Sunday, March 9, 2014

Πίστη στο Θεό και να μην φοβάστε τίποτα ( Γέροντας Παΐσιος )



- Γέροντα, οι παππούδες μας έλεγαν ότι θα έρθη καιρός που θα έχουμε απ’ όλα τα αγαθά , αλλά δεν θα μπορούμε να φάμε. Σήμερα οι άνθρωποι για τις περισσότερες τροφές έχουν ερωτηματικά.

- Τι να κάνουμε; Μόλυναν όλο το περιβάλλον . Μη σας πιάνη όμως φοβία. Να κάνετε τον σταυρό σας και να μη φοβάσθε. Έχω υπ’ όψιν μου ανθρώπους που κάνουν την ζωή τους μαρτύριο , γιατί φοβούνται τα πάντα∙ και είναι Χριστιανοί, βαπτισμένοι, μυρωμένοι, κοινωνούν, διαβάζουν το Ευαγγέλιο, τα έχουν μάθει απ’ έξω τα ρητά. Δεν βλέπουν τι δύναμη έχει η Χάρις του Θεού; «Οτιδήποτε θανάσιμο κι αν πιήτε, δεν θα σας βλάψη», είπε ο Χριστός και, «σας δίνω εξουσία να πατάτε πάνω στα φίδια και στους σκορπιούς χωρίς να παθαίνετε κακό».

Αν ο άνθρωπος έχη την Χάρη του Θεού δεν φοβάται τίποτε. Γι’ αυτό πάντα να ζητάμε την Χάρη του Θεού κάνοντας τον σταυρό μας. Θυμάστε το περιστατικό που αναφέρει το Λαυσαϊκό; Πήγε ένας μοναχός να πάρη νερό από το πηγάδι και, επειδή είδε μέσα μια ασπίδα, έφυγε κατατρομαγμένος , χωρίς να πάρη νερό. «Πάει ,Αββά, χαθήκαμε, είπε στον Γέροντά του, μια ασπίδα είναι μέσα στο πηγάδι!». «Καλά, του λέει ο Γέροντας ,αν πάνε σ’ όλα τα πηγάδια δηλητηριώδη φίδια, τι θα κάνης; θα πεθάνης απ’ την δίψα;». Πήγε ο Γέροντας, σταύρωσε το πηγάδι, πήρε νερό και ήπιε. «Όπου σταυρός επιφοιτά, του είπε, ουκ ισχύει κακία του σατανά».

- Γέροντα, έχω μέσα μου μία φοβία.

- Η φοβία που έχεις είναι μια ευλογία από τον Θεό∙ είναι οικονομία Θεού, για να καταφεύγης πάντα σ’ Εκείνον δια της προσευχής. Θα σε βοηθήση να πιασθής από τον Θεό. Βλέπεις, το μικρό παιδί, αν δεν το φοβερίσουν, δεν μπορούν να το συμμαζέψουν. Να αγωνίζεσαι φιλότιμα και με ελπίδα στον Θεό και τότε δεν θα φοβάσαι τίποτε. «Τον δε φόβον ημών ου μη φοβηθώμεν ουδ’ ου μη ταραχθώμεν, ότι μεθ’ ημών ο Θεός», δεν ψάλλουμε στο Μεγάλο Απόδειπνο;



Γέροντας Παΐσιος



Πνευματικές συμβουλές ( Γέρων Μακάριος της Όπτινα )


