Monday, June 10, 2013

How The Lord Chose His Twelve Apostles



"And when it was day, He called His disciples to Himself; and from them He chose twelve, whom He also named apostles." (Lk 6: 13)


Choosing the Twelve Apostles


Our Lord Jesus Christ spent the night in prayer, conversing with His Father and God in heaven in a way indescribable and beyond our powers of understanding, a way which is solely known to Himself. He thus makes Himself an example to us of that which is necessary for salvation, for He taught us in what way we too may rightly and blamelessly offer our prayers. He then came down from the mountain, and appointed those who were to be the world’s teachers, according to the words He spoke, "You are the light of the world." (Matt. 5: 14) Of this appointment of the holy Apostles, the blessed David also makes mention addressing himself, as it were to Christ, "You shall make them princes in all the earth; I will make Your name to be remembered in every generation." (Ps. 45:16) For truly, while they were in the body, they make mention of the glory of Christ, telling His mystery both in cities and villages. Now that they have been called to the mansions that are above, they still converse with us about Him, by the most wise history which they have written concerning Him.


Gifts given to the Apostles


Indeed, those who were appointed priests according to the law of Moses, even Aaron and his company, were made beautiful to the senses by vestments suitable to their priestly dignity. But the divine disciples, being adorned with spiritual gifts, had entrusted to them the ministry of the Gospel oracles. For it was said to them, "Heal the sick, cleanse the lepers, raise the dead, cast out demons." (Matt. 10:8) Being thus invested with Christ’s power, they filled the whole world with astonishment. But notice the extreme moderation of the Evangelist. He does not simply say that the holy Apostles were appointed, but rather, by introducing the record of these chief ones each by name, takes care that no one should venture to enroll himself in the company of those that were chosen. For as Paul said, "No man takes this honor to himself, but he who is called by God." (Heb. 5: 4) Though the holy Apostles were called by name to this great and splendid dignity, yet from time to time, some men have gone to such a pitch of madness and audacity, as even to name themselves Apostles of Christ, and to seize an honor not granted unto them. Of these the divine disciples made mention, for they said, "For such are false apostles, deceitful workers, transforming themselves into apostles of Christ. And no wonder; for Satan even transforms himself into an angel of light. Therefore it is no great thing if his ministers also transform themselves into ministers of righteousness." (2 Cor. 11: 13-14) However, we neither acknowledge nor will receive any one, except those only so named in the Evangelic writings, and also the one who was appointed after them, the most wise Paul. The Savior Himself bore witness to him saying, "He is a vessel of Mine, to bear My name before all the gentiles." (Acts 9: 15)


Symbols of the Holy Apostles



The law pointed them out before in type, and the prophets also proclaimed them. As for instance, it is written in the Mosaic record, "And you shall take fine flour, and bake twelve cakes with it; and you shall set them in two rows, six in a row, on the pure gold table before the Lord. And you shall put pure frankincense on each row, that it may be on the bread for a memorial." (Lev. 24: 5-6) Who else can be the bread that came down form heaven and gives life to the world, except Christ, the Savior of the universe? In a similar manner the blessed disciples also are named loaves. Having been made partakers of Him, Who nourishes us unto life eternal, they also nourish by their own writings those who hunger and thirst after righteousness. As the Savior is the true light, He also called His disciples, "You are the light of the world."(Matt. 5: 14) Also being Himself the bread of life, He has bestowed upon His disciples to be ranked as loaves. Please, observe the marvelous art of the law: for you shall put, it says, upon the loaves of frankincense and salt. Now the frankincense is the symbol of a sweet odor; and the salt that of understanding and good sense. Both of them existed in the highest degree in the holy Apostles. Their life was one of a sweet savor, as they also said, "For we are to God the fragrance of Christ." (2 Cor. 2: 15) More over, they were also full of understanding, so that the prophet David sang of them in the Psalms, "There is Benjamin, their leader, the princes of Judah and their company, the princes of Zebulun and the princes of Naphtali." (Ps.68: 27) The blessed disciples were chosen out of almost every tribe of Israel, and were the bearers of light to the world, holding up the word of life. Indeed, the wonder is that the sages of the Greeks possessed eloquent speech, and an admirable beauty of language, but the disciples of our Savior were mere artificers (skilled craftsmen), boatmen, and fishermen, having no boast of words and no fluency of picked phrases. In expression they were indeed simple men, but rich in knowledge. The literature of the Greeks, with it eloquent phrases, is silent, while the power of the Evangelic preaching has possession of the world. God also make mention of them by the voice of Jeremiah, say of the enemy of all, Satan, "Woe to him who increases. What is not his-how long? And to him who loads himself with many pledges? Will not you creditors rise up suddenly? Will they not awaken who oppress you? And you will become their booty." (Hab. 2: 6-7) Satan gathered unto him all the inhabitants of the earth, though they were not his, and had caused them to be his worshippers, making his collar heavy. But those who were to plunder his goods woke up; for the net of the apostolic teaching caught all those that were in error, and brought back unto God the whole world.











St. Cyril of Alexandria

Περί της ώρας του θανάτου ( Αγίου Λουκά Αρχιεπισκόπου Κριμαίας )


Πριν γίνει ο προφήτης Δαβίδ βασιλιάς του Ισραήλ υπηρετούσε τον βασιλιά Σαούλ. Ο Σαούλ, επειδή γνώριζε ότι ο Δαβίδ θα πάρει το θρόνο, τον καταδίωκε, προσπαθώντας να τον θανατώσει. Μια φορά όταν η ζωή του κινδύνευε, ο προφήτης Δαβίδ είπε σ' αυτούς που ήταν τότε μαζί του· «Ένα βήμα με χωρίζει από τον θάνατο» (Α' Βασ. 20, 3).

Θυμήθηκα τώρα αυτά τα λόγια γιατί πριν μία εβδομάδα έπρεπε να τα πω και εγώ. Ένα μόνο βήμα με χώριζε από το θάνατο. Για ένα διάστημα ήμουν σχεδόν πεθαμένος, σχεδόν καθόλου δεν είχα σφυγμό και η καρδιά μου παρά λίγο να σταματήσει να χτυπά. Αλλά ο Κύριος με σπλαχνίστηκε. Και τώρα ακόμα είμαι αδύναμος και μόνο καθισμένος μπορώ να μιλάω με σας. Θέλω να σας πω κάτι πολύ σημαντικό, θέλω να σας πω για την μνήμη του θανάτου, διότι ο θάνατος βρίσκεται πολύ κοντά στον καθένα μας, όπως ήταν τόσο κοντά σε μένα το προηγούμενο Σάββατο. Ο καθένας από μας μπορεί να πεθάνει ξαφνικά, τότε που δεν περιμένει. Γνωρίζετε ότι η ζωή πολλών ανθρώπων τελειώνει ξαφνικά και απρόοπτα.


Να θυμάστε πάντα, χαράξτε στην καρδιά σας τον λόγο αυτό του Χριστού· «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι» (Λκ. 12, 35). Να θυμάστε πάντα τον λόγο αυτό και ποτέ να μην τον λησμονήσετε. Όταν οι άνθρωποι ετοιμάζονται να περπατήσουν ένα μακρύ δρόμο ή να κάνουν μία δύσκολη εργασία δένουν στη μέση τους το ζωνάρι. Και όταν περπατάνε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας έχουν μαζί τους λυχνάρια και είναι σημαντικό γι' αυτούς τα λυχνάρια αυτά να είναι πάντα αναμμένα.

Το ίδιο και στην πνευματική μας ζωή, η μέση μας πρέπει να είναι ζωσμένη και τα λυχνάρια μας αναμμένα. Πρέπει να είμαστε ακούραστοι εργάτες του Θεού και να αγωνιζόμαστε πάντα κατά του διαβόλου, ο οποίος σε κάθε μας βήμα προσπαθεί να μας αποτρέψει από τον Χριστό και να μας θανατώσει με τους πειρασμούς. Γι' αυτό ο Κύριος Ιησούς Χριστός μας έδωσε αυτή την εντολή· «Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι».

Ποτέ να μην λησμονείτε ότι η επίγεια ζωή μάς δόθηκε για να προετοιμαστούμε για την ζωή την αιώνια και η τύχη μας στην αιώνια ζωή θα κριθεί απ’ αυτό, πώς ζήσαμε εδώ.

Να είστε πιστοί στον Χριστό, πιστοί με τον τρόπο που ο ίδιος έδειξε στην Αποκάλυψη του αποστόλου και ευαγγελιστού Ιωάννου. Εκεί Αυτός λέει· «Γίνου πιστός άχρι θανάτου, και δώσω σοι τον στέφανον της ζωής» (Απ. 2, 10).

