Saturday, July 6, 2013
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ ΚΑΙ ΠΟΙΑ Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ
Οι Άγγελοι είναι υλικά πνευματικά και αθάνατα όντα. Έχουν δηλαδή υλικό σώμα μιας και είναι κτίσματα, αλλά σε σύγκριση με το ανθρώπινο σώμα το δικό τους είναι πολύ πιο «λεπτό».
Κατά τον Άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό «Άγγελος εστιν ουσία νοερά, αεικίνητος, αυτεξούσιος, ασώματος, Θεώ λειτουργούσα, κατά χάριν εν τη φύσει το αθάνατον ειληφυια». Επομένως είναι πνεύματα άΰλα πάντα με την έννοια της λεπτότατης ύλης-αγ.Μάξιμος Ομολογητής-, ουράνια και αθάνατα. Γι’ αυτό και ονομάζονται και ουράνιες και ασώματες δυνάμεις. Επίσης, οι Άγγελοι είναι «φύσις λογική, νοερά τε και αυτεξούσιος, αθάνατος ου φύσει, αλλά χάριτι».
Οι Άγιοι Άγγελοι υπόκεινται στον χωροχρόνο διότι είναι και αυτοί κτίσματα. Η διαφορά με τους ανθρώπους είναι ότι βιώνουν τον χωροχρόνο τελείως διαφορετικά.
Μπορούν να βρίσκονται από την μία άκρη του κόσμου στην άλλη, όμως δεν μπορούν να είναι πανταχού παρών. Μπορούν να αλλάζουν μορφές διατηρώντας πάντοτε την αγγελική τους φύση.
Οι Άγιοι Άγγελοι σε σχέση με τον πεπτωκότα άνθρωπο είναι «άυλοι και ασώματοι», όμως σε σχέση με τον Άκτιστο Θεό οι Άγγελοι είναι υλικοί και ρυπαροί.
Οι Άγιοι Άγγελοι είναι αρχαιότεροι των ανθρώπων, αρχαιότεροι κάθε κτίσματος όχι όμως και αγιότεροι από κάθε κτίσμα. Η φιλανθρωπία του Θεού ανέδειξε τουλάχιστον έναν άνθρωπο αγιότερο ακόμα και από τους Αγγέλους. Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι άλλος από την Υπεραγία Θεοτόκο Μαρία στην οποία δικαιολογημένα ψάλλουμε «Την τιμιωτέρα των Χερουβείμ και ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ…».
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι ο Θεός δίνει την δυνατότητα στους ανθρώπους να ξεπεράσουν ακόμα και του Αγίους Αγγέλους. Ποτέ δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι ο Λόγος του Θεού ΔΕΝ έγινε Άγγελος αλλά Άνθρωπος με αποτέλεσμα να θεώσει την ανθρώπινη φύση και να δώσει στον άνθρωπο την δυνατότητα να γίνει κατά χάριν θεάνθρωπος.
Οι Άγγελοι διαιρούνται σε τρεις ιεραρχικές τάξεις:
1) Σεραφείμ – Χερουβείμ – Θρόνοι,
2) Κυριότητες – Δυνάμεις – Εξουσίες,
3) Αρχές – Αρχάγγελοι – Άγγελοι.
Επικεφαλής δε των αγγελικών δυνάμεων είναι οι Αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ.
Άγγελος σημαίνει αγγελιοφόρος, εκείνος που φέρει μία αγγελία και μάλιστα καλή, χαρμόσυνη αγγελία. Τα ουράνια πνεύματα λέγονται Άγγελοι, διότι αγγέλουν, μεταφέρουν στους ανθρώπους καλές ειδήσεις και προστάγματα και παραγγελίες του Θεού, για την σωτηρία του ανθρώπου. Γι’ αυτό και στην προς Εβραίους επιστολή ονομάζονται «λειτουργικά πνεύματα εις διακονίαν αποστελλόμενα διά τους μέλλοντας κληρονομείν σωτηρίαν» (Εβρ. α΄ στιχ. 14).
