Saturday, June 15, 2013

The Miracle and The Show




Today’s world is so abundant in performances as if nothing else is looking more ardently than these. If someone has something to say, he must make his discourse into a show, otherwise will go unnoticed and almost no one has interest to listen to a message without sensationalism.

Unfortunately many Christians judge their faith according to how much spectacular it contains. The words: humility, simplicity of faith, hard labor, repentance and prayer no longer please the modern “religious consumer”. We are constantly in search of wonders. Is there somewhere an elder that can foresee our problems before they occur? Or perhaps one that can absolve us of all sins without any effort on our part! So if we find him, there we must go…

The Gospel of Christ is full of miracles but paradoxically to some, is totally unspectacular. Our Saviour healed the sick, the terminally ill, casted out demons, multiplied the bread and fish, raised the dead simply just by His word. There was no pompous speeches, no preparation of those present (today we would call viewers) or special effects! Such was with the healing of the blind man; the miracle was simple, unspectacular.

These are the acts of our Lord. He does not create shows, He has no need to impress, but simply He wills and things happen according to His word.

At the opposite pole stays Satan, who is the master of special effects. Having nothing to offer, the evil one feels the need to impress, to hide under the false glow of sensationalism its emptiness and nothingness. Today many people seek a spectacular faith and through it they willingly make themselves victims of the devil.

So there are many vendors of religious ideas who turn God into a show, deceiving those in search of easy happiness.

Do you seek excitement? Satan will give it to you abundantly! But after the pulling of the curtain you will find that the price of this “ticket” was your soul.

Through the healing of the blind man, Jesus Christ showed us the way to salvation. In order to be healed, the spiritually blind passed these three tests:

The test of obedience – he agreed to be smeared with mud and obeyed the command to go and wash in the pool of Siloam;

The test of temptation – he was left alone to fight the Pharisees and did not give into their temptation to deny Him who healed him. More so, he confessed Him even at the risk of attracting the hatred and the revenge of the Pharisees;

The test of faith – after his encounter with the Pharisees, Jesus asked him: Do you believe in the Son of God? God did not force him to believe but required his faith in full freedom. So freely, the blind asked: Who is He that I may believe? And Jesus answer: You’ve both have seen Him and talked to Him!

To His creation, God gives freedom to reflect and understand. And the healed man, hearing how great is his healer, more than a prophet, immediately cried out: Lord, I believe, and he worshiped Him.

Το πάθος της ζήλιας ( Όσιος Άνθιμος της Χίου )



Αυτό το πάθος μπορεί να τον φέρει σε μεγάλα κακά κάποιο.Η ζήλια σε βάζει να κακοποιήσης τον άλλο,να τον κατακρίνεις,να τον φθονήσης,να τον καταλαλήσης,να τον προδώσεις.Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος τόσο αυξάνεται και το πάθος.Με άλλο μέσω δεν εξαλείφεται παρά μόνο με την παράκληση προς τον Θεόν,με την καθαρά εξομολόγηση και με την περιφρόνηση προς το πάθος αυτό.

Ακόμα και τα ζώα έχουν την ζήλεια.Αλλά τα ζώα καθώς και το παιδί αν ζηλεύουν δεν αισθάνονται,εμεις ομως άνθρωποι με λογική πρεπει να έχουμε τετοια πάθη?Ποτε δε προοδευει εκείνος που νοιώθει ζήλεια,όλοι το έχουμε αυτο το κακό,άλλος όμως το πολεμάει και άλλος το μετριάζει.Όταν το πολεμάς δε σε βλάπτει.Αυτό το πάθος σε κάνει φθονερό,μισάδελφο,θυμώδη,γεμάτο κακία.Εαν κανείς δεν επιμεληθη να το εξαλείψη απο μέσα του θα τον καταφάγη

Πηγή:Απόσπασμα απο το βιβλίο Άγιου Ανθίμου Χίου "Διδαχές πνευματικές-Άρτος ζωής" Ιερά Μονή Παναγίας Βοήθειας Χίου







Όσιος Άνθιμος της Χίου

Περί λειτουργίας των πνευματικών νόμων ( Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής )


Ο Γέροντας αγαπούσε να εργάζεται και δεν σταματούσε καθόλου στις ώρες πού επέτρεπε το πρόγραμμα. Το εργόχειρο μας τότε ήταν σταυρουδάκια σκαλιστά, τα οποία σκάλιζε με μεγάλην ευχέρεια και ταχύτητα, αφού εμείς ετοιμάζαμε το ξύλο. Έμενε μόνος του στο καλυβάκι πού του χτίσαμε μακρύτερα από μας, κι εμείς πηγαίναμε να τον βρούμε το μεσημέρι και μετά φεύγαμε ο καθένας μόνος του.


Το μέρος εκεί ήταν απόμερο και ήσυχο, αλλά ήταν πιο εκτεθειμένο στους καιρούς. Έτσι, το κρύο ήταν περισσότερο, ώσπου τον πείσαμε να του βάλουμε λίγη θέρμανσι με καμμιά σόμπα. Πήρα, εγώ ο ευτελής, τα μέτρα και ετοίμασα τα υλικά, για να την φτιάξω με λαμαρίνα απ'; έξω και μέσα χτιστή με πηλό. Ετοιμάστηκα για την επομένη, όπως του έταξα αποβραδίς, και το πρωί μάζεψα τα εργαλεία μου και τα υλικά και πήγα κάπου εκεί κοντά να την φτιάξω και να την τοποθετήσω μετά. Έβαλα μετάνοια, όπως πάντα, και άρχισα με καλό καιρό, γιατί δούλευα έξω στο ύπαιθρο.



Μόλις μέτρησα και έκοψα τα εξαρτήματα και άρχισα να δουλεύω, χάλασε απότομα ο καιρός. Μετά, εύρισκα μια παράξενη δυσκολία σε ο,τιδήποτε και αν επιχειρούσα να κάμω. Φυσούσε ένας παράξενος αέρας, πού δεν είχε κατεύθυνσι προς κανένα σημείο, μόνο σήκωνε τα πάντα κατ'; επάνω μου και μου 'φερνε στο πρόσωπο ο,τιδήποτε βρισκόταν στον τόπο: λαμαρίνες, σανίδες, παλιόχαρτα και άμμο. Παραδόξως μου έφευγαν τα εργαλεία και κατρακυλούσαν μακριά χωρίς λόγο, διότι ο τόπος δεν ήταν παντελώς κατωφερής. Τα καρφιά στράβωναν χωρίς λόγο, με την παραμικρή πίεσι, έσπαζαν τα τρυπάνια, άλλαζαν τα σχέδια μου, πού τα είχα μετρημένα και κομμένα με ακρίβεια.



Στην αρχή δεν υπελόγισα τίποτε και βιαζόμουν να επαναφέρω τα πράγματα στην ταξί και να συνεχίσω. Σε λίγο όμως το πράγμα έγινε πολύ αισθητό, ότι κάτι συνέβαινε. Σταμάτησα λίγο όμως, γιατί είχα κατασυντρίψει κυριολεκτικά και όλα μου τα δάχτυλα, και μια παράξενη ταραχή μέσα μου, μου προκαλούσε οργή, σύγχυσι, ανυπομονησία. «Περίεργο πράγμα, λέω, κάτι συμβαίνει»! Εν τω μεταξύ και ο καιρός επεδεινώθη, πού με ανάγκασε να διακόψω, και πήγα στον Γέροντα. Αυτή η κατασκευή απαιτούσε δυο με τρεις, το πολύ, ώρες δουλειά και πέρασαν περισσότερο από έξι ώρες, χωρίς να έχω κάνει τίποτα.



Τότε θυμήθηκα κάτι πού μου είχε πη ο Γέροντας το πρωί, όταν ξεκίνησα, και δεν το έλαβα υπ' όψι. «Άντε να δούμε, μου είχε πη, θα κάμης τίποτε σήμερα;». Εγώ δεν έδωσα σημασία στο νόημα αυτών των λέξεων, αλλά σκέφτηκα πώς το είπε για να με ταπείνωση ίσως, γιατί ήξερα αυτή τη δουλειά. Μάλιστα φιλοδοξούσα να τελειώσω και συντομώτερα καν επιτυχέστερα, για να τον αναπαύσω, και με την κρυφή χαρά πώς μας επέτρεψε να του βάλωμε θέρμανσι και αυτό θα το έκανα μόνος μου εγώ!

Πήγα, λοιπόν, του χτύπησα την πόρτα και μου άνοιξε. Μόλις με είδε ταραγμένο, άρχισε να γελάη.



«Γέροντα, λέω, τι συμβαίνει εδώ; και γιατί μου είπες το πρωί σαν πρόρρησι, αν τελειώσω';; Αφού ξέρεις πώς για μένα τούτο ήταν παιχνίδι». «Εσύ τι συμπέρανες πώς ήταν», μου είπε χαριεντιζόμενος. «Πειρασμός, του είπα, σατανική ενέργεια». «Αυτό ήταν, μου απάντησε. Και άκουσε να μάθης το φαινόμενο σε σένα μυστήριο. Το βράδυ στην προσευχή μου, όταν τελείωσα και ήθελα να ησυχάσω, είδα τον σατανά και απειλούσε να μου κάμη εμπόδια και πειρασμό στην απόφασί μου, πού είχα προγραμματίσει. Κι εγώ είπα στον Χριστό μας- 'Κύριέ μου, μη τον εμπόδισης, για να του δείξω πώς σε αγαπώ και θα υπομείνω το κρύο, όσο επιτρέψης Εσύ'. Και αυτός ήταν ο λόγος, παιδί μου, πού έγιναν όλα αυτά, για να μην έχω σύντομα θέρμανσι, καθώς σεις επιθυμούσατε να μου ετοιμάσετε».

Εγώ, ο μάρτυς αυτού του δράματος, όταν άκουσα αυτή την λεπτομέρεια και τα μυστήρια της κρυπτής προνοίας, με τα οποία λειτουργεί ο πνευματικός νόμος, έμεινα κατάπληκτος και εν σιωπή μονολογούσα· «Μέγας ει, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον και δόξαν των θαυμάσιων Σου»! Το γεγονός αυτό με βοήθησε να καταλάβω τη δύναμι του λόγου των Γερόντων, πού κατά τον αββά Ποιμένα και τον αββά Δωρόθεο- κρύβουν μέσα τους δύναμι και ενέργεια της χάριτος, σαν δείγμα της προσωπικής των καταστάσεως και πείρας.





