Saturday, October 31, 2015

Η θεολογία της Εικόνος ....


Η Εκκλησία, έχοντας συνείδηση της πνευματικής αξίας και σημαντικότητος των αγίων εικόνων, ως μέσου αγιασμού και κοινωνίας των πιστών μετά των ιστορουμένων αρχετύπων, τις είχε ανέκαθεν σε μεγάλη εκτίμηση, ευλάβεια και σεβασμό. Θεωρούνται και είναι ένα σημαντικότατο εποπτικό μέσο διδασκαλίας, μια εικαστική γλώσσα της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος αποφαίνεται: «α γαρ ο λόγος της ιστορίας δι” ακοής παρίστησι, ταύτα γραφική σιωπώσα δια μιμήσεως δείκνυσι». Μάλιστα η Ζ” Οικουμενική Σύνοδος έθεσε τις άγιες εικόνες στο ίδιο επίπεδο με το Ευαγγέλιο και τον Τίμιο Σταυρό. Το θέμα των αγίων εικόνων απασχόλησε ανά τους αιώνας τους θεολόγους και τους ερευνητές και ιδίως κατά τον εικοστό αιώνα. Πραγματικά είναι σημαντικό να προβληθεί η σπουδαιότητα της εικόνας και η αξία που έχει για τον άνθρωπο ως μέλος της Εκκλησίας. Μέσα σ” αυτά τα πλαίσια ας ψαύσουμε άκρω δακτύλω – εφόσον το παρόν πόνημα δεν αποτελεί μια συστηματική έρευνα του θέματος – τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας για την εικόνα, όπως αυτή κατοχυρώνεται στα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων και στα πρακτικά της Ζ” Οικουμενικής Συνόδου.
Η λέξη «εικόνα» προέρχεται ετυμολογικά από το ρήμα «είκω» ή «έοικα» και σημαίνει ομοίωμα, δηλαδή αποτύπωση των χαρακτηριστικών κάποιου πρωτοτύπου. Αυτό σημαίνει ότι η εικόνα δεν έχει δική της υπόσταση αλλά η αξία της βρίσκεται στην ομοιότητά της με το πρωτότυπο. «Άλλο γαρ εστί εικών και άλλο το εικονιζόμενον», λέγει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η εικόνα λοιπόν, αποτελεί το αισθητό μέσο ανάμεσα στους πιστούς και στο πρωτότυπο, το οποίο είναι αθέατο γι” αυτούς. Ο Μέγας Βασίλειος κάνει ένα διαχωρισμό της εικόνος σε «φυσική» και «τεχνητή» . Και τα δύο αυτά είδη εικόνων έχουν ένα κοινό γνώρισμα, την ομοιότητα με το πρωτότυπο που εικονίζουν. Διαφέρουν όμως στο εξής. Η ομοιότητα της φυσικής εικόνας προς το πρωτότυπο αναφέρεται στην ουσία του εικονιζομένου πρωτοτύπου, διατηρώντας την διαφορά ως προς την υπόσταση. Χαρακτηριστικό παράδειγμα φυσικής εικόνας είναι ο Υιός και Λόγος του Θεού σε σχέση με τον Θεό Πατέρα. Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει ότι «ο Χριστός εστίν εικών του Θεού του αοράτου»( Κολ. 1,15). Είναι δηλαδή ο Υιός «απαράλλακτος εικών του Όντος» όπως αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός και ταυτίζεται με τον Θεό Πατέρα απόλυτα κατά την ουσία. Εκείνο που κάνει τον Υιό να διαφέρει από τον Πατέρα είναι η υπόστασίς Του και συγκεκριμένα το ιδίωμα του γεννητού. Από την άλλη πλευρά, η τεχνητή εικόνα ομοιάζει με το εικονιζόμενο πρόσωπο ως προς την μορφή αλλά διαφέρει ως προς την ουσία. Εφόσον η τεχνητή εικόνα αναφέρεται μόνο στην μορφή του εικονιζομένου προσώπου άρα αυτό που εικονίζεται δεν είναι η φύση αλλά η υπόσταση του πρωτοτύπου, όπως αναφέρει ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης: «παντός εικονιζομένου, ουχ η φύσις, αλλ” η υπόστασις εικονίζεται». Αυτή η ομοιότητα εικόνος και εικονιζομένου αποτελεί τον όρο ύπάρξεως της τεχνητής εικόνας. Γι” αυτό και οι ορθόδοξες εικόνες δεν είναι γέννημα της φαντασίας του εκάστοτε καλλιτέχνη, αλλά τα πρωτότυπα (ο Κύριος, η Παναγία, οι Άγιοι) είναι ιστορικά πρόσωπα με τα ιδιαίτερα προσωπικά χαρακτηριστικά τους. Σαφέστατα παρατηρούν οι Πατέρες της Ζ” Οικουμενικής Συνόδου: «Ιδόντες τον Κύριον, καθώς είδον, ιστορήσαντες εζωγράφησαν. Ιδόντες Ιάκωβον τον αδελφόν του Κυρίου, καθώς είδον, αυτόν ιστορήσαντες εζωγράφησαν…».
Σ” αυτό το σημείο μπορούμε να αναφερθούμε στη διάκριση της εικόνας από το είδωλο. Δύο είναι τα βασικά στοιχεία που αποκλείουν τον ταυτισμό εικόνας-ειδώλου. Πρώτον η ιστορικότητα των εικονιζομένων προσώπων και δεύτερον η ομοιότητα των εικόνων με τα αρχέτυπά τους. Κατά τον άγιο Νικηφόρο «το δε είδωλον ανυπάρκτων τινών και ανυποστάτων ανάπλασμα». Με άλλα λόγια, το αρχέτυπο του ειδώλου είναι ένα φανταστικό πρόσωπο ενώ της εικόνας είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Οποιαδήποτε προσπάθεια απεικονίσεως του Κυρίου πριν την Σάρκωσή Του θα ήταν εσφαλμένη εφόσον δεν υπήρχε πρωτότυπο. Μετά, όμως, τη Σάρκωση του Λόγου του Θεού, δεν μιλάμε για είδωλο εφόσον ο Κύριος έλαβε συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή.
Σ” αυτό το σημείο έσφαλλαν οι εικονομάχοι (726-843 μ.Χ.) διότι υποστήριζαν ότι μια εικόνα πρέπει να είναι της ίδιας φύσεως με το πρωτότυπο, διαφορετικά είναι είδωλο. Γι” αυτό και θεωρούσαν ως εικόνα του Κυρίου μόνο τον Άγιο Άρτο και Οίνο της Θείας Ευχαριστίας. Για τους ορθόδοξους όμως, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λ. Ουσπένσκυ «Τα Τίμια Δώρα δεν μπορούν να αναγνωρισθούν σαν εικόνα του Χριστού, γιατί ακριβώς είναι ταυτόσημα με Αυτόν, που είναι το Πρωτότυπό τους». Μεγάλη επίδραση στη διαμόρφωση της εικονοκλαστικής συνειδήσεως επέφεραν και τα θρησκεύματα του Ιουδαϊσμού και Μωαμεθανισμού, εξαιτίας της ανεικονικής διδασκαλίας που τους διέκρινε. Κατηγορούσαν, μάλιστα, τους Χριστιανούς ως ειδωλολάτρες και δεισιδαίμονες. Γενικά το πρόβλημα των εικονομάχων ήταν ότι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν το κοσμοσωτήριο γεγονός της Θείας Οικονομίας. Ο Θεός έγινε άνθρωπος «ίνα τον άνθρωπο θεόν ποιήση». Εφόσον η εικόνα είναι μια τρανταχτή απόδειξη της Σαρκώσεως του Θεού Λόγου, άρα η άρνηση της εικόνας κατ” επέκταση σημαίνει την απόρριψη της εν Αγίω Πνεύματι ενανθρωπήσεως του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Ο Ιησούς Χριστός προσέλαβε για την δική μας σωτηρία σάρκα και αίμα. Αυτό μας δίνει το δικαίωμα να τον ζωγραφίζουμε με βάση την συγκεκριμένη ανθρώπινη μορφή Του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι χωρίζουμε την σάρκα Του από την θεότητά Του. Είναι πολύ λογικό, ότι αν δεν απεικονίσουμε τον Κύριο τότε είναι σαν να αρνούμαστε την ανθρώπινη φύση Του. Όπως αναφέραμε και πιο πάνω, ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης έλυσε το θεολογικό αυτό πρόβλημα διδάσκοντας, ότι η εικόνα εξεικονίζει όχι την φύση αλλά την υπόσταση του εικονιζομένου προσώπου.
Σημαντικό ακόμη στοιχείο για την σωστή κατανόηση της ορθοδόξου εικόνας είναι και η σημασία που αποδίδει η Εκκλησία στα πρότυπα των εικόνων της. Τα πρότυπα αυτά μπορούν να είναι μόνο τα ίδια τα ιστορικά πρόσωπα που εικονογραφούνται και ποτέ άλλα άσχετα πρόσωπα, όπως έγινε στη Δυτική εικονογραφία. Για όσους ζωγράφους δεν υπάρχουν κανόνες και όρια, το έργο τους μπορεί να μοιάζει με εικόνα, αλλά μπορεί να αγγίζει και τα όρια της βλασφημίας.
Ο Μέγας Βασίλειος διακηρύττει ότι «η της εικόνος τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». Βεβαίως εδώ ο Άγιος αναφέρεται στην σχέση του Υιού προς τον Θεό Πατέρα, όμως η θέση αυτή χρησιμοποιήθηκε και από την Ζ” Οικουμενική Σύνοδο για τη δικαίωση των αγίων εικόνων. Σημειώνει η Ζ” Οικουμενική Σύνοδος, ότι η προσκύνηση των εικόνων είναι σχετική και τιμητική, ενώ η λατρευτική προσκύνηση αναφέρεται μόνο στον Θεό. Έτσι, λοιπόν, συμπερασματικά δεχόμαστε, ότι η τιμή της εικόνας του αγίου αναφέρεται στο πρωτότυπό της και μέσω του εικονιζομένου αγίου απονέμεται στον ίδιο τον Θεό.
Στο σημείο αυτό αξίζει να αναφέρουμε ότι η τυχόν αδεξιότης του αγιογράφου να αποδώσει επιτυχώς τα χαρακτηριστικά του εικονιζομένου προσώπου, δεν παραβλάπτει την λειτουργικότητα της εικόνας, διότι η προσκύνηση της εικόνας δεν αναφέρεται στις υπάρχουσες ατέλειες αλλά στην ταύτισή της με το εικονιζόμενο πρόσωπο. Μας ενδιαφέρει, δηλαδή, το τι κοινό έχει η εικόνα με το πρωτότυπό της. Αυτό ακριβώς διδάσκει και ο άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης γράφοντας: «Ου γαρ ή υπολέλειπται της εμφερείας αλλ” ή ομοίωται, η προσκύνησις».
Πάρα πολύ σημαντική παράμετρος στο θέμα των αγίων εικόνων είναι και η παρουσία του Αγίου Πνεύματος σ” αυτές. Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός παρατηρεί: «οι άγιοι και ζώντες πεπληρωμένοι ήσαν Πνεύματος Αγίου και τελευτησάντων αυτών, η χάρις του Αγίου Πνεύματος ανεκφοιτήτως ένεστι και ταις ψυχαίς και τοις σώμασιν εν τοις τάφοις, και τοις χαρακτήρσι, και ταις αγίαις εικόσιν αυτών». Χάρις, λοιπόν, στην παρουσία του Αγίου Πνεύματος στα εικονιζόμενα πρωτότυπα και οι εικόνες της Εκκλησίας είναι «Πνεύματος Αγίου πεπληρωμέναι». Συνεπώς πρέπει να προσέξουμε ότι οι εικόνες δεν είναι απλά αντικείμενα τέχνης αλλά εκφράζουν μια πνευματική πραγματικότητα, μας τονίζουν το σκοπό της χριστιανικής ζωής, που είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος. Βεβαίως, η ύπαρξη του Αγίου Πνεύματος στις εικόνες δεν είναι κατ” ουσίαν αλλά χαρισματική. Όμως, η χάρις των εικόνων μετέχεται από τους πιστούς και τους αγιάζει. Κατά την θέα των εικονιζομένων προσώπων ο αγιασμός που πηγάζει από τις εικόνες γίνεται μεθεκτός από τους πιστούς, όχι βεβαίως κατά τρόπο μηχανικό. Βασικές προϋποθέσεις καρπώσεως αγιασμού είναι η πίστη και η εσωτερική καθαρότητα, με τις οποίες οι πιστοί προσεγγίζουν τους εικονιζομένους αγίους. Αναφέρεται στα πρακτικά της Ζ” Οικουμενικής Συνόδου: « ούτως καγώ δέχομαι και ασπάζομαι και περιπτύσσομαι τας ιεράς εικόνας, ως αρραβώνα της σωτηρίας μου ούσας». Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι οι εικόνες αποτελούν αρραβώνα της σωτηρίας των πιστών λόγω της μετοχής αγιασμού των πιστών από την προσκύνηση των εικόνων.
Και σε αυτό το σημείο οι εικονομάχοι λόγω της αρνητικής τοποθετήσεως τους έναντι των εικόνων, γίνονται θεομάχοι, στερώντας τους πιστούς από μια βασική δυνατότητα για την πνευματική τελείωσή τους.
Ο Ρωμαιοκαθολικισμός απορρίπτοντας την διάκριση ανάμεσα στην άκτιστη ουσία, η οποία είναι αμέθεκτη και απρόσιτη, και στην άκτιστη χάρη του Θεού, η οποία είναι προσιτή από τους ανθρώπους, άφησε στο περιθώριο τη χαρισματική παρουσία του Θεού στις εικόνες και κατά συνέπεια τον αγιαστικό χαρακτήρα των εικόνων. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους, για τους οποίους οι δυτικοί ζωγράφοι χρησιμοποιούν στα έργα τους πρότυπα άσχετα από τα εικονιζόμενα πρωτότυπα και μάλιστα πολλές φορές ηθικώς διαβεβλημένα. Πολύ σωστά ο καθηγητής Δ. Τσελεγγίδης παρατηρεί, ότι η δυτική ζωγραφική δεν αποτελεί παρακμή της πρωτοβουλίας του ζωγράφου αλλά παρεκτροπή της δυτικής θεολογίας, η οποία όμως αποτελεί έκφραση της εσφαλμένης εκκλησιαστικής ζωής της.
Τέλος, ας αναφερθούμε και στον πνευματικό χαρακτήρα των αγίων εικόνων της ορθοδόξου αγιογραφίας. Το θέμα αυτό γίνεται περισσότερο αντιληπτό εαν εστιάσουμε την προσοχή μας στον σκοπό της ορθοδόξου ζωγραφικής. Η ορθόδοξη εικόνα περιγράφει την ύπαρξη του εικονιζομένου στην εσχατολογική του μορφή, εκφράζει την μακαριότητα του ανακαινισμένου εν Χριστω ανθρώπου. Όταν ερωτήθη ο αείμνηστος Φ. Κόντογλου γιατί η βυζαντινή τέχνη δεν είναι φυσική, απάντησε τα εξής: «Δεν είναι φυσική διότι δεν έχει σκοπό να εκφράσει μονάχα το φυσικό, αλλά και το υπερφυσικό».
Θέλοντας, λοιπόν, η Εκκλησία να μας εισαγάγει στον κόσμο της Βασιλείας του Θεού, παραμέρισε από τις άγιες εικόνες το φυσικό κάλλος, την απεικόνιση του φυσικού ανθρώπου και προσπάθησε να μας διδάξει την πραγματικότητα και την αναγκαιότητα της αγιότητας. Ο άνθρωπος είναι πλασμένος κατ” εικόνα Θεού. Ο μεταπτωτικός άνθρωπος αμαύρωσε αυτό το εκ Θεού γνώρισμά του. Μέσα, όμως , στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας ο αμαρτωλός άνθρωπος πετυχαίνει πάλι την επιστροφή του στον κόσμο της μακαριότητος του καινού ανθρώπου, στο ανακαινισμένο κατ” εικόνα. Αυτοί οι πραγματικά σημαιοφόροι της εν Χριστώ θεώσεως είναι οι Άγιοι, οι οποίοι πέτυχαν τον αγιασμό εις το μέγιστο, κατά το δυνατόν, βαθμό. Θέλοντας, λοιπόν, η ορθόδοξη αγιογραφία να αποδώσει το αρχέγονον κάλλος μετασχηματίζει την πραγματικότητα, εικονίζει το κατ” εικόνα – όσο είναι ανθρωπίνως δυνατόν – όπως κατ” ανάλογο τρόπο το ανακαινισμένο κατ” εικόνα εικονίζει το Λόγο του Θεού, που είναι η φυσική εικόνα του Θεού Πατέρα. Για τους παραπάνω λόγους και τα εκφραστικά μέσα της αγιογραφίας ακολούθησαν το πνεύμα της. Οι αναλογίες των σωμάτων δεν είναι φυσικές – συνήθως τα σώματα είναι επιμήκη -, διακρίνουμε έντονο το στοιχείο της ολικής σχηματοποίησης, οι οφθαλμοί είναι μεγάλοι φανερώνοντας μια βαθιά πνευματικότητα, υπάρχει έλλειψη της τρίτης διάστασης (προοπτική) ως βασικό αντινατουραλιστικό στοιχείο, χρήση του στοιχείου της λιτότητας στην σύνθεση, στα σχήματα, ως απόρροια ασκητικής διαθέσεως, αλλά και για να κυριαρχεί στην εικόνα το κεντρικό θέμα και άλλα πολλά στοιχεία, τα οποία στο σύνολό τους εκφράζουν την κατάσταση της Θείας χάριτος, την αγιότητα του προσώπου.
Δυστυχώς πολλοί σημερινοί Χριστιανοί έχουν παρεξηγήσει τις ορθόδοξες εικόνες ως αφύσικες και άσχημες. Σαφώς επηρεασμένοι από τις θρησκευτικές ζωγραφιές της Δύσης, δυσκολεύονται να συλλάβουν το πνευματικό νόημα της ορθόδοξης τέχνης. Παραμερίζουν το γεγονός, ότι τα εικονιζόμενα πρόσωπα ζουν πλέον σε ένα χώρο ουράνιο και άφθαρτο, όχι σ” αυτόν εδώ τον εφήμερο και φθαρτό και δεν ευαισθητοποιούνται από τους λόγους του Κυρίου μας Ιησού Χριστού ότι «το εκ της σαρκός σαρξ εστιν», ενώ «το εκ του πνεύματος πνεύμα εστιν».
Ας κλείσουμε το θέμα μας με τις εύστοχες θεολογικές παρατηρήσεις του π. Βασιλείου Ιβηρίτη: «Η εικόνα έρχεται από μακριά και οδηγεί μακριά, στην υπέρβαση της εικόνας, στην κατάσταση την πέρα από τα φαινόμενα και τα νοούμενα, πέρα από τα σύμβολα και τους εικονισμούς. Αν η εικόνα μας έκλεινε στην ίδια την εικόνα, το σχήμα, το χρώμα, την αισθητική, την ιστορία, τον κτιστό κόσμο, θα ήταν είδωλο και δεν θα άξιζε να χυθεί τόσο αίμα για την αναστήλωσή της. Δεν συμβαίνει όμως αυτό. Η λειτουργική εικόνα είναι συνέπεια και καρπός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου και μαρτυρία, οδηγός της θεώσεως του ανθρώπου.