Αποτελεί σταθερή διδασκαλία της Εκκλησίας ότι ο κάθε πιστός έχει τον φύλακα Άγγελό του, και όχι μόνο κάθε άνθρωπος, αλλά και κάθε πόλη και χώρα. Γι’ αυτό και είναι καθημερινή η δέηση της Εκκλησίας προς το Θεό να δίνει στον καθένα μας «Άγγελον ειρήνης, πιστόν οδηγόν, φύλακα των ψυχων και των σωμάτων ημων».
Οι Άγιοι Άγγελοι λοιπόν είναι όχι μόνο αγγελιοφόροι αλλά και προστάτες και φύλακες των ανθρώπων. Αυτοί είναι που μας βάζουν τον καλό λογισμό, αυτοί είναι που χαίρονται με την πνευματική μας πρόοδο και λυπούνται με την αμαρτία μας. Αυτοί είναι οι όντως φίλοι μας οι οποίοι είναι πάντα δίπλα μας. Το ότι δεν τους βλέπουμε δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν, το ότι δεν αντιλαμβανόμαστε την βοήθειά τους δεν σημαίνει ότι μας την δίνουν. Πάρα πολλές φορές όλοι μας έχουμε γλιτώσει από διάφορα κακά λόγο της επεμβάσής τους.
Σοφά λοιπόν η Εκκλησία μας έχει βάλει και στην βραδινή μας καθημερινή προσευχή την προσευχή προς τον Άγγελό μας, την οποία καλό είναι κάθε ημέρα να την λέμε και με αυτόν τον τρόπο να αναπέμπουμε ευχαριστίες στον Θεό, στον Άγγελό μας αλλά και να του ζητούμε να μην μας εγκαταλείψει ποτέ ακόμα και όταν εμείς με τα έργα και την ζωή μας τον λυπούμε,αλλά πάντα να προστρέχει και να μας βοηθά, να μας σκέπει, να μας φωτίζει και να μας οδηγεί στην οδή της Αλήθειας και της Σωτηρίας μας.
Ευχή εις τον φύλακα Άγγελον
Άγιε Άγγελε, ο εφεστώς της αθλίας μου ψυχής και ταλαιπώρου μου ζωής, μη εγκαταλίπης με τον αμαρτωλόν, μηδέ αποστής απ᾿ εμού διά την ακρασίαν μου· μη δώης χώραν τω πονηρώ δαίμονι κατακυριεύσαί μου τη καταδυναστεία του θνητού τούτου σώματος· κράτησον της αθλίας και παρειμένης χειρός μου, και οδήγησόν με εις οδόν σωτηρίας. Ναί, άγιε Άγγελε του Θεού, ο φύλαξ και σκεπαστής της αθλίας μου ψυχής και του σώματος, πάντα μοι συγχώρησον, όσα σοι έθλιψα πάσας τας ημέρας της ζωής μου, και ει τι ήμαρτον την σήμερον ημέραν· σκέπασόν με εν τη παρούση νυκτί και διαφύλαξόν με από πάσης επηρείας του αντικειμένου, ίνα μη εν τινι αμαρτήματι παροργίσω τον Θεόν· και πρέσβευε υπέρ εμού προς τον Κύριον του επιστηρίξαι με εν τω φόβω αυτού και άξιον αναδείξαί με δούλον της αυτού αγαθότητος. Αμήν.
Μετάφραση
Άγιε Άγγελε, ο προστάτης της κακής ψυχής μου και ταλαίπωρης ζωής μου, μη μ᾿ εγκαταλείψεις τον αμαρτωλό, ούτε να φύγεις από κοντά μου, επειδή είμαι ασυγκράτητος μην επιτρέψεις στο διάβολο να με κυριεύσει με τη τυραννία του σώματος, που είναι θνητό. Κράτησε το κακό κι εξαντλημένο χέρι μου και οδήγησέ με στο δρόμο της σωτηρίας. Πραγματικά, άγιε Άγγελε του Θεού, που είσαι φύλακας και σκεπαστής της αμαρτωλής μου ψυχής και του σώματος, όλα να τα συγχωρέσεις όσα έκανα μέχρι σήμερα και με τα οποία σ᾿ επίκρανα. Να με προστατεύσεις κι αυτή τη νύχτα από κάθε κακή διάθεση του αντιπάλου, για να μη λυπήσω το Θεό με κάποιο σφάλμα. Καί να μεσιτεύεις για μένα στον Κύριο για να με στηρίξει στο σεβασμό απέναντί Του και να με κάνει άξιο υπήκοο της καλοσύνης Του. Αμήν.
