Friday, November 22, 2013

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΤΗΕΟΤΟΚΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΙΚΟΔΗΜΟ ( Κωνσταντίνος Ζαλάλας )


ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας διακοσμείται από προφήτες, αποστόλους, αγίους, οσιομάρτυρες, ασκητές, αναχωρητές και καυχάται όχι μόνο για αυτούς που ανήκουν ήδη στο νοητό στερέωμα της θριαμβεύουσας εκκλησίας αλλά και γιατί οι προαναφερθέντες χαρισματούχοι δεν έχουν εκλείψει από την στρατευόμενη εκκλησία. Αυτό άλλωστε είναι και το στοιχείο που τεκμηριώνει την Ορθόδοξη εκκλησία ως ζώσα και αληθινή Εκκλησία του Χριστού. Ο σκοπός της εκκλησίας, όπως πολύ εύστοχα έχει εκφρασθεί, είναι να παράγει «άγια λείψανα». Μια εκκλησία που δεν οδηγεί στον αγιασμό και στην θέωση έχει χάσει τον προορισμό της. Βεβαίως τα ανωτέρω ισχύουν για όλους τους ανθρώπους που κοινωνούν με την αγιαστική ενέργεια του Θεού αλλά η δυνατότητα αυτή ήταν πάρα πολύ περιορισμένη πριν από την Σάρκωση του Θείου Λόγου, και ειδικότερα πριν από την Πεντηκοστή.

Κατά τον Αγ. Νικόδημο τον Αγιορείτη μόνο μία ύπαρξη στην ανθρώπινη ιστορία υπερέβη το πνευματικό υψόμετρο και αυτού του αγγελικού κόσμου. Όλα τα κτίσματα εκοινώνησαν «μόνο της του Θεού ενεργείας ενώ η Κυρία ημών Θεοτόκος εδέχθη εν εαυτή υποστατικώς το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, αποβάσα κυρίως και αληθώς Θεοτόκος… που αποδεικνύει κατά την έννοιαν της προγνώσεως του Θεού ότι η Θεοτόκος ήτο όντως τέλος το σκοπιμώτατον και ύστατον». Όπως τονίζει ο Άγιος Νικόδημος το μεγαλείο της Παρθένου είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το άρρητο μεγαλείο του χριστολογικού μυστηρίου, και η παρουσία της απειρόγαμου ήταν συνθήκη απαραίτητη της επί γης ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού. Αυτή η αλήθεια απορρίπτεται τόσο από τους προτεστάντες όσο και από άλλους αιρετικούς που αδυνατούν να εξέλθουν από τον ορθολογισμό τους. Αυτό βέβαια δεν είναι απόλυτο γιατί κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια τουλάχιστον στον Αμερικανικό χώρο έχει παρατηρηθεί η έξοδος χιλιάδων πιστών από τον προτεσταντικό χώρο και η είσοδός τους στην Ορθόδοξη Εκκλησία, μεταξύ των οποίων επώνυμοι ιεροκήρυκες και πάστορες. Η πνευματική δίψα αυτών των αδελφών μας είναι όντως εκπληκτική. Ένας από τους αξιόλογους προσήλυτους στην πόλη Yakima της πολιτείας Washington ο ιερεύς Ιωσήφ Copeland μετέφερε περίπου όλο το ποίμνιό του (περίπου 250 άτομα) στην Ορθοδοξία. Πριν από μερικά χρόνια μας ανέθεσε κάποιο κατηχητικό έργο αποσκοπώντας στην καλύτερη κατανόηση του Θεομητορικού δόγματος από τα μέλη του εκκλησιάσματός του. Στο δύσκολο αυτό έργο το οποίο συνεχίζεται ετησίως, χρησιμοποιήσαμε κυρίως θέσεις του Αγ. Νικόδημου του Αγιορείτου από τα έργα του «Εορτοδρόμιο» και «Κήπος Χαρίτων». Πάντως οφείλω ένα θερμό ευχαριστώ σε αυτούς τους αδελφούς μας και στον ποιμένα τους Π. Ιωσήφ γιατί μελετώντας τα κείμενα του Αγ. Νικόδημου και φυσικά άλλων πατέρων εμβαθύναμε σε ένα μικρό βαθμό στα «θαυμάσια» και στα «μεγαλεία» της πάναγνου Θεομήτορος.

Αυτή η προεργασία μάς έδωσε την ώθηση να ασχοληθούμε με τα κεντρικά σημεία της διδασκαλίας του Αγ. Νικόδημου περί της Υπεραγίας Θεοτόκου. Φυσικά η διδασκαλία του Αγ. Νικόδημου απηχεί την Αγιοπατερική διδαχή περί της Υπεράγιας Θεοτόκου που ταυτίζεται με την διδασκαλία της εκκλησίας. Ο θερμότατος έρως της ψυχής του Αγίου προς την Υπεραγία Θεοτόκον είναι εφάμιλλος προς την αγάπην και την βαθειά ευλάβεια την οποία αισθάνονταν όλοι οι Άγιοι Πατέρες προς το σεπτό πρόσωπο της Μητέρας του Κυρίου. Αυτό βέβαια αποτελεί μια απαραίτητη προϋπόθεση στο χώρο του αγιολογίου της Εκκλησίας: Άγιος ίσον θεοτοκόφιλος.

Η περί της Θεοτόκου θεολογία του Αγίου πατρός αποτελεί καρπό της βαθειάς ευλάβειας αγάπης και προσωπικής εμπειρίας του Αγίου, ο οποίος ζούσε και ευρίσκετο σε συνεχή αδολεσχία με το όνομά της. Σύμφωνα με προφορική παράδοση των σύγχρονών του μοναχών η Υπεραγία Θεοτόκος του εμφανιζόταν κατά τον καιρό που έγραφε γι αυτήν και του έλεγε: Σε ευλογώ, τέκνον μου Νικόδημε και σε ενισχύω να γράψεις. Στο πρώτο κεφάλαιο αυτής της εργασίας θα αναπτύξουμε τα κεντρικά σημεία του θεομητορικού δόγματος που συνοψίζεται με τους όρους θεοτόκος και αειπάρθενος. Στο δεύτερο και τρίτο κεφάλαιο θα παρουσιάσουμε διαφορετικές πτυχές από τον πλούτο της διδασκαλίας του Αγ. Νικόδημου περί της αξίας, υπεροχής, και του μεγαλείου της Υπεραγίας Θεοτόκου.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄

Η διδασκαλία των Πατέρων περί της Υπεραγίας Θεοτόκου



1. Ο όρος Θεοτόκος

Ο κατεξοχήν θεολογικός τίτλος που αποδίδει τη θέση της Παναγίας στο απολυτρωτικό μυστήριο και συνοψίζει ακριβέστατα την ουσία του όλου χριστολογικού δόγματος είναι ο όρος «θεοτόκος» που αποδόθηκε πολύ νωρίς στην Παρθένο και κυρώθηκε επίσημα κατά τις εργασίες της τρίτης Οικουμενικής Συνόδου στην Έφεσο.

Επισήμως πρώτος αναφέρει τον όρο θεοτόκος ο Αλέξανδρος Αλεξανδρείας σε επιστολή του προς τον Αλέξανδρον Κωνσταντινουπόλεως.

Επειδή ο όρος Θεοτόκος εισάγει άμεσα στην καρδιά του Χριστολογικού δόγματος, παλαιότεροι και νεώτεροι αιρετικοί απορρίπτουν αυτόν τον όρο, αδυνατώντας να αποδεχθούν την πραγματικότητα της ενανθρωπήσεως του Θεού Λόγου. Αρχικά έμμεσοι αρνητές του όρου θεοτόκος υπήρξαν ο Άρειος και ο Ευνόμιος, που αρνήθηκαν τη Θεότητα του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδος.

Επίσης στην ομάδα αυτή εντάσσονται οι Μανιχαίοι και ο Παύλος ο Σαμοσατεύς. Οι πρώτοι συκοφάντησαν το μυστήριο της ενανθρωπήσεως και ο δεύτερος αρνιόταν την ενσάρκωση του Θεού Λόγου. Ως πρόδρομοι του Νεστορίου, ο Διόδωρος Ταρσού και ο Θεόδωρος Μοψουεστίας εντάσσονται στους άμεσους αρνητές της Θεοτόκου. Ο Διόδωρος Ταρσού φοβούμενος την απόδοση «δύο γεννήσεων» στον Θεό Λόγο εδίδασκε ότι η Μαρία ως γεννήσασα τον άνθρωπο Ιησού πρέπει να ονομάζεται «ανθρωποτόκος» και μόνο εν μεταφορική έννοια «Θεοτόκος». Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας έλεγε: τελείαν την φύσιν του Θεού Λόγου φαμέν και τέλειον το πρόσωπον, τέλειαν δε και την του ανθρώπου φύσιν και το πρόσωπον ομοίως.

Η φανερή απόκλιση των θεολόγων της αντιοχειανής σχολής φάνηκε καθαρά στα ζητήματα εκείνα όπου το κεντρικό σημείο είναι η κοινωνία των ιδιωμάτων: το ερώτημα αν η Παρθένος γέννησε άνθρωπο μόνο ή και Θεό, το ζήτημα κατά πόσο τα πάθη και η σταύρωση του Χριστού μπορούν να αποδίδονται και στη Θεότητα, καθώς και το αν πρέπει να αποδίδεται λατρεία στην ανθρώπινη φύση του Χριστού μαζί με την Θεϊκή. Ο Νεστόριος, πιστός ακόλουθος της αντιοχειανής σχολής και στα ίχνη των δυο ανωτέρων θεολόγων, ξεκινούσε από τη φιλοσοφική αρχή, που τότε γνώριζε καθολική αποδοχή, ότι δεν υπάρχει φύση απρόσωπη. Έτσι στις δύο φύσεις του Χριστού απέδιδε δύο τέλεια πρόσωπα, θείο και ανθρώπινο, διαιρώντας το ένα θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού σε δύο ξεχωριστά πρόσωπα, ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, τα οποία πάλι συνένωνε εντελώς εξωτερικά και μηχανικά, σε ένα ηθικό πρόσωπο της ενώσεως όπως το αποκαλούσε, διαιρώντας έτσι τον ένα Χριστό σε δύο επί μέρους Υιούς, στους οποίους και απέδιδε ξεχωριστή στον καθένα τιμή και προσκύνηση. Αποκαλούσε δε την Παρθένο, επειδή γέννησε τον άνθρωπο Χριστό, Χριστοτόκο, αποκρούοντας έντονα τον όρο θεοτόκος, τον οποίο είχε καθιερώσει η Καθολική Εκκλησία.

Εναντίον της επικίνδυνης αιρετικής κακοδοξίας του Νεστορίου, που απειλούσε να καταλύσει το Χριστολογικό μυστήριο, εκινήθη δραστήρια η εκκλησία με προεξέχοντα τον διαπρεπή θεολόγο και ιεράρχη Κυρίλλο Αλεξανδρείας.

Για τον αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας η Θεοτόκος είναι το «σκήπτρον της Ορθοδοξίας». Το ορθόδοξο δόγμα, δηλαδή η ορθοδοξία, είναι αδιανόητο και ακατανόητο έξω και πέρα από το πρόσωπο της Θεοτόκου. Την όλη αυτή πραγματικότητα της κυρίλλειας διδασκαλίας για την Θεοτόκο παρουσιάζει με ακριβή τρόπο το κείμενο του μακαριστού επισκόπου Κοζάνης κ. Διονυσίου: «Καθώς ορθή πίστις δεν νοείται έξω του προσώπου της αειπαρθένου Μαρίας, καθώς ορθοδοξία θα είπη Θεοτόκος, ούτω και αντιστρόφως η Παναγία μήτηρ του Θεού είναι η προστάτις και η δύναμις της ορθοδοξίας. Και δογματικώς και ιστορικώς η Υπεραγία Θεοτόκος είναι το σκήπτρον της ορθοδοξίας. Εις την διδασκαλίαν της εκκλησίας το όνομα Θεοτόκος είναι η βάσις των θείων δογμάτων, και εις την ιστορίαν της ορθοδοξίας η Παναγία είναι η υπέρμαχος του χριστωνύμου λαού, η μεσιτεία προς τον Σωτήρα, η οδηγήτρια εις τους αγώνας, η σκέπη εις τας συμφοράς». Ο χαρισματούχος επίσκοπος Διονύσιος απηχεί τις θεολογικές θέσεις των Αγίων Πατέρων που συνδέουν σωτηριολογικώς το όνομα Θεοτόκος με την αναπόφευκτη συνέπεια του ονόματος Θεάνθρωπος. Είναι σαφέστατη η θέση του Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, ο οποίος προειδοποιεί τον Κληδόνιον ότι ο αρνούμενος την αναγνώρισιν της Μαρίας ως Θεοτόκου «αποξενώνεται από τον Θεόν», διότι «το παιδίον Θεός και πώς ου Θεοτόκος η τίκτουσα».

Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται και από τον Ιωάννη Μόσχου που αποφαίνεται οτι «ουκ έστιν άλλη σωτηρία, ει μη το ορθώς φρονείν και πιστεύειν, κατ’ αλήθειαν Θεοτόκον την Αγίαν Παρθένον υπάρχειν». Βάσει των ανωτέρω εύκολα κατανοούμε γιατί η «Θεοτόκος» τόσο ως όρος και ως πρόσωπο, έγινε και μένει μέσα στους αιώνες για την Εκκλησία – στο δόγμα και στη λατρεία και στην ευσέβειά της – η άγκυρα της σωτηρίας μας, το ενέχυρο της πραγματικής ένωσής μας με τον Θεό, η διαβεβαίωση της πληρότητας και τελειότητας της ανθρώπινης φύσεως του Θεού που σαρκώθηκε. Είναι αξιόλογη η εξήγηση του θεομητορικού δόγματος από τον Ιερό Δαμασκηνό που συνοψίζει κάλλιστα την διδασκαλία της Εκκλησίας: «Την αγίαν παρθένον κηρύττουμε ως Θεοτόκο στην κυριολεξία και αληθινά. Γιατί όπως Αυτός που γεννήθηκε από αυτήν, είναι αληθινός Θεός, έτσι και αυτή, που γέννησε τον αληθινό Θεό σαρκωμένο από αυτήν, είναι αληθινή Θεοτόκος. Διότι λέμε ότι από αυτήν γεννήθηκε Θεός, όχι επειδή η θεότητα του Λόγου πήρε την αρχήν της υπάρξεως από αυτήν, αλλά επειδή ο Ίδιος ο Θεός Λόγος γεννήθηκε άχρονα από τον Πατέρα πριν από τους αιώνες, και υπάρχει με αΐδιο και άναρχο τρόπο με τον Πατέρα και το Πνεύμα, τελευταία, για τη σωτηρία μας, εγκαταστάθηκε στη μήτρα της Θεοτόκου και χωρίς μεταβολή της θεότητος σαρκώθηκε και γεννήθηκε από αυτήν. Η αγία Παρθένος βέβαια δεν γέννησε γυμνόν άνθρωπο, αλλά αληθινό Θεό, όχι γυμνόν αλλά σαρκωμένον, χωρίς Αυτός να κατεβάσει το σώμα από τον ουρανό και να το περάσει δια μέσου αυτής, σαν να ήταν αυτή κάποιος αγωγός, αλλά παίρνοντας από αυτήν σάρκα ομοιούσια με τη δική μας και οικοδομώντας την για τον εαυτό Του. Διότι, εάν είχε φέρει το σώμα από τον ουρανό και δεν το πήρε από τη δική μας φύση, τότε ποια είναι η ανάγκη της ενανθρωπήσεως; Η ενανθρώπηση του Θεού Λόγου έγινε για τον λόγο: η ίδια φύση, που αμάρτησε και έπεσε και φθάρθηκε, να νικήσει τον τύραννο, που την απάτησε, και έτσι να ελευθερωθεί από τη φθορά, καθώς λέει ο θείος Παύλος: Επειδή δι’ ανθρώπου ο θάνατος, και δι’ ανθρώπου ανάσταση νεκρών (Α΄ Κορ. ιβ΄ 51). Εάν αληθεύει το πρώτο, αληθεύει και το δεύτερο. Όμως, αν και λέει ο πρώτος Αδάμ εκ γης χοϊκός, ο δεύτερος Αδάμ, ο Κύριος, εξ ουρανού (Α΄ Κορ. ιε΄ 47), δεν λέει ότι το σώμα προήλθε από τον ουρανό, αλλά φανερώνει ότι δεν είναι γυμνός άνθρωπος. Διότι, δες, τον ονόμασε τον Ίδιο και Αδάμ και Κύριο, φανερώνοντας και το ένα και το άλλο. Επειδή το όνομα Αδάμ εξηγείται γήινος, και είναι φανερό ότι γήινη είναι η φύση του ανθρώπου, που πλάσθηκε από το χώμα. Το όνομα όμως Κύριος εκφράζει τη θεία ουσία.

Αλλά πάλι λέει ο απόστολος εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν Αυτού τον μονογενή, γενόμενον εκ γυναικός (Γαλ. δ΄ 4). Έδειξε, λοιπόν, ο θείος απόστολος ότι ο Ίδιος είναι ο μονογενής Υιός του Θεού και Θεός, Αυτός που έγινε άνθρωπος από τα σπλάχνα της Παρθένου, και ο Ίδιος είναι, που γεννήθηκε από την Παρθένο, ο Υιός του Θεού και Θεός, με το να γεννηθεί όμως με ανθρώπινο σώμα, χάρη στο οποίο έγινε άνθρωπος, δεν κατοίκησε μέσα σε άνθρωπο που πλάσθηκε από πριν, όπως μέσα σε προφήτη, αλλά έγινε ο Ίδιος πραγματικός και αληθινός άνθρωπος, δηλαδή, μέσα στην υπόστασή Του έδωσε ύπαρξη σε σάρκα ζωντανή και ψυχή λογική και νοερή και έγινε ο Ίδιος η προσωπική της υπόσταση. Αυτό πράγματι σημαίνει η έκφραση γενόμενον εκ γυναικός’. Διότι, πώς θα μπορούσε να υποταχθεί στον νόμο ο Θεός Λόγος, αν δεν είχε γίνει άνθρωπος όμοιος με εμάς στην ουσία;

Λοιπόν, δίκαια και αληθινά ονομάζουμε την αγία Μαρία Θεοτόκο, διότι αυτό το όνομα εκφράζει όλο το μυστήριο της οικονομίας. Γιατί, αν αυτή που γέννησε είναι Θεοτόκος, οπωσδήποτε είναι Θεός Αυτός που γεννήθηκε από αυτή, οπωσδήποτε όμως είναι και άνθρωπος. Διότι δεν θα μπορούσε να γεννηθεί από γυναίκα Θεός, Αυτός που υπάρχει προαιώνια, αν δεν είχε γίνει άνθρωπος. Διότι, ο Υιός του ανθρώπου είναι φανερό ότι είναι άνθρωπος. Αν όμως ο Ίδιος που γεννήθηκε από γυναίκα είναι Θεός, είναι φανερό ότι ένας είναι Αυτός, που γεννήθηκε από τον Θεό Πατέρα ως προς τη θεία και άναρχο ουσία, και Αυτός που ετέχθη κατά τους εσχάτους καιρούς από την Παρθένο ως προς την ουσία, η οποία έχει αρχή και εμφανίζεται μέσα στον χρόνο, δηλαδή την ανθρώπινη. Και αυτό φανερώνει μια προσωπική υπόσταση και δύο φύσεις και δύο γεννήσεις του Κυρίου μας Ιησού Χριστού»



2. Η Αειπαρθενία της Θεοτόκου

Η Θεοτόκος Μαρία τιμάται στην Ορθόδοξη εκκλησία ως Παρθένος Αγνή και μάλιστα Παρθένος «προ τόκου, εν τόκω και μετά τόκον». Ο Ενανθρωπήσας Λόγος του Θεού συλληφθείς στην Θεοδόχο γαστέρα της Παναγίας υπερέβη κάθε έννοια φυσικής ανθρώπινης συλλήψεως. Ο Χριστός ήταν «απάτωρ εκ μητρός» και «αμήτωρ ως εκ Πατρός» η κατά το δοξαστικόν της Περιτομής του Κυριου, «οκταήμερος κατά την μητέρα και άναρχος κατά τον Πατέρα».

Όλοι οι Πατέρες αποστολικοί και μεταγενέστεροι τονίζουν έμμεσα ή άμεσα το αειπάρθενο της Θεοτόκου. Κατά την εποχή του Ιερώνυμου το 380 μ.Χ. κάποιος Ελβίδιος αμφισβήτησε το αειπάρθενο της Θεοτόκου παρερμηνεύσας τους αδελφούς του Ιησού ως υιούς της Θεοτόκου. Όταν αυτό γνωστοποιήθηκε στον Άγιο Ιερώνυμο αυτός δεν ήθελε ούτε καν να απαντήσει, θεωρώντας την πλάνην του Ελβίδιου «ως νεοφανή, κακοήθη, παράτολμον και υβριστικήν προς την κοινήν πίστην όλου του τότε Χριστιανικού κόσμου». Επειδή όμως οι φίλοι του επέμεναν να απαντήσει, συνέγραψε το περί της αειπαρθενίας της Θεοτόκου σύγγραμμά του «De perpetua virginitate Mariae». Σε αυτό το σύγγραμμα με σαφείς αναφορές και βεβαιώσεις από τους αποστολικούς πατέρες «Ιγνάτιου, Πολύκαρπου, Ειρηναίου, Ιουστίνου και όλων των διδασκάλων της αποστολικής εποχής» οι οποίοι ασχολήθηκαν με το θέμα αυτό μέχρι της εποχής του 380 μ.Χ., εκθέτει την ομόφωνο γνώμη των πατέρων περί της αειπαρθενίας της Θεοτόκου η οποία προφανώς εφίμωσε τον Ελβίδιο αφού ούτε καν απάντησε. Σύντομη και επιγραμματική είναι και η διατύπωση του Ιερού Αυγουστίνου για την αειπαρθενία της Θεοτόκου ο οποίος λέγει ρητώς: «virgo concepit, virgo peperit et post partum virgo permansit». «Παρθένος συνέλαβε, παρθένος εγέννησε, και παρθένος μετά ταύτα έμεινε». Το Θεοτοκίο του βαρέως ήχου υμνεί το μεγάλο θαύμα της αειπαρθενίας της Πάναγνου: «Ω της ημών αναστάσεως θησαύρισμα, τους επί σοι πεποιθότας πανύμνητε, εκ λάκκου και βυθού πταισμάτων ανάγαγε. Συ γαρ τους υπευθύνους της αμαρτίας έσωσας, τεκούσα την σωτηρίαν, η προ τόκου Παρθένος και εν τόκω Παρθένος και μετά τόκον πάλιν ούσα Παρθένος». Στο Θεοτοκίο του πλ. Α΄ ήχου η Θεοτόκος χαιρετίζεται και αποκαλείται αδιόδευτος πύλη Κυρίου, απειρόγαμος, τείχος και σκέπη. Το θεοτοκίο αυτό απηχεί την κοινή αποδοχή των πατέρων ως προς την ερμηνεία του 44 Κεφαλαίου του προφήτη Ιεζεκιήλ. Τα αρχικά εδάφια του κεφαλαίου αυτού που αποτελούν και το δεύτερο από τα τρία αναγνώσματα του Εσπερινού των Θεομητορικών εορτών, κατά την μακραίωνη συνείδηση της Καθολικής Εκκλησίας προφητεύουν την αειπαρθενία της Υπεραγίας Θεοτόκου: «και επέστρεψε με κατά την οδόν της πύλης των αγίων της εξωτέρας της βλεπούσης κατά ανατολάς, και αυτή ην κεκλεισμένη και είπε Κύριος προς με η πύλη αυτή κεκλεισμένη έσται, ουκ ανοιχθήσεται, και ουδείς μη διέλθη δι’ αυτής, ότι Κύριος ο Θεός Ισραήλ εισελεύσεται δι’ αυτής και έσται κεκλεισμένη». Η Ε΄ Οικουμενική Σύνοδος με τον ένατο κανόνα της διατυπώνει τον όρο «αειπαρθένος»: «σαρκωθέντος εκ της αγίας ενδόξου Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας».

Βεβαίως οι άγιοι Πάντες (ακριβώς επειδή ήσαν Άγιοι) είχαν ισχυρή πνευματική όραση και διέκριναν ότι η Υπεραγία Θεοτόκος είλκυσε την αγάπη του Θεού και έγινε πολυαγαπημένη και ποθητή στον μόνο ποθητό εξαιτίας της καθολικής αγιότητάς της. Όμως ακόμη και οι άγιοι ομολογούν την πλήρη αδυναμία τους να προσεγγίσουν, έστω και μερικώς το απύθμενο πέλαγος του μυστηρίου της αειπαρθενίας. Γράφει σχετικά ο Βασίλειος Σελεύκειας: «Πως παρθενικού κατατολμήσω πελάγους και βυθόν ανερευνήσω μυστηρίου μεγάλου, ει μη συ με διδάξης, η Θεοτόκος, οίον τινά κολυμβητήν άπειρον, αποδύσασθαι τον παλαιόν άνθρωπον τον φθειρόμενον κατά της επιθυμίας της απάτης; Είτα το στόμα της διανοίας ελέους πληρώσασα προς το βάθος καταδύναι της σης κυοφορίας».