Ιερόν Ησυχαστήριον Παντοκράτορος
Μελισσοχώρι

St Theodota and the Holy Wonderworkers and Unmercenary Physicians Cosmas and Damian...



Saint Theodota was the mother of Holy Wonderworkers and Unmercenaries Cosmas and Damian of Mesopotamia. They were all natives of Asia Minor. Her pagan husband died while her children were still quite small, but she raised them in Christian piety. Through her own example, and by reading holy books to them, St Theodota preserved her children in purity of life according to the command of the Lord, and Cosmas and Damian grew up into righteous and virtuous men.


The Holy Wonderworkers and Unmercenary Physicians Cosmas and Damian and their mother St Theodota were natives of Asia Minor (some sources say Mesopotamia). Their pagan father died while they were still quite small children. Their mother raised them in Christian piety. Through her own example, and by reading holy books to them, St Theodota preserved her children in purity of life according to the command of the Lord, and Cosmas and Damian grew up into righteous and virtuous men.

Trained and skilled as physicians, they received from the Holy Spirit the gift of healing people’s illnesses of body and soul by the power of prayer. They even treated animals. With fervent love for both God and neighbor, they never took payment for their services. They strictly observed the command of our Lord Jesus Christ, “Freely have you received, freely give.” (Mt. 10:8). The fame of Sts Cosmas and Damian spread throughout all the surrounding region, and people called them unmercenary physicians.

Once, the saints were summoned to a grievously ill woman named Palladia, whom all the doctors had refused to treat because of her seemingly hopeless condition. Through faith and through the fervent prayer of the holy brothers, the Lord healed the deadly disease and Palladia got up from her bed perfectly healthy and giving praise to God. In gratitude for being healed and wishing to give them a small gift, Palladia went quietly to Damian. She presented him with three eggs and said, “Take this small gift in the Name of the Holy Life-Creating Trinity, the Father, Son, and Holy Spirit.” Hearing the Name of the Holy Trinity, the unmercenary one did not dare to refuse.

When St Cosmas learned what had happened, became very sad, for he thought that his brother had broken their strict vow. On his deathbed he gave instructions that his brother should not be buried beside him. St Damian also died shortly afterward, and everyone wondered where St Damian’s grave should be. But through the will of God a miracle occurred. A camel, which the saints had treated for its wildness, spoke with a human voice saying that they should have no doubts about whether to place Damian beside Cosmas, because Damian did not accept the eggs from the woman as payment, but out of respect for the Name of God. The venerable relics of the holy brothers were buried together at Thereman (Mesopotamia).

Many miracles were worked after the death of the holy unmercenaries. There lived at Thereman, near the church of Cosmas and Damian, a certain man by the name of Malchus. One day he went on a journey, leaving his wife all alone for what would be a long time. He prayerfully entrusted her to the heavenly protection of the holy brothers. But the Enemy of the race of mankind took on the appearance of one of Malchus’ friends, and planned to kill the woman. A certain time went by, and this man went to her at home and said that Malchus had sent him to bring her to him. The woman believed him and went along. He led her to a solitary place intending to kill her. The woman, seeing that disaster threatened her, called upon God with deep faith.

Two fiercesome men then appeared, and the devil let go of the woman and fled, falling off a cliff. The two men led the woman home. At her own home, bowing to them deeply she asked, “ My rescuers, to whom I shall be grateful to the end of my days, what are your names?”

They replied, “We are the servants of Christ, Cosmas and Damian,” and became invisible. The woman with trembling and with joy told everyone about what had happened to her. Glorifying God, she went up to the icon of the holy brothers and tearfully offered prayers of thanksgiving for her deliverance. And from that time the holy brothers were venerated as protectors of the holiness and inviolability of Christian marriage, and as givers of harmony to conjugal life.

Sunday, October 25, 2015

Γιά τό πάθος τοῦ καπνίσματος


«οὐκ οἴδατε ὅτι ναός Θεοῦ ἐστέ καί τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;»

( Α’ Κορινθ. γ’, 16 )

Ἅγιος Ἀμβρόσιος τῆς Ὄπτινα

Σέ γράμμα του μέ ἡμερομηνία 12 Ὀκτωβρίου 1888 ὁ Ὅσιος Ἀμβρόσιος, ἀπαντᾶ σέ ἐπιστολή τοῦ μανιώδους καπνιστῆ Ἀλέξιου Στεπάνοβιτς Μαγιόρωφ πού τοῦ ζητᾶ βοήθεια προκειμένου νά κόψει τό κάπνισμα, τά ἑξῆς:

«Γράφεις ὅτι δέν μπορεῖς νά κόψεις τό κάπνισμα! Αὐτό πού εἶναι ἀδύνατο γιά τόν ἄνθρωπο, εἶναι δυνατό μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Τό μόνο πού χρειάζεται εἶναι νά ἀποφασίσεις μέ σταθερότητα νά ἀπαλλαγεῖς ἀπ’ αὐτό, ἀφοῦ ἀναγνωρίζεις τήν ζημία πού προξενεῖ στήν ψυχή καί στό σῶμα σου. Διότι ὁ καπνός:

ἐξασθενίζει τήν ψυχή, αὐξάνει καί δυναμώνει τά πάθη, σκοτίζει τό νοῦ καί καταστρέφει σιγά-σιγά τή σωματική ὑγεία μέ ἕναν ἀργό θάνατο.

Ταυτόχρονα οἱ πνευματικές ἀσθένειες τῆς ὀξυθυμίας καί μελαγχολίας ἐμφανίζονται στήν ψυχή σάν συνέπεια τοῦ καπνίσματος.

Σέ συμβουλεύω νά χρησιμοποιήσεις πνευματική θεραπεία γιά τήν καταπολέμηση τοῦ πάθους σου. Νά κάνεις λεπτομερῆ ἐξομολόγηση ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν πού διέπραξες ἀπό τήν ἡλικία τῶν ἑπτά χρόνων ἔως σήμερα καί νά μεταλάβεις τά Ἄχραντα Μυστήρια.

Κάθε μέρα νά διαβάζεις ὄρθιος ἕνα ἤ περισσότερα κεφάλαια τοῦ Εὐαγγελίου.

Μόλις ἀρχίζει νά ἐμφανίζεται ἡ ἀποθάρρυνση καί ἡ ἀπελπισία, νά διαβάζεις καί πάλι μέχρι νά περάσει.

