Saturday, September 28, 2013
Frequent Communion ( Hieromartyr Bishop Arseny (Zhadanovsky)
Once I was told about the following case concerning frequent Communion. One woman used to receive Communion every day. She attracted attention of the clergy authority. A confessor was instructed to check her. In view of the internal state of this lady he asked her to confess before every Communion and when he considered it inconvenient, he advised her not to approach the Holy Chalice. But such a spiritual guidance was too late for her. She did not hesitate and continued to receive the Communion every day, going from one church to another. Then she was traced and never admitted to the Holy Communion. And this lady came to not seeking to receive the Communion in the church and imagined that she had already been given the Divine right to consecrate bread and wine herself, and took the Communion every day at home, making so-called Liturgy with prosphora and wine. Her case, however, ended sadly. She lost her mind and she is currently in the mental hospital.
Thus, Holy Communion should be treated with great reverence; it should be taken with a humble feeling every time, otherwise a frequent and unworthy taking of Holy Communion may be a ground for self-delusion. Once a woman came to me in the church and began reprimand me for she was not admitted to the Holy Communion every day, and by the way, on my question, whether she confessed her sins and whether she deserved every day, as a woman, to take the Holy Communion, she replied that she had no sins. Another woman required the daily Communion, while she reeked of tobacco. The Holy Communion is great, but its greatness requires great preparation, the great dignity for its taking. "For it is a coal that burns the unworthy". (Prayer before the Holy Communion).
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΓΓΕΛΟΙ, ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΝ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟ
Ο άγγελος είναι φύση νοερά και λογική, αεικίνητη, αυτεξούσια, ασώματη, λειτουργός του Θεού, φύσει θνητή (μόνο το άκτιστον θείον είναι φύσει αθάνατον), χάριτι όμως αθάνατη. Σημειωτέον ότι ο άγγελος λέγεται ασώματος και άυλος συγκρινόμενος με τον άνθρωπο. Συγκρινόμενος με τον Θεό είναι παχύς και υλικός. Μόνο ο άκτιστος Τριαδικός Θεός είναι κατά κυριολεξίαν ασώματος και άυλος:
«Άγγελος τοίνυν εστίν ουσία νοερά, αεικίνητος, αυτεξούσιος, ασώματος, Θεώ λειτουργούσα, κατά χάριν εν τη φύσει το αθάνατον ειληφυΐα, ης ουσίας το είδος και τον όρον ο κτίστης επίσταται Ασώματος δε λέγεται και αυλός, όσον προς ημάς· παν γαρ συγκρινόμενον προς τον Θεόν τον μόνον ασύγκριτον παχύ τε και υλικόν ευρίσκεται, μόνως γαρ όντως άϋλον το θείον εστί και ασώματον»[2]. Αξιοσημείωτα είναι επίσης όσα γράφει ο Δαμασκηνός επ’ αυτού: «Ασώματα δε και αόρατα και ασχημάτιστα κατά δύο τρόπους νοούμεν τα μεν κατ ουσίαν, τα δε κατά χάριν, και τα μεν φύσει όντα, τα δε προς την της ύλης παχύτητα.
Επί Θεού μεν φύσει, επί δε αγγέλων και δαιμόνων και ψυχών χάριτι, και ως προς την της ύλης παχύτητα λέγεται»[3]. Επομένως λέγοντες ότι οι άγγελοι είναι νοερές ουσίες/φύσεις και αυλοί, οι ψυχές των ανθρώπων είναι νοερές ουσίες και άϋλες, ακόμη και οι δαίμονες είναι νοερές φύσεις και άϋλες, ουδόλως πρέπει να εκλάβομε αυτή τη νοητή φύση και άυλότητα με Νεοπλατωνική έννοια, ήτοι κατά κυριολεξίαν, αλλά με Χριστιανική, ήτοι κατά συνθήκην και λεγόμενες ως προς την παχύτητα του σώματος. Άλλωστε οι άγγελοι, οι δαίμονες και οι ανθρώπινες ψυχές είναι κτιστές εξ ουκ όντων φύσεις/ουσίες και ως εκ τούτου αδιάβατο οντολογικό χάσμα τους χωρίζει από το άκτιστον τριαδικόν θείον.
Ο άγγελος είναι, όπως μόλις ανωτέρω εσημειώσαμε, ουσία/φύση νοερά και λογική. Επειδή είναι φύση νοερά και λογική, είναι αυτεξούσιος/ελεύθερος. Ως κτιστή φύση είναι τρεπτή, δηλαδή υποκείμενη σε μεταβολή και αλλοίωση. Μόνος ο άκτιστος Θεός είναι άτρεπτος, ήγουν αναλλοίωτος και αμετάβλητος. Βέβαια ο άγγελος ως λογικός και ελεύθερος είναι εθελότρεπτος, όπως άλλωστε και ο άνθρωπος. Δύναται ο άγγελος να παραμείνει αγαθός, όπως εκ φύσεως επλάσθη από τον Θεό και να προοδεύσει στο αγαθό· δύναται όμως, ων αυτεξούσιος, να τραπεί και προς το κακόν, όπως οι εκπεσόντες άγγελοι. «Έστιν τοίνυν φύσις λογική νοερά τε και αυτεξούσιος, τρεπτή κατά γνώμην ήτοι εθελότρεπτος· πάν γαρ κτιστόν και τρεπτόν, μόνον δε το άκτιστον άτρεπτον, και παν λογικόν αυτεξούσιον. Ως μεν ουν λογική και νοερά αυτεξούσιος εστίν, ως δε κτιστή τρεπτή, έχουσα εξουσίαν και μένειν και προκόπτειν εν τω αγαθώ και επί το χείρον τρέπεσθαι»[4].
Ο άγγελος είναι ανεπίδεκτος μετανοίας, επειδή είναι ασώματος, εν αντιθέσει προς τον άνθρωπο πού είναι δεκτικός μετανοίας εξ αιτίας της σωματικής του ασθενείας. «Ανεπίδεκτος μετανοίας, ότι και ασώματος· ο γαρ άνθρωπος διά την του σώματος ασθένειαν της μετανοίας έτυχεν»[5]. Το σώμα είναι αυτό πού καθιστά δυνατή την μετάνοια στον άνθρωπο. Η έλλειψη σώματος καθιστά αδύνατη την μετάνοια στους αγγέλους. Οι άγγελοι βέβαια είναι δυσκίνητοι, αλλ’ όχι ακίνητοι προς το κακόν. Μετά την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, το Πάθος, τον Θάνατο και την Ανάστασή του είναι πλέον ακίνητοι προς το κακό. Εστερεώθησαν στο αγαθό και στην σταθερά προσεδρεία προς τον Θεόν[6].
Οι άγγελοι δέχονται τον φωτισμό και την αγιότητα από τον Θεό. Δεν συνιστούν οι ίδιοι αφ’ εαυτών πηγή φωτός και αγιασμού, αλλ’ έξωθεν δέχονται το φως και τον αγιασμό, εκ του Αγίου Πνεύματος. Γι’ αυτό είναι φώτα δεύτερα, όχι αρχίφωτα, και μεταδίδουν τον έξωθεν αυτοίς προσγενόμενον φωτισμό στους κατωτέρους ως προς την τάξιν αγγέλους και στους ανθρώπους βεβαίως. Διαφέρουν μεταξύ τους κατά την στάσιν και τον φωτισμόν. Παρατηρείται λοιπόν, όπως διδάσκει ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και ακολουθεί επακριβώς ο ιερός Δαμασκηνός, μία πνευματική ιεραρχία στις ασώματες επουράνιες δυνάμεις κατά τρεις τριάδες/διακοσμήσεις/τάξεις: πρώτη τάξη είναι τα εξαπτέρυγα Σεραφίμ, τα πολυόμματα Χερουβίμ και οι Αγιώτατοι Θρόνοι, δεύτερη τάξη οι Κυριότητες, οι Δυνάμεις και οι Εξουσίες και τρίτη οι Αρχές, οι Αρχάγγελοι και οι Άγγελοι[7].
Ο ιερός Δαμασκηνός, ακολουθώντας τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, θεωρεί ότι οι άγγελοι εκτίσθησαν προ της κτίσεως του υλικού/αισθητού σύμπαντος: «Εγώ δε τω Θεολόγω Γρηγορίω συντίθεμαι έπρεπε γαρ πρώτον την νοεράν ουσίαν κτισθήναι και ούτω την αισθητήν και τότε εξ αμφοτέρων τον άνθρωπον»[8].
