Monday, February 25, 2013
Τι είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας
Πατέρες και πατερικότητα της χριστιανικής θεολογίας
Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας (ή, εν συντομία, απλώς Πατέρες της Εκκλησίας) ονομάζουμε τους χριστιανούς ιερείς όλων των βαθμίδων 1 (αλλά και μερικούς που δεν ήταν ιερείς) που αναγνωρίστηκαν ως πνευματικοί διδάσκαλοι και αναδείχθηκαν ως συγγραφείς διατυπώνοντας, οριοθετώντας και υπερασπιζόμενοι το χριστιανικό δόγμα2.
Κατά το δυτικό σχολαστικισμό, δηλαδή τη φιλοσοφική θεολογία που αναπτύχθηκε στη δυτική Ευρώπη μετά το Σχίσμα του 1054 και έφτασε στην ακμή της κατά το μεσαίωνα, η πατερική εποχή σταματά στον 6ο αιώνα μ.Χ. για τη δυτική Εκκλησία (τελευταίος δυτικός Πατέρας ο άγιος Ισίδωρος Σεβίλλης) και στον 8ο αιώνα για την ανατολική (τελευταίος ανατολικός Πατέρας ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός). Η νεώτερη ιστορική και φιλολογική έρευνα, που αναπτύχθηκε στη δύση και υιοθέτησε τα κριτήρια του σχολαστικισμού, υιοθέτησε και αυτή την ιδέα και διαχωρίζει την «πατερική γραμματεία» (τα έργα των Πατέρων μέχρι τον 8ο αιώνα) από τη «βυζαντινή γραμματεία», δηλαδή τα έργα των Βυζαντινών συγγραφέων μετά τον 8ο αιώνα.
η τίμια κάρα του αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου
Η Ορθόδοξη Εκκλησία όμως θεωρεί ότι η θεολογία της είναι πάντα πατερική και μόνο στο βαθμό που συνεχίζει να είναι πατερική μπορεί να είναι επίσης έγκυρη και αληθής. Έτσι, διακρίνει φορείς του πατερικού της πνεύματος σε όλους τους χριστιανικούς αιώνες, από το 2ο (πρώτη μετά τους αποστόλους γενιά, άγιοι Κλήμης Ρώμης, Πολύκαρπος Σμύρνης, Ιγνάτιος Αντιοχείας ο Θεοφόρος κ.ά.) μέχρι τους υστεροβυζαντινούς χρόνους (π.χ. άγιοι Γρηγόριος Παλαμάς, 14ος αι., Μάρκος Ευγενικός, 15ος αι.) αλλά και μετά το Βυζάντιο (άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, 18ος-19ος αι., οι Ρώσοι άγιοι του 19ου αι. Ιγνάτιος Μπραντσιανίνωφ και Θεοφάνης ο Έγκλειστος, Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ κ.ά.), ενώ και σήμερα διαφαίνονται έντονα αρκετοί αυθεντικοί φορείς του πατερικού πνεύματος της εκκλησιαστικής θεολογίας, κάποιοι από τους οποίους έχουν αναγνωριστεί επίσημα ως άγιοι [π.χ. οι άγιοι Νεκτάριος Πενταπόλεως, Λουκάς ο Ιατρός, Ιωάννης της Σαγκάης (Μαξίμοβιτς), Νικόλαος Αχρίδος (Βελιμίροβιτς) κ.ά.], ενώ άλλοι, αν και δεν έχουν αναγνωριστεί «επίσημα», με εκκλησιαστική «απόφαση» οποιουδήποτε είδους, αναγνωρίζονται στην πράξη ως τέτοιοι, όπως π.χ. οι άγιοι διδάσκαλοι Ιουστίνος Πόποβιτς, ΣωφρόνιοςΣαχάρωφ, Φιλόθεος Ζερβάκος κ.ά.
Η εμμονή της Εκκλησίας στην πατερικότητα της θεολογίας της οφείλεται στο ότι θεωρεί τους Πατέρες αγίους, δηλαδή ανθρώπους με αυθεντική, χριστιανικώς εννοούμενη, σχέση με την άκτιστη (θεϊκή) πραγματικότητα, και ως εκ τούτου αξιόπιστους εκφραστές της δογματικής διδασκαλίας της, στην εγκυρότητα της οποίας υπεισέρχεται και ο παράγοντας της «θεοπνευστίας». Το χριστιανικό δόγμα εκφράζεται με το «φωτισμό του Αγίου Πνεύματος» (δηλ. του ίδιου του Θεού) και όχι με διανοητικούς συλλογισμούς –αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη θεολογία.
Για την Εκκλησία, βέβαια, η διαφορά αυτή έγκειται όχι στην επίκληση «αγιοπνευματικού φωτισμού», δηλαδή «θρησκευτικής αυθεντίας», αλλά στην πραγματική ύπαρξη του υπερβατικού αυτού στοιχείου, αλλιώς (αν έχουμε και στις δυο περιπτώσεις οντολογικά και σωτηριολογικά συστήματα κατασκευασμένα με ανθρώπινες διανοητικές διεργασίες, που απλώς επικαλούνται, για λόγους κύρους, κάποια επαφή με το θεϊκό Επέκεινα) αντικειμενική διαφορά μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας ουσιαστικά δεν υπάρχει3.
Πατέρες και φιλοσοφία
Σημειωτέον ότι το πατερικό έργο δεν εξαντλείται στην οριοθέτηση του χριστιανικού δόγματος, αλλά και αναπτύσσεται σε πλήθος ζητημάτων, που αφορούν στη διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης, ιδίως της ψυχής, και τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, το συνάνθρωπο, τον κόσμο και το Θεό, δηλαδή στη θεραπεία των συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος για κάθε άνθρωπο, για την ανθρωπότητα και για όλη την κτίση. Επίσης το πατερικό έργο βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τη φιλοσοφία και την επιστήμη της εποχής του (κάθε φορά). Κατά τούτο έχει νόημα η εξέταση των πατερικών συγγραμμάτων και από φιλοσοφικής απόψεως, καθώς αποτελούν ένα από τα πιο γόνιμα κεφάλαια της παγκόσμιας διανόησης. Δυστυχώς η επιστήμη της ιστορίας της φιλοσοφίας αγνοεί τη συμβολή τους, αν και σήμερα, μετά τις προσπάθειες Ελλήνων ερευνητών (όπως ο Κ. Δ. Γεωργούλης, ο Βασίλειος Τατάκης, ο επίσκοπος Περγάμου π. Ιωάννης Ζηζιούλας, ο Χρήστος Γιανναράς, ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος κ.ά.), η συμβολή τους αρχίζει να βγαίνει στο φως.