Πῶς διαλύονται οἱ σχεδιασμοί τῶν δαιμόνων
Οἱ σχεδιασμοί τοῦ διαβόλου καί ὅλων τῶν δαιμόνων καί μάλιστα τῶν Ἀρχηγῶν τους γιά τήν αἰώνια καταστροφή-κόλαση τοῦ ἀνθρώπου καταλύθηκαν καί ματαιώθηκαν ἀπό τό ἀπολυτρωτικό ἔργο τοῦ Χριστοῦ μας.
Γράφει ὁ Ἅγιος Νικόδημος στήν εἰσαγωγή του στή Φιλοκαλία : «Εὐδόκησε ὁ ἴδιος ὁ Θεαρχικώτατος Λόγος τοῦ Πατρός στίς ἔσχατες ἀπό τίς ἡμέρες ἐξ αἰτίας τοῦ σπλαχνικοῦ [Του] ἐλέους, νά ἀθετήσῃ τίς ἀποφάσεις τῶν ἀρχόντων τοῦ σκότους [τῶν δαιμόνων], καί νά περατώσῃ καί νά προωθήσῃ σέ ἔργο τήν ἀρχαία μαζί καί ἀληθινή ἀπόφασι, τήν ὁποία ὅρισε».
Ἡ πρό πάντων τῶν αἰώνων ἀπόφαση τῆς Ἁγίας Τριάδος ἦταν ὁ ἄνθρωπος νά θεωθεῖ. Αὐτή ἡ προαιώνια ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ ἔπρεπε νά ἐκπληρωθεῖ ὁπωσδήποτε. Καί πράγματι ἐκπληρώθηκε διά τοῦ Χριστοῦ ὁ Ὁποῖος συνέπηξε στή γῆ τό «ἐργαστήριο τῆς θεώσεως» τοῦ ἀνθρώπου, τήν Ἐκκλησία Του.
Ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ μέ κεφαλή Της τόν Ἴδιο, εἶναι αὐτή πού ἀφ’ ἑνός πραγματοποιεῖ τήν ἀρχική ἀπόφαση τοῦ Θεοῦ γιά τήν θέωση τοῦ ἀνθρώπου καί ἀφ’ ἑτέρου καταλύει τά ἔργα τοῦ διαβόλου.
Εἶναι Αὐτή πού διά τοῦ ἔργου της ἀκύρωσε καί συνεχίζει νά ἀκυρώνει τίς ἀποφάσεις καί τά σχέδιά του.
Ὡς «κοινωνία θεώσεως» πού εἶναι, ὁδηγεῖ διά τῶν Ἁγίων Μυστηρίων, τῶν Ἱερῶν Κανόνων καί τῆς ὅλης θεραπευτικῆς Της τά μέλη της στήν σωτηρία-θέωση.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ ἐκκλησιαστικά, εὐχαριστιακά ὅταν μετέχει στήν Θεία Λειτουργία καί Θεία Κοινωνία , ὅταν τελεῖ τήν ἀδιάλειπτη ἐν πνεύματι λατρεία στήν καρδία του μέ τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, αὐτός μέ τήν Θεία Χάρη καταλύει τά ἔργα, τίς πλεκτάνες καί τίς παγίδες τοῦ διαβόλου.
Γιά τοῦτο καί εἶναι ὠφελιμότατο ὁ χριστιανός ὅσο γίνεται συχνότερα νά μετέχει στή Θεία Λειτουργία καί Θεία Κοινωνία μέ τήν ἄδεια τοῦ Πνευματικοῦ του ὁδηγοῦ.