Γέροντας Ιωσήφ ο ησυχαστής

Σχέσεις γονέων και παιδιών - Μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος

Facebook: a cause of separation for young couples

How the extensive use of Facebook increases the likelihood of infidelity, fights and problems to young couples.

Facebook is good for your social life, but not necessarily in your love life. Excessive use of the social network can do serious-to-irreparable damage to the relationship of some couples, according to a new U.S. study. The study shows that social networks have revolutionized the way people communicate, but also there is another side of the coin, as it can be disastrous for a relationship or a marriage.



Researchers of the University of Missouri and Hawaii, led by Dr. Russell Clayton, made after publication in the journal cyber-psychology, behavioral and social networking «Journal of Cuberpsychology, Behavior and Social Networking», approached Facebook users aged 18 to 82 years and asked them to indicate how often they use the social network and to what extent it caused conflict with their current or ex-partner because of their usage of Facebook.

The investigation showed that the higher the use of the social network, the greater the likelihood of friction, quarrels, infidelity, separation and divorce. As Clayton said, the more someone uses Facebook, they are often tempted to secretly monitor electronic (and other) activities / partner's website, which increases the degree of jealousy. Jealousy, in turn, paves the way for the problems in a couple.

Moreover, according to the researchers, frequent Facebook users are more likely to come in contact online with former partners, which facilitates the revival of an earlier love affair and infidelity (emotional or real) towards him / her the current partner.

As Clayton said, this threat is more real for young couples who are not yet close to three years in a relationship. "This shows that Facebook is a potential threat to the relationships that have not fully matured," he said and recommended that the 'fresh' couples do not spend endless hours on social network (and temptations). "Limiting the use of Facebook in reasonably healthy levels, can reduce conflicts especially to young couples, which in turn are getting to know each other," he added.

Τελώνια


Το παρόν κείμενο εκδιδόμενο υπό του Πατρός Λαζάρου Ιερομόναχου της Ιεράς Μονής Σταυροβουνίου σκοπόν έχει να φωτίση πάντα χριστιανόν ορθόδοξον να γνωρίση τι είναι αρεστόν ενώπιον του Αγίου Θεού. Και πράττοντας αυτά, θα αξιωθή της βασιλείας των Ουρανών.

1.

ΦΟΒΕΡΑ ΟΠΤΑΣΙΑ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΕΙΔΕΝ ΕΝΑΣ ΜΟΝΑΧΟΣ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, Ο ΟΠΟΙΟΣ ΓΙΑ ΕΝΑ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΗΤΑΝ ΜΑΘΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΩΣ ΛΕΟΝΤΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 9ον ΑΙΩΝΑ

Ο Άγιος Βασίλειος ο νέος ήταν πνευματικός Πατέρας του οσίου Γρηγορίου, ο οποίος είχε επίσης πολλά άλλα πνευματικά τέκνα μεταξύ των οποίων ήταν και μια ευλαβέστατη γυναίκα ονομαζόμενη Θεοδώρα η οποία υπηρετούσε τον Άγιο Βασίλειο σε όλη της τη ζωή. Έφθασε δε ο καιρός του θανάτου της και απέθανεν εντός ολίγων ημερών.

Εγώ δε( Ο Γρηγόριος) ευρισκόμενος σε απορία ζητούσα να μάθω και ενοχλούσα τον Άγιο για να μου ειπή εάν εσώθη η Θεοδώρα και που ευρίσκεται. Ο Άγιος Βασίλειος μετά τις πολλές μου ενοχλήσεις, μου είπεν: " Τέκνον μου Γρηγόριε αύτη τη νύχτα πορεύομαι πρός την Θεοδώρα και έλθε και συ μαζί μού για να την ιδής."

Εγώ ασπάσθηκα την δεξιά του χείρα και πορεύθηκα να κοιμηθώ. Και γενόμενος σε έκσταση ευρέθηκα σε ένα ανηφορικό και στενό μέρος, και εκεί βλέπω ωραιότατα παλάτια εξαστράπτοντα και κτυπόντας την πόρτα παρουσιάσθηκαν δύο γυναίκες και μου λέγουν. Αυτά τα παλάτια είναι του πατρός Βασιλείου ο οποίος πριν από λίγο πέρασεν από εδώ και πήγε να ιδή την Θεοδώρα η οποία βρίσκεται εδώ.

Ακούωντας δε η Θεοδώρα το όνομα της, έτρεξε στην πόρτα, μ' ενηγκαλίσθη και μου λέγει:
" Ώ! τέκνον μου Γρηγόριε! Πως ήλθες εδώ; Μήπως απέθανες και ήρθες εδώ;

Εγω της αποκρίθηκα:
" Δεν απέθανα αλλά ευρίσκομαι ακόμη στο σώμα μου στον μάταιο εκείνο κόσμο. Οι ευχές όμως του πνευματικού μας Πατρός Βασιλείου με έφεραν εδώ να σε δω όπου πολύ επιθυμούσα και τον ενοχλούσα κάθε ημέρα για να μάθω πού ευρίσκεσαι, και εάν εσώθης. Και σε παρακαλώ να μου πής πέρι του χωρισμού της ψυχής από το σώμα, πόσους πόνους έχει και πως επέρασες από τα φοβερά τελώνια του αέρος, και τις εξετάσεις των πονηρών δαιμόνων. Διότι κι εγω μέλλω εντός ολίγου και κάθε άνθρωπος στο τέλος της ζωής του να διέλθωμεν. "

Και απεκρίθη η Θεοδώρα και του λέγει:
" Ώ! τέκνον μου Γρηγόριε πως θα σου διηγηθώ τον φόβο και τον τρόμον εκείνης της ώρας του χωρισμού της ψυχής από του σώματος; Πως θα σου εξηγήσω τους πόνους και τις οδύνες του χωρισμού της ψυχής; Σου παριστάνω τέκνο μου να τεθή άνθρωπος γυμνός επάνω σε κάρβουνα και να διαλύεται εώς ότου εξέλθη η ψυχή του. Τόσον δριμείς και ανυπόφοροι είναι οι πόνοι του χωρισμού της ψυχής του αμαρτωλού όπως εγώ· του δε δίκαιου τέκνον μου Γρηγόριε δεν γνωρίζω.

Όταν βρισκόμουν στο κρεβάτι μου και ψυχομαχούσα έβλεπα γύρω μου τα πονηρά πνεύματα των δαιμόνων· άλλους μεν σαν μαύρους σκύλους, και εγαύγιζαν, άλλους δε σαν ταύρους μουγκρίζοντας και λυσσόντας στρέφοντας τα άγρια και άσχημα πρόσωπα τους κατ' απάνω μου και με φοβέριζαν. Εγώ δε έστρεφα τα μάτια μου σε άλλο μέρος για να μην βλέπω την άσχημη μορφή τους και τον θόρυβο που έκαναν· αλλά ήταν αδύνατο, τέκνο μου Γρηγόριε να αποφύγω.

Και ενώ ήμουν σε τόσην στεναχώρια βλέπω ξαφνικά δύο νέους αστραπόμορφους με χρυσά μαλλιά, και στάθηκαν στα δεξιά του κρεβατιού μου, και ο ένας απ' αυτούς άρχισε να φοβερίζη τους φοβερούς εκείνους δαίμονες λέγοντας:
" Φύγετε παμμίαροι και αγριοπρόσωποι διότι δεν έχετε να κερδήσετε τίποτε α' αυτή την ψυχή."

Αυτοί δε έφεραν τις αμαρτίες μου όσας εποίησα από τα νιάτα μου, είτε σε λόγια, είτε σε πράξεις και εφώναζαν όλα τ' αμαρτήματα μου ακόμη και όσα δεν έπραξα·

εγώ δε με φόβω και τρόμω επρόσμενα το θάνατο και εξαιφνής ήλθεν ο θάνατος σαν ένας νέος χονδρός και οργισμένος, σαν λιοντάρι, φορτωμένος διάφορα εργαλεία και είπαν σ' αυτόν οι Άγγελοι· λύσαι τις αρθρώσεις του σώματος και μην της δώσης πολλούς πόνους διότι τ' αμαρτήματα της είναι λίγα· τότε άρχισεν από τα πόδια και έλυε τις αρθρώσεις του σώματος μου, και τότε αισθανόμουν οτι νεκρωνόταν το σώμα μου, και τελικά ο τύρρανος εκείνος γέμισε ενα ποτήρι με πικρό περιεχόμενο, μου το πότισε και ευθής εξήλθεν η ψυχή μου από το σώμα μου, τότε την παράλαβαν οι δύο Άγγελοι και εγώ θαύμαζα για τα γινόμενα, διότι δεν ήξερα οτι συμβαίνουν αυτά στον καιρό του θανάτου στον ταλαίπωρο άνθρωπον.

Και οι Άγγελοι εξέταζαν τα καλά έργα που έκαμα στη ζωή μου, αν νήστευσα, αν πήγαινα εκκλησία και αν στεκόμουν με φόβο Θεού, αν τάϊσα τους πεινώντες, αν επισκέφθηκα ασθενείς, αν δεχόμουν ξένους στο σπίτι μου, αν έδωκα το καλό παράδειγμα στους άλλους, αν υπέμεινα βρισιές, αν απέφευγα όρκους, αν δεν βλασφημούσα, αν δεν καλλοπιζόμουν, και πολλά άλλα, τα εζύγισαν αυτά με τις αμαρτίες μου οι δε δαίμονες έτριζαν τα δόντια τους σε μένα και ορμούσαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων, και να με ρίξουν στον άχαρον Άδην.

Ξαφνικά ήλθεν ο πνευματικός μου Πατέρας Βασίλειος και είπε πρός τους Αγγέλους:
" Κύριοι μου επειδή αυτή η ψυχή με υπηρέτησεν στη ζωή μου, παρακάλεσα τον Κύριον να την συγχωρέση και να τη σώση από τα χέρια των δαιμόνων, και οι Άγγελοι πετώντας αμέσως ανεβαίναμεν στον ουρανό ανατολικά, και ανεβαίνοντας συναντήσαμεν:

1ον. Το τελώνιο της καταλαλιάς.