«Ένας ορθόδοξος νους στέκεται στο σημείο όπου συναντιούνται όλοι οι δρόμοι. Κοιτά προσεκτικά κάθε δρόμο και, από τη μοναδική του πλεονεκτική θέση, παρατηρεί τις συνθήκες, τους κινδύνους, τις χρήσεις και τον τελικό προορισμό κάθε δρόμου. Εξετάζει κάθε δρόμο από την πατερική σκοπιά, καθώς οι προσωπικές του πεποιθήσεις έρχονται σε πραγματική, όχι υποθετική, επαφή με την περιβάλλουσα κουλτούρα» (Ιβάν Κιρεγιέφσκι, ορθόδοξος Ρώσος συγγραφέας, παράθεμα από το βιβλίο "Η ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος" του π. Σεραφείμ Ρόουζ).
Οι Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας έχουν στο οπλοστάσιό τους ολόκληρη την ελληνική φιλοσοφία, άλλωστε είναι οι ίδιοι και φιλόσοφοι. Μόνο που εκείνοι δεν ενδιαφέρεται να «ερμηνεύσουν τον κόσμο» ή να περιγράψουν τους φυσικούς νόμους και τη λειτουργία τους –φευ για τη σύγχρονη υλιστική μας επιστήμη– αλλά για τη θέωση, που τη θεωρούν απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη γνώση του κόσμου, δηλαδή σχέση με τον κόσμο. (Φυσικά αυτό για τη σύγχρονη επιστήμη φαίνεται χωρίς νόημα, γιατί είναι μια επιστήμη κατακτητική, όχι αγαπητική. Πώς ν’ αγαπήσεις αυτό που πρέπει να κατακτήσεις; Όλος ο πολιτισμός μας –ο δυτικός, που επιβλήθηκε πλέον παγκόσμια– είναι κατακτητικός. Ακόμη και οι μεγάλοι θαλασσοπόροι «εξερευνητές» ακολουθήθηκαν από επιδρομείς κονκισταδόρες, ενώ η εξερεύνηση του διαστήματος ονομάζεται κοινώς «κατάκτηση του διαστήματος»).
Σημειωτέον ότι η Εξαήμερος του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου π.χ. και το Περί κατασκευής του ανθρώπου του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που συνεχίζει την Εξαήμερον, συνοψίζουν επίσης την επιστημονική γνώση της εποχής. Ιδίως ο άγ. Γρηγόριος επιστρατεύει φυσιολογία, ιατρική, ψυχολογία, κάνει λόγο περί ονείρων κ.τ.λ. Και ερμηνεύουν ορθολογικότατα, απορρίπτοντας την αστρολογία και τις λοιπές ανορθόλογες μορφές θρησκευτικότητας.
Ας έχουμε υπόψιν ότι, πριν την εγκληματική μεσαιωνική του διαστρέβλωση, ο χριστιανισμός εκπροσωπούσε τη λογική και την πρόοδο και η ειδωλολατρία τον ανορθολογισμό. Η Εκκλησία, όταν ιδρύθηκε, εναντιώθηκε ανοιχτά στη δεισιδαιμονία του ρωμαϊκού κόσμου θεωρώντας την παράλογη –την αστρολογία, την αστρολατρία, την αγγελολατρία, τη μαγεία, τη μαντεία, την υποταγή στο πεπρωμένο…
Οι Πατέρες είναι αλάθητοι;
Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας, αν και άγιοι, δεν θεωρούνται αλάθητοι. Όμως εφαρμόζεται σ’ αυτούς ο λόγος του Κυρίου «ευλογημένοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό» (Ματθ. 5, 8), γίνονται «διδακτοί Θεού» (Ιω. 6, 45), γι’ αυτό η γνώμη τους είναι πιο έγκυρη από ενός οποιουδήποτε «επιστήμονα» θεολόγου (τη δική μου π.χ.), που δεν είναι καθαρός στην καρδιά. Τέτοιος έγκυρος ερμηνευτής –άγιος– μπορεί να είναι κι ένας ταπεινός και αγράμματος άνθρωπος (άντρας ή γυναίκα, ή και παιδί), αν η καρδιά του είναι αρκετά καθαρή. Το «μέγα μυστήριο της ευσεβείας» (Α΄ Τιμ. 3, 16) κατανοείται με την κάθαρση της καρδιάς, όχι με τη λογική (καρδιά δεν είναι ο χώρος των συναισθημάτων, αλλά ο τόπος όπου εγκαθίσταται το Άγιο Πνεύμα, αν είναι καθαρή, ή το κακό πνεύμα –μη γένοιτο– αν είναι γεμάτη πάθη, βλ. προς Γαλάτας 4, 6, Λουκ. 22, 3).
