Monday, January 28, 2013

Αγάπη προς τον πλησίον - Γέροντας Εφραίμ


Ζωή με νόημα και σκοπό -π.Ανδρέας Κονάνος

ON PRAYER


 

Not to sin is truly blessed; but those who sin should not despair, but grieve over the sins they have committed, so that, through grief they may again attain blessedness. It is good, then, to pray always and not to lose heart, as the Lord says, And again the Apostle says, ‘Pray without ceasing’, that is by night and by day and at every hour, and not only when coming into the church, and not bothering at other times. But whether you are working, lying down to sleep, travelling, eating, drinking, sitting at table, do not interrupt your prayer, for you do not know when he who demands your soul is coming. Don’t wait for Sunday or a feast day, or a different place, but, as the Prophet David says, ‘in every place of his dominion’.
Whether you are in church, or in your house, or in the country; whether you are guarding sheep, or constructing buildings, or present at drinking parties, do not stop praying. When you are able, bend your knees, when you cannot, make intercession in your mind, ‘at evening and at morning and at midday’. If prayer precedes your work and if, when you rise from your bed, your first movements are accompanied by prayer, sin can find no entrance to attack your soul.

Prayer is a guard of prudence, control of wrath, restraint of pride, cleansing of malice, destruction of envy, righting of impiety. Prayer is strength of bodies, prosperity of a household, good order of a city, might of a kingdom, trophy of war, assurance of peace. Prayer is a seal of virginity, fidelity in marriage, weapon of travellers, guardian of sleepers, courage of the wakeful, abundance for farmers, safety of those who sail. Prayer is an advocate for those being judged, remission for the bound, consolation for the grieving, gladness for the joyful, comfort for mourners, a feast on birthdays, a crown for the married, a shroud for the dying. Prayer is converse with God, equal honour with the Angels, progress in good things, averting of evils, righting of sinners. Prayer made the whale a house for Jonas, brought Ezechias back to life from the gates of death, turned the flame to wind of moisture for the Youths in Babylon. Through prayer Elias bound the heaven not to rain for three years and six months.

See, brethren, what strength prayer has. There is no possession more precious than prayer in the whole of human life. Never be parted from it; never abandon it. But, as our Lord said, let us pray that out toil may not be for nothing, ‘When you stand in prayer, forgive if you have anything against anyone, that your heavenly Father may forgive you your faults’.

Do you not see, brethren, that we toil for nothing when we pray, if we have enmity against someone? And again the Lord says, ‘If you offer your gift at the altar, and there you remember that someone has something against you, leave your gift before the altar, and go first and be reconciled to your brother, and then come and offer your gift’. Therefore, it is clear that if you do not do this first, all that you offer will be unacceptable, but if you do the Master’s bidding, then implore the Lord with boldness, saying, ‘Forgive me my debts, Master, as I have forgiven my brother, so fulfilling your commandment. I, weak though I am, have forgiven’. For the Lover of mankind will answer, ‘If you have forgiven, I too will forgive. If you have pardoned, I too will pardon your sins. For I have authority on earth to forgive sins. Forgive and you will be forgiven’.
See God’s unfathomable love for humankind. See God’s unbounded goodness. Hear instant salvation of your souls.

Μία μητέρα που ήξερε να δακρύζει και να γονατίζει.


Η συμβολή των μητέρων των Τριών Ιεραρχών, Εμμέλειας του Μ. Βασιλείου, Νόνας του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού
καί Ανθούσας Ιωάννη του Χρυσόστομουστην ανάδειξη αυτών των Μεγάλων Πατέρων καί Οίκουμενικών Διδασκάλων της Εκκλησίας υπήρξε αποφασιστική.
Καί είναι δίκαιος ό θαυμασμός του εθνικού ρήτορα Λιβάνιου για τη χριστιανή γυναίκα - «Βαβαί, οιαι παρά χριστιανοίς είσι γυναίκες» - στο πρόσωπο της μητέρας του Χρυσόστομου, της νεαρής χήρας με την εκπληκτική πιστότητα στη μοναδική αγά­πη της ζωής της καί την ολοκληρωτική της αφοσίωση στην αγωγή του υπέροχου γιου της. Υπάρχει όμως μια ενδιαφέρου­σα λεπτομέρεια!
Καί οι τρεις τους, εξαίρετα πνεύματα, ήταν δεκτικοί, ευάγωγοι ως παιδιά καί νέοι στα άφορώντα τη σχέση τους με τη χριστιανική Αλήθεια καί ζωή!Την Ιδια εποχή στην Εκκλησία του Χρίστου πού παροικεί στη Δύση μια άλλη χριστιανή, ή Μόνικα - χήρεψε κι αυτή νέα -σήκωσε με ανάλογη προς την Ανθούσα πιστότητα το σταυρό της χηρείας της, καί επέδειξε αντίστοιχη αφοσίωση στήν άγωγη του επίσης εξαίρετου στο πνεύμα γιου της, Αύγουστίνου.
 Μα αυτός, παρά τη σφοδρή επιθυμία καί μεγάλη προσπάθεια της, έδειξε απροθυμία, αδιαφορία για τα άφορώντα τη χριστια­νική Αλήθεια καί ζωή.Καί το χειρότερο, τράβηξε κατά την αντί­περα όχθη, έπεσε σε υπαρξιακό αδιέξοδο, έζησε βίο άστατο, παραδόθηκε σε εξάρτηση αισθησιακή!