Εδώ υπήρχε μιά σύναξις μαύρων, και μας σταμάτησαν, και λυσσόντας σαν σκύλλοι ζητούσαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων. Και μάρτυς μου ο Κύριος τέκνον μου Γρηγόριε, μου εφανέρωσαν όσους κατέκρινα στη ζωή μου και όχι μόνο τ' αληθινά αλλά με συκοφαντούσαν και έλεγαν πολλά ψέματα εναντίων μου. Οι δε Άγγελοι καταφρονήσαντες αυτούς, και πετώντας τις πτέρυγες τους ανεβαίναμεν στον ουρανό.

2ον. Τελώνιο της ύβρεως.

Και ανεβαίνοντας λίγο συνατήσαμε το τελώνιο της ύβρεως, και εδώ πολυαγωνιζόμενοι οι Άγγελοι, με τις ευχές του Πατρός μας Βασιλείου, αναχωρίσαμεν και συνομιλούντες οι Άγγελοι έλεγαν· αληθινά μεγάλην ωφέλειαν βρήκε αυτή η ψυχή από τον Άγιον Βασίλειον.

3ον. Τελώνιον του φθόνου.

Και ανεβαίνοντας εφθάσαμεν στο τελώνιο του φθόνου, και μη έχοντας τίποτα οι δαίμονες εναντίων μου επεράσαμεν ανενόχλητοι· αν και έτριζαν τα δόντια τους, οι αγριοπρόσωποι εκείνοι μαύροι να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων· και έτσι περάσαμε το τελώνιο τούτο.

4ον. Τελώνιον του ψεύδους.

Και ανεβαίνοντας, σε πολύ ύψος φθάσαμεν στο τελώνιο του ψεύδους όπου εκεί πολύ πλήθος δαιμόνων με άσχημα πρόσωπα έτρεχαν κατ' απάνω μου, κραυγάζοντας και λυσσόντας έφεραν πολλές αποδείξεις, και είχαν γραμμένα πολλές ανόητες λέξεις που έλεγα στην παιδική μου ηλικία μέχρι και τα πρόσωπα που τα έλεγα και ζητούσαν απολογία από τους Αγγέλους. Και οι Άγγελοι πληρώσαντες από τα του Αγίου Βασιλείου αναχωρήσαμεν.

5. Το τελώνιο του θυμού και της οργής.

Και ανεβαίνοντας εφθάσαμεν στο τελώνιο του θυμού και της οργής, όπου εκεί πλήθος μαύρων λυσσόντας σαν σκύλλοι δάγκωναν ο ένας τον άλλον και κατατρώγονταν αναμεταξύ τους και σαν αγριόχοιροι ορμόντας εναντίων μου, έκαμναν τα σχήματα και τα καμώματα που έκανα όταν θυμονόμουν και όταν εκρατούσα έχθρα και μνησικάκουν με κανένα· και εδώ πληρώνοντας από τα του Αγίου Βασιλείου αναχωρήσαμεν.

6. Τελώνιον υπερηφάνειας.

Και ανεβαίνοντας λίγον οι Άγγελοι εφθάσαμεν στο τελώνιο της υπερηφάνειας και ψάχνοντας πολλά οι δαίμονες δεν βρήκαν τίποτα να με κατηγορήσουν διότι ήμουν φτωχή και περνώντας ανενόχλητοι φθάσαμεν στο τελώνιο της βλασφημίας.




7ον. Τελώνιον της βλασφημίας.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της βλασφημίας, και αμέσως όταν μας είδαν οι δαίμονες έτρεξαν κατ' απάνω μας τρίζοντας τα δόντια και βλασφημούντες, εγώ έτρεμα από τον φόβο μου και μου έλεγαν οτι βλασφήμησα τρείς φορές στη νεότητα μου· οι δε Άγγελοι έφεραν απόδειξη οτι εξομολογήθηκα και αναχωρήσαμεν αφήνοντας τους δαίμονες άπρακτους.




8ον. Τελώνιον της φλυαρίας και αστειολογίας.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιον της αστειολογίας και φλυαρίας και ζητούσαν οι δαίμονες να δώσω απολογίαν για τα αισχρόλογα, τις αστειολογίες και άσεμνα τραγούδια που έλεγα στη νεότητα μου και απορούσα πως τα θυμούνταν, ενώ εγώ από την πολυκαιρία τα ξέχασα· και πληρώνοντας οι Άγγελοι ανεχωρήσαμεν.

9ον. Τελώνιον του τόκου και δόλου.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο του τόκου και του δόλου που εξετάζει τους τοκογλύφους και δόλιους, και χωρίς να βρουν τίποτα οι δαίμονες να αποδείξουν αναχωρήσαμεν.

10ον. Τελώνιον της οκνηρίας και του ύπνου.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμε στο τελώνιο της οκνηρίας όπου οι δαίμονες με εξέτασαν αν κοιμώμουν πολύ και βαριόμουν να σηκωθώ να προσευχηθώ ή να πάω στην εκκλησία ή αν μπορούσα να κάμω κανένα καλό και αμελούσα· και χωρίς να βρούν τίποτα αναχωρήσαμεν ανενόχλητοι.

11ον. Τελώνιον της φιλαργυρίας.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της φυλαργυρίας στο οποίο υπήρχε πολύ σκοτάδι και ομίχλη· και εξετάζοντας οι δαίμονες και αφού δεν βρήκαν τίποτα επειδή ήμουν φτωχή, φύγαμεν ανενόχλητοι.

12ον. Τελώνιον της μέθης.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της μέθης, και ορμόντας οι δαίμονες σαν λύκοι αρπακτικοί κατ' απάνω μας, εξέταζαν το κρασί που ήπια σ' όλη μου τη ζωή· και με κατηγορούσαν οτι στο τάδε σπίτι ήπιες τόσα ποτήρια, στον τάδε γάμον εμέθυσες και όσα μου έλεγαν ήσαν αληθινά· και πληρώνοντας οι Άγγελοι αναχωρήσαμεν

και ανεβαίνοντας οι Άγγελοι έλεγαν αναμεταξύ τους:
"Μεγάλον κίνδυνον έχει η ψυχή εώς ότου περάσει τα ακάθαρτα τελώνια του αέρος"

και εγώ τους λέγω:
" Ναι κύριοι μου, και νομίζω πως κανείς από τους ζωντανούς ανθρώπους δεν θα γνωρίζη το τι συμβαίνει μετά τον χωρισμό της ψυχής από τους δαίμονες του αέρος, και αλλοίμονο στους αμελείς το τι τους περιμένει·"

και οι Άγγελοι αποκρίθηκαν και είπαν:
" Οι αγίες Γραφές αναλαμβάνουν όλα αυτά, αλλά οι ταλαίπωροι ανθρώποι σκοτεισμένοι από την πολυτέλεια, τροφές και ηδονές του κόσμου, τυφλόνονται και δεν πιστεύουν οτι θα πεθάνουν και δεν φροντίζουν να κάμνουν καλά έργα για την ψυχή τους· και αλλοίμονο στους αμελείς διότι τους αρπάζουν οι δαίμονες και τους ρίπτουν στον σκοτεινόν Άδην μέχρι της κρίσεως οπότε θα δικασθούν και θα απολάβη ο κάθε ένας οτι έπραξε."




13ον. Τελώνιον της μνησικακίας.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της μνησικακίας που εξετάζει αυτούς που έχουν έχθρα, και δεν συγχωρούν τους αδελφούς τους. Και ορμόντας οι δαίμονες κατ' απάνω μου, εξέταζαν τα κατάστιχα τους , να βρούν κανένα πταίσιμο να με αρπάξουν· και χωρίς να βρούν φώναξαν σαν λυσσασμένα σκυλιά οτι ξεχάσαμεν να τα γράψουμεν, και αναχωρήσαμεν ανεβαίνοντας,

και ρώτησα τους Αγγέλους πως γνωρίζουν οι δαίμονες τις αμαρτίες των ανρθώπων, και μου αποκρίθηκαν οι Άγγελοι:
" Δεν γνωρίζεις, οτι μετά το βάπτισμα κάθε χριστιανός λαμβάνει έναν Άγγελο σαν φύλακα να τον φυλάει, και να τον οδηγή στο καλό, και να γράφη τα καλά του έργα· ομοίως δε τον ακολουθή και ένας διάβολος και γράφη τις κακές του πράξεις, και τις αναγγέλλει στο κάθε τελώνιο που ανήκει η αμαρτία και γι' αυτό γνωρίζουν οι δαίμονες, και όταν η ψυχή χωρίση από το σώμα και ανέρχεται στους ουρανούς την εξετάζουν δαίμονες σε κάθε τελώνιο και τούτο γίνεται στους ορθόδοξους χριστιανούς μόνο, στους δε απίστους και ασεβείς δεν υπάρχει καμιά εξέτασις."

14ον. Τελώνιον της μαγείας και γοητείας.

Ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της μαγείας και γοητείας. Εδώ οι δαίμονες ήσαν σαν άγρια ζώα· άλλοι είχαν μορφή σκύλλου, άλλοι σαν βόδια, άλλοι σαν φίδια, με άσχημη μορφή, αλλά με θείαν χάρην όταν με εξέτασαν δεν βρήκαν τίποτα,

και ανεβαίνοντας ρώτησα τους Άγγελους με τι τρόπον μπορούν να σβήσουν από τα κατάστιχα των δαιμόνων τα αμαρτήματα των ανθρώπων,

και οι Άγγελοι μου αποκρίθησαν:
" Συγχωρούνται τα αμαρτήματα οταν ο άνθρωπος μετανοήση και εξομολογηθή στον πνευματικόν και κάμη τον κανόνα που του έβαλεν τότε εξαλείφονται τα αμαρτήματα από τα κατάστιχα των δαιμόνων· και λυσσώντας οι δαίμονες τους πολεμούν για να τους ρίψουν σε νέα αμαρτήματα. Γι' αυτό η εξομολόγηση και η μετάνοια γίνονται αιτίες να συγχωρηθούν οι ανθρώποι και να περάσουν ελεύθερα τα εναέρια τελώνια. Αλλά πολλοί ανθρώποι λέγουν οτι τα εξομολογούνται στον Θεό· και άλλοι πάλι ζητούν να εύρουν πνευματικόν συγκαταβατικόν για να αποφύγουν τον κανόνα· Αλλά αυτή δεν είναι μετάνοια αλλά πονηρία και ο Θεός ου μυκτηρίζεται. Και όπως στην ασθένεια του σώματος εκλέγουμεν τον καλύτερον ιατρόν, έτσι πολύ περισσότερον στην ασθένεια της αθάνατης ψυχής να εκλέγουμε τον θεοφοβούμενον και αυστηρόν πνευματικό, και να τον έχει κανείς μέχρι τέλους της ζωής· αλλιώς πλανούνται οι ανθρώποι και δεν μπορούν να περάσουν τα τελώνια του αέρος."

