Έλεγε ο γέρων Παίσιος.
Η γυναίκα όταν είναι έγκυος πρέπει να είναι ήρεμη, να διαβάζει το Ευαγγέλιο, να προσεύχεται, να λέει την ευχή.
Έτσι αγιάζεται και το παιδί.
Από τώρα αρχίζει η ανατροφή του παιδιού.
Να προσέχεις να μην στεναχωρείς την έγκυο για κανένα λόγο.
Γεροντα Παισιος
Η συμβολή των μητέρων των Τριών Ιεραρχών, Έμμέλειας του Μ. Βασιλείου,
Νόνας του Γρηγορίου του Ναζιανζηνοϋ καί Άνθούσας Ιωάννη του
Χρυσόστομουστην ανάδειξη αυτών των Μεγάλων Πατέρων καί Οίκουμενικών
Διδασκάλων της Εκκλησίας υπήρξε αποφασιστική.
Καί είναι
δίκαιος ό θαυμασμός του εθνικού ρήτορα Λιβάνιου για τη χριστιανή γυναίκα
- «Βαβαί, οιαι παρά χριστιανοίς είσι γυναίκες» - στο πρόσωπο της
μητέρας του Χρυσόστομου, της νεαρής χήρας με την εκπληκτική πιστότητα
στη μοναδική αγάπη της ζωής της καί την ολοκληρωτική της αφοσίωση στην
αγωγή του υπέροχου γιου της.
Υπάρχει
όμως μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια! Καί οι τρεις τους, εξαίρετα
πνεύματα, ήταν δεκτικοί, εύάγωγοι ως παιδιά καί νέοι στα άφορώντα τη
σχέση τους με τη χριστιανική Αλήθεια καί ζωή!
Την Ιδια
εποχή στην Εκκλησία του Χρίστου πού παροικεί στη Δύση μια άλλη
χριστιανή, ή Μόνικα - χήρεψε κι αυτή νέα -σήκωσε με ανάλογη προς την
Ανθούσα πιστότητα το σταυρό της χηρείας της, καί επέδειξε άντόστοιχη
αφοσίωση στήν άγωγη του επίσης εξαίρετου στο πνεύμα γιου της,
Αύγουστίνου.
Μα αυτός,
παρά τη σφοδρή επιθυμία καί μεγάλη προσπάθεια της, έδειξε απροθυμία,
αδιαφορία για τα άφορώντα τη χριστιανική Αλήθεια καί ζωή.Καί το
χειρότερο, τράβηξε κατά την αντίπερα όχθη, έπεσε σε υπαρξιακό αδιέξοδο,
έζησε βίο άστατο, παραδόθηκε σε εξάρτηση αισθησιακή!
Καί κείνη έγκαρτέρησε, όχι μια δυο μέρες, ένα ή δύο μήνες, ούτε ένα δυο αλλά δεκαέξι ολόκληρα χρόνια σε μαρτύριο δακρύων,
δακρύων πού τα γόνατα της μεταποιούσαν σε σταλαγματιές θερμής
προσευχής! Καί ελεήθηκε από το Θεό, ευλογήθηκε από την Αγάπη Του με την
ευτυχία να δει το γιο της χριστιανό! Κι αργότερα Επίσκοπο Ίππώνος καί
κορυφαίο Πατέρα ιδιαίτερα της Δυτικής Εκκλησίας!