Πρέπει να είμαστε πιστοί στον Θεό, πρέπει ακούραστα κάθε μέρα, κάθε ώρα και κάθε στιγμή να υπηρετούμε τον Θεό. Η ζωή μας είναι σύντομη, δεν μπορούμε να σπαταλάμε άσκοπα αυτές τις λίγες ώρες και ημέρες της ζωής μας, πρέπει πάντα να σκεφτόμαστε την ώρα του θανάτου.

Όλοι οι άγιοι ασκητές είχαν πάντα στο νου τους την μνήμη του θανάτου. Μέσα στα κελλιά τους είχαν κρανίο για να το βλέπουν και να θυμούνται το θάνατο. Με δάκρυα το κοιτούσαν, σκεφτόμενοι ότι και αυτοί θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο. Υπηρετούσαν ακούραστα τον Θεό και δούλευαν εις τον Κύριον, όπως το έκανε ο όσιος Σεραφείμ του Σαρόβ. Εκείνοι, όπως και εσείς, άκουγαν κάθε μέρα στον εσπερινό τα λόγια του 33ου ψαλμού· «Θάνατος αμαρτωλών πονηρός» (Ψαλ. 33, 22). Όπως και εσείς, άκουγαν και αυτοί· «Τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος των όσιων αυτού» (Ψαλ. 115, 6). Φοβερό θάνατο έχουν οι αμαρτωλοί. Και έχω δει πολλά παραδείγματα. Όμως ένα γεγονός που έχω δει πρίν 40 χρόνια τόσο βαθιά αποτυπώθηκε στη μνήμη μου που δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Ήμουν τότε επαρχιακός γιατρός και με κάλεσαν στο σπίτι ενός πολύ γνωστού σ' εκείνη την περιοχή πλούσιου γαιοκτήμονα, που ήταν άνθρωπος πολύ κακός. Όταν μπήκα μέσα στο σπίτι του μού έκανε εντύπωση η ακαταστασία που υπήρχε εκεί. Άνθρωποι έτρεχαν από δω και από κει. Πάνω στο κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ένας γέρος με πρόσωπο κατακόκκινο που μόλις με είδε άρχισε κυριολεκτικά να ουρλιάζει. Έλεγε· «Γιατρέ, παρακαλώ, σώσε με! Πεθαίνω και μόνο με τη σκέψη, ότι μπορώ να πεθάνω».

Πού ήταν πριν εκείνος ο άνθρωπος, τι σκεφτόταν όταν ταλαιπωρούσε τους άλλους; Τι σκεφτόταν όταν τους έπαιρνε όλα τους τα χρήματα; Τώρα ο θάνατος ήλθε, είναι εδώ και είναι αργά πλέον να λες· «Πεθαίνω και μόνο με τη σκέψη, ότι μπορώ να πεθάνω». Θα έπρεπε η ζωή σου να ήταν τέτοια ώστε να μην φοβάσαι τον θάνατο.

Ποιος δεν φοβάται τον θάνατο; Μόνο αυτός που ακολουθεί τον Χριστό, που όλη την ζωή του κατευθύνει με σκοπό να τελεί τις εντολές του. Τέτοιοι άνθρωποι δεν φοβούνται τον θάνατο. Γνωρίζουν την υπόσχεση που έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός στους μακαρισμούς· «Χαίρετε και αγαλλιάσθε, ότι ο μισθός υμών πολύς εν τοις ουρανοίς» (Μτ. 5, 12).

Τελείως διαφορετικός ήταν ο θάνατος των αγίων. Ο άγιος Σεραφείμ πέθανε γονατισμένος μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, στην οποία προσευχόταν πάντα. Έτσι στεκόμενος στα γόνατά του κοιμήθηκε και ήταν τίμιος εναντίον Κυρίου ο θάνατος του.

Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός μας λέει· «Περιπατείτε έως το φως έχετε, ίνα μη σκοτία υμάς καταλάβη» (Ιω. 12, 35). Ακόμα έχετε το φως του Χριστού, ακόμα έχετε την δυνατότητα να πηγαίνετε στο ναό, να ακούτε τις εντολές, να ακούτε το Ευαγγέλιο. Να περπατάτε μέσα σ' αυτό το φως. Γιατί, όταν έλθει ο θάνατος, το φως αυτό θα σβήσει για σας. Πέραν του τάφου δεν υπάρχει μετάνοια και θα πάρετε ανταπόδοση σύμφωνη με όσα έχετε κάνει στη ζωή σας.

Περπατάτε λοιπόν στο φως όσο έχετε το φως, για να μην σας καταλάβει το σκοτάδι, το σκοτάδι το αιώνιο, το σκοτάδι του θανάτου. Ο θείος απόστολος Παύλος λέει· «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β' Κορ. 6, 2). Τώρα, όσο ζούμε, είναι για μας καιρός ευπρόσδεκτος, καιρός σωτηρίας. Τώρα πρέπει να σκεφτόμαστε την σωτηρία μας και να προετοιμαζόμαστε για την αιώνια ζωή. Αυτό κάνουν όλοι οι χριστιανοί, όλοι όσοι αγαπάνε τον Χριστό.

Πριν 70 χρόνια ζούσε στην Αγία Πετρούπολη ένας γιατρός που λεγόταν Γαάζ. Αυτός υπηρετούσε στις φυλακές και είχε καρδιά αγαθή, καρδιά γεμάτη ευσπλαχνία και αγάπη για τους ανθρώπους. Από την θέση του, του γιατρού των φυλακών, προσπαθούσε όσο μπορούσε να βοηθήσει τους δυστυχισμένους ανθρώπους που κρατιούνταν εκεί. Έβλεπε πως έστελναν στα κάτεργα αλυσοδέσμιους κατάδικους, γνώριζε ότι θα περπατήσουν με τα πόδια χιλιάδες βέρστια μέχρι να φτάσουν στην Σιβηρία και η καρδιά του έσφιγγε από τον πόνο. Για να αισθανθεί τον πόνο τους μια φορά φόρεσε στα πόδια του αλυσίδες και περπατούσε μ' αυτές ώρες στην αυλή του σπιτιού του. Όταν βρισκόταν στην κλίνη του θανάτου, ο άγιος αυτός άνθρωπος και γιατρός, είπε στους συγκεντρωμένους γύρω του ανθρώπους τα εξής θαυμαστά λόγια, τα οποία πρέπει να τα βάλουμε καλά στο νου μας· «Να βιάζεστε να κάνετε καλό για τους άλλους». Να βιάζεστε γιατί ο θάνατος όλους μάς περιμένει. Να μην είστε επιπόλαιοι, να είστε πιστοί μέχρι θανάτου και θα σας δώσει ο Θεός το στέφανο της ζωής.

Ο προφήτης Ησαΐας είπε ένα λόγο, τον οποίο επίσης πρέπει καλά να θυμόμαστε και που πρέπει βαθιά να αποτυπωθεί στην καρδιά μας· «Έκστητε, λυπήθητε, αι πεποιθυΐαι, εκδύσασθε, γυμναί γένεσθε, περιζώσασθε σάκκους τας οσφύας» (Ησ. 32, 11).

Τρέμετε ανέγνοιαστες, να έχετε την μνήμη του θανάτου, να σκέφτεστε πάντα την ώρα όταν θ' αφήσετε αυτή την ζωή και ποτέ να μην το ξεχνάτε. Και για να μην το ξεχνάμε, για να μπορέσουμε να ακολουθήσουμε την οδό του Χριστού και να μην φοβόμαστε τον θάνατο, χρειαζόμαστε βοήθεια από τον Παντοδύναμο Θεό. Χωρίς αυτή την βοήθεια δεν θα νικήσουμε τους πειρασμούς του διαβόλου, γι' αυτό πρέπει να ζητάμε να μάς στείλει ο Θεός την χάρη του.
Κύριε, ελέησε μας τους αμαρτωλούς, Κύριε, βοήθησε μας!

