ΖΗΤΑΣ κάποιον κανόνα προσευχής. Ναι, είναι καλό να έχουμε έναν τέτοιο κανόνα λόγω της αδυναμίας μας, ώστε αφενός να μην υποκύπτουμε στην οκνηρία και αφετέρου να συγκρατούμε τον ενθουσιασμό μας σε όρια συνετά. Όλοι οι μεγάλοι εργάτες της προσευχής τηρούσαν έναν προσευχητικό κανόνα. Άρχιζαν πάντα με τις καθιερωμένες προσευχές. Αν στη διάρκειά τους κάποια προσευχή ανασκιρτούσε μόνη της από την καρδιά τους, άφηναν τις άλλες και προσεύχονταν μ’ αυτήν. Το ίδιο ας κάνουμε κι εμείς. Οι προκαθορισμένες προσευχές χρειάζονται για να μας βάλουν στο δρόμο της προσευχής. Δίχως αυτές, δε θα ξέραμε καν πώς να προσευχηθούμε και θα μέναμε μακριά από τον Θεό.
Δεν χρειάζεται , πάντως , να χρησιμοποιεί κανείς όλες τις προσευχές που είναι γραμμένες στα διάφορα προσευχητάρια. Είναι προτιμότερο να περιορίζεται σ’ έναν μικρό αριθμό προσευχών, που θα τις κάνει με νου προσεκτικό και θερμή καρδιά, παρά να διαβάζει στα πεταχτά πλήθος προσευχών από βιβλία. Είναι δύσκολο, βλέπεις, να διατηρηθεί αναμμένη η φλόγα του προσευχητικού ζήλου με τη χρήση πολυάριθμων προσευχών.
Νομίζω πως οι ορθρινές και εσπερινές ακολουθίες, που περιέχονται στα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας και σε άλλα ορθόδοξα προσευχητάρια, σου φτάνουν. Προσπάθησε μόνο να τις διαβάζεις κάθε φορά με απόλυτη προσοχή και ανάλογα συναισθήματα. Για να το κατορθώσεις ευκολότερα, αφιέρωσε λίγο από τον ελεύθερο χρόνο σου σε σχετική προετοιμασία. Διάβασε όλες τις προσευχές, μιά-μιά ξεχωριστά. Μελέτησέ τες, κατανόησέ τες, βίωσέ τες. Έτσι, όταν θα τις λες την ώρα της προσευχής, θα γνωρίζεις τα ιερά νοήματα και αισθήματα που κλείνουν μέσα τους. Προσευχή δεν είναι η απλή απαγγελία κάποιων προσευχητικών κειμένων, αλλά η αφομοίωση και βίωση του περιεχομένου τους. Η προσευχή πρέπει να βγαίνει από το νου και την καρδιά μας.
Αφού διαβάσεις και βιώσεις τις προσευχές, προσπάθησε να τις απομνημονεύσεις. Έτσι δεν θα χρειάζεται κάθε φορά, πριν προσευχηθείς , να ψάχνεις για Προσευχητάρι και για φως. Όταν θα προσεύχεσαι πάλι, η προσοχή σου δε θα διασπάται από τα αντικείμενα του χώρου. Με κλειστά μάτια, θα διατηρείς ευκολότερα τη νοερή επαφή σου με τον Θεό. Θα το διαπιστώσεις μόνη σου, αν το κάνεις.
Ύστερ’ απ’ αυτή την προετοιμασία, το πρώτο πράγμα που πρέπει να επιδιώκεις, αρχίζοντας την προσευχή, είναι η φύλαξη του νου από την άσκοπη περιπλάνηση και της καρδιάς από την ψυχρότητα. Φρόντισε με κάθε τρόπο να διατηρείς τη νοερή προσοχή και την καρδιακή θέρμη . Κάνε και όσες μετάνοιες μπορείς, λέγοντας παράλληλα την ευχή του Ιησού ή κάποιαν άλλη σύντομη προσευχή. Οι μετάνοιες θα παρατείνουν λίγο τον χρόνο της προσευχής σου, θα αυξήσουν όμως τη δύναμή της. Μετά την καθιερωμένη ορθρινή ακολουθία, να απευθύνεσαι με δικά σου λόγια στον Θεό, ζητώντας Του συγχώρηση για τα αθέλητα ξεστρατίσματα του νου σου και θέτοντας στα χέρια Του τον εαυτό σου.