Δε θα την
πω πιο αξιοθαύμαστη από τις μητέρες των Τριών Ιεραρχών. Κρίση σε
προσωπικούς σταυρούς δεν χωρεί! Ό Θεός γνωρίζει λογισμούς καί
διαλογισμούς, διαθέσεις της καρδιάς καί ή Αγάπη Του κρίνει! Θα την πω
όμως πιο μαρτυρική! Καί θα διερωτηθώ, τί άραγε θα αναφωνούσε ό Λιβάνιος,
αν την είχε κι αυτήν γνωρίσει! Άλλα καί θα προτείνω την προσέγγιση της
ιερής μορφής της πού ακολουθεί, ένα μικρό σταχυολόγημα από τα «εκ
βαθέων» -«Εξομολογήσεις»- του τελικά λαμπρού γιου της. Γιατί ή
περίπτωση της ενδιαφέρει όχι λίγες μητέρες πού σηκώνουν σήμερα
ανάλογους σταυρούς.(Διαβάστε την ενδιαφέρουσα συνέχεια)
Ήταν χριστιανή με πληρότητα και νόημα! «Ή μητέρα μου δεν αγαπούσε το Θεό
από υπακοή στους γονείς της, μάλλον υπάκουε σ' αυτούς από αγάπη σ'
Εκείνον», γράφει ό Αυγουστίνος. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στην
αληθινή πίστη ως προσωπική αγάπη του Θεού - το «πνεύμα πού ζωοποιεί» -
καί την πίστη τυπικό χρέος ή καθήκον - «το γράμμα πού σκοτώνει»Όση
άναμεσα σε ελευθερία καί δουλεία-έξάρτηση! «Ό Θεός την είχε στολίσει με
εξωτερική, πιο πολύ εσωτερική ομορφιά, αυτή πού της έδινε τη χάρη
ζωντανής μαρτυρίας της αλήθειας του...», συνεχίζει με τρυφερό κι
ανθρώπινο θαυμασμό. Ή χριστιανή μάνα δεν είναι ιερότητα παγερή, στεγνή!
Ή ομορφιά κι ή χάρη της, θεία δώρα κι αυτά ασκούν ύπαρκτική γοητεία στο
παιδί, αν καρπώνονται στο μέσα, της ψυχής το κάλλος. Αυτό προέχει, ενώ ή
απουσία του δημιουργεί επικίνδυνο κενό!
«Παντρεύτηκε
τον ειδωλολάτρη πατέρα μου, άνθρωπο οξύθυμο μα αγαθό, του αφοσιώθηκε
σαν στο Χριστό... Αντιμετώπισε με σεβασμό την άλλη πίστη του, δεν
επέτρεψε να γίνει το θέμα αυτό αφορμή φιλονικίας μεταξύ τους... Δεν
αντιδρούσε με λόγια ή έργα σε ώρα οργής, αλλά την κατάλληλη στιγμή με
αγάπη καί λεπτότητα εξηγούσε το λάθος... Δεν έλεγε ούτε μετέφερε λόγο
κακό, δεν υποδαύλιζε διχόνοιες, υποβοηθούσε τη συμφιλίωση, την
ειρήνη... Προσευχόταν νύχτα καί μέρα, εκκλησιαζόταν τακτικά, τιμούσε
τους λειτουργούς της Εκκλησίας, πρόσεχε την ελεημοσύνη... Κέρδισε έτσι
γρήγορα την αγάπη, την τρυφερότητα, το σεβασμό του πατέρα μου καί τον
ίδιο στη χριστιανική πίστη»!«Αυτά συνέβησαν γιατί είχε Εσένα επιστήθιο
φίλο καί διδάσκαλο στο σχολείο της ψυχής», εξηγεί ό Αυγουστίνος καί
προσθέτει ότι ή επιστροφή του πατέρα του είναι «το πρώτο δώρο του Θεού
στη μητέρα μου, ό αρραβώνας της δικής μου επιστροφής, πού όμως επρόκειτο
να αργήσει»! Με το τελευ-ταίο ρίχνει τη γέφυρα πού μας περνά από τη
Μόνικα αληθινή χριστιανή σύζυγο τή Μόνικα αληθινή χριστιανή μητέρα, στην
περιπέτεια της δικής του αποστασίας καί επιστροφής.
Και είναι μια μεγάλη αποστασία ή πρώτη φάση της ζωής του. «Ή μητέρα μας
ανάθρεψε γεννώντας μας με ώδίνες τοκετού κάθε φορά πού έβλεπε να
ξεμακραίνουμε από Σένα...», γράφει για τη χριστιανική αγωγή της μητέρας
του στα τρία παιδιά της. Για τον εαυτό του ειδικά προσθέτει: «Από την
τρυφερή ηλικία είχα ακούσματα για την αιώνια ζωή. Η μητέρα με σφράγισε
με το σημείο του Σταυρού τη στιγμή που μ' έβγαλε άπ' την κοιλιά της. Με
πότισε την Αλήθεια του Θεού με το μητρικό της γάλα... Μικρό παιδί κι
εγώ, πρίν Σέ γνωρίσω, σε Σένα εύρισκα στήριγμα καί καταφυγή όταν με
μάλωναν οι γονείς ή οϊ δάσκαλοι μου...Αρρώστησα βαριά καί ζήτησα με
λαχτάρα να βαφτιστώ... Ή μητέρα με μύησε στο Μυστήριο της λυτρώσεως, μου
έμαθε την ομολογία που έπρεπε να απαγγείλω... Καλυτέρεψε όμως ή υγεία
μου κι ανέβαλα τη βάφτιση μου.