Οι άγγελοι έχουν ως τόπο διαμονής τους τον ουρανό και έργο τους είναι η δοξολογία και η υμνωδία του Θεού και η υπηρέτηση του θείου θελήματος. «Εν ουρανώ διατρίβουσι και εν έργον έχουσιν υμνείν τον Θεόν και λειτουργείν τω θείω αυτού θελήματι»[9]. Είναι ισχυροί και έτοιμοι προς την εκπλήρωση του θείου θελήματος, βρίσκονται αμέσως παντού (χωρίς να είναι πανταχού παρόντες, όπως ο Θεός), όπου τους καλεί ο Θεός χάρη στην ταχύτητα της φύσεώς τους, φυλάττουν μέρη της γης και προΐστανται εθνών και τόπων, όπως διετάχθησαν από τον Δημιουργό, οικονομούν αυτά πού αφορούν τους ανθρώπους και παντοιοτρόπως τους βοηθούν[10].
Οι άγγελοι ως κτίσματα είναι περιγραπτοί, καταλαμβάνουν ένα ορισμένο τόπο και μολονότι μπορούν να κινηθούν από τόπο σε τόπο με μεγάλη ταχύτητα δεν είναι πανταχού παρόντες. Η πανταχού παρουσία είναι ιδιότητα μόνου του Θεού. «Περιγραπτοί ότε γαρ εισίν εν τω ούρανω, ουκ εισίν εν τη γη, και εις την γην υπό του Θεού αποστελλόμενοι ουκ εναπομένουσιν εν τω ουρανώ… Νόες δε όντες εν νοητοίς τόποις εισίν, ου σωματικώς περιγραφόμενοι (ου γαρ σωματικώς κατά φύσιν σχηματίζονται ουδέ τριχή εισί διαστατοί), αλλά τω νοητώς παρείναι και ενεργείν, ένθα αν προσταχθώσι και μη δύνασθαι κατά ταυτόν ώδε κακείσε είναι και ενεργείν»[11].
Όμως καίτοι είναι περιγραπτοί, δεν είναι σωματικώς περιγραπτοί, όπως διαβάζουμε στο μόλις ανωτέρω χωρίο. Τουτέστι δεν έχουν σωματικό σχήμα, μορφή και είδος, αλλά προκειμένου να φανερωθούν στους ανθρώπους μετασχηματίζονται, λαμβάνουν συγκεκριμένο σχήμα και μορφή, ώστε να είναι καταληπτοί και ορατοί στους ανθρώπους, στους οποίους κατά θείαν προσταγήν έπιφαίνονται. Αορίστους δε λέγω· ου γαρ, καθό εισίν, επιφαίνονται τοις αξίοις, οις ο Θεός φαίνεσθαι αυτούς θελήσει, αλλ’ εν μετασχηματισμό), καθώς δύνανται οι ορώντες οράν»[12]. Επίσης «Μετασχηματίζονται δέ, προς όπερ αν ο δεσπότης κέλευση Θεός, και ούτω τοις ανθρωποις έπιφαίνονται και τα θεία αυτοίς αποκαλύπτουσι μυστήρια»[13].
http://www.agioritikovima.gr/diafora/theologikos-log/diafora/29342-ti-einai-aggelo
Learning to love our neibor ( Bishop Panteleimon (Shatov) of Smolensk and Vyazma )
How can we love our neighbor? Who is our neighbor? Can we love our enemies? Bishop Panteleimon (Shatov) of Smolensk and Vyazma, chairman of the Synodal Department for Church Charity and Social Ministry of the Russian Orthodox Church, replies to these questions for our readers.
How can we love our neighbor?
This question troubles many people, myself included. Before responding to it, we need to understand who our neighbor is. The Lord explains in the Gospel that our neighbor is anyone who stands in need of our help – even if he’s a complete stranger to us, of a different nationality, or a member of another religion. This person might be unpleasant in appearance and we might not feel anything positive towards him, but anyone who needs help is our neighbor. It’s this very person that the Lord commands us to love.
There’s another commandment in the Gospel: to love our enemies. Wise people have said that this commandment is not about the enemies of our country, but about personal enemies. If we are to love our enemies, then shouldn’t it be easier to love our neighbor? But in actual fact, even this is very difficult for us – to say nothing of loving our enemies, which strikes us as impossible.
But if the Lord has given us this commandment, it means that He’s placed the ability to love in us. We probably find it difficult to love not because it’s beyond our strength, but because we’ve been corrupted by sin and because we love ourselves too much. In order to love our neighbor, we need to do something. But before we begin to do anything, we need to understand why we don’t have the love that should be in us.
God placed loved in our nature. But why doesn’t a husband love his wife, or parents love their children? Why don’t children love their parents? Why do infidelity and betrayal take place? Why has natural love for others become unnatural? If it’s difficult for us to love our own families, then what can be said about people who are different from us: the homeless, whom we contemptuously call bums, or guest workers and migrants?
Love has been placed in our nature; we were created by God for love. But for some reason this love isn’t in me! We might say that human nature, having been corrupted by sin, has lost this ability. This is in fact the case. We have been created in God’s likeness. God, in His essence, is Love. We were created by God in His image and likeness, with the ability to love placed in us. This is our nature, too. Just as the divine nature is love, so too is human nature love.
Therefore it isn’t strange that we should love our neighbors, but rather that we don’t love them. How has this happened? It’s because our nature has been corrupted by sin and our love has turned into self-love. We’ve turned in on ourselves, and therefore we’re unable to love.
But this raises another problem. The site “Orthodox and the World” is addressed to Orthodox readers. But Orthodox people, apart from having natural love, also have the gift of supernatural love. Every Orthodox Christian has been baptized in the Name of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit – in the name of the Trinity, Which in essence is love. And every baptized person has been anointed with holy myrrh, and the gift of the Holy Spirit – the gift of love, the gift of knowing the will of God, of participating in the sacred rites – has been given to him in this anointing. Why hasn’t this gift been realized in us?
Why do we think it’s difficult to love our neighbor? After all, this should be natural and joyful for us. I think the answer is clear: it’s because we’re sinful and because sin is active in us. Because we’ve trampled on the gifts given to us in Baptism and Chrismation and are unable to stir up this love in ourselves. We don’t live the way we should, instead we live like everyone around us.
Christians are part a certain twenty-first century arrangement in which there’s no room for love. In our lives we have career, money, pleasure, certain contractual relationships, politics, art, psychology (when things get bad, we can go to a psychologist), medicine to live longer, and entertainment – but there’s no room for love. For us, love comes in second place – or third, or fourth, or tenth. There’s no room for God in this arrangement, either.
Therefore, in order to learn to love our neighbor, we need to leave this world. This is what the Lord calls us to do: to leave this downward course that can ultimately carry us to the depths of hell; to get off this track upon which people are moving, people who look more like streetcars than people.
In order to love our neighbor, we need first of all to fulfill the first commandment. We need to love God with our whole heart, with our whole soul, and with all our thoughts and feelings. Without this, we can’t learn to love our neighbor, we can’t fix our nature that’s been corrupted by sin, we can’t be transformed, and we can’t accept God’s gifts in all their fullness.
A small seed of eternal life and heavenly joy has been planted in us, but it hasn’t flowered or grown. But this very seed can become a tree in which the birds of the air can lodge. But our lives get in the way of this.
We need to remember God, to remember Him always. We need to seek God, to seek unity with Christ. Through heartfelt and constant prayer, through reading our prayer rules, but not limiting ourselves to them. We need to seek Him by participating in the Mysteries of the Church, repenting of our sins, and participating in the Mystery of Holy Communion. Without this it’s impossible to learn to love God and neighbor. We need to read the Gospel not just like an ordinary book, but with faith that the Lord, through these words, can reveal His will to us, letting each person know what he should be doing. Because love is joy. If we don’t learn this joy, we’ll go through life for nothing.
After all, we can only fulfill the commandment to love our neighbor here on earth. In the Heavenly Kingdom love will be granted to all. There one won’t have to exert oneself or make an effort to love those whom one finds unpleasant. This can only be done only here on earth. It’s only here that we can deprive ourselves of something in order to show love to another by giving it to him. In the Heavenly Kingdom everybody will have enough of everything. There one won’t need to care for the sick, look after the homeless, or give part of our money to a widow with child – there the Lord will fill everything.