Στο διάστημα της ημέρας, η μνήμη του Θεού, για την οποία τόσες φορές μιλήσαμε, διατηρείται ανεξάλειπτη με την προσευχή. Θα ήταν, λοιπόν, καλό να αποστήθιζες πέρα από την γνωστή ευχή του Ιησού, ορισμένους Ψαλμούς και να τους έλεγες κάπου-κάπου στη διάρκεια ή σε διαλείμματα της εργασίας σου. Πρόκειται για μια αρχαία χριστιανική συνήθεια, που αναφέρεται και περιλαμβάνεται στους κανόνες των μεγάλων οσίων Παχωμίου και Αντωνίου.
Αφού περάσεις έτσι την ημέρα, κάνε τη βραδινή ακολουθία σου με μεγαλύτερη επιμέλεια και αυτοσυγκέντρωση. Και αφού αναθέσεις πάλι στον Κύριο τον εαυτό σου για το διάστημα της νύχτας, κοιμήσου, ψιθυρίζοντας πάντα την ευχή ή έναν ψαλμό.
Θ’ αναρωτιέσαι ποιους ψαλμούς πρέπει ν’ αποστηθίσεις. Μα εκείνους που κατανύσσουν περισσότερο την καρδιά σου. Εσύ θα κάνεις την επιλογή. Ενδεικτικά μόνο αναφέρω το «Ελέησόν με ο Θεός» ( Ψαλμός 50) , το «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριον» ( Ψαλμός 102 ) και το «Αίνει , η ψυχή μου, τον Κύριον» ( Ψαλμός 145) .Οι δύο τελευταίοι Ψαλμοί περιέχονται στην Ακολουθία των Τυπικών και ψάλλονται στις Λειτουργίες των Κυριακών και των εορτών. Προσθέτω σ’ αυτούς και τους Ψαλμούς της Ακολουθίας της θείας Μεταλήψεως, «Κύριος ποιμαίνει με» ( Ψαλμός 22) , «Του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» ( Ψαλμός 23) και «Επίστευσα , διό ελάλησα» ( Ψαλμός 115), καθώς και τους Ψαλμούς του Μικρού Αποδείπνου, «Ο Θεός , εις την βοήθειάν μου πρόσχες»
( Ψαλμός 69) και «Κύριε εισάκουσον της προσευχής μου» ( Ψαλμός 142) . Είναι επίσης, οι Ψαλμοί των Ωρών και άλλοι. Διάβασε το Ψαλτήρι και διάλεξε όποιους προτιμάς.
Όταν, λοιπόν, αποστηθίσεις τους Ψαλμούς της προτιμήσεώς σου, θα είσαι προσευχητικά πάνοπλη. Και κάθε φορά που κάποιος ενοχλητικός λογισμός θα απειλεί το νου και την καρδιά σου, θα τον αποδιώκεις εύκολα, καταφεύγοντας στον Κύριο είτε με την ευχή, είτε μ’ έναν Ψαλμό, ιδιαίτερα τον 69ο , «Ο Θεός εις την βοήθειάν μου πρόσχες».
Να αυτό που ήθελες- έναν κανόνα προσευχής. Θα τονίσω, πάντως, γι’ άλλη μια φορά, ότι δεν πρέπει να απολυτοποιείται ο κανόνας, που είναι όχι αυτοσκοπός, αλλά μέσο κοινωνίας με τον Θεό. Γι’ αυτό, άλλωστε, πέρα από τις καθιερωμένες προσευχές, δεν έχει θεσπιστεί ενιαίος κανόνας προσευχής για όλους τους πιστούς. Σημασία έχει να προσεύχεσαι ουσιαστικά, σωστά, αληθινά. Και αληθινή προσευχή είναι η ν ο ε ρ ή
π α ρ ά σ τ α σ η ε ν ώ π ι ο ν τ ο υ Θ ε ο ύ μ έ σ α σ τ η ν κ α ρ δ ι ά μ ε α φ ο σ ί ω σ η κ α ι ε γ κ ά ρ δ ι α υ π ο τ α γ ή σ ’ Α υ τ ό ν.