Αν και δεν είμαι τέλειος γνώστης της πατερικής γραμματείας και, πολύ περισσότερο, δεν είμαι καθόλου άγιος (ώστε να μπορώ να μιλήσω έγκυρα για τους αγίους), τολμώ να πω το εξής: Μερικοί Πατέρες, μέσα στο σύνολο των σπουδαίων συγγραμμάτων τους, υποστήριξαν και κάποιες διδασκαλίες που, κατά την ορθόδοξη θεολογία, είναι λάθος. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο άγιος Αυγουστίνος, όμως υπάρχουν και άλλα παραδείγματα, όπως οι Σύριοι άγιοι Πατέρες Αφραάτης και Ισαάκ, που υποστήριξαν ότι η κόλαση θα είναι προσωρινή (επειδή την εξέλαβαν ως τιμωρία από το Θεό και γνώριζαν ότι ο Θεός της αγάπης δε μπορεί να τιμωρεί κάποιους αιώνια) κ.ά. Έτσι οι άγιοι Πατέρες καλό είναι να διαβάζονται στα πλαίσια της συνολικής διδασκαλίας της Εκκλησίας και να μην απολυτοποιούνται οι απόψεις ενός ή δύο απ’ αυτούς. Κάτι το δεχόμαστε ως σωστό, όταν υποστηρίζεται από το σύνολο των αγίων της Εκκλησίας, έστω κι αν ένας δυο Πατέρες συμβεί να έχουν άλλη άποψη [ανάλυση του προβλήματος αυτού βλ. και στο βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ (ενός, ας τολμήσω να πω, Αμερικανού σύγχρονου Πατέρα της Εκκλησίας) Η ψυχή μετά το θάνατο – Οι μεταθανάτιες εμπειρίες στο φως της Ορθόδοξης διδασκαλίας, εκδ. Μυριόβιβλος].
Μερικοί Πατέρες
Μπορούμε να αναφέρουμε πρόχειρα και από μνήμης μερικούς από τους εκατοντάδες Πατέρες της Εκκλησίας:
Αποστολικοί Πατέρες 1ου αι. (Κλήμης Ρώμης, Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Πολύκαρπος Σμύρνης),
Απολογητές (2ος αι.): άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς, Αθηναγόρας ο Αθηναίος φιλόσοφος, Κοδράτος επίσκοπος Αθηνών, Θεόφιλος Αντιοχείας κ.ά.
Ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Επόμενοι Πατέρες: 2ος αι. Ειρηναίος της Λυών, 3ος αι. Διονύσιος Ρώμης, Διονύσιος Αλεξανδρείας, Κυπριανός Καρχηδόνας κ.ά., 4ος αι. Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Αμβρόσιος Μιλάνου, Μαρτίνος της Τουρ, 4ος-5ος αι. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κ.π.ά., 5ος αι. Ιερός Αυγουστίνος, Κύριλλος Αλεξανδρείας, 6ος αι. «Διονύσιος Αρεοπαγίτης», Λεόντιος ο Βυζάντιος, 7ος αι. Μάξιμος Ομολογητής, Ισαάκ ο Σύρος (συριακά), 8ος αι. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Βονιφάτιος της Γερμανίας, 9ος αι. Θεόδωρος ο Στουδίτης, Μ. Φώτιος … 15ος αι. Γρηγόριος Παλαμάς, 16ος αι. Μάρκος Ευγενικός κ.ά.
Ιδιαίτερες ομάδες Πατέρων
Μια ιδιαίτερη ομάδα Πατέρων της Εκκλησίας είναι εκείνοι που δεν άφησαν συγγράμματα, αλλά συνέβαλαν στη διατύπωση της ορθόδοξης θεολογίας με τη συμμετοχή τους σε τοπικές και, κυρίως, οικουμενικές συνόδους, όπως οι μεγάλοι άγιοι της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου Σπυρίδων και Νικόλαος. Γενικά οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων τιμώνται συλλήβδην ως άγιοι, αφού όχι με βάση πολιτικά συμφέροντα και αυτοκρατορικές οδηγίες, αλλά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (που δέχτηκαν στην καθαρή καρδιά τους) διατύπωσαν τους όρους και τις διδασκαλίες των Συνόδων.
Υπάρχουν επίσης οι Νηπτικοί Πατέρες (δηλαδή δάσκαλοι της νήψης, της ορθόδοξης «ασκητικής επιστήμης» –αν και όλοι οι Πατέρες είναι και νηπτικοί): Μακάριος ο Αιγύπτιος (4ος αι.), Κασσιανός ο Ρωμαίος, Βενέδικτος της Νουρσίας, Διάδοχος της Φωτικής, Ιωάννης ο Σιναΐτης (Κλίμαξ, 6ος αι.), Συμεών Νέος Θεολόγος (10ος-11ος αι.), Γρηγόριος ο Σιναΐτης, Νικήτας Στηθάτος (11ος αι.), Νικόλαος Καβάσιλας, Νικηφόρος ο Μονάζων κ.λ.π. (βλ. τη μνημειώδη συλλογή Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, που συνέταξαν κατά την Τουρκοκρατία οι άγιοι Πατέρες Μακάριος Νοταράς και Νικόδημος ο Αγιορείτης και μετέφρασε στα ρώσικα ο Ρώσος Πατέρας άγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ).
Μια άλλη ιδιαίτερη ομάδα Πατέρων της Εκκλησίας είναι οι Υμνογράφοι Πατέρες: π.χ. οι άγιοι Ρωμανός ο Μελωδός (Χαιρετισμοί της Παναγίας κ.ά., κυρίως κοντάκια), Εφραίμ ο Σύρος (στα συριακά), Ανδρέας Κρήτης («Μέγας Κανών» κ.ά.), Ιω. Δαμασκηνός (κανόνας της νύχτας του Πάσχα κ.ά.), Κοσμάς ο Μελωδός (κανόνας των Χριστουγέννων κ.ά.), Ιωσήφ Υμνογράφος (αμέτρητοι κανόνες), Θεοφάνης και Θεόδωρος οι Γραπτοί (λέγονται έτσι γιατί τους σημάδεψαν το μέτωπο με πυρωμένο σίδερο κατά την Εικονομαχία), Θεόδωρος Στουδίτης, Κασσιανή η Υμνογράφος («Τροπάριο της Κασιανής» [δηλ. δοξαστικό Μ. Τρίτης], μέρος κανόνα Μ. Παρασκευής κ.ά.) κ.π.ά. Σύγχρονος υμνογράφος Πατέρας ήταν ο Αγιορείτης όσιος γέροντας Γεράσιμος από τη Μικρά ΑγίαΆννα (=Μικραγιαννανίτης).
