Monday, October 13, 2014

Οι Εύζωνες κάνουν το γύρο του κόσμου μέσω Reuters - Εκπληκτικό φωτορεπορτάζ


 

Το αφιέρωμα στους Εύζωνες απο το πρακτορείο Reuters σήμερα εντυπωσιάζει!

Οι φωτογραφίες των Ευζώνων σε στιγμές προσωπικές - όταν ντύνονται καθώς και στο διάλειμμα τους - ρίχνει λίγο φως στα παρασκήνια της προεδρικής φρουράς που η ιστορία της ξεκινά το 1867.

Οι Εύζωνες είναι παγκοσμίως γνωστοί για την ενδυμασία που φέρουν. Η φουστανέλα σχεδιάστηκε ως στολή για την Ανακτορική παλιότερα και σήμερα Προεδρική Φρουρά.



Η ιστορία των ευζωνικών ταγμάτων (αργότερα συνταγμάτων) ξεκινά το 1867, με την ίδρυση τεσσάρων ταγμάτων, καθένα από τα οποία διέθετε οργανωτική δύναμη τεσσάρων λόχων. Κεντρική τους αποστολή ήταν η φύλαξη της μεθορίου. Το 1868 προστέθηκε σε κάθε τάγμα ευζώνων και πέμπτος λόχος. Η αρχική σύνθεση αυτών των ταγμάτων αποτελούνταν από εθελοντές, υπαξιωματικούς ή οπλίτες, οι οποίοι συνήθως κατάγονταν από ορεινές περιοχές.

Η ένδοξη δράση των ευζωνικών ταγμάτων κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων υπήρξε καταλυτική με αποτέλεσμα οι εύζωνες να λάβουν στη συνείδηση του ελληνικού λαού την εικόνα ηρώων. Έντονη δράση είχαν τα ευζωνικά τάγματα και κατά τη διάρκεια των υπόλοιπων ένοπλων συγκρούσεων του 20ου αιώνα στις οποίες είχε εμπλακεί ο ελληνικός στρατός (Μικρασιατική Εκστρατεία, Πρώτος και Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος).



Από το 1914, ως ιδιαίτερη μονάδα ευζώνων συγκροτείται η Ανακτορική Φρουρά. Ο τίτλος της έχει μετατραπεί αρκετές φορές από τότε (Φρουρά Σημαίας, Φρουρά Μνημείου Αγνώστου Στρατιώτη, Βασιλική Φρουρά, Προεδρική Φρουρά). Η σημερινή της ονομασία είναι «Προεδρική Φρουρά», η οποία της αποδόθηκε το 1974, μετά τη κατάρρευση της δικτατορίας Παπαδόπουλου.

Ιδιαίτερα ξεχωριστή θέση στην ιστορία των ευζωνικών ταγμάτων κατέχει το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων, κυρίως λόγω της δράσης του κατά τη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Πέρα από την αποτελεσματικότητα του κατά τη διάρκεια των πρώτων στρατιωτικών επιχειρήσεων, το Σύνταγμα αυτό απέκτησε φήμη για τη δράση του μετά την κατάρρευση του ελληνικού μετώπου και την αποσύνθεση του ελληνικού στρατού, τον Αύγουστο του 1922). Πιο συγκεκριμένα, κάτω από την καθοδήγηση του διοικητή του Νικόλαου Πλαστήρα, το 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων έφτασε απολύτως συντεταγμένο στον Τσεσμέ, από όπου και διαπεραιώθηκε στο νησί της Χίου.

Ο Συνταγματάρχης Δημήτριος Ψαρρός οργάνωσε το 5/42 Σύνταγμα το 1942 για να εναντιωθεί στον φασίστα κατακτητή. Έδωσε πολλές ηρωικές μάχες στα βουνά της Στερεάς Ελλάδος εναντίον του κατακτητή και το Σύνταγμα για ακόμη μια φορά έγινε το «Ασκέρι του Διαβόλου».






Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός συμβολισμών που αποδίδονται στα χαρακτηριστικά της ευζωνικής στολής. Για παράδειγμα, ο αριθμός των δίπλων της φουστανέλας φημολογείται πως είναι ίσος με τη διάρκεια (σε έτη) της περιόδου της Τουρκοκρατίας, δηλαδή 400. Παρόλ' αυτά, οι φουστανέλες που φέρουν στις μέρες μας οι Εύζωνες, σπάνια έχουν ακριβώς 400 δίπλες.



Τα υπόλοιπα μέρη που συγκροτούν την ευζωνική στολή είναι:

Το φάριο (ή φάρεο). Είναι το καπέλο του εύζωνα. Το φάριο έχει κόκκινο χρώμα και είναι κατασκευασμένο από τσόχα. Στη θέση του μετώπου φέρει το ελληνικό εθνόσημο. Χαρακτηριστικό κομμάτι του φάριου αποτελεί η μακριά μαύρη φούντα, κατασκευασμένη από μετάξι. Το σχήμα της θεωρείται πως συμβολίζει το δάκρυ του Χριστού στη Σταύρωση.