Ἄν ξαναεμφανισθεῖ, ἄρχισε πάλι τήν μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου.

Ἤ, ἄν θέλεις, πήγαινε σέ κάποιον ἀπομονωμένο χῶρο καί κάνε τριάντα τρεῖς ἐδαφιαῖες μετάνοιες σέ ἀνάμνηση τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κυρίου καί πρός τιμήν τῆς Ἁγίας Τριάδος».

(Ἁγιορείτικη Μαρτυρία. Τριμηνιαῖα Ἔκδοση Ἱερᾶς Μονῆς Ξηροποτάμου, Τεῡχος 6)

Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κροστάνδης

«Ὁ ἄνθρωπος ἔχει διαστρέψει τήν ἡδονή τῶν αἰσθήσεών του. Γιά τήν ὄσφρηση καί τήν γεύση ἀνακάλυψε ἕναν βρωμερό καί πικρό καπνό πού τόν τραβάει σχεδόν συνεχῶς στό στῆθος του. Ἔτσι, χαλάει τόν ἀέρα ἐντός καί ἐκτός τῆς κατοικίας του καί διαποτίζεται ὁ ἴδιος ἀπό αὐτήν τήν βρῶμα. Ὁ καπνός πού καταπίνει κάνει κακό ὄχι μόνο στήν ὑγεία, ἀλλά καί στήν λεπτότητα τῆς συναίσθησης τῆς καρδιᾶς, κοινωνώντας σ’ αὐτήν τόν σαρκικό χαρακτῆρα, τήν χοντράδα της καί τήν ὑποδούλωση τῶν αἰσθήσεων».

Saturday, October 24, 2015

Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ







Why our intention to correct ourselves and lead a holy life remains without result ...


The first and foremost reason why our intention to correct ourselves and lead a holy life remains without result lies in the fact that our intention is often too vague and indefinite.
A certain sinner, for example, says to himself: “It’s high time for me to stop sinning, time to mend my ways! I repent! I’ll stop sinning!” The intention is quite indefinite. And because of this, although it might be sincere, it is unreliable and may not achieve the desired correction.
He who has a sincere desire to amend himself must first of all determine exactly what it is that must be corrected. He must determine what his greatest sin is and what means he must use against it, and what dangers he must avoid so as not to fall into it again, since it has become a habit, a part of his life. All this thought and self-examination must come first and only then should a resolve be made, and that resolve should be specific as, for example: “Enough is enough! With God’s help I am no longer going to fall into such-and-such a sin; I’m going to break this bad habit; I’m no longer going to associate with those particular people who encourage me in this habit; I’m going to break off that unhealthy relationship; I’m going to use such-and-such means against this sin; I’m going to arm myself and muster all my forces against it when it begins again to tempt me.”
The same thing must also be said about the resolution to lead a righteous life. By no means is it enough to content oneself simply by stating the following resolve: “From this time forth I’m going to lead a God-pleasing life.” Such a resolution is not definite enough, and although it may have come from the heart, it is doubtful whether it will have any effect.
He who desires to abandon a life of sin and live a righteous life must first of all examine which obligations he has most difficulty in fulfilling and does not like to fulfill; what exactly hinders their fulfillment; what he must do, what means he must employ to fulfill them more readily. Having done this, he must make a specific resolve, as for example: “Now, with God’s help I will try hard to fulfill this obligation which until now I have done so poorly; I will apply myself to using such-and-such means towards its fulfillment. For example, when someone offends me I will be more patient; I won’t start using insulting and shameful language, or better yet, I won’t answer back at all; in such-and such company I’ll be more careful in what I say; at such-and-such times I’ll try to pray fervently, something I have not done up to now.., and so on.”
In general, the more definite one’s intention to change one’s sinful life and live righteously, the more it will suit the particular circumstances, the state of one’s soul, one’s relationship with others, etc., and the more hope there is of its bringing it into reality. When something is so definite one can more easily direct one’s thoughts and one’s strength to one subject and thus, of course, more easily achieve the desired goal.
Another reason why our good intentions fail, is because we do not hold firmly enough to our resolve. Scarcely two or three days pass by after our having made our resolution and we, in our normal daily routine of life amidst our worldly cares and pursuits, have already forgotten our intention, although at the time it was made with proper firmness of purpose. For this reason, if we truly wish our good intention to be realized, then each of us, every morning after our morning prayers, must immediately bring to mind and renew our resolution, saying in our hearts: “I promised God to turn away from this particular sin; I really wanted to fulfill this obligation; I must keep my promise!” Having renewed in this way our good intention, we must diligently pray to God that He would grant us the necessary strength to carry it out.
Likewise, our intention must be renewed in this way throughout the course of the day. And when evening comes, we should never go to sleep without having first examined our hearts to see how we have spent the day: did we keep our promise to God? And if it happens that we went against our resolve, against our promise, then we must immediately ask God’s forgiveness, and once again renew our resolve and carefully watch over ourselves. This is the way in which those people act who are concerned for the salvation of their souls, and in this way they attain salvation!
The third reason we fail in our intention to lead a better life, is our excessive fear of the difficulties connected with such an undertaking. A holy life is not attained without work, without sufferings and difficulties; it often takes a prolonged and fierce battle. We must withdraw from occasions to sin, of which there are so many. We must sacrifice various enjoyments which are so pleasant, abandon many worldly pursuits which make life interesting, and endure many unpleasant things which because of our self-love are often so difficult to bear.
For example, let us suppose that we resolved to withdraw from our natural inclination to become angry. In order to turn away from anger we must quietly endure a lot of what is to us almost unbearable, and to which our usual response would have been a stream of crude words; sometimes we must not justify ourselves even when we are in the right; often we must be silent when we feel the urge to speak; often we must give in to others even when the occasion does not demand it; we must often bear the offenses of others and not reveal our irritation; often force ourselves to patiently endure when we are slandered or laughed at like fools and cowards. All this we must endure if we truly desire to realize our intention to withdraw from anger.
Amidst all the difficulties of keeping oneself from anger or any other sin which manifests itself as particularly great, our soul often falls into despondency and all our strength seems to evaporate. In such cases we must immediately bring to mind various sacred truths and experiences which are able to restore our former spirit, our former strength, and give us hope of abandoning the sin from which we decided to turn away. Thus we must remember that no matter how weak a man is, with God’s help he can do and endure all things if only he truly desires and uses it; this is accomplished through the strength that is granted by God.
We must remember the millions of righteous ones, who have gone before us and their self-denial, patience and endurance which they left as an example for us and for the whole world. We must remember that, above all, God desires our correction, and because of this, knowing our weakness and our needs, He will unfailingly come to our aid if only we turn to Him with fervent prayer and make use of the means and the power which He has given to us.
We must remember that the difficulties which invariably accompany any important undertaking are intimidating only to the lazy and faint-hearted; that only the first steps along the path of correction are unpleasant and difficult; that the farther one goes along such a path the easier and less painful it becomes; that any victory which we gain over our enemy makes us much stronger and better able to endure any further onslaughts. We must more often remind ourselves of the feeling of peace and satisfaction we shall experience when in the last days and hours of our life we look back at our past, at the difficulties we have heroically overcome, at the many sufferings borne with Christian patience, at the countless temptations conquered by our love for God, at all the noble deeds which we performed in secret before God’s eyes alone, at all the favors which we showed our fellow man, at the faithfulness with which we fulfilled our obligations, often forcing ourselves to the utmost to do this.
Finally, we must more often remind ourselves that for all this we will be rewarded by so much in the life of the age to come that all the difficulties which we overcome here in this life, all the sufferings which we endure in this age for the sake of a righteous life, will appear to us much smaller; in fact, they will appear insignificant, in comparison with the heavenly rewards.
O, Almighty God! Now we count each minute of trial and suffering and we rarely consider the blessed eternity which delights the souls of Thy righteous and faithful servants. Brother! In your striving towards a God-pleasing life, when you weigh your earthly difficulties and grief, place more often on the scale this eternity! It will outweigh all your trials, all the pleasures of worldly pursuits, pleasures and enjoyments.
The fourth reason that our resolution to lead a better life often fails, lies in the fact that we want immediately to become saints. Many people, when they once feel an aversion to their sinful behavior, make a firm resolve to change their ways and place a good beginning towards this reform; but because this doesn’t happen as quickly as they would like, and whether by habit or rashness they often fall into their old sins, they lose heart and come to the conclusion that it’s impossible for them to change their ways.
Brother! Sister! People don’t become saints overnight. Our old man does not easily yield to being transformed into the new man. A big tree is not felled by a single stroke of the ax. So it is with each evil passion which’ is so firmly rooted in us. The way to perfection or to spiritual maturity is almost always unnoticeable, just as are so many things in nature.
A spiritual man passes through various stages of growth, just like the physical man. Much time is spent in childhood before reaching the fullness and strength of manhood. There is a long period of weakness, and only then does one become stronger and stronger, until finally one becomes a man. Only at this age is one capable of doing what is proper to a man. Likewise, a ripened ear of corn is at first only a seed, then a small blade of grass, then a stalk, and finally an ear of corn; but even this ear is not ripe all at once, but grows, then flowers, then it tassels and only then does it become ripe. The same is true of a righteous, life! Even the best man in the world does not suddenly become a saint. His perfection for the most part develops slowly and only little by little. Good earth which accepts into itself a good seed brings forth fruit, says the Lord, in patience. (Lk 8:15).
To fall, of course, is not good, and it were better not to; but he who falls and then quickly gets up, becomes wiser and more careful, renews his good intention, fervently prays to God for new strength to attain a righteous life. Falls are not such a hindrance for such a man on the path to perfection. At the time of his fall, when he falleth, he shall find a stay, i.e., strength (Sir 3:31) and like the Apostle Paul, strikes ahead towards the mark of the prize of the high calling, forgetting those things which are behind. (Phil 3:13).
The above, then, are some of the reasons why our good intentions to turn away from sin and lead a better life are often unfulfilled. Let us avoid these pitfalls; let us try to make our resolution as definite as possible; let us remember more often and continually to renew our decision, and let us not become faint-hearted if we do not at once reach perfection, but let us courageously surmount the difficulties we meet along the way in firm hope of God’s help.

From “The Conversations of Metropolitan Gregory of Novgorod,” translated from the monthly periodical of St. Panteleimon’s Monastery on Mt. Athos, January 1899, pp. 15-19.

Friday, October 23, 2015

Ο Χριστός και η Παναγιά δεν τιμωρούν, αγαπούν....


Ακούμε συχνά κάποιον να λέει. Έκανα αυτό το άσχημο πράγμα και η Παναγιά με τιμώρησε. Άλλος πάλι λέει. Διέπραξα αυτό το κακό και ο Χριστός με τιμώρησε. Η ο Άγιος με τιμώρησε.
Πόσο λάθος κάνουμε παιδιά μου. Πόσο μεγάλο λάθος.
Ούτε η Παναγιά τιμωρεί κανέναν, ούτε ο Χριστός μας, ούτε φυσικά και κανένας Άγιος.
Αλήθεια λέω. Γιατί; Γιατί απλούστατα δεν μπορούν να τιμωρήσουν κανέναν παιδιά μου.
Η ενέργεια τους αποτελείται από αγνή και καθαρή αγάπη. Και η αγάπη δεν μπορεί να κάνει κακό. Γιατί; Γιατί απλούστατα δεν μπορεί. Αν κάνει κακό, τότε δεν θα είναι αγάπη.
Και αφού είναι αγνή και καθαρή αγάπη και τίποτα άλλο, δεν μπορεί να κάνει κακό.
Τι συμβαίνει τότε και όταν διαπράξουμε κάτι κακό, μας έρχεται καρπαζιά ένα δυσάρεστο γεγονός, που εμείς μεταφράζουμε σαν τιμωρία από τον Χριστό ή την Παναγία;
Έχετε ακούσει την έκφραση, αυτόν τον πήρε ο διάολος και τον σήκωσε.;
Ε κάτι τέτοιο συμβαίνει. Όσο είμαστε σε αρμονία με την αγάπη του Κυρίου μας, έχουμε σαν ασπίδα αυτή την αγάπη και ο πονηρός δεν μπορεί να μας πειράξει. Εκτός από κάτι μικρές φωνούλες που εμφανίζονται που και που ,δεν μπορεί να μας κάνει κακό. Και καμιά φορά ακόμα και αυτές οι μικρές φωνούλες είναι παιχνίδια του μυαλού μας και δεν έχουν σχέση με τον πονηρό.
Όταν όμως διαπράξουμε ένα σοβαρό αμάρτημα και ειδικά όταν αυτό το αμάρτημα έχει καταστροφικές συνέπειες για κάποιον άλλο, ή έχουμε προσβάλει ή βρίσει τον Θεό και την Παναγία μας, τότε αυτομάτως χάνουμε την αρμονία της αγάπης του Χριστού μας, η ασπίδα προστασίας μας φεύγει από τα χέρια μας και απροστάτευτοι πλέον γινόμαστε έρμαιο στα χέρια του πονηρού, που με μεγάλη του χαρά θα μας περιλάβει για να εκτελέσει αυτό που του δίνει μεγάλη χαρά. Να μας πονέσει .Και εμείς αντί να καταλάβουμε τι συμβαίνει και να τρέξουμε με δάκρυα στα μάτια να επανορθώσουμε ότι μπορούμε και να ξανά βρούμε την προστασία μας στην αγάπη του Κυρίου μας, λέμε με τιμώρησε η Παναγιά η ο Χριστός.
Και ξεκαρδίζεται στα γέλια ο πονηρός.
Όχι παιδιά μου. Ο Χριστός, η Παναγία και οι Άγιοι του Κυρίου δεν τιμωρούν. Αγαπούν.
Και πονούν να μας βλέπουν να υποφέρουμε. Εμείς ανοίγουμε την πόρτα και βγαίνουμε από την περιοχή προστασίας του Κυρίου.
Με εξομολόγηση, ειλικρινή μεταμέλεια και την ευλογία του ιερέα ,μπορούμε να ξαναβρεθούμε σύντομα σε αρμονία πάλι με την αγάπη του Κυρίου μας. Και να είμαστε προστατευμένοι..
Ο καλός θεός και η Παναγιά μας να σας προστατεύουν από κάθε κακό.