Υπάρχουν επίσης οι Πατέρες της Ερήμου, που είναι ερημίτες και μοναχοί. Κάποιους τους έχουμε ήδη αναφέρει. Ας δούμε και μερικούς ακόμη. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι ήταν απλοί μοναχοί, χωρίς κανένα εκκλησιαστικό «αξίωμα», ούτε καν ιερείς. Επίσης πολλοί δεν άφησαν γραπτά κείμενα, αλλά η προφορική διδασκαλία τους –καθώς και ο βίος τους, που ήταν ίσως πιο σημαντικός κι από τα λόγια τους– καταγράφτηκε από άλλους Πατέρες σε συλλογικά έργα όπως το Λαυσαϊκόν του αγίου Παλλαδίου Ελενουπόλεως, το Λειμωνάριον του αγίου Ιωάννου Μόσχου, τα Αποφθέγματα Πατέρων κ.λ.π.
Αρχαίοι: Αντώνιος ο μέγας («καθηγητής της ερήμου»), Παχώμιος ο μέγας, Σισώης ο μέγας, Ποιμήν ο μέγας, Αρσένιος ο μέγας, Παμφούτιος, Νείλος, Δανιήλ της Σκήτης, Πιτηρούμ, Ζωσιμάς, Ιωάννης ο Πέρσης, Αμμώνιος, Ιωάννης ο Κολοβός, Θεόδωρος της Φέρμης, Αβραάμ ο Ίβηρας, Μωυσής ο Αιθίοπας «ο από ληστών» (πρώην ληστής), Σαρματάς, Παμβώ, Βιαρέ, Ονούφριος ο Αιγύπτιος, Πίωρ, Απφύ, Μάρκος ο Αθηναίος, Θεοδόσιος Κοινοβιάρχης κ.π.ά.
ο Γέροντας π.Κλεόπας Ελίε
Νεότεροι: Ρώσοι: Σέργιος του Ραντονέζ, Σεραφείμ του Σάρωφ («βρες την ειρήνη και χιλιάδες άνθρωποι θα ειρηνεύσουν μαζί σου»), Αγαπητός ο Ιαματικός, Αλέξανδρος του Σβιρ, Κύριλλος της Λευκής Λίμνης, Νικόδημος της Λίμνης Κόζα, Ιωάννης ο Πολύαθλος, Ιώβ του Ποτσάεφ, Νείλος Σόρσκυ, οι Γέροντες της Όπτινα (Ανατόλιος, Ιωσήφ, Αμβρόσιος, Μωυσής, Βαρσανούφιος, Νεκτάριος κ.ά.), Σεραφείμ της Βίριτσα κ.π.ά. (βλ. γι’ αυτούς έργα όπως το Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου, η Θηβαΐδα του Βορρά κ.ά.),
Άγιο Όρος: Σιλουανός και παπά Τύχων (Ρώσοι), Παΐσιος, Άνθιμος Αγιαννίτης, Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Ιωσήφ Ησυχαστής ή Σπηλαιώτης, ΕφραίμΚατουνακιώτης κ.ά., Δράμα: Γεώργιος Καρσλίδης, Κρήτη: Ευμένιος και Παρθένιος Κουδουμά (Ηράκλειο), Ιωακειμάκι Κουδουμά (από Ρούπες Μυλοποτάμου), Γεννάδιος Ρεθύμνης, Ευμένιος Ρουστίκων κ.π.ά., Ρουμανία: Κλεόπας Ελίε, Αρσένιος Μπόκας, Παΐσιος Ολάρου, Ιωάννης του Χοζεβά, Ενώχ ο Απλός (Άγιο Όρος) κ.λ.π.
Μητέρες της Εκκλησίας
Εκτός από τους Πατέρες, υπάρχουν και οι αγίες Μητέρες της Εκκλησίας, που εντάσσονται κυρίως στην τελευταία ομάδα, των διδασκάλων που δεν έγραψαν οι ίδιοι, αλλά ο βίος και τα λόγια τους καταγράφτηκαν και μας μεταφέρθηκαν από άλλους. Τέτοιες μεγάλες διδασκάλισσες της ορθοδοξίας, ανάμεσα σε εκατοντάδες, ήταν:
η αγία μεγαλομάρτυςΑικατερίνα, που, ενώ ήταν ήδη κρατούμενη για την πίστη της, έφερε στο χριστιανισμό 150 ειδωλολάτρες φιλοσόφους και 500 στρατιώτες με το διοικητή τους (όλοι αυτοί εκτελέστηκαν και είναι άγιοι της Εκκλησίας μας),
η αγία Μακρίνα, γιαγιά του Μ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης,
η εγγονή της, αγία Μακρίνα επίσης, η «θεολόγος, διδασκάλισσα και φιλόσοφος» (κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης), που έπεισε τη μητέρα της, την αγία Εμμέλεια, να δώσει ίσα δικαιώματα στις υπηρέτριες και τις δούλες της και τελικά να τις απελευθερώσει,
η αγία Μαρία η Αιγυπτία (πλούσια κοπέλα, που ζούσε ως πόρνη για την ηδονή, όχι για τα χρήματα. Πηγαίνοντας να προσκυνήσει στα Ιεροσόλυμα, έκανε έρωτα με όλους τους άντρες που ταξίδευαν στο ίδιο πλοίο. Όταν όμως έφτασε εκεί, μια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να πλησιάσει τον Τίμιο Σταυρό –τότε έφυγε για τα βάθη της ερήμου, όπου και έζησε μέχρι που την ανακάλυψε από θεϊκό όραμα ο άγιος Ζωσιμάς, ο οποίος την κοινώνησε, και αργότερα, με τη βοήθεια ενός λιονταριού, την έθαψε),
η αγία Μελάνη, που, μαζί με τον άντρα της, σκόρπισε την περιουσία της απελευθερώνοντας αιχμαλώτους και κατέληξε πνευματική μητέρα της γυναικείας μοναστικής αδελφότητας, που είχε ιδρύσει στα Ιεροσόλυμα η πρώτη αγία Μελάνη, η γιαγιά της,
η αγία Ειρήνη του Χρυσοβαλάντου, που υψωνόταν στον αέρα όταν προσευχόταν και λύγιζαν τα κυπαρίσσια,
η αγία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα, που έζησε στη Χίο το 15ο αιώνα και τέλεσε αμέτρητα θαύματα και εν ζωή και μετά την κοίμησή της,
οι επίσης μεγάλες ασκήτριες αγίες Συγκλητική, Αναστασία η πρώην πατρικία (έζησε σε μια σπηλιά που τη γνώριζε μόνον ο άγιος Δανιήλ της Σκήτης, τον 6ο αιώνα), Θεοκτίστη της Λέσβου, Σάρρα και Θεοδώρα, Γενεβιέβη του Παρισιού, Ούρσουλα της Γερμανίας, η αγία Γουλινδούχ η Περσίδα (Μαρία μετά τη βάφτισή της),
οι μεγάλες αγίες της φιλανθρωπίας Φιλοθέη η Αθηναία (1589) και Ελισάβετ η Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας (1918), που δαπάνησαν όλη τους την περιουσία για την ίδρυση νοσοκομείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και τελικά έδωσαν και το αίμα τους (η πρώτη θανατώθηκε από τους Τούρκους και η δεύτερη από τους κομμουνιστές),
οι αγίες της Ρωσίας Δωροθέα και Άννα του Κασίν, Παρασκευή του Πινέγκα, Αθανασία Λογκάτσεβα, οι διά Χριστόν σαλές αγίες Πελαγία Ιβάνοβνα, Ξένη της Πετρούπολης, κ.π.ά.