Εἶναι ἐπίσης ἀπαραίτητο νά διατηρεῖ «ἄληστο» τήν μνήμη τοῦ ζωοποιοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ μέ τήν ἀδιάλειπτη ἐπίκλησή: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με».
Ἔτσι παραμένει σέ συνεχή κοινωνία μέ τόν ζωοδότη Χριστό τόν καταλύσαντα τήν δύναμην τοῦ ἐχθροῦ καί τίς ἀνθρωποκτόνες ἀποφάσεις-σχέδιά του.
ΤΕΛΟΣ ΚΑΙ Τῼ ΘΕῼ ΔΟΞΑ!
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
Εργο τοῦ πονηροῦ
Ὁ τίτλος αὐτός εἶναι ἕνας ὅρος πού ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας χρησημοποίησε γιά τούς χριστιανούς ἐκείνους πού πρόβαλλαν καί προβάλλουν καί ἀκούουμεν καί σήμερα συχνά πυκνά νά προβάλλεται αὐτή ἡ δικαιολογία⁺ «Εἶμαι ἁμαρτωλός, καί ἀνάξιος πῶς νά κοινωνήσω;» Καί μέ τήν πρόφαση αὐτή στεροῦνται τῆς ζωῆς καί δέν συμμετέχουν στό μεγάλο αὐτό Δεῖπνο τοῦ Κυρίου, πού κατά τόν θεῖο Χρυσόστομο⁺ «Μένουν ἄγευστοι καί παντελῶς ἀμέτοχοι τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς μακαριότητος».
Μερικοί ἀπό ἀμέλεια καί ἄλλοι ἀπό ἄγνοια, ζημιώνονται ἀφάνταστα, ἐπικαλούμενοι μιά «ἐπιζήμιον εὐλάβεια», τήν ὁποίαν χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος, «παγίδα καί βρόχον ἔργον τοῦ πονηροῦ διαβόλου».
Στά ὑπομνήματά του, ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, στό κατά Ματθαῖον καί Ἰωάννην εὐαγγέλια, ἀναφέρεται στό θέμα μέ τά ἑξῆς:« Ναί μέν μπορεῖ κάποιος νά πεῖ», «εἶναι γραμμένον· ὥστε ὅς ἄν έσθίη τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνη τό ποτήριον τοῦτο ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου»(Α΄ Κορ.ια΄27), «Ἐγώ λοιπόν ἐξέτασα καί βρῆκα τόν ἑαυτό μου ἀνάξιο, καί δέν κοινωνῶ». Σ’ αὐτόν πού λέγει αὐτά θά ἀκούσει. «Πότε θά γίνεις ἄξιος, πότε θά σταματήσεις νά γλυστρᾶς στήν ἁμαρτία; Πότε θά παραστήσεις τόν ἑαυτό σου καθαρό ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ὅταν συνεχῶς φοβᾶσαι ὅτι θά πέσεις; Θά πρέπει νά γνωρίζεις ὅτι ποτέ δέ θά σταματήσεις νά γλυστρᾶς καί νά πέφτεις σέ κάτι, ἑπομένως δέν ἔχεις δίκαιο.»Συνεχίζοντας στό ἴδιο θέμα ὡς ἑξῆς: «Δέ θά μποροῦσε κάποιος νά ἔχει τελείως καθαρήν τήν ψυχήν του ἔστω κι’ ἄν εἶναι ἀπό τούς πιό προσεκτικούς καί ἐργατικούς στήν πνευματική ζωή, ἀφοῦ εἶναι γραμμένο:«Ποιός μπορεῖ νά καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἁγνήν τήν ψυχή του; ὅταν αὐτός πού φταίει καί στό πιό μικρό εἶναι ἔνοχος καί παραβάτης ὅλων»; Κανένας λοιπόν δέ μπορεῖ νά ἀποφύγει τήν ἁμαρτία ὅσο προσεκτικός καί ἄγρυπνος ἄν εἶναι, γιατί ὑπάρχει καί ἡ κατά νοῦν ἁμαρτία, καί ποιός μπορεῖ εὔκολα νά τήν ἀποφύγει; Ἡ ἀναμαρτησία μόνο στό Θεό ἀνήκει. Αὐτή εἶναι ἡ φύση μας, καί ἄν θέλαμε μόνοι μας νά σωθοῦμε δέ θά μποροῦσαμε, ἄν δέν μᾶς ἔσωζε ἡ ἀγάπη καί εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου.
Καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στήν ὁμιλία του «στά Σεραφείμ» ἀπευθυνόμενος στούς ἀκροατές του λέγει:«Γνωρίζω ὅτι ὅλοι μας βρισκόμαστε κάτω ἀπό ἐπιτίμια, ( γιά τίς ἁμαρτίες μας) καί κανένας δέν μπορεῖ νά καυχηθεῖ ὅτι ἔχει ἀγνήν ψυχή, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι τό τρομερό, ὅτι δέν ἔχομεν καθαρή ψυχή⁺ Τό τρομερό εἶναι ὅτι ἐνῶ γνωρίζομεν ὅτι δέν ἔχομεν καθαρή ψυχή, δέν πηγαίνομεν σ’ Ἐκεῖνον πού δύναται νά καθαρίσει τήν ψυχή μας.»
Ὁ δέ Νικόλαος Καβάσιλας συστήνει:
«Δέν πρέπει νά ἀπέχουμεν ἀπό τήν τράπεζα περισσότερο ἀπ’ ὅσο χρειάζεται μέ τή δικαιολογία ὅτι δέν εἴμαστε καθόλου προετοιμασμένοι γιά τά μυστήρια, μέ ἀποτέλεσμα νά καθιστοῦμε τήν ψυχή ἀσθενέστερη καί χειρότερη ἀπό κάθε πλευρά... Καί νά μήν ἀποφεύγουν τό θεραπευτή προφαζιζόμενοι τήν ἀσθένεια, γιά τήν ὁποία ἔπρεπε νά τόν ἀναζητοῦν»
Νομίζω ὅτι χρειάζεται περισσότερη διευκρίνιση γιά νά ἀντιληφθοῦν οἱ χριστιανοί ὅτι ὅσο καί νά προσπαθήσουν μόνοι τους δέ θά καταφέρουν νά ἀπαλλαχθοῦν ἀπό τήν ἁμαρτία, γιατί κανένας γεννημένος ἀπό γυναίκα δέν μπόρεσε μόνος του νά γίνει ἀναμάρτητος. Ἄν μποροῦσε νά ἐλευθρωθεῖ μόνος του ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν ἁμαρτία, δέ θά ἐρχόταν καί νά σαρκωθεῖ ὁ Θεός γιά νά τόν καθαρίσει.
Θά μεταφέρω ἐδῶ ἕνα κείμενο, ἀπό τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, στήν πρώτην ἐπιστολή τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, στό στίχο 7 ὡς 8, τοῦ πρώτου κεφαλαίου, γιά περισσότερη κατανόηση. Γιατί πρέπει νά μάθει ὁ χριστιανός ὅτι ἄν δέν προσέλθει στή Θεία Μετάληψη δέ μπορεῖ νά καθαρισθεῖ ἀπό τήν ἁμαρτία.