Πατήρ Ιωάννης


http://lllazaros.blogspot.ca/

Thursday, October 22, 2015

Η ταπείνωση , το πιο δυνατό σόκ για τον διάβολο ...( Άγιος Παΐσιος )


Η ταπείνωση έχει μεγάλη δύναμη και διαλύει τον διάβολο. Είναι το πιο δυνατό σόκ για τον διάβολο.

Όπου υπάρχει ταπείνωση, δεν έχει θέση ο διάβολος. Και όπου δεν υπάρχει διάβολος, επόμενο είναι να μην υπάρχουν πειρασμοί.

Μια φορά ένας ασκητής ζόρισε ένα ταγκαλάκι να πή το "Αγιος ο Θεός ...;";

Είπε το ταγκαλάκι "Αγιος ο Θεός, άγιος ισχυρός, άγιος αθάνατος";, "ελέησον ημάς" δεν έλεγε.

Πές: "ελέησον ημάς"! Τίποτε! Αν το έλεγε, θα γινόταν Άγγελος. Όλα τα λέει το ταγκαλάκι, το ''ελέησόν με" δεν το λέει, γιατί χρειάζεται ταπείνωση. Το "ελέησον με" έχει ταπείνωση, και δέχεται η ψυχή το μεγάλο έλεος του Θεού που ζητάει.

Ό,τι και να κάνουμε, ταπείνωση-αγάπη-αρχοντιά χρειάζεται. Τα πράγματα είναι απλά. Εμείς τα κάνουμε δύσκολα. Όσο μπορούμε, να κάνουμε ό,τι είναι δύσκολο στον διάβολο και εύκολο στον άνθρωπο.

Η αγάπη και η ταπείνωση είναι δύσκολες στον διάβολο και εύκολες στον άνθρωπο. Και ένας φιλάσθενος που δεν μπορεί να κάνει άσκηση, μπορεί να νικήση τον διάβολο με την ταπείνωση. Σε ένα λεπτό μέσα μπορεί ο άνθρωπος να γίνη Άγγελος ή ταγκαλάκι. Πώς; Με την ταπείνωση ή την υπερηφάνεια.

Τι, μήπως χρειάσθηκαν ώρες για να γίνη ο Εωσφόρος από Άγγελος διάβολος; Μέσα σε δευτερόλεπτα έγινε. Ο ευκολώτερος τρόπος για να σωθούμε, είναι η αγάπη και η ταπείνωση. Γι΄αυτό από την αγάπη και την ταπείνωση να αρχίσουμε και μετά να προχωρήσουμε στα άλλα.

Να εύχεσθε να δίνουμε συνέχεια χαρά στον Χριστό και στενοχώρια στο ταγκαλάκι, μια που του αρέσει η κόλαση και δεν θέλει να μετανοήση";.


Άγιος Παΐσιος

7 Holy Youths “Seven Sleepers” of Ephesus


Commemorated on October 22

The Seven Youths of Ephesus: Maximilian, Iamblicus, Martinian, John, Dionysius, Exacustodianus (Constantine) and Antoninus, lived in the third century. St Maximilian was the son of the Ephesus city administrator, and the other six youths were sons of illustrious citizens of Ephesus. The youths were friends from childhood, and all were in military service together.

When the emperor Decius (249-251) arrived in Ephesus, he commanded all the citizens to offer sacrifice to the pagan gods. Torture and death awaited anyone who disobeyed. The seven youths were denounced by informants, and were summoned to reply to the charges. Appearing before the emperor, the young men confessed their faith in Christ.

Their military belts and insignia were quickly taken from them. Decius permitted them to go free, however, hoping that they would change their minds while he was off on a military campaign. The youths fled from the city and hid in a cave on Mount Ochlon, where they passed their time in prayer, preparing for martyrdom.

The youngest of them, St Iamblicus, dressed as a beggar and went into the city to buy bread. On one of his excursions into the city, he heard that the emperor had returned and was looking for them. St Maximilian urged his companions to come out of the cave and present themselves for trial.

Learning where the young men were hidden, the emperor ordered that the entrance of the cave be sealed with stones so that the saints would perish from hunger and thirst. Two of the dignitaries at the blocked entrance to the cave were secret Christians. Desiring to preserve the memory of the saints, they placed in the cave a sealed container containing two metal plaques. On them were inscribed the names of the seven youths and the details of their suffering and death.

The Lord placed the youths into a miraculous sleep lasting almost two centuries. In the meantime, the persecutions against Christians had ceased. During the reign of the holy emperor Theodosius the Younger (408-450) there were heretics who denied that there would be a general resurrection of the dead at the Second Coming of our Lord Jesus Christ. Some of them said, “How can there be a resurrection of the dead when there will be neither soul nor body, since they are disintegrated?” Others affirmed, “The souls alone will have a restoration, since it would be impossible for bodies to arise and live after a thousand years, when even their dust would not remain.” Therefore, the Lord revealed the mystery of the Resurrection of the Dead and of the future life through His seven saints.

The owner of the land on which Mount Ochlon was situated, discovered the stone construction, and his workers opened up the entrance to the cave. The Lord had kept the youths alive, and they awoke from their sleep, unaware that almost two hundred years had passed. Their bodies and clothing were completely undecayed.

Preparing to accept torture, the youths once again asked St Iamblicus to buy bread for them in the city. Going toward the city, the youth was astonished to see a cross on the gates. Hearing the name of Jesus Christ freely spoken, he began to doubt that he was approaching his own city.

When he paid for the bread, Iamblicus gave the merchant coins with the image of the emperor Decius on it. He was detained, as someone who might be concealing a horde of old money. They took St Iamblicus to the city administrator, who also happened to be the Bishop of Ephesus. Hearing the bewildering answers of the young man, the bishop perceived that God was revealing some sort of mystery through him, and went with other people to the cave.

At the entrance to the cave the bishop found the sealed container and opened it. He read upon the metal plaques the names of the seven youths and the details of the sealing of the cave on the orders of the emperor Decius. Going into the cave and seeing the saints alive, everyone rejoiced and perceived that the Lord, by waking them from their long sleep, was demonstrating to the Church the mystery of the Resurrection of the Dead.

Soon the emperor himself arrived in Ephesus and spoke with the young men in the cave. Then the holy youths, in sight of everyone, lay their heads upon the ground and fell asleep again, this time until the General Resurrection.

The emperor wanted to place each of the youths into a jeweled coffin, but they appeared to him in a dream and said that their bodies were to be left upon the ground in the cave. In the twelfth century the Russian pilgrim Igumen Daniel saw the holy relics of the seven youths in the cave.

There is a second commemoration of the seven youths on October 22. According to one tradition, which entered into the Russian PROLOGUE (of Saints’ Lives), the youths fell asleep for the second time on this day. The Greek MENAION of 1870 says that they first fell asleep on August 4, and woke up on October 22.

There is a prayer of the Seven Sleepers of Ephesus in the GREAT BOOK OF NEEDS (Trebnik) for those who are ill and cannot sleep. The Seven Sleepers are also mentioned in the service for the Church New Year, September 1.


http://oca.org/saints/lives

Wednesday, October 21, 2015

Protestantism? Is is the loyal child of Papism ( St. Justin Popovich )



“Protestantism? It is the loyal child of Papism. It went from one heresy to another over the centuries because of its rationalistic scholasticism, and it is continually drowning in the various poisons of its heretical errors. In addition, Papal haughtiness and ‘infallible’ foolishness reign absolutely within it, ruining the souls of its faithful. First of all each Protestant is an independent pope when it comes to matters of faith. This always leads from one spiritual death to another; and there is no end to this ‘dying’ since a person can suffer countless spiritual deaths (in a lifetime).

Since this is the way things are, there is no way out of this impasse for the Papist-Protestantic Ecumenism with its pseudo-Church and its pseudo-Christianity without wholehearted repentance before the God-man Christ and His Orthodox Catholic Church. Repentance is the remedy for every sin, the medicine given to man by the only Friend of man (Christ).”

St. Justin Popovich, Orthodox Faith & Life in Christ, “Humanistic Ecumenism”

Monday, October 19, 2015

Saint Paisios of Mount Athos






Η διαφορά ανάμεσα στους ιερείς και στους γονείς μας ( Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος )




Οι γονείς μας, ο πατέρας μας και η μητέρα μας, είναι ιερά πρόσωπα για μας. Έχουν από το Θεό μεγάλη χάρη και ευλογία. Μα πιο μεγάλη από αυτούς χάρη και ευλογία έχουν οι ιερείς μας.
 

 Η διαφορά ανάμεσα στους ιερείς και στους γονείς μας είναι πολύ μεγάλη. Είναι τόσο μεγάλη, όσο μεγάλη είναι η διαφορά ανάμεσα στην παρούσα ζωή και στην αιώνια.
 

 Οι γονείς, γεννούν παιδιά, για την παρούσα ζωή· οι ιερείς, για την άλλη.Οι γονείς, δεν μπορούν, ούτε να σώσουν τα παιδιά τους, ούτε να τα προφυλάξουν· ούτε από αρρώστειες· ούτε από τον θάνατο!
 

 Οι ιερείς, μπορούν. Και σώζουν. Ψυχές άρρωστες. Από το χείλος της απωλείας! Κάνουν και σταματάει το κατρακύλισμα: με τα λόγια τους· με τις συμβουλές τους· και με τις ευχές τους.
 

Οι γονείς, αν τα παιδιά τους πρόσβαλαν κανέναν μεγάλον, δεν μπορούν να τα προστατεύσουν! 

Οι ιερείς, μας βγάζουν ασπροπρόσωπους, ακόμη και αν εναντίον μας έχει οργισθή ο ίδιος ο Θεός. Γιατί ο Θεός έχει δεσμευθή να τους ακούει.

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος

Saturday, October 17, 2015

The longer you wait to seek forgiveness, the more you allow the evil one to spread his roots within you. ( Elder Joseph the Hesychast )

 
I received your letter, my child, and I saw your anxiety. But don’t be sad, my child. Don’t worry so much. Even though you have fallen again, get up again. You have been called to a heavenly road. It is not surprising for someone running to stumble. It just takes patience and repentance at every moment.

Therefore, always do a metanoia when you are wrong and don’t lose time, because the longer you wait to seek forgiveness, the more you allow the evil one to spread his roots within you. Don’t let him make roots to your detriment.

Therefore, don’t despair when you fall, but get up eagerly and do a metanoia saying, “Forgive me, my dear Christ. I am human and weak.” The Lord has not abandoned you. But since you still have a great deal of worldly pride, a great deal of vainglory, our Christ lets you make mistakes and fall, so that you perceive and come to know your weakness every day, so that you become patient with others who make mistakes, and so that you do not judge the brethren when they make mistakes, but rather put up with them.

So every time you fall, get up again and at once seek forgiveness. Don’t hide sorrow in your heart, because sorrow and despondency are the joy of the evil one. They fill one’s soul with bitterness and give birth to many evils. Whereas the frame of mind of someone who repents says, “I have sinned! Forgive me Father!” and he expels the sorrow. He says, “Am I not a weak human? So what do I expect?” Truly, my child this is how it is. So take courage.

Only when the grace of God comes does a person stand on his feet. Otherwise, without grace, he always changes and always falls. So be a man and don’t be afraid at all.
Do you see how that brother you wrote about endured the temptation? You, too, should do likewise. Acquire a brave spirit against the temptations that come. In any case, they will come. Forget about what your despondency and indolence tell you. Don’t be afraid of them. Just as the previous temptations passed by the grace of God, these, too, will pass once they do their job.