οι σύγχρονες αγίες Μητέρες Μεθοδία της Κιμώλου (1908), Πελαγία της Καλύμνου, Σοφία η «ασκήτισσα της Παναγιάς» (1974, Καστοριά), Ταρσώ η διά Χριστόν σαλή (Κερατέα Αττικής 1989), Γαβριηλία Παπαγιάννη (1993) κ.π.ά.
Πόσο μεγαλόδωρος είναι ο Θεός!
Μακάριοι οι πενθούντες
Ο δεύτερος μακαρισμός του Κυρίου λέει: «Μακάριοι οι πενθούντες, ότι αυτοί παρακληθήσονται». Μακάριοι, δηλαδή, είναι εκείνοι που πενθούν, διότι θα παρηγορηθούν.
Κρίνοντας με την ανθρώπινη λογική, βρίσκουμε μία αντίφαση στα λόγια του Κυρίου. Πώς είναι δυνατόν να είναι ευτυχισμένοι εκείνοι οι οποίοι πενθούν; Εμείς συνήθως ονομάζουμε ευτυχισμένους εκείνους που χαίρονται τη ζωή τους και απολαμβάνουν τα αγαθά τους. Όμως ο Χριστός μακαρίζει εκείνους που λυπούνται και πενθούν!
Ας δούμε αρχικά ποιό είναι το πένθος στο οποίο αναφέρεται ο μακαρισμός του Χριστού. Είναι το πένθος εκείνων που λυπούνται για τις αμαρτίες που διέπραξαν και μετανοούν γι' αυτές. Είναι το πένθος και η λύπη εκείνων που κατάλαβαν πόσο πίκραναν το Θεό με τη ζωή τους και τι είδους δόξα στερήθηκαν φεύγοντας μακριά από τον φιλάνθρωπο Πατέρα τους. Ο Χριστός μακαρίζει εκείνους τους ανθρώπους που γνώρισαν τις αμαρτίες τους και το πόσο πλήγωσαν την αγάπη του Θεού με αυτές, και πονούν και θλίβονται γι' αυτό.
Ο Θεός δεν έχει ανάγκη από τα δάκρυα της μετανοίας μας, ούτε επιθυμεί να πενθεί και να θλίβεται ο άνθρωπος. Θέλει πάντοτε να εργαζόμαστε το αγαθό και να χαιρόμαστε. Όμως η αμαρτία την οποία κάνουμε, έχει ως συνέπεια την οδύνη και τη θλίψη. Αυτή η οδύνη που προκαλεί η αμαρτία διαλύεται με το πένθος μας για την αμαρτία.
Ο ιερός Χρυσόστομος μιλώντας για τη μετάνοια, λέει: «Εξ αιτίας της αμαρτίας δόθηκε στον άνθρωπο η λύπη, και με τη λύπη εξαλείφεται η αμαρτία. Πόσο μεγαλόδωρος είναι ο Θεός! Αυτό που έδωσε στον άνθρωπο για τιμωρία, το μετέτρεψε σε σωτηρία. Η αμαρτία γέννησε την λύπη και η λύπη εξάλειψε την αμαρτία. Όπως ακριβώς το σκουλήκι γεννιέται από το ξύλο και στη συνέχεια τρώει το ξύλο, έτσι και η λύπη που γεννήθηκε από την αμαρτία, όταν προσφέρεται με τη μετάνοιά μας, στη συνέχεια τρώει την αμαρτία».
Αναφέρεται για τον αββά Λογγίνο ότι όταν προσευχόταν και έψαλλε έφθανε σε μεγάλη κατάνυξη και δάκρυα. Τον ρώτησε, λοιπόν, ο μαθητής του: «Γέροντα, αυτός είναι ο κανόνας του Μονάχου, το να κλαίει πάντα όταν προσεύχεται;» Και του απάντησε ο Γέροντας: «Ναι τέκνο μου, αυτός είναι ο κανόνας που ο Θεός ζητά από εμάς. Διότι αρχικά ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο για να πενθεί, αλλά για να ευφραίνεται και να δοξάζει το δημιουργό Του χωρίς να αμαρτάνει. Αφού όμως αμάρτησε ο άνθρωπος, χρειάζεται το πένθος. Όπου δεν υπάρχει αμαρτία, δεν χρειάζεται ο κλαυθμός και το πένθος. Άλλωστε βλέπουμε και στους πρωτοπλάστους, πως όσο καιρό ζούσαν μέσα στο Παράδεισο, χαίρονταν την παρουσία του Θεού και αγάλλονταν διαρκώς. Όταν όμως παράκουσαν την εντολή Του και αμάρτησαν έτρεξαν να κρυφτούν από το άγιο πρόσωπό Του».