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄

Η Αειπάρθενος και ο προφητικός λόγος κατά τον Άγιο Νικόδημο



Κατά τον πατέρα Αθανάσιο Μυτιληναίο τα θέματα και τα γεγονότα που συνιστούν τον Χριστό και την Παναγία είναι όπως ακριβώς οι κάθετες και οριζόντιες γραμμές που συνιστούν ένα ύφασμα: δεν μπορούμε να έχουμε ένα ύφασμα μόνο με τις κάθετες κλωστές, όπως δεν μπορούμε να έχουμε ένα ύφασμα μόνο με τις οριζόντιες κλωστές. Έτσι η συνύφανση της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους – το σεσιγημένον από χρόνους αιωνίους μυστήριον – διεδραματίθη από την προαιώνια βουλή του Θεού και από το «ιδού η δούλη Κυρίου» της Θεοτόκου. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Άγιος Νικόδημος αδυνατεί να συγκρατήσει τον απεριόριστο θαυμασμό του για τα μεγαλεία της Παρθενομήτορος στην ερμηνεία της ένατης ωδής: «τις εξιχνιάσει τα μεγαλεία αυτής; Βέβαια ιλιγγιά κάθε νους, όπου θελήσει μόνον να εντρανίση εις τα μεγαλεία της και άφωνος γίνεται κάθε γλώσσα, καν είναι η πλέον εύλαλος και ρητορική, όπου ήθελεν επιχειρισθή να εκφράσει ταύτα… διότι προέγνω και προώρισεν αυτήν κατά την Θεαρχικήν αυτού ιδέα προ των αιώνων εις το να γίνη κατά σάρκα Μήτηρ του Μονογενούς Υιού αυτού». Αυτή η ύψιστη κλήση και αποστολή της Παναγίας καταγράφεται σε ευάριθμες προφητείες και προεικονίσεις της Π. Διαθήκης τις οποίες οι θεόπνευστοι ερμηνευτές – υμνογράφοι κατατάσσουν στους ασματικούς κανόνες του εορτολογίου της Εκκλησίας. Στο έργο του Αγ. Νικόδημου, το περίφημο «Εορτοδρόμιον» μαζί με τους υπόλοιπους εγκατεσπαρμένους θησαυρούς υπάρχει και πλήθος ερμηνειών που αναφέρονται σε τύπους, προεικονίσεις, σύμβολα και προφητικές ρήσεις για το πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου.

«Με το σύστημα των υποσημειώσεων, προσωπικής του επινοήσεως δεν γνωρίζει κανείς τι να θαυμάσει περισσότερο, τους υμνογράφους ή τον εξηγητή;». Αξίζει να αρχίσουμε με την ερμηνεία του Αγίου στο τροπάριο της ε΄ ωδής του κανόνα του Ευαγγελισμού:

«Ξενίζει πανάμωμε και ξένον γαρ το θαύμα σου, μόνη γαρ των πάντων βασιλέα δέξη εν μήτρα σαρκωθησόμενον, και σε προτυπώνει Προφητών ρήσεις και αινίγματα και του νόμου σύμβολα». Και ερμηνεύει ο Άγιος «Εσέ προετύπωναν των προφητών αι ρήσεις και τα αινίγματα: Ήτοι ο Τόμος ο Καινός του Ησαΐου, εν ω εγράφη ο Λόγος του Θεού με το δάκτυλον του Θεού: ήτοι με το Πνεύμα το Άγιον»

.

Ο προφήτης Ησαΐας πήρε από τον θεό την εντολή να γράψει σε πίνακα καινούριο και μεγάλο: «Και είπε Κύριος προς με, λάβε σεαυτώ τόμον καινού μεγάλου και γράψον εις αυτόν…» (Ισ. 8, 1). Εξηγεί ο Αγ. Νικόδημος ότι ο τόμος είναι η Παναγία και στον «τόμο» αυτό έχει γραφεί όχι με ανθρώπινο χέρι αλλά με το δάχτυλο του Θεού (με το Άγιο Πνεύμα) ο Υιός και Λόγος του Θεού. «[Εσέ προετύπωνε] η πύλη του Ιεζεκιήλ, ήτις και εν τη εισόδω και εν τη εξόδω του Κυρίου κεκλεισμένη διέμεινε»[31]. Όπως ήδη προαναφέραμε στο όραμα που είδε ο προφήτης Ιεζεκιήλ (44, 2-4 ) εδραιώνεται προφητικά το θεομητορικό δόγμα της αειπαρθενίας της Θεοτόκου το οποίο μέχρι σήμερα δεν έχει παύσει να είναι στο επίκεντρο της έχθρας του διαβόλου, δεδομένου ότι η παρθενία της Μαρίας τού «έλαθεν»… Ο διάβολος είχε γνώση του πρωτοευαγγελίου που εδόθη στους πρωτόπλαστους από τον Κύριο στον παλαιό Παράδεισο (Γεν. 3, 15). Όταν μετά από αιώνες άκουσε για το «σημείο» στο 9, 14 του προφήτου Ησαΐα ο διάβολος άρχισε εντατική παρατήρηση όλων των παρθένων για να εξακριβώσει ποια θα ήταν «η όντως παρθένος», η μητέρα του Εμμανουήλ. Ίσως γι’ αυτό γνωματοδοτούν πολλοί από τους νεώτερους θεολόγους ότι η Παναγία είχε Άγγελο που την προστάτευε από τις προσβολές των πονηρών λογισμών.

Διατυπώνεται μάλιστα η άποψη ότι δια της μνηστείας της Παρθένου με τον Ιωσήφ επινοείται προσπάθεια εξαπατήσεως του διαβόλου ο οποίος «επετήρει τας παρθένους δια να προλάβη την εκ μιας εξ αυτών γέννησιν του Νικητού του ιδρυθέντος υπ’ αυτού κράτους της αμαρτίας». Ο Ζιγαβηνός ερμηνεύωντας τον Ευαγγελιστή Λουκά λέγει σχετικά ότι η μνηστεία με τον Ιωσήφ αποσκοπούσε στο «ίνα λάθη τον διάβολον η γέννηση του Χριστού, και γαρ ήκουε των προφητών καταγγελόντων, ότι εκ Παρθένου γεννηθήναι μέλλει και δια τούτο παρετήρει τας παρθένους, ίνα οίαν ίδη κυοφορούσαν, περί ταύτην παγίδας καταπήξη της κακοτεχνίας αυτού». Οι πατέρες δηλαδή της εκκλησίας αντιλαμβάνονται την μνηστεία της Θεοτόκου με τον Ιωσήφ ως μια συγκάλυψη του μυστηρίου της Θείας Ενσαρκώσεως που αποσκοπούσε να την προστατεύσει από την δυσπιστία των ανθρώπων στην άσπορη κυοφορία της και από το μίσος του αρχέκακου όφεως, του διαβόλου. Στο σύνολό τους οι πατέρες απηχούν την επικρατούσα γνώμη της αποστολικής κοινότητας η οποία καταγράφεται σαφέστατα από τον αποστολικό πατέρα Ιγνάτιο: «Και έλαθεν τον άρχοντα του αιώνος τούτου η παρθενία Μαρίας και ο τοκετός αυτής, ομοίως και ο θάνατος του Κυρίου, τρία μυστήρια κραυγής, άτινα εν ησυχία Θεού επράχθη».

Σημειώνει ο Άγιος Νικόδημος ερμηνεύοντας την 9την ωδήν τού Ιαμβικού κανόνα των Χριστουγέννων: Τύπους αφεγγείς και σκιάς παρηγμένας, Ω Μήτερ αγνή του λόγου δεδορκότες, Νέου φανέντος εκ πύλης κεκλεισμένης, Δοξούμενοι τε της αληθείας φάος, Επαξιώς σην ευλογούμεν γαστέρα. Περί της κεκλεισμένης πύλης της Παρθένου ταύτα τα γλαφυρά γράφει ο Άγιος Πρόκλος ο Κωνσταντινουπόλεως: «Ω του μυστηρίου! Βλέπω τα θαύματα και ανακηρύττω την θεότητα, ορώ τα πάθη και ουκ αρνούμαι την ανθρωπότητα, ο γαρ Εμμανουήλ φύσεως μεν πύλας ανέωξεν ως άνθρωπος, παρθενίας δε κλείθρα ου διέρρηξεν ως Θεός, αλλ’ ούτως εκ μήτρας προήλθεν, ως δι’ ακοής εισήλθεν, ούτως ετέχθη, ως συνελήφθη, απαθώς εισήλθεν, αφράστως εξήλθεν κατά τον Προφήτην Ιεζεκιήλ λέγοντα… η πύλη αυτή κεκλεισμένη έσται…».

«[Εσέ προετύπωνε] το αλατόμητον όρος του Δανιήλ, από το οποίον εκόπη λίθος άνευ χειρός: ήτοι εγεννήθη ο ακρογωνιαίος λίθος Χριστός άνευ συνουσίας ανδρός». Η Παναγία συγκρίνεται με το όρος του Δανιήλ (2, 34) διότι από αυτήν χωρίς ανθρώπινη μεσολάβηση προήλθε κατά σάρκα ο Χριστός, ο ακρογωνιαίος Λίθος του Σύμπαντος[λ.

«[Εσέ προετύπωνε] η άμπελος η ευκληματούσα του Ωσηέ, και ο καρπός αυτής ευθηνών». Η άμπελος του Ωσηέ με τα καλά κλήματα και τον άφθονο καρπό είναι η Θεοτόκος, η «ρίζα Ιεσσαί» κατά τον Κοσμά τον υμνογράφο στον ειρμό της δ΄ ωδής των Χριστουγέννων που ερμηνεύει ο Αγ. Νικόδημος: «ου γαρ λέγει εξελεύσεται ράβδος, ή αναβήσεται ανθός, αλλά λέγει, ότι από μεν την ρίζαν του Ιεσσαί ράβδος εξήλθε, ράβδος δε: ήτοι κλάδος, είναι η αειπαρθένος Θεοτόκος η οποία εξήλθεν από την ρίζαν: ήγουν από την φυλήν του Ιούδα… από την ρίζαν της φυλής του Ιούδα εβλάστησεν ο κορμός (το γένος Δαβίδ), από το γένος Δαβίδ εβλάστησεν η Θεοτόκος ως ράβδος και κλάδος, από δε την Θεοτόκον εβλάστησεν ο Χριστός ως ανθός, από δε τον Χριστόν εβλάστησεν ο γλυκύτατος και χαριέστατος καρπός: ηγούν η σωτηρία όλου του κόσμου».

«[Εσέ προετύπωνε] το κατάσκιον όρος του Αββακούμ». Ο Θεός από Θαιμάν ήξει, και ο άγιος εξ όρους κατασκίου δασέος (3, 3). Στην προφητεία αυτή η Παρθένος παρομοιάζεται με όρος κατάσκιο και δασύ και επεξηγεί ο Άγιος Νικόδημος ερμηνεύοντας τον προαναφερθέντα ειρμό στις καταβασίες των Χριστουγέννων: «Βουνό δασύ και κατάσκιο είναι η Θεοτόκος, βουνό μεν λέγεται, διότι καθώς το όρος και το βουνό ούτε αροτριάται, ούτε γεωργείται ούτε σπείρεται από ανθρώπους έτσι και η Θεοτόκος ασπόρως και αγεωργήτως βλάστησε τον Ιησού Χριστό, ως δένδρο μεν υψηλό για το ύψος της Θεότητας, ως χαμόκλαδο δε για την ταπεινότητα της ανθρώπινης φύσης και ως χορτάρι, διότι τρέφει αυτούς που πιστεύουν σ’ Αυτόν». Είναι αξιοσημείωτο ότι οι περισσότερες από τις προφητείες και προεικονίσεις της Π.Δ. αναφέρονται στην αγιότητα, αειπαρθενία και άσπορο σύλληψη όπως είδαμε δειγματοληπτικά στο έργο του Αγ. Νικόδημου, αδυνατώντας να εξαντλήσουμε τις αναφορές του Αγίου στην ερμηνεία ενός και μόνο τροπαρίου. Αξίζει όμως να τελειώσουμε αυτή την ενότητα με μία απλή απαρίθμηση των υπόλοιπων προεικονίσεων που παραθέτει ο Άγιος σε αυτή του την ερμηνεία: «[Εσέ προετύπωναν] η βροχή και το ποκάρι των μαλλιών, τα εν Σκηνή ευρισκόμενα Άγια (η Κιβωτός της Διαθήκης, η Στάμνος με το Μάννα, η Ράβδος του Ααρών, αι Πλάκες της Διαθήκης, το Ιλαστήριον, το Χρυσούν Θυμιατήριον κ.τ.λ.), το τείχος του Aμός (7, 7), το όρος του Κυρίου του Μιχαίου (4, 1), η χρυσή Λυχνία του Ζαχαρίου και δια να είπω καθολικώς, κέντρον και τέλος και σκοπός όλου του νόμου και όλων των ρήσεων και αινιγμάτων των προφητών συ υπάρχεις, Θεοτόκε, και προ σου ο εκ σου σαρκωθείς Θεός Λόγος».



ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄

Η υπεροχική αξία της Πάναγνου έναντι των άλλων κτισμάτων



Η ιδιαίτερη αγάπη του Αγίου Νικόδημου στο πάνσεπτο πρόσωπο της Θεοτόκου τον ωθεί να ασχολείται ακόρεστα με το όνομά της, με τη μακαριότητά και με τα «μεγαλεία που της εποίησε ο Δυνατός» (Λουκ. 1, 49): Έγραφε ο Αγ. Νικόδημος στο Θεοτοκάριο: «μόνη αυτή από γεννήσεως ακίνητος όλως προς το κακόν κατά προαίρεσιν γέγονε. Ότι είχε αεί νενεκρωμένα τα εμπαθή κινήματα του τριμερούς της ψυχής ότι εγέννησε τον Δημιουργόν του παντός εν ταυτώ και άνθρωπον σταυρωθέντα εν σαρκί». Στην ερμηνεία της ένατης ωδής ο Άγιος Νικόδημος συνεχίζει να αναπτύσσει την θεολογία του περί της υπεροχικής αξίας της Θεοτόκου: «Η Παρθένος Μαρία εις όλην της την ζωήν και μάλιστα κατά το διάστημα των δώδεκα χρόνων κατά το οποίον ευρίσκετο μέσα εις τα Άγια των Αγίων, και με την άκραν και υπερφυσική αυτής καθαρότητα, ηξιώθη να γίνη Μητήρ αυτού του ίδιου Υιού και Λόγου του Θεού». Και συνεχίζει ο Άγιος: «Ποιος άλλος εστάθη θεωρητικώτερος και διαβατικώτερος της Θεοτόκου είτε Άγγελος, είτε άνθρωπος περισσότερου απ’ αυτήν κατενόησε τα μεγαλεία του Θεού; Βέβαια ουδείς». Δυστυχώς στη νεώτερη θεολογία μας και ειδικά στον ακαδημαϊκό χώρο που η προτεσταντική επίδραση είναι έντονη συνηθίζεται η έκφραση για τον «πρώτο μετά τον Ένα» εξαίροντας την διανοητική και θεολογική εμβρίθεια του «στόματος του Χριστού» του αποστόλου των Εθνών Παύλου. Ο Απόστολος των εθνών οπωσδήποτε υπήρξε δοχείο της χάριτος, σκεύος εκλογής, άοκνος υπηρέτης του Λόγου, αλλά το άκρον άωτον της θεολογίας, η Θεολόγος των Θεολόγων, είναι «η υψηλοτέρα των ουρανών και καθαροτέρα λαμπηδόνων ηλιακών κατά τον Αγ. Νικόδημο που συνοψίζει την καθολική συνείδηση των Πατέρων της εκκλησίας αξιολογώντας το ανεπανάληπτον του Προσώπου της Θεοτόκου. Στην ορθόδοξη θεολογία «η πρώτη μετά τον Ένα» είναι η Παρθενομήτωρ, όπως θεολογούσε ο Αγ. Νικόδημος στην Ομολογία του. Οι Ορθόδοξες απόψεις του περί συνεχούς θείας μεταλήψεως και περί τελέσεως των μνημόσυνων την καθιερωμένη ημέρα του Σαββάτου και όχι την Κυριακήν εδημιούργησαν σάλον στις ψυχές των «ζηλωτών» και απαίδευτων μοναχών του Αγίου Όρους με συνέπεια να τον συκοφαντήσουν και να τον πολεμήσουν μανιωδώς επί 22 έτη ως αιρετικόν.

Η ιερά κοινότητα του Άγιου Όρους φυσικά δικαίωσε και αθώωσε τον Άγιο από τον ανίερο αυτό πόλεμο, αφορμή του οποίου ήταν μια τολμηρή υποσημείωσή του στο νεοκδοθέν βιβλίο του Αόρατος Πόλεμος: «Με κάθε δίκαιον έχαιρε και υπερέχαιρε προ του αιώνος η Αγία Τριάς, προγινώσκουσα κατά την θεαρχική της ιδέαν, την Αειπαρθένον Μαριάμ. Διατί είναι η γνώμη τινών Θεολόγων ότι αν καθ’ υπόθεσιν όλα τα εννέα τάγματα των Αγγέλων ήθελαν κρημνισθούν από τους ουρανούς και να γένουν δαίμονες, αν όλοι οι από του αιώνος άνθρωποι, ήθελαν γίνει κακοί και όλοι να υπάγουν εις την κόλασιν… Μ’ όλον τούτο, όλαις αυταίς αι κακίες των κτισμάτων συγκρινόμεναι με το πλήρωμα της αγιότητος της Θεοτόκου δεν ηδύναντο να λυπήσουν τον Θεόν, διατί μόνη η Κύρια Θεοτόκος ήτον ικανή να τον ευχαριστήση κατά πάντα και δια πάντα… διατί αυτή μόνη ασυγκρίτως τον ηγάπησεν υπέρ πάντα, διατί αυτή μόνη υπέρ πάντα υπήκουσεν εις το θέλημά του, και διατί, αυτή μόνη εστάθη χωρητική και δεκτική όλων εκείνων των φυσικών, των προαιρετικών και των υπερφυσικών χαρισμάτων όπου ο Θεός διεμοίρασεν εις όλην την κτίσην…»[48










=ο.

Αυτά τα χαρίσματα της Υπεραγίας Θεοτόκου απαριθμούνται στο περιεχόμενο της ερμηνείας στην 9΄ ωδήν όπου εκχέεται ο άπειρος πόθος του Αγίου: «Ω γλυκυτάτη και πράγμα και όνομα Μαριάμ, τι πάθος είναι τούτο, όπου αισθάνομαι εις τον εαυτόν μου; Εγώ δεν ημπορώ να χορτάσω τους επαίνους των μεγαλείων σου! Όσον γαρ περισσότερον τα επαινώ, τόσο περισσότερον τα ορέγομαι, και ο πόθος μου επ’ άπειρον προβαίνει, και η επιθυμία μου ακορεστος γίνεται…».

Στο εδάφιο «ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού» ο Άγιος Νικόδημος εξαίρει το βάθος της ταπεινώσεως της πάναγνου και υποσημειώνει: «Ου μόνον δε εις το βάθος της καρδίας είχεν ερριζωμένην την ταπείνωσιν η Θεοτόκος αλλά εκ της καρδιάς, ως από πηγής αναβλύζουσα, επλημμύρει αύτην και εις όλα τα εξωτερικά μέλη του παναμώμου αυτής σώματος… και εις τα κινήματα και εις τα λόγια και εις όλον τον ένδον αυτής χαρακτήρα και είδος, η ταπείνωσις έλαμπεν ωσάν ήλιος… και δια να ειπούμεν καθολικώς η Κυρία Θεοτόκος ήτον και κατά τα εξωτερικά μέλη του σώματος, γεμάτη από τόσην θείαν χάριν και σεβασμιότητα, ώστε όπου, όστις έβλεπεν αυτήν, ελάμβανε εις την ψυχήν του κάποιον φόβον και ευλάβειαν… και χωρίς να την ηξεύρει προτήτερα, εγνώριζεν από μόνον τον εξωτερικόν της χαρακτήρα, ότι αληθώς αύτη είναι Μήτηρ Θεού… ο θείος Διονύσιος ο Αρειοπαγείτης από την πολλήν αγάπην, όπου είχε προς τον Δεσπότην Χριστόν, ακούσας ότι έζη ακόμα σωματικώς η πανάμωμος Μήτηρ αυτού, επήγε να την ιδή, και λοιπόν βλέποντας την θείαν θεωρίαν της και την θαυμάσιον και βασιλικήν ωραιότητά της, ιδών δε και τους Αγγέλους όπου τριγύρω αυτής εστέκοντο και εδορυφόρουν ως βασίλισσαν, ακούσας δε και τα ουράνια λόγια του παναγίου της στόματος, εξέστη και έφριξεν, ομολογήσας, ότι και μόνος ο σωματικός αυτής χαρακτήρ και το είδος την εμαρτύρουν πως είναι Μήτηρ Θεού κατά αληθείαν». Η Παναγία είχε καθ’ υπερβολήν την θεοΰφαντη στολή της ταπεινώσεως. Αν και ήταν Μήτηρ αληθής του Θεού και βασίλισσα πάντων των κτισμάτων ορατών και αόρατων πάραυτα ονομάζει εαυτήν δούλην Θεού. Όσο περισσότερο καθαρίζεται και τελειούται η ψυχή τόσο περισσότερο αισθάνεται την αδυναμία της και την αναξιότητά της. Τόσο ήταν το βάθος της ταπεινώσεως της Αειπαρθένου ώστε θεωρεί τον εαυτό της ανάξια να γίνει η δούλη της Παρθένου του Ισαία που θα εγεννούσε τον Μεσσία (Ισαΐα, 7,14 )

. Επίσης μερικοί διδάσκαλοι θεωρούν «ότι η Παρθένος από την πολλήν και υπερβάλλουσαν ταπείνωσιν δεν εφανέρωσε εις το μνηστήρα της Ιωσήφ τον ευαγγελισμόν του Αρχ. Γαβριήλ, ίνα μη φανή ως καυχώμενη και υπερήφανος, αλλά άφηκε να τον πληροφορήση άνωθεν ο Θεός»[53].

Τα προαιρετικά μεγαλεία της Θεοτόκου είναι η σχετική αναμαρτησία της και ο προσωπικός της αγώνας. Κατά τον Άγιο Γρηγόριο της Θεσσαλονίκης ως παιδίσκη η Θεοτόκος μέσα στα Άγια των Αγίων επενόησε την «νοεράν πράξιν» και υπήρξε η εφευρέτρια της νοεράς προσευχής και του ησυχασμού, «δια μέσου γαρ της του νοός εις εαυτόν επιστροφής και προσοχής και θείας και παντοντινής προσευχής, ενωθείσα όλη δι’ όλου με τον εαυτόν της, υψώθη επάνω από κάθε είδος και σχήμα και έτσι κατασκεύασε μία καινούριαν στράταν εις τους ουρανούς, δηλαδή την νοητήν σιωπήν, εις ταύτην γαρ προσκολήσασα τον νουν της, αναβαίνει επάνω από όλα τα κτίσματα και βλέπει δόξαν Θεού τελειότερον από τον Μωυσήν, και ορά θεία χάριν ήτις δεν καταλαμβάνεται τελείως από την αίσθησιν, αλλά είναι ένα χαριέστατον θέαμα μοναχών των καθαρών ψυχών και Αγγέλων[54].

Ο προσωπικός αγώνας της Κυρίας Θεοτόκου συνεχίσθηκε και μετά την Ανάσταση και Ανάληψη του Υιού της κατά τον Άγιο Νικόδημο: «Η Κυρία Θεοτόκος εφιλοτιμείτο να αγωνίζεται και αυτή μετά την ανάληψιν του Υιού της, με νηστείας, με προσευχάς, με γονυκλισίας, και με κάθε είδους ασκήσεως…»[55].