15ον. Τελώνιον της γαστριμαργίας και πολυφαγίας.

Αυτά καθώς μου έλεγαν φθάσαμε στο τελώνιο της γαστριμαργίας και πολυφαγίας, όπου οι δαίμονες ήσαν πολύ χονδροί σαν τους χοίρους, δυνατοί και άγριοι, και έτρεξαν κατ' απάνω μου, γαυγίζοντας, και μου φανέρωσαν τις πολυφαγίες που έκαμνα απο μικρήν ηλικία μέχρι που γέρασα, και οτι δεν νήστευα Τετάρτη και Παρασκευή μέχρι και τις 40στάς χωρίς εγκράτεια· και οι Άγγελοι φέρνοντας τα καλά μου έργα για πληρωμή αναχωρήσαμεν.

16ον. Τελώνιο της ειδωλολατρίας.

Και φθάσαμεν στο τελώνιο της ειδωλολατρίας και διαφόρων αιρέσεων, και χωρίς να βρούν τίποτα οι δαίμονες αναχωρίσαμεν.

17ον. Τελώνιον της αρσενοκοιτίας.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της αρσενοκοιτίας· και ο πρώτος αυτών καθόταν σαν φοβερός δράκωντας αλλάσωντας μορφές πότε σαν αγριόχοιρος, πότε σαν ποντικός, πότε σαν θηριόψαρο και τριγύρω αυτού βρώμα και ανυπόφορη δυσσωδία και επλάγιαζε ασχημονώντας. Και επειδή δεν βρήκε τίποτα εναντίων μου, αναχωρήσαμεν,

και μου έλεγαν οι Άγγελοι οτι πολλοί φθάνουν μέχρι εδώ ανεμπόδιστα, και για την αισχρήν αυτήν πράξιν, καταγκρεμίζονται στον σκοτεινόν και άχαρον Άδην.

18ον. Τελώνιον των χρωματοπροσώπων.

Και μιλώντας φθάσαμεν στο τελώνιο το οποίον εξετάζει άνδρες και γυναίκες, οι οποίοι καλλωπίζουν τα πρόσωπα τους με διάφορα χρώματα, και μυρωδικά και δεν ευχαριστούνται με το κάλλος που τους έδωσεν ο Θεός. Εγώ είχα χρωματισθή δυό φερές στη ζωή μου και οι δαίμονες εξέταζαν να με κρατήσουν οι Άγγελοι όμως επάλευαν με πολύν κόπον φέρνοντας τις καλές μου πράξεις, και κερδίζοντας αναχωρίσαμεν.

19ον. Τελώνιον της μοιχείας.

Ανεβαίνοντας φθάσαμεν στο τελώνιο της μοιχείας το οποίον εξετάζει τους μοίχους και μοιχαλίδας· δηλαδή τους παντρεμένους οι οποίοι πηγαίνουν σε ξένες γυναίκες και μολύνουν το στεφάνι τους. Επίσης εδώ στο τελώνιον αυτό εξετάζονται και οι παρά φύσιν πράξαντες με τις γυναίκες τους. Αλλά επειδή εγώ δεν είχα ευθύνη από αυτά αναχωρίσαμεν χωρίς πρόβλημα.

20ον. Τελώνιον του φόνου και της εκτρώσεως.

Και ανεβαίνοντας φθάσαμεν στους τελωνάρχες του φόνου οι οποίοι εξετάζουν τους φονιάδες, μέχρι και τις γυναίκες που αποβάλλουν από την κοιλία τους βρέφη και μέχρι και αυτούς που αποφεύγουν την τεκνογονία· και από εδώ με την χάρην του Θεού αναχωρήσαμεν χωρίς πρόβλημα.

21ον. Τελώνιον της κλοπής.

Και ανεβαίνοντας λίγο φθάσαμεν στο τελώνιο της κλοπής που εξετάζει τους κλέφτες και εξετάζοντας με καλά οι δαίμονες δεν βρήκαν τίποτα και αναχωρίσαμεν ανεμπόδιστα.

22ον. Τελώνιον της πορνείας.

Και ανεβαίνοντας πολύ ψηλά φθάσαμεν στην θύρα του Ουρανού, όπου βρίσκεται το τελώνιο το οποίον εξετάζει τους πόρνους. Ο αρχηγός τους καθώταν σε υψηλό θρόνο και φορούσεν φόρεμα ραντισμένο με αφρούς και αίματα κάθε ακαθαρσίας πλυμμηρισμένον, το οποίον έγινε αυτό από τις ακαθαρσίες της πορνείας. Και ωρμόντας οι δαίμονες κατ' απάνω μου με εκατηγορούσαν και έλεγαν πολλά ψέματα, και ετόλμησαν να με αρπάξουν από τα χέρια των Αγγέλων και να με ρίψουν στον άχαρον Άδην. Οι δε Άγγελοι αντίλεγαν σ' αυτούς, οτι είχα εξομολογηθή και παραίτησα από πολύν καιρόν αυτά. Και λέγοντας ψέματα οι δαίμονες έλεγαν οτι δεν τα εξομολογήθηκα ούτε κανόνα έλαβα από πνευματικόν, και οι Άγγελοι αναχώρησαν, τρίζοντας οι ακάθαρτοι δαίμονες τα δόντια τους.

Και προχωρόντας μου λένε οι Άγγελοι οτι πολύ λίγοι περνούν από αυτό το τελώνιο. Οι περισσότεροι άνθρωποι που έρχονται μέχρι εδώ πέφτουν στον σκοτεινόν και άχαρον Άδην.

23ον. Τελώνιον της ασπλαχνίας.

Και ανεβαίνοντας λίγο φθάσαμεν στο τελώνιο της ασπλαχνίας, το οποίο εξετάζη τους σκληρόκαρδους και ανελεήμονες και εξετάζοντας με οι δαίμονες και χωρίς να με βρουν άσπλαχνη διότι ελεούσα τους φτωχούς, και καταντροπιασθέντες οι δαίμονες, αναχωρήσαμεν απ' αυτούς.

Η πύλη του Ουρανού.

Και ανεβαίνοντας χαρούμενοι φθάσαμεν στην πύλη του Ουρανού, η οποία ακτινοβολούσε και έλαμπε σαν καθαρό χρυσάφι και είχεν υπερθαύμαστην ωραιότητα, που δεν μπορεί γλώσσα ανθρώπου να την διηγηθή. Ο θυρωρός, ήταν ενας αστραπόμορφος νέος με χρυσά μαλιά και μας δέχθηκε χαρούμενος δοξάζωντας τον Θεόν διότι περάσαμε τα εναέρια τελώνια των δαιμόνων.

Και περνώντας την πύλη του ουρανού είδαμεν πλήθος αστραπόμορφων νέων οι οποίοι ακτινοβολούσαν σαν τον ήλιο και χαίρονταν όλοι και ευφραίνονταν, για την σωτηρία μου· εμείς πορευθήκαμεν με αγαλλίαση και χαράν ανεκλάλητον για προσκύνησιν του αστραπόμορφου θρόνου του Θεού, και Σωρήρα Ημών Ιησού Χριστού. Και είδαμεν σύννεφα όχι σαν τα συνηθισμένα τα οποία παραμέριζαν για να περάσουμεν. Και είδαμεν άλλο σύννεφο λευκό και χρυσόμορφο από το οποίο εξέρχονταν αστραπές και παραμέρισε κι αυτό όπως τα άλλα και περνόντας αισθανθήκαμεν γλυκύτατην ευωδία από τον θρόνο του αοράτου Θεού. Και είδαμεν στο άμεσον ύψος αστραποβόλο τον θρόνο του Παντάνακτος Θεού. Εκεί είναι η χαρά των δικαίων και η Αιώνια αγαλλίαση. Κ' είδαμεν εκεί πλήθος άπειρον αστραπόμορφων νέων, που φορούσαν πολύτιμα φορέματα με χρυσές ζώνες.

Φθάσαμεν απέναντι του θρόνου του Θεού, και οι Άγγελοι που με κρατούσαν άρχισαν να ψάλλουν και κλίνοντας τα γόνατα προσκυνήσαμεν τρείς φορές την Παναγίαν Τριάδα, και μαζύ με ημας όλο το πλήθος των Αγίων Αγγέλων που ήταν γύρω του θρόνου του Θεού. Κ' ευθέως ακούστηκε φωνή γλυκύτατη και έλεγεν στους Αγγέλους οδηγήστε την ψυχήν αυτήν πρώτα στον Παράδεισον και έπειτα στα καταχθόνια του άδου καθώς κάνεται σε όλες τις ψυχές. Κ' έπειτα αναπαύσεται την στην κατοικία του δούλου μου Βασίλειου που με παρακάλεσεν.

Και συνοδεύοντας με οι Άγγελοι με έφεραν στον Παράδεισον όπου είδα τις κατοικίες των δικαίων όπου έλαμπαν σαν ακτίνες του ήλιου των οποίων η κατοικία εκάστου διέφερεν κάθε ενός ανάλογα των έργων του. Εκεί είδαμεν τον κόλπον του Αβραάμ όπου αναπαύονται τα τέκνα των ορθόδοξων χριστιανών όσα έζησαν στον κόσμο αναμάρτητα. Εκεί αναπαύονται οι ψυχές των 12 Πατριαρχών και όλων των Αγίων και φαίνονταν σαν να ήταν με σώματα, αλλά χέριν ανθρώπου δεν μπορεί να τους πιάση.