Temptations are medicines and healing herbs that heal our visible passions and our invisible wounds. So have patience in order to profit every day, to store up wages, rest, and joy in the heavenly kingdom. For the night of death is coming when no one will be able to work anymore. Therefore, hurry. Time is short.

You should know this too: a victorious life lasting only one day with trophies and crowns is better than a negligent life lasting many years. Because one man’s struggle, with knowledge and spiritual perception that lasts one day, has the same value as another man’s struggle, who struggles negligently without knowledge for fifty years.

Without a struggle and shedding your blood, don’t expect freedom from the passions. Our earth produces thorns and thistles after the Fall. We have been ordered to clean it, but only with much pain, bloody hands, and many sighs are the thorns and thistles uprooted. So weep, shed streams of tears, and soften the earth of your heart. Once the ground is wet, you can easily uproot the thorns.
 

Elder Joseph the Hesychast

Ο Άγιος Σιλουανός συνομιλεί με τα Παιδιά


Τα αγαπημένα παιδιά τρέχουν στα λιβάδια, κόβουν λουλούδια , τραγουδούν και χαίρονται , γιατί τα κάνει και χαίρονται η χάρη του Θεού. Αλλά, να, είδαν τα παιδιά κάποιον μοναχό και του λένε…
-Κοίτα, ο Κύριος στόλισε τον ουρανό με αστέρια και την γη με ποτάμια και κήπους. Οι αετοί πετούν πάνω στα σύννεφα και απολαμβάνουν το κάλλος της φύσεως. Τα πουλιά κελαηδούν εύθυμα στα δάση και στις πεδιάδες και εσύ, μοναχέ, κάθεσαι στο κελλί σου και δεν βλέπεις όλη την ωραιότητα του Θεού. Κάθεσαι και κλαις. Γιατί κλαις στο μικρό κελλί σου, όταν ο ήλιος λάμπει και ο κόσμος όλος στολίζεται με ομορφιά , και όλοι πάνω στη γη χαίρονται;
Έτσι ρωτούσαν τα παιδιά τον μοναχό και αυτός αποκρίθηκε:
-Παιδιά, εσείς δεν καταλαβαίνετε τον θρήνο μου. Η ψυχή μου κλαίει για εσάς, γιατί δεν γνωρίζετε τον Θεό , που δημιούργησε αυτή την ωραιότητα. Η ψυχή μου τον γνωρίζει και ποθώ αυτή την γνώση για όλους σας, και γι΄αυτό θλίβομαι και παρακαλώ τον Θεό για εσάς ώστε και εσείς να γνωρίσετε τον Κύριο εν Πνεύματι Αγίω.


-Τι σημαίνει να γνωρίσουμε τον Κύριο εν Πνεύματι Αγίω;
-Με τον νου, παιδιά, είναι αδύνατο να γνωρίσετε τον Κύριο, αλλά διαβάστε την θεία Γραφή. Σε αυτή ζει η χάρη που θα σας γλυκάνει και έτσι θα γνωρίσετε τον Κύριο και με χαρά θα Τον υπηρετείτε ημέρα και νύχτα. Και όταν γνωρίσετε τον Κύριο, τότε θα σας φύγει η επιθυμία να βλέπετε αυτόν τον
κόσμο , αλλά η ψυχή σας θα ορμά να βλέπει την δόξα του Κυρίου στους ουρανούς.


-Μας αρέσουν, όμως, τα λουλούδια, μας αρέσει να περπατούμε και να χαιρόμαστε.
-Σας αρέσει να περπατάτε στους αγρούς και να μαζεύετε λουλούδια, σας αρέσει να τραγουδάτε και να ακούτε το κελάηδημα των πουλιών, αλλά υπάρχει στον ουρανό κάτι πιο ευχάριστο απ΄αυτά, ο Παράδεισος, όπου ζει ο Κύριος με τους Αγγέλους και τους Αγίους. Εκεί υπάρχει αγαλλίαση και ψάλλουν ύμνους, αλλά άλλους καλύτερους. Και όταν η ψυχή ακούει τους ύμνους αυτούς, δεν μπορεί ποτέ να τους ξεχάσει, και οι ύμνοι της γης δεν την ελκύουν πλέον.


-Αλλά μας αρέσει να τραγουδάμε.
-Ψάλλατε, παιδιά, στον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα, ψάλτε με ταπείνωση και αγάπη.


-Εσύ, όμως, γιατί θρηνείς; Δεν καταλαβαίνουμε.
–Θρηνώ, για εσάς, μικρά παιδιά. Σας βλέπω, σας αγαπώ και προσεύχομαι στον Κύριο να σας φυλάξει, ώστε να γνωρίσετε τον Δημιουργό και Κύριό σας. Σας βλέπω και, να, είστε όμοιοι με το Παιδί Ιησού, και θέλω, να μην χάσετε την χάρη του Θεού και γίνετε, όταν μεγαλώσετε στην ηλικία, σαν τον εχθρό εξαιτίας των κακών λογισμών. Θέλω πάντα να μοιάζετε με τον Υιό της Πανάγνου Θεομήτορος. Αυτό εύχεται η ψυχή μου για εσάς. Γι΄αυτό προσεύχομαι. Λυπάμαι όλα τα παιδιά της γης και γι΄αυτό θρηνώ για όλα τα αθώα παιδιά και τα ορφανά. Πενθώ, παιδιά, για τον κόσμο, και θρηνώ για όλο τον λαό του Θεού.


“Κύριε, εξαπόστειλε το έλεός Σου στα παιδιά της γης , που εσύ αγαπάς, και ΄δώσε σε αυτά να Σε γνωρίσουν με το Άγιο Πνεύμα,και δίδαξέ τα να σε δοξάζουν.Με δάκρυα σε ικετεύω, άκουσε την προσευχή μου και δώσε σε όλα αυτά να γνωρίσουν την δόξα Σου με το Άγιο Πνεύμα.


-Παιδιά, αγαπάτε τον Θεό, όπως Τον αγαπούν οι Άγγελοι στον ουρανό.
-Ποτέ δεν είδαμε τον Θεό. Πώς μπορούμε να Τον αγαπάμε;
-Αγαπημένα μου παιδιά, να σκέφτεστε για τον Θεό πάντα ότι Αυτός σας αγαπά και έδωσε σε σας ζωή, ώστε να ζείτε αιώνια μαζί Του και να ευφραίνεσθε με την αγάπη Του.
-Πώς μπορούμε να γνωρίσουμε ότι μας αγαπά ο Θεός;
-Από τους καρπούς, παιδιά, γνωρίζετε την αγάπη.Όταν μένουμε στην αγάπη του Θεού, τότε φοβόμαστε την αμαρτία και έχουμε στην ψυχή χαρά και ειρήνη, και θέλουμε συνέχεια να θυμόμαστε τον Θεό και να προσευχόμαστε αδιάλειπτα, και τότε στην ψυχή θα υπάρχουν αγαθοί λογισμοί.


-Πώς θα γνωρίσουμε ποιοι λογισμοί ζουν μέσα μας και ποιοι απ΄αυτούς είναι καλοί και κακοί;
– Για να διακρίνετε τους καλούς λογισμούς από τους κακούς, πρέπει να διατηρείτε το νου σας καθαρό εν τω Θεώ.
-Δεν καταλαβαίνουμε με ποιο τρόπο μπορούμε να κρατούμε το νου σπο Θεό, αφού δεν είδαμε τον Θεό και δεν Τον γνωρίσαμε. Και τι σημαίνει “καθαρός νους”;
-Παιδιά, να σκέφτεστε ότι ο Θεός σας βλέπει, παρ΄όλο που εσείς δεν Τον βλέπετε. Έτσι πάντοτε θα βαδίζετε ενώπιον του προσώπου του Κυρίου. Αν και αυτό είναι μικρή αγάπη, εν τούτοις, αν ακούσετε το λόγο μου, τότε αυτός θα σας οδηγήσει σε μεγαλύτερη αγάπη, και τότε με το Άγιο Πνεύμα θα γνωρίσετε όλα όσα σας είπα, και που τώρα ακόμα δεν καταλαβαίνετε.


Σημείωση: ο άγιος διηγούνταν τις πολύ ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις του από τις συνομιλίες και την συναναστροφή του με τα
παιδιά, όταν κατά την διάρκεια του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου, κλήθηκε να υπηρετήσει στην οπισθοφυλακή και έζησε για κάποιο διάστημα στο χωριό του. Έλεγε ότι η ψυχή του ανθρώπου, από την παιδική ηλικία, μπορεί να προσδιορισθεί στην σχέση της με τον θεό.
Οι συνομιλίες που αναφέρονται εδώ, αποτελούν επεξεργασία εκείνων, που είχε αυτός με τα παιδιά. Ενδέχεται στις αγνές ψυχές των παιδιών να αντικατοπρίζεται η φωτεινή εικόνα του “αγαπώντος” μοναχού, αλλά είναι αδύνατον να μην παρατηρήσουμε ότι ,κατά το περιεχόμενό τους, οι λόγοι του Γέροντα είναι προσιτοί μόνο σε ενήλικες.

Πηγή: ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, αρχ. Σωφρονίου Σαχάρωφ, εκδόσεις Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, σ. 575-577 – εικόνες από: Διακόνημα και Συναξαριστή


http://orthodoxigynaika.blogspot.gr/2015/10/blog-post_13.html

Friday, October 16, 2015

Το Καντήλι -- Γιατί το ανάβουμε και τι συμβολίζει!



                       

Πρώτον: Γιατί η πίστη μας είναι φως. Ο Χριστός είπε: «Εγώ ειμί το φως του κόσμου». Το φως της κανδήλας μας θυμίζει το φως, με το οποίο ο Χριστός καταυγάζει τις ψυχές μας.

Δεύτερον: Για να μας θυμίζει, ότι και η ζωή μας πρέπει να είναι φωτεινή σαν των αγίων, δηλαδή των ανθρώπων, που ο Απόστολος Παύλος τους ονομάζει «τέκνα φωτός».

Τρίτον: Για να είναι έλεγχος στα σκοτεινά μας έργα και στις κακές μας ενθυμήσεις και επιθυμίες. Και έτσι να τα επαναφέρει όλα στο δρόμο του φωτός του αγίου Ευαγγελίου. Για να λάμψει «το φως ημών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως είδωσιν ημών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα ημών τον εν τοις ουρανοίς».

Τέταρτον: Είναι μια μικρή δική μας θυσία, σημείο και δείγμα της ευγνωμοσύνης και της αγάπης, που οφείλουμε στο Θεό για τη μεγάλη θυσία που έκαμε για μας. Με αυτήν και με την προσευχή μας, τον ευχαριστούμε για τη ζωή, για τη σωτηρία και για όλα όσα μας χαρίζει η θεϊκή και άπειρη αγάπη του.

Πέμπτον: Για να είναι φόβητρο στις δυνάμεις του σκότους, που μας επιτίθενται με ιδιαίτερη πονηρία πριν και κατά την ώρα της προσευχής και θέλουν να απομακρύνουν τη σκέψη μας από το Θεό. Οι δαίμονες αγαπούν το σκοτάδι και τρέμουν το φως: Και του Χριστού κι εκείνων που αγαπούν τον Χριστό.

Έκτον: Για να μας παρακινεί σε αυτοθυσία. Όπως δηλαδή με το λάδι καίγεται στο καντήλι το φυτίλι, έτσι και το δικό μας θέλημα να καίγεται με τη φλόγα της αγάπης για τον Χριστό και να υποτάσσεται πάντοτε στο θέλημα του Θεού.

Έβδομον: Για να μάθωμε ότι: Όπως δεν ανάβει το καντήλι χωρίς τα δικά μας χέρια, έτσι και το εσωτερικό καντήλι της καρδιάς μας δεν ανάβει χωρίς τα χέρια του Θεού. Οι κόποι των αρετών μας είναι η καύσιμη ύλη (το φυτίλι και το λάδι), που για να ανάψουν και να φωτίσουν χρειάζονται το «πυρ» του Αγίου Πνεύματος.

How Can Saints Help Us ( Elder Cleopas )



There is no question that only Christ is able to save us from sin. So, how can saints aid us? When we honor saints and ask them to pray for us we are not putting them in the place of Christ. They are close to God, so when they pray for us they seek our salvation from Christ.

Elder Cleopa puts it this way,
When the saints pray for us, it is precisely our salvation that they seek from Christ. They interceded with Him for our salvation. From Christ they entreat our salvation. This is what we mean when we say they intercede for us. By their prayers the saints petition for our salvation -- not, however, as if they themselves have the power to save, for the only one who saves is Christ. Thus we do not venerate saints and angels as we do God. (That which we render the saints and angels is solely a veneration of honor and reverence, while God we adore and worship with perfect adoration which is thus properly called worship)


The apostle Paul reminds us that the saints are our fellow citizens who can help us. "Now therefore ye are no more strangers and foreigners, but fellow citizens with the saints, and of the household of God" (Eph 2:19).