Νικήθηκα
από την ιδέα πώς θα ξαναπέσω στην αμαρτία... Ή μήπως καί πήρα αυτή την
απόφαση για να είμαι ελεύθερος να την απολαύσω»! Καί με την εμπειρία
της επιστροφής πια την ώρα αυτού του «εκ βαθέων» του παρατηρεί: «Ίσως το
επέτρεψε ό Θεός για να δώσει στην αγνή καρδιά της μητέρας μου τη χαρά
να κυοφορήσει μακροχρόνια κι επώδυνα τη σωτηρία μου»!Η περιπέτεια της
αποστασίας αρχίζει στην Καρχηδόνα, όπου σπουδάζει Φιλολογία καί
Ρητορική.
Πρωτεύει
στις σπουδές, καμαρώνει γι' αυτό, το... εξαργυρώνει με ερωτικές
κατακτήσεις! «Αφέθηκα γρήγορα να γίνω έρμαιο φοβερών παθών καί ηδονών...
Δε ντρεπόμουν να μπλέκομαι σε περιπέτειες επιπόλαιων ερώτων... Είχα
υποδουλωθεί στη φρεναπάτη της ήδονοθηρίας, που ή ανθρώπινη άναισχυντία
θεωρεί καί προβάλλει ως ελευθερία! Με πυρπολούσε ό πόθος τοϋ έρωτα...
Το ν'αγαπώ καί ν'αγαπιέμαι μου ήταν πιο γλυκό, όταν απολάμβανα το κορμί
του άγαπώμενου προσώπου»!"Ομολογίες ρεαλιστικές αλλά αφοπλιστικά
ειλικρινείς σε θέμα πού ή εποχή μας απομυθοποιεί καί είδωλοποιεί συνάμα.
«Ή μητέρα μου, αυτή ή ταπεινή δούλη του Θεού, που ή καρδιά της ήταν
εκκλησιά, αληθινή κατοικία του Κυρίου, αγωνιά, τρομάζει με το δρόμο πού
πήρα... Με συμβουλεύει... μα δε δίνω την παραμικρή προσοχή... Θεωρώ τίς
συμβουλές της απλοϊκές γυναικείες παραινέσεις»! Είναι ή ώρα της μεγάλης
φωτιάς, ή ώρα πού ήδονοθήρας αυτός, δε θεωρεί την υπόθεση φρεναπάτη,
αλλά... ελευθερία.
Δεν του
περνάει από το νου ότι το τελευταίο δείχνει σαν «φύλλο συκής» της
ανθρώπινης άναισχυντίας.Διαβάζει τότε Κικέρωνα, διαβάζει καί Γραφή, μα
καταφεύγει στην αίρεση των Μανιχαίων! Δεν αργεί βέβαια να διαπιστώσει
ότι πρόκειται «για ανθρώπους, υπερφίαλους, κενόδοξους, φλύαρους,
σαρκικούς. Ανθρώπους πού φώναζαν συνεχώς, "ή αλήθεια", "ή αλήθεια", μα
δεν είχαν μιαν αλήθεια για Σένα, παρά μονάχα πλάνη»! Ωστόσο τους
ακολουθεί με πάθος. Γι' αυτό ή αγωνία της μητέρας του κορυφώνεται, μα ή
αγάπη της τη φέρνει κοντά του. «Ή μητέρα μου έχυσε εκείνη την περίοδο
για μένα δάκρυα πιο πολλά από όσα χύνουν οί μανάδες μπρος στα νεκρά
παιδιά τους... Με την πίστη της με έβλεπε σαν νεκρό... Αλλά ή αγάπη της
πότιζε τώρα με πιο πολλά δάκρυα προσευχών το χώμα! Αύτη την ξανάφερε
κοντά μου καί με μήνυμα θεϊκό, παράθυρο ελπίδας»!