Στο χωρίο της ωδής «και ηγαλλίασε το πνεύμα μου επί το Θεώ τω Σωτήρι μου ο Άγιος συνοψίζει την διδασκαλία της εκκλησίας για την σχετικήν αναμαρτησία της Θεοτόκου. Αυτός όπου έμελλε να σώσει τον κόσμον από τας αμαρτίες του, έσωσε και την Θεοτόκον από το προπατορικόν αμάρτημα, διότι αγκαλά και η Θεοτόκος ήταν ανωτέρα κάθε προαιρετικού αμαρτήματος συγγνωστού τε και θανασίμου… ήτον όμως υποκείμενη εις το προπατορικόν αμάρτημα μέχρι του Ευαγγελισμού. Τότε εκαθαρίσθη από αυτό δια της επελεύσεως του Αγίου Πνεύματος». Στα υπερφυσικά μεγαλεία της Θεοτόκου ο Άγιος Νικόδημος εντάσσει την αειπαρθενία, την τριήμερο Ανάσταση, Μετάσταση και Ανάληψιν της στην Βασιλεία των Ουρανών

]. Αξίζει εδώ να παραθέσουμε και την μαρτυρία του Ιερού Αγουστίνου για την ασύλληπτη αξία της Θεοτόκου: «αν ο μέγας δημιουργός Θεός, ο πάντα εκ του μη όντος εις το είναι παραγαγών, εδύνετο να κάμη τελειότερα κτίσματα, βέβαια εδύνετο με το να είναι Παντοδύναμος… έξω [εκτός από] από την του Σωτήρος Χριστού ανθρωπότητα, έξω από την Θεομητορικήν αξίαν της αειπαρθένου Μαρίας και έξω από την αίδιον δόξαν των Μακαρίων».

Βάσει των ανωτέρω δεν μπορούμε να συμφωνήσωμε με την γνώμη μερικών Θεολόγων στον ορθόδοξο χώρο που ισχυρίζονται ότι η μεσιτεία της Θεοτόκου δεν διαφέρει ουσιαστικά από την πρεσβεία των άλλων αγίων. Είναι γνωστό άλλωστε ότι πριν απο λίγες δεκαετίες αμφισβητήθηκε η Παράδοση της εκκλησίας του Χριστού που προσεύχεται Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς. Μόνον ο Θεός λέγουν σώζει. Η Παναγία μπορεί μόνο να πρεσβεύει όπως και κάθε άγιος. Σίγουρα η εκκλησία προσεύχεται «ταις πρεσβείας της Θεοτόκου Σώτερ σώσον ημάς» αλλά επίσης ψάλλει «και σε μεσίτριαν έχω προς τον φιλάνθρωπον Θεόν» και εφόσον η Παναγία είναι η «Τιμιωτέρα των Χερουβίμ και ενδοξότεραν ασυγκρίτως των Σεραφίμ, η Αγία Αγίων μείζων, η Θεός μετά Θεόν συνεπάγεται ότι η πρεσβεία – μεσιτεία της είναι ασυγκρίτως ανώτερη από αυτή των αγίων και των αγγέλων.

Όπως φαίνεται ο κίνδυνος από το προτεσταντικό πνεύμα συνεχίζει να υποβόσκει στον ελεύθερο ελληνικό χώρο, ένας κίνδυνος πολύ μεγαλύτερος στην εποχή του Αγίου Νικόδημου. Οι «σεσωσμένοι μισσονάριοι» του Προτεσταντισμού «κατενέμοντο ελευθέρως την άμπελον της Ορθοδοξίας ως υς και μονιός άγριος». Πιθανόν αυτός να είναι και ο λόγος που ο Άγιος Νικόδημος προβάλλει μια θαυμάσια επιχειρηματολογία δια την υπεροχική μεσιτεία – πρεσβεία της Παρθενομήτορος προς τον Υιόν και Θεόν της. Ο Άγιος παίρνει το έναυσμα της επιχειρηματολογίας του από τον εμπνευσμένο κανόνα της Πεντηκοστής «… όρα δε ότι ο μελωδός δεν είπεν ότι η Παρθένος έδωκεν, η παρέσχεν, η άλλη τοιαύτην λέξιν, αλλ’ ότι εδάνεισε σάρκα εις τον Παντεχνήμονα Λόγον του Πατρός, δια να φανερώση ότι η Θεοτόκος δια του τοιούτου δανείου έκαμε χρεώστην εις τον εαυτό της τον Υιόν του Θεού». Και εξηγεί ο Άγιος ότι αυτό ήταν ένα δάνειο διαφορετικού είδους, και άσχετο με τα «εξωτερικά» δάνεια χρημάτων και αντικειμένων τα οποία επιστρέφονται και συνήθως με επιτόκιο στον εμπορικό χώρο. Το δάνειο του «Παντεχνήμονα Λόγου» ήταν εσωτερικό και παντοτινό, και με δίχως προοπτική επιστροφής. Η υποστατική ένωση του Χριστού είναι αμετάκλητη εφόσον ο Θεός Λόγος θα είναι υποστατικά ενωμένος με την ανθρώπινη φύση (δάνειον από την Παναγίαν) στο διηνεκές, γιατί αυτή η παρουσία της ανθρώπινης φύσης τον καθιστά οντολογικό Μεσίτη μεταξύ Δημιουργού και κτίσματος, Θεού και ανθρώπου. Δίχως την παρουσία της ανθρώπινης φύσης το ‘Θεόν άνθρωποις ιδείν αδύνατον’ θα ίσχυε μέχρι σήμερον. Κατά συνέπεια παραληρούν οι διάφοροι αιρετικοί που οριοθετούν το έργο της σωτηρίας του Χριστού στον σταυρικό θάνατο και μερικοί μάλιστα ισχυρίζονται ότι το σώμα του Χριστού εξατμίσθηκε κατά την Ανάληψη. Άπαγε! Θα έλεγε ο Άγιος Νικόδημος που τελειώνει την επιχειρηματολογία του: «Τι δε εκ τούτου συμπεραίνομεν; Ότι επειδή ο Υιός του Θεού ήτον χρεώστης εις την Μητέρα του, δια τούτο πρώτον μεν χρεωστικώς έπρεπε να δοξάση αυτήν με όλας τας Θεοπρεπείς δόξας και τιμάς με όσας δεν εδόξασεν άλλο κτίσμα: δεύτερον δε χρεωστικώς πρέπει να εισακούη τας ικεσίας και αιτήσεις, όπου του προσφέρει η Μήτηρ του… όθεν και Γεώργιος ο Νικομηδείας… ταύτα προς την Θεοτόκον λέγει: την σην γαρ δόξαν ο κτίστης ιδίαν είναι οιόμενος ως Υιός, σχεδόν λύον το χρέος, εκπληροί τας αιτήσεις.

Και συνεχίζει ο Θεοτοκόφιλος Νικόδημος: «είδες δόξαν αγαπητέ; Είδες μεγαλεία της Παρθένου; Πρόστρεχε λοιπόν, με ευλάβειαν και πίστιν εις αυτήν και θέλεις λάβει δι’ αυτής τα περί σωτηρίας αιτήματα».





ΕΠΙΛΟΓΟΣ



Ο κατεξοχήν θεολογικός τίτλος που αποδίδει την θέση της Παναγίας στην ορθόδοξη θεολογία είναι ο τίτλος Θεοτόκος. Ο όρος Θεοτόκος εισάγει άμεσα στην καρδιά του χριστολογικού δόγματος και κατά συνέπεια ήταν φυσικό να αμφισβητηθεί από ένα πλήθος αιρετικών που παραχάραζαν διαφορετικές πτυχές του χριστολογικού δόγματος, και της υποστατικής ενώσεως του Θεού Λόγου. Στην συνείδηση της εκκλησίας η Θεοτόκος χαρακτηρίζεται ως «στερρόν της πίστεως έρεισμα» και ως όρος απαρασάλευτος επιπλέον αποτελεί κυματοθραύστη όλων των χριστολογικών αιρέσεων. Κατά την ομόφωνη διδασκαλία των πατέρων το όνομα Θεοτόκος είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την σωτηριολογική συνέπεια του ονόματος Θεάνθρωπος και η Θεοτόκος ως όρος και ως πρόσωπο έγινε και παραμένει μέσα στους αιώνες η άγκυρα της σωτηρίας «των προσκυνούντων την εικόνα της την σεπτήν». Παράλληλα με τον τίτλο Θεοτόκος οι πατέρες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας κατοχύρωσαν τον τίτλο Αειπαρθένος στην Ε΄ Οικουμενική Σύνοδο με τον ένατο κανόνα, διατυπώνοντας την ορθή πίστη δια τον Χριστό ως «σαρκωθέντος εκ της αγίας ενδόξου Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας» όπως μέχρι σήμερα διασώζεται στην Λειτουργία του Ιερού Χρυσοστόμου.

Το πλήθος προφητειών, απεικονίσεων, τύπων και συμβόλων της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Π.Δ. διατρανώνει το ανεπανάληπτο του προσώπου της Παναγίας καθιστώντας την όντως «κλίμακα, γέφυρα και πύλη» της σωτηρίας του ανθρώπινου γένους. Στο έργο του «Εορτοδρόμιο» ο Άγιος Νικόδημος επιδίδεται σε διεξοδικά σχόλια ερμηνεύοντας τους ανά τους αιώνες υμνογράφους και μελωδούς οι οποίοι «ερρανίσθησαν» από τον προφητικό λόγο για την συνύφανση των θεομητορικών των ύμνων. Διευρύνοντας την θεολογία των πατέρων ο Αγ. Νικόδημος αποφαίνεται ότι «κέντρον και τέλος και σκοπός όλου του νόμου και όλων των ρήσεων και αινιγμάτων των προφητών είναι αυτή η Θεοτόκος και πριν αυτή ο εξ’ αυτής σαρκωθείς Θεός Λόγος». Όπως άλλοι θεοτοκόφιλο Άγιοι, ο Αγ. Νικόδημος χρησιμοποίησε ένα μεγάλο μέρος των συγγραμμάτων του εκδηλώνοντας τον ακόρεστο πόθο του για το «ακατανόητον θαύμα» της Θεομήτορος.

Ερμηνεύοντας την ένατη ωδή ο Αγ. Νικόδημος θεολογεί περί της υπεροχικής αξίας της Υπεραγίας Θεοτόκου έναντι των άλλων κτισμάτων. Η Υπεραγία Θεοτόκος υπερβαίνει κάθε κτίσμα σε καθαρότητα, λαμπρότητα, απλότητα, ανέκφραστο πόθο και τέλεια υπακοή στο θέλημα του Θεού. Έτσι τα χαρίσματα της Θεοτόκου την καθιστούν «κεχαριτωμένη» πριν από τον Ευαγγελισμό και μητέρα της χάριτος πριν του χρόνου της χάριτος, την Πεντηκοστή. Με το «ιδού η δούλη Κυρίου» η Παναγία καθαρίσθηκε από την αδαμιαία κηλίδα και «προέβη άσπιλος και αμόλυντος», για να υπηρετήσει το μυστήριο της «παλιγγενεσίας» δανείζοντας τα πάναγνα αίματά της στον νέον Αδάμ.

Η ενοίκηση του Χριστού στην Παρθενική μήτρα της Θεοτόκου την χαρίτωσε και θέωσε σε ασύγκριτο βαθμό εν σχέσει με κάθε άλλο κτίσμα και κατά τον Π. Αθανάσιο Μυτιληναίο την κατέστησε οντολογική μεσίτρια μεταξύ του ανθρώπινου γένους και του Νέου Αδάμ, του Υιού της, αν και αυτό ίσως να ακούγεται υπερβολικό.

Η Υπεραγία Θεοτόκος βεβαίως σώζει, γιατί κατά τον δανιτικό ψαλμό είναι η βασίλισσα που στέκεται στα δεξιά του Βασιλέως, του Υιού της, ο οποίος κάθεται «εκ δεξιών του Πατρός» στη βασιλεία των ουρανών.



Κωνσταντίνος Ζαλάλας

Θεσσαλονίκη 2009

The Most Holy Theotokos - According to Saint Nicodemos of the Holy Mountain - Presented in San Francisco, October 6, 2012 by CZ


Your eminence Archbishop Kyrill,

Holy Fathers, Deacons, monastics, guardians of Our Myrrh streaming Virgin Nectary, brothers and sisters, Christ and His Mother are in our midst.

Our Most Holy Mother will always be with us because, although totally unworthy, we belong to the generations of Christians who call her blessed. Our presence here at Our Lady Joy of All Who Sorrow Cathedral, with St. John (Maximovitch) of Shanghai and San Francisco, continues to fulfill the prophetic words of her magnificent ode, after the Annunciation: “Behold, from henceforth all generations shall call me blessed!” And even though we belong among the most sinful generations of Christians, her miraculous and ever so fragrant presence among us validates and justifies the early melodist of our holy Church: “During Birth you preserved your Virginity and after your Dormition you did not abandon the world O Theotokos.”