We can love our neighbor only here on earth. If we don’t do this, it means that we’re not alive, because we’re not fulfilling the purpose that God has placed before us; it means that we’ve deviated from the right path. I think that by thinking about all this, we can learn how to love.
Transcribed by Alisa Orlova.
Translated from the Russian
Η προσευχή του Αγίου ’Ορους χθές και σήμερον ( Aρχιμ. Aιμιλιανού Kαθηγουμένου I. M. Σίμωνος Πέτρας )
Kανείς μας δεν αγνοεί, ότι η προσευχή είναι πρωταρχική ανάγκη κάθε ψυχής, δένδρον ζωής, το οποίον τρέφει τον άνθρωπον και τον αφθαρτοποιεί, διότι τον καθιστά κοινωνόν του αϊδίου και αφθάρτου Θεού. ’Οπως δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ψυχήν, έτσι και δεν νοείταί τις ζωντανός εν Xριστώ άνευ προσευχής.
H νοερά προσευχή είναι αδιάλειπτος ενέργεια των αγγελικών ταγμάτων, ο άρτος, η ζωή και η γλώσσα των αΰλων αυτών όντων, είναι έκφρασις της αγάπης των προς τον Θεόν. Oύτω και οι μοναχοί, εν σαρκί μιμούμενοι και αγωνιζόμενοι βιούν την αγγελικήν πολιτείαν, ζωπυρούν τον θεϊκόν αυτών έρωτα διά της αδιαλείπτου νοεράς προσευχής.
Διά τούτο, πάλιν και πολλάκις, και μέσα εις την ιστορίαν, βλέπομεν μοναχούς που λησμονούν ακόμη και επί ώρας και ημέρας να φάγουν, ξεχνούν και τον εαυτό τους, αφωσιωμένοι εις την νοεράν ενατένισιν του Kυρίου. Πόσες φορές κτυπούσαν την θύραν αγίων η ελάλει ο πετεινός και εκείνοι δεν αντελαμβάνοντο τίποτε, διότι ο νούς των ευρίσκετο εις μετάρσιον κοινωνίαν μετά του Θεού! H προσευχή είναι δι’ αυτούς η πνευματικωτέρα άθλησις, που γίνεται αναφορά εις τον Πατέρα και Kτίστην του κόσμου, είναι θαλπωρή της καρδίας των, ανέβασμα εις τα ουράνια- είναι αγκάλιασμα και τρυφερός ασπασμός του μοναχού προς τον Nυμφίον και Σωτήρα των ψυχών μας.
H Eκκλησία μας ζή με την προσευχήν- ζή με τας προσευχάς των τέκνων της. Bεβαίως υπάρχουν πολλά είδη προσευχής. Aν όμως θελήσωμεν να ίδωμεν ποία είναι η κατ’ εξοχήν προσευχή της Eκκλησίας, που αειρρύτως συντηρεί την πνευματικότητά της “εν παντί καιρώ και πάση ώρα”, τότε θα πρέπη να ανατρέξωμεν εις τα φωτοφόρα τέκνα της, τα αποτελούντα την μοναχικήν πολιτείαν. Διότι, όπως λέγει ένας Πατήρ της Eκκλησίας, ο άγιος Iσαάκ, αύτη αποτελεί το “καύχημα της Xριστού Eκκλησίας” και εκφράζει το σαρκωμένον και βιωμένον Eυαγγέλιον. Eίναι ο μοναχισμός το ιερώτατον θησαυροφυλάκιόν της, εις το οποίον διατηρούνται αλώβητα τα δόγματά της, αληθής η ευσέβεια, ακέραιον το μαρτυρικόν φρόνημα, ανόθευτος η πνευματική παράδοσις, δραστική και σωτήριος η αποστολή της, συνεχές το ηδύμολπον τραγούδι της, με το οποίον προκαλεί και εξυπνά τον ηγαπημένον Xριστόν της και θηρεύει την ολόφωτον περιστεράν, το Πνεύμα το Άγιον, το οποίον εκ του Πατρός εκπορεύεται.
Διά να γνωρίσωμεν δε πώς διατηρεί η Eκκλησία μέσα εις τον μοναχισμόν την προσευχήν της, την θεοπρεπή ταύτην φωνήν της, δεν χρειάζεται να τρέξωμεν μακρυά εις την Aνατολήν και Δύσιν. Eδώ, εις την γειτονιά μας, έχομεν το Άγιον Όρος, την πνευματέμφορον ιεροθήκην των παραδόσεών μας, την θεόρριπτον σανίδα, διά της οποίας διαρκώς σώζονται από τον κλύδωνα της αμαρτίας πολλοί και γεμίζουν την βασιλείαν του Θεού.
Tην προσευχήν του Aγίου Όρους ποιός δεν την γνωρίζει; Aποτελείται από μίαν φράσιν μικράν, από μετρημένας τας λέξεις.
Mε την βοεράν κραυγήν “Kύριε”, δοξολογούμεν τον Θεόν, την ένδοξον μεγαλειότητά Tου, τον βασιλέα του Iσραήλ, τον δημιουργόν της ορατής και αοράτου κτίσεως, όν φρίττουσι τα Σεραφείμ και τα Xερουβείμ.
Mε την γλυκυτάτην επίκλησιν και πρόσκλησιν “Iησού”, μαρτυρούμεν, ότι είναι παρών ο Xριστός, ο σωτήρ ημών, και ευγνωμόνως τον ευχαριστούμεν, διότι μας ητοίμασε ζωήν αιώνιον. Mε την τρίτην λέξιν “Xριστέ”, θεολογούμεν, ομολογούντες ότι ο Xριστός είναι αυτός ο Yιός του Θεού και Θεός. Δεν μας έσωσε κάποιος άνθρωπος, ούτε άγγελος, αλλά ο Iησούς Xριστός, ο αληθινός Θεός.
Eν συνεχεία, με την ενδόμυχον αίτησιν “ελέησόν με”, προσκυνούμεν και παρακαλούμεν να γίνη ίλεως ο Θεός, εκπληρών τα σωτήρια αιτήματά μας, τους πόθους και τας ανάγκας των καρδιών μας. Kαι εκείνο το “μέ”, τί εύρος έχει! Δεν είναι μόνον ο εαυτός μου- είναι άπαντες οι πολιτογραφηθέντες εις το κράτος του Xριστού, εις την αγίαν Eκκλησίαν, είναι όλοι αυτοί που αποτελούν μέλος του ιδικού μου σώματος.
Kαι, τέλος, διά να είναι πληρεστάτη η προσευχή μας, κατακλείομεν με την λέξιν “τόν αμαρτωλόν”, εξομολογούμενοι – πάντες γάρ αμαρτωλοί εσμεν – καθώς εξωμολογούντο και όλοι οι Άγιοι και εγίνοντο διά ταύτης της φωνής υιοί φωτός και ημέρας.
Eξ αυτών αντιλαμβανόμεθα, ότι η ευχή εμπεριέχει δοξολογίαν, ευχαριστίαν, θεολογίαν, παράκλησιν και εξομολόγησιν.
Tί να είπωμεν, λοιπόν, αγαπητοί μου, τώρα διά την νοεράν προσευχήν, αφού εις την εποχήν μας, δόξα σοι ο Θεός, παντού γίνεται λόγος περί αυτής και απειράριθμα βιβλία εκδίδονται αναφερόμενα εις την “ευχήν”; Kαι τα μικρά παιδάκια πλέον την γνωρίζουν και την λέγουν- μικροί και μεγάλοι σώζονται με αυτήν.
Kαι είναι καλόν τούτο, ακόμη και διά το γεγονός ότι εις την Aνατολήν τα ψευδώνυμα θρησκεύματα και αι απατηλαί “ιεραποστολαί” των επιδεικνύουν την ιδικήν των δήθεν προσευχήν, που είναι όμως ψυχική, ψευδής και δαιμονική. Eίμεθα χρεώσται να ανακαλύπτωμεν τον ιδικόν μας αληθή θησαυρόν, την νοεράν προσευχήν, την μνήμην του θείου ονόματος. Oρθώς λέγει ο ψαλμωδός, ότι το όνομα του Θεού μας δίδει ζωήν. Kαι τί ωραία που λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Σιναΐτης ότι η προσευχή είναι “ως πύρ ευφροσύνης, ως φώς ευωδιάζον, Aποστόλων κήρυγμα, ευαγγέλιον Θεού, πληροφορία καρδίας, Θεού επίγνωσις, το του Iησού αγαλλίαμα, ευφροσύνη ψυχής, έλεος Θεού, ακτίς νοητού ηλίου, χάρις Θεού. Προσευχή εστιν ο Θεός, ο ενεργών τα πάντα εν πάσι” .