 Καί κείνη έγκαρτέρησε, όχι μια δυο μέρες, ένα ή δύο μήνες, ούτε ένα δυο αλλά δεκαέξι ολόκληρα χρόνια σε μαρτύριο δα­κρύων, δακρύων πού τα γόνατα της μεταποιούσαν σε σταλαγ­ματιές θερμής προσευχής! Καί ελεήθηκε από το Θεό, ευλογή­θηκε από την Αγάπη Του με την ευτυχία να δει το γιο της χρι­στιανό! Κι αργότερα Επίσκοπο Ίππώνος καί κορυφαίο Πατέρα ιδιαίτερα της Δυτικής Εκκλησίας!Δε θα την πω πιο αξιοθαύμαστη από τις μητέρες των Τριών Ιεραρχών.
Κρίση σε προσωπικούς σταυρούς δεν χωρεί! Ό Θε­ός γνωρίζει λογισμούς καί διαλογισμούς, διαθέσεις της καρδιάς καί ή Αγάπη Του κρίνει! Θα την πω όμως πιο μαρτυρική! Καί θα διερωτηθώ, τί άραγε θα αναφωνούσε ό Λιβάνιος, αν την είχε κι αυτήν γνωρίσει! Άλλα καί θα προτείνω την προσέγγιση της ιερής μορφής της πού ακολουθεί, ένα μικρό σταχυολόγημα από τα «εκ βαθέων» -«Εξομολογήσεις»- του τελικά λα­μπρού γιου της. Γιατί ή περίπτωση της ενδιαφέρει όχι λίγες μη­τέρες πού σηκώνουν σήμερα ανάλογους σταυρούς
Ήταν χριστιανή με πληρότητα και νόημα! «Ή μητέρα μου δεν αγαπούσε το Θεό από υπακοή στους γονείς της, μάλλον υπάκουε σ' αυτούς από αγάπη σ' Εκείνον», γράφει ό Αυγουστίνος. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην αληθι­νή πίστη ως προσωπική αγάπη του Θεού - το «πνεύμα πού ζωοποιεί» - καί την πίστη τυπικό χρέος ή καθήκον - «το γράμμα πού σκοτώνει»Όση άναμεσα σε ελευθερία καί δουλεία-έξάρτηση! «Ό Θεός την είχε στολίσει με εξωτερική, πιο πολύ εσω­τερική ομορφιά, αυτή πού της έδινε τη χάρη ζωντανής μαρ­τυρίας της αλήθειας του...»
, συνεχίζει με τρυφερό κι ανθρώ­πινο θαυμασμό. Ή χριστιανή μάνα δεν είναι ιερότητα παγερή, στεγνή! Ή ομορφιά κι ή χάρη της, θεία δώρα κι αυτά ασκούν ύπαρκτική γοητεία στο παιδί, αν καρπώνονται στο μέσα, της ψυχής το κάλλος. Αυτό προέχει, ενώ ή απουσία του δημιουρ­γεί επικίνδυνο κενό!

«Παντρεύτηκε τον ειδωλολάτρη πατέρα μου, άνθρωπο οξύθυμο μα αγαθό, του αφοσιώθηκε σαν στο Χριστό... Αντι­μετώπισε με σεβασμό την άλλη πίστη του, δεν επέτρεψε να γίνει το θέμα αυτό αφορμή φιλονικίας μεταξύ τους... Δεν αντιδρούσε με λόγια ή έργα σε ώρα οργής, αλλά την κατάλ­ληλη στιγμή με αγάπη καί λεπτότητα εξηγούσε το λάθος... Δεν έλεγε ούτε μετέφερε λόγο κακό, δεν υποδαύλιζε διχό­νοιες, υποβοηθούσε τη συμφιλίωση, την ειρήνη... Προσευ­χόταν νύχτα καί μέρα, εκκλησιαζόταν τακτικά, τιμούσε τους λειτουργούς της Εκκλησίας, πρόσεχε την ελεημοσύνη... Κέρδισε έτσι γρήγορα την αγάπη, την τρυφερότητα, το σεβα­σμό του πατέρα μου καί τον ίδιο στη χριστιανική πίστη»!«Αυτά συνέβησαν γιατί είχε Εσένα επιστήθιο φίλο καί δι­δάσκαλο στο σχολείο της ψυχής», εξηγεί ό Αυγουστίνος καί προσθέτει ότι ή επιστροφή του πατέρα του είναι «το πρώτο δώρο του Θεού στη μητέρα μου, ό αρραβώνας της δικής μου επιστροφής, πού όμως επρόκειτο να αργήσει»! Με το τελευ-ταίο ρίχνει τη γέφυρα πού μας περνά από τη Μόνικα αληθινή χριστιανή σύζυγο τή Μόνικα αληθινή χριστιανή μητέρα, στην περιπέτεια της δικής του αποστασίας καί επιστροφής.