Ό,τι κι αν μας συμβούλευε ο γέροντας Μακάριος, πάντοτε τοποθετούσε την ταπείνωση στην πρώτη γραμμή των συμβουλών του. Από αυτήν την αρετή παρήγαγε όλες τις επόμενες αρετές που συναποτελούν το ήθος του αληθινού Χριστιανού. Αυτή είναι η ουσία των μαθημάτων, που ο γ. Μακάριος δίδαξε σε όλους, όσοι διψούσαν για τις εντολές και την καθοδήγησή του:
να εξετάζεις τη συνείδησή σου,
να πολεμάς συνεχώς με τα πάθη σου,
να καθαρίζεις την ψυχή σου από τις αμαρτίες,
να αγαπάς το Θεό εν απλότητι καρδίας,
να πιστεύεις σ' αυτόν χωρίς υπολογισμούς,
να έχεις ακατάπαυστα ενώπιόν σου το απεριόριστο έλεός του, και με όλη τη δύναμη της ψυχής σου να Τον δοξάζεις και να Τον ευλογείς σε όλες τις δυσάρεστες περιστάσεις της ζωής,
να αναζητάς τη δική σου ενοχή, και να συγχωρείς κάθε παράπτωμα του διπλανού σου εναντίον σου, ούτως ώστε να αποσπάσεις το έλεος του Θεού για τις δικές σου αμαρτίες,
να προσπαθείς να θεμελιώσεις μέσα σου την αγάπη για το διπλανό σου,
να περισώζεις την ειρήνη και την ηρεμία στην οικογένεια και τους γνωστούς σου,
να θυμάσαι πιο συχνά τις εντολές του Θεού και να προσπαθείς να τις εκπληρώσεις, καθώς επίσης και τους κανόνες της Εκκλησίας,
όσο είναι δυνατόν, να πηγαίνεις για εξομολόγηση και να μετέχεις των Θείων Μυστηρίων αρκετές φορές το χρόνο,
να τηρείς και τις τέσσερις περιόδους νηστείας, καθώς και τις Τετάρτες και τις Παρασκευές,
να παρακολουθείς τις ακολουθίες και τη Θεία Λειτουργία σε κάθε εορτή,
να λες πρωινές και βραδινές προσευχές και ακόμη μερικούς ψαλμούς κάθε μέρα, και, αν το επιτρέπει ο χρόνος, να διαβάζεις ένα κεφάλαιο από τα Ευαγγέλια και τις Επιστολές των Αποστόλων,
να προσεύχεσαι κάθε πρωί και βράδυ για την ανάπαυση των κεκοιμημένων και τη σωτηρίου των ζωντανών.


Αν, για οποιεσδήποτε συνθήκες, δεν μπορείς να εκπληρώσει αυτά τα καθήκοντα, τότε να επιτιμήσεις τον εαυτό σου ώστε να μετανοήσεις ειλικρινά, και να πάρεις σταθερή απόφαση να μην αποτύχεις ξανά στο μέλλον. Προσευχήσου ακόμη για εκείνους για τους οποίους έχεις κάποια κακή επιθυμία, γιατί αυτός είναι ο σιγουρότερος τρόπος για την εν χριστώ συμφιλίωση.

Γέρων Μακάριος της Όπτινα

Humility ( Elder Paisios )


The elder said: Humility is acquired after struggles. When you know yourself you acquire humility, which become a (permanent) condition. Otherwise one can become humble for a moment, but your thought will say to you that you are something although in reality you're nothing. and you'll be deluded like that to the moment of death. If death finds you with the thought that you are nothing, then God will speak. If however your thought says at the hour of death that you are something and you don't understand it, all your effort goes to waste.


Elder Paisios

The Third Commandment of the Law of God.




Thou shalt not take the Name of the Lord thy God in vain.

The third commandment forbids us to pronounce the name of God in vain, without due reverence. One uses the name of God in vain when one pronounces it in empty conversation, in jest and in sport.

Forbidding the use of God’s name thoughtlessly or disrespectfully, this commandment forbids the sins which come from thoughtlessness and irreverence in regard to God. Among such sins are:

Swearing — thoughtless, habitual oaths in casual conversation;

Blasphemy — audacious words against God;

Sacrilege — when people scoff or jest at sacred things;

Breaking promises given to God;

Perjury (oath breaking);

Making false oaths by the name of God.

The name of God must be pronounced with awe and reverence, in prayer, in studies about God, and in lawful vows and oaths.

Reverent, lawful vows are not forbidden by this commandment. God Himself used an oath about which the Apostle Paul reminisces in his epistle to the Hebrews: For men verily swear by the greater: and an oath for confirmation is to them an end of all strife. Wherein God, willing more abundantly to show unto the heirs of promise the immutability of His counsel, confirmed it by an oath (Heb. 6:16-17).

The Second Commandment of the Law of God.



Thou shalt not make unto thee any graven image, or any likeness of anything that is in heaven above, or that is in the earth beneath, or that is in the waters under the earth: thou shalt not bow down thyself to them, nor serve them.

The second commandment of the Lord God prohibits idolatry, that is, forbids making any idols for worship, or rendering homage to likenesses of anything that we see in heaven (sun, moon, stars), or that is found on earth (plants, animals, people), or found in the waters (fish). The Lord forbids worshipping and serving these idols instead of the true God, as pagans do.