Το πουκάμισο. Είναι λευκού χρώματος και έχει χαρακτηριστικά μεγάλο άνοιγμα μανικιών. Το λευκό χρώμα, το οποίο κυριαρχεί σε ολόκληρη την ευζωνική στολή, θεωρείται πως συμβολίζει την αγνότητα των εθνικών αγώνων.

Η φέρμελη. Είναι το γιλέκο του εύζωνα. Αποτελεί το δυσκολότερο, όσον αφορά την κατασκευή του, κομμάτι της ευζωνικής στολής. Διαθέτει λευκά και επίχρυσα νήματα, με τα οποία απεικονίζονται σχέδια λαογραφικής σημασίας. Ένα από αυτά αποτελούν τα αρχικά Χ και Ο, τα οποία θεωρείται ότι αντιστοιχούν στις λέξεις χριστιανός και ορθόδοξος.

Παράταξη ευζώνων: Διακρίνονται η φουστανέλα, οι ευζωνικές κάλτσες, οι καλτσοδέτες και τα τσαρούχια

Οι κάλτσες. Είναι λευκές και κατασκευασμένες από μαλλί. Κάθε εύζωνας φέρει από δύο κάλτσες σε κάθε πόδι. Οι κάλτσες στηρίζονται στη μέση του εύζωνα, κάτω από τη φουστανέλα, με τη βοήθεια μιας δερμάτινης ζώνης που ονόμάζεται ανάσπαστος.

Οι καλτσοδέτες. Είναι μαύρου χρώματος και κατασκευασμένες από μετάξι.

Τα τσαρούχια. Είναι τα υποδήματα του εύζωνα. Είναι κόκκινου χρώματος και κατασκευασμένα από δέρμα. Στη σόλα κάθε τσαρουχιού βρίσκονται καρφωμένα περίπου 60 καρφιά, τα οποία είναι υπεύθυνα για τον επιβλητικό ήχο που ακούγεται κατά το βηματισμό ενός εύζωνα. Κατά μέσο όρο, το κάθε τσαρούχι ζυγίζει τρία κιλά. Χαρακτηριστικό κομμάτι των τσαρουχιών αποτελούν οι μαύρες φούντες στις οποίες καταλήγουν οι μύτες τους. Θεωρείται πως η αρχική τους χρήση ήταν να κρύβονται σε αυτές μικρά κοφτερά αντικείμενα που θα μπορούσαν αιφνιδιαστικά να τραυματίσουν τον εχθρό σε μία «σώμα με σώμα» μάχη. Άλλη άποψη είναι ότι οι φούντες προστάτευαν τα δάχτυλα των ποδιών από το χιόνι και τα κρυοπαγήματα.



Οι δερμάτινες φυσιγγιοθήκες.









Η ευζωνική στολή που περιγράφεται παραπάνω αποτελεί την επίσημη εκδοχή. Οι εύζωνες που φυλάσσουν το Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη φέρουν αυτή τη στόλη μόνο τις Κυριακές ή κατά τη διάρκεια εθνικών εορτών. Τις υπόλοιπες μέρες φέρουν την καθημερινή ευζωνική ενδυμασία. Σε αυτήν, το λευκό πουκάμισο, η φέρμελη και η φουστανέλα αντικαθίστανται από τον ντουλαμά, τη χαρακτηριστική στολή των αγωνιστών του Μακεδονικού Αγώνα, βασισμένη στην παραδοσιακή ενδυμασία του χωριού Άλωνα Φλώρινας. Ο χειμερινός ντουλαμάς είναι σκούρου μπλε χρώματος, ενώ ο θερινός ανοικτού καφέ. Σε εθιμοτυπικές εκδηλώσεις της Προεδρικής Φρουράς, ορισμένοι εύζωνες φέρουν τις παραδοσιακές στολές της Κρήτης και του Πόντου, ως αναγνώριση της συμβολής αυτών των περιοχών στους εθνικούς αγώνες.

























Οι σημερινοί εύζωνες εκτελούν μόνο αποστολές τελετουργικού χαρακτήρα. Η πλέον γνωστή είναι η συμβολική φύλαξη του Μνημείου του Άγνωστου Στρατιώτη, που βρίσκεται στην Πλατεία Συντάγματος, δίπλα στην Βουλή των Ελλήνων. Σκοπιές όμως ευζώνων υπάρχουν και στο Προεδρικό Μέγαρο και στην πύλη του στρατοπέδου της Προεδρικής Φρουράς, πρώην στρατόπεδο Βασιλέως Γεωργίου Β΄, που βρίσκεται στο ΒΑ. άκρο του Εθνικού Κήπου με είσοδο από την οδό Ηρώδου του Αττικού.