Πρέπει να Τον ικετεύουμε έτσι όπως Τον ικέτευε η γυναίκα η ειδωλολάτρισσα, για την οποία ακούσατε σήμερα στο ευαγγελικό ανάγνωσμα. Αυτή ήταν Χαναναία και όταν είδε τον Χριστό με τους μαθητές του άρχισε να φωνάζει δυνατά και να Τον ικετεύει· «Ελέησόν με, Κύριε, υιέ Δαυΐδ· η θυγάτηρ μου κακώς δαιμονίζεται» (Μτ. 15, 22). Αλλά ο Κύριος δεν της έδινε σημασία και συνέχιζε σιωπηλά το δρόμο του. Η γυναίκα συνέχιζε να Τον ικετεύει, όμως Εκείνος δεν απαντούσε. Στο τέλος οι μαθητές του Τού είπαν· «Απόλυσον αυτήν, ότι κράζει όπισθεν ημών» (Μτ. 15, 23). Και ο Κύριος απάντησε· «Ουκ απεστάλην ει μη εις τα πρόβατα τα απολωλότα οίκου Ισραήλ» (Μτ. 15, 24).
Η γυναίκα όμως συνέχιζε να Τον ικετεύει. Τι της είπε τότε ο Κύριος; «Ουκ έστι καλόν λαβείν τον άρτον των τέκνων και βαλείν τοις κυναρίοις» (Μτ. 15, 26). Και άκουσε μία απάντηση καταπληκτική για την ταπείνωση και την πραότητα" «Ναι, Κύριε· και γαρ τα κυνάρια εσθίει από των ψιχίων των πιπτόντων από της τραπέζης των κυρίων αυτών» (Μτ. 15, 27), - δώσε μου, Κύριε, ένα ψίχουλο από το έλεός σου. Σταμάτησε ο Κύριος, όταν το άκουσε, και της είπε· «Ω γύναι, μεγάλη σου η πίστις! Γενηθήτω σοι ως θέλεις, και ιάθη η θυγάτηρ αυτής από της ώρας εκείνης» (Μτ. 15, 28).

Πολλοί από μάς έχουν ζωή που δεν αρμόζει στους χριστιανούς. Πολλοί είναι βεβαρημένοι με διάφορες αμαρτίες, πολλοί έχουν ξεχάσει τον λόγο του Θεού· «Το κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α' Κορ. 15, 56). Ο θάνατος πληγώνει αυτόν που είναι δούλος της αμαρτίας. Τότε, αν είμαστε τόσο αδύναμοι, αν το ένδυ¬μα της ψυχής μας είναι όλο μαύρο από τις αμαρτίες μας, δεν είμαστε και εμείς σαν τα σκυλιά, δεν πρέπει και εμείς να κράζουμε προς τον Θεό, όπως έκραζε εκείνη η Χαναναία γυναίκα; «Κύριε, είμαι σαν το σκυλί, αλλά ελέησόν με!»
«Έστωσαν υμών αι οσφύες περιζωσμέναι και οι λύχνοι καιόμενοι». Αμήν.ΑΓΙΟΥ ΛΟΥΚΑ
ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΡΙΜΑΙΑΣ
ΛΟΓΟΙ ΚΑΙ ΟΜΙΛΙΕΣ
ΤΟΜΟΣ Γ’
ΕΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ»

Συμβουλές προς τον σύζυγο ( χριστιανική συζυγία ) - Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος


Ας θεωρούμε, λοιπόν, ότι ο άνδρας είναι το κεφά­λι και η γυναίκα το σώμα, όπως αποδεικνύει και τούτος ο αποστολικός συλλογισμός: «Ο άνδρας είναι η κεφαλή (δηλ. ο αρχηγός) της γυναίκας, όπως και ο Χριστός της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι και ο σω­τήρας του σώματός Του, της Εκκλησίας. Όπως όμως η Εκκλησία υποτάσσεται στο Χριστό, έτσι και οι γυναίκες πρέπει σε όλα να υποτάσσονται στους άνδρες τους» (Εφ. 5:23-24).
Εσύ, ο άνδρας, ακούς τον Παύλο, που συμβουλεύ­ει τη γυναίκα να υποτάσσεται σ' εσένα, και τον επαι­νείς και τον θαυμάζεις. Ακου, όμως, τι λέει παρακά­τω. Ακου τι ζητάει από σένα: «Οι άνδρες ν' αγαπάτε τις γυναίκες σας, όπως ο Χριστός αγάπησε την Εκ­κλησία και πρόσφερε τη ζωή Του γι' αυτήν» (Εφ. 5:25). Είδες προηγουμένως υπερβολή υποταγής; Δες τώρα υπερβολή αγάπης. Θέλεις να υπακούει σ' εσένα η γυναίκα σου, όπως η Εκκλησία υπακούει στο Χρι­στό; Φρόντιζε κι εσύ γι' αυτήν, όπως ο Χριστός για την Εκκλησία. Κι αν χρειαστεί τη ζωή σου να θυσιά­σεις γι' αυτήν, κομμάτια να γίνεις χίλιες φορές, τα πά­ντα να υπομείνεις και να πάθεις, μην αρνηθείς να το κάνεις.


Γιατί ούτε κι έτσι θα έχεις κάνει κάτι ισάξιο μ' εκείνο που έκανε ο Χριστός για την Εκκλησία, αφού εσύ θα έχεις πάθει γι' αυτήν με την οποία είσαι ενω­μένος, ενώ ο Κύριος έπαθε γι' αυτήν που Τον απο­στρεφόταν και Τον περιφρονούσε. Καθώς, λοιπόν, ο Χριστός όχι με απειλές, όχι με βρισιές, όχι με φοβέ­ρες, αλλά με πολλή αγάπη και στοργή, με φροντίδα και θυσία κατόρθωσε να εμπνεύσει την ευπείθεια σ' εκείνην που τόσο Τον είχε λυπήσει, έτσι να κάνεις κι εσύ, έτσι να φέρεσαι στη γυναίκα σου. Αν δεν σε προ­σέχει, αν σε αντιμετωπίζει με υπερηφάνεια, αν σου δείχνει περιφρόνηση, θα μπορέσεις να τη συμμορφώ­σεις με την πολλή φροντίδα σου, με την αγάπη και την καλοσύνη σου, όχι με την οργή και το φοβέρισμα. Μόνο έναν υπηρέτη μπορείς να συνετίσεις έτσι, ή μάλλον ούτε κι αυτόν, γιατί γρήγορα θα οργιστεί και θα φύγει από τη δούλεψή σου. Στη σύντροφο της ζωής σου, στη μάνα των παιδιών σου, στη βάση κάθε χαράς μέσα στην οικογένειά σου, δεν πρέπει με αγριάδα και απειλές να επιβάλλεσαι, αλλά με την αγά­πη και τον καλό τρόπο.
Τί συζυγική ζωή είναι αυτή, όταν η γυναίκα τρέμει τον άνδρα της; Και ποιά οικογενειακή θαλπωρή θα απολαύσει ο άνδρας, όταν ζει μαζί μέ γυναίκα που τη μεταχειρίζεται σαν δούλα; Κι αν πάθεις κάτι για χάρη της, μην της το χτυπήσεις. Ούτε ο Χριστός έκανε κά­τι τέτοιο. «Και τη ζωή του», λέει, «πρόσφερε γι' αυτήν, θέλοντας έτσι να την καθαρίσει και να την αγιάσει» (Εφ. 5:25-26). Επομένως ήταν ακάθαρτη, είχε ελατ­τώματα, ήταν άσχημη και ποταπή.