Σκέφτηκα να σου προτείνω κάτι: Μπορείς να περιορίσεις τον προσευχητικό κανόνα μόνο σε μετάνοιες με την επανάληψη της ευχής ,του «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και σε προσευχή με δικά σου λόγια. Αντί για την ευχή μπορείς, αν προτιμάς, να επαναλαμβάνεις κάποιαν άλλη σύντομη προσευχή, που να εκφράζει τις εσωτερικές του ανάγκες ή δοξολογία και ευχαριστία στον Θεό. Καθόρισε είτε έναν αριθμό ευχών είτε ένα χρονικό διάστημα προσευχής – ή και τα δύο-, ώστε να μην κυριευθείς από την οκνηρία.
Εμείς οι άνθρωποι, βλέπεις, έχουμε μιάν ακατανόητη ιδιομορφία: Όταν καταπιανόμαστε με κάποιαν εξωτερική εργασία, μας φαίνεται πως οι ώρες περνούν σαν λεπτά. Όταν, απεναντίας, προσευχόμαστε, μας φαίνεται πως τα λεπτά περνούν σαν ώρες. Αυτή η ψευδαίσθηση δεν μας βλάπτει, όταν εκτελούμε έναν καθιερωμένο κανόνα, και μάλιστα όταν διαβάζουμε τις ιερές ακολουθίες από τα λειτουργικά βιβλία της Εκκλησίας μας. Όταν ,όμως, προσευχόμαστε ελεύθερα, λέγοντας την ευχή ή άλλη μικρή προσευχή, υπάρχει ένας κίνδυνος: Να σταματήσουμε την προσευχή λίγο μετά την έναρξή της, με την απατηλή βεβαιότητα ότι προσευχηθήκαμε για πολύ και ολοκληρώσαμε την ακολουθία μας. Γι’ αυτό οι καλοί εργάτες της προσευχής επινόησαν τα κ ο μ π ο σ χ ο ί ν ι α , που μας προστατεύουν από τον κίνδυνο της αυταπάτης. Το κομποσχοίνι μας χρειάζεται όταν προσευχόμαστε με στερεότυπες επαναλαμβανόμενες ευχές, όχι όταν διαβάζουμε τις προσευχές του Προσευχηταρίου. Να πώς θα το χρησιμοποιείς: Θα το κρατάς στο αριστερό σου χέρι , θα λες μιαν ευχή, λ.χ. “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», και θα τραβάς ένα κόμπο με τα δύο δάχτυλα , τον αντίχειρα και τον δείκτη. Θα λες άλλην μιαν ευχή και θα τραβάς άλλον ένα κόμπο. Έτσι θα συνεχίζεις, κάνοντας το σημείο του σταυρού και μια μετάνοια- είτε μικρή είτε μεγάλη, ό,τι προτιμάς- σε κάθε ευχή. Καθόρισε έναν αριθμό ευχών και αντιστοίχων μετανοιών ως καθημερινό κανόνα σου, συνάμα όμως καθόρισε κι έναν ελάχιστο χρόνο προσευχής, για να μην ξεγελιέσαι λέγοντας τις ευχές βιαστικά. Αν κάποτε ασυναίσθητα βιαστείς και τελειώσεις νωρίτερα από τον καθορισμένο χρόνο, συνέχισε τις ευχές και τις μετάνοιες ως τη συμπλήρωσή του.
Σου στέλνω ένα κομποσχοίνι. Δοκίμασέ το!
Διαβάζοντας όσα γράφω σ’ αυτή η την επιστολή, μη νομίσεις ότι θέλω να σε οδηγήσω σε μοναστήρι. Κάθε άλλο. Εγώ, μάλιστα, πρωτάκουσα για την προσευχή με κομποσχοίνι από κάποιον λαϊκό, όχι από μοναχό. Εκτός από τους μοναχούς, πολλοί είναι και οι λαϊκοί που προσεύχονται μ’ αυτόν τον τρόπο. Πιστεύω ότι είναι και για σένα κατάλληλος.
Θα επαναλάβω και πάλι η ουσία της προσευχής είναι η νοερή παράσταση της ψυχής ενώπιον του Θεού μέσα στην καρδιά ή , αλλιώς, η ανύψωση του νου και της καρδιάς στον Θεό. Να σε τι μας βοηθούν οι απλοί κανόνες που ανέφερα. Δίχως αυτούς , λόγω της αδυναμίας μας, δεν θα καταφέρναμε σχεδόν τίποτα.