Και είναι μια μεγάλη αποστασία ή πρώτη φάση της ζωής του. «Ή μητέρα μας ανάθρεψε γεννώντας μας με ώδίνες τοκετού κάθε φορά πού έβλεπε να ξεμακραίνουμε από Σένα...», γράφει για τη χριστιανική αγωγή της μητέρας του στα τρία παιδιά της.
 Για τον εαυτό του ειδικά προσθέτει: «Από την τρυφερή ηλικία είχα ακούσματα για την αιώνια ζωή. Η μητέ­ρα με σφράγισε με το σημείο του Σταυρού τη στιγμή που μ' έβγαλε άπ' την κοιλιά της. Με πότισε την Αλήθεια του Θεού με το μητρικό της γάλα... Μικρό παιδί κι εγώ, πρίν Σέ γνωρί­σω, σε Σένα εύρισκα στήριγμα καί καταφυγή όταν με μάλω­ναν οι γονείς ή οϊ δάσκαλοι μου...Αρρώστησα βαριά καί ζήτησα με λαχτάρα να βαφτιστώ... Ή μητέρα με μύησε στο Μυστήριο της λυτρώσεως, μου έμα­θε την ομολογία που έπρεπε να απαγγείλω... Καλυτέρεψε όμως ή υγεία μου κι ανέβαλα τη βάφτιση μου. Νικήθηκα από την ιδέα πώς θα ξαναπέσω στην αμαρτία... Ή μήπως καί πήρα αυτή την απόφαση για να είμαι ελεύθερος να την απο­λαύσω»!
Καί με την εμπειρία της επιστροφής πια την ώρα αυτού του «εκ βαθέων» του παρατηρεί: «Ίσως το επέτρεψε ό Θεός για να δώσει στην αγνή καρδιά της μητέρας μου τη χα­ρά να κυοφορήσει μακροχρόνια κι επώδυνα τη σωτηρία μου»!Η περιπέτεια της αποστασίας αρχίζει στην Καρχηδόνα, όπου σπουδάζει Φιλολογία καί Ρητορική. Πρωτεύει στις σπουδές, καμαρώνει γι' αυτό, το... εξαργυρώνει με ερωτικές κατακτήσεις! «Αφέθηκα γρήγορα να γίνω έρμαιο φοβερών παθών καί ηδονών...
Δε ντρεπόμουν να μπλέκομαι σε περι­πέτειες επιπόλαιων ερώτων... Είχα υποδουλωθεί στη φρε­ναπάτη της ήδονοθηρίας, που ή ανθρώπινη άναισχυντία θε­ωρεί καί προβάλλει ως ελευθερία! Με πυρπολούσε ό πόθος τοϋ έρωτα... Το ν'αγαπώ καί ν'αγαπιέμαι μου ήταν πιο γλυ­κό, όταν απολάμβανα το κορμί του άγαπώμενου προσώπου»!"Ομολογίες ρεαλιστικές αλλά αφοπλιστικά ειλικρινείς σε θέμα πού ή εποχή μας απομυθοποιεί καί είδωλοποιεί συνάμα. «Ή μητέρα μου, αυτή ή ταπεινή δούλη του Θεού, που ή καρ­διά της ήταν εκκλησιά, αληθινή κατοικία του Κυρίου, αγωνιά, τρομάζει με το δρόμο πού πήρα...
 Με συμβουλεύει... μα δε δίνω την παραμικρή προσοχή... Θεωρώ τίς συμβουλές της απλοϊκές γυναικείες παραινέσεις»! Είναι ή ώρα της μεγάλης φωτιάς, ή ώρα πού ήδονοθήρας αυτός, δε θεωρεί την υπόθε­ση φρεναπάτη, αλλά... ελευθερία. Δεν του περνάει από το νου ότι το τελευταίο δείχνει σαν «φύλλο συκής» της ανθρώπινης άναισχυντίας.
Διαβάζει τότε Κικέρωνα, διαβάζει καί Γραφή, μα καταφεύ­γει στην αίρεση των Μανιχαίων! Δεν αργεί βέβαια να διαπι­στώσει ότι πρόκειται «για ανθρώπους, υπερφίαλους, κενόδοξους, φλύαρους, σαρκικούς. Ανθρώπους πού φώναζαν συ­νεχώς, "ή αλήθεια", "ή αλήθεια", μα δεν είχαν μιαν αλήθεια για Σένα, παρά μονάχα πλάνη»!
Ωστόσο τους ακολουθεί με πάθος. Γι' αυτό ή αγωνία της μητέρας του κορυφώνεται, μα ή αγάπη της τη φέρνει κοντά του. «Ή μητέρα μου έχυσε εκείνη την περίοδο για μένα δάκρυα πιο πολλά από όσα χύνουν οί μανάδες μπρος στα νεκρά παιδιά τους... Με την πίστη της με έβλεπε σαν νεκρό... Αλλά ή αγάπη της πότιζε τώρα με πιο πολλά δάκρυα προσευχών το χώμα!
 Αύτη την ξανάφερε κο­ντά μου καί με μήνυμα θεϊκό, παράθυρο ελπίδας»!Παράθυρο ελπίδας από ένα όνειρο, όπου νεανίας γοητευ­τικός, παρότι την έβλεπε σε τόση θλίψη, χαμογελούσε καί της έλεγε: «Ηρέμησε, κοίταξε καί δες, όπου στέκεσαι εσύ, στέ­κεται καί ό γιος σου»! Καί κοίταξε καί βεβαιώθηκε, ήταν αλή­θεια. «Καί είχε τη δύναμη να ζει το όνειρο σαν τη χαρά της δικής μου επιστροφής, πού θα αργούσε πολύ ακόμα!
Γιατί στα εννιά χρόνια πού ακολούθησαν κυλίστηκα σε βόρβορου βάραθρα, βυθίστηκα σε άβυσσο ψεύδους. Πάλευα βέβαια να βγω, αλλά βούλιαζα πιο βαθιά ακόμα»!Το ευτύχημα όμως είναι, «ότι όλα αυτά τα χρόνια ή ευσε­βής καί εγκρατής χήρα μητέρα μου τρέφεται με την ελπίδα του ονείρου της! "Οτι δεν σταματά τους ποταμούς των δα­κρύων, τους στεναγμούς της καρδίας στις ατέλειωτες ώρες των προσευχών της για μένα»!