…Γι’ αυτό μη ζητάς από τη γυναίκα αυτά που δεν είναι δικά της. Βλέπεις, ότι όλα από τον Κύ­ριο τα πήρε η Εκκλησία. Απ’ αυτόν έγινε ένδοξη και λαμπρή. Μη νιώσεις αποστροφή για τη γυναίκα, επει­δή έτυχε να μην είναι όμορφη. Ακουσε τι λέει η Γρα­φή: «Η μέλισσα είναι τόσο μικρή ανάμεσα στα φτε­ρωτά, μα ο καρπός των κόπων της είναι τόσο γλυκός!» (Σοφ. Σειρ. 11:3). Θεού πλάσμα είναι η γυναίκα. Με την αποστροφή σου δεν προσβάλλεις εκείνην, αλλά το Δημιουργό της. Τί δικό της έχει; Ο Κύριος δεν της τα έδωσε όλα; Μα και την όμορφη γυναίκα μην την παινέψεις, μην τη θαυμάσεις. Ο θαυμασμός της μιας και η περιφρόνηση της άλλης δείχνουν άνθρωπο ακό­λαστο. Την ομορφιά της ψυχής να ζητάς και το Νυμφίο της Εκκλησίας να μιμείσαι. Η σωματική ομορ­φιά, πέρα από το ότι είναι γεμάτη αλαζονεία, προκα­λεί ζήλεια, πολλές φορές μάλιστα και αβάσιμες υπο­ψίες. Δεν χαρίζει, όμως, ηδονή; Για λίγο, ναι· για ένα μήνα ή δύο, ή το πολύ για ένα χρόνο· υστέρα, όχι πια. Γιατί, λόγω της συνήθειας, δεν σου κάνει πια αίσθηση η ομορφιά, η οποία όμως διατηρεί την αλαζονεία της. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει στην περίπτωση μιας γυ­ναίκας που δεν έχει εξωτερική ομορφιά, έχει όμως εσωτερική. Εκεί είναι φυσικό η ηδονή και η αγάπη του συζύγου να παραμένουν απ’ την αρχή ως το τέλος αμείωτες, γιατί προέρχονται από ομορφιά ψυχής και όχι σώματος.
Υπάρχει τίποτα ωραιότερο από τ' αστέρια τ' ουρα­νού; Σώμα τόσο λευκό δεν μπορείς να μου βρεις. Μά­τια τόσο λαμπερά δεν μπορείς να μου δείξεις. Όταν δημιούργησε ο Θεός τ' αστέρια, οι άγγελοι τα θαύ­μασαν γεμάτοι έκπληξη. Κι εμείς τώρα τα θαυμάζου­με, όχι όμως τόσο πολύ, όσο όταν τα πρωτοείδαμε. Αυτό κάνει η συνήθεια. Ελαττώνει την έκπληξη, επο­μένως και το θαυμασμό και την έλξη. Σκεφτείτε τώρα πόσο περισσότερο ισχύει αυτό στην περίπτωση της γυναίκας. Αν μάλιστα τύχει να τη βρει και κάποια αρρώστια, αμέσως χάθηκαν όλα. Να γιατί από τη γυναίκα πρέπει να ζητάμε καλοσύνη, μετριοφροσύνη, ευθύτητα και ειλικρίνεια. Αυτά είναι τα γνωρίσματα της ψυχικής ομορφιάς. Σωματική ομορφιά να μη ζητάμε. Δεν βλέπετε τόσους και τόσους, που πήραν ωραίες γυναίκες, πως κατέστρεψαν τη ζωή τους αξιο­θρήνητα; Και δεν βλέπετε άλλους, που, χωρίς να έχουν ωραίες γυναίκες, έζησαν πολύ ευτυχισμένα;
Ούτε, όμως, και για πλούσια γυναίκα να ψάχνουμε. Κανένας ας μην περιμένει να γίνει πλούσιος με το γά­μο. Αισχρός και αξιοκαταφρόνητος είναι ένας τέτοιος πλουτισμός. Επιπλέον, όπως λέει ο απόστολος, «όσοι θέλουν να πλουτίσουν, πέφτουν σε πειρασμό, σε πα­γίδα του διαβόλου και σε πολλές επιθυμίες ανόητες και βλαβερές, που βυθίζουν τους ανθρώπους στην κα­ταστροφή και στο χαμό» (Α' Τιμ. 6:9).
Από τη γυναίκα, λοιπόν, μη ζητάς λεφτά, αλλά αρετές. Είναι δυνατό ν' αδιαφορείς για τα σπουδαι­ότερα και να φροντίζεις για τα ασήμαντα; Δυστυχώς, όμως, σε όλα αυτό κάνουμε. Αν αποκτήσουμε παιδί, νοιαζόμαστε όχι για το πως θα γίνει καλός άνθρω­πος, αλλά για το πως θα του εξασφαλίσουμε πλούτη· όχι για το πως θ' αποκτήσει καλούς τρόπους, αλλά για το πως θα έχει πολλούς πόρους. Στο επάγγελμά μας, πάλι, δεν κοιτάμε πως θα το ασκήσουμε τίμια, αλλά πως θα μας φέρει μεγάλα κέρδη. Όλα, λοιπόν, γίνονται για τα λεφτά. Μας έχει κυριέψει ο έρωτας του χρήματος, γι' αυτό οδηγούμαστε στην καταστρο­φή.
«Έτσι», συνεχίζει ο απόστολος, «και οι άνδρες οφείλουν ν' αγαπούν τις γυναίκες τους, όπως αγα­πούν τω ίδιο τους το σώμα. Όποιος αγαπάει τη γυ­ναίκα του, αγαπάει τον εαυτό του. Κανείς ποτέ δεν μίσησε το ίδιο του το σώμα, αλλ' αντίθετα το τρέφει και το φροντίζει· έτσι κάνει και ο Κύριος για την Εκκλησία, γιατί όλοι είμαστε μέλη του σώματός Του από τη σάρκα Του και τα οστά Του» (Εφ. 5:28-30). …



…Όση, λοιπόν, αγάπη έχεις στον εαυτό σου, τόση αγά­πη θέλει ο Θεός να έχεις και στη γυναίκα σου. Δεν βλέπεις ότι και στο σώμα μας πολλές ατέλειες ή ελλεί­ψεις έχουμε; Ο ένας έχει τα πόδια στραβά, ο άλλος τα χέρια παράλυτα, ο τρίτος κάποιο άλλο μέλος άρρω­στο κ.ο.κ. Και όμως, δεν το κακομεταχειρίζεται ούτε το κόβει· απεναντίας μάλιστα, το φροντίζει και το πε­ριποιείται περισσότερο απ’ όσο τα υγιή μέλη του, και ο λόγος είναι ευνόητος.
Όσο αγαπάς, λοιπόν, τον εαυτό σου, τόσο ν' αγα­πάς και τη γυναίκα σου. Όχι μόνο γιατί ο άνδρας και η γυναίκα έχουν την ίδια φύση, αλλά και για μιαν άλλη σπουδαιότερη αιτία: Γιατί δεν είναι πια δύο ξεχωριστά σώματα, αλλά ένα. …



Αλλά και η γυναίκα δεν πρέπει να περιφρονεί τον άνδρα της για οποιονδήποτε λόγο, προπαντός αν εί­ναι φτωχός. Να μη βαρυγγωμάει και να μην τον βρί­ζει, λέγοντας λ.χ.: "Ανανδρε και δειλέ, τεμπέλη και ακαμάτη, ανάμελε και υπναρά! Ο τάδε, αν και κατα­γόταν από φτωχή οικογένεια, με πολλούς κόπους και κινδύνους έκανε μεγάλη περιουσία. Και να, η γυναί­κα του φοράει πανάκριβα ρούχα, κυκλοφορεί με αμά­ξι, έχει τόσους υπηρέτες, ενώ εγώ πήρα εσένα, που είσαι ζαρωμένος από τη φτώχεια και ζεις άσκοπα!". Δεν πρέπει η γυναίκα να λέει στον άνδρα της τέτοια λόγια. Το σώμα δεν εναντιώνεται στο κεφάλι, αλλά το υπακούει. Πώς, όμως, θα υποφέρει τη φτώχεια; Από που θα βρει παρηγοριά; Ας σκεφτεί τις φτωχότερες γυναίκες. Ας συλλογιστεί πόσες κοπέλες από καλές οικογένειες όχι μόνο τίποτα δεν πήραν από τους άνδρες τους, αλλά και ξόδεψαν τη δική τους περιου­σία γι' αυτούς. Ας αναλογιστεί τους κινδύνους από έναν τέτοιο πλούτο, και θα προτιμήσει τότε τη φτωχι­κή αλλά ήσυχη ζωή. Γενικά, αν αγαπάει τον άνδρα της, δεν θα ξεστομίσει ποτέ παράπονο ή προσβλητικό λόγο γι' αυτόν. Θα προτιμήσει να τον έχει κοντά της χωρίς πλούτη, παρά να είναι πλούσιος, και αυτή να ζει μέσα στην ανασφάλεια και τις ανησυχίες, που συνε­πάγονται οι επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Ούτε και ο άνδρας, όμως, ακούγοντας τα παράπο­να ή τις επικρίσεις της γυναίκας του, πρέπει να τη βρίζει ή να τη χτυπάει, επειδή έχει εξουσία πάνω της. Καλύτερα να τη συμβουλεύει και να τη νουθετεί ήρε­μα, χωρίς ποτέ να σηκώνει χέρι εναντίον της. Ας τη διδάσκει την ουράνια φιλοσοφία, τη χριστιανική, που είναι ο αληθινός πλούτος. Ας τη διδάσκει όχι μόνο με τα λόγια αλλά και με τα έργα, πως η φτώχεια δεν είναι καθόλου κακό. Ας τη διδάσκει να περιφρονεί τη δό­ξα και ν' αγαπά την ταπείνωση· και τότε εκείνη ούτε παράπονο θα έχει ούτε χρήματα θα επιθυμεί. Ας τη διδάσκει να μην αγαπάει τα χρυσά κοσμήματα και τα πολυτελή ρούχα και τα πολλά αρώματα, ούτε να θέλει για το σπίτι ακριβά έπιπλα και περιττά στολίδια. Όλα τούτα φανερώνουν ματαιόδοξο φρόνημα και κουφότητα. Και της ίδιας και του σπιτιού στολισμός ας είναι η κοσμιότητα και η σεμνότητα. Και η ίδια και το σπίτι ας μοσχοβολάνε το άρωμα της σωφροσύνης και της αρετής.