Όταν επισκεφθήκαμεν όλες τις κατοικίες των Αγίων οι Άγγελοι με έφεραν στις φοβερές κολάσεις του Άδη όπου κατοικούν οι αμαρτωλοί· και είδα τις σκοτεινές φυλακές όπου είναι κλεισμένες οι ψυχές των αμαρτωλών ώς η άμμος της θάλασσας και σκεπάζονταν από την μαύρην ομιχλη του θανάτου· και εκεί ακούεται τέκνον μου Γρηγόριε το ουαί και αλλοίμονο και τους κατατρώγει ασταμάτητα ο μολυσμός και η βρώμα.

Αφού γυρίσαμεν όλες τις κολάσεις των αμαρτωλών, ο ένας Άγγελος μου λέγει.
"Θεοδώρα ξέρεις οτι σήμερα ο πνευματικός σου πατέρας Βασίλειος κάμνει το τεσσαρακοστόν σου μνημόσυνο στην γη;"

Και λέγοντας αυτό ο άγγελος με άφησαν να εμφανισθώ στην πανευφρόσυνη κατοικία του Παραδείσου, όπου εδω βρίσκονται και άλλες ψυχές των πνευματικών τέκνων του πατρός μας Βασιλείου. Εκεί βρισκόταν ωραιότατο τραπέζι ακτινοβολόντας διά των πολύτιμων λίθων που ήταν στολισμένη, και γεμάτη με διάφορα ωραιότατα οπωρικά που έτρωγαν ανθρώποι άϋλοι χωρίς παχιές σάρκες και έλαμπαν σαν ακτίνες του ήλιου τα πρόσωπα τους. Εκεί δεν διακρίνονταν οι άνδρες από τις γυναίκες. Ωραιότατοι νέοι τους κερνούσαν με ροδοκόκκινο ποτό και όσοι έπιναν χόρταναν από την γλυκύτητα του Αγίου Πνεύματος.

Τότε ο Άγιος Βασίλειος διέταξε την Θεοδώρα να με οδηγήση να ιδώ το ωραιότατο περιβόλι της κατοικίας του. Και οδηγόντας με η Θεοδώρα φθάσαμεν στο περιβόλι του οποίου η πόρτα και τα ψηλά τείχη ήσαν χρυσαφένια, το οποίον ήταν γεμάτο από ποικιλόμορφα δέντρα φορτωμένα από ευγευστάτους και ωραιοτάτους καρπούς άφθαρτους και αθάνατους·

και βλέπωντας αυτά εγώ έμεινα εκστατικός, η δε Θεοδώρα είπε:
" Αυτά όλα που βλέπεις τα εχάρισεν ο Πανάγαθος Θεός του πατέρα μας Βασιλείου, για τους κόπους του και την αρετή του, για να ευφραίνεται και να αναπαύεται με όλα τα σωσμένα πνευματικά του τέκνα. Φρόντισε και συ τέκνον μου Γρηγόριε, εώς ότου βρίσκεσαι στον προσωρινόν κόσμο, να κάμης τις εντολές του Θεού, για να έλθης και συ εδώ μέχρι την Δευτέρα Παρουσία, οπότε ο Θεός έχει μεγαλύτερα από αυτά ετοιμασμένα γι' αυτούς που Τον Αγαπούν."

Εγώ ψηλαφίζοντας τον εαυτό μου εάν ήμουν με το σώμα, μου φάνηκε σαν να έπιανα ακτίνες του ήλιου, και τότε ήλθα στον εαυτό μου ελευθερωθείς από τα φοβερά και εξαίσια εκείνα πράγματα. Και συλλογιζόμενος όλα αυτά έλεγα· άραγε από τον διάβολο τα είδα όλα αυτά; Και σηκώθηκα επορεύθηκα να συναντήσω τον άγιον Γέροντα μου, και βρίσκωντας τον έβαλα μετάνοια και πήρα την ευλογία του, και μου λέει· άραγε ξέρεις τέκνον μου Γρηγόριε, οτι αυτήν τη νύκτα είμασταν μαζί στα ουράνια και αιώνια σκηνώματα εκεί που βρίσκεται η Θεοδώρα και την είδες και μιλήσατε μαζί κατά την επιθυμία σου, και πήγατε μαζί στο ωραιότατο περιβόλι και είδες τα πανεύοσμα εκείνα άνθη και τους αθάνατους εκείνους καρπούς και είδες τα ολόχρυσα εκείνα παλάτια αυτήν τη νύκτα, μήν νομίσεις τέκνον μου οτι όλα αυτά είναι όνειρο.

Εγώ ακόυωντας αυτά από το στόμα του άγιου Γέροντα και επιγείου αγγέλου λιποθύμησα και έμεινα άφωνος γνωρίζοντας όλα αυτά οτι έγιναν στ΄αλήθεια.

Έπειτα όταν συνήλθα μου λέγει ο Άγιος:
" Και συ τέκνον μου Γρηγόριε φρόντισε να διέλθης τη ζωή σου με αγαθοεργίες κατά τις εντολές του Χριστού και μετά τον θάνατο σου θα σε δεχθώ στις αιωνίους κατοικίες, τις οποίες μου εδώρησεν ο Κύριος δια την πολλήν του αγαθότητα. Διότι εγώ θα φύγω σε λίγο από τον μάταιο αυτόν κόσμο, και συ υστερότερα και θα σε περιμένω εκεί στα αιώνα, διότι καθώς ο Κύριος μου αποκάλυψε θα διέλθης την ζωή σου θεάρεστα. Πρόσεξε τέκνον μου μη φανερώσης σε κανέναν όσα είδες και άκουσες εν όσω ζω. Μετά από τον θάνατο μου γράψε τα αυτά για ωφέλεια των Χριστιανών που θα τα διαβάσουν."

Εώς εδώ αδελφοί χριστιανοί είναι η διήγηση του θανάτου της Θεοδώρας την οποίαν έγραψεν ο σοφός Γρηγόριος. Επίσης έγραψεν πως μέλλεται να γίνη η φοβερά κρίσις την ημέρα εκείνης της Δευτέρας! Παρουσίας του Αδεκάστου Κριτού περί της οποίας αποκαλύφθηκεν στον άγιον γέροντα Βασίλειον, και το οποίον βρίσκεται πιό κάτω σε αυτό το κείμενο γραμμένο.


2.

ΦΟΒΕΡΑ ΟΠΤΑΣΙΑ ΚΑΠΟΙΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΟΝΟΜΑΖΟΜΕΝΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ,ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΦΟΒΕΡΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
(Απο Σιναΐτικο Χειρόγραφο του 15-16ου αιώνα)

Επί της Βασιλείας του Λέοντος του Σοφού στα χρόνια 886-911 υπήρχεν ο όσιος Βασίλειος ο Νέος, ο οποίος είχεν μαθητήν του κάποιον Γρηγόριον, ο οποίος κυριευμένος απο λογισμούς πίστευε οτι οι εβραίοι που τηρούν τον Μωσαϊκό Νόμο, μετά την Ανάσταση των νεκρών, θα είναι δεκτοί στον Θεόν την ημέρα της Κρίσεως όπως οι Προπάτορες, Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ.

Ο δε Άγιος Βασίλειος αντιφρονούσε σ' αυτό λέγοντας προς τον νεαρόν:
" Ο Κύριος λέγει τέκνον μου στο Ιερόν Ευαγγέλιο, εγώ είμαι η θύρα, δι εμού εάν τις εισέλθη σωθήσεται ( Ιωαν. 10,8) και πως είναι δυνατόν τέκνον μου να σωθούν οι εβραίοι που είναι εχθροί του Θεού και τον βλασφημούν κάθε ημέραν;"

Και προσευχόμενος ο Άγιος στον Θεό να αφαιρέση από τον νεαρό αυτούς τους λογισμούς, απέστειλεν ο Πανάγαθος Θεός θείον Άγγελον και εξήγησεν στον Γρηγόριον περί τούτου,

και λέγει μιά νύκτα ενώ κοιμώμουν, ξύπνησα για προσευχή, κατά συνήθεια και είδα σε όραμα οτι βρέθηκα σε μια πεδιάδα γεμάτη ποικίλων δέντρων και λουλουδιών, και ξαφνικά φάνηκε ένας νέος ψηλός και ωραίος με πύρινη στολή εξαστράπτων και μου λέγει:
" Γρηγόριε, οι ευχές του Οσίου Πατρός Βασιλείου σε έφεραν εδώ για να μάθης, να πεισθής και να γνωρίσης την αλήθεια που επιθυμούσες."

Και αρπάζοντας με ο Νέος απο το χέρι βαδίζαμεν και νεφέλη φωτεινή μας ανέβασεν σε άπειρο ύψος, και υπερθαύμαστον κόσμον, και βλέπωντας έτρεμα από τον φόβο μου, και ευθύς βρεθήκαμεν στην πεδιάδα της οποίας το έδαφος ήταν υάλλειο, και μέσα στην πεδιάδα υπήρχεν άπειρον πλήθος πυρινόμορφων νέων και ακούονταν υμνωδίαις και άσματα μελίρρητα και υπερθαύμαστα.

Προχωρόντας είδαμεν άλλον τόπον πύρινον, ο οποίος φαινόταν οτι φλεγόταν και δεν καιγόταν, όπου ανθρώπινη γλώσσα δεν μπορεί να διηγηθή. Και ο τόπος αυτός μου είπεν ο συνοδός μου Άγγελος οτι είναι η Αγία Πόλις η Άνω Ιερουσαλήμ της οποίας Δημιουργός είναι ο Θεός, και είναι η πόλις των Αγίων και πάντων των Δικαίων, των ευαρεστησάντων τον Θεόν.

Και καθώς μου τα έλεγεν αυτά ο Άγγελος, βλέπω υπεράνω της Αγίας Πόλης αιωρούμενον τον Τίμιον Σταυρόν, υπεραστράπτοντα περισσότερο από τις ηλιακές ακτίνες,

και μετά από αυτό βλέπω πλήθος Αγγέλων, κρατώντας θρόνον φρικώδη, και τεράστιον και φωνή βροντώδης και φοβερή εξακούετο λέγουσα:
" Ιδού ο Μέγας και φοβερός Κριτής έρχεται να κρίνει τους ζωντανούς και τους νεκρούς, και να αποδώση στον κάθε ένα άνθρωπο κατά τα έργα αυτού. Και αυτά όλα γίνονται στην κοιλάδα του Ιωσαφάτ της επιγείου Ιερουσαλήμ, καθώς γράφτηκε στις Γραφές."