Валаамского монастыря - Valaam Monastery

Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης, ο “νέος ελεήμων”


Από τις πολλές αρετές που κοσμούσαν την απλή και καθαρή ψυχή του Ηγουμένου παπα-Χαραλάμπους Διονυσιάτου, ξεχώριζε η ελεημοσύνη. Δεν είχε όρια. Τα έδινε όλα. Κανείς δεν έφευγε με άδεια χέρια. Καμμία άλλη αρετή δεν εξομοιώνει τόσο τον άνθρωπο με τον Θεό, όσο η ελεημοσύνη, κατά τον άγιο Χρυσόστομο. Και τον Γέροντα παπα-Χαράλαμπο που είχε την αρετή της ελεημοσύνης, τον συγχωρούν όσοι ευεργετήθηκαν απ’ αυτόν, και φυσικά και ο ίδιος ελεήθηκε από τον Θεό. Αιωνία η μνήμη του π. Χαραλάμπους του ελεήμονος. Μερικά περιστατικά θα δείξουν το μέγεθος της ελεημοσύνης του, που στην εποχή του δεν είχε τον όμοιό του. Θα του άξιζε να χαρακτηρίζεται “νέος ελεήμων”, σαν τον άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα.



Όταν εγκαταστάθηκε στο Κελλί Μπουραζέρι με την συνοδεία του οι προκάτοχοί του Ρώσσοι του άφησαν κληρονομιά αρκετές λίρες. Ο παπα-Χαράλαμπος. επειδή αυτές δεν τις απέκτησε με τον ιδρώτα του, τις πήρε και τις μοίρασε στα Μοναστήρια.

Πολλές φορές, όταν του ζητούσε βοήθεια κάποιος φτωχός, έδινε όλα τα χρήματα που είχε το ταμείο του Κελλιού και υστέρα δεν είχαν να αγοράσουν τρόφιμα.

Οι πατέρες καλλιεργούσαν τον κήπο. Άφηναν έξω από την μάνδρα στον δρόμο, καφάσια με κηπευτικά και μπορούσαν οι περαστικοί να παίρνουν όσα ήθελαν.

Όταν ήταν στο Μπουραζέρι, πολλοί πατέρες της Καψάλας τον είχαν παρηγοριά, Ό,τι χρειάζονταν, πήγαιναν εκεί να το ζητήσουν. Και ο ίδιος με χαρά έδινε περισσότερα απ’ ό,τι του ζητούσαν. Όταν ήθελαν ζώο για να μεταφέρουν κάτι, πήγαινε ο ίδιος να το σαμαρώσει. Όταν στην θεία Λειτουργία έρχονταν πατέρες, ο ίδιος πήγαινε μετά την θεία Λειτουργία στην πόρτα, μην προλάβουν και φύγουν, για να τους κρατήσει να φάνε στην τράπεζα ή να τους δώσει κουμπάνια. Μία φορά έδωσε σ’ έναν ασκητή ένα καρπούζι τόσο μεγάλο, που εκείνος δεν μπορούσε να το σηκώσει.

Πέρασε κάποτε από ένα γυναικείο μοναστήρι της Ηπείρου. Είπε στις αδελφές να τον αφήσουν λίγο να προσευχηθεί μόνος του στην θαυματουργό εικόνα της Παναγίας. Έπειτα άφησε έναν φάκελλο με αρκετά χρήματα. Οι αδελφές συγκινήθηκαν αλλά και θαύμασαν, γιατί τότε είχαν μεγάλη ανάγκη από αυτά τα χρήματα.

Όταν έγινε Ηγούμενος στου Διονυσίου, μοίραζε ευλογίες σε όλους. Έβλεπες στην πύλη του Μοναστηριού αραδιασμένες φιάλες, μπετόνια, νταμιτζάνες που έφερναν οι πατέρες από την έρημο, τις οποίες με εντολή του γέμιζαν κρασί, ρακί, λάδι και τις έδιναν ευλογία στους ασκητές μαζί με κηπευτικά, ψωμί και άλλα τρόφιμα.

Το μοναστήρι του Διονυσίου έχει ένα Μετόχι στην Χαλκιδική χιλιάδων στρεμμάτων δασικής έκτασης. Όταν του ζήτησε γνωστός του Γέροντας μία μικρή έκταση για το Ησυχαστήριό του, ο παπα-Χαράλαμπος ήθελε να του δώσει την μισή.

Ως Ηγούμενος λειτουργούσε κάθε μέρα. Τα χρήματα που του έδιναν για τις Λειτουργίες διάφοροι, δεν τα έβαζε στο ταμείο της Μονής, αλλά τα μοίραζε ελεημοσύνη.

Όταν περνούσε φτωχός με πανταχούσα, ρωτούσε τον κάθε Προϊστάμενο πόσα να του δώσουν. Έπειτα ρωτούσε, πόσο κάνουν όλα μαζί αθροισμένα αυτά που πρότειναν οι προϊστάμενοι και συμπλήρωνε: «Και άλλα τόσα από μένα».