Αγ. Ιωάννης Χρυσόστομος

Trust in the Lord ( Elder Paisios )


“In each and every one of our actions, God must take the lead. Everything we do, we must do trusting in God, for otherwise we will be full of anxiety, our minds will get overwhelmed and our souls will be miserable.”

- Elder Paisios of the Holy Mountain

Η εμβέλεια της προσευχής του Παππούλη ( Γέροντας Πορφύριος )


Είχα, παιδί μου , Ανάργυρε, μου είπε ο Παππούλης μια ημέρα, έναν πολύ καλό μου φίλο ιερομόναχο, ο οποίος έλαβε εντολή να πάει στην Αμερική να κηρύξει τον λόγο του Θεού. Στεναχωρηθήκαμε και οι δυο γι’ αυτόν τον χωρισμό. Όμως η αρχιεπισκοπή ήταν ανένδοτη. Έπρεπε να φύγει αμέσως. Έτσι και έγινε.

Την ημέρα που αποχαιρετιστήκαμε, δώσαμε υπόσχεση, ενώπιον του Θεού, ο ένας να προσεύχεται, για τον άλλον σε όλη μας την ζωή. Από την πρώτη κι’όλας βραδιά, εγώ άρχισα να προσεύχομαι για τον φίλο μου. Και εκείνος μου έγραφε ότι έκανε το ίδιο για μένα. Όμως, στα επόμενα γράμματα του, έκανε λόγο για τρομερές δονήσεις, που αισθανόταν κατά την ώρα του ύπνου. Νόμιζε πως ηλεκτρονικό ρεύμα, μεγάλης εντάσεως, διαπερνούσε το σώμα του από τα νύχια ως την κορυφή. Ήταν Δε τόσο μεγάλη η ένταση αυτή, ώστε δεν τον άφηνε να κοιμηθεί. Το φαινόμενο αυτό παρουσιάζετο κάθε βράδυ και ο ύπνος του είχε γίνει δύσκολος. Στην αρχή υπέθεσε, ότι οι ταραχές αυτές οφείλονταν στις κλιματολογικές διαφορές, που υφίστανται μεταξύ του κλίματος της χώρας μας και της Αμερικής. Αλλά, όταν είδε, ότι, προϊόντος του χρόνου, αντί να μειώνονται αύξαναν, άρχισε να ανησυχεί. Γι’ αυτό αναγκάστηκε να ενημερώσει τηλεφωνικώς τον Παππούλη και να ζητήσει την γνώμη του. Ο Παππούλης, όμως τον καθησύχασε αμέσως. Δεν είναι τίποτα του είπε. Απλώς ξέχασες την υπόσχεση που δώσαμε, όταν χωρίσαμε, ότι ο ένας θα προσεύχεται για τον άλλο. Τι ώρα αισθάνεσαι αυτά που μου λές; Τον ρώτησε. Και εκείνος του απάντησε.: Το βράδυ που κοιμάμαι την τάδε ώρα. Ε, εσείς αυτήν την ώρα που εσείς έχετε νύχτα εκεί, εμείς εδώ έχουμε πρωί και είναι η ώρα που εγώ προσεύχομαι για σένα. Ας είναι δοξασμένο το όνομα του Θεού, που κάνει την προσευχή μου να φθάνει μέχρις στην Αμερική! Κάνε και εσύ το ίδιο για μένα γιατί είμαι αμαρτωλός, του είπε και έκλεισαν το τηλέφωνο.

Εδώ πρέπει να πούμε, απαντώντας στους αναγνώστες που τυχόν διερωτηθούν γιατί είχε αυτό το ενοχλητικό για τον ιερομόναχο αποτέλεσμα η προσευχή του Παππούλη, ότι, όπως φαίνεται από τα ίδια τα λεγόμενα του Γέροντος, η ενόχληση, που αισθάνθηκε ο ιερομόναχος στην Αμερική οφειλόταν στο ότι είχε ξεχάσει να προσεύχεται την ώρα που είχαν συμφωνήσει. Προφανώς αυτό δεν θα συνέβαινε αν ο ιερομόναχος εκείνη την ώρα συμπροσευχόταν με τον Γέροντα. Πρέπει, όμως να προσθέσουμε και κάτι ακόμα πιο εντυπωσιακό που ακούσαμε και διασταυρώσαμε την αλήθεια του. Μια νύχτα ο ιερομόναχος αυτός αισθάνθηκε να κρυώνει και ξύπνησε και βρήκε την πόρτα του δωματίου του ανοιχτή. Παραξενεύτηκε γιατί ήταν βέβαιος ότι την είχε κλείσει, όπως συνήθιζε και, αφού την ξαναέκλεισε, ξανακοιμήθηκε. Όταν μετά από μερικές μέρες τηλεφωνήθηκε με τον παππούλη, ο παππούλης του είπε ότι πάει και τον βλέπει που κοιμάται και δεν προσεύχεται. Ο ιερομόναχος δυσπίστησε, σκεπτόμενος ότι ήταν αδύνατο να πηγαίνει ο παππούλης στην Αμερική να τον βλέπει και τότε ο παππούλης του είπε απλά: Ναι, ήρθα και σε είδα και σου άφησα και την πόρτα ανοικτή.(!) Ο ιερομόναχος βέβαια έμεινε εμβρόντητος, σαν να τον κτύπησε κεραυνός. Μέγας είσαι Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου! Ποιος μπορούσε πια να αμφισβητήσει τα λεγόμενα του παππούλη;

Σχετικά με την προσευχή του Παππούλη έχουμε ακούσει από πολλές ψυχές ότι αισθανόντουσαν την προσευχή του γι’ αυτές ως γαλήνη και παραμυθία, ως ανακούφιση και χαρά, ως ένα αίσθημα μακαριότητας και ειρήνης, κάτι που έδιωχνε κάθε στεναχώρια, κάθε άγχος, κάτι που δημιουργούσε αίσθημα ασφάλειας και σιγουριάς και διάθεσης προσευχής και δοξολογίας του Θεού. Μια μάλιστα κυρία (Χ.Χ.) που είχε πρόσφατα χηρέψει, διηγείται στο βιβλίο του Κλ. Ιωαννίδη «Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ, μαρτυρίες και εμπειρίες» που κυκλοφορεί σε πέμπτη έκδοση, ότι το απόγευμα της ίδιας μέρας, που ανακοίνωσε στο Γέροντα το θάνατο της συζύγου της, ενώ βρισκόταν στο σπίτι της ένιωσε ξαφνικά να φεύγει όλο το βάρος από την ψυχή της και ν’ αναβλύζει από μέσα της μια χαρά, τόσο που σταυροκοπήθηκε και είπε: «Θεέ μου είναι λογική αυτή η αντίδραση μου;» Συνεχίζει Δε ότι μετά έμαθε -και διασταύρωσε αυτήν την πληροφορία –ότι εκείνη ακριβώς την ώρα, που αισθανόταν έτσι, ο Γέρων Πορφύριος προσευχόταν γι’ αυτήν.

Μια άλλη κυρία διηγήθηκε σε αξιόπιστο πρόσωπο, από το οποίο εμείς το ακούσαμε, ότι, όταν παρακάλεσε το Γέροντα Πορφύριο να τη βοηθήσει για κάποιο πρόβλημα της, της υπέδειξε να κάνουν μαζί προσευχή στις 10 το βράδυ. Όταν Δε αυτή του είπε αυτήν την ώρα δεν μπορεί, γιατί η οικογένεια την απασχολεί, της πρότεινε να συμπροσεύχονται (αυτή βέβαια από το σπίτι της) στις 4 το πρωί. Κι όταν του είπε ότι αυτήν την ώρα δυσκολεύεται να ξυπνήσει και ότι δεν μπορεί να βάλει ξυπνητήρι, γιατί θα ενοχλήσει την οικογένεια, της είπε ότι θα πηγαίνει αυτός να την ξυπνάει. Πράγματι, λοιπόν, όπως είπε, κάθε πρωί στις 4 η ώρα αισθανόταν ένα ελαφρύ άγγιγμα ή σκούντημα στον ώμο και καταλάβαινε ότι ήταν η ειδοποίηση του Γέροντος. Ήταν μια ευχάριστη ειδοποίηση, χωρίς ταραχή η ενόχληση.