Και μετά από αυτά βλέπω άλλους Αγγέλους κατέχοντας πύρινες σάλπιγγες, και με την προσταγή του Κριτή σάλπισαν, και εσαλεύθησαν τα θεμέλια της γης, και να ανοίχτηκαν οι τάφοι των από όλων των αιώνων νεκρών, από τον Αδάμ μέχρι της εσχάτης ημέρας.

Και ευθύς ώ! φρικτόν θέαμα ανέβαιναν από τους τάφους, τα οστά γυμνωμένα των νεκρών των αιώνων, και ενδύνονταν σάρκες, νεύρα και δέρμα, και ήταν άπειρο το πλήθος ως η άμμος της θάλασσας, γυμνοί και τρομαγμένοι, όλοι σε μια ηλικία, σαν να ήταν 33 χρονών και φαίνονταν κάθε ένας διαφορετική μορφή.

Και στον κάθε ένα ήταν γεγραμμένο στο μέτωπω του, αυτός είναι προφήτης, σε άλλους δε αυτός είναι Ιεράρχης, σε άλλους Οσίοι, και σ' άλλους ελεήμονες, και απλά κάθε ενός η αρετή και η ζωή του στη γη ήταν γεγραμμένη στο πρόσωπω του.

Ομοίως δε και τους αμαρτωλούς και απίστους γραφόταν στο μέτωπω τους οι πράξεις κάθ' ενός· αυτός είναι φονιάς, σε άλλον αυτός είναι πόρνος, σε άλλους αυτός είναι κτηνοβάτης, σε άλλους αυτός είναι αιμομίκτης, σε άλλους αυτός είναι βλάσφημος, και σε άλλους αυτός είναι φιλοκατήγορος, και σε άλλους αυτός είναι κοιλιόδουλος κ.λ.π.,

και όλοι έκλαιγαν με θρήνο απαρηγόρητοι και έλεγαν:
" Αυτά όλα τα ακούαμεν στις Γραφές και δεν πιστεύσαμεν"

και όλα τα έθνη Αγαρηνοί, εβραίοι, εθνικοί και όλοι οι άπιστοι έκλαιαν και ωδύρονταν την απώλεια του εαυτού τους,

και ιδίως οι Ιουδαίοι έλεγαν:
" Εάν αυτός είναι ο Χριστός, ο φοβερός Κριτής τον οποίον εσταυρόσαμεν, χαθήκαμεν όλοι".

Τότε ο συνοδός μου Άγγελος μου λέγει:
"Βλέπεις τους Ιουδαίους πως τρέμουν βλέπωντας αυτά που γίνονται."

Και ευθύς ο Άγγελος μου λέγει:
" Ιδού ο φοβερός και μέγας Θεός παραγίνεται, φόβος και τρόμος λαμβάνουν τα πάντα."

Και ιδού πλήθος αναρίθμητον ουρανίων Αγγέλων κατέρχετο από τους ουρανούς, και παρασταθέντες ενώπιον του φοβερού θρόνου, προσκύνησαν, και παραύτα ακούονταν κρότοι και βροντές φοβερές μαζί με κτύπους, και όλο το γένος των ανθρώπων έτρεμε, και όλα τα τάγματα των ουρανών, παραστάθησαν σε κύκλον γύρο από τον θρόνο του φοβερού Κριτού με πολλή τάξη και φόβο.

Τότε όλοι οι δίκαιοι φώναξαν:
" Εσύ είσαι ο Χριστός ο Υιός του Θεού του Ζώντος ο οποίος μαζί με τον Πατέρα και το Πνεύμα σε Προσκυνούμεν."

Και ακόυγοντας αυτό οι Ιουδαίοι, αιρετικοί και άπιστοι, έτρεμαν και έμειναν άφωνοι.

Τότε ο φοβερός Κριτής έστρεψε το βλέμμα στον Ουρανό, και τρομάζοντας ο Ουρανός χάθηκε. Ομοίως βλέποντας τη γη ευθύς και αυτή εξαφανίστηκε, και ο ήλιος και η σελήνη και τα αστέρια χάθηκαν σαν κερί, το ίδιο και η θάλασσα ξηράθηκε όλη και μεταποιήθηκε σε φωτιά, και έγινεν πύρινος ποταμός, και βρίσκόταν μπροστά στον Θεϊκό Θρόνο.

Και ευθύς με κάλεσμα του Κριτή, διεχωρίσθησαν τα άπειρα εκείνα πλήθη των ανθρώπων σε δύο· και στάθηκε το ένα στα δεξιά του Κριτή και το άλλο στα αριστερά.


Και βλέπωντας ο Κριτής τους βρισκομένους στα δεξιά του, τους είπε με γλυκήτατη φωνή:
" Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου να κληρονομήσεται την ετοιμασμένην για εσάς βασιλεία." (Ματθ. 25,34)

Έπειτα βλέπωντας και αυτούς στα αριστερά του, τους λέγει με οργή:
" Απομακρυνθήτε από εμένα οι καταραμένοι στη φωτιά την αιώνια, η οποία ετοιμάστηκε για τον διάβολο και τους αγγέλους του"

Και όταν αυτά ακούστηκαν από τον Κριτή, και αφού οι αμαρτωλοί οδύρθησαν ανώφελα , ξαφνικά βλέπω την υπερθαύμαστην εκείνη πόλη απέναντι του Κριτή να στέκεται, και να η κατά την δύση πόλη ανοίχθηκε βλέπω μια γυναίκα από τα δεξιά του Κριτού στεκόμενη αστράπτοντας περισσότερο από τον ήλιον, προς την οποία λέγει ο Κριτής· είσελθε Μητέρα μου στην βασιλεία μου, και αφού την υποδέκτηκαν στρατοί Αγγέλων εισήλθαν στην Αγίαν Πόλιν.

Οι Άγιοι 12 Απόστολοι

Και μετά απο αυτό βλέπω 12 άνδρες οι οποίοι ήσαν οι 12 Απόστολοι φορόντας στολές πυρίμορφες προσκύνησαν τα πόδια του Κριτού και εισήλθαν και αυτοί στην Αγίαν Πόλιν.

Οι 70 Απόστολοι

Έπειτα χωρίσθησαν άλλοι 70 άνδρες από το άπειρο πλήθος που βρισκόταν δεξιά του Κριτή και αυτοί ήσαν οι 70 Απόστολοι οι οποίοι προσκυνόντας και αυτοί, εισήλθαν στην Αγία Πόλη.

Οι Άγιοι Μάρτυρες

Έπειτα διεχωρίσθησαν απ' αυτής της δεξιάς μερίδας πλήθος ανδρών των οποίων τα πρόσωπα σπινθηροβολούσαν, και άστραπταν οι στολές τους περισσότερον από τον ήλιον, και προσκυνόντας τον Κριτήν εισήλθαν στην Αγίαν Πόλιν.

Οι Ιεράρχες

Μετά διεχωρίσθηκε άλλη συναγωγή πλήθος άπειρον των Αγίων Ιεραρχών, των οποίων τα πρόσωπα άστραπταν περισσότερο από τον ήλιο, και οι στολές τους περισσότερο από το χιόνι, και προσκυνόντας τον Κριτήν εισήλθαν στην Αγία Πόλη.

Οι Διδάσκαλοι

Μετά από λίγο διεχωρίσθηκε άλλη συναγωγή των θείων Διδασκάλων των οποίων σπινθηροβολούσαν τα πρόσωπα τους και αφού προσκύνησαν τον Κριτήν εισήλθαν στην Αγία Πόλη.

Οι ασκητές Όσιοι Πατέρες

Και μετά απο αυτά διεχωρίσθηκε άλλη συναγωγή πλύθος αναρίθμητο, οι ασκητές της ερήμου και των βουνών Μοναχοί, και ευαρεστησάμενοι τον Κριτήν, και αφού επαινέθηκαν από Αυτόν, προσκυνήσαν και αυτοί και εισήλθαν στον Πόλη.

Οι παρθένοι και ελεήμονες

Και μετά απο λίγο διεχωρίσθηκε άλλη μικρή συναγωγή, αστράπτοντας σαν την αστραπή προσκυνόντας και αυτοί τον Κριτή εισήλθαν στην Αγία Πόλη.

Οι ειλικρινώς μετανοημένοι

Έπειτα διεχωρίσθηκε άλλη συναγωγή πλήθος άπειρον, οι ειλικρινώς στον κόσμο μετανοημένοικαι προσκυνόντας τον Κριτή εισήλθαν και αυτοί στην Αγία Πόλη.

Οι Άγιο Προπάτορες

Μετά από λίγο διεχωρίσθησαν άλλοι 15 άνδρες ωραιότατοι και αστράπτοντες σαν το φώς, οι Άγιοι προπάτορες Αβραάμ, Ισαάκ και Ιακώβ, και οι υιοί αυτών, προσκυνόντας και αυτοί τον Κριτή εισήλθαν στην Αγία Πόλη.

Οι από Αδάμ εώς του Χριστού Προφήτες

Έπειτα διεχωρίσθηκε άλλη μικρή συναγωγή οι από Αδάμ μέχρι τον Χριστό Δίκαιοι και Προφήτες περί των οποίων είπεν ο Κύριος·
" Οι πρώτοι θα γίνουν τελευταίοι, και οι τελευταίοι πρώτοι·"
και αυτοί προσκυνόντας τον Κριτήν εισήλθαν στην Αγία Πόλη.

Οι δια τον Χριστό Σαλοί

Και μετά από λίγο διεχωρίσθηκε άλλη μικρή συναγωγή, οι δια τον Χριστό Σαλοί, και αυτοί προσκυνόντας τον Κριτή εισήλθαν στην Αγία Πόλη.