Και το ανθρώπινο παράπονο στο Θεό! «Εσύ άκουγες τίς παρακλήσεις της, μα άφηνες να κυλιέμαι σε βόρβορο, να παραδέρνω σε χάος... Να είμαιπλανώμενος καί πλανών, πα­ρασυρόμενος καί παρασύρων». Τόσο πού σοφός Επίσκοπος, δε δεχόταν να του μιλήσει παρά τίς θερμές παρακλήσεις της μητέρας του. «Είναι ισχυρογνώμων, εγωιστής, πνεύμα άντιλογίας, παθιασμένος αιρετικός. Άσ' τον ελεύθερο, της είχε πει, αλλά μη σταματήσεις τίς προσευχές σου, κάποτε θα κα­ταλάβει»! Εκείνη επέμενε να παρακαλεί καί αυτός της είπε: «Πήγαινε στην ειρήνη του Θεού. Καί πίστεψε αυτό πού θα σου πω, ό Θεός δεν θα αφήσει να χαθεί ένα παιδί τόσων δακρύων»!
Μήνυμα αιώνιο αυτό για κάθε αληθινή μητέρα! Μετά την Καρχηδόνα ιδρύει καί στη Ρώμη δική του Ρητορι­κή Σχολή. Εκεί ξεκόβει από τους Μανιχαίους, αλλά δεν έρχε­ται στην πίστη. Αρρωσταίνει πάλι βαριά καί ή μητέρα εντείνει τίς προσευχές της. Ό Θεός δεν έχει σχέδιο να τον πάρει πρίν αναγεννηθεί, να«καταφέρει πλήγμα θανατερό στην ψυχή αυτής της Άγιας Γυναίκας».
Γίνεται καλά κι έρχεται καί ιδρύ­ει νέα Ρητορική Σχολή στο Μιλάνο. Κορυφαία μορφή εδώ ό "Αγιος Αμβρόσιος, «ψυχή εκλεκτή, ευσεβής δούλος του Θεού, γνωστός σε όλο τον κόσμο. Τον αγαπώ, όχι όμως ως δάσκαλο της αλήθειας του Χριστού, έχω χάσει πια κάθε ελπί­δα σωτηρίας. Τον αγαπώ ως άνθρωπο πού με έχει συμπαθή­σει».
Αυτή είναι ή κορύφωση της τραγωδίας του! Είναι πια πλάι σε μεγάλη πηγή «ύδατος ζώντος»! Άλλα δε νιώθει δίψα έλαφιού «επί τάς πηγάς των υδάτων»,δεν αισθάνεται την ανάγκη ν' αντλήσει «ύδωρ άλλόμενον εις ζωήν αϊώνιον»! Ή μητέρα σπεύδει, από την Αφρική στο Μιλάνο. Χαίρεται πού μαθαίνει πώς ξέκοψε από το Μανιχάίσμό.
«Δεν είχα βρεί την αλήθεια ακόμα, όμως είχα απομακρυνθεί από το ψέμα»! Ωστόσο λυπάται πού οϋτε ένας Αμβρόσιος δεν είχε αγγίξει καμιά χορ­δή τήςς ψυχής του. Γνωρίζεται, συζητεί με τον "Αγιο, «διπλα­σιάζει τα δάκρυα καί τίς προσευχές της για μένα».