How is we know that the saints have the ability to pray to God on our behalf? We know this from Scripture. "And when he had taken the book, the four beasts and the four and twenty elders fell down before the Lamb, having everyone of them harps, and golden vials full of orders, which are the prayers of the saints" (Rev 5:8)


Some are concerned that the veneration of saints eclipse the glory and honor that belongs to God alone. But God himself glorified His saints. "And the glory which thou gravest me I have given them; that they may be one, even as we are one" (Jn 17:22).


Elder Cleopa says,
No eclipse or depreciation of the glory of God results from the reverence and veneration of His angels. This is so, first of all, because the veneration that we offer God is one thing and the veneration we render to the angels and saints is another. The same Holy Spirit exhorts us to glorify God with His saints saying, "Praise ye God in His saints." Thus we glorify God likewise when we seek in prayer the help and mediation of the angels and saints, since the saints in their succession convey our supplications and requests together with their own prayers to God.
The saints are given special powers by God to work miracles. It says in Scripture, "In the saints that are in His earth hath the Lord been wondrous; He hath wrought all His desires in them" (Ps 15:3). Elder Cleopa lists many examples from the Old Testament of people who were given such powers and then points out the powers of the Holy Apostles, including the seventy, who are able to render all sorts of things.


He writes,
God himself glorified His saints and robed them with His glory: "And the glory which thou gravest me I have given them; that they may be one, even as we are one" (Jn 17:22). Elsewhere He says, "He that receiveth you receiveth me; and he that receiveth me receiveth him who sent me. He that receiveth a prophet in the name of a prophet shall receive a prophets reward; and he that receiveth a righteous man in the name of a righteous man shall receive a righteous man's reward" (Mat 11:40-41). These statements prove sufficiently enough the delusion of those who repudiate the honor shown toward the saints and angels, -- those beloved servants of God -- not realizing that in practice they turn their back on God himself, the Creator and Fashioner of saints.

Reference: The Truth of Our Faith, 67-77

Akathist Hymn to Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer


Kontakion 1

Chosen passion-bearer of Christ and gracious healer, who freely grantest healing unto the sick, we praise thee in songs as our protector. Since thou hast boldness with the Lord, free us from all harm and sickness who cry with love unto thee:

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Ikos 1

We know thee, glorious Panteleimon, as an earthly angel and heavenly man. Adorned with angelic purity and martyrdom, thou hast passed from earth to Heaven. Standing before the Throne of the Lord of Glory with the angels and all the saints, thou prayest for all of us on earth who venerate thee with these invocations:

Rejoice, torch of piety.

Rejoice, most glorious lamp of the Church.

Rejoice, adornment of venerable martyrs.

Rejoice, support of the faithful in unflinching endurance.

Rejoice, outstanding boast of youth.

Rejoice, thou who having grown up in the world, wast not of the world.

Rejoice, angel in the flesh, surpassing mortals.

Rejoice, warrior of Christ of invincible courage.

Rejoice, witness of heavenly mercy.

Rejoice, vessel of divine knowledge.

Rejoice, thou by whom faith hath been exalted.

Rejoice, thou by whom delusion hath been dethroned.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Kontakion 2

Seeing thee to be a chosen vessel, the Lord loved the beauty of thy soul. Despising all earthly glory and pleasure, thou didst long to adorn thyself with the crown of martyrdom. Hence, wounded with divine love, thou didst jubilantly sing: Alleluia.

Ikos 2

Possessing divinely inspired knowledge, O valiant warrior Panteleimon, thou didst astound the Emperor Maximian by the courage of thy soul and by the words with which thou didst fearlessly preach Christ. Wherefore praising thy boldness, we cry unto thee:

Rejoice, thou who didst despise Maximian’s threats.

Rejoice, thou who didst not follow the advice of the godless.

Rejoice, propagator of true adoration.

Rejoice, uprooter of demon worship.

Rejoice, accuser of the fury of torturers.

Rejoice, overthrower of the delusion of idolatry.

Rejoice, thou who didst disperse the assembly of the godless.

Rejoice, thou who didst exchange the corruptible for heavenly joy.

Rejoice, converser with immaterial angels.

Rejoice, fellow chorister of longsuffering saints.

Rejoice, thou by whom Satan was put to shame.

Rejoice, thou by whom Christ is glorified.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Kontakion 3

By the power of the Most High given unto thee and by thy strong patience thou didst render powerless the torturer’s insolence, O valiant victor who wast undaunted by fire, wild beasts, and the wheel. When beheaded with the sword, thou didst receive the crown of martyrdom, wounded with divine love and singing: Alleluia.

Ikos 3

The monastery which hath thy precious head as a great treasure, O divinely wise martyr, is filled with joy over it. Praising the grace of healing given unto thee by God, the monks thankfully cry unto thee:

Rejoice, all-radiant lamp of Nicomedia.

Rejoice, vigilant guardian of the monastery that honoureth thee.

Rejoice, thou through whom godlessness grew cold.

Rejoice, thou through whom the knowledge of God hath increased.

Rejoice, bright glory of the passion-bearers.

Rejoice, joyous report of the Orthodox.

Rejoice, gracious source of healings.

Rejoice, worthy container of great gifts.

Rejoice, fragrant myrrh who dost sweeten souls.

Rejoice, ready helper of those who call upon thee.

Rejoice, thou who didst give sight unto the blind.

Rejoice, thou who didst cause the lame to walk.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Kontakion 4

Possessed by a storm of polytheistic thoughts, the impious Emperor was confused upon learning from the doctors, who were jealous of thee, that thou healest all kinds of hopeless illnesses by the Name of Christ. We therefore glorify with gladness our wonderful God in thee, and we cry unto Him: Alleluia.

Ikos 4

When the people of Nicomedia heard of thy great compassion for the suffering and of thy free healing of all illnesses, everyone rushed to thee with faith in the healing grace in thee. Receiving swift healing of all their diseases, they glorified God and magnified thee, Saint Panteleimon, their most gracious healer, crying unto thee:

Rejoice, thou who art anointed with the myrrh of grace.

Rejoice, thou who sanctifiest the Temple of God.

Rejoice, great glory of the pious.

Rejoice, firm wall of the oppressed.

Rejoice, thou who surpassest the wise in knowledge.

Rejoice, thou who enlightenest the thoughts of the faithful.

Rejoice, recipient of divine gifts and source of many of the Lord’s mercies for us.

Rejoice, speedy helper of the suffering.

Rejoice, harbor of the storm-tossed.

Rejoice, instructor for those gone astray.

Rejoice, thou who dost heal the sick freely.

Rejoice, thou who dost work miracles abundantly.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Kontakion 5

The Lord worked a glorious miracle through thee when through His servant Hermolaus, He called thee into His marvelous light. After thy prayer to Christ, a child who had died from snakebite at once revived and stood up healed. Thenceforth, recognizing the Giver of Life as the True God of all, with firm faith thou didst cry unto Him: Alleluia.

Ikos 5

The blind man whom thou didst touch with prayer in the Name of Christ recovered his sight, O glorious martyr. Renouncing thy father’s polytheism, thou wast baptized by the priest Hermolaus and didst embrace thy mother’s religion with which thou didst also enlighten thy father. We therefore cry aloud unto thee, Saint Panteleimon, as unto a glorious servant of God and wonderful healer:

Rejoice, thou who hast great devotion for God.

Rejoice, thou who art ever aflame with the fire of divine love.

Rejoice, thou who didst listen to the teachings of the priest Hermolaus.

Rejoice, thou who didst follow the advice of thy mother Eubule.

Rejoice, thou who didst give away everything to obtain Christ.

Rejoice, thou who didst vanquish love for the world by love for God.

Rejoice, thou who didst renounce worldly pleasures and didst accept for Christ cruel sufferings.
.
Rejoice, thou who didst become a partaker of Christ’s Passion.

Rejoice, thou who didst overcome all the passions.

Rejoice, thou who through grace wast adorned with dispassion.

Rejoice, thou who dost fill with joy those who hasten to thee.

Rejoice, thou who dost heal all freely by the grace of Christ.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Kontakion 6

The blind man enlightened by thee in body and soul became a preacher of the truth. Like the blind man of the Gospel, he boldly preached Christ unto all as the True Light that enlighteneth every man. Because he reproached the impious Emperor and the pagan gods, he was beheaded and rose to the never-waning light in Heaven to sing unto God: Alleluia.

Ikos 6

Standing before the Emperor’s tribunal with a radiant face, thou didst boldly declare in the hearing of all, O thrice-blessed Martyr Panteleimon: Mine all-healing power and glory is Christ, the True God, the Lord of all, Who raiseth the dead and healeth all infirmities. For this confession we bless thee and say:

Rejoice, thundering mouth of the deity of Christ.

Rejoice, mellifluous tongue that declareth His plan of salvation.

Rejoice, orator of sublime theology.

Rejoice, wise sower of piety.

Rejoice, sweet-sounding flute of faith.

Rejoice, glorious preacher of Orthodoxy.

Rejoice, faithful follower in Christ’s footsteps.

Rejoice, joyful seer of Christ’s glory.

Rejoice, comfort of those reproached by unbelievers.

Rejoice, support of those who confess the Faith.

Rejoice, giver of help unto those who need it.

Rejoice, obtainer of blessings for those who honour thy memory.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Kontakion 7

Myrrh was poured out upon thy soul, O divinely wise healer Panteleimon, from the Comforter Spirit. Hence, after thy death, thy venerable relics by their fragrance banish the stench of the passions and give healing unto those who with faith cry unto God: Alleluia.

Ikos 7

When the worshippers of idols beheld the paralyzed man raised and walking through thy prayer, Saint Panteleimon, many believed in Christ. However, the demon’s priests, consumed with jealousy, incited the vain Emperor to anger. For this reason, unto thee who wast mercilessly tortured and burnt for Christ, we cry with compunction:

Rejoice, thou who didst despise earthly pleasures.

Rejoice, thou who wast above material comforts.

Rejoice, thou who didst regard as nothing all the beautiful things in this world.

Rejoice, thou who didst shake thyself free of fleeting glory.

Rejoice, thou who didst remain free from the nets of the devil.

Rejoice, thou who didst vanquish the wiles of the torturers.

Rejoice, thou who didst not spare thy life for Christ.

Rejoice, thou who wast shewn to be an enemy of hostile flesh.

Rejoice, thou who didst impede the spread of polytheism.

Rejoice, thou who by the power of God didst defeat the idols.

Rejoice, sharp arrow by whom enemies are wounded.

Rejoice, mediator who defendest the faithful.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Kontakion 8

The Lord appeared unto thee in a wonderful way, encouraging and upholding thee in the tortures for His Name. In the person of the priest Hermolaus, the Lord cooled the boiling lead into which thou wast thrown, and in the sea He untied the great stone from thy neck and brought thee unharmed onto land. Whereafter having been brought again before the Emperor, thou didst sing triumphantly unto Christ our God: Alleluia.

Ikos 8

While dwelling noetically wholly in Heaven, thou leavest not those below on earth but remainest with us through the relics of thy holy skull, O great passion-bearer of Christ. Receiving from the Lord enlightenment and sanctification, thou givest blessings unto those who cry unto thee thus:

Rejoice, thou who art filled with divine wisdom.

Rejoice, discerner of God’s providence.

Rejoice, delight of minds made wise by God.

Rejoice, gladness of souls who love God.

Rejoice, bright pearl of Christ.

Rejoice, glorious sanctification in soul and body.

Rejoice, dweller in the courts of the firstborn in Heaven.

Rejoice, inhabitant of the ever-blessed bridal halls.

Rejoice, beholder of the light of the Trinity.

Rejoice, fervent mediator in thy prayers to God for us.

Rejoice, thou who grantest illumination unto souls.

Rejoice, thou who givest comfort unto the afflicted.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Kontakion 9

All nature marveled, Great Martyr, at the radiance of grace and the wealth of virtues in thee. Thou art a model of angelic purity, great courage in cruel sufferings, strong love for Christ, and great compassion for the people for whom thou doest glorious things that they may sing: Alleluia.

Ikos 9

Eloquent orators cannot worthily praise thy struggles, O glorious victor Panteleimon. By the invincible power of God, though young in years, thou didst conquer the ancient, primordial enemy and didst put to shame the deluded idolaters. Full of wonder at thy faith and purity, we truly cry unto thee:

Rejoice, joyful sight of angels.

Rejoice, worthy wonder of men.

Rejoice, thou who didst shed thy blood for Christ, and in death didst shed milk.

Rejoice, thou who didst give up thy body to a martyr’s death for His sake.

Rejoice, splendid model of confession.

Rejoice, valiant warrior of the King of kings.

Rejoice, thou who didst conquer the ruler of darkness.

Rejoice, thou who by thy victory didst gladden Heaven and earth.

Rejoice, blessed inhabitant of the world above.

Rejoice, wise pilgrim of the world below.

Rejoice, tree adorned with the fruits of the gifts of grace.