Κάποιοι ύμνοι της Εκκλησίας παρουσιάζουν τον Αδάμ μετά την πτώση, να κάθεται έξω από τον Παράδεισο και να θρηνεί τη γύμνωσή του λέγοντας: «Αλλοίμονο σε μένα που πείσθηκα στην άπατη του Διαβόλου και ξεγελάστηκα και απομακρύνθηκα από τη θεία δόξα! Έχασα την θεοΰφαντη στολή της θεϊκής δόξας και στερήθηκα από κάθε αγαθό».
Αυτός ο θρήνος αρμόζει και στον καθένα μας, όταν αμαρτάνουμε και στερούμαστε τα θεία αγαθά. «Πένθησε για τήν αμαρτία, λέει ο ιερός Χρυσόστομος, για να μη θρηνήσεις την τιμωρία». Το ίδιο μας προτρέπει και ο Μέγας Βασίλειος: «Να κλαις για την αμαρτία που διέπραξες, διότι αύτη είναι μία αρρώστια της ψυχής, είναι ο θάνατος της αθανάτου ψυχής. Γι' αυτό αρμόζει στην αμαρτία το πένθος και οι αδιάκοποι οδυρμοί».
Ο Χριστός μακαρίζει εκείνους που πενθούν για τις αμαρτίες τους, επειδή μετά το πένθος έρχεται η παράκληση και η χαρά. Και ποιά είναι η παράκληση που ακολουθεί το πένθος; Είναι η παράκληση και η αγαλλίαση την οποία δοκιμάζει ο άνθρωπος που εργάζεται το θέλημα του Θεού. Με το πένθος της μετάνοιας ο άνθρωπος επανακτά τη χαρά της εν Χριστώ ζωής. Γι' αυτό και οι Άγιοι ονόμασαν το πένθος της μετανοίας, πένθος χαροποιόν.
Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος λέει ότι το βάπτισμα των δακρύων της μετανοίας, είναι ισάξιο με το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος. Διότι το άγιο Βάπτισμα το δεχτήκαμε στην νηπιακή ηλικία και το μολύναμε με την αμαρτία. Ενώ με το βάπτισμα των δακρύων, καθαρίζουμε το πρώτο μας Βάπτισμα. Και εάν η φιλανθρωπία του Θεού δεν είχε χαρίσει στους ανθρώπους το δεύτερο βάπτισμα, το βάπτισμα των δακρύων της μετανοίας, λίγοι θα ήταν οι σωζόμενοι.
Τα δάκρυα του πένθους για τις αμαρτίες μας, καθαρίζουν και λευκαίνουν τη ψυχή μας. Και στην συνέχεια τα δάκρυα την ποτίζουν και την κάνουν γη καρποφόρα και γόνιμη. Τότε ο άνθρωπος ομολογεί στο Κύριο: «Μετέτρεψες το πένθος μου σε χαρά και παράκληση». Σε χαρά που αποτελεί πρόγευση της ουράνιας χαράς και Βασιλείας.
(Ιερ. Γρηγορίου, «Ο Ιησούς Χριστός»)
Θα'ρθουν δύσκολοι καιροί (Γέροντας Πορφύριος)
Την άνοιξη του 1985, (αφηγείται η Γερόντισσα Θεοδοσία)
(Ιερά Μονή των αγίων Θεοδώρων Καλαβρύτων)
ευρισκόμενη εις την Μονήν των αγίων Θεοδώρων Καλαβρύτων, μία νύχτα περίπου 2.302 πρωινή, άκουσα λίγο πιο πέρα από το παράθυρο του κελλιού μου, στην αυλή της Μονής, κάποιον να σκάβει. Για να βεβαιωθώ, έσβησα το φως του κελλιού μου και κοίταξα από το παράθυρο. Είδα ότι αναβόσβηνε ένας φακός. Τότε έκανα μία προσευχή στους θαυματουργούς Αγίους μας να μας προστατεύσουν. Ήλεγξα τα παράθυρα και τις σαθρές πόρτες προς την αυλή της ερειπωμένης Μονής, μήπως εισχωρήσουν στο εσωτερικό της, και αφού διεπίστωσα ότι επικρατούσε ησυχία στο χώρο αυτό, επέστρεψα στο κελλί μου.
Το πρωΐ είχαμε μία ιδιωτική λειτουργία. Την ώρα πού ετοιμαζόμουν να πάω στην Εκκλησία, ώρα 5.552 πρωινή, χτύπησε το τηλέφωνο. Σκέφτηκα μήπως κάποια πονεμένη ψυχή έχει κάποιο πρόβλημα - κάτι άλλωστε πού συνέβαινε συχνά - και σήκωσα το τηλέφωνο. Προς μεγάλη μου έκπληξη άκουσα:
- «Άκου παιδάκι μου, είμαι ο Γέροντας Πορφύριος. Μη βγεις έξω που ακούς και σκάβουν, θα σε χτυπήσουν. Διαβολεμένοι άνθρωποι γυρίζουν στο Μοναστήρι σου».
- Τον ερωτώ: «Γέροντα, γιατί σκάβουν; Βρήκαν τίποτα;»
- Απαντά: «Όχι παιδάκι μου, τα έχουν πάρει άλλοι νωρίτερα».
- Τον ερωτώ πάλι: «Γέροντα έχετε έλθει στο Μοναστήρι μας;»
- Μου απαντά: «Όχι παιδάκι μου, αλλά τώρα είμαι εκεί. Ρώτα με ότι θες».
Παίρνοντας λοιπόν αφορμή από το λόγο του αυτό, τον ρώτησα για την ιστορικής σημασίας σπηλιά του Μοναστηριού μας ...;
...; - Με ερωτά: «Ποια σπηλιά; Γιατί είναι δύο σπηλιές κοντά σας. Αυτή πού κάθισαν οι πρώτοι μοναχοί;»
- Του απαντώ: «Ναι Γέροντα».
Μου λέει:
«Καλό είναι, παιδάκι μου, να το κάνης αυτό, γιατί η σπηλιά είναι αγιασμένη. Αλλά θα σε αφήσουν οι χωρικοί; Θα αντιδράσουν».
Έμεινα με το ακουστικό στο χέρι, χωρίς να μιλάω από την έκπληξη μου, γιατί μου μιλούσε για γεγονότα.