Οι του γάμου άμωμοι

Και αμέσως απεχωρίσθηκε άλλη μικρή συναγωγή οι του γάμου άμωμοι και αμώλυντοι ντυμένοι στολή Βασιλική και τα πρόσωπα αυτών δεδοξασμένα, προσκυνόντας και αυτοί τον Κριτή εισήλθαν στην Αγία Πόλη,

και έλειψαν οι στα δεξιά του Κριτή Δίκαιοι, και έμειναν μόνο οι στα αριστερά του Κριτή αμαρτωλοί με καταντροπιασμένα τα πρόσωπα, οδυρόμενοι, βλέποντας αυτά που συνέβαιναν· ήσαν δε πλήθος άπειρον, τρέμοντας και με φόβο στέκοντας ανάμεναν την φοβερή ώρα της καταδίκης τους.

Και γυρνώντας το βλέμμα προς αυτούς ο Κριτής, διεχωρίσθηκε μεγάλη συναγωγή σαν την άμμο της θάλασσας,


και καλώντας τους Αγγέλους ο Κριτής, τους έρριψαν στον πύρινον ποταμόν οδυρώμενους και κλαίοντας.

Όλοι οι αβάπτιστοι και Αιρετικοί

Και καλόντας ο Κριτής τους Αγγέλους άρπαξαν άλλη συναγωγή αναρίθμητη τους έρριψαν στον πύρινον ποταμόν, να καίγωνται αιωνίως.

Οι αυτόκτονες

Έπειτα με νεύμα στους Αγγέλους ο Κριτής, άρπαξαν άλλη συναγωγή αναρίθμητη, και τους έρριψαν στην κοχλάζουσαν θάλασσαν του πυρός.

Οι φονιάδες οι φαρμακοί-μάγοι

Και μετά από λίγο με νεύμα ο Κριτής στους Αγγέλους άρπαξαν άλλη συναγωγή τους φονιάδες-φαρμακούς και τους μάγους και τους έβαλαν στην σπινθηροβολούσαν εκείνη θάλασσα.

Οι μοίχοι και αιμομίκτες

Και καλώντας τους Αγγέλους του ο Κριτής άρπαξαν άλλη συναγωγή, τους μοίχους και τους αιμομίκτες, και τους έρριψαν στην πυρανάπτουσαν θάλασσα.

Οι αρσενοκοίται

Και πάλιν νεύοντας τους Αγγέλους ο Κριτής άρπαξαν άλλη μεγάλη συναγωγή τους αρρενομανούντας και βίαια τους έσπροξαν και τους έρριψαν στη λίμνη εκείνη της φωτιάς.

Οι κτηνοβάτες

Και πάλιν ο Κύριος καλώντας τους Αγγέλους διεχώρησαν άλλη συναγωγή, των κτηνοβατών των οποίων τα πρόσωπα υπήρχαν σαν τα κτήνοι και με οργή τους έρριψαν στον ποταμό της φωτιάς.

Όσοι με βότανα και φάρμακα σκότωσαν βρέφη

Και μετά από λίγο καλώντας ο Κριτής τους Αγγέλους διαχώρισαν άλλη συναγωγή, αυτούς που σκότωσαν βρέφη, και με βίαια ορμή τους έρριψαν στον ποταμό της φωτιάς.

Οι κλέφτες και οι άρπαγες

Και πάλι καλώντας τους Αγγέλους ο Κριτής διεχώρισαν άλλη συναγωγή τους κλέφτες και τους άρπαγες και τραβόντας τους με βία τους έρριψαν στην πύρινη θάλασσα.

Οι βλάσφημοι και επίορκοι

Και διεχώρησαν οι Άγγελοι άλλη συναγωγή, πλήθος άπειρον και την έρριψαν στην παφλάζουσαν και σπινθηροβολούσαν θάλασσα του πυρός.

Οι ψεύτες και ψευδομάρτυρες

Και διεχώρισαν άλλη συναγωγή που έβγαζε βρώμα από το στόμα, τους έρριψαν βίαια στη λίμνη της φωτιάς.

Οι κατήγοροι-κατάλαλοι

Και πάλι καλώντας τους Αγγέλους ο Κριτής άρπαξαν άλλη συναγωγή άπειρο πλήθος και έβγαινεν απο το στόμα αυτών αίμα και φίδια τεράστια, κρέμμονταν στις γλώσσες τους, και τους έρριψαν στην κατώδυνη λίμνη της φωτιάς.

Οι φθονεροί και μνησίκακοι

Και χωρίζοντας άλλη συναγωγή οι Άγγελοι τους μνησίκακους και φθονερούς σπροχνωντας, και φέρνοντας τους τους έρριψαν βίαια στην λίμνη της φωτιάς.

Όσοι οργήζονται και θυμώνουν

Και πάλι καλώντας ο Κριτής άρπαξαν άλλη συναγωγή αυτούς που θυμώνουν και οργήζωνται, και τους έρριξαν αυτούς στον ποταμό εκείνο της φωτιάς.

Οι αμαρτωλοί Ιερείς και Μοναχοί

Και με το κάλεσμα του Κριτή οι Άγγελοι χώρησαν άλλη συναγωγή, τους Ιερείς και Μοναχούς οι οποίοι αμάρτησαν (και δεν μετανόησαν), πολύ πλήθος, και έρριψαν άλλους στον Τάρταρο του Άδη, άλλους στο σκοτάδι το εξώτερο και άλλους στο τρίξιμο των δοντιών, να κολάζονται αιώνια.

Αυτοί που έχουν έχθρα προς άλλους και κοινωνούν

Έπειτα ξεχώρισαν άλλη, συναγωγή, των μνησικάκων και σπροχνωντας αυτούς σκληρά τους έρριψαν στη λίμνη της φωτιάς την καιόμενη.

Οι μέχρι θανάτου αμετανόητοι Χριστιανοί

Έπειτα άρπαξαν άλλη συναγωγή πλήθος άπειρον· οι Άγγελοι σπρόχνωντας και τραβώντας βιαίος τους έρριξαν σε διάφορες κολάσεις ανάλογα των αμαρτιών τους.

Οι ελεήμονες Χριστιανοί οι οποίοι δεν μετανόησαν

Και πάλι με προσταγή του Κριτή διεχωρίσθηκε άλλη συναγωγή άπειρο πλήθος κλαίγοντας πικρά και στανάζοντας οδηγούμενοι από τους πύρινους Άγγελους, για να ριφθούν στην παφλάζουσαν εκείνη θάλασσα της φωτιάς.

Βλέποντας αυτούς η Παναγία Μητέρα του Κριτού βγαίνοντας από την Αγία Πόλη, τρέχει σπουδαία και φθάνοντας τους φοβερούς εκείνους Αγγέλους είπε:
" Στο όνομα της Τρισηλίου Θεότητος, Πατρός και Υιού και Πνεύματος Αγίου, να μη κολασθεί αυτή η συναγωγή, και προσελθούσα στον Κριτή, προσκύνησε τα άχραντα Του πόδια και είπε·
Υιέ μου και Θεέ, λυπήσου αυτή τη συναγωγή, για τους λόγους που ξεφώνησες από το ίδιο σου το στόμο λέγωντας.
Μακάριοι οι ελεήμονες οτι αυτοί ελεηθήσωνται. (Ματθ. 6,7)

Και αποκρινόμενος ο Κριτής λέγει:
Ω Μητέρα μου για την μεν ελεημοσύνη που εποίησαν κατακρατώ και λυτρώνω αυτούς από την κόλαση, για δε του οτι αμαρτήσαν και δεν μετενόησαν, δεν θα εισέλθουν στην πόλιν των Αγίων μου, ούτε θα δουν την Βασιλεία μου.

Και προστάζοντας ο Κριτής τους Αγγέλους, να πάρουν αυτούς μακριά της πόλεως των Αγίων, σε ένα τόπο αμέτοχον κάθε θλίψεως και κολάσεως.

Η Παναγία Μητέρα του Θεού επέστρεψε μαζί με τους Αγγέλους στην Αγία Πόλη από την οποία είχε βγεί.

Τα αβάπτιστα παιδιά των Χριστιανών

Και απεχώρισαν άλλη συναγωγή οι Άγγελοι μπροστά στον Κριτή, τα πρόσωπα των οποίων ήσαν σκοτεινά και τυφλά, και λέγουν στον Κριτή. Κύριε εμείς είμαστε τέκνα Χριστιανών, και η τομή του θανάτου δεν μας άφησε να ζήσουμε να βαπτισθούμεν και να σε ευαρεστήσουμεν· ο Κριτής διέταξε τους Αγγέλους να τους πάρουν μακριά της πόλεως των Αγίων, να απολαμβάνουν μικρή απόλαυση· δεν ήσαν ούτε νήπια ούτε γέροντες ούτε γυναίκες αλλά όλοι άνδρες νεαροί μιάς ηλικίας.

Ο Άρειος Μακεδόνιος και ολοι οι αιρετικοί

Και καλώντας ο Κριτής τους Αγγέλους, έφεραν άλλη μικρή συναγωγή των Αιρετικών και κρέμουνταν στις γλώσσες τους έχιδνες (φίδια),

και γυρνώντας ο Κύριος είπε:
" Πώς ετολμήσατε, να σχίσετε τον χιτώνα της ορθόδοξης εκκλησίας μου και να απωλέσετε άπειρο πλήθος ψυχών ανθρώπων;

Τότε αρπάζοντας τους οι Άγγελοι τους έρριψαν στην πύρινη εκείνη θάλασσα.

Ο Διοκλητιανός Νέρων και όλοι οι τύρρανοι Βασιλιάδες

Και με προσταγή του Κριτή έβγαλαν άλλη συναγωγή, από τα στόματα των οποίων έτρεχεν αίμα βρώμερό και αυτοί ήσαν όλοι οι τύρρανοι Βασιλιάδες, που βασάνιζαν τους χριστιανούς, και σπρόχνωντας τους οι Άγγελοι τους έρριψαν στον τάρταρον του Άδη.