Ένας άλλος φίλος μας αφηγήθηκε ότι, όταν το βράδυ ο Γέροντας προσηύχετο γι’ αυτόν, αισθανόταν, μερικές φορές, ένα αίσθημα ειρήνης ψυχικής και ελαφρότητας σωματικής, σαν να ήθελε το σώμα του να σηκωθεί από το κρεβάτι, χωρίς όμως να μετακινείται πραγματικά.

Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση που είχε αφηγηθεί σε ένα φίλο μας ο ίδιος ο Γέροντας, κάποιου που χρωστούσε χρήματα, και για τον οποίο προσευχήθηκε ο Γέροντας, κατόπιν παρακλήσεως του δικαιούχου, να τον φωτίσει ο Θεός να τα επιστρέψει. Αυτός, μη θέλοντας να πληρώσει το χρέος του, ενοχλήθηκε από την προσευχή του Γέροντος και του ζήτησε να παύσει να προσεύχεται γι’ αυτόν. Εδώ όμως πρόκειται για τύψεις συνειδήσεως, που ξεσηκώθηκαν από την υπόμνηση της κατακρατήσεως των ξένων χρημάτων.

Έτσι φαίνεται ότι σε σπάνιες περιπτώσεις εκείνος για τον οποίο ο Γέροντας προσευχόταν, αισθανόταν κάποια ενόχληση, κάτι σαν έντονη υπόμνηση. Αυτό βέβαια συνέβαινε όταν εκείνος δεν είχε κάνει κάτι που έπρεπε να είχε κάνει.

Αλλά ας ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας.

Δεν πέρασε ούτε ένα 20ήμερο και ο Παππούλης πήρε άλλο τηλεφώνημα από τον φίλο του ιερομόναχο, ο οποίος, ούτε λίγο, ούτε πολύ, τον θερμοπαρακαλούσε να πάψει να προσεύχεται γι’ αυτόν, γιατί τον άφηνε άυπνο και δεν μπορεί την ημέρα να εργαστεί και κινδυνεύει να θεωρηθεί από την εκεί Εκκλησία, σαν ράθυμος και αδιάφορος. Ο παππούλης του το υποσχέθηκε και πράγματι, έπαψε να προσεύχεται γι’ αυτόν και εκείνος, όπως είπε στον Παππούλη, δεν ξανααισθάνθηκε ποτέ πια τα αποτελέσματα της δυνάμεως της προσευχής του Παππούλη, η εμβέλεια της οποίας έφτασε μέχρι την Αμερική!

Πρέπει να ξανακάνουμε όμως παρέκβαση για να αποσαφηνίσουμε το θέμα ώστε να μη δημιουργηθεί καμμιά παρεξήγηση.

Εδώ κρύβεται ένα μεγάλο μυστήριο που χρειάζεται μεγάλη ανάπτυξη. Είναι το μυστήριο του κόπου που αναπαύει και της ανέσεως που καταστρέφει. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια ενός ασκητού από το Γεροντικό. «Απέρχομαι όπου εστί κόπος και εκεί βρίσκω ανάπαυσιν» δηλαδή πηγαίνω εκεί όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκω ξεκούραση. (Αββάς Ποιμήν, μδ΄, Γεροντικόν, επιμέλεια Π.Β. Πάσχου, εκδ. Αστήρ, σελ. 87). Και ο Αββάς Ισαάκ γράφει: «Ο Θεός και οι άγγελοι αυτού εν ανάγκαις χαίρουσι, ο Δε διάβολος και οι εργάται αυτού εν αναπαύσει». Και αλλού: «Ουδείς μετ’ ανέσεως ανήλθεν εις τους ουρανούς». Είναι όπως ο αθλητής που θέλει να νικήσει στους αγώνες. Αρέσκεται στον κόπο των προπονήσεων, γιατί αποβλέπει στο βραβείο της νίκης. Ο Γέροντας το ήξερε αυτό εκ πείρας και από αγάπη, ήθελε να οδηγήσει και το φίλο του τον ιερομόναχο στην ουράνια ανάπαυση, που περνάει μέσα από τον πρόσκαιρο κόπο. Του υπενθύμιζε λοιπόν οχληρά την ώρα της προσευχής, σαν να του έλεγε: Άφησε καημένε τον ύπνο και έλα να προσευχηθούμε μαζί, όπως έχουμε συμφωνήσει και θα μπεις στα μυστήρια του Θεού και θα νιώσεις μια άλλου είδους ανάπαυση. Βέβαια ο ιερομόναχος εκείνος ανθρώπινα σκεπτόμενος, υπολόγιζε ότι για να εργαστεί την άλλη ημέρα, έπρεπε να είναι ξεκούραστος. Το μυστικό του Γέροντος όμως ήταν ότι όταν κατέλθει η Χάρις, δεν μετράει η κούραση. Ίσως μάλιστα ο μεγαλύτερος κόπος που γίνεται από θείο έρωτα, από αγάπη προς τον δεσπότη Χριστό, προσελκύει περισσότερη χάρη, και έτσι ο αγρυπνήσας την νύχτα στην προσευχή, μπορεί την άλλη μέρα, παρά τη σωματική κούραση του, να εργαστεί καλύτερα μέσα στην εκκλησία για τους συνανθρώπους του. Γιατί θα εργάζεται μαζί του η θεία Χάρις. Ενώ όταν είναι ξεκούραστος στο σώμα και χορτάτος στον ύπνο, θα εργάζεται μόνο με τις δικές του πτωχές δυνάμεις. Εφ’ όσον λοιπόν ο ιερομόναχος αυτός δεν «έπιασε» το μήνυμα του Παππούλη και προτίμησε, με την ανθρώπινη λογική του την αντίθετη άποψη, μοιάζει σαν τον αθλητή που προτιμά τον ύπνο από την προπόνηση για να είναι τάχα ξεκούραστος και να αποδώσει στους αγώνες. Εν τούτοις ο Θεός δεν εξαναγκάζει κανένα και γι’ αυτό ο Γέροντας, εφ’ όσον δεν έγινε δεκτή η προσφορά του, και παρακλήθηκε «να μην ενοχλεί»,την απέσυρε. Έτσι βέβαια ο ιερομόναχος εκείνος έμεινε τότε μόνος και εργαζόταν ως άνθρωπος. Δεν γνωρίζουμε πως εξελίχτηκε. Ελπίζουμε όμως ότι αργότερα θα κατάλαβε το νόημα της οχλήσεως του Παππούλη και θα επωφελήθηκε απ’ αυτήν.