Παράθυρο
ελπίδας από ένα όνειρο, όπου νεανίας γοητευτικός, παρότι την έβλεπε σε
τόση θλίψη, χαμογελούσε καί της έλεγε: «Ηρέμησε, κοίταξε καί δες, όπου
στέκεσαι εσύ, στέκεται καί ό γιος σου»! Καί κοίταξε καί βεβαιώθηκε,
ήταν αλήθεια. «Καί είχε τη δύναμη να ζει το όνειρο σαν τη χαρά της
δικής μου επιστροφής, πού θα αργούσε πολύ ακόμα! Γιατί στα εννιά χρόνια
πού ακολούθησαν κυλίστηκα σε βόρβορου βάραθρα, βυθίστηκα σε άβυσσο
ψεύδους. Πάλευα βέβαια να βγω, αλλά βούλιαζα πιο βαθιά ακόμα»!
Το
ευτύχημα όμως είναι, «ότι όλα αυτά τα χρόνια ή ευσεβής καί εγκρατής
χήρα μητέρα μου τρέφεται με την ελπίδα του ονείρου της! "Οτι δεν σταματά
τους ποταμούς των δακρύων, τους στεναγμούς της καρδίας στις ατέλειωτες
ώρες των προσευχών της για μένα»!
Και το ανθρώπινο παράπονο στο Θεό! «Εσύ άκουγες τίς παρακλήσεις της, μα
άφηνες να κυλιέμαι σε βόρβορο, να παραδέρνω σε χάος... Να
είμαιπλανώμενος καί πλανών, παρασυρόμενος καί παρασύρων». Τόσο πού
σοφός Επίσκοπος, δε δεχόταν να του μιλήσει παρά τίς θερμές παρακλήσεις
της μητέρας του. «Είναι ισχυρογνώμων, εγωιστής, πνεύμα άντιλογίας,
παθιασμένος αιρετικός. Άσ' τον ελεύθερο, της είχε πει, αλλά μη
σταματήσεις τίς προσευχές σου, κάποτε θα καταλάβει»! Εκείνη επέμενε να
παρακαλεί καί αυτός της είπε: «Πήγαινε στην ειρήνη του Θεού.
Καί
πίστεψε αυτό πού θα σου πω, ό Θεός δεν θα αφήσει να χαθεί ένα παιδί
τόσων δακρύων»!Μήνυμα αιώνιο αυτό για κάθε αληθινή μητέρα! Μετά την
Καρχηδόνα ιδρύει καί στη Ρώμη δική του Ρητορική Σχολή. Εκεί ξεκόβει από
τους Μανιχαίους, αλλά δεν έρχεται στην πίστη. Αρρωσταίνει πάλι βαριά
καί ή μητέρα εντείνει τίς προσευχές της. Ό Θεός δεν έχει σχέδιο να τον
πάρει πρίν αναγεννηθεί, να«καταφέρει πλήγμα θανατερό στην ψυχή αυτής της
Άγιας Γυναίκας».
Γίνεται
καλά κι έρχεται καί ιδρύει νέα Ρητορική Σχολή στο Μιλάνο. Κορυφαία
μορφή εδώ ό "Αγιος Αμβρόσιος, «ψυχή εκλεκτή, ευσεβής δούλος του Θεού,
γνωστός σε όλο τον κόσμο. Τον αγαπώ, όχι όμως ως δάσκαλο της αλήθειας
του Χριστού, έχω χάσει πια κάθε ελπίδα σωτηρίας. Τον αγαπώ ως άνθρωπο
πού με έχει συμπαθήσει».Αυτή είναι ή κορύφωση της τραγωδίας του! Είναι
πια πλάι σε μεγάλη πηγή «ύδατος ζώντος»! Άλλα δε νιώθει δίψα έλαφιού
«επί τάς πηγάς των υδάτων»,δεν αισθάνεται την ανάγκη ν' αντλήσει «ύδωρ
άλλόμενον εις ζωήν αϊώνιον»! Ή μητέρα σπεύδει, από την Αφρική στο
Μιλάνο. Χαίρεται πού μαθαίνει πώς ξέκοψε από το Μανιχάίσμό. «Δεν είχα
βρεί την αλήθεια ακόμα, όμως είχα απομακρυνθεί από το ψέμα»! Ωστόσο
λυπάται πού οϋτε ένας Αμβρόσιος δεν είχε αγγίξει καμιά χορδή τήςς ψυχής
του. Γνωρίζεται, συζητεί με τον "Αγιο, «διπλασιάζει τα δάκρυα καί τίς
προσευχές της για μένα».