Λέγει λοιπόν ὁ ἅγιος Νικόδημος: «Ἀλλ' ἐδῶ ἤθελεν ἀπορήση τινάς. Πῶς ὁ Εὐαγγελιστής οὗτος 'Ἰωάννης λέγει ὅτι τούς περιπατοῦντας ἐν τῷ φωτί χριστιανούς, τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτίαν;
Ὁ γάρ ἐν τῷ φωτί περιπατῶν δέν ἁμαρτάνει.'Ἐάν γάρ ἁμαρτάνη, δέν περιπατεῖ πλέον εἰς τό φῶς; ἀλλά εἰς τό σκότος, καθώς εἶπεν ἀνωτέρω. (δημιουργῆται ἐδῶ μιά ἀπορία⁺ ὅταν λέγει ὅτι τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καθαρίζει αὐτούς πού περπατοῦν μέσα στό φῶς, ἀλλά αὐτοί πού περπατοῦν μέσα στο φῶς δέν ἀμαρτάνουν. Γιατί τό εἶπεν αὐτό ὁ εὐαγγελιστής;) Ἡ λύσις τῆς ἀπορίας εἶναι, κατά τόν ἱερόν Μητροφάνη, ὅτι εἶπε τοῦτο ὁ θεολόγος, ἀποβλέποντας εἰς τήν ἀσθένειαν τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί γνώμης, ἀπό τήν ὁποίαν ἡμεῖς νικώμενοι, θέλοντες καί μή θέλοντες ἁμαρτάνομεν. 'Ἐπειδή μέ τό νά ἔχωμεν τρεπτήν φύσιν, ἀκολούθως τῆ τρεπτότητι ταύτη, μεταβαλλόμεθα ἀπό τά καλά εἰς τά κακά, κάν ἀπό κακά πάλιν ἐπιστρέφωμεν εἰς τά καλά. Διατί δέν εἰμεθα δυνατοί νά μένωμέν πάντοτε εἰς τήν αὐτήν κατάστασιν, ἀλλά, ἡ πρός ἄτοπον πράξιν πίπτομεν ἡ πρός ἀπαίσιον λόγον. Εἰ δέ καί ἀπό τά δύο ταῦτα φυλαχθῶμεν, ὅμως ἀπό τάς προσβολᾶς καί συνδυασμούς τῶν πονηρῶν καί αἰσχρῶν λογισμῶν, δέν ἠμποροῦμεν τελείως νά μείνωμεν ἐλεύθεροι, Καί διά ταῦτα πάντα ἀναμαρτησίαν νά κατορθώσωμεν εἰς τήν ζωήν μας δέν δυνάμεθα, μέ τό νά πολεμούμεθα πάντοτε ἀπό τά πάθη καί ἀπό τόν ἐχθρόν μας διάβολον. Καί ὁποῖος εἰπῆ πώς εἶναι ἀναμάρτητος, αὐτός ψεύδεται καί ἀπατᾶ τόν ἑαυτόν του, διατί ὁ τοιοῦτος εἶναι πιασμένος ἀπό τήν ὑπερηφάνειαν καί μάτην καυχᾶται μεγαλορρημονῶν, ἐπειδή ὁ Κύριος εἶπεν, ὅτι ὅταν κάμωμεν ὅλας τάς ἐντολάς, νά λέγωμεν ὅτι «δοῦλοι ἀχρεῖοι ἐσμέν ὅτι ὅ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λούκ. 17,10).
"Ὀσω γάρ γίνεταί τινας φωτεινότερος μέ τά τοῦ φωτός ἔργα του, καί ὅσον πλησιάζει πρός τό ἀληθινόν καί πρῶτον φῶς τόν Θεόν, τόσον περισσότερον αἰσθάνεται καί γνωρίζει τάς ἁμαρτίας του τάς ὁποίας δέν ἔβλεπε πρότερον.
Ἐπειδή λοιπόν κανένας, ὅσον καί ἄν εἶναι ἅγιος καί ὅσον καί ἄν περιπατῆ εἰς τό φῶς τῶν ἐντολῶν καί τῆς αρετῆς, δέν εἶναι τρόπος νά φυλαχθῆ ἀναμάρτητος ἐν τῆ παρούση ζωῆ, ἀλλά πίπτει εἰς κάποια τινά συγγνωστά ἁμαρτήματα καθ' ὁ ἄνθρωπος. Διά τοῦτο λέγει ἐδῶ ὁ θεολόγος, ὅτι τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ὁπού ἐχύθη διά τήν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, αὐτό καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό κάθε ἁμαρτίαν, ὅταν καί ἡμεῖς ἐξομολογηθῶμεν αὐτήν καί μετανοήσωμεν. Ἀλλά καί ὅταν μεταλαμβάνωμεν τό πανάγιον αἷμα τοῦ Χριστοῦ μετά φόβου καί συντετριμμένης καρδίας, πιστεύομεν ὅτι αὐτό μας γίνεται εἰς ἄφεσιν τῶν τοιούτων συγγνωστῶν ἁμαρτημάτων, ὁπού ἐπράξαμεν ἑκουσίως ἤ ἀκουσίως, ἐν γνώσει ἤ ἐν αγνοία κατά τινά περίστασιν καί ἀνθρώπινην ἀσθένειαν".