In forbidding worship of idols, one must never be confused about the Orthodox veneration of holy icons and relics. Protestants and various sectarians criticize us for "worshipping them." But in venerating holy icons we do not consider them gods or idols. They are only likenesses, representations of God, or of the angels or of the saints. The word icon comes from the Greek and means likeness. In venerating icons and praying before icons, we do not pray to the material icons (the paint, wood or metal), but to the saint who is represented thereon.

Everyone knows how much easier it is to turn one’s thoughts to the Saviour when he sees His Most-pure Image or His Cross, than when he sees only empty walls, or a bookcase.

Holy icons are given to us for venerating the memory of the acts of God and His saints and for devoted elevation of our thoughts to God and His saints. Veneration of icons warms our hearts with love for our Creator and Saviour. Holy icons are similar to the Holy Scriptures, except that they are written with faces and objects instead of letters.

Even in the Old Testament icons were used. At the same time that Moses received the commandment forbidding idols, he received from God instructions to place in the Tabernacle, the mobile Hebrew temple, holy gold icons of Cherubim on the lid of the Ark of the Covenant. The Lord said to Moses, Make them in the two ends of the mercy seat... and there I will meet with thee, and I will commune with thee from above the mercy seat from between the two Cherubim which are upon the Ark of the testimony, of all things which I will give thee in commandment unto the children of Israel (Exod. 25:18,22). The Lord also ordered Moses to make likenesses of cherubim on the veil separating the Sanctuary from the Holy of Holies; and on the interior side of the veil covering, a fine cloth of ancient times, thought to have been made of linen, fine wool, cotton or silk, which covered not only the top but the sides of the Tabernacle (cf. Exod. 26:1-37).

In Solomon’s Temple there were sculptured and embroidered icons of Cherubim on all the walls and on the Temple veil (cf. I Kings 6:27-29; II Chron. 3:7-14). The Cherubim on the Ark of the Covenant were consecrated (cf. II Chron. 3:10). When the Temple was ready, the glory of the Lord (in the form of a cloud) filled the temple (I Kings 8:11). The likenesses of the Cherubim were pleasing to the Lord, and the people, looking at them, prayed and worshipped.

There were no icons of the Lord God in the Tabernacle or in the Temple of Solomon, because He had not yet revealed Himself in the flesh as God incarnate. There were no likenesses of the Old Testament righteous men, because the people had not yet been redeemed and justified (Rom. 3:9,25; Matt. 11:11).

The Lord Jesus Christ sent a miraculous icon of His Face to King Abgar of Edessa. It was known as the Icon-Not-Made-By-Hands. Praying before the Icon-Not-Made-By-Hands of Christ, Abgar was healed of an incurable illness. The Evangelist Luke was a physician and an artist. He painted and left for posterity icons of the Mother of God. Several of them are found in Russia and in Greece.

Many holy icons have been glorified by miracles.

Likenesses of animals or even of the Devil do not defile a holy icon if they are necessary to depict an event necessary for visual instruction. As is known, mention of them in writing does not defile the Holy Scriptures.

Nor does veneration of holy relics contradict the second commandment. In the holy relics we honor the Grace of God, which acts through the remains of the saints.

For Christians, idolatry in the form handed down to us from pagans is impossible. However, instead of uncivilized idolatry, there exist among us much more subtle forms of idolatry, such idolatry as worship of sinful passions like greed, gluttony, pride, vanity, lust and so on.

Covetousness (greed) is the desire to acquire wealth. The Apostle Paul says that covetousness... is idolatry (Col. 3:5). For the rich man love of gain is an idol which he serves and worships more than God.

Gluttony consists of love of dainty dishes and drunkenness. The Apostle Paul says about people who put the feeling of satisfaction for food and drink as the highest thing in life, that their god is their belly (Philip. 3:19).

Pride and Vanity. The proud and vain man has an excessively high opinion of his worth, his intelligence, beauty, and wealth. The vain man considers only himself. He considers his ideas and wishes higher than the will of God. He regards the opinions and advice of other people with contempt and derision, but his own ideas he does not reject, no matter how false they may be. The greedy and vain person makes an idol of himself, both for himself and for others.

By prohibiting these lesser idols, the second commandment inspires the following virtues in their place: unacquisitiveness, generosity, self-denial, fasting, and humility.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...