Ας σημειωθεί ότι όντως υπάρχουν δύο σπηλιές, αλλά εμείς δεν την είχαμε δει τη δεύτερη σπηλιά, καίτοι είχαμε εγκατασταθεί στη Μονή περισσότερο από ένα χρόνο. Μας το είχαν πει όμως οι βοσκοί της περιοχής, ότι υπάρχει και δεύτερη σπηλιά.
Την ώρα λοιπόν που είχα μείνει αμίλητη με το ακουστικό στο χέρι, ακούω το Γέροντα να μου λέει: «Ψάρια, Γερόντισσα, Ψάρια!».
- Τον ερωτώ: «Τι ψάρια, Γέροντα;»
- «Παιδάκι μου», μου λέει, «το νερό από τους κούτουλες δεν είναι κατάλληλο για ψάρια; Βάλε λοιπόν ψάρια να φάει ο κόσμος. Θα 'ρθούν δύσκολοι καιροί!».
Και όντως, όταν είχαμε εγκατασταθεί στο Μοναστήρι, εξήτασα στο Χημείο των Πατρών το νερό, που τρέχει άφθονο από τους δύο κούτουλες (πηγή) στην αυλή της Μονής, αν είναι πόσιμο και παράλληλα αν είναι κατάλληλο για ψάρια, ώστε να καλύπτει τις ανάγκες της Μονής και των φιλοξενουμένων προσκυνητών της. Όντως το νερό απεδείχθη καθαρό και κατάλληλο για ιχθυοτροφείο ...; (από τις σελ. 60, 62).
Την παρουσία του Γέροντα (Πορφύριου) την αισθανόμεθα έντονα, γιατί σε κάθε δίλημμα μας εκείνος επικοινωνούσε μαζί μας και μας έδινε λύση. Μια φορά, μου είχε πει τηλεφωνικώς:
- «Παιδάκι μου, έχεις μεγάλο αγώνα, αλλά μη φοβάσαι, εγώ κάθε βράδυ κάνω μαζί σας προσευχή».
Ας σημειωθεί ότι με τον Γέροντα δεν είχαμε συναντηθεί ποτέ, ούτε τον είχα δει ποτέ, μόνον είχα ακούσει για το προορατικό του χάρισμα από άλλους, ούτε ποτέ είχα τηλεφωνικώς επικοινωνήσει μαζί του. Απόρησα λοιπόν. Πώς ήξερε εμάς και τα προβλήματα μας; Πού βρήκε το τηλέφωνο μας;
Για το λόγο αυτό πήρα τηλέφωνο μία ηγουμένη άλλου Μοναστηριού, πού γνώριζε τον Γέροντα, και την ρώτησα: «Μήπως, Γερόντισσα, δώσατε τον αριθμό του τηλεφώνου μας στον Γέροντα Πορφύριο;» Μου απαντά: «Είναι ανάγκη να του τον δώσω; Το μυαλό του πατρός Πορφυρίου είναι τηλεόραση».
Κάποτε επεσκέφθην με μερικές αδελφές της Μονής μας ένα άλλο Μοναστήρι. Ο Γέροντας Πορφύριος, επειδή υπήρχε ένα επείγον και σημαντικό θέμα, πήρε εκεί τηλέφωνο, με ζήτησε και μου είπε:
«Παιδί μου, τους πέντε ανθρώπους πού θέλουν να καταθέσουν ως μάρτυρες για τα όρια της Μονής σας, να τους αφήσεις να προσέλθουν στο δικαστήριο. Πρέπει να ακουστεί η αλήθεια και να υπερασπισθείς ό,τι ανήκει στη Μονή, γιατί θαρθούν δύσκολοι καιροί και ο κόσμος θα χρειασθεί φροντίδα από τα Μοναστήρια».
Πραγματικά, πέντε γηραιοί άνθρωποι, πού ήσαν ευγνώμονες στο Μοναστήρι, μου ζητούσαν επιμόνως να πουν την αλήθεια σε μια αδικία πού είχε γίνει εις βάρος της Μονής. Έτσι κι έγινε και η Μονή δικαιώθηκε. Από τις σελ. 63, 64
Ο ΓΕΡΩΝ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ
Who is Christ?
This is a question first posed by Jesus Himself when
speaking to His disciples: “Who do people say that the Son of Man
is?”(Matthew 16, 13) and “But who do you say that I am?” (Matthew 16,
15) The same query was also raised against the Pharisees, just before He
finished His mission on earth: “What do you think about the Christ?
Whose son is he?”(Matthew 22, 42)
Jesus posed these questions because He wished to prove that
all prophesies of the Old Testament were being fulfilled in Him, not in
an anthropological way as the Pharisees were expecting, but in the way
the Lord wished.
The Pharisees were expecting the Messiah to be the one, who
was going to lead his people to glory; who was going to prove how
special he was; who would be able to pass on the spiritual and secular
authority to those who would receive him.
Yet Jesus speaks of the God-man nature of the Messiah. He
says that He was not just a perfect man, a special person, but that God
Himself assumed human nature. Therefore, whatever He was going to offer
was not exclusive to the Jews but it would be a gift and a blessing to
all men and all peoples, irrespective of time and human understanding.
This question is resurfacing nowadays. People, of course,
are not specifically interested in Jesus. They see Him as a special
personality; as someone who has taught people love, offered social
assistance and created a religion. They also believe that people are
consoled when they turn to this religion during difficult times, are
having fun with the various customs and traditions and are able to turn a
little inwardly and receive financial help and social assistance when
needed. People regard the Church, the Bishops, the priests and the monks
as the continuation of Jesus. At best they have something to gain from
them. Otherwise they believe that Jesus and the Church are remnants of
another era and that whatever anyone thinks about either of the two is
up to them. Moreover they believe that the state and the government as
social institutions ought not to have anything to do with either Jesus
or the Church.
Yet, Jesus is present in the world and will continue to be
present ‘forever and ever’. And He will continue to raise the question:
‘What do you think about Christ?’ He will keep reminding us among
others, the three elements of His own consciousness, His own identity.