Δέν εἶναι ὅλα τά ἁμαρτήματα θανάσιμα.Ὑπάρχουν ἁμαρτήματα πού δέν μᾶς χωρίζουν ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία, ἁμαρτήματα ὅμως τά ὁποῖα μᾶς ἀκολουθοῦν κατά πόδας. Αὐτά τά ἁμαρτήματα πού δέν ἐμποδίζουν ἀπό τή Θεία Κοινωνία, εἶναι τά λεγόμενα συγνωστά ἁμαρτήματα, τά ὁποῖα εὔκολα ἀπαλείφονται· αὐτό βεβαιώνει καί ὀ Ἰωάννης στήν ἐπιστολή του.(Α΄. Ἰωάν. 4, 16)
Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος Ἀντιοχείας λέγει: «Οὐκοϋν, εἰ μέν μικρά τινά καί ἀνθρώπινα καί συγχώρητα πταίομεν, οἶον διά γλώσσης, δι' ἀκοῆς δι' ὀφθαλμῶν κλεπτόμενοι, κενοδοξίας, λύπης, θυμοῦ, ἤ τινός τῶν τοιούτων, καταμεμφόμενοι ἑαυτούς καί ἐξομολογούμενοι τῷ Θεῶ, οὕτω τῶν ἁγίων μυστηρίων μετέχομεν, πιστεύοντες ὅτι εἰς κάθαρσιν τῶν τοιούτων, ἡ μετάληψις τῶν θείων μυστηρίων γίνεται».
Λοιπόν, ἄν σφάλλουμε γιά κάποια μικρά καί ἀνθρώπινα πού εὔκολα συγχωροῦνται, ὅπως μέ τή γλῶσσα, τήν ἀκοή, καί μέ τά μάτια πού κλέπτουν καί μᾶς ὁδηγοῦν στήν κενοδοξία, τή λύπη,τό θυμό, ἤ καί κάποια ἀπ’ ὅλα αὐτά, ὅταν αὐτοκατηγορούμεθα καί ἐξομολογούμαστε στό Θεό καί συμμετέχουμε τῶν ἁγίων μυστηρίων πιστεύουμε στήν κάθαρσιν ὅλων αὐτῶν μέ τή μετάληψη τῶν θείων μυστηρίων.
Καί ὁ σοφός Νικόλαος Καβάσιλας, ὁ ἑρμηνευτής τῆς Θείας Λειτουργίας, σχολιάζοντας τήν ἐκφώνηση τοῦ λειτουργοῦ ἱερέα,«Τά ἅγια τοῖς ἁγίοις», γράφει: «...Σάν νά λέγει, (ὁ ἱερέας) ἰδού ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς πού βλέπετε. Λοιπόν τρέξατε νά μεταλάβετε, ἀλλά ὄχι ὅλοι, μόνον ὅσοι εἶναι ἅγιοι. Διότι τά ἅγια στέλλονται μόνο στούς ἁγίους. Ἁγίους δε, λέγει ἐδῶ τούς τελείους στήν ἀρετή, ἀλλά καί ἐκείνους πού βιάζονται νά φθάσουν καί δέν ἔφθασαν ἀκόμη. Διότι καί αὐτοί πού ἀγωνίζονται γιά τήν τελειότητα δέν ἐμποδίζονται νά μετέχουν τῶν μυστηρίων καί ἁγιάζονται καί εἶναι ἀπ’ αὐτή τήν ἄποψη ἅγιοι ὅπως καί ἡ Ἐκκλησία λέγεται ἁγία» Ὁ ἴδιος πάλιν ἐρωτᾶ:«Τί λοιπόν; Κάθε ἁμαρτία νεκρώνει τόν ἄνθρωπο; Καί ἀπαντᾶ «Καθόλου, ἀλλά μόνον ἡ θανάσιμη ἁμαρτία, (χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τήν Ἐκκλησία), γι’ αὐτό καί λέγεται πρός θάνατο.»