Ό Αυγουστίνος καί τότε ακόμα δείχνει να γλιστρά πιο πέ­ρα. Μετά από ένα μικρό διάστημα στην αστρολογία, καταφεύγει στο νεοπλατωνισμό, ένα φιλοσοφικό σύστημα της μόδας εκείνα τα χρόνια καί ζει κοινοβιακά με κάποιους φίλους. Πα­ράλληλα όμως δεν τον αφήνουν αδιάφορο ακούσματα για επι­στροφές στην πίστη κάποιων νομομαθών, γοητεύεται από το βίο του Άγιου Αντωνίου, διαβάζει την Αγία Γραφή πιο προσε­κτικά.
Ηταν φανερό: το δίχτυ της Αγάπης του Θεού απλωνό­ταν πια για τα καλά πάνω άπ' τη ζωή του, ή αναγέννηση «εξ ύδατος καί πνεύματος» ερχόταν.Καί ήρθε, σε κείνο τον περίπατο, τότε πού περνούσαν μπρος άπ' τα μάτια του ταινία κινηματογραφική τα κρίματά του. Τότε πού εκείνο το ρίγος της μετάνοιας ένιωσε να διαπερνά καί το κορμί του. Αυτό πού είχε κατεργαστεί τα κρίματά της ψυχής του δεκαέξι τόσα χρόνια! Τότε πού ή παιδική φωνή τρα­γουδούσε κι έψαλλε το λυτρωτικό:Tolle et lege'', «άνοιξε καί διάβασε». Τότε πού το βλέμμα του συλλάβισε τον σωτήριο στί­χο: «Ως εν ήμερα εύσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις καί μέθαις, μη κοίταις καί άσελγείαις, μη έριδι καί ζήλω...» (Ρωμ. 14,13). Τότε πού στο τέλος της ανάγνωσης είχαν αλλά­ξει όλα! Είχε αρχίσει το «ένδύσασθε τον Κύριον Ίησούν Χριστόν», είχε γλυκοχαράξει ή ανατολή ενός νέου κόσμου!Καί ή μητέρα ευχαριστούσε το Θεό: «Μου έδωσε ό,τι του ζητήσαμε το παραπάνω»!
'Έλεγε το δικό της«νυν απολύεις»! «"Ωρα να φύγω πια από αυτόν εδώ τον κόσμο»'Τό όνειρο της ελπίδας κι ό λόγος του Επίσκοπου ήταν ψηλαφητή αλήθεια. Ό γιος της ήταν πια «στον δικό της τόπο», «ό Θεός δεν είχε αφή­σει να χαθεί ένα παιδί τόσων δακρύων». Καί όχι μόνο, αλλά καί το ανέδειξε Μεγάλο δικό Του, Μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, με παρουσία αγάπης καί γραφή στη Δύση ανάλογη με κείνη πού αξίωσε στην Ανατολή τους Τρεις Ιεράρχες. Η  Αγία Μόνικα, ή μητέρα του Αγίου Αυγουστίνου, είχε με­
γάλο πρόβλημα με το γιο της, σταυρό βαρύ, ασήκωτο. Το πέρασε όμως άπό μαρτύριο δακρύων, από στεναγμούς καρ­δίας, στα γόνατα ώρες ατέλειωτες δεκάξι τόσα χρόνια. Καί ή απάντηση του Θεού ήρθε! Το υπόδειγμα λέει κάτι ελπιδοφόρο.Σέ πολλές σημερινές μητέρες.

Τί είναι και τί περιέχει η ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με»;



«Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού ελέησόν με»είναι και προσευχή και ευχή και ομολογία πίστεως
- Είναι προσευχή, διότι μ’ αυτήν ζητούμε παρακλητικά το θείο έλεος.
- Είναι ευχή επειδή παραδίδουμε τους εαυτούς μας στο Χριστό με το να Τον επικαλούμεθα.
- Είναι ομολογία, διότι μακαρίστηκε ο Πέτρος επειδή ομολόγησε αυτό το όνομα.
- Παρέχει το Πνεύμα διότι «κανένας δεν λέει τον Ιησού Κύριο, παρά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος».
- Χορηγεί θείες δωρεές διότι γι’ αυτήν λέει ο Χριστός στον Πέτρο «θα σου δώσω τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών».
- Είναι κάθαρση καρδιάς διότι βλέπει το Θεό και Τον καλεί και καθαρίζει αυτόν που βλέπει.
- Διώχνει τους δαίμονες, διότι με το Όνομα του Ιησού Χριστού διώχθηκαν και διώκονται όλοι οι δαίμονες.
- Είναι και κατοίκηση Χριστού μέσα μας διότι με το να Τον φέρουμε στη μνήμη μας – – Είναι μέσα μας και με την ενθύμηση κατοικεί και μας γεμίζει ευφροσύνη, όπως λέει, «θυμήθηκα το Θεό και γέμισα ευφροσύνη» .
- Είναι πηγή πνευματικών σκέψεων και λογισμών, διότι ο Χριστός είναι ο θησαυρός κάθε σοφίας και γνώσεως, και αυτά τα χορηγεί σ’ εκείνους που μέσα τους κατοικεί.
- Είναι απολύτρωση των αμαρτιών, επειδή λέει γι’ αυτήν «Όσα λύσεις, θα είναι λυμένα στον ουρανό».
- Είναι θεραπευτήριο ψυχών και σωμάτων, επειδή λέει «στο όνομα του Ιησού Χριστού, σήκω και περπάτα» και «Αινέα, σε θεραπεύει ο Ιησούς Χριστός».
- Χορηγεί το θείο φωτισμό, διότι ο Χριστός είναι το αληθινό φως και μεταδίδει σ’ αυτούς που Τον επικαλούνται από τη λαμπρότητα και τη χάρη Του. «Ας είναι, λέει, η λαμπρότητα του Κυρίου και Θεού μας σ’ εμάς», και «όποιος με ακολουθεί θα έχει το φως της ζωής».
- Είναι πηγή του θείου ελέους διότι ζητούμε το έλεος. Και ο Κύριος είναι ελεήμων και ελεεί όλους όσοι τον επικαλούνται, και κάνει γρήγορη εκδίκηση εκείνων που βοούν προς Αυτόν.
- Είναι η μόνη σωτηρία διότι, λέει ο Απόστολος «με κανέναν άλλο δεν μπορούμε να σωθούμε», και «Αυτός είναι ο σωτήρας του κόσμου, ο Χριστός». Γι’ αυτό και κατά την εσχάτη ημέρα «κάθε γλώσσα θα ομολογήσει» και θα ανυμνήσει, θέλοντας και μη θέλοντας «ότι Κύριος είναι ο Ιησούς Χριστός, για να δοξάζεται ο Θεός Πατέρας».