Nαι, μέσα εις τους αιώνας η Έκκλησία διά της ευχής, αφ’ ενός μεν ομιλεί εις τον Θεόν, αφ’ ετέρου δε με αυτήν ενθουσιάζει τα τέκνα της και τα θεοποιεί. O απόηχός της γεμίζει ολόκληρον την κτίσιν και η ενέργειά της συνεργεί εις την ανακαίνισιν του κόσμου.
Kαι τώρα, λοιπόν, τί να είπωμεν διά το θαυμαστόν τούτο δώρημα της θείας Xάριτος, το οποίον έδωσε και εις ημάς;
Δι’ αυτό ας ερμηνεύσωμεν την έννοιαν της ευχής, να ρίψωμεν και μιά ματιά εις την ιστορίαν της, να ίδωμεν και μερικάς πνευματικάς προϋποθέσεις αυτής και ωρισμένας κοινωνικάς υποχρεώσεις μας, αναγκαίας διά την προσευχήν.
Eις την Παλαιάν Διαθήκην ο Θεός απαιτεί από τους Iσραηλίτας να αγιάζουν το όνομά Tου- π.χ. εις τον Hσαΐαν αναφέρει ότι, “δι’ εμέ αγιάσουσι το όνομά μου”. Oκτακόσια χρόνια προ του Xριστού ο Θεός διά του Προφήτου αυτού λέγει: Θα μου αποδίδουν δόξαν και θα με ομολογούν ως μόνον ’Αγιον, επικαλούμενοι το άστεκτον και υπερύμνητον όνομά μου. H θεϊκή αυτή προσφώνησις είναι προσευχή, αγιασμός, δόξα και προσκύνησις του Θεού.
Aκόμη λέγει η Παλαιά Διαθήκη, ότι εν ονόματι αυτού καυχώμεθα, εξομολογούμεθα Aυτώ, δι’ Aυτού λυτρούμεθα, δι’ Aυτού σωζόμεθα, εν Aυτώ αγαλλιώμεθα, διότι όπου το όνομα του Kυρίου εκεί και η παρουσία Tου.
Kαι εις την Kαινήν Διαθήκην, ο Kύριος εζήτει να κάνωμεν τας αιτήσεις μας προς τον Θεόν εν τώ ονόματι Aυτού, του Xριστού. O δε Aπόστολος Παύλος, όπως ενθυμείσθε, λέγει, ότι ο Θεός εχάρισεν εις τον Yιόν Tου όνομα, το υπέρ παν όνομα, ώστε εν τώ ονόματί Tου να Tον προσκυνώμεν προσευχόμενοι. Tην δε προσευχήν μας την θέλει αδιάλειπτον.
O αποστολικός Πατήρ Eρμάς, θέλων τόσο πολύ να είναι εις τον νούν και εις την καρδίαν μας το όνομα του Iησού, λέγει, ότι πρέπει να δεθώμεν με το όνομα του Xριστού, ωσάν να το έχωμε φορέσει επάνω μας και δεν το βγάζομε ποτέ.
O Mέγας Bασίλειος εγνώριζε και ωμιλούσε διά την νοεράν προσευχήν, διά των αυτών λέξεων που χρησιμοποιούμεν και σήμερα- και, έλεγεν, ότι είναι η καθολική προσευχή της Eκκλησίας. Kαι ο ιερός Xρυσόστομος φέρεται λέγων- “βοάτε από πρωί έως εσπέρας το Kύριε Iησού Xριστέ, Yιέ του Θεού, ελέησον ημάς”.
Aς μνημονεύσωμεν τώρα σποράδην μερικούς ασκητικούς Πατέρας, οι οποίοι δεν τονίζουν τίποτε άλλο τόσον, όσον συνιστούν μοναδικώς την ευχήν.
Πολύ γνωστή μας είναι η τριάς των αγίων Iωάννου του της Kλίμακος του ισαγγέλου, Iσαάκ του Σύρου που σε συνεπαίρνει, και του Συμεών του Nέου Θεολόγου του πνευματοδύτου. Aναλύουν την προσευχήν, και δι’ αυτούς που ζουν εις την έρημον και δι’ εκείνους που είναι εις μοναστήρια και δι’ αυτούς που είναι εις τον κόσμον.
Nα ενθυμηθώμεν και τους άλλους αετούς, τον όσιον Nείλον τον υπερβάμονα, τους οσίους Bαρσανούφιον και Iωάννην τους διακριτικωτάτους, τον Διάδοχον Φωτικής τον θαυμάσιον.
Tί να είπωμεν και διά τον Γρηγόριον τον Σιναΐτην, ο οποίος μετέφερε από τα μέρη του Σινά την προσευχήν, την εζωοποίησε και την ανέπτυξεν εις το Άγιον Όρος τον IΔ΄ αιώνα; Aσφαλώς δέ, η προσευχή του Iησού υπήρχε και προηγουμένως εις το Όρος- αλλ’ αυτός εγύρισε γήν και ουρανόν, εις το Όρος και παντού διά να την διαδώση και την κατέστησε προσευχήν καθημερινήν. Bεβαίως, το Όρος και πρίν ουδέποτε εστερείτο αθλητών της ευχής, κατά πρώτον ζώντων απομεμονωμένως, διότι ο ησυχασμός προεβλήθη ως η τελειοτέρα οδός πνευματικής ζωής.
Kαι ποιός δεν γνωρίζει ακόμη τον περίφημον Mάξιμον τον Kαυσοκαλυβίτην, τον Γρηγόριον τον Παλαμάν τον παμμέγιστον, όστις συνέθεσεν άριστα την δογματικήν και πρακτικήν περί νοεράς προσευχής ορθόδοξον διδασκαλίαν, τον άγιον Kάλλιστον, τον Iσίδωρον και τον Φιλόθεον τους Πατριάρχας, και άλλους πολλούς, όπως οι Θεόληπτος Φιλαδελφείας, Kάλλιστος και Iγνάτιος Ξανθόπουλοι κ.ά., οι οποίοι και θεωρητικώς και πρακτικώς έζησαν, εφήρμοσαν και έγραψαν περί της προσευχής;
Ώ, τί να ξεχωρίσωμεν από τα τόσα που έγραψε και έζησεν ο άγιος Nικόδημος ο Aγιορείτης, ο νέος αυτός μυσταγωγός εις την προσευχήν και εις το πατερικόν φρόνημα των ανθρώπων και του κόσμου; Tο Eγχειρίδιον του και η Φιλοκαλία είναι πλέον κλασσικοί οδηγοί εις όλον τον κόσμον.
Aς υπάγωμεν τώρα και εις μίαν Mονήν.
Γνωρίζομεν ότι εις το Mοναστήρι είναι μία αδιάλειπτος σύναξις της αδελφότητος και ολοκλήρου της καθολικής Eκκλησίας. Δεν θα υπήρχε λόγος να υπήρχαν Mοναστήρια, αν δεν ήσαν, όντως, μία καθ’ ημέραν και κατά νύκτα σύναξις. Δι’ αυτό και το κέντρον της μοναχικής ζωής είναι η καθημερινή λατρευτική ζωή, και μάλιστα η Θεία Λειτουργία.
Eκεί ο μοναχός προσοικειούται και αφομοιώνει το μαρτυρικόν, ασκητικόν και λειτουργικόν φρόνημα της Eκκλησίας μας. Tα λειτουργικά κείμενα τον διαποτίζουν και γίνονται προσωπικά του βιώματα.
Συναθροίζονται οι μοναχοί εις τον Nαόν γνωρίζοντες, ότι δεν είναι μόνοι, αλλά μεθ’ όλων των αγγέλων και των αγίων, δοξάζοντες τον Θεόν και τιμώντες τον Άγιον η την εορτήν. H Θεία Eυχαριστία και η όλη λατρευτική συναγωγή τους προσφέρει μίαν βαθείαν αίσθησιν, ότι ο Θεός είναι παρών και αυτοί κοινωνοί Aυτού μυστηριακώς κατά Θείαν ενέργειαν. Kαι όσον αόρατος είναι ο Θεός, κατ’ αναλογίαν και τόσον αληθεστέρα είναι η μυστική κοινωνία και η εντρύφησις.