«Γι’ αὐτό καί οἰ βαπτισμένοι, ἐάν δέν ἔχουν πέσει σέ θανάσιμη ἁμαρτία, ὥστε νά χωρισθοῦν ἀπό τόν Χριστό καί νά ὑποστοῦν θάνατο, δέν ἐμποδίζονται νά κοινωνοῦν τά ἄχραντα μυστήρια καί νά μετέχουν τοῦ ἁγιασμοῦ μέ τήν πράξη καί τά λόγια σάν ζωντανά ἀκόμη μέλη καί ἑνωμένα μέ τήν κεφαλή.»
Ἐκεῖνο πού χωρίζει τόν χριστιανό ἀπό τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία εἶναι οἱ ἁμαρτίες, ὅπως λέγει ὁ προφήτης Ἠσαΐας. Ὁ μοναδικός καί συνεχής ἁγώνας κάθε ἀνθρώπου πού ποθεῖ τήν ἕνωσή του μέ τόν Χριστό, εἶναι κατά τῆς ἁμαρτίας.
Μέ ὅλα αὐτά πού γράφτηκαν έδῶ, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι⁺
α) Δέν ὑπάρχει ἄνθρωπος στόν κόσμο αὐτό, πού μπορεῖ νά ἀποφύγει τελείως τήν ἁμαρτία, γιατί δέν ἔχει φύση σταθερή, ἀλλά μεταβαλλόμενη καί σέ κάποια στιγμή ὅσο προσεκτικός κι’ ἄν εἶναι κάπου θά πέσει.
β)Δέν χωρίζουν τόν ἄνθρωπο ἀπό τό Θεό καί τήν Ἐκκλησία, ὅλα τά ἁμαρτήματα παρά μόνον τά Θανάσιμα
γ)Ἄν δέν κοινωνήσει ὁ χριστιανός τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Κυρίου δέν μπορεῖ νά ζεῖ πνευματικά, γιατί στερεῖται τῆς ζωῆς.
δ) Θά πρέπει νά ἀφήσουμε κατά μέρος τήν πρόφαση «εἶμαι ἁμαρτωλός», ἀλλά κάθε φορά πού ἁμαρτάνουμε νά τρέχουμε στόν ἐξομολογητήρι νά καθαριζόμαστε καί νά συμμετέχουμεν συχνά στή Θεία Κοινωνία, γιατί «τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ θά μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία».
Ὅταν ὅμως ἀπό ἄγνοια ἤ ἀμέλεια, προφασιζόμαστε ὅτι εἴμαστε ἁμαρτωλοί καί ἀποφεύγουμεν τή Θεία Κοινωνία, τότε ἀπομακρύνουμεν τόν ἑαυτό μας ἀπό τήν αἰώνια ζωή καί στερούμαστε τῆς πνευματικῆς ἀναγέννησης.
Ὁ Κύριος σίγουρα βλέπει τίς πιό πάνω ἀδυναμίες μας καί μᾶς συγχωρεῖ. Χρειάζεται ὅμως καί ἀπό τόν ἄνθρωπο νά τίς ἀναγνώριζει καί νά προσπαθεῖ ὅσο μπορεῖ νά τίς περιορίζει μέ ἕνα συνεχή ἀγώνα ἐναντίον ὅλων τῶν ἀδυναμιῶν του καί νά φροντίζει νά ζεῖ πάντοτε βίον καθαρό καί ἀκατηγόρητο συνοδευόμενον μέ ἔργα ἀγάπης καί δικαιοσύνης.
Χαραλάμπους Νεοφύτου
Πρεσβυτέρου
Subscribe to:
Posts (Atom)