Όλα τα ανωτέρω υποχρεώθηκε να μου τα διηγηθεί ο Παππούλης, γιατί εκείνο το καλοκαίρι,(πριν από 25 χρόνια περίπου), συνέβη και εγώ να υποστώ… τις ίδιες ταλαιπωρίες, από τις προσευχές του αγαπημένου μου Παππούλη. Ήταν Αύγουστος μήνας θυμάμαι, που αποφασίσαμε με ένα φιλικό μου ζευγάρι, να περάσουμε τις διακοπές μας στην λουτρόπολη της Αιδηψού. Πριν φύγω, πήγα να χαιρετήσω τον Παππούλη μου, όπως έκανα συνήθως, και να πάρω την ευχή του. Παράλληλα τον ρώτησα εάν προβλέπει, πως θα περάσω τις διακοπές. Μου απάντησε ότι θα περάσεις καλά, γιατί εγώ θα προσεύχομαι συνεχώς. Το απόγευμα της ίδιας μέρας βρεθήκαμε στην Αιδηψό και εγκατασταθήκαμε σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο και το ρίξαμε έξω και λησμονήσαμε την προσευχή και όλα εν γένει τα θρησκευτικά μας καθήκοντα. Το βράδυ κοιμήθηκα και αισθάνθηκα να κουνιέται το κρεβάτι μου τόσο δυνατά, που νόμιζα ότι έκανε σεισμό. Ξύπνησα έντρομος και φώναξα δυνατά: σεισμός, σεισμός, ενώ παράλληλα κρατιόμουν από το κρεβάτι, για να μην πέσω κάτω και σκοτωθώ. Παρατήρησα όμως ότι κανείς δεν ξύπνησε από τα διπλανά δωμάτια, αλλά ούτε και από τους άλλους ορόφους. Το γεγονός αυτό με ανησύχησε περισσότερο. Παρέμεινα για πολλή ώρα άυπνος. Όταν ξανακοιμήθηκα, αισθάνθηκα πάλι τα ίδια και επιπλέον αισθανόμουν να διαπερνά το σώμα μου κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα! Αυτό μου συνέβη πολλές φορές. Το πρωί ρώτησα τον φίλο μου τον γιατρό και την σύζυγό του, εάν κατάλαβαν τους σεισμούς που έγιναν το βράδυ και αυτοί γελούσαν! Τα ίδια συνέβαιναν και τα άλλα βράδια και οι διακοπές μου κατάντησαν σκέτο μαρτύριο. Οπότε, ένα βράδυ βλέπω στον ύπνο μου, ότι ήμουν στην Εκκλησία του αγίου Νικολάου, (μάλλον στα Καλλίσια), και από την εικόνα του Αγίου εκπέμποντο επάνω μου δέσμες εκατομμυρίων πολύχρωμων θεϊκών ακτίνων με υπέρλαμπρο φως και μου προκαλούσαν μια απερίγραπτη θεϊκή αγαλλίαση! Μετά από αυτό το όνειρο, αναγκάστηκα να επικοινωνήσω με τον Παππούλη και του τα έθεσα όλα υπόψη. Μην ανησυχείς, μου λεει. Εγώ σε ταλαιπωρώ με τις προσευχές μου. Ποια ώρα είδες τον Άγιο Νικόλαο στον ύπνο σου; Του είπα την ώρα. Ε, αυτή την ώρα παρακαλούσα τον άγιο για σένα. Να συνεχίσεις τις διακοπές σου, αλλά να μην ξεχνάς να προσεύχεσαι.

Τότε εγώ χαριτολογώντας του είπα: - Παππούλη σας παρακαλώ, εάν θέλετε να συνεχίσω εγώ τις διακοπές μου, πρέπει να σταματήσετε εσείς τις προσευχές σας για μένα. Διαφορετικά, αυτές δεν είναι διακοπές, είναι μαρτύριο…

Ο Παππούλης χαμογέλασε…με αγαθότητα και άπειρη καλοσύνη. Ήθελε και με τον τρόπο αυτό να με οδηγήσει στην πνευματική ζωή. Αλλά εγώ…που να καταλάβω.

Το περιστατικό αυτό μου το υπενθύμισε δυο ώρες πριν φύγει για το τελευταίο του ταξίδι στο Άγιο Όρος και γελάσαμε και οι δυο πολύ δυνατά και με ιδιαίτερη ικανοποίηση. Μακάρι και τώρα να εύχεται, από εκεί που είναι, τόσο έντονα! Θα ήταν για μένα η πιο ευχάριστη ταλαιπωρία



 Γέροντας Πορφύριος

Το παράδειγμα της υπακοής ( Γεροντας Πορφύριος )


Ένα από τα πολλά χαρίσματα που κοσμούσαν τον χαρακτήρα του Πατρός Πορφυρίου, ήταν η υπακοή.

Κάποια μέρα αντί να μου μιλήσει ευθέως για την αξία της υπακοής που εγώ κάθε άλλο, παρά τα είχα…καλά μαζί της άρχισε να μου λεει τα εξής:

Όταν ακόμη ήμουν μοναχός και είχα σχεδόν την ηλικία σου πληροφορήθηκα ότι σε ένα κελί ζούσε ένας παράξενος γέροντας. Όποιος υποτακτικός πήγαινε να τον υπηρετήσει δεν άντεχε την γκρίνια του και την ιδιοτροπία του και μέσα σε 2-3 μέρες τον εγκατέλειπε και έφευγε. Αυτό συνέβαινε για πολύ καιρό. Στο τέλος δεν εδέχετο κανείς να πάει να τον υπηρετήσει. Τότε αποφάσισα να πάω εγώ. Έκανα την πρόθεση μου γνωστή στους άλλους μοναχούς και εκείνοι προσπάθησαν να με εμποδίσουν. Μην τολμήσεις, μου είπαν, γιατί θα αποτύχεις και θα απογοητευτείς και είσαι πολύ νέος και δεν κάνει να αρχίσεις την μοναχική σου ζωή με μια τόση κακή εμπειρία. Εδώ προσπάθησαν τόσοι και τόσοι μοναχοί με υπομονή πρωτόγνωρη και καλοσύνη πρωτοφανή και απέτυχαν και θα κατορθώσεις εσύ να συνεργαστείς με τον γεροπαράξενο; Μη προσπαθείς. Άδικα θα υποβληθείς σε μια ταλαιπωρία που δεν θα διαφέρει σε τίποτα από τις δικές μας αφού το αποτέλεσμα της θα είναι αρνητικό. Μάταια, όμως προσπάθησαν να με πείσουν. Εγώ, τους είπα, θα πάω και ας αποτύχω.

Πράγματι! Χωρίς να χάσω καιρό ξεκίνησα για το κελλί, που έμενε ο Γέροντας. Χτύπησα την πόρτα και μου είπε να περάσω. Τον καλημέρισα και συγχρόνως υποκλίνομαι. Την ευχή σας γέροντα.

- Τι θέλεις εσύ εδώ;

- Να, έμαθα, ότι είσαι μόνος σου και ανήμπορος και ήλθα να σε υπηρετήσω..

- Να πας από εκεί που ήρθες! Φύγε γρήγορα.

- Λέγοντας αυτά μου έδειξε το παράθυρο. Να φύγω δηλαδή από το παράθυρο και όχι από την πόρτα. Και εγώ όπως πάντα έκανα άκρα υπακοή! Βγήκα από το παράθυρο! Αυτό θα πει υπακοή!

Γεγονός πάντως είναι, ότι ο παππούλης επέμενε πολύ στο θέμα της υπακοής. Και την θεωρούσε καθήκον και υποχρέωση συνάμα κάθε πνευματικού παιδιού.

Ο ίδιος θέλοντας να δείξει το μέγεθος της σημασίας που είχε για εκείνον η υπακοή αναφέρει στην Επιστολή-Διαθήκη του, που άφησε σε όλους εμάς, τα εξής:

«…έφυγα από τους γονείς μου κρυφά και ήλθα στα Καυσοκαλύβια του Αγίου Όρους και υποτάχτηκα σε δυο γεροντάδες αυταδέλφους, Παντελεήμονα και Ιωαννίκιο. Μου έτυχε να είναι πολύ ευσεβείς και ενάρετοι και τους αγάπησα πάρα πολύ και γι’ αυτό, με την ευχή τους, τους έκανα ά κ ρ α υ π α κ ο ή. Αυτό με βοήθησε πάρα πολύ, αισθάνθηκα και μεγάλη αγάπη και προς τον Θεό και πέρασα και πάρα πολύ καλά».



Γεροντας Πορφύριος

A Brother and the Old Man - The path to salvation


I was recently moved by reading an article by Saint Maximus the Confessor. I was surprised at its clarity and simplicity, yet its completeness and elegance. I had always thought of Saint Maximus as one to avoid reading because he was so hard to grasp. What I found was the opposite. It will try and capture the essence of this article which is a dialogue between a brother and an old man.

It is titled "the Ascetic Life".

He begins with a question asked by one of his spiritual children who asks,

"What was the purpose of the Lord's becoming man?

Answer: Our salvation.

Question: How do you mean?

Answer: Man, made by God, disobeyed God in Paradise. He then was subject to death. From generation to generation he became more and more evil because of his dedication to his passions rather than to the commandments of God. God then sent His Son to take on flesh to show us the way to live according to His commandments. He promised man at this time that those who did follow Him would live in heaven forever. He also threatened man with eternal punishment if he did not obey. The Son suffered, was killed, but then resurrected showing that all those who struggle will find the path to eternal life in heaven.

Question: What are the commandments?

Answer: As the lord said, "Go, teach ye all nations, baptizing them in the name of the Father, Son, and Holy Spirit, teaching them to observe all things, whatsoever I have commanded you" (Matt 28:19).

Question: But Father, who can do all the commandments, there are so many of them?

Answer: He who imitates the Lord and follows in His footsteps.

Question: Who can imitate the Lord? He was God and I am a man, a sinner, enslaved by many passions.