Rejoice, thou who carriest palms of victory.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Kontakion 10

Full of compassion as a true imitator of Christ the Giver of Mercy, thou wast renamed by Him Panteleimon — that is, all-merciful — for thou pourest mercy upon all who hasten to thine aid. Pour it also abundantly upon us who cry unto God concerning thee: Alleluia.

Ikos 10

Finding thee a strong wall resistant to all kinds of torture, the torturer tried to break thy spirit by the teeth of wild beasts and the spikes of the torture wheel, but all to no effect. The power of Christ restrained the fierceness of the beasts, and the frightful wheel on which thy body was turned immediately broke to pieces. Wherefore unto thee, invincible passion-bearer Panteleimon, we cry:

Rejoice, precious chosen-one of Christ.

Rejoice, exquisite fragrance of God.

Rejoice, firm diamond of the Church.

Rejoice, unshakable tower reaching unto Heaven.

Rejoice, tamer of visible beasts.

Rejoice, crusher of invisible dragons.

Rejoice, thou who wast stained with thy blood shed for Christ, mixed with milk.

Rejoice, thou who hast received glorious crowns.

Rejoice, thou who bringest joy unto angels and men.

Rejoice, thou who hast been glorified by God in Heaven and on earth.

Rejoice, celestial one who singest in the choirs of the martyrs.

Rejoice, holy one who delightest in the sweet vision of Christ.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Kontakion 11

A funeral song do we offer unto thy sacred immolation for Christ, in which milk instead of blood flowed from thee, Great Martyr, and the olive tree under which thou wast beheaded was all covered with healing fruit. It is fitting that we cry fervently unto Christ Who wonderfully glorifieth those who glorify Him: Alleluia.

Ikos 11

A luminous ray wast thou, divinely wise Panteleimon, unto those sitting in the darkness of polytheism, leading them unto the Sun of Righteousness, Christ God. Him do thou entreat that we who offer unto thee glad praises may ever live in the light of His Commandments:

Rejoice, bright star, shining in the noetical firmament.

Rejoice, ray of light, shining for Christian people.

Rejoice, thou who wast mystically illumined by the Sun, Christ.

Rejoice, thou who in spirit roamest the earth.

Rejoice, beautiful tabernacle of the Holy Ghost.

Rejoice, honourable vessel who pourest out healing.

Rejoice, treasury of purity.

Rejoice, namesake of mercy.

Rejoice, heir of the Kingdom of Heaven.

Rejoice, partaker of eternal glory.

Rejoice, patron of those in distress upon the sea of life.

Rejoice, unmercenary healer who helpest those who invoke thee with faith.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Kontakion 12

Thou didst receive an abundance of grace, O thrice-blessed one, according to the greatness of thy love for Christ God, Who also shewed thee to be a source of healing. Thou curest free of charge the sicknesses of soul and body of those who approach thee with faith and cry unto God: Alleluia.

Ikos 12

Chanting of thy longsuffering labors for Christ, O our defender and healer Panteleimon, we praise thy great patience, we bless thy martyr’s death, we honour thy holy memory, and in praise we cry unto thee:

Rejoice, sweet-sounding trumpet of piety.

Rejoice, sword who didst cut down impiety.

Rejoice, thou who wast struck at the olive tree for Him Who didst stretch out His hands on the Tree of the Cross.

Rejoice, by being burnt for Him, thou didst extinguish the furnace of delusion.

Rejoice, by thy wounds, thou didst wound the opponents of Christ.

Rejoice, by thy blood, thou didst dry the streams of idolatrous blood.

Rejoice, thou who wast thrown into boiling lead for Christ.

Rejoice, thou who wast sunk into the sea for His Name.

Rejoice, thou who didst remain unharmed therein by the providence of God.

Rejoice, thou who didst pass through tortures of fire and water into the peace of Heaven.

Rejoice, thou who didst pour unfailing streams of mercy upon the faithful.

Rejoice, gracious and compassionate physician who grantest healing through grace.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Kontakion 13

Since you are a longsuffering passion-bearer of Christ and a healer, Saint Panteleimon, graciously accept from us this small offering. Heal us of our many and various ailments, and through thine intercession protect us from enemies visible and invisible. Pray to the Lord that we may be delivered from eternal torment, and that we may continually sing in His Kingdom: Alleluia. Alleluia. Alleluia.

(Repeat Kontakion 13 three times.)

Kontakion 1 (repeated)

Chosen passion-bearer of Christ and gracious healer, who freely grantest healing unto the sick, we praise thee in songs as our protector. Since thou hast boldness with the Lord, free us from all harm and sickness who cry with love unto thee:

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Ikos 1 (repeated)

We know thee, glorious Panteleimon, as an earthly angel and heavenly man. Adorned with angelic purity and martyrdom, thou hast passed from earth to Heaven. Standing before the Throne of the Lord of Glory with the angels and all the saints, thou prayest for all of us on earth who venerate thee with these invocations:

Rejoice, torch of piety.

Rejoice, most glorious lamp of the Church.

Rejoice, adornment of venerable martyrs.

Rejoice, support of the faithful in unflinching endurance.

Rejoice, outstanding boast of youth.

.Rejoice, thou who having grown up in the world, wast not of the world.

Rejoice, angel in the flesh, surpassing mortals.

Rejoice, warrior of Christ of invincible courage.

Rejoice, witness of heavenly mercy.

Rejoice, vessel of divine knowledge.

Rejoice, thou by whom faith hath been exalted.

Rejoice, thou by whom delusion hath been dethroned.

Rejoice, Saint Panteleimon, Great Martyr and Healer.

Elder Sophrony on Holy Oil



In this portion of a letter, Elder Sophrony writes regarding holy oil and how to use it. Specifically, he refers to Holy Unction, but this could apply to all holy oil as well:

"I am glad that your cheek is better. You should anoint it with the oil that you have now. And you should do so in the following way:

You should take some oil on the tip of your finger, and make the sign of the Cross on the sick body part and say:

'In the name of the Father and the Son and the Holy Spirit…O Lord, heal my spiritual and bodily afflictions, and save me, in the manner that You know.'

Then, you should rub it into the sick body part. This you should do to every bodily member that is suffering. Regardless of whether you are healed or not, you should do this to be sanctified.

I have experienced, however, a multitude of cases of astonishing healing. This holy oil [i.e. the Sacrament of Holy Unction] is especially sanctified. It is sanctified on Wednesday or Thursday of Holy Week…"

From the book: Letters from Russia, by Archimandrite Sophrony Sacharov, published by the Holy Monastery of the Precious Forerunner, Essex, England.

Through the prayers of our Holy Fathers, Lord Jesus Christ our God, have mercy on us and save us! Amen!


http://full-of-grace-and-truth.blogspot.ca/2015/07/elder-sophrony-on-holy-oil.html

Σωτήριες επεμβάσεις τών κεκοιμημένων,οι παιδομάρτυρες καί ο λόγος τού Θεού ( π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου )


Κυριακή.Δ.Λουκα 15.10.2006

Βρισκόμαστε αδελφοί μου στα σκληρά χρόνια της Σταλινικής δικτατορίας, όπου οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών και η αθεΐα έπαιρνε τρομακτικές διαστάσεις με συνέπεια, να καταστρέφονται και να κολάζονται εκατομμύρια ψυχές.
Ο Πατήρ Δημήτριος Ντούτκο, ιερεύς και πρωτοπρεσβύτερος της εποχής εκείνης, ο οποίος ήτο απτόητος μπροστά σε όλους αυτούς τους διωγμούς, όπου συνεχώς εδιώκετο και προπηλακίζετο ποικιλοτρόπως, κάποτε στο πολυπληθές εν κρυπτώ ακροατήριό του, διηγήθηκε την εξής ιστορία.

Είναι μεσάνυκτα, περιγράφει, κάποιος κτυπάει την πόρτα μιας εκκλησίας, από τις λίγες που είχαν απομείνει από την μανία της Γκα-Κε-Πέ. Ύστερα από λίγο, ανοίγει ο ιερεύς την πόρτα και βλέπει μπροστά του μια γριούλα, η οποία του ζήτησε να πάει να κοινωνήσει έναν άρρωστο. Χωρίς δισταγμό, ο παππούλης εκείνος ετοιμάστηκε, και βγήκε μαζί της. Εκείνη μπροστά και αυτός από πίσω με τα Τίμια Δώρα στα χέρια, με κάθε δυνατή προφύλαξη διότι ο κίνδυνος ήτο μεγάλος. Έτσι πλησίασαν σε ένα φτωχικό σπιτάκι, η γριούλα ανοίγει την πόρτα και από τον διάδρομο μπάζει τον ιερέα σε ένα δωμάτιο. Και ξαφνικά ο παππούλης βρίσκεται μόνος, με μόνον τον άρρωστο. Ο άρρωστος τον βλέπει και αμέσως με χειρονομίες και φωνές, άρχισε να βρίζει και να τον διώχνει.
«Φύγε από δω ρε τράγο, ποιος σε κάλεσε, ποιος σε φώναξε, εγώ είμαι άθεος, δεν πιστεύω σε τίποτα, και άθεος θέλω να πεθάνω».
Ο καημένος ο παππούλης τά ’χασε.
«Μα δεν ήρθα μόνος μου», του είπε.
«Μια γριούλα με εκάλεσε, και με έφερε μέχρι εδώ, μέχρι εδώ σε σένα».
«Ποια γριά», του λέει, «εγώ δεν ξέρω καμιά γριά».
Εκείνη τη στιγμή πέφτουν τα μάτια του ιερέως πάνω από το κρεβάτι του αρρώστου σε μια κορνίζα όπου υπήρχε μια φωτογραφία. Η φωτογραφία της γυναίκας, της γριούλας που τον κάλεσε, αλλά σε μια λίγο νεώτερη ηλικία.
«Να αυτή», του λέει, «αυτή με κάλεσε».
«Ποια αυτή», του λέει, «ξέρεις τι λες μωρέ παπά; Αυτή έχει πεθάνει εδώ και χρόνια και είναι η μάνα μου».
Για μια στιγμή πάγωσαν και οι δύο, και τους κατέλαβε δέος. Και αμέσως μετά ο άρρωστος άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Και αφού έκλαψε, έκλαψε, έκλαψε για πολλή ώρα, μέσα του γέμισε φως, φως μετάνοιας και φως ελπίδος και σωτηρίας.
Και φώναξε:
«Πιστεύω, πιστεύω τώρα και θέλω να εξομολογηθώ, όλα τα κρίματά μου, τα εγκλήματά μου, τους φόνους μου, τις ιεροσυλίες μου, τις βρωμιές μου, τις ανηθικότητές μου, τα πάντα. Και έτσι μέσα στο κρεβάτι, εκεί της βαρειάς του αρρώστιας και μέσα από λυγμούς και κλάματα πολλά, εξομολογήθηκε όλα τα κρίματά του.
Και ύστερα από λίγο αφού του διάβασε ο ιερεύς την συγχωρητική ευχή κοινώνησε και των Αχράντων Μυστηρίων.
Την άλλη μέρα πέθανε.
Η μητέρα του όμως, η μάνα του, φρόντισε και απ’ τον ουρανό να του δείξει τον δρόμον της σωτηρίας. Τον σπόρο του λόγου του Θεού, που τον είχε σπείρει στην παιδική του ψυχούλα, τότε που ήταν μικρό παιδάκι. Η ευλογημένη αυτή μάνα, με την ουράνια αυτή παρουσία της, αυτόν τον λόγον, στην παιδική ψυχούλα, τον έκανε ετούτη τη στιγμή δένδρο σωτηρίας.

