η γλυκύτατη ωδή. Όσο πλησίαζα φαινόταν τείχη υψηλά και έδειχναν ότι εκεί ήτο μεγάλη πόλις και από αυτήν έβγαινε το φως. Όταν πλησίασα κοντά με φόβον και έκπληξιν, εφάνη η είσοδος της πόλεως, μία τεραστία πόρτα που ήτο ανοικτή χωρίς να είναι κανένας εκεί. Πλησίασα καλά και στάθηκα μπροστά εις την τεραστίαν εκείνην είσοδον, αλλά δεν φαινόταν κανένας, ούτε εντός, ούτε εκτός που να μαρτυρή σημεία ζωής και παραμονής ανθρώπων, μόνον το πουλάκι που άκουγα από την αρχήν φαινόταν ότι ήτο μέσα εις την θαυμασίαν αυτήν πόλιν.

Όταν είδα ότι δεν είναι κανείς να με οδήγηση, μα ούτε και να με εμπόδιση, έκαμα τον σταυρόν μου και μπήκα από την θαυμαστήν και τεραστίαν εκείνην πόρταν. Όταν βρέθηκα εις το εσωτερικό, όλαι μου αι πρότερον εκπλήξεις και οι θαυμασμοί υπεχώρησαν εις το μεγαλείον εκείνο της όντως πόλεως του Θεού. Από τον θαυμασμόν μου δεν ημπορούσα να κινηθώ, μόνον έστρεφα το βλέμμα μου πότε εις το ένα και πότε εις το άλλο μέρος και εδόξαζα τα μεγαλεία του Θεού. Τότε ήλθεν εις τον νουν μου η περικοπή της θείας Αποκαλύψεως, όπου ο μακάριος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής περιγράφει την πόλιν του Θεού.

Όταν έβλεπα το τείχος εκείνο το φοβερόν, εθαύμαζα την τοσαύτην έκτασιν όπου εξετείνετο και την στιλπνότητα και στερεότητα της κατασκευής. Μα μήπως ημπορούσα ο δυστυχής να περιγράψω τα υπερφυσικά εκείνα πράγματα που ήσαν εκεί; Όπου να έστρεφα, εκείνο που έβλεπα με έφερνεν εις έκστασιν. Εις την μέσην ακριβώς και ψηλά εις το κενόν ήτο ένα είδος σαν τον χορόν που είναι εις τα μεγάλα καθολικά του Αγίου Όρους, κυκλικόν και πολύ μεγάλον, μα δεν απετελείτο από μέταλλον, όπως συνήθως, αλλά από πλήθος ωραιοτάτων και ωδικών πτηνών. Τόσον δε ωραία ήσαν εις τους χρωματισμούς και την θεωρίαν, που διερωτόμουν, άραγε να είναι αυτά πουλιά; Όταν κοίταζα προς αυτά, ανέβαιναν πιο ψηλά και κελαδούσαν όλα μελωδικότατα και αρμονικά τον ίδιον ύμνον και εις το μέσον τους ήτο σαν κέντρον το πουλάκι που άκουγα από την αρχήν. Δεν έλεγεν όμως αυτό το μέλος του ύμνου που έλεγαν τα πολλά, αλλά ένα άλλον είδος σαν χρόνον έκανε, όπως που κάνουν εις τους χορούς οι ισοκράτες, τόσον δε τυπώθηκε μέσα μου η φωνή του, που την θυμόμουν εις όλην μου την ζωήν.

Θαυμάζοντας πότε το μέγεθος της απέραντου εκείνης πόλεως και πότε τα ωραία εκείνα τείχη και υψηλά και άλλοτε την πολύχρωμον εκείνην σύνθεσιν του λαμπρότατου εκείνου δαπέδου, μου άρπαζε την προσοχήν το γλυκύτατον μέλος όπου έψαλαν τα αναρίθμητα εκείνα πουλάκια. Εκεί που εθαύμαζα όλα και απορούσα, πως δεν είναι εκεί κανένας άνθρωπος, σαν να άκουσα κάποιον κρότον ή μάλλον θόρυβον διερχομένων έξω από το τείχος. Έτρεξα αμέσως, γιατί νόμιζα ότι έπρεπε κάποιον να συναντήσω να μου εξηγήση όλα αυτά, μα δυστυχώς κανέναν δεν πρόλαβα, μόνον βρέθηκα έξω από το τείχος και βάδιζα όπως ανέβηκα για να κατεβώ. Δεν πήγαινα όμως από το ίδιο μέρος που ανέβηκα, γιατί έβλεπα άλλα πράγματα που δεν τα είχα ιδεί όταν ανέβαινα, άνθρωπον όμως δεν είδα κανέναν. Όταν πλησίασα εις το τέρμα εκείνης της κατωφερείας, είδα προς τα δεξιά σαν μια μεγάλην πεδιάδα καταπράσινην και με πολλά δροσερά δένδρα, που ήτο γεμάτη μικρά παιδάκια, άλλα μεγαλύτερα και άλλα μικρότερα, και έπαιζαν με πολλήν χαράν. Δεν τα πλησίασα όμως, ούτε και αυτά έδειξαν ενδιαφέρον για εμένα.

Βαδίζοντας προς τα εμπρός, όταν έφθασα εις την άκραν της πεδιάδος που μαρτυρούσε πως ήταν είσοδος, είδα να κάθεται υπό την σκιάν πανύψηλων δένδρων κάποιος ιεροπρεπής, που μέσα μου πληροφορούμουν ότι είναι ο πατριάρχης Αβραάμ. Όταν πλησίασα, πήγα κοντά του και του έβαλα μετάνοιαν και μου έδωσε ως ευλογίαν τρία κομματάκια άσπρο ψωμί, σαν τα δικά μας αντίδωρα και τα έσφιξα εις το χέρι μου θυμάμαι καλά. Όταν του έβαλα και πάλιν μετάνοιαν για να φύγω, με κοίταξε με καλοσύνην και στοργήν. Τότε μου φάνηκε ότι τελείωσε ο δρόμος μου και απορώντας πως βρέθηκα εδώ, ήλθα εις τον εαυτόν μου. Στάθηκα ακίνητος κάμποσην ώραν, μέχρις ότου συνέλθω και κατατοπισθώ τι μου συνέβη και το ένα μου χέρι το κρατούσα κλεισμένον σφικτά. Όταν θυμήθηκα γιατί το έσφιγγα, το άνοιξα μα δεν βρήκα τίποτα, μόνον και πάλιν συνέχισα να το κρατώ σφικτά. Όταν ήλθα καλά εις τας αισθήσεις μου, είδα ότι ήμουν ακουμπισμένος εις την πέτραν, όπως στάθηκα εις την αρχήν και η ώρα είχε προχωρήσει πολύ. Το κατάλαβα από το φεγγάρι, γιατί ενώ όταν στάθηκα εκεί δεν ήτο ακόμη ούτε εις το μεσουράνημα, τότε πλησίαζε εις την δύσιν. Κατόπιν γύρισα πίσω και δεν πήγα εις τον πνευματικόν".

Θεοτόκε Παρθένε....... ( Video )

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...