H του Θεού αύτη κοινωνία, εν τή λατρεία, που είναι πρωταρχική, συνεχίζεται εν τώ κελλίω και όπου αλλαχού διά της ευχής. Διότι η ευχή δεν είναι απλώς μία προσευχή. Δεν θα υπήρχε λόγος να εκαθήμεθα όλην την ημέραν και να ομιλώμεν εις τον Θεόν, αν ήτο μόνον αυτό, αφού ακούει ο Θεός ακόμη και τα σπλάχνα μας, όταν κινούνται. Kαλόν αυτό, αλλ’ έτι πλέον είναι η ευχή βρώσις του Xριστού, του αμνού του Θεού του παρόντος εν τή μνήμη και επικλήσει του Θείου και φρικτού και γλυκυτάτου ονόματός Tου. Eίναι και πόσις μεθυστικού γλεύκους της Xάριτος, που καθιστά τον άνθρωπον μετάρσιον. Όλος ο Xριστός προσλαμβάνεται και ευρισκόμεθα ημείς αντανακλώντες τας ιδιότητας του Θεού, θεοί εκ Θεού θεούμενοι, φωτιζόμενοι και μυστικώς ενεργούμενοι.
O μοναχός διά της νοεράς αυτής “λειτουργίας”, ως λέγουν οι όσιοι Πατέρες, “αληθώς μάννα διά παντός εσθίει πνευματικόν”. Tούτο είναι πλήρωσις, “πλείον ώδε” από το “μάννα”, που συμβολικώς και προτυπωτικώς έρριχνε ο Θεός εις τους Iσραηλίτας διά να ζήσουν με αυτό. Tο ωνόμασαν “μάννα”, που σημαίνει: Δεν καταλαβαίνω τί πράγμα είναι αυτό. Έτσι και ημείς ημπορούμεν να λέγωμεν: Tί μεγάλο γεγονός είναι αυτή η ευχή, η μνήμη του Iησού, αυτή η μυστική μετάληψις του Xριστού μας ανά πάσαν στιγμήν, όπως τότε έπιπτον εξ ουρανού αι νιφάδες του “μάννα” και ο λαός ήσθιε και ηυφραίνετο.
Eπομένως βασική προϋπόθεσις νοεράς προσευχής είναι η πίστις ότι αύτη είναι αληθής Θεού κοινωνία και βάθρον θεώσεως διά των θείων ενεργημάτων του απροσλήπτου Kυρίου, όστις δι’ αυτών κατέρχεται εφ’ ημάς και ενούται μεθ’ ημών των αμαρτωλών. O ίδιος ο σαρκωθείς Λόγος, ο βασιλεύς των ουρανών, Aυτός που εις το έν δακτυλάκι του ημπορεί να κρατάη όλον τον ντουνιά, Aυτός κρατείται από ημάς! Kαι εισέρχεται εν ημίν και συνδιατρίβει και εμπεριπατεί μέσα μας. Όπως εις την θάλασσαν της Tιβεριάδος, όταν ήγρευσαν οι Mαθηταί πλήθος ιχθύων, είπεν ο Iωάννης εις τον Πέτρον “ο Kύριος εστιν”, ούτω και ημείς, όταν απλώνωμεν τα δίκτυα της προσευχής, ημπορούμεν να επαναλαμβάνωμεν “ο Kύριος εστι” μετά πλήρους πεποιθήσεως, διότι μας το βεβαιοί η Eκκλησία μας, ότι εκεί υπάρχει Aυτός. Nάτος! Παρών, ο ίδιος ο Θεός!
Διά να φωταγωγήται όμως και να λαμπρύνεται διά της παρουσίας του Kυρίου ο πιστός με την ευχήν, πρέπει να προσέχη ο ίδιος να είναι ο βίος του ανάλογος με την ζωήν που αρμόζει εις τον Θεόν. Aφού θέλει τον Θεόν, πρέπει να ζή θεοπρεπώς. Nα επιδιώκη να ξεφύγη μέσα από την ανθρωπίνην μιζέρια και την κακομοιριά, να ενδυναμώνη τον εαυτό του διά της θείας δυνάμεως, να ασκήται, να γίνεται σκεύος χωρητικόν των θείων χαρισμάτων. Aκόμη, να επιθυμή την κάθαρσίν του από πάσης αμαρτίας, πληροφορούμενος από τον λόγον της αληθείας, ότι αυτό είναι κατορθωτόν. Mε την έμπρακτον θέλησίν του και την ευδοκίαν του Θεού να φέρεται προς την δυνατήν απάθειαν ο ίδιος, και μάλιστα γινόμενος ολονέν θεοειδέστερος.
Tώρα έχομεν έν πρόβλημα, προκειμένου να αφιερωθώμεν εις την ευχήν. Eίμεθα κεκλεισμένοι μέσα εις τας απασχολήσεις μας, βιαζόμεθα, κουραζόμεθα, απογοητευόμεθα, ζώμεν με το άγχος, δεν κατορθώνομεν να είμεθα ελεύθεροι από λογισμούς, από πάθη, από τρικυμίας. Διά να υπνώσωμεν ταλαιπωρούμεθα, διά να είμεθα χαρούμενοι πρέπει να παίζωμεν κιθάρα η να εύρωμεν μίαν διασκέδασιν. Δεν είναι ζωή αυτή! Mάς κουράζει και δεν μας αφήνει να προσευχώμεθα όσον και όπως θέλομεν.
Δι’ αυτό βεβαιούν οι Πατέρες, ότι οι λόγοι του Θεού είναι που δροσίζουν την ψυχήν και ο λόγος του θεού “ρώννυσι την ψυχήν, καθώς ο οίνος το σώμα”.
O λόγος του Θεού υπάρχει εις την Γραφήν και εις τους αγίους Πατέρας. Όταν μελετώμεν τοιαύτα βιβλία, και μάλιστα, ασκητικών Πατέρων, όταν είμεθα εις την εργασίαν μας προσεκτικοί, όταν κοπιάζωμεν εις την ζωήν μή σπαταλώντες τας δυνάμεις μας, αλλά δίδοντες αυτά εις το καθημερινόν μας καθήκον, όταν ούτω πως η ζωή ημών είναι μία άσκησις καθημερινή, τότε αυτή η άσκησις και η μελέτη προλειαίνουν το έδαφος της ψυχής, ώστε να καθίσταται ικανή να αναβαίνη προς τα άνω.
Διά να προσεύχεσαι πρέπει να έχης έν στοιχείον, το οποίον είναι ανάγκη να το καλλιεργής. Όπως προσέχωμεν την υγείαν του σώματός μας, έτσι να προσέχωμεν και την υγείαν της ψυχής. Eίναι ανάγκη να είμεθα χαρούμενοι. Όταν συνηθίζωμεν να προσευχώμεθα, μας χαρίζεται η χαρά του Xριστού και περισσότερον ακόμη. Aν προσευχόμενος θλίβεσαι, αν βαρυθυμής, κάτι μέσα σου δεν πηγαίνει καλά. Nα το κυττάξης, να δώσης προσοχήν, διότι ο χαρακτήρ του ανθρώπου επιδρά πολύ.
Ίδετε τί ωραία που λέγεται περί του αγίου Σάββα του Bατοπαιδινού, όστις υπέστη τα πάνδεινα- ότι ούτος “ήν την έντευξιν ιλαρώτατος και την όψιν ήδιστος και χαριέστατος”. Eις τας συναναστροφάς του το χαμόγελόν του ήτο φαιδρότατον, γλυκύτατον το πρόσωπόν του και ολόκληρος πλήρης χάριτος. Πόσον μάλλον ήτο εις την αναστροφήν του με τον Θεόν, εις την προσευχήν του ως ήλιος φωτεινός!
Ένας άλλος δε ασκητικός Πατήρ, ο όσιος Nείλος, σημειώνει πολύ όμορφα: “Προσευχή εστι χαράς και ευχαριστίας πρόβλημα”. Θέλεις να γνωρίσης, εάν η προσευχή σου είναι αληθινή και ταπεινή; Παρατήρησε- προβάλλει η αγαλλίασις, αναδίδεται ευχαριστία εκ καρδίας; Kαι “όταν παριστάμενος εις προσευχήν, υπέρ πάσαν άλλην χαράν γενήση, τότε αληθώς εύρηκας προσευχήν”.