Κάποτε έβαλε κανόνα σε νέο να κάνει έναν αριθμό μετάνοιες. Του φάνηκαν πολλές. «Άφησέ τις», του είπε ο παπα-Χαράλαμπος, «θα τις κάνω εγώ». Ο νέος φιλοτιμήθηκε και ύστερα τις έκανε.

Ζήτησε να εξομολογείται στον παπα-Χαράλαμπο ο διακο-Διονύσιος ο Φιρφιρής και του είπε: «Αν θέλεις να έρθεις σε μένα, πρέπει πρώτα να κλείσεις το μαγαζί». Ο γερο-Διονύσιος τον άκουσε και έκλεισε το μαγαζί εκκλησιαστικών ειδών που είχε στις Καρυές.

Κάποιος ανέφερε στον παπα-Χαράλαμπο ότι ένας γνωστός παπάς λέγει ότι η κανδήλα της Παναγίας στων Ιβήρων δεν κουνιέται μόνη της, αλλά την κουνούν οι καλόγεροι, και του απάντησε: «Να του πεις να βγάλει τα ράσα».

Κάποτε του είπε γνωστός του ότι ο Πατριάρχης ζητά να προσεύχεται γι’ αυτόν. Απορούσε, έκανε τον Σταυρό του και έλεγε: «Και πού με ξέρει έμενα;». Και στενοχωρημένος συμπλήρωνε: «Αλλοίμονο στον μοναχό που έχει όνομα και δεν έχει χάρη».

Κάποτε βρέθηκε στο Κονάκι τους στην Θεσσαλονίκη. Εκείνη την ημέρα είχε εκεί κοντά λαϊκή αγορά. Πήγαινε με τον μοναχό που τον συνόδευε στον κάθε μικροπωλητή, και από την ελεήμονα διάθεσή του αγόραζε κάτι για να τους βοηθήσει. Από την μεγάλη του απλότητα, όταν πέρασε μπροστά από κάποιον που πουλούσε γυναικεία καλλυντικά, χωρίς να γνωρίζει τι είναι αυτά, αγόρασε και από εκεί κάτι, ενώ το καλογέρι του έλεγε να μην πάρουν για να μη σκανδαλίσουν.

Διηγείτο ο παπα-Χαράλαμπος: «Τις πρώτες δύο-τρεις βραδιές που ήρθα και έμενα στο ασκητήριο του γερο-Ιωσήφ ως κοσμικός, ο διάβολος τέτοια λύσσα είχε, που δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ και να κάνω προσευχή. Πάω να κοιμηθώ και να, ο διάβολος επάνω μου ολόκληρος. Πότε σαν σκύλος, πότε σαν άνθρωπος, πότε σαν λιοντάρι. Εγώ από τον φόβο μου σηκωνόμουν και έκανα προσευχή. Έμεινα άυπνος τελείως και την ημέρα δεν μπορούσα να κάνω τα καθήκοντά μου, να προσευχηθώ. Όταν με ρώτησε ο Γέροντας πώς περνώ, του είπα τι συμβαίνει· με συμβούλεψε, όταν κοιμάμαι και έρχεται ο διάβολος από το ένα μέρος, να γυρίζω από το άλλο. Να κάνεις τον Σταυρό σου, να γυρίζεις από το άλλο πλευρό και θα φύγει, Μη δίνεις σημασία. Θα μάθεις να τον πολεμάς και ύστερα δε θα τον προσέχεις καθόλου. Έτσι πράγματι και έγινε».

«Αφού έπαθα μερικές φορές από το θέλημά μου και είδα ότι ο Γέροντας έχει δίκαιο, έπειτα έβαλα μυαλό. Από τότε ούτε σκεπτόμουν τι θα κάνω. Ό,τι πει ο Γέροντας. Τίποτα δε σκεπτόμουν. “Κάνε παπά αυτό”, μου έλεγε, “ να ‘ναι ευλογημένο”, “Πήγαινε, παπά, εκεί”, “να ‘ναι ευλογημένο”. Σαν υποτακτικός δεν είχα στόμα. Μόνο αυτιά. Μου έλεγε ο Γέροντας κάτι και αμέσως έτρεχα να κάνω την εντολή του Γέροντα. Έκτοτε πήρα πολλή χάρη. Όταν άρχισα να μην αντιλέγω στον Γέροντα και στους αδελφούς ακόμη, με επισκεπτόταν η χάρις συχνά. Πλημμύρισα από χάρι κάνοντας υπακοή».

Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή, ενώ δούλευε ως συνήθως πάρα πολύ, εξομολογούσε, έκανε τη νύχτα αγρυπνία και πολλές μετάνοιες, δεν έτρωγε τίποτε. Όταν το στόμα του ξηραινόταν, έπινε μόνο λίγο νερό.