What could be greater proof for this truth! For the past five years, she has blessed us with the paradisiacal myrrh of her Son. She anoints us with the heavenly fragrance of the Holy Trinity, the oil of gladness, according to the 45th Messianic psalm of King David. Yes, we can boast in the Lord, His Mother and our Mother Church, the pillar and foundation of the Truth! Only in Orthodoxy do we taste Paradise in this Life! We see, smell, taste, touch, and live the majesties of God with our body and soul! Emmanuel, God with us! At the same time, we are saddened by the orphanage of millions of non-Orthodox Christians around us, because they have never truly felt the warm embrace of such a majestic mother—the sweet kiss of our celestial mother. The myrrh, pouring from this icon that our impure lips come in contact with, is the sweet kiss of our Glykofilousa—the sweet kissing ever Virgin Mother.

The holy Virgin’s distant forefather David, the prophet and king, beautifully captures what we have been experiencing not only this weekend, but for the last five years with her miraculous myrrh steaming presence. Approximately 3060 years ago, he wrote about the majesties of the Messiah, His Bride the Church, and the Theotokos—the Virgin Mary—because our Virgin Mother is synonymous with the Church—and I quote:

“Therefore God, your God has anointed you with the elaion aggaliaseos, with the oil of gladness, more than your companions.”

What a stunning prophecy about the hidden mystery—hidden before all ages! Oil is material, and anointing can only take place in the physical world! A spirit cannot be anointed with oil! What God can be anointed? The God Who would be betrothed to His physical creation. The God Who would assume a physical body, in time. Therefore “God, your God has anointed you” … refers to the human nature of Christ.

The devil hid this verse from Arius and his contemporaries who fought the divinity of Christ. Remember, the Triune God addressed Jesus Christ as God approximately 3060 years ago! The next verse is equally astounding… “All your garments are scented with myrrh, aloes and cassia… All your garments are perfumed with Myrrh…” This is a phenomenal prophesy about the companions of Christ: the Virgin Mary, first and foremost, and all the Holy Virgins that she will lead to the palace of the king, according to the same psalm. We all have been sanctified and covered our spiritual nakedness with the garment called Christ! For as many of you have been baptized in Christ have put on Christ, according to Saint Paul. Adam and Eve were clothed with a God-woven garment, an immaterial garment, the garment of the Uncreated light… But after their tragic disobedience, they lost that fragrant garment, and they were dressed with the skins of dead animals. They lost the fragrance of Paradise, and they chose the stench of death and corruption…Our predecessors’ ill use of the gift of free will removed God from the center of their lives, so to speak… Yet, the love and the longing of the Hypostatic Wisdom was to live with men… One of the titles of Christ in the Old Testament is the Wisdom of God. “I the Wisdom (with capital W) was beside Him as a Master craftsman, and my delight was with the sons of men…” we read in the eighth chapter of Proverbs.

I am not giving out verses anymore… this is a good way to get some of you to read that whole Chapter.

Several weeks ago I was speaking at one of your parishes, The Holy Apostles in Beltsville Maryland and we had a most pleasant surprise … Metropolitan Ilarion stopped by to visit and stayed for the presentation. I protested and tried to convince him to teach, but I was unsuccessful. I was stunned by his simplicity and humility…With such leadership, it is no wonder God is blessing you with miraculous icons…I tried again to persuade him to speak after my talk, and he said very few words. Yet he was the real teacher that evening. He taught all of us by his simplicity and humility. May God grant him and all your hierarchs many years! One of his comments that evening was that we Orthodox are lazy in reading the Scriptures… So I thought from now on it would be a good idea to provide (only) the chapter, and those who love the word of God enough, will read through the chapter to locate the verse.

So, the delight of the Wisdom—Proverbs, Chapter Eight—was to wear garments and live with the sons of men. This was the kat’evdokian—the prior or primary will of God. God created the entire Universe through His Master Craftsman, Wisdom—His Word and beautified it to share His love with us.

The rebellion of Adam and Eve left the Wisdom homeless. Sin, death, and corruption insulated nature from God. He needed to borrow His initial physical garments from this physical world, but there were none compatible with the brilliant purity of God. According to St. Gregory of Thessaloniki, God cannot touch anything unclean, and the fall made the world unclean. The garments of man were full of blood, treachery, and evil.

According to the church Fathers and St. Nicodemos of the Holy Mountain, the Incarnation of God was independent of the fall. The Wisdom would incarnate regardless of the fall. The ultimate purpose of man is to reach theosis, and this could not take place without the hypostatic (personal) union of the two natures of Christ. Thus, the prior or primary will of God was to incarnate and live with His creation. The delight of the Wisdom was to live with the sons of men.

His foreknowledge of the fall pre-eternally worked out a few minor adjustments. My elder and teacher, Athanasios Mitilinaios, calls this the concessionary or secondary will of God. This is extremely important especially for those converts who may struggle with the western doctrine of predestination. The foreknowledge of God does not contradict the concept of man’s free will. God predestines with His primary will but He economizes—He mends—the bad choices of man’s free will with His Secondary will. For example, the primary will of God was for Adam and Eve to stay in the garden without sin, then mankind would increase and multiply in an angelic manner.

In view of the fall, however, in view of that tragic ancestral sin, God’s foreknowledge pre-installed a sort of a safety net called gender, or marriage. So marriage between a man and a woman is that safety net that safeguards man from the inherited consequences of that early fall. Virginity and purity were the primary will of God, the state of His Kingdom. Marriage is certainly blessed by God, but it is His secondary will, and as such, it will not exist in the Kingdom of God where only His primary will shall prevail.



While preparing these lines, I glanced through the first chapters of Genesis and at the end of every creating day, God used the refrain: and God saw that it was good. He does this for all natural creation but not for mankind.

There we read: So God created man in His own image; male and female He created them. Here the refrain and God saw that it was good is missing.

At the end of the same Chapter, however, we read: Then God saw everything that He had made, and indeed it was very good. This very good, according to St. Nicodemos, who often quotes Saint Gregory Palamas and Saint Maximos the Confessor, includes the contribution of our Most Holy Virgin. Her amazing virtue and purity would work in a synergistic action with God to reverse Adam’s fall. Her words Let it be done to me according to your will would repair Adam’s ill will. God had His eyes on her and through her the renewal of man when He said everything was indeed very good.

The sin perpetuated by Adam and his descendants made the Wisdom homeless, incapable of acquiring His garments, His human nature. He needed a House according to the ninth chapter of Proverbs: Wisdom has built her house. She has hewn out Her seven pillar. …The house and real Temple of the Wisdom was Mary of Nazareth. Wisdom needed a sinless virgin to cloth Himself, so He could give birth to His Bride, the Church, to establish Her with the seven pillars—the sacraments of the Church—and to cry out: Come, eat of my Bread and drink of the wine I have mixed with water!... That water is the Zeon that our altar boys carry to the liturgist priest.

None of these mysteries could take place without the Let it be done according to your will of our Fragrant Virgin.

Please forgive me if I exhausted some of you with this lengthy and perhaps too theological introduction, but this knowledge will help us somewhat understand our saints’ preoccupation with, admiration, and adoration of the person of the Most Holy Theotokos. … The Great Gregory, the second theologian of our Church, sharply warns Kleidonios and all his followers past and contemporary: “Anyone who does not call Mary Theotokos— Birthgiver of God—is separated from divinity—he is godless…” very strong language from this otherwise very sensitive and most meek theologian.

Rightfully then and most befittingly, Saint Nicodemos of the Holy Mountain concludes that only one person in human history surpassed the spiritual height of even the angelic world. According to this holy Father, all creatures communed “only of God’s energy, while our Lady received in herself, hypostatically, the second person of the Holy Trinity, ending up mainly and truly Theotokos … setting to prove that according to the volition and foreknowledge of God, the Theotokos was the most purposeful and utmost end of the entire creation.”

Naturally, the teaching of St. Nicodemos echoes the holy patristic teaching on the most Holy Theotokos, the teaching of the Church. The Saint’s most fervent eros of soul for the most Holy Theotokos is parallel to the deep love and the deep piety all holy Fathers felt towards the venerable person of the Mother of the Lord. Moreover, this is axiomatic in the area of Orthodox hagiologion: One cannot be a saint without first being a lover of the Mother of God. The theology of the Theotokos of Saint Nicodemos is the result of the profound piety, love, and personal experience of the Saint, who lived and was in constant occupation with her name. According to the verbal tradition of his contemporary monks, the Most Holy Theotokos would often appear to him and tell him: “I bless you, my child Nicodemos, and strengthen you to write.”



Of course, all the saints (precisely because they were saints) with their strong spiritual vision discerned that the Most Holy Theotokos drew the love of God, and she became very beloved and desired of the only desired One because of her universal holiness. However, even the Saints confess their complete inability to approach, even partially, the bottomless ocean of the mystery of her ever virginity. Basil of Seleucia writes relatedly, “How can I dare to investigate the virginal ocean and depth of the great mystery, unless you O Theotokos teach me, the inexperienced swimmer that I am, to cast off the old man corrupted from the deception of desire?”

Saint Nicodemos’ great love for the person of the most Holy Theotokos drove him to be insatiably occupied with her name, with the blessedness, and with all the majesties which the Mighty One did for her (Luke 1:49).

The saint wrote in his Theotokarion, which includes 2450 hymns to the Virgin, full of contrition and read in our monasteries daily, “[from all the creatures] she only from birth became by disposition completely unmoved towards evil. She had forever put to death the passionate inclinations of the three parts of soul [noetic, appetitive, and irascible] for she gave birth to the Creator of all and (to) a man crucified in the flesh.” In the interpretation of the Ninth Ode, Saint Nicodemos continues to develop his theology of the superior worth of the Theotokos compared to the rest of the created world of people and angels, “The Virgin Mary, with her ultra supernatural purity in all her life and especially during the period of the twelve years in the Holy of Holies, was deemed worthy to become Mother of the Son and Word of God Himself.”

And the Saint continues, “Who else was more theoretical* and capable to transverse into the mysteries of heaven more so than the Theotokos; no one, from the ranks of Angels or men more than her, understood the majesties of God.”

Yet in our recent theology, especially in the academic area where the Protestant influence has been intense, we may hear the expression “the first after the One” distinguishing the intellectual and theological profundity of the “mouth of Christ” of the Apostle Paul. The Apostle of the Gentiles certainly was a vessel of grace, a chosen vessel, a tireless servant of the Word.

But the holy living Tradition which saves the Church from this sort of intellectual theologians through the centuries, singles out one theologian par excellence who is “higher than the heavens and purer than the rays of the sun” according to St. Nicodemos, who summarizes the universal consciousness of the Fathers of the Church by attempting to appraise the unrepeatable and forever unique person of the Theotokos. As St. Nicodemos expounded in his confession of faith, in Orthodox theology “the first after the One” is our Virgin Mother, and the Orthodox views of the Kollivades (Saint Nicodemos, Saint Makarios of Corinth, and Athanasios Parios) stressing the need for continuous holy Communion and concerning the performing of memorials on the appointed day of Saturday and not Sunday created storms in the souls of the 18th century “zealot and uneducated monks of the Holy Mountain” resulting in him being slandered with rage for twenty-two years.

The sacred community of the Holy Mountain, naturally, justified and acquitted the Saint from this unsacred war, whose cause was a daring hypothesis in the footnotes of his newly published book, Unseen Warfare, which said, “With every right the Holy Triune God, enjoyed and greatly rejoiced before the ages foreknowing according to His divine knowledge, the Ever Virgin Mary. Because it is the opinion of certain theologians that if we were to assume that all the nine ranks of angels would be torn down from the heavens and would become demons, if all of the people from the ages would become evil and all go to hell … With all of this, all these evils compared to the Theotokos’ fullness of holiness would not be able to sadden God, because the Lady Theotokos alone would be able to please Him in all and for all. …she alone loved Him above all, because she alone obeyed His will, above all, and because she alone was capable and receptive of all those natural, optional, and supernatural gifts—which God distributed to all creation …”

All these gifts of the Most Holy Theotokos are listed in the content of his interpretation of the Ninth Ode where the insatiable longing of the Saint is poured out, “Oh most sweet in person and in name Mariam, what passion is this that I feel in myself? I cannot get enough of the praises of your majesties! For the more I praise them all, the more I desire them, my longing is forever kindled, and my desire becomes insatiable …”

In the passage “for He looked upon the humility of His handmaiden,” Saint Nicodemos underlines the depth of our Virgin’s humility and footnotes, “The Theotokos did not only have the depth of humility rooted in her heart, but as from a spring springing forth, it flooded all the external members of her all pure body …” In her whole demeanor, in her movements, in her words, and in all her inner character and appearance, her humility shone like the sun … Generally speaking, the presence of the Lady Theotokos radiated so much divine grace and respect, that, whoever first gazed upon her, received in his soul such reverence and compunction … even from that initial glance one knew—merely from her external character—that she truly is the Mother of God …

St. Dionysius the Areopagite, like all the saints, had great love for Christ, his Lord. When he was informed that Christ’s all pure Mother was still alive, he travelled from Athens to meet her. When he first gazed upon her divine countenance and her amazing and royal beauty, not to mention all the angels who were encircling her as a queen, he was dumbfounded… finally upon hearing the godly words of her all pure mouth, he was amazed and awestruck, confessing that her physical character and appearance alone proclaimed her to be the Mother of God.”