Ο Κύριος να σ’ ευλογεί!
«Από το βιβλίο: «ΟΣΙΟΥ ΘΕΟΦΑΝΟΥΣ ΤΟΥ ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΥ Ο ΔΡΟΜΟΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
γράμματα σε μια ψυχή»
ΕΚΔΟΣΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2000
And when the king came in to see the guests, he saw there a man which had not on a wedding garment. (Matt. 22:11)
What is meant, brethren, by this wedding garment? It cannot signify either baptism or faith, because who can enter this marriage feast without baptism or without faith? Because undoubtedly the mere fact of not believing excludes one from the Church. So what can we understand by this wedding garment but charity? We must suppose then, that this man enters without a wedding garment who is a member of our Holy Church by reason of his faith, but who lacks charity. It is so called with good reason because our Maker wore it when He came as a bridegroom to unite Himself to the Church. There was no other means than God's love by which the Only-begotten could unite the souls of the elect with Himself. This is why John tells us: God so loved the world, that He gave His only-begotten Son (John 3:16). He who came to men for love's sake, calls this love the wedding garment. All of you, then, who are members of the Church and believe in God have indeed come to the marriage, but you are without a wedding garment if you discard the cloak of charity. If any of you is invited to an earthly wedding, he changes his dress so that he may show the groom and bride his participation in their joy; he would be ashamed to appear shabbily dressed among the guests and merry-makers. We assist at God's marriage feast and nevertheless, we are loath to undergo a change of heart. The angels rejoice when they see God's chosen ones admitted into heaven. How do we visualize this spiritual banquet, those of us who lack that festive garment which is the only one that gives us beauty in God's sight?
We must remember that, as a cloth is woven between two wooden frames, one above and the other below, thus also charity is founded on two precepts: the love of God and the love of our neighbor. For it is written: Thou shalt love the Lord thy God with thy whole heart and with thy whole soul and with thy whole mind and with thy whole strength ... and thy neighbor as thyself (Mark 12:30). It is worth noting here that a limit and measure is set to the love of our neighbor , as we read: Thou shalt love thy neighbor as thyself. The love of God, however, is marked by no limit, as we are told: Thou shalt love the Lord thy God with thy whole heart, and with thy whole soul and with thy whole mind and with thy whole strength. We are not told, then, how much we must love, but the manner in which we must do so: with everything we have. For only he truly loves God who does not think of himself. It is necessary to observe these two precepts of charity if we desire to be found wearing the wedding garment. This is what the prophet Ezekiel means when he tells us that the front of the gate of the city built on a mountain measures two cubits (Ezek. 40:9); for undoubtedly we cannot enter the heavenly city if in this church, which is called the gate because it is outside that city, we have no love for God or man. As we see also in the book of Exodus that it is prescribed that the curtains destined for the tabernacle should be dyed twice in scarlet coloring (Ex. 26:1). You, my brethren, you are the curtains of the tabernacle, veiling by virtue of your faith the heavenly mysteries in your hearts. But the curtains of the tabernacle must be twice dyed in scarlet. That is a color like fire. And what is charity, if it is not fire? But this charity must be twice dyed, that is, steeped in the love of God and in the love of our neighbor. The man who loves God so that his contemplation leads him to forget his neighbor has indeed the color of scarlet, but not twice dyed. Again, he who loves his neighbor, but whose love leads him to forget God, has the color of scarlet but with a single dye. In order that your charity may be steeped in both, you must be inflamed with love of God and of your neighbor, so that compassion for your fellow-man does not induce you to abandon contemplation of God, nor an excessive desire for that contemplation make you cast aside all pity. So, every man who lives among other men should seek God, the object of his longings, but in such a fashion as not to abandon his neighbor; and he should help his neighbor in such a way that it will never check his progress towards God to Whom he speeds.