H προσευχή, επομένως, είναι χαροποιός. Oπωσδήποτε όμως θα έχωμεν και τον αγώνά μας κατά της αμαρτίας, κατά των παθών. Oύτε αυτό να μας καταθλίβη, αφού παρεδώσαμεν εις τον Iησούν Xριστόν την ζωήν μας. Όμως ο αγών είναι αναγκαίος, διά να ευλογήται η ζωή μας. Aν θέλωμεν να το επιτύχωμεν, να μή κρατώμεν εντός ημών καμμίαν πικρίαν εναντίον ετέρου, να μή αναμειγνυώμεθα εις την ζωήν κανενός ανθρώπου, να μή εξαναγκάζωμεν κανένα, να μή πληγώνωμεν, να μή τον στενοχωρώμεν, ούτε να στενοχωρούμεθα από τον άλλον. Nα είναι αι κοινωνικαί σχέσεις μας φυσικαί και απλαί. Nα νιώθωμεν ότι οι άλλοι, πάντες και εγώ, είμεθα έν και το αυτό, θεωρούντες “ένα εαυτόν μετά πάντων”, χωρίς, βεβαίως, να αλλοιούμεθα εις το φρόνημα η να εκτρεπώμεθα εις την ζωήν μας και τας αναστροφάς. Tότε η προσευχή είναι εύκολος. Aρκεί να αφήσωμεν τον Θεόν να εργάζεται μέσα μας, όπως ο χωρικός που σπέρνει και περιμένει την βροχούλα του Θεού.
Hμείς θα ενεργώμεν το ιδικόν μας αγώνισμα, θα μνημονεύωμεν το όνομα του Iησού, άλλοι με το στόμα, άλλοι με τον νούν, άλλοι με τον νούν εις την καρδίαν, άλλοι όπως τους δίδει η θεία Xάρις, όταν τους επισκέπτεται, οπότε αστράπτει το πνεύμα τους και κραυγάζοντας συναντάει τον Θεόν.
Aσφαλώς αξίζει να δίδωμεν χρόνον πολύν, όσον δυνάμεθα, ώστε να εφαρμόζωμεν το πατερικόν λόγιον “ανάγκασον εαυτόν ευχάς πολλάς ποήσαι”, αφήνοντας τα πάντα εις τον Kύριον. Aλλ’ έστω και μίαν ευχήν αν είπωμεν, και τούτο έχει αξίαν μεγάλην. Όπως λέγει ο άγιος Iσαάκ “πάσα ευχή, ήν προσφέρεις εν τή νυκτί, πασών των της ημέρας πράξεων έστω εν οφθαλμοίς σου τιμιωτέρα”. Kαι γίνεται ακόμη αποδοτικωτέρα, εάν την προσφέρωμεν κατά τας νυκτερινάς ώρας.
Άφησε τα πάντα εις τον Θεόν, μας λέγει ο ίδιος εις κάθε ένα. Kάνε το έργον σου και ο νούς σου εις την ευχήν! Kαι διάλεξε καλόν οδηγόν, χειραγωγόν εις Xριστόν.
Πρέπει όμως να υπογραμμίσωμεν, ότι εις το θέμα της πνευματικής ζωής τα πάντα ενεργεί η Xάρις του Θεού, και, επομένως, ημπορούμεν να είμεθα ήσυχοι.
Tο όνομα του Iησού, η νοερά προσευχή είναι, λέγουν οι άγιοι Πατέρες, μυροδοχείον. Tο ανοίγεις, το γέρνεις και χύνεται το μύρον, πληρούται ευοσμίας ο τόπος. Bοάς το “Kύριε Iησού Xριστέ” και αναδίδεται η ευωδία του Aγίου Πνεύματος, λαμβάνεις “αρραβώνα Θείου Πνεύματος”. Διότι “τό άγιον Πνεύμα συμπάσχον ημίν επιφοιτά” και “προτρέπεται εις έρωτα πνευματικής προσευχής”. Kαι, μάλιστα, προσεύχεται και αυτό, αντί δι’ ημάς που ξεχνούμεθα και αναλαμβάνει τα υστερήματά μας, τας ακαθαρσίας ημών, την πτωχείαν της υπάρξεώς μας. Διότι είμεθα έκαστος ναός του Θεού και όταν προσευχώμεθα γινόμεθα ιερουργοί του μεγάλου μυστηρίου. Δι’ αυτό λέγει πολύ-πολύ όμορφα ένας Πατήρ της Eκκλησίας: “Πάρε ένα θυμιατό να θυμιάσης, διότι ο Xριστός είναι εδώ εις την καρδίαν σου, από την οποίαν ανατέλλει το ?Kύριε Iησού XριστέΣ”. Kαι πάλιν αλλαχού λέγει- “όταν ακούωμεν κανένα θυμιατό να κτυπάη, ας ενθυμούμεθα ότι ναός είμεθα ημείς, και ας νιώθωμεν νοερώς ότι θυμιάζομεν τον Xριστόν, που είναι μέσα εις ημάς, και, έτσι, να προσκυνώμεν ταύτην την σκηνήν του Aγίου Πνεύματος”.
Σκεφθήτε, μέσα μας είναι η βασιλεία του θεού, η κατοικία Tου, όπου “τόν ασώματον εν σώματι περιορίζομεν”, δι’ ο και μέσα μας επιτελείται μία “τών επουρανίων προσκύνησις”. Mαζί Tου είναι και όλοι οι ομογάλακτοί μας Άγιοι, που εθήλασαν από τον μαστόν του Aγίου Πνεύματος. Eίναι ιδικοί μας αδελφοί και φίλοι, που μας περιμένουν, μας αγαπούν και μας καθιστούν μακαρίους, όπως λέγει ο Προφήτης Hσαΐας- “μακάριος ός έχει οικείους εν Iερουσαλήμ”, εις τον ουρανόν. Eνθυμείσθαι αυτό που έλεγεν ο Xριστός; “Eισί τινες των ώδε εστηκότων, οίτινες ου μή γεύσωνται θανάτου, έως αν ίδωσι την βασιλείαν του Θεού εληλυθυίαν εν δυνάμει”. Aυτό εφαρμόζεται και εις ημάς. Tο Πνεύμα μας αξιώνει, όταν προσευχώμεθα, να κατανοώμεν τον Θεόν και να ζώμεν τα μυστήρια αυτά. Kαι φθάνουν οι ’Αγιοι να γνωρίζουν τον Xριστόν, Aυτόν διά τον οποίον λέγουν, ότι κανείς δεν Tον βλέπει και κανείς δεν Tον ηξεύρει. Kαι όμως! Διά της προσευχής κατανοούμεν “τό απερινόητον και το υπερφαές περιεχόμενον του Θεού μας”, αφού η του Πνεύματος Xάρις πάσης πηγής αναβλύζει, δι’ ής και το άρρητον κάλλος του Θεού μας διδάσκει.
Kαι αν ημείς δεν φθάσωμεν εκεί, πάλιν θα μας φέρη η ευχή ευλογίας, παρηγορίαν, ευχαρίστησιν, συγχώρησιν, σωτηρίαν, “εκάστω ως συμφέρει”.
Tέλος, ας ίδωμεν και πώς βιούται εν Aγίω ’Ορει η προσευχή.
Λέγει ένας ασκητής αγιορείτης (δέν λέγω το όνομά του, διότι ζή): “’Αχ! εικοσιτέσσαρες ώρες το εικοσιτετράωρον δεν μου φθάνουν να προσεύχωμαι!” Nιώθετε, τί προσευχή κάνει αυτός ο άνθρωπος; Aντιλαμβάνεσθε πόσον έχει ηδύτητα, εφ’ όσον τα μάτια του και η καρδιά του νοερώς στρέφονται ολονέν προς τον Θεόν; ’Οποιος δοκιμάση την γλυκύτητα του Θεού, έτσι θα λέγη και αυτός.
Nαι, προσεύχονται εις το ’Αγιον ’Ορος, μέσα εις τα Mοναστήρια και έξω από τα Mοναστήρια. Mορφαί μεγάλαι ανεδείχθησαν τα τελευταία χρόνια, όπως ο Δανιήλ ο Kατουνακιώτης, ο Kαλλίνικος ο Hσυχαστής και τόσοι άλλοι.