The Lady fully possessed the God-woven garment of humility. Although she was chosen to be the true Mother of God and queen of all creatures visible and invisible, she addressed herself as the slave of the Lord at the annunciation of Archangel Gabriel with the most natural ease. The more a soul is purified and perfected, the more she feels her weakness and unworthiness. Such was the depth of the Ever Virgin’s humility that she considered herself unworthy to be the servant of the Virgin of Isaiah, who would give birth to the Messiah according to our host, St. John of Shanghai and San Francisco (Isaiah, 7:14). Also some teachers consider “that the Virgin, out of her great and unparalleled humility, did not reveal the annunciation of the Archangel Gabriel to her betrothed Joseph, so that she might not seem boasting and proud, but she left God to inform him from above.”

Some of the personal majesties of the Theotokos are her relative sinlessness and her personal struggle. According to Saint Gregory of Thessaloniki, as a little child, the Theotokos in the Holy of Holies invented the “noetic action” and was the inventress of noetic prayer and noetic hesychasm, “for through the return of the nous to the heart and everlasting prayer, she was elevated above each form and shape and thus constructed a new path to heaven—noetic silence—through which she ascended above all creatures and envisioned the glory of God more perfectly than Moses, saw divine grace which cannot be captured by the senses, but is a most graceful spectacle of angels, monks, and of pure souls.”

St. Nicodemos in his book Garden of Graces continues with the “majesties that the mighty One has done for her”:

1. God foreknew her and fore chose her before all creation to serve in the mystery hidden before all ages.

She is the distillation of all seventy-seven generations of the righteous, before and after the law, from Adam all the way to Righteous Joachim according to Saint Basil the Great.

2. She is the acrostic of every prophet and the beginning of all the prophecies beginning in Genesis.

3. She is the mother of Grace before the time of grace.

4. He has made her wider than the heavens for having contained the Uncontainable God in her womb.

5. The majesty of all majesties was the supernatural conception of God the Word, Who did not grow in her womb according to the common laws of developmental biology. Saint Basil teaches in his Christmas homily that “the Infant formed itself instantly and not by small divisions [of cells and blastomeres]…” The saint is suggesting that in the absence of gametes and ova, there was a different kind of development, not so different from that of the Old Adam. The Master crafting Wisdom fashioned the Old Adam out of clay. Once again, 2000 years ago the same Master-crafting Wisdom fashioned His garment, His human nature from the all pure blood of the Virgin, and the King of all was seen for the first time by the Archangel Gabriel during the Annunciation according to the Theotokion of the first tone, “While Gabriel was saying rejoice to you oh Virgin, at the sound of the voice the Master of all was incarnating. … The Virgin carried the tiny Infant which continued to grow naturally for nine months without any birth pains and without any feeling of weight or exhaustion.

6. Finally, she gave birth to the One through Whom all was made without any change and corruption. She preserved and maintained her virginity during this supernatural birth and for the rest of her life, since she was totally devoted to the primary will of God, which preordained virginity. In the absence of this crystal clear patristic Orthodox theology, our non-orthodox Christian neighbors struggle with the brothers of Jesus for centuries now and very recently have slipped to the sad point of ascribing carnal thoughts and even a marriage to the Son of God, Whom they obviously no longer accept as One with the Trinity. This is nothing other than the spirit of the Antichrist according to Saint John the Divine. The Orthodox position is that the hypostatic union of the two natures made Jesus totally immune to any worldly desires and temptations. Jesus was the only true man who never deviated from the perfect will of God as the Father proclaimed during Epiphany and Holy Transfiguration: “This is my beloved Son with Whom I am well pleased.”

According to Saint Nicodemos, the Lady Theotokos continued her personal struggle after her Son’s Resurrection and Ascension, “The Lady Theotokos strove honorably to also struggle after the Ascension of her Son, with fasting, prayers, prostrations, and with every kind of ascetic struggle …”

In the passage of the ode “and my spirit rejoiced in God my Savior” the Saint summarizes the Church’s teaching on the Theotokos’ relative sinlessness. He Who would save the world from its sins also saved the Theotokos from the ancestral sin, because although the Theotokos was higher than every voluntary sin, forgivable and mortal … she was, however, subject to the ancestral Sin until the Annunciation. Then she was cleansed of this through the coming of the Holy Spirit.” Saint Nicodemos places her ever-virginity, Resurrection, Translation, and Ascension in the Kingdom of the Heavens, in the supernatural majesties of the Theotokos.

Saint Nicodemos in his book, Garden of Graces, includes Saint Augustine’s testimony on the Theotokos’ inconceivable worth, “If the great Creator God, Who brought everything into being from non being, was able to make more perfect creatures, of course, He was able by being Almighty; three things, however, God Himself could not do more perfectly: the humanity of Christ, the birth-Giving worthiness of the ever Virgin Mary, and the everlasting glory of the Blessed ones.”

In the light of the above, we cannot agree with the opinion of some theologians in the Orthodox sphere who claim that the Virgin’s mediation or intercession, as they hasten to call it, does not differ essentially from the intercession of other saints. It is known that a few decades ago, the Tradition of the Church of Christ which prays “Most Holy Theotokos save us” was doubted. Only God, they say, saves. The All Holy Virgin Mary can only intercede like every saint. Certainly, the Church prays “by the intercessions of the Theotokos, Savior save us” but also chants “and I have you as a mediatrix towards the philanthropic God,” and since our Lady is “More Honorable than the Cherubim and incomparably more glorious than the Seraphim,”—“the Saint greater than saints,”—“God after God,” all this implies that her intercession—her mediation—is incomparably higher than that of the saints and angels.

It seems the danger of rationalism and humanism continues to lurk in the Orthodox world today. This danger was much greater in the age of Saint Nicodemos because the Orthodox lands were impoverished by the enslavement to the Ottoman Turks. The “saved” missionaries of Protestantism “were running rampant in the forsaken vineyard of Balkan Orthodoxy attempting to save the Orthodox.” Perhaps this is why Saint Nicodemos puts forth an excellent argumentation for the superior mediation—intercession—of the Virgin Mother to her Son and God. The Saint begins his apology from the inspired canon of Pentecost “…look, he argues,… the melodist did not say that the Virgin gave or granted, or another such word, but that she lent flesh to the Creator of all, she gave a loan to the Word of the Father… This implies that the Theotokos, through such a loan, made the Son of God a debtor to herself.” The Saint further elaborates that this was a loan of a different type and irrelevant to the “external” loans of money and objects which are usually returned with interest in the commercial world. The loan to the “All-crafting Wisdom of God” was inner and everlasting, and with no prospect of repayment. The hypostatic union of Christ is irrevocable since God the Word will be endlessly united with the human nature (a loan from the All Holy Virgin Mary) because this presence of human nature makes him the ontological Mediator between Creator and creature, God and man. Without the presence of human nature, the “impossibility of the Old Testament Moses to see God” would be prevailing until today. As a result, those various heretics who set the boundary for the work of Christ’s salvation at Golgotha and those who argue that the body of Christ dissipated during the Ascension are delirious! Far be it! Saint Nicodemos would say, who further theologizes: “What can we conclude from this? Since the Son of God is permanently indebted to His Mother, for this reason first He needed to glorify her with all the Godbefitting glories and honors unknown to another creature; secondly, since the loan He received from her is endless, He must now endlessly fulfill the petitions and requests of His Mother…”



And the Theotokofilos Nicodemos continues, “Did you ever see such glory, my beloved? Did you see the majesties of the Virgin? Hasten to her with piety and faith and your prayer requests in all matters of salvation will be answered.”

Your Eminence, the love and compassion of the Queen of heavens knows no boundaries according to this wonderful story from St. Cosmas the Aetolian.

According to St. Cosmas, a certain Christian named John surrendered to the evil path of thievery. He became the captain of a band of an hundred thieves, but he also had great reverence for the Mother of God, which he probably inherited from his pious home. He never failed to pray the salutations to our all holy Mother, morning and night.

Soon enough, the mercy of God, through the intercession of the Panagia, the all holy Virgin enlightened a holy ascetic to visit this band of robbers and preach to them the word of salvation. He convinced the captain, John, to summon all his followers, and the clairvoyant ascetic saw that one was missing. “Who is missing?” he asked. Indeed, the cook was missing. The ascetic requested his presence, and this cook upon his arrival refused to look at the man of God in the face. The holy ascetic ordered this strange cook: “In the name of Jesus Christ, I command you to tell us your name and where you come from…” He replied, “I am the master of lies…but now that you have bound me with the Name of Christ I am forced to tell the truth… I am a demon and my master sent me here to serve Captain John, eagerly waiting for that first day that he would skip his prayers to the Mother of God, so I can take his soul straight to hell. I have been here for fourteen years and he has never omitted his ‘Rejoice Bride Unwedded’!”

The ascetic distanced the demon to the other side of the world, and then he evangelized the thieves who showed exemplary repentance. Some became monks, and some were married and lived very pious lives.

Your Eminence, my brothers and sisters in Christ, this story beautifully exemplifies the love of our Lord and His mother for every sinner. There is nothing more precious to the Lord on this earth than a few drops of tears from a contrite heart. Even one tear of true repentance outweighs a ton of good works done in the absence of repentance.



EPILOGUE



Your Eminence, the par excellence theological title, which renders the All Holy Virgin Mary’s position in Orthodox theology, is Theotokos. The term Theotokos goes directly to the heart of the Christological dogma and, due to this, it was natural for it to be contested by a number of heretics, who distorted different aspects of the Christological doctrine and the hypostatic union of God the Word. In the Church’s conscience, the Theotokos is classified as the “bulwark of faith” and as an unshakable term, it comprises a formidable fortress against all Christological heresies. In the unanimous teaching of the Fathers, the name Theotokos is unbreakably associated with the soteriological consequence of the name Theanthropos, and the Theotokos, as a term and as a person was, and remains throughout the centuries the anchor of salvation “of those who kiss her venerable icon.” Alongside the title of Theotokos, the Fathers and teachers of the Church validated the title ever Virgin Mary in the Fifth Ecumenical Counsel in the Ninth Canon, formulating the correct faith about Christ, “incarnated of the holy glorious Theotokos and Ever Virgin Mary” as the Liturgy of the Sacred Chrysostom preserves till today.

The multitude of prophecies, depictions, types, and symbols of the Most Holy Theotokos in the Old Testament proclaim the unrepeatable person of the All Holy Virgin Mary, truly making her the “ladder, bridge, and gate” of mankind’s salvation. In his work “Eortodromion” Saint Nicodemos conducts comprehensive commentaries interpreting the hymnographers and melodists throughout the centuries who “borrowed” from the prophetic word for the interweaving of their hymns for the Mother of God. Extending the theology of the Fathers, Saint Nicodemos declares that the “center, end and purpose of the whole law, all the sayings and enigmas of the prophets is the Theotokos herself, and before her, God the Word Who incarnated from her.” Like other Theotokos-loving Saints, Nicodemos used a large part of his writings to express his insatiable longing for the “incomprehensible miracle” of the Mother of God.

Interpreting the Ninth Ode, St. Nicodemos theologizes on the superior worth of the Most Holy Theotokos vis-à-vis the other creatures. The Theotokos exceeds every creature in purity, brilliance, simplicity, inexpressible longing, and perfect obedience to the will of God. So the gifts of the Theotokos make her “full of grace” before the Annunciation and Mother of grace before the time of grace, Pentecost. With the “behold the handmaid of the Lord” the all holy Virgin Mary was cleansed of the Adamian stain and “became spotless and undefiled” to serve the mystery of “rebirth” lending her all pure blood to the new Adam.

The indwelling of Christ in the virginal womb of the Theotokos graced her and deified her to an incomparable degree in relation to any other creature and, according to Fr. Athanasios Mitilinaios, He made her the ontological mediatrix between the human race and the new Adam, her Son, although this may sound excessive to some.

The Most Holy Theotokos certainly saves because according to the davidic psalm, she is the Queen who is standing at the right of the King, her Son, Who sits “at the right of the Father” in the kingdom of the heavens.

Most Holy Theotokos protect us, shield us, and save us from the fiery darts of the evil one through the prayers of our holy Hierarchs. Amen.