Δύο μοναχοί επισκέφθηκαν το μοναστήρι του Διονυσίου. Ζήτησαν να δουν τον γνωστό τους ηγούμενο παπα-Χαράλαμπο και τους είπαν ότι είναι στο γραφείο του. Χτύπησαν την πόρτα λέγοντας το «Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Άνοιξε λίγο την πόρτα, έβγαλε μόνο το κεφάλι του έξω ο πανοσιώτατος Καθηγούμενος να δει ποιος είναι, και με απλότητα και φυσικότητα τους είπε: «Θέλω ακόμα εικοσιπέντε μετάνοιες να τελειώσω τον κανόνα». Έκλεισε την πόρτα, τελείωσε τις μετάνοιες και ύστερα απλά και εγκάρδια τους κάλεσε να μπουν στο ηγουμενικό γραφείο. Οι πατέρες θαύμασαν την ακρίβεια στην άσκηση και την απλότητα του αγίου Γέροντος.

Ο παπα-Χαράλαμπος έβγαζε με ένα καλογέρι του κοκκινόχωμα και πέρασε κάποιος έφιππος. Το ζώο φοβήθηκε και τον έριξε κάτω. Εκείνος άρχισε να βρίζει τον παπα-Χαράλαμπο με τα χειρότερα λόγια. Ο Γέροντας, ενώ άκουγε τις βρισιές, δεν είπε τίποτε και ήταν ήρεμος.

Έλεγε: «Η μικρή αμέλεια φέρνει την μεγάλη και μετά την πτώση. Η μικρή βία, την μεγάλη βία και αυτή ύστερα τον αγιασμό».

«Εμείς οι Πνευματικοί, θα πάμε στην κόλαση από τις πολλές οικονομίες που κάνουμε».

Αγαπούσε ιδιαίτερα τους μοναχούς που έκαναν πολλά κομποσχοίνια. Κάποιος έκανε σε έξι ώρες αγρυπνία 120 τριακοσάρια.

Ήταν τόσο καθαρός και ασκανδάλιστος, ώστε έλεγε: «Να με βάλεις να κοιμηθώ σ’ ένα μπουλούκι γυναίκες μέσα, δεν αισθάνομαι τίποτε». Σε όλη του την ζωή μία φορά έπαθε ενυπνιασμό.

Έλεγε ο παπα-Χαράλαμπος ότι τις σαρκικές αμαρτίες τις αγνοούσε παντελώς. Σαν Πνευματικός αργότερα έμαθε ότι γίνονται σαρκικές αμαρτίες. Τόση καθαρότητα είχε.

Άκουγε στην εξομολόγηση βαρείες αμαρτίες και με απλότητα και απορία έλεγε: «Αλήθεια είναι; Κάνουν όλα αυτά;».

Κάποιος μοναχός στο Μοναστήρι συχνά παρεξηγείτο με τον Ηγούμενο. Πήγαινε το πρωί ο πα­πα-Χαράλαμπος, χτυπούσε την πόρτα του και εκείνος δεν απαντούσε από πείσμα. Του έλεγε παρακλητικά και ταπεινά: «Πάτερ… άνοιξε να συγχωρεθούμε, θα λειτουργήσω», και ήθελε να του βάλει μετάνοια.

Έλεγε: «Όποιος θέλει να πάει στην έρημο πρέπει να έχει δάκρυα. Αν δεν έχει να μην πάει μόνος του».

Έλεγε: «Ο νους στην ακολουθία να πηγαίνει στην ευχή όχι στα ακούσματα».

Ο παπα-Χαράλαμπος ήταν πολύ γερός οργανισμός και επί ώρες προσευχόταν όρθιος. Στην θεία Λειτουργία έκλαιγε συνέχεια και το πρόσωπό του αλλοιωνόταν, γινόταν αγγελικό, έτσι που δεν τον γνώριζες. Όταν τελείωνε την Λειτουργία, το πρό­σωπό του ερχόταν στο φυσικό.

(«Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση», Άγ. Όρος 2011, σ. 655-662) Πηγή: fdathanasiou.wordpress.com 


http://pemptousia.com/

Holy Mountain: a universal presence and a heavenward orientation ( Metropolitan of Nikolaos of Mesogaias and Lavreotikis )




Metropolitan Nikolaos of Mesogaias

The spiritual influence of Mount Athos is indisputable and certainly stems from the fact that many men have attained holiness through their secret ascetic struggles there. In recent years many pilgrims have found peace of mind and repose on the Mountain, together with spiritual guidance and support.

The higher one rises, scientists tell us, the weaker the force of gravity becomes, the less one feels the pull of the earth, the looser one’s connection with it becomes, the easier one can shrug off its pressures and demands, the lighter one becomes.

The closer, too, one feels to heaven, which, though so vague, is so real and so desirable. Although less tangible, it seems more real than the earth. The higher one rises, the clearer the air becomes, the sharper one’s hearing, the broader the horizon, the closer one draws to the truth, and the truth is more convincing than reality.