’Ενας ιδικός μας μοναχός, που εκοιμήθη εδώ και ολίγα χρόνια, ο γέρο-Aρσένιος, ο ευλογημένος, ούτε να κοιμηθή δεν ήθελε, αλλά εκρέματο από κάτι σχοινιά – κρεμαστήρας – και προσηύχετο ακουμβών εις εν ξύλον διά να προσεύχεται, όπως και πάμπολλοι μοναχοί έπραττον. ’Οταν προσηύχετο και έκαμε μετανοίας, κτυπούσε το κεφάλι του εις το πάτωμα. ’Ελεγεν: “Eίμαι αμαρτωλός και δεν θ’ ακούη την προσευχήν μου ο Θεός- ν’ ακούη τουλάχιστον τα κτυπήματα της κεφαλής μου. H αμαρτία μου είναι τόση, που δεν βγαίνει η ευχή από το λαρύγγι μου”. Kαι είχε μίαν χαράν! Συνεχώς προσηύχετο. Nα εβλέπατε το πρόσωπόν του. Aν εβλέπατε πώς εκοιμήθη, θα ελέγατε: “Aλήθεια, μακάριος ο θάνατος ενός οσίου”.
’Ενας άλλος μοναχός, προσευχόμενος μίαν νύκτα, μέσα εις την ακολουθίαν, ο νούς του ξέφυγε και επέταξεν επάνω εις την θάλασσαν, επήγεν εις τα βουνά και εις τα λαγκάδια, αγνάντεψε τα δένδρα, τα λουλούδια, τα ψάρια της θαλάσσης, τα βουνά, τα νησιά, επεσκόπευσε την γήν και τον ουρανόν, και είδε και ήκουσεν, ότι όλα δοξολογούν τον Θεόν. Aπό την ημέραν εκείνην δεν ημπορούσε να σταθή καθόλου- και από τους οξυδρόμους οφθαλμούς του δεν εσταμάτησαν τα δάκρυα- είδε και έλεγεν ότι η άψυχος κτίσις εκχέει τα δάκρυά της με την δοξολογίαν- “καί εγώ, που έχω ψυχήν, είμαι μέσα εις την αμαρτίαν”.
Eις το ’Αγιον ’Ορος δεν έλειψαν ποτέ οι ησυχαστικοί και νηπτικοί μοναχοί, αδιακόπως έως σήμερα. Aς μνημονεύσωμεν εδώ και τον άγιον Σιλουανόν, που η ζωή του ήτο διαρκής και αστείρευτος προσευχή.
Tα τελευταία χρόνια ένας άλλος ασκητής, ο Γερο-Iωσήφ ο Σπηλαιώτης, αφιέρωσε την ζωήν του εις την ευχήν, την οποίαν ερρόφησε βαθειά, την έκανε ισχύν αυτού και την έζησε με εν βίωμα γλυκείας εντρυφήσεως του Παραδείσου. Πολλοί και τώρα είναι πνευματικά του έγγονα.
Aπό το ’Ορος μετεδόθη πανταχού η νοερά προσευχή. Aπ’ εδώ διέδωσεν ο αγιορείτης Παΐσιος Bελιτσκόφσκι την ευχήν εις τους Σλαύους. Ωσαύτως ο π. Σωφρόνιος, αγιορείτης και αυτός, εις την Eυρώπην.
Eπέδρασεν ο ’Αθως και εις τον ’Αγιον Aθανάσιον των Mετεώρων, εις τον ’Αγιον Διονύσιον Oλύμπου, που ενέπνευσαν πολλούς άλλους. Δεν αριθμούνται. Συμεών Mονοχίτων, Iάκωβος ο Γέρων, άγιος Θεωνάς, KολυβάδεςΙ H ευχή έτρεξεν εις όλον τον κόσμον. Έτσι εις την Pωσίαν έχομεν ’Αγια ’Ορη! Kαι εις την Σερβίαν έχομεν ’Αγια ’Ορη! ’Οπου και αν πάη κανείς. Σήμερον έχομεν και εις την Eυρώπην Mοναστήρια από αγιορείτας, οι οποίοι τί άλλο κάνουν, από το να διαδίδουν την νοεράν προσευχήν όσον δύνανται.
Tί θα ήτο, αγαπητοί μου, η ζωή μας χωρίς την προσευχήν αυτήν;
Kαι τί είναι ολόκληρος ο κόσμος χωρίς την ευχήν;
Mία καρδιά που δεν έχει την προσευχήν αυτήν, μου φαίνεται, ότι ομοιάζει με μίαν νάϋλον σακκούλα, που βάζεις τώρα κάτι μέσα, αλλά που θα σχισθή γρήγορα και θα την πετάξης.
Eκείνο που νοηματίζει την ζωήν όλην και την ύπαρξίν μας, διότι δίδει τον Θεόν, είναι η προσευχή μας.
Λέγουν, ότι θα έλθη η συντέλεια της ζωής, όταν σταματήσουν να προσεύχωνται οι άνθρωποι. Aλλά είναι δυνατόν να σταματήσουν ποτέ να προσεύχωνται; Όχι, διότι πάντοτε θα υπάρχουν οι αγαπώντες τον Kύριον. Kαι όσον τοιαύται ψυχαί υπάρχουν, δεν θα χαθή ο κόσμος. H προσευχή η αδιάλειπτος τον ποτίζει μυστικά.
Aντιθέτως κάποτε θα ανακαινισθή ο κόσμος και, όπως έως τώρα συνώδινε και συνωδίνει μετά του ανθρώπου διά την φθοράν της φύσεως, τότε που θα γίνη καινή γή και καινοί ουρανοί, θα συναγάλλεται επί τή αιωνίω ευφροσύνη και δόξη του ανθρωπίνου γένους μέσα εις την θεϊκήν φωτοχυσίαν.
Οι Ναοί, είναι τα πνευματικά λιμάνια στο πέλαγος των θλίψεων του κόσμου τούτου
Με λιμάνια μέσα στο πέλαγος μοιάζουν οι ναοί, που ο Θεός εγκατέστησε στις πόλεις· πνευματικά λιμάνια, όπου βρίσκουμε απερίγραπτη ψυχική ηρεμία όσοι σʼ αυτά καταφεύγουμε, ζαλισμένοι από την κοσμική τύρβη. Κι όπως ακριβώς ένα απάνεμο κι ακύμαντο λιμάνι προσφέρει ασφάλεια στα αραγμένα πλοία, έτσι και ο ναός σώζει από την τρικυμία των βιοτικών μεριμνών όσους σʼ αυτόν προστρέχουν και αξιώνει τους πιστούς να στέκονται με σιγουριά και νʼ ακούνε το λόγο του Θεού με γαλήνη πολλή.
Ο ναός είναι θεμέλιο της αρετής και σχολείο της πνευματικής ζωής. Πάτησε στα πρόθυρά του μόνο, οποιαδήποτε ώρα, κι αμέσως θα ξεχάσεις τις καθημερινές φροντίδες. Πέρασε μέσα, και μια αύρα πνευματική θα περικυκλώσει την ψυχή σου. Αυτή η ησυχία προξενεί δέος και διδάσκει τη χριστιανική ζωή· ανορθώνει το φρόνημα και δεν σε αφήνει να θυμάσαι τα παρόντα· σε μεταφέρει από τη γη στον ουρανό. Κι αν τόσο μεγάλο είναι το κέρδος όταν δεν γίνεται λατρευτική σύναξη, σκέψου, όταν τελείται η Λειτουργία και οι προφήτες διδάσκουν, οι απόστολοι κηρύσσουν το Ευαγγέλιο, ο Χριστός βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς, ο Θεός Πατέρας δέχεται την τελούμενη θυσία, το Άγιο Πνεύμα χορηγεί τη δική Του αγαλλίαση, τότε λοιπόν, με πόση ωφέλεια πλημμυρισμένοι δεν φεύγουν από το ναό οι εκκλησιαζόμενοι;
Στην εκκλησία συντηρείται η χαρά όσων χαίρονται· στην εκκλησία βρίσκεται η ευθυμία των πικραμένων, η ευφροσύνη των λυπημένων, η αναψυχή των βασανισμένων, η ανάπαυση των κουρασμένων. Γιατί ο Χριστός λέει: «Ελάτε σʼ εμένα όλοι όσοι είστε κουρασμένοι και φορτωμένοι με προβλήματα, κι εγώ θα σας αναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Τι πιο ποθητό απʼ αυτή τη φωνή; Τι πιο γλυκό από τούτη την πρόσκληση; Σε συμπόσιο σε καλεί ο Κύριος, όταν σε προσκαλεί στην εκκλησία· σε ανάπαυση από τους κόπους σε παρακινεί· σε ανακούφιση από τις οδύνες σε μεταφέρει. Γιατί σε ξαλαφρώνει από το βάρος των αμαρτημάτων. Με την πνευματική απόλαυση θεραπεύει τη στενοχώρια και με τη χαρά τη λύπη.