Αυτό είναι το σημάδι της πίστεως μας, ότι είμαστε και ονομαζόμαστε Χριστιανοί και δίνουμε μαρτυρία ότι είμαστε εκ Θεού. «Όποιος ομολογεί πως ο Ιησούς είναι ο Χριστός που ήλθε και έγινε άνθρωπος, αυτός είναι εκ του Θεού» λέει όπως είπαμε και πριν, και όποιος δεν ομολογεί δεν είναι εκ του Θεού. Και αυτός που δεν ομολογεί τον Ιησού Χριστό είναι από τον Αντίχριστο.
(Αγίου Συμεών, Αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης, Η Προσευχή του Ιησού, Εκδ. Επέκταση)

Για την αγάπη. Για εκείνους που δεν έχουν αγάπη


Για την αγάπη

Είναι μακάριος ο άνθρωπος εκείνος που έχει αγάπη Θεού, γιατί περιφέρει με την παρουσία του τον Θεό, διότι ο Θεός είναι αγάπη, και αυτός που μένει μέσα στην αγάπη, μένει « ἐν τῶ Θεῶ». Εκείνος που έχει αγάπη υπερέχει, με τη βοήθεια του Θεού, από όλους. Εκείνος που έχει αγάπη δε φοβάται, διότι η αγάπη βγάζει έξω από την ψυχή το φόβο.
Εκείνος που έχει αγάπη δεν αποστρέφεται ποτέ κανέναν, ούτε μικρό, ούτε μεγάλο, ούτε ένδοξο, ούτε άδοξο, ούτε φτωχό, ούτε πλούσιο, αλλά γίνεται ακάθαρτο αποσπόγγισμα όλων. Όλα τα σκεπάζει, όλα τα υπομένει. Εκείνος που έχει αγάπη δεν αλαζονεύεται εναντίον κάποιου, δεν ξιππάζεται, κανέναν δεν κακολογεί, αλλά και αυτούς που κακολογούν τους αποφεύγει.
Εκείνος που έχει αγάπη δε σκέφτεται με πανουργία, δε θέλει να υποσκελίσει, ούτε υποσκελίζει τον αδελφό.
Εκείνος που έχει αγάπη δε ζηλεύει, δε φθονεί, δεν κατατρέχει, δε χαίρεται με την πτώση των άλλων, δεν εξευτελίζει αυτόν που έπεσε σε σφάλμα, αλλά τον συλλυπείται και τον συμπαραστέκεται και τον ανακουφίζει, δεν παραβλέπει τον αδελφό στην ανάγκη του, αλλά τον συμπαραστέκεται, και πεθαίνει μαζί του.

Εκείνος που έχει αγάπη εκτελεί το θέλημα του Θεού, και είναι μαθητής του, διότι ο ίδιος ο καλός μας Δεσπότης είπε « Από αυτό θα ξέρουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, αν αγαπάτε ο ένας τον άλλο». Εκείνος που έχει αγάπη ποτέ δεν αποκτά κάτι για τον εαυτό του, δε θεωρεί τίποτε δικό του, αλλά όλα όσα έχει τα προσφέρει κοινά σε όλους. Εκείνος που έχει αγάπη κανέναν δε θεωρεί ξένο, αλλά όλους τους έχει δικούς του.

Εκείνος που έχει αγάπη δεν παροργίζεται, δεν ξιππάζεται, δε φουντώνει από οργή, δε χαίρεται για την αδικία που γίνεται, δεν εξακολουθεί να ψεύδεται, κανέναν δε θεωρεί εχθρό, παρά μόνο τον Διάβολο. Εκείνος που έχει αγάπη όλα τα υπομένει, είναι ευεργετικός, είναι μακρόθυμος.
Λοιπόν, είναι μακάριος αυτός που έχει αποκτήσει την αγάπη, και με αυτήν ως κτήμα αναχωρεί προς τον Θεό, διότι ο Θεός, αναγνωρίζοντας τον δικό του άνθρωπο, θα τον δεχθεί στους κόλπους του, θα ζει δηλαδή ο εργάτης της αγάπης μαζί με τους Αγγέλους, και θα βασιλεύσει μαζί με τον Χριστό.
Διότι την αγάπη έχοντας ήρθε και ο Θεός Λόγος επάνω στη γη,  μ’ αυτήν και ο παράδεισος έχει ανοιχθεί για μας, και η ανάβαση στον ουρανό διακηρύχθηκε για όλους.
Ενώ ήμασταν εχθροί με τον Θεό, με την αγάπη συμφιλιωθήκαμε μ’ αυτόν. Ορθά λοιπόν είπαμε ότι η αγάπη είναι ο Θεός, και αυτός που μένει μέσα στην αγάπη, μένει « ἐν τῶ Θεῶ».