Of all the holy sites in the Orthodox world, Mount Athos is the place where for over a thousand years the monastic life has been lived in its most absolute form. The passing centuries may have stamped their ‘worldly’ influence on the Mountain; even there men may display their weaknesses or even passions, which is only natural, and modern ‘civilisation’ may have done its damage, but in an inexplicably mystical way the Mountain has retained its blessed character, the constant and unique evidence of its grace, its rare and singular spiritual strength, and its dynamic relationship in space and time with the Lord God and the Kingdom of Heaven. Its philosophy of life has not been jeopardised by wrong choices, has not been harmed by a bad process of modernisation, and has not been corrupted by the times or by men, whoever they may be. Its truth endures.

It is like a rock which problems like changing political influences, the immoderate use of technology, tourism, parochial views, inter-monastic feuds, rivalries and even hatred, and all kinds of hostile forces only succeed in briefly washing over or moistening the surface of, without in the least disturbing its inner core.

There is something that does indeed protect it. Perhaps it is its monastic diversity, perhaps it is its enduring quality, perhaps the naturalness of its monastic expression, perhaps its treasures, relics and splendour, perhaps the abaton1 and its administrative autonomy, perhaps its ecumenical character, perhaps the care and protection of the Mother of God, perhaps its special grace. Despite its theocratic character, after eleven centuries of glorious existence Byzantium fell. Athos, on the other hand, is now in its fourteenth century of life but it moves at the pace of the world to come and gives you the impression that it is a place which is ‘not of this world’ (John 18: 36), one whose relationship with time is like that of its surface with the air and whose ‘citizens dwell in heaven’ (Philippians 3: 20).


‘A rich mountain, a firm mountain’ (Psalms 68: 15)

With its slender connection with ephemeral and worldly things and its attention constantly focused on lofty matters of the soul, the Holy Mountain seems to embrace the whole of mankind and to possess a gaze that can see beyond the limits of time and reason. In geographical terms, the Mountain is situated in Greece but it does not belong to her.

Perhaps it is that part of Orthodox life which best emphasises the catholicity and universality of the Church. Its monasteries include a Russian, a Serbian and a Bulgarian foundation. There are two Romanian sketes2 and monks from distant countries and civilisations, such as Peru and Colombia. Within its geographical borders God is worshipped in numerous languages and a wide variety of cultures and traditions find expression here: there is a marvellous, well-balanced diversity. Nothing in all this obstructs the unity of faith, the catholicity of the Orthodox spirit, the universality of the Church’s witness.

On the contrary, all of this proves that the Word of God is not restricted by language or confined within borders, and is not stifled by different forms of cultural expression or perhaps even different religions. It is an interesting fact that only a third of the members of the ‘Friends of Mount Athos’ society in England are Orthodox. The number of non-Orthodox writers recording their admiration of Athos and their sense of its mystical power is increasing all the time. The Mountain moves all people.



Here space and time acquire another dimension and perspective. One’s relationship with earthly, ephemeral and perishable things is an entirely perfunctory one. Concepts like ‘money’, ‘property’, ‘wealth’, ‘investment’, ‘entertainment’, ‘competition’ and ‘interest’ completely lose their importance. Here only the most essential worldly concerns are allowed to occupy one’s thoughts. The soul opens itself up to heavenly things. Here the main focus of interest is eternity and God’s kingdom. The purpose of history is not to serve as an object of worship but to build the foundations of the present. The future is not seen as a way of relieving suppressed emotions but as a way of transforming the present. The whole of time is held within its embrace. Athos follows the Old Style Calendar knowing that it is wrong but without being bothered by the fact, believing that it is a system that works well for it. Even the Byzantine cycle of daily time, which is so cumbersome in practice, seems to have a good reason for existing here. The Mountain lives in its own time. It has escaped the most pressing demands and defeated the most powerful oppressors.

Time is not binding. Tradition is not restrictive. The liturgical rite is not a shackle. National identity and language do not count for everything. Education is not a privilege. There is no discrimination. Comparisons are avoided. The most important thing is being constantly in God’s presence and embracing the whole world.


‘I lift up my eyes to the hills – where does my help come from?’ (Psalm 121: 1)

The first thing that can be said about Athos is that it is a mountain, and in a notional sense at that. It is a high point. It represents a life that consists of an uphill struggle, that can be enjoyed ‘in a state of spiritual exaltation’, that involves a ‘heart which contemplates the heavens’ and seeks the ‘one who dwells on high’, the Almighty. It is an interesting fact that in the Orthodox tradition there are four hagiographical allusions to mountains on which revelations took place.

On Mount Sinai Moses received the Ten Commandments, the expression of God’s will. Moses spoke with Him, heard His voice and saw Him from behind (Exodus, chapters 19 and 20).

On Mount Carmel the Prophet Elijah prayed and God heard his prayer and answered it. Elijah felt God’s presence and experienced the manifestations of His power (I Kings, chapters 18-20).

The Mount of Olives was the scene of the Lord’s ascension into heaven. Christ deified human flesh and ‘took sinful human nature upon himself and offered it up to God the Father’, thus revealing a glimpse of the glory and honour of human nature (Acts 1: 12).