We know that the love which we owe to our neighbor is sub-divided into two precepts, as we read in Scripture: See thou never do to another what thou wouldst hate to have done to thee by another (Tob. 4:16), and Christ tells us: As you would that men should do to you, do you also to them (Matt. 7:12). If we act towards our neighbor as we should like him to act towards us, and avoid doing to others what would be displeasing to us ourselves, then we observe the law of charity. But no one should think that he observes this law merely because he loves his neighbor; he must examine first the motive behind his love. For he who loves others, but not for God's sake, has not charity, even though he may think he has. True charity lies in loving our friend with and in God, and our enemy for God's sake. He loves for God's sake, who loves even those by whom he is not loved. Charity is usually proved only by the opposing trial of hatred. So that our Lord says, Love your enemies. Do good to them that hate you (Luke 6:27). The man who loves his avowed enemies is following this command. Great and sublime are these precepts and often hard to obey; nevertheless they constitute the wedding garment. And that man who is without it has good grounds to fear that the king, at his coming, will cast him out. For we are told: The king went in to see the guests; and he saw there a man who had not on a wedding garment. It is we, brethren, who attend the marriage of the Word: who believe in the Church, are nourished by the Scriptures, and rejoice in the union of God with the Church. I would have you consider very carefully whether you attend the feast in the wedding garment. Weigh your actions in your heart one by one: whether you foster hatred of anyone, whether you envy the good fortune of others or through malice seek to injure them.
See the king entering the feast, see how he scrutinizes the disposition of our heart. To that man whom he finds stripped of charity, he says in rapid anger: "Friend, how camest thou in hither not having on a wedding garment?" It is striking, dearly beloved, that he calls this man "friend" at the same time as he reproves him, as if his real meaning were: Friend and no friend; friend by faith and no friend by his actions. But he was silent, since - with what pain we must say it - in that final judgment no word of excuse can help us, for he who accuses us outwardly is also he who accuses the soul's interior depths, who is a witness of our conscience. And yet we cannot forget that, if anyone has this garment of virtue, although not perfectly woven, he should not despair of obtaining the forgiveness of this merciful king when he comes, since he himself gives us this hope when he says through the Psalmist, Thine eyes did see my imperfect being, and in thy book all shall be written (Ps. 138:16). We have said these words for the consolation of those who have charity, although weak. We must speak now of those who lack it altogether. The Gospel continues:
Then the king said to the waiters: Bind him hand and foot ... and cast him into outer darkness; there shall be weeping and gnashing of teeth. That rigorous sentence will bind the hands and feet of those who do not restrain themselves now from wicked actions by amending their life. In other words, suffering will bind hereafter those whom guilt binds here. The feet which refuse to visit the sick, the hands which refuse to help the needy, are now voluntarily unbound to any good works. Therefore the willing slave of vice here upon earth will hereafter be the unwilling prisoner of endless torments. It is apt to say that he is cast into the outer darkness. Interior darkness is the blindness of the heart, while the outer darkness belongs to the everlasting night of damnation. That man is damned, then, who is banished into outer, not interior, darkness for he is expelled against his will into the night of condemnation who, in this life, fell willingly into blindness of heart. It is said that there will be weeping and gnashing of teeth; the teeth of those who satiated themselves in their intemperance on earth will be set on edge in hell; their eyes will weep because in life they satisfied them with the sight of unlawful things In this way, each member will suffer a particular torment as here it was used for the satisfaction of a particular vice.
But now that one man has been expelled, one who represents all the various types of evil, a general warning to all is given: Many are called, but few are chosen. This is indeed a terrible sentence, my dear brethren. Consider that all of us have been called, by faith, to the marriage of the Heavenly King. We all believe and confess the mystery of His Incarnation, sharing in the banquet of the divine Word. But at a future date the King of Judgment is to come. We know that we have been called; we do not know whether we have been chosen. It is all the more necessary, therefore, that we abase ourselves with humility, since we have not this certainty. There are some who never tried to do good; there are others who, although they began once, failed to persevere.We see one man pass nearly all his life in wickedness, but as he nears its end he returns to God by repentance and true penance. Another may seem to live the life of a saint, but end his days by falling into error and malice. One begins well and ends better; another plunges into evil from an early age and goes from bad to worse throughout his days. Each man, then, must live in fear, for he does not know what is to come, since we must never forget, but rather often repeat and meditate on the words: Many are called but few are chosen.
An excerpt from Parables of the Gospel by Saint Gregory the Great, Nora Burke, trans., Scepter Publishers, Dublin, 1960.
http://tokandylaki.blogspot.ca/