Για εκείνους που δεν έχουν αγάπη

.Είναι άθλιος και ταλαίπωρος εκείνος που ζει μακριά από την αγάπη, διότι αυτός περνά τις μέρες της ζωής του ονειροπολώντας. Και ποιος δε θα πενθήσει τον άνθρωπο εκείνο που είναι μακριά από τον Θεό, και στερείται από το φως, και ζει στο σκοτάδι;
Διότι, σας λέω, αδελφοί μου, ότι εκείνος που δεν έχει την αγάπη του Χριστού, είναι εχθρός του. Δεν ψεύδεται ο Απόστολος που είπε, ότι αυτός που μισεί τον αδελφό του είναι φονιάς, και περιπατεί στο σκοτάδι, και εύκολα κυριεύεται από κάθε αμαρτία. Γιατί εκείνος που δεν έχει αγάπη, έντονα θυμώνει, έντονα παροργίζεται, έντονα μισεί.
Εκείνος που δεν έχει αγάπη χαίρεται με την αδικία των άλλων, δε συμπάσχει μ’ αυτόν που έπεσε σε σφάλμα, δεν απλώνει για βοήθεια το χέρι του στον πεσμένο, δε συμβουλεύει αυτόν που παρασύρθηκε, δε στηρίζει αυτόν που κλονίζεται.
Εκείνος που δεν έχει αγάπη είναι ανάπηρος στο νου, είναι φίλος του Διαβόλου, είναι εφευρέτης κάθε πονηρίας, είναι δημιουργός συγκρούσεων, είναι φίλος των υβρεολόγων, είναι σύντροφος αυτών που κακολογούν τους άλλους, σύμβουλος αυτών που αυθαδιάζουν, συντελεστής στη χειροτέρευση αυτών οι οποίοι φθονούν, εργάτης της υπερηφάνειας, σκεύος της αλαζονείας.
Και με ένα λόγο, αυτός που δεν απέκτησε την αγάπη είναι όργανο του Εχθρού, και πλανιέται σε όλα τα μονοπάτια της ζωής του, και δεν ξέρει ότι βαδίζει μέσα στο σκοτάδι.

Του Οσίου Εφραιμ του Σύρου, έργα τόμος Α΄.

Να γνωρίσεις τον εαυτό σου, ποιός είσαι. ( Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής )




Και γι’ αυτό πρώτα απ’ όλα χρειάζεται το «γνώθι σαυτόν». Δηλαδή να γνωρίσεις τον εαυτό σου, ποιος είσαι. Ποιός είσαι στ’ αλήθεια, όχι ποιός νομίζεις εσύ ότι είσαι. Με τη γνώση αυτή γίνεσαι ο σοφότερος των ανθρώπων.
Με τέτοια επίγνωση έρχεσαι σε ταπείνωση και παίρνεις χάρη από τον Κύριο. Διαφορετικά αν δεν αποκτήσεις αυτογνωσία, αλλ’ υπολογίζεις μόνο τον κόπο σου, γνώριζε ότι πάντοτε θα βρίσκεσαι μακριά από το δρόμο. Διότι δεν λέει ο Προφήτης· «ίδε, Κύριε, τον κόπον μου», αλλά «ίδε, λέγει, την ταπείνωσίν μου και τον κόπον μου». Ο κόπος είναι για το σώμα, η ταπείνωση για τη ψυχή και πάλι τα δύο μαζί, κόπος και ταπείνωση, για όλον τον άνθρωπο.

Ποιός νίκησε το διάβολο; Αυτός που γνώρισε την ασθένειά του, τα πάθη και τα ελαττώματα, που έχει. Ο φοβούμενος να γνωρίσει τον εαυτό του, αυτός βρίσκεται μακριά από τη γνώση· άλλο τίποτε δεν αγαπά παρά να βλέπει μόνο λάθη στους άλλους και να τους κρίνει.
Αυτός δεν βλέπει στους άλλους χαρίσματα, αλλά μόνον ελαττώματα- δεν βλέπει στον εαυτό του ελαττώματα, παρά μόνο χαρίσματα. Και αυτό είναι το χαρακτηριστικό ελάττωμα των ανθρώπων του καιρού μας που δεν αναγνωρίζουμε ο ένας το χάρισμα του άλλου.

Ο ένας στερείται πολλά, μα οι πολλοί τα έχουν όλα. Αυτό που έχει ο ένας δεν το έχει ο άλλος. Και, αν αυτό το αναγνωρίζουμε, υπάρχει πολλή ταπείνωση. Γιατί έτσι τιμάται και δοξάζεται ο Θεός, ο οποίος με πολλούς τρόπους στόλισε τους ανθρώπους και έκανε όλα τα δημιουργήματά του άνισα, δηλ. διαφορετικά. Όχι όπως προσπαθούν οι ασεβείς να φέρουν ισότητα ανατρέποντας την θεία Δημιουργία.

Ο Θεός «τα πάντα εν σοφία εποίησεν».