Finally, on Mount Tabor the Lord revealed as much of His glory as could be borne by human nature and emanated His divine light (Matthew 17: 1-8).

The Mountain is a place where God reveals His commandments; it is a place for a practical way of life, a place where patience, humility and love prevail, a place where man can clothe himself in divine raiment. It is a place where ‘nature is constantly constrained and the senses ceaselessly imprisoned’, a place of extreme, unceasing and persistent askesis3 and submission.

It is a place of prayer and signs. Prayer is unceasing, and in the cases of many monks extensive and long-lasting. At sundown the ascetics begin their all-night vigil, the coenobites take over with nocturns, in the morning the Divine Liturgy is celebrated, and during the day the Hours are performed by the monks in the course of their duties or while in their cells; during the times of quiet and pious chatter the repetition of the divine meanings of the Jesus Prayer can be constantly heard on numerous lips. Tongues pray; the architecture of the churches underscores the intensity of the prayers; the daily routine, the long services, the hearts of the monks are all imbued with the sweet melody of prayer.

The Mountain reveals the extremity of human situations. It is moderate in its discreet character but also displays a divine extremeness – though without foolish extremes – in its absolute and uncompromising lifestyle and philosophy. The daily vigils, the absence of a comforting female presence (even in pictorial form), the customary obedience, the life devoid of personal choices emphasises the naturalness of the ‘supernatural’ state. The Mountain is a place where the majesty of human nature is displayed. It functions as a kind of training ground for achieving deification. ‘The angels’ ranks were awed by thy life in the flesh’, chants the Athonite world, in honour of its father, St. Athanasios of Athos. Human limits are pushed to their utmost. Here saints like Gregory Palamas become beholders of divinity. Saints like Maximos the Kafsokalyvitan cast off their earthly gravity and appear to fly. Saints like Nikodemos Hagioreites express their intelligence as light, while their knowledge assumes the character of revelation. Saints like our modern-day saints Païssios, Ephraim and Elder Joseph the Hesychast combine rigorous discipline in their lives with grace, like the old elders in our ascetic literature. Saints like Kosmas the Aetolian or Fathers Sophronios and Porphyrios, also from our own time, draw strength from Athos’s springs for a few years and then become lifelong reformers, preachers and theologians of worldwide renown.

But the Mountain is not only a place for man’s spiritual glory. On all of the four mountains mentioned earlier God’s presence is marked by the appearance of a cloud. On Mt. Sinai as a ‘dense cloud’ which Moses enters, sensing but not actually seeing the Lord (Exodus, chapters 16, 19 and 24). On Mt. Carmel the ‘cloud’ breaks the silence of the heavens and brings forth rain in a miraculous manner (I Kings 18: 44). On the Mount of Olives, the Mount of the Ascension, the Lord ‘was taken up into a cloud’ and carried off to Heaven (Acts 1: 9). Finally, on Mt. Tabor ‘a bright cloud overshadowed’ the disciples and the voice from the cloud saying ‘This is my beloved Son, with whom I am well pleased: listen to Him’ shows that God the Father was present there with them (Matthew 17: 5).

The Mountain lives within a cloud of God’s graces. Sacred relics emit a sweet fragrance, holy icons exude myrrh, events take an unexpected turn, expectations are exceeded, rare surprises occur, God works with a power greater than the force of natural laws and logic. You enter the cloud of Athos as a visitor and, like Moses, you discover the tablets with God’s commandments in your hands. You find it easier to observe them. You are surprised by the presence of the cloud and are startled by the ‘sign’ of God’s grace flowing down like rain. You are struck by the cloud’s mystical character and ‘fall on your face in great fear’, like the disciples on Mt. Tabor. You behold the cloud and hear the voice of God the Father within you. You sense its intangible divine majesty and ‘gaze up at heaven’ like the Apostles on the Mount of Olives and you ‘return’ with great mystical ‘joy’.



If the Mountain of God’s presence illuminates with its apocalyptic visions, the cloud of the divine mystery fills the heart with the humility of uncreated grace. On the Holy Mountain you experience miracles, you perceive holiness, you are illuminated by whatever you can see, you are nourished by whatever lies within your reach, you have the ‘same mind that was in Christ Jesus’ (Philippians 2: 5).

A long time ago I was approached by a young student. Very hesitantly, but with the intensity of someone who is determined to find out something, he declared that, although he was an atheist and found it hard to believe, he very much wanted to find faith. He had tried and searched for years but all to no avail. He had talked with professors and educated people but his thirst for something serious was not satisfied. He heard about me and decided to share his existential need with me. He asked me for a scientific proof of God’s existence.

‘Do you know anything about integrals or differential equations?’ I asked him.

‘Unfortunately not,’ he replied, ‘I’m an Arts student.’

‘What a shame! I knew a proof like that,’ I said in a deliberate attempt to be funny.

He felt awkward and fell silent for a while.