Πηγή:http://apfilipposgrammatikous.blogspot.com/
Eternal Hell ( Metropolitan Hierotheos of Nafpaktos )
Saint Gregory of Nyssa
In many of his texts St. Gregory speaks of man's freedom of choice, which is not abolished by God, and also about the perpetuity of Hell. Both these positions of his remove every notion of the theory of the restoration of all things as affirmed by Origen.
In his great catechetical oration, in which he refers to the Catechism and the value of Baptism, at the end he continues the subject of the change in a man's whole existence which comes about by his choice. He writes that holy Baptism is called birth from above, that is, it is man's rebirth and reconstitution, but it does not alter his characteristic features. This human nature does not of itself admit of any "change by Baptism", and neither is his reason or intelligence changed, nor his cognition nor any other characteristic of human nature. This must take place through man's struggle before and after Baptism. The grace of God which we receive through Baptism does not bring about our rebirth unless we ourselves play a part in it.
St. Gregory reaches the point of making a bold statement, as he himself says. If in spite of Baptism the soul has not removed the stains - which means if our life after Baptism is the same as it was before - then the water of the sacrament is simply water, "because the grace of the Holy Spirit did not appear". In other words, it is as if a man had not received the gift of the Holy Spirit.
Whoever trumpets his rebirth through Baptism, but still has the same way of life should listen to the word of God who says: "If anyone thinks himself to be something, when he is nothing, he deceives himself"and "As many as received him, to them he gave the right to become children of God". If anyone asserts that he has received God, he must demonstrate it by his choice. "Manifest in yourself Him Who begot you". And he asks very incisively: "Do you not know that a man becomes a son of God in no other way than by becoming holy?". To become a child of God one must be holy.
Those who do not change their way of life will have many punishments. The life of sinners in the next life will not be similar to the tribulations of the earthly life. St. Gregory speaks of the punishing fire which the sinner will encounter, and not of a rebirth in the next life. He writes incisively: "When you hear the word fire, you have been taught to think of a fire other than the fire we see, owing to something being added to that fire which is not in this. "The fire which man will experience in the next life will be different from the fire of the present life. The fire of this life is extinguished in various ways, whereas the fire of the next life remains unextinguished." That fire, therefore, is something other than this.
If, again, a person hears about a worm which will devour man, it is meant in a completely different way from the worm that lives in the earth. For "the addition that `it does not die' suggests the thought of another reptile than that known here".
From this brief presentation of the teaching of St. Gregory about choice and Hell several truths emerge. First, that the grace of the Holy Spirit, through Baptism, does not regenerate the person if choice is not put into action. Therefore a man's choice has great significance. Secondly, that there exists Hell, in which fire and worm which do not resemble sensory realities hold sway. They are uncreated realities. Indeed, the fact that the things of eternal life will not be like the present day, and that the worm "does not die", shows that both the purifying fire and the tormenting action of the worms is the uncreated energy of God, which will be experienced by those who have not been purified in this life. The combination of the pains of the life after death with endlessness shows that there will be no end to purification, as the studies of St. Gregory suggest.
In other texts of his we read about participating in the light, that is, God. Analysing the life of Moses and regarding Moses as a prototype of perfection for every Christian, he says that Moses saw God in the burning bush that was not consumed, because he had first taken off his sandals.
He applies this to the vision of God, which every man can have. God is truth and this truth is light. The life of virtue leads to this knowledge of the great light. And lest it be thought that St. Gregory is speaking of a human and humanistic virtue, we must say that he links virtue with purity of the soul. It is not possible for sandaled feet to ascend that height where the light of truth is seen. Therefore the soul must be freed from these foundations. It is not a matter of putting off the body, but of freeing the soul from the garments of skin in which nature was wrapped after its insubordination. Thus the light of truth will be seen and the knowledge of being will come about through purifying our opinion about nonbeing, since nonbeing is false and a fantasy. According to St. Gregory, being outside God is nonbeing, from the point of view that it is falsehood and fantasy and not that it is non-existent.
And in this interpretation it is obvious that through purification man attains knowledge of being and casts away nonbeing, which is falsehood and fantasy. This interpretation will be useful when we later study his view of evil, which is nonbeing. It does not mean that the person who experiences evil disappears, but precisely because he lives far from being, which is truth, he lives in falsehood. The man exists, but he does not live according to God. There is a difference between existing and living according to God.
St. Gregory of Nyssa links Paradise and Hell with man's choice. He knows clearly that there is eternal Paradise and eternal Hell. Moreover, even those who are still critical of him do not deny that St. Gregory at many points in his teachings accepts the eternity of Hell. We have already seen one such case before, when he spoke of the worm that never dies. But placed organically within the teaching of the Church, he teaches that Paradise and Hell do not exist from God's point of view, but from man's point of view. It is a subject of man's choice and condition. We can understand the teaching of St. Gregory of Nyssa only if we study it within these orthodox presuppositions.
Referring to the double effect of light on the Hebrews and the Egyptians, he says that while the sun of righteousness illuminated them in the same way with its rays, yet "the Hebrews delighted in its light, but the Egyptians were insensitive to its gift". The Egyptians too received the grace of God, but since they were insensitive, they perceived it as darkness.
The same thing happens with other men as well. The same grace, the same light, sends its rays to all men, but some wander in darkness because of evil deeds and the darkness of evil, and others shine, living in the light of virtue.
The Egyptians were punished because their choice worked in that way, when they themselves called forth God's punishment. "The Egyptians' free will caused all these things according to the above principle, and the impartial justice of God followed their free choices and brought upon them what they deserved".
The same is true with tribulations, which we think come from God. The creator of sorrows and tribulations is each person through his own choice. "Each man makes his own plagues through his own free will". The same will be the case in the eternal life. To the one who has lived without sin there is no darkness, no worm, no fire. The same place is a calamity for one and not for another. This means that it is a matter of their choice. Therefore "it is evident that nothing evil can come into existence apart from our free choice". Evil cannot exist without our choice.
This analysis shows clearly that St. Gregory does not deny the existence of Hell, but he says that it is a matter of man's choice. For God, Hell does not exist, nor did God make man for Hell but it is man's free choice.
In the works of St. Gregory it is stated that evil must be thrown out of man's existence, and "that which does not exist in being must cease to exist at all". This does not mean that there will be a period in which beings which have no share and communion with God will cease to exist. In any case, evil does not have being in itself, but it is the deprivation of good. In other words, the person who has been darkened will be deprived of the illuminating quality of God, and so he will be like not existing, while he will live eternally. The illuminating action of God will not be received, but only its caustic and punishing quality. He writes: "Since evil does not exist by its nature outside of free choice, evil will suffer a complete annihilation, because no receptacle remains for it".
The problem arises: what will happen if man does not yield his free choice to God? This is a question for those who are convinced that St. Gregory teaches the restoration of all things in accordance with the views of Origen. And they think that the saint is inconsistent. But there is no contradiction in his work, his teaching can be understood within the tradition of the Church. It means that everyone who does not give his choice to God will have no share of God. They will exist but they will not participate in God. And since God is life and being, therefore those, although they will exist, will live in nonbeing, they will not have communion with God.
Likewise the existence of the punishing fire, which is the purifying grace of God, will be a permanent development and healing for the saint which will go on also in the next life. The purifying fire, as we have indicated, according to the teaching of St. Gregory of Nyssa, is uncreated and unending. It is the grace of God, which will purify and sanctify man increasingly, since perfection is unending, as he himself teaches. In this sense he speaks of a purifying fire for the righteous.
Consequently the teaching of St. Gregory of Nyssa about Paradise and Hell is a part of the patristic framework. At least I personally have not discovered any departure from the orthodox teaching. It is only that St. Gregory's speech is more difficult than that of the other Fathers of the Church.
An Excerpt from The Book "Life After Death"(Chapter 8) by By Metropolitan Hierotheos Vlachos of Nafpaktos
Subscribe to:
Posts (Atom)