He will call upon us to make them personal if we are to be distinguished
as Christians. As St Simon the God bearer said during the Visitation,
these elements will turn both Him and His followers into “a sign which
shall be spoken against” (Luke 2, 34).
The first element is that He is God-man. This means that
our human nature communicates with the Divine nature in Jesus. We do not
believe in a principle, a sermon or a teaching about God, but in God
Himself, Who is a person, Who has assumed human nature and leads us to
deification and to the eternal communion with Him through the life of
the Church. However, if we are to experience this path we must remind
ourselves of the gifts and the graces we have received from Him, namely,
our creation ‘in the image’ and our progress towards ‘the likeness’.
This process, however, presumes that we will stop viewing this world and
this way of life through human logic and our senses.
“I am not seeing God’. ‘God is a human invention’. These
two phrases are often present in the mouths and hearts of many people
nowadays. They have been enslaved in their logic and in the knowledge
acquired through the senses. They are ignoring the fact that their
hearts must be opened in order to meet with the Lord. They are opened
through prayer, love, and trust and by overcoming their ego.
The second element is that Jesus did not promise us any
power. He did not promise that we will be accepted by the world and
others. Instead if we receive Him, we are called upon to proceed on a
path which is and has always been the path of martyrdom. We suffer
martyrdom because we are swamped by doubts, by the need to safeguard our
rights and by worldly concerns. We are suffering because people hate
Him, under the influence of the devil, and this hatred passes on to us.
We are suffering because we are struggling to forgive, to avoid
rejecting people and to stop blaming others. We are suffering by the
assault of death in all its variations: death of the body, of the
spirit, social death, material and spiritual death. These make one
wonder whether God does exist. We are suffering because we are inundated
with worldly concerns and with inadequate time to fulfill our
ambitions. We are suffering because the powerful of this world are
forcing us to abandon our faith with little in return. We are suffering
the martyrdom of loneliness in a secular world, which does not need God.
We are suffering intensely because it is in our nature to crave power,
recognition and acceptance. Yet, this martyrdom also contains joy
because of His assistance, His enlightenment and His presence. He
empowers us to go on, if only we are to ask Him and place our trust in
Him
The third element is that “a person’s enemies will be those
of his own household” (Matthew 10, 36). We and other Christians have a
weakness which prevents us from understanding one another. It prevents
us from offering assistance to others, from proceeding together, from
directing our life towards Jesus and towards love. Instead each one of
us thinks differently and is not in a position to listen to his brother,
to understand him and help him lift his cross. Each one feels lonely
and is unable to offer the sacrificial love in the place of the
prevailing selfishness. Each one is only interested in himself, in his
daily routine, his thoughts, and his feelings and is unable to share his
pain; neither lifts some of the burden off from others. This is where
sin lies. Namely, we are only interested in ourselves, in our ‘ego’.
This preoccupation fills us with passions, vices and despair. Instead of
looking at our own trespasses we are focusing on those of others.
Christ represents a challenge. Who is He? The answer will
help us redirect our lives either towards becoming true Christians, or
towards thinking that we are Christians but in reality our hearts lay
far away from Him. Christ wishes to be a personal God and a Savior for
each one of us. A relationship with Him does not entrap one in time nor
in worldly motions. He offers us the blessing to communicate with Him
through love and to be saved along with the others, saints and sinners
alike, without losing our own identity and without restricting ourselves
in our selfishness. We need to work hard in order to remember that
Christ asks us to return to the Lord and to start a relationship with
Him. We need to struggle to realize that our lives will not always be
full of joy and we need not falter in the face of all kinds of misery.
Moreover our faith should not be shaken if others do not give us what we
want.
Being a Christian, means to have faith, to seek Jesus as
well as love. He will then come to our rescue, protecting us from the
despair and fear caused by the raging beasts of this world, by sin and
by the devil.
http://vatopaidi.wordpress.com/2013/02/25/who-is-christ/#more-128264
We Must Resist Evil as Soon as it Appears (Part 2)
As I have told you many times, it is one thing to uproot a small plant
(which can be plucked out easily), and it is another to uproot a large tree.
A certain great elder was with his disciples in a place where there
were both small and large cypress trees. The elder said to one of his
disciples, “Uproot this small cypress.” It was a tiny, young tree and the
brother uprooted it with just one hand. The elder then pointed out another
one a little larger than the first and said to him, “Remove this one as well.”
He rocked it back and forth with both hands, and he rooted it out. Again the
elder showed him another, still larger. The brother shook it for some time,
and after much effort and sweat he finally managed to uproot this one too.
The elder then showed him a very large one and, in spite of the fact that he
toiled at length and sweated a great deal, he could not uproot it. When the
elder saw that he did not have enough strength to remove it, he asked
another brother to get up and help him; thus, the two of them uprooted it
together. The elder then turned to the brothers and concluded, “It is the
same with the passions, brethren. While they are young, we can easily
uproot them, if we so desire. If, however, we consider them to be
insignificant and neglect them, they harden. And the more they harden, the
greater the effort and pain required. If they further develop and become
deeply rooted within us, then we can no longer dig them out alone, even if
we try very hard; unless we have help from certain saints who will assist
us, after God.”
Do you see how much power the words of the holy fathers contain?
The prophet teaches us similarly on this matter: “O daughter of Babylon,
thou wretched one, blessed is he who shall reward thee wherewith thou
hast rewarded us. Blessed is he who shall seize and dash thine infants
against the rock” (Ps. 136:8-9). In other words, he is saying, “blessed is the
person who right from the very onset will not allow your offspring (i.e. the
evil thoughts) to grow within him, and thus give way to evil and let it
materialize. On the contrary, while the thoughts are still weak—before they
have a chance to thrive and develop strength against him—, he quickly
grabs them and smashes them against the rock, which is Christ, and
destroys them by fleeing to Christ.
Behold how both the holy elders and the Holy Scriptures agree!
Behold how they bless the people who struggle to sever the passions while
they are still in their infancy, before they experience the pain and bitterness
of the passions. Let us, therefore, struggle eagerly my brothers, so we may
find mercy. Let us exert ourselves a little, and we will find a great deal of
rest and comfort.
Abba Dorotheos
Subscribe to:
Posts (Atom)