‘Look,’ I said, ‘I’m sorry I teased you like that but God is not an equation or a mathematical proof. If He was, then all educated people would believe in Him. You know, there is a different way of approaching God. Have you ever been to Mount Athos? Have you ever met any ascetics?’

‘No, father, but I’m thinking of going. I’ve heard so much about it. If you tell me to, I’ll even go tomorrow. Do you know any well-educated person I could meet?’

‘Which would you prefer: a well-educated person who would confuse you, or a saint who might wake you up?’

‘I’d prefer a well-educated person. I’m afraid of saints.’

‘Faith is a matter of the heart. Try talking to a saint. What’s your name?’ I asked him.

‘Gabriel’, he replied.

I sent him to an ascetic. I told him how to get there and gave him the necessary instructions. We even drew a sketch-map.

‘You must go and ask the same thing,’ I said. ‘“I’m an atheist”, you must say, “and I want to believe. I want some proof of God’s existence”.’

‘I’m afraid, I’m too shy,’ he replied.

‘Why are you afraid and shy of the saint when you’re not afraid or shy of me?’ I asked him. ‘Just go and ask him the same thing.’

A few days later he went, and he found the ascetic talking with a young man in the yard of his cell. Opposite, four other young men sat waiting on some logs. Gabriel gingerly took his place amongst them. About ten minutes later the elder finished his discussion with the young man.

‘How are you, boys?’ he asked. ‘Have you had a loukoumi?4 Have you had a drop of water to drink?’

‘Yes, thank you, father,’ they replied with conventional worldly politeness.

‘Come here,’ he said to Gabriel, picking him out from the others. I’ll get some water and you take this box with the loukoumia. And come closer so that I can tell you a secret: it’s okay being an atheist, but to be an atheist and have an angel’s name, well… It’s the first time I’ve ever come across anything like that.’

Our friend almost fainted with shock at this sudden revelation. How did he know his name? Who had told him about his problem? And what did the elder want to say to him?

‘Father, can I have a brief word with you?’ he uttered in a faint voice.

‘Look, my son, the sun is going down: take the loukoumi, have a drink of water and go to the nearest monastery for the night.’

‘Father, I’d like to speak to you, if that’s possible.’

‘What is there for us to say, my child? Why have you come?’

‘On hearing this question I immediately felt a huge weight off my chest,’ he told me later. ‘My heart began to overflow with faith. My inner world began to glow. My questions began to be solved without any logical arguments, without any discussion, without any clear answers. All the “ifs”, “whys” and “maybes” were banished at a stroke, leaving only the “hows” and “whats”.’

What the knowledge of educated men was unable to give him he gained from the kind allusion of a saint, who had completed only four years at junior school. Saints are very discreet. They operate on you without an anaesthetic and there is no pain. They perform a transplant without cutting you open. They raise you to lofty heights without using the steps of earthly logic to get there. They plant faith in your heart without tiring your mind.


‘Inviolate and God-trodden mountain’

The Holy Mountain is a training school of the heart, a place of healing for the inner man. It raises you up to spiritual heights which cannot be reached even by the most modern balloon of worldly reasoning. Here Grace expresses truth in unexpected ways.

The basic question on the Mountain is not whether God exists. This question seems to have been decisively resolved a long time ago. Neither is it whether our God is better than other people’s gods. Here ‘our’ does not have a possessive sense – as in the phrase ‘God is mine’ – but the sense of a child selflessly wishing to join its father – ‘I am striving to become His’. All efforts are directed at partaking of God’s divine nature (2 Peter 1: 4), at making the most of our kinship with Him, at gaining a sense of His presence, of learning the benefits and ways of experiencing Him.

The Mountain’s value does not lie in its individual charismatic monks, however many or great they may be. Its majesty is concealed in the fact that it is a resting-place for God. Just as, for reasons that remain unknown to us, in some icons that depict exactly the same figure as others God works in different ways, and imparts a special grace to some that He does not give to others; just as amongst His twelve beloved disciples the Lord had a favourite; just as from amongst all His peoples he selected His ‘chosen people’; just as He performed the miracles that revealed His glory only in certain places like the Pools of Bethsaida and Siloam, so too does He select certain places in His creation to be special expressions of His grace. The Holy Mountain is the Mountain of God.

Paper presented at the Inter-Orthodox Theological Conference ‘Russia and Athos: A Thousand Years of Spiritual Unity’ held in Moscow, 1-4 October 2006.

All photographies: Copyright Fr. Constantine Prodan
(http://sfantulmunte.wordpress.com/)

Translator’s notes:

1 The regulation forbidding the entry of women to Mount Athos.

2 Skete (plural sketes): a small monastery.

3 Spiritual exercise or training.

4 A piece of Turkish delight, a traditional hospitality offering on Athos.

Of all the holy sites in the Orthodox world, Mount Athos is the place where for over a thousand years the monastic life has been lived in its most absolute form.



http://pemptousia.com/
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...