Γι’ αυτό, παιδί μου, τώρα που είναι αρχή φρόντισε να γνωρίσεις καλά τον εαυτό σου, για να βάλεις θεμέλιο στερεό την ταπείνωση. Φρόντισε να μάθεις την υπακοή, να αποκτήσεις την ευχή. Γι’ αυτό πρώτα γνώριζε, παιδί μου, ότι κάθε αγαθό από το Θεό έχει την αρχή. Δεν γίνεται αγαθός λογισμός που να μην έχει αιτία το Θεό, ούτε πονηρός που να μην έχει αιτία το Διάβολο. Ό,τι καλό λοιπόν διανοηθείς, πεις, κάνεις, όλα είναι της δωρεάς του Θεού. «Παν δώρημα τέλειον άνωθεν έστι καταβαίνον». Όλα είναι της δωρεάς του Θεού· δικό μας δεν έχουμε τίποτε.

Καθένας λοιπόν που επιθυμεί και ζητεί να λάβει τη χάρη, να του δώσει δωρεάν ο Θεός, πρέπει πρώτον να γνωρίσει καλά την ύπαρξή του, το «γνώθι σαυτόν». Και αυτή είναι η όντως αλήθεια. Γιατί κάθε πράγμα έχει αρχή. Και αν δεν αρχίσεις καλά δεν θα έχεις τέλος καλό.

Και αρχή λοιπόν και αλήθεια είναι να γνωρίσει κανείς ότι είναι μηδέν – 0 – και εκ του μηδενός δημιουργήθηκαν τα πάντα. «Είπε και εγεννήθησαν ενετείλατο και εκτίσθησαν». Είπε και έγινε γη. Και αφού πήρε πηλό έπλασε άνθρωπο. Άψυχο, άνουν ένα πήλινο άνθρωπο. Αυτή η ιδία σου ύπαρξη. Αυτό είμαστε όλοι μας. Χώμα και λάσπη.
Αυτό είναι το πρώτο μάθημα σ’ εκείνον που θέλει να λάβει, αλλά και να μένει διαπαντός η χάρη κοντά του. Απ’ αυτό αποκτά την επίγνωση και απ’ αυτό γεννιέται ταπείνωση. Όχι με λόγια μόνο, να ταπεινολογεί, αλλά στηριζόμενος στην πραγματικότητα λέει την αλήθεια: Είμαι χώμα, είμαι πηλός, είμαι λάσπη. Αυτή είναι η πρώτη μητέρα μας. Λοιπόν το χώμα πατιέται, και συ ως χώμα οφείλεις να πατηθείς. Είσαι λάσπη, δεν έχεις καμίαν αξία.

Σε πετούν εδώ και εκεί, σε κτίζουν από ένα σημείο σε άλλο σε χρησιμοποιούν ως άχρηστη ύλη.

Και λοιπόν σου «ενεφύσησεν» ο Δημιουργός και σου έδωσε πνεύμα ζωής. Και να, αμέσως έγινες ένας άνθρωπος λογικός. Ομιλείς, εργάζεσαι, γράφεις, διδάσκεις· έγινες ένα μηχάνημα του Θεού. Όμως μη λησμονείς ότι η ρίζα σου είναι το χώμα. Και αν λάβει το πνεύμα αυτός που σου το έδωσε, εσύ πάλι θα κτίζεσαι στα ντουβάρια.

Γι’ αυτό «μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμαρτήσης εις τον αιώνα».

Αυτή είναι η πρώτη αίτια, που όχι μόνον ελκύει τη χάρη, αλλά την πληθύνει και τη συγκρατεί. Αυτή ανεβάζει το νου στην πρώτη θεωρία της φύσεως. Και έξω απ’ αυτή την αρχή βρίσκει μεν κάτι λίγο, αλλά μετά από καιρό θα το χάσει. Γιατί δεν κτίζει σε έδαφος στερεό, αλλά προσπαθεί με τρόπους και τέχνη.

Λες λόγου χάριν είμαι αμαρτωλός! Αλλά εσωτερικά πιστεύεις ότι είσαι δίκαιος. Δεν μπορείς να αποφύγεις την πλάνη. Η χάρη θέλει να μείνει, αλλ’ επειδή ακόμη πρακτικά δεν έχεις βρει την αλήθεια, κατ’ ανάγκη πρέπει να φύγει. Γιατί αναμφίβολα θα πιστέψεις στο λογισμό σου ότι είσαι αυτό το οποίο δεν είσαι, και χωρίς άλλο θα πλανηθείς. Ως εκ τούτου δεν παραμένει η χάρη. Επειδή έχουμε τον αντίπαλο, που είναι τεχνίτης ισχυρός, είναι εφευρέτης κακών, και της κάθε πλάνης δημιουργός. Που αγρυπνεί πλάι μας. Που από φως έγινε σκότος και όλα τα γνωρίζει. Που είναι εχθρός του Θεού και ζητεί όλους να μας κάνει εχθρούς Του. Και εν τέλει είναι πνεύμα πονηρό και εύκολα αναμειγνύεται με το πνεύμα, που μας χάρισε ο Θεός, και παίρνει τη μηχανούλα μας και την κινεί όπως θέλει αυτός. Κοιτάζει, πού ρέπει η όρεξη της ψυχής, και με ποιό τρόπο τη βοηθά ο Θεός, και αμέσως σκέφτεται και εκείνος τα ίδια.

(«Έκφρασις Μοναχικής εμπειρίας», εκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου, Άγ. Όρος -αποσπάσματα σε νεοελληνική απόδοση.)



Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...