Answer: The Lord tells us, "Behold I have given you the power to tread serpents and scorpions, and upon all the power of the enemy; and nothing shall hurt you. (Luke 10:19) Paul tells us, "They that are Christ's have crucified their flesh." (Gal 5:24) Christ says, "He that loves father or mother more than me, is not worthy of me" (Matt 10:37). "He that taketh not up his cross and followeth me, is not worthy of me" (Matt 10:38). And, "Every one that doth not renounce all that he possesseth cannot be my disciple" (Luke 14:33)

Question: But the Lord's commands are so many , who can keep them all in mind in order to strive for them?

Answer: They are all summed up in one word. "Thou shalt love the Lord thy God with thy whole strength and with thy whole mind, and thy neighbor as thyself" (Mark 12:30). We need to separate from worldly things and passions to genuinely love either God or neighbor.

Question: What things do you mean?

Answer: Food, money, possessions, acclaim, relatives and the rest.

Question: But, didn't God make these things and give them to us for our use?

Answer: Yes He did, and everything He made is good. Our error is that we prefer material and worldly things above the commandment of love. The Lord has said, "He that loves me will keep my commandments" (John 14:15)

Question: But, how can I love the person who hates me?

Answer: The Lord does not command the impossible when he says, "Love your enemies; do good to them that hate you" (Matt 5:44). It is because we are lovers of material things and pleasure, more than His commandments, that we are not able to love those who hate us.

Question: Look Father, I have given up everything, relatives, property, luxury, and acclaim but still I am not able to love one who hates me. What am I to do?

Answer: You cannot love your tormentor unless you know the purpose of the Lord.

Question: What is the Lord's purpose?

Answer: The Lord knew the whole law rested on love (Matt 22:37-40). He therefore set out a life to demonstrate a life of love and claim victory over the devil and all his temptations. He tried to teach the Jews this way of love. But this only stirred up their hatred of Him. But He did not hate them who opposed him or who tried to kill him. Instead of hate He set forth love. After complete victory over the devil, He crowned Himself with the Resurrection all for our sake. His purpose was as a man to obey the Father until death keeping the commandment of love. In addition to his life we can also learn from the lives of His disciples. Remember what he said on the Cross, "Father, forgive them, since they know not what they do" (Luke 23:34).

Question: What you say is true, pray for me that I may have the strength to know perfectly the Lord's and His Apostles' purpose so I can be sober minded in time of temptations.

Answer: If you are always attentive to what I have told you you can have this awareness. You must remember that your brother is tempted in the same way you are.

Question: Tell me how to hold on to soberness.

Answer: Complete lack of concern for earthly things and continuous meditation on the divine Scriptures brings the soul to fear God. It is the fear of God that brings soberness.

Question: What should one do to devote one's self continuously to God?

Answer: Be merciful and do good to one's neighbor, be long suffering in this regard, endure all he inflicts. It is love that tames our anger.

Question: What is long suffering?

Answer: perseverance in adversity, endurance of evils, to abide to end of temptation, not to let anger out by chance, not to think anything that does not become a God fearing man. (Eccl 1:29) Many difficulties that we are given are part of our training. We should give thanks to God for everything He gives us like David, Job and his wife.

Question: Why do I lack compunction?

Answer: Because you have no fear of God and are complacent. Such people scorn the thought of the dreadful punishment of God that awaits us if we do not live with love. Maximus then give an extensive review of this punishment as recorded in Old Testament and New Testament. (Deut 32:22, 41; Isa 33:14, 50:11, 66:24; Jer 13:16, 5:21, 2:19-21, 15:17; Ezech 7:8; Dan 7:9, 7:13-15; Ps 61.12; Eccles 12:13; 2Cor 5:10; Rom 14:10; Jer 31:10; Matt 7:13, 25:41; Exod 20:13-15; Matt 5:20; Jer 9:1.) We must think about the defense we must have on that judgement day. Are not we all gluttonous? Are we all not lovers of pleasure? Are not we all desirous of material things? Are not we all nurturers of wrath? Are not we all revilers? Are we not fond of scoffing.... Are we not worse than the Jews who killed Christ? How can we be called sons of God? Do we show the fruits of the Spirit: charity, joy, peace, patience, benignity, goodness, faith, meekness, contingency (Gal 5:22). How can we be called Christians, who have nothing at all of Christ in us?

Maybe someone will say, I have faith and faith in Him is enough for my salvation. But James tells us, "The devils also believe and tremble; Faith without works is dead in itself (James 2:17; 2:19; 2:26). So also is works without Faith.

Those who truly believed Christ and made Him dwell within themselves spoke like this: "And I live, now not I; but Christ lives in me. And that I live now in the flesh: I live in the faith of the Son of God, who loved me, and delivered Himself for me (Gal 2:20). Christ clearly said, Love your enemies, do good to them that hate you. Bless them that curse you, and pray for them that treat you with despite (Luke 6:27).

Question: After hearing all this the brother is in tears saying, there is no hope of salvation for me.

Answer: the Lord said, "With men salvation is impossible; but with God all things are possible" (Matt 19:26) Isais said, "When you return and moan, then you will be saved" (Isa 30.15). The Lord says, "Do penance, for the kingdom of heaven is at hand" (Matt 4:17). Let us purify our hearts, let us weep for our sins, let us quite our vices, let us hear His threats, let us love one another with our whole heart. Let us master our passions.

We must rid ourselves of every bit of sinfulness from our hearts. "Let us then love one another and be loved by God; let us be patient with one another and He will be patient with our sins. Let us not render evil for evil, and we shall not receive our due for our sins." (Maximus)

The Lord has told us as follows:

"Forgive, and you shall be forgiven" (Luke 6:37). If you will forgive men their offenses, your heavenly Father will forgive you also your offenses"(Matt 6:14). Blessed are the merciful, for they shall obtain mercy" (Matt5:7). "With what measure you mete, it shall be measured to you again" (Matt 7:2).

Our salvation is in our will's grasp. Let us give ourselves totally to the Lord. Let us place all our hope in Him alone. Let us love every man sincerely, but put our hope in none. Let us truly do penance. Let us watch and be sober. Let's emulate the Holy apostles and the saints imitating their combats., eagerness, preserve fence, patience, endurance, in long suffering, compassion, meekness, zeal, unfeignedness in love, sublimity in low lioness, plainness in poverty, kindness, clemency.

I encourage you to seek and read the entire article by Saint Maximus
 


Reference: The Ascetic Life, Vol 21 Ancient Writers, pp 103-135

A miracle of Sts. Luke of Simferopol and Panteleimon


Christ is risen! Truly He is risen!

Sts. Luke the Surgeon and Panteleimon the Great Martyr

A miracle of Sts. Luke of Simferopol and Panteleimon (amateur translation)
A young girl was going for surgery to a hospital in Simferopol. Her situation was very serious, and the surgery was difficult and dangerous.


The physician that was operating on her called the mother of the patient and told her: “The surgery is very difficult and dangerous. I can't guarantee anything. I don't know if your girl will come out alive.”


There was no other choice. The young girl was brought to the operating room.


Throughout the duration of the surgery, the mother was sitting in the yard of the hospital, and with tears in her eyes she prayed to St. Luke the Surgeon and to St. Panteleimon to help.


At one instant, before the mother's eyes, an astonishing event occurred: the wall of the hospital became invisible, like a pane of glass. The operating room appeared. In the hospital bed was her daughter, and around her were the surgeon and his helpers. Next to her was the surgical nurse who was holding the surgical instruments.


And more wondrously: Next to the surgeon she saw the Holy Physicians to whom she was praying. To the left was St. Panteleimon with a lit lamp. To the right was St. Luke, who every so often would take the tools from the nurse and give them to the surgeon!


The mother was struck with astonishment and amazement. She felt that her prayer had been answered. When the operation was finished, the surgeon exited full of joy and enthusiasm.


He called the mother and told her: “Things went very well, unbelievably well!”


Then, the mother related to him the wondrous event that she experienced. The surgeon was stunned. He did his cross and confessed: “Now I understand. During the operation, when I would want some surgeon's tool, I didn't even get to tell the nurse. As soon as I thought that I wanted some tool, I had it in my hands.”

From the book “Tachys eis Voetheian...” (“Speedy to help...”) (A 200 page book filled with new miracles of St. Luke the Surgeon),
by Fr. Nektarios Antonopoulos, Abbot of the Holy Monastery of Sagmata, Thebes
(Source)


Christ has risen from the dead, by death he has trampled on death, and to those in the graves given life!
Truly the Lord is risen!

http://full-of-grace-and-truth.blogspot.ca/
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...