Αυτό μας είπε και σήμερα ο λόγος του Θεού. Ό,τι σπέρνουμε, αυτό και θερίζουμε. Και Ό,τι σπέρνουμε στις παιδικές ψυχούλες των παιδιών μας, αλλά και σε κάθε ψυχή, αυτό και θα θερίσουμε. Ύστερα από πέντε μέρες, από δέκα, από ένα μήνα, από ένα χρόνο, από πέντε, από δέκα, από πενήντα, δεν ξέρω, κάποτε αυτός ο σπόρος θα πιάσει τόπο. Έστω και αν παρουσιάζεται προσωρινά κάποια σκληρότητα και από γρανίτη γη, στην καρδιά των ανθρώπων.
Ποιος ξέρει πότε μπορεί να γίνει αυτός ο σεισμός, και να ανοίξει μια χαραμάδα για να μπει ο σπόρος του Θεού μέσα στις ψυχές μας;
Αλλά ο λόγος όμως του Θεού, ο αγνός και καθαρός σπέρνεται από το αγιασμένο παράδειγμά μας, γιατί λόγια λέμε πολλά, και μείς οι παπάδες λέμε λόγια πολλά και κάνομε και ωραιότατα κηρύγματα, και σκλαβώνουμε και το πλήθος, και κρέμονται από τα χείλη μας, και μας λένε «ν’ αγιάσει το στοματάκι μας». Αλλά το είπε και το σημερινό Ευαγγελικό Ανάγνωσμα, η παραβολή, ότι ύστερα από λίγο μη έχοντες ικμάδα θα φύγει ο λόγος, και θα μείνει άχρηστος, άσπορος, άδενδρος, άκαρπος, τίποτα δεν θα ’χει μέσα.
Πιθανόν βέβαια τα παιδιά μας να κάμουν την επανάστασή τους, και την κάνουν. Θα λοξοδρομήσουν, θα λιποτακτήσουν, ακόμα και θα μας απαρνηθούν, και από ηλικία τριών ετών, μη σας φαίνεται παράξενο. Παρά ταύτα θα ’ρθει καιρός που κάποιο γεγονός, θα τα συγκλονίσει αυτά τα παιδιά, θα προκαλέσει μέσα αναστάσιμο σεισμό, και θα γεννήσει τη μετάνοια, και η μετάνοια με τη σειρά της θα γεννήσει τη σωτηρία.
Έσπειρε ο Κύριος τον λόγον του Θεού, και μετεβλήθησαν οι ψαράδες σε αλιείς ανθρώπων, σε κήρυκας του Ευαγγελίου, σε αποστόλους, μαθητεύοντες πάντα τα έθνη, και βαπτίζοντες όσους πίστευαν στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Σπείρεται ο Ευαγγελικός λόγος και αναδεικνύονται μεγάλοι ιεράρχες της Εκκλησίας μας, οι Άγιοι θεοφόροι και Πατέρες ημών που συγκρότησαν όχι μόνον την Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο, τους οποίους σήμερα εορτάζομε, αλλά και όλας τας Συνόδους, και τας τοπικάς που έχουν κύρος Οικουμενικό, όπως είναι οι δύο του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.
Σπείρεται ο λόγος του Θεού και γεμίζει η έρημος, και γεμίζουν οι τρύπες της γης, τα βουνά και τα δάση, και οι σπηλιές της γης από χιλιάδες χιλιάδων οσίων Πατέρων, που με νηστεία, αγρυπνία, προσευχή, εγκράτεια, και σκληρή άσκηση, έλαβαν ουράνια χαρίσματα και έλαμψαν ως ο Άλλος Ήλιος, στο πνευματικό στερέωμα της Εκκλησίας μας.
Σπείρεται ο λόγος του Θεού και γεννά εκατομμύρια από μάρτυρες, μεγαλομάρτυρες, ομολογητές και νεομάρτυρες. Και το απίστευτο. Γέννησε και παιδομάρτυρες.
Θ’ αφήσουμε τους παιδομάρτυρες των πρώτων αιώνων, αρχίζοντες από
τον Άγιο Κήρυκο που ήταν τριών ετών,
τον Άγιο Ταρσήλιο που ήταν δώδεκα,
την Αγία Μαρίνα που ήταν δεκατέσσερα και πολλούς άλλους,
και θα πάμε σε κείνους, σε κείνα τα παιδιά μάλλον που μαρτύρησαν από την θηριωδία των Τούρκων. Σ’ αυτά τα παιδιά ο λόγος του Θεού και Ορθόδοξης πίστης είχε πιάσει μέσα τόσο βαθιές ρίζες, ώστε αυτά τα παιδιά από δέκα ετών και πάνω μέχρι δεκαοκτώ, έδωσαν και το αίμα τους για την πίστη του Χριστού την Αγία.
Θα σας αναφέρω δεκαπέντε – δεκαέξι.
Η Αγία Ειρήνη απ’ τη Μυτιλήνη μαρτύρησε δώδεκα ετών το χίλια τετρακόσια εξήντα τρία.
Ο Άγιος Γεώργιος στην Κωνσταντινούπολη δεκαπέντε ετών, το χίλια πεντακόσια δεκαπέντε,
ο Άγιος Μακάριος απ’ τη Χίο αποκεφαλίστηκε, δεκαοκτώ ετών το χίλια πεντακόσια ενενήντα,
ο Άγιος Θεόφιλος από την Ζάκυνθο, δεκαοχτώ ετών τον έκαψαν ζωντανό,
ο Άγιος Μάρκος από την Κρήτη, δεκαπέντε ετών απεκεφαλίστηκε,
ο Άγιος Ιωάννης απ’ τη Θάσο, και αυτός απεκεφαλίστηκε, δεκατεσσάρων ετών,
ο Άγιος Δημήτριος απ’ τη Φιλαδέλφεια, λιθοβολήθηκε και τον σκότωσαν με τις πέτρες δεκατριών ετών παιδάκι, επειδή φώναζε «δε θέλω να γίνω Τούρκος, θέλω να μείνω χριστιανός, όπως ο μπαμπάς μου και η μαμά μου»,
ο Άγιος Νικόλαος από το Καρπενήσι, του ’κόψαν το κεφάλι και αυτουνού, δεκαπέντε ετών,
ο Άγιος Νικήτας από την Ρόδο, βασανίστηκε και πέθανε δεκαέξι ετών,
η Αγία Κυράνα από την Θεσσαλονίκη, βασανίστηκε δεκαπέντε ετών,
η Αγία Ακυλίνη από Ζαγκλιβέρι, μαστιγώθηκε μέχρι θανάτου δεκαοχτώ ετών, το χίλια επτακόσια εξήντα τέσσερα,
ο Άγιος Μιχαήλ απ’ τα Βουρλά, τον αποκεφάλισαν δεκαοχτώ ετών,
τον Άγιο Ιωάννη από την Μονεμβασία, τον σφάξανε δεκαπέντε ετών,
τον Άγιο Πολύδωρο απ’ την Κύπρο, τον κρέμασαν δεκαπέντε ετών,
τον Άγιο Ιωάννη απ’ την Θεσσαλονίκη, τον έσφαξαν δεκαπέντε ετών, το χίλια εφτακόσια ενενήντα πέντε,
όλοι έχουν ημερομηνίες και ακρίβεια, ημερομηνίες δεν τις αναφέρουμε χάριν συντομίας του λόγου,
ο Άγιος Κωνσταντίνος από την Ύδρα βασανίστηκε δεκαοκτώ ετών,
ο Άγιος Χριστόδουλος απ’ τη Μακεδονία, τον αποκεφάλισαν δεκατεσσάρων ετών το χίλια οκτακόσια εξήντα,
η Αγία Αναστασία απεκεφαλίσθη δεκαπέντε ετών το χίλια οκτακόσια δέκα,
και για να τελειώνουμε να πούμε να πούμε και τον Άγιο Παναγιώτη που τον απεκεφάλισαν δεκαοκτώ ετών στο Βόλο.
Και ασφαλώς και όλα εκείνα τα παιδιά που σφαγιάστηκαν μαζί με τους γονείς τους στην παραλία της Χίου το χίλια οκτακόσια είκοσι ένα, όταν αρνήθηκαν να πατήσουν τον Σταυρό που ’χαν χαράξει οι Τούρκοι κάτω στη γη. Γονείς και παιδιά ακόμα και μωρά, όλα μαζί και όλοι μαζί που ήσαν περισσότεροι από τρείς χιλιάδες σφαγιάστηκαν στην παραλία της Χίου. Τα μαρτυρικά τους λείψανα και οστά βρίσκονται σε ένα μοναστήρι έτοιμα προς προσκύνηση για κάθε χριστιανό προσκυνητή.
Σπείρεται ο λόγος του Θεού και μέσα στον κόσμο. Και σε μας σπέρνεται ο λόγος του Θεού, πλούσια, αλλού υπάρχει λιμός, λιμός του ακούσαι λόγον Θεού, -επισκέφθηκα νησιά και το διαπίστωσα,- λιμός, δεν ακούνε λόγον Θεού, και μείς που ακούμε δεν παράγουμε καρπόν.
Έχουμε λοιπόν και μέσα στον κόσμο, ακόμα και στην εποχή μας, κάθε κοινωνικής τάξεως και επαγγέλματος, πάσης ηλικίας και μορφώσεως, άντρες γυναίκες και παιδιά, που δίνουν τον καλό τους τον αγώνα και αγιάζουν μέσα απ’ αυτόν.
Ναι αδελφοί μου, πλήθος αγίων γεννά κάθε μέρα ο λόγος του Θεού.
Κατ’ εξοχήν όμως ο Ευαγγελικός λόγος, ανέδειξε αγίους μοναχούς, ασκητάς, ησυχαστάς, ερημίτας, κελιώτας ακόμα και κοινοβιάτας.
Πάντοτε όμως ο λόγος του Θεού, θα γεννά και αγίους κληρικούς παντός βαθμού, διακόνους, πρεσβυτέρους, απλούς λεβήτας ενοριών, χωριών, πρεσβυτέρους, και νήσων, όπως και επισκόπους.
Γεννά ο λόγος του Θεού και μέσα από τους κεκοιμημένους, τους πεθαμένους, γονείς ή και παιδιά, που συνταράσσουν τις κοιμισμένες συνειδήσεις μας από τις σωτήριες ουράνιες επεμβάσεις τους, όπου προσφέρουν ζωντανά και παραστατικά, ή την φρίκη της κολάσεως ή την ωραιότητα και το κάλος του Παραδείσου και της Βασιλείας των Ουρανών.
Τα παραδείγματα δε λείπουν και μάλιστα είναι πολλά, ένα μας ανέφερε προηγουμένως ο πατήρ Δημήτριος Ντούτκο, αλλά θα πούμε και κάνα δυό εμείς.
Για τις παραβολές και τον σωτήριον λόγον του Θεού, θα ακούσετε πολλά και ωφέλιμα, στα βραδινά μας κηρύγματα, που εύχομαι να έρχεστε όλοι σας, από τον πατέρα Δημήτριο. Πάντως προσωπική μου διαπίστωσις είναι και το είδα με τα μάτια μου, ότι το Ευαγγέλιο τον μέθυσο τον κάνει νηστευτή, τον τσιγκούνη τον κάνει ελεήμονα, τον χαρτοπαίκτη τον κάνει νοικοκύρη, τον λύκο τον κάνει αρνάκι, τον θυμώδη και τον όργιλο τον μεταβάλλει σε πραότατον, τους φθονερούς τους γεμίζει από αγάπη και τους εγωιστάς και τους υπερηφάνους τους μεταμορφώνει με την ταπείνωση. Και τους απελπισμένους το Ευαγγέλιο τους γεμίζει από ουράνια ελπίδα.

Εμφανίζεται ένα πεθαμένο δωδεκάχρονο παιδάκι στους γονείς του γεμάτο φως, και με τις Ευαγγελικές του συμβουλές τους λυτρώνει από τον φόβο του θανάτου και της κολάσεως.
Εξομολογούνται, κοινωνούν, διάγουν αγία ζωή ύστερα από αυτή την ουράνια επέμβαση.

Εικοσάχρονος νέος ομολογεί απ’ τον ουρανόν, ότι είναι πρίγκιπας τώρα στην Βασιλεία των Ουρανών γεμάτος παράσημα, γεμίζοντας την τραγική χήρα μάνα, από την ομορφιά του Παραδείσου και την χαρά, της βεβαιωμένης ελπίδος και της προσωπικής της ακόμα σωτηρίας. Σήμερα χαίρεται γιατί έχει έναν εικοσάχρονο γιο, πρίγκιπα στην Βασιλεία των Ουρανών. Πόσοι άραγε από μας έχουν αυτή τη χαρά;

Τα παραδείγματα που είδα και άκουσα, στα σαρανταεφτάμιση χρόνια της ιερατικής μου ζωής, είναι πάμπολλα αλλά αρκούμαι σε αυτά που ανέφερα.

Χριστιανοί μου,
ένα είναι το συμπέρασμα, το Ευαγγέλιο, ο λόγος του Θεού, η Καινή Διαθήκη, η Αγία Γραφή, η Ορθόδοξος πίστις με την Ιερά Παράδοσή της, την Εκκλησία και τα μυστήριά της, μας οδηγεί στη μετάνοια, στην προσωπική μας μεταμόρφωση, στο φωτισμό μας, στη λύτρωσή μας, στη σωτηρία μας.
Γι’ αυτό σας παρακαλώ όλους, όλους μηδενός εξαιρουμένου, να προσεύχεστε, να χουμε μετάνοια, τα χρόνια, οι μέρες, οι μήνες, οι βδομάδες, δε ξέρω, ώρες, δεν ξέρω πόσες θα ’ναι για μένα.
Θέλω λοιπόν να παρακαλάτε τον Θεόν, να καλλιεργηθεί μέσα μου η αληθινή μετάνοια,
η αληθινή μετάνοια σε όλους τους Ορθοδόξους κληρικούς, εν Ελλάδι και απανταχού της γης, και σε μας, που σας υπηρετούμε εδώ και διακονούμε τα μυστήρια, χάριν της σωτηρίας σας, αλλά και σεις όλοι όμως, να καλλιεργήσετε αυτήν την σωτήρια μετάνοια, για να πάμε όλοι μαζί στον Παράδεισο,

Αμήν.


π. Στεφάνου Αναγνωστοπούλου 
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...