Οι Ιουδαίοι

Και πάλιν καλώντας ο Κριτής έβγαλαν οι Άγγελοι άλλη συναγωγή, άπειρον πλήθος των εβραίων και έστησαν μπροστά του Κριτού,

και οδυρώμενοι έκλαιγαν και φώναξαν:
" Αλοίμονο σ' εμάς οτι πέσαμεν στα χέρια του Ναζωραίου που είναι ο Θεός του Αβραάμ του Ισαάκ του Ιακώβ που ελατρεύαμεν.
Πού είναι ο Μωυσής που μας είπεν να μην λατρεύουμεν άλλο Θεόν;
Να έλθη να μας λυτρώσει;"

Και ευθύς στάθηκε μπροστά τους ο Μωυσής λέγωντας:
" Δεν είμαι εγώ που σας έγραψα στο νόμο· οτι θα αναστήση ο Κύριος ο Θεός μας προφήτην απο τους αδελφούς μας σαν εμένα, και όποιος δεν ακούση αυτού του προφήτη θα εξωλοθρευθή. Τώρα αλοίμονο σ' εσάς διότι δεν πιστεύσατε σε Αυτόν."

Και λέγοντας αυτά ο Μωυσής τους άφησε και εισήλθε στην Αγία Πόλη· οι Ιουδαίοι οδυρόμενοι με στεναγμούς σπάραζαν κλαίγοντας, και ευθύς αστραπή φαβερή άστραψε και οι Άγγελοι τους έβαζαν πολλούς μαζί στον ποταμό εκείνον της φωτιάς, και έλειψαν όλοι οι από αριστερά αμαρτωλοί, βαλμένοι σε όλες τις κολάσεις, ο τόπος της κολάσεως ήταν μια μέγιστη κοιλάδα μεταξύ δύο οροσειρών, από την οποία εξέρχετο κλάμα και αναστεναγμοί, και ανέβαιναν μέχρι το ύψος της Πόλεως των Αγίων· για να μην ακούουν οι δίκαιοι και έτσι να λυπούνται και να στενάζουν, με προσταγή του φοβερού Κριτή, όταν άπλωσε το χέρι Του το Δεξί, έπεσαν και τα δύο όρη και κατακάλυψαν την κοιλάδα εκείνη του κλάματος, και δεν ακουώταν πλέον ο θρήνος των αμαρτωλών.

Και αφού έγιναν όλα αυτά συνάχθησαν όλα τα ουράνια τάγματα αναπέμποντας δοξαλογίες μεγάλυναν την Τρισυπόστατον Θεότητα, Πατέρα, Υιόν και Άγιον Πνεύμα τον ένα αληθινό Θεό.

Και εισρχόμενος ο Δίκαιος Κριτής καθησμένος στον θρόνο της δόξας στον αέρα συνοδευόμενος από όλα τα ουράνια τάγματα εισήλθεν στην Πόλιν των Αγίων, και παρέστησε μπροστά Του την Πανυπέραγνον Αυτού Μητέρα, από την οποία σαρκώθηκε και έγινε άνθρωπος, και όλους τους Δίκαιους και Άγιους όλων των αιώνων οι οποίοι Τον είχαν ευαρεστήση, τους στεφάνωσε με στεφάνια αμάραντα δόξης, και εφώναξεν σ' αυτούς, την μακαρία εκείνη φωνή:
" Ελάτε οι ευλογημένοι του Πατέρα μου, να κληρονομήσεται τα αιώνια αγαθά του παραδείσου τα οποία ετοίμασα πρίν να χτιστή ο κόσμος."

Και ευθύς εισήλθαν όλοι οι δίκαιοι στον Παράδεισον, ο οποίος ήταν στη μέση της Αγίας εκείνης Πόλης, όπου δεν υπάρχει νύκτα, ούτε λύπη, ούτε στεναγμός πόνου, αλλά υπάρχει η αιώνια χαρά και ευφροσύνη.

Εκείνοι οι οποίοι έζησαν ευσεβώς, χριστιανοί, και από την ενέργεια του διαβόλου περιέπεσαν σε αμαρτήματα και δεν μετενόησαν όπως και τα αβάπτιστα παιδιά των χριστιανών, βρίσκονται στη γή των πράων, και στερούνται την δόξα του Θεού, και του αιώνιου φωτός και της συναυλίας των Αγγέλων και όλων των Αγίων και Δικαίων.

Οι δε αμαρτωλοί αυτοί που κληρωνόμησαν τις αιώνιες κολάσεις, καθώς μου είπεν ο συνοδός μου Άγγελος, στερούμενοι κάθε αγαθού, κληρωνόμησαν την αιώνια φωτιά, σκοτάδι ασταμάτητο, σκουλίκι ακοίμητο, στέρηση απαρίθμητη, θλίψεις και πόνους ασταμάτητους, στους απέραντους και ατελείωτους αιώνες.

Μετά που είδα όλα αυτά γύρισε σ' εμένα ο Κύριος με ίλαρο και γαλήνιο πνεύμα, και αφού ήλθα μαζί με τον συνοδό μου Άγγελο, προσκυνήσαμεν με φόβο και τρόμο τα άχραντα πόδια Του και αφού σηκωθήκαμε μου λέγει με ίλαρο πρόσωπο:
" Να, με ταις ευχαίς του θεραπευτή μου Αγίου Βασιλείου είδεν τον τρόπον με τον οποίον στο μέλλον θα γίνει η φοβερή μου Κρίση, και πληροφορήθηκες περί των αχάριστων Ιουδαίων όπως ζητούσες να μάθης περί της σωτηρίας τους. Τότε με προσταγή του Κριτού με παρέλαβεν ο θείος εκείνος Άγγελος και με έφερε στον τόπο από όπου με είχεν παραλάβει. Και με σηκωμένη τη σκέψη γι' αυτά που είδα, με φόβο και τρόμο, διηγούμουν σε όλους αυτά και δόξασα τον Κύριον, στον οποίον πρέπει όλη η δόξα, η τιμή και η προσκύνηση Τον Θεό της Τριάδος σε όλους τους αιώνας. Αμήν.

Προβλήματα μέσα στο σπίτι ( Γεροντας Πορφύριος )



Για τις σχέσεις του ανδρογύνου ;Πώς να συμπεριφέρεσαι; Τι σου έλεγε ο γέροντας Πορφύριος;

- -Μου έλεγε πολλά . Έλεγε, δηλαδή, ότι πρέπει να συνεννοούμαστε ,να προσευχόμαστε μαζί. Αυτό μου τόνισε πολλές φορές. Η προσευχή πρέπει να είναι κοινή.

Όταν τα παιδιά μου ήταν φοιτητές, του έλεγα ότι προσεύχομαι για να περάσουν τις εξετάσεις. Μάλιστα, μια φορά, ο γιός μου, αν και ήταν καλός φοιτητής, σε κάποιες εξετάσεις δυσκολευόταν τότε μου είπε ο Γέροντας: «δε θα περάσει τις εξετάσεις». Πράγματι δεν τις πέρασε.

Και όταν ξαναπήγα, μου είπε: «Δε θα περάσει γιατί του φωνάζεις και να, ο σατανάς θέλει να κάνει φασαρία μέσα στο σπίτι και είσαι συ το όργανό του. Να μη μιλάς».

«Να σου πω και κάτι άλλο» μου λεγε. «Όταν γίνεται η προσευχή από κοινού, τότε να δεις πως γίνεται το θαύμα».

Και του λέω: «Μα να πω στον άντρα μου, έλα να γονατίσουμε να κάνουμε προσευχή να περάσουν τα προβλήματα;». -; «Σου είπα εγώ έτσι; Εγώ σου είπα να κάνετε προσευχή. Απ'; εκεί και πέρα βρέστε τα μόνοι σας».

- Το να μη φωνάζετε στα παιδιά σας το τοποθετούσε ειδικά στην περίοδο των εξετάσεων;

- Πάντα. Και για τη νηστεία και για την προσευχή και για έξω που βγαίνανε.

- Καμιά παρατήρηση.

- Όχι, όχι.

- Πες μου, κυρία Ξένια, για το θέμα του σατανά, που σας είπε ότι γίνεστε όργανό του κάποτε. Τον ερώτησες τίποτε;

- Έλεγε ότι ο σατανάς δεν μπορεί να βλέπει τις οικογένειες να ναι γαλήνιες και να περνούν καλά και σε συνεννόηση μεταξύ τους. Βρίσκει έναν απ'; όλους, έναν που να μπορεί να τον παρασύρει.

- Έναν ευάλωτο, ας πούμε.

- Ναι. Και σ'; αυτή την περίπτωση «εσύ είσαι», μου είπε. Και για το παιδί του έλεγα: «Αφού τον βλέπω ότι τα παρατάει και φεύγει». Μου απάντησε: «Είδες τι κάνει ο σατανάς; βάζει εσένα να κάνεις καβγά και να ευχαριστηθεί αυτός».

Ύστερα, όταν επρόκειτο να τελειώσει ο γιός μου τις σπουδές του και να πάρει το πτυχίο του, μου είπε: «Τώρα θα περάσει, τώρα θα περάσει είδες τώρα που δεν μιλάς; Τώρα θα περάσει».


Γεροντας Πορφύριος

Jesus’ Power Point Presentation


1. Blessed, are the poor in spirit, for theirs is the Kingdom of Heaven.

We must overcome our pride and become humble. Learn to not to put our priority in the pleasure we derive from the material things of this world but aim for a life of virtue. Gregory of Nyssa says the one who is poor of spirit is He who is given the riches of the soul in exchange for material wealth, who is poor for the sake of the spirit. He has shaken off earthly riches like a burden so that he may be lightly lifted into the air and be borne upwards…




2. Blessed are the meek for they shall inherit the earth.

To become meek we need to develop self-discipline so we can control our passions and remain calm even in the face of wrath. This requires the humility gained from the first Beatitude.




3. Blessed are they that mourn, for they shall be comforted.

We are to mourn after the Goodness we do not yet know, the joy of eternal life with God. This gives us the desire to seek to perfect ourselves. As we mourn for what we do not yet have, God will comfort us and help us to become worthy.




4. Blessed are they that hunger and thirst after justice, for they shall have their fill.

The justice we must hunger for is our salvation, which is available equally to all. This requires a keen discernment of God’s will coupled with the discipline to act on it instead of our earthly passions. We hunger for all the virtues.




5. Blessed are the merciful, for they shall obtain mercy.

To become merciful we need to have a voluntary sorrow that joins itself to the suffering of others. Our own mercy may come at the time of