Written (in Greek) by C. Zalalas

Translated by Fr. Nicholas Palis

Edited by Eliades/Zalalas/Reznic

Τι λένε οι Άγιοι για τις αρρώστιες



 



Οι Άγιοι τον καιρό της ασθένειας χαίρονταν, διότι εύρισκαν ευκαιρία για να πλουτίσουν πνευματικά".
 

Άγιος Ισαάκ ο Σύρος



 


"Με υπομονή και ευχαριστία προς τον θεό να αντιμετωπίζουμε τις διάφορες θλίψεις και ασθένειές μας".
 

Όσιος Ιωάννης ο Κολοβός




 

 "Με τις αρρώστειες κερδίζουμε πενυματικά περισσότερο από κάθε άλλη αρετή". 

Αγία Ειρήνη η Χρυσοβαλάντου

 

"Όταν το σώμα δοκιμάζεται, τότε η ψυχή αγιάζεται".
 

Γέροντας Παίσιος

 


" Όπως το κερί, αν δεν ζεσταθεί και μαλαχθει πολύ, δεν μπορεί να δεχθεί τη σφραγίδα που βάζουμε πάνω του, έτσι και ο άνθρωπος, αν δεν δοκιμαστεί με κόπους και ασθένειες, δεν μπορεί να δεχθεί τη σφραγίδα της αρετής του Θεού.

Γι' αυτό και ο Κύριος λέει στον θεσπέσιο Παύλο: "Αρκεί σοι η χάρις μου η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται" (Β' Κορ. 12:9). Μα και ο ίδιος ο Παύλος καυχιέται με τα εξής λόγια: "Ήδιστα ούν μάλλον καυχήσομαι εν ταίς ασθενείαις μου, ινα επισκηνώση επ' εμέ η δύναμις του Χριστού" (ο.π.).

Και αυτός μεν, λέγοντας "ασθένειες", εννοεί τις επιθέσεις των εχθρών του Σταυρού του Χριστού, που συνεχώς γίνονταν και σ' αυτόν και σ' όλους τους τότε αγίους για να μην υπερηφανεύονται, όπως λέει ο ίδιος, εξαιτίας των υπερβολικών αποκαλύψεων (Β' Κορ. 12:7), αλλά μάλλον να μένουν με την ταπείνωση στην κατάσταση της τελειότητος, και με τους συχνούς εξευτελισμούς να διατηρούν τη δωρεά του Θεού με οσιότητα.

Εμείς όμως τώρα, όταν λέμε "ασθένειες", εννοούμε τους πονηρούς λογισμούς και τις σωματικές αρρώστιες. Γιατί τότε, επειδή τα σώματα των αγίων που αγωνίζονταν εναντίον της αμαρτίας, παραδίνονταν σε θανατηφόρα βασανιστήρια και σε διάφορες άλλες κακοπάθειες, ήταν πολύ ανώτερα από τα πάθη, που μπήκαν λόγω της αμαρτίας στην ανθρώπινη φύση.

Τώρα όμως, επειδή αυξάνεται με τη χάρη του Κυρίου η ειρήνη των Εκκλησιών, πρέπει να δοκιμάζονται οι αγωνιστές της ευσέβειας στο σώμα με συνεχείς αρρώστιες και στην ψυχή με πονηρούς λογισμούς. και τούτο, για ν' απαλλάσσονται από κάθε κενοδοξία και υπερήφανη σκέψη, και να μπορέσουν, καθώς είπα, να δεχθούν μέσα στις καρδιές τους, με την πολλή ταπείνωση, τη σφραγίδα του θείου κάλλους, σύμφωνα με τον άγιο που λέει: "Έσημειώθη εφ' ημάς το φως τον πρόσωπον σον, Κύριε" (Ψαλμ. 4:7).

Η αρρώστεια ταπεινώνει το σώμα και το ταπεινωμένο σώμα την ψυχή!

Πρέπει λοιπόν με ευχαριστία να υπομένουμε το θέλημα του Κυρίου. Γιατί έτσι οι συνεχείς αρρώστιες και ο πόλεμος με τους δαιμονικούς λογισμούς θα μας λογαριαστούν σαν ένα δεύτερο μαρτύριο. Βλέπετε, αυτός που έλεγε τότε στους άγιους εκείνους μάρτυρες, μέσω των άνομων αρχόντων, να αρνηθούν το Χριστό και να ποθήσουν την εγκόσμια δόξα, (δηλαδή ο διάβολος), ο ίδιος στέκεται και τώρα και λέει ακατάπαυστα στους δούλους του Θεού τα ίδια.

Αυτός που έκανε τότε να υποφέρουν τα σώματα των αγίων και κακοποιούσε υπερβολικά τους τιμημένους δασκάλους (του Ευαγγελίου), μέσω όσων υπηρετούσαν τα διαβολικά εκείνα φρονήματα, ο ίδιος φέρνει και τώρα στους ομολογητές της ευσέβειας τα διάφορα παθήματα, με πολλές ύβρεις και εξευτελισμούς. Γι' αυτό κι εμείς οφείλουμε ν' αντιμετωπίζουμε με σταθερότητα και υπομονή το μαρτύριο της συνειδήσεως μας ενώπιον του Θεού, όπως λέει (ο Δαβίδ): "Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον, και προσέσχε μοι" (Ψαλμ. 39:2) ".
 


ΠΗΓΗ: http://www.pentapostagma.gr/2013/11/ti-lene-oi-agioi-gia-tis-arrosties.html#ixzz2lQJveTXJ

Να μην καταδικάζουμε το κακό ,αλλά να το διορθώνουμε ( Γεροντας Πορφύριος )


Ο Γέροντας αποδεικνυόταν ανατόμος και θεραπευτής τόσο της ανθρώπινης ψυχής, όσο και των ανθρώπινων ψυχικών σχέσεων. Μου έλεγε σχετικά: «Ο σκοπός μας δεν είναι να καταδικάζουμε το κακό ,αλλά να το διορθώνουμε. Με την καταδίκη ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί∙ με την κατανόηση και τη βοήθεια θα σωθεί. Τον αμαρτωλό πρέπει να τον αντικρίζουμε με αγάπη και σεβασμό στην ελευθερία του. Όταν ένα οικογενειακό μας πρόσωπο ρίχνει ένα βάζο από το τραπέζι, και το σπάει, συνήθως οργιζόμαστε. Αν εκείνη τη στιγμή, την κρίσιμη, με μια κίνηση ψυχικής ανύψωσής μας, δείξουμε κατανόηση και δικαιολογήσουμε τη ζημία, κερδίσαμε και την ψυχή μας και την ψυχή του αδελφού μας. Κι αυτή είναι όλη η πνευματική ζωή μας: μια κίνηση ανύψωσής μας, μέσα στις δοκιμασίες των θλίψεων, από την αγανάκτηση του εγωισμού στην κατανόηση της αγάπης». [ Γ 37π.]


Γεροντας Πορφύριος

Dealing with depression ( Saint Theophan )


Often when we feel depressed we try to overcome our state though some kind of amusement. Such a course will never lead to any real contentment. That is not to say that their is something wrong with engaging in amusements, it is just that they will not help you overcome any feelings of depression.


Saint Theophan says,

Amusements, especially pleasant ones, give rise to depression, because while they are not sinful, that are unable to content the heart. Generally speaking, the inconstancy of the emotions is characteristic to us. It is necessary to discard and overcome this, being concerned that one thing does not change; that is, that your most important decision, the goal of life you have chosen for yourself [to be united with God], always remains in force.Much time in our lives today is taken up with amusements such as computer games, internet surfing, movies and television. Regard these as mere pastimes and something that you need to control and not depend on for any personal well being.


True satisfaction only comes with a genuine relationship with God.


Saint Theophan says,

God is asking your heart once and for all, and the heart desires God. For without God it is never satisfied, it is bored; examine yourself from this aspect. Maybe you will find the door to the peace of God.So how do we find this door in our heart? For those who believe in Christ and His Resurrection, one of the proven ways is through prayer. Each day. establish a prayer rule for both morning and evening. Be sure to include as a major part of this rule the practice of the Jesus Prayer. Daily prayer is essential for any genuine relationship with God and will surely, with your good effort, bring you inner peace that will lift you above any feelings of depression. Once we are in true contact with God we only experience joy that comes from His unconditional love. When wee have opened that door in our heart, we receive His grace freely and are enabled to do the good works he teaches us to do. It is in this way we become like Christ.


Reference: The Spiritual Life, 



Saint Theophan

Stillness ( Saint Basil )


A common theme in the teaching of the church fathers is stillness. This is not a call to idleness but to a task that is very difficult: to quiet our minds. Our minds are too often controlled by our brain and its association with all our bodily needs. It is constantly bombarding us with thoughts, good and bad. It is these thoughts that keep us separated from God and our greatest spiritual challenge is to learn to still the mind so it is able to listen to God. If we are serious about doing God's will we have to become watchful in all our daily activities.


Saint Basil says,

As far as we are engaged in affairs outside of God, we are not able to make progress in the knowledge of God. Who, anxious about the things of the world and sunk deep in the distractions of the flesh, can be intent on the words of God and be sufficiently accurate in such mighty objects of contemplation? Do you not see that the word which fell among the thorns is choked by the thorns? (Cf. Matt. 13.7, 22) Does this mean we need to become a hermit? No, but it does mean we have to rethink how we do interact in the arena of worldly affairs. We cannot allow ourselves to become angry about events so that our mind is constantly troubled. We cannot let our bodily passions dictate our actions. We have to make sure we are not living among the "thorns." We have to stop and examine the activity that is filling our minds. Then, take actions to help it become quiet. When we begin to become watchful in our daily affairs then we will find that when we are engaged in our daily prayer there will be a calming of the activity of our brain and our mind will become less and less controlled by all its messages. As we are able to gain this stillness, then we may be blessed with God's grace and enter into a direct experience of Him.


Basil says,

The thorns are the pleasures of the flesh and wealth and glory and the cares of life. He who desires the knowledge of God will have to be outside of all these things, and being freed from his passions, thus to receive the knowledge of God. For, how could the thought of God enter into a soul choked by considerations which preoccupied it? Even Pharaoh knew that it was proper for one to seek God when he was unoccupied, and for this reason he reproached Israel: 'You are unoccupied, you are idle, and you say, "We shall offer prayers to the Lord, our God."' ( Cf. Exod. 5.17) Saint Basil then goes on to help us understand that this stillness is not simply leisure or idleness. Leisure can be good if its purpose is to help us gain stillness to be one with God. But when it is just to avoid boredom and instead engages in stimulating activities it is dangerous as it only fills our minds with greater distractions.


He says,

Now, leisure itself is good and useful to him who is unoccupied, since it produces quiet for the acquisition of salutary doctrines. But, the leisure of the Athenians was evil, 'who used to spend all their leisure telling or listening to something new.' (Acts 17.21) Even at the present time some imitate this, misusing the leisure of life for the discovery of some newer teaching. Such leisure is dear to unclean and wicked spirits. 'When the unclean spirit,' it is said, 'has gone out of a man, he says, "I will return to my house which I left." And when he has come, he finds the place unoccupied and swept.' (Matt 12.43, 44,) May it not be that we make our leisure a time for the adversary to enter, but let us occupy our house within, causing Christ to dwell in us beforehand through the Spirit. We can examine how we fill our leisure time. Is it used in a way that brings greater stillness? Or does it only increase our anxieties and further clutter our minds. Our television viewing should come to mind as an area to examine. Our reading matter should also be examined. Even our sporting activities can be distracting. How much time to we spend reading Scripture? How much time do we spend in prayer? How much time is the beauty of nature our focal point, contemplating the wonder of it all? How about our friends? Do they help lead us closer to God? Are there some that in their friendship and interactions are really enemies to your desire to become closer to God?


Saint Basil writes:

At all events, after giving peace to those who were up to this time troubled by the enemies, then he says, 'Have nothing to do with the enemies disturbing you, in order that in silence you may contemplate the words of truth.' For this reason also the Lord says: 'Everyone who does not renounce all that he possesses, cannot be my disciple.' (Luke 14.33) It is necessary... to be unoccupied with the pursuit of wealth, with the desire for this little glory, with the lust for pleasure, with envy and every form of wickedness against our neighbor, in order that, after our soul has found peace and is disturbed by no passion, the illumination of God, as if in a mirror, may become clear and unobscured. Seek stillness of your mind and then you will begin to have a rewarding prayer life. Orthodoxy is a way of life. How we live our life will determine how well we are able to become united with God, to become glorified and to be blessed with His grace.




Saint Basil
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...