Ό Αυγουστίνος καί τότε ακόμα δείχνει να γλιστρά πιο πέρα. Μετά από ένα
μικρό διάστημα στην αστρολογία, καταφεύγει στο νεοπλατωνισμό, ένα
φιλοσοφικό σύστημα της μόδας εκείνα τα χρόνια καί ζει κοινοβιακά με
κάποιους φίλους. Παράλληλα όμως δεν τον αφήνουν αδιάφορο ακούσματα για
επιστροφές στην πίστη κάποιων νομομαθών, γοητεύεται από το βίο του
Άγιου Αντωνίου, διαβάζει την Αγία Γραφή πιο προσεκτικά.Ηταν φανερό: το
δίχτυ της Αγάπης του Θεού απλωνόταν πια για τα καλά πάνω άπ' τη ζωή
του, ή αναγέννηση «εξ ύδατος καί πνεύματος» ερχόταν.Καί ήρθε, σε κείνο
τον περίπατο, τότε πού περνούσαν μπρος άπ' τα μάτια του ταινία
κινηματογραφική τα κρίματά του.
Τότε πού
εκείνο το ρίγος της μετάνοιας ένιωσε να διαπερνά καί το κορμί του. Αυτό
πού είχε κατεργαστεί τα κρίματά της ψυχής του δεκαέξι τόσα χρόνια! Τότε
πού ή παιδική φωνή τραγουδούσε κι έψαλλε το λυτρωτικό:Tolle et lege'',
«άνοιξε καί διάβασε». Τότε πού το βλέμμα του συλλάβισε τον σωτήριο
στίχο: «Ως εν ήμερα εύσχημόνως περιπατήσωμεν, μη κώμοις καί μέθαις, μη
κοίταις καί άσελγείαις, μη έριδι καί ζήλω...» (Ρωμ. 14,13). Τότε πού στο
τέλος της ανάγνωσης είχαν αλλάξει όλα! Είχε αρχίσει το «ένδύσασθε τον
Κύριον Ίησούν Χριστόν», είχε γλυκοχαράξει ή ανατολή ενός νέου κόσμου!Καί
ή μητέρα ευχαριστούσε το Θεό: «Μου έδωσε ό,τι του ζητήσαμε το
παραπάνω»!'Έλεγε το δικό της«νυν απολύεις»! «"Ωρα να φύγω πια από αυτόν
εδώ τον κόσμο»'Τό όνειρο της ελπίδας κι ό λόγος του Επίσκοπου ήταν
ψηλαφητή αλήθεια.
Ό γιος της
ήταν πια «στον δικό της τόπο», «ό Θεός δεν είχε αφήσει να χαθεί ένα
παιδί τόσων δακρύων». Καί όχι μόνο, αλλά καί το ανέδειξε Μεγάλο δικό
Του, Μεγάλο Πατέρα της Εκκλησίας, με παρουσία αγάπης καί γραφή στη Δύση
ανάλογη με κείνη πού αξίωσε στην Ανατολή τους Τρεις Ιεράρχες. Η Αγία
Μόνικα, ή μητέρα του Αγίου Αυγουστίνου, είχε μεγάλο πρόβλημα με το γιο
της, σταυρό βαρύ, ασήκωτο. Το πέρασε όμως άπό μαρτύριο δακρύων, από
στεναγμούς καρδίας, στα γόνατα ώρες ατέλειωτες δεκάξι τόσα χρόνια. Καί ή
απάντηση του Θεού ήρθε! Το υπόδειγμα λέει κάτι ελπιδοφόρο.Σέ πολλές
σημερινές μητέρες.
There was a simple and compassionate monk, named Fr. Gregory, who worked as an attendant in the geriatric hospital of the Monastery of St.Paul (on Mount Athos).
He himself told me [relates Elder Paisios] the following event from his life. About forty years ago, when he was serving in the monastery’s
geriatric hospital, one of the other monks gave him a bunch of grapes as a blessing.
He decided not to eat any of the grapes; rather, he cut them into smaller bunches and shared them amongst the elderly monks. One monk,out of extreme appreciation—because they were the first grapes of the season he had eaten—kept wishing him, “Good Paradise to you! May you find these in Paradise!” The attendant, with simplicity, replied jokingly:“Go ahead and eat your grapes, blessed soul. Paradise and Hell are here in this life.”
Although he was only joking and didn’t believe what he said—furthermore, he also had the excuse of being simpleminded—this is what happened to him.That night he had a frightful dream, which he experienced as if he was awake! He found himself gazing out over a sea of fire. Across the other side, there was a beautiful bay with crystal palaces. From the distance, he noticed that there was a venerable elder who lived there. The elder was radiant—even his beard appeared to be of silk.
There, he also encountered a brother from the monastery who had fallen asleep in the Lord three years prior. He began to ask the brother about these palaces (which impressed him tremendously), and about the venerable elder.
“He is Elder Abraham,” replied the brother, “and this beautiful coastline with the crystal palaces is ‘the bosom of Abraham,’ where the righteous souls come to rest.”
When righteous Abraham heard the brother saying these words, he looked at Fr. Gregory and ordered him with a stern voice:“Get out of here! You have no place here!”
When Fr. Gregory heard Patriarch Abraham censuring him, he quickly turned around to leave; however, he hadn’t gone too far when the flames from the sea caught up to him. The fire started to scorch him, and he woke up from the pain. To his surprise, his leg was burnt and covered in blisters at the exact area where he had felt the fire burning him.
The pain in his leg continued for another twenty days before the wounds finally healed with the aid of various ointments and practical remedies.
Fr. Gregory bitterly repented for what he had said, and in the future he was much more careful with his words.
–from the book Athonite Fathers & Athonite Matters–
Elder Paisios relates the following experience:
I knew an old woman who was very stingy. Her daughter was verygood, and whatever she wanted to give as alms she would throw out the window so she could leave the house with empty hands,because her mother would always check to see if she was taking anything.
Then she would go pick up whatever it was and give it away. But if she told her mother that “the monk” [that is, me] had asked for something, then her mother would be willing to give it up.
After her death, I saw a young man [her guardian angel], and he said to me, “Come—so-and-so wants you.” I couldn’t understand what happened to me, but we were standing in front of a grave in Konitsa. He moved his hand, like this, and the grave opened.
Inside, I saw a grimy mess and the old woman, who had started to decay. She was calling out,
“Monk, save me.”My heart went out to her. Feeling sorry for her, I climbed down inside and without being repulsed I embraced her and asked, “What’s wrong?”
She said, “Tell me, didn’t I always give you anything you asked,willingly?”
“Yes,” I said, “that’s true.”
“All right,” the young man reasurred her.
He moved his hand like this again and closed the grave like a curtain, and I was back in my cell.
The sisters from the monastery of Souroti asked me, “What happened to you on the feast of Saint Andrew?” I answered, “Pray for so and-so’s soul.”
Two months later, I saw her again. High above an abyss, there was a plateau with palaces, a lot of houses, and many people.
The old woman was up there. She was very happy with the face of a small child that had just a tiny spot that her angel was also scrubbing to clean off. In the abyss, in the distance, I saw people being beaten and harassed, and trying to climb up.
I embraced her out of joy. I took her aside a little, so the people in the abyss wouldn’t see us and be hurt. She said to me, “Come on, let me show you the place where the Lord has put me.”
–from the book Elder Paisios of the Mount Athos–
With the God-man Christ, all that is God’s has become man’s, human,
ours, so that each of us individually and all of us assembled together
in the Divine-human body of Christ, the Church, might become god-men,
having attained ‘to the perfect man, to the measure of the stature of
the fullness of Christ’ (Eph 4:12-13). Therefore Christmas, the day of
the birth of the God-man, the Lord Jesus Christ, is the greatest and
most important day in the history of all the worlds in which man moves
and lives.
-
St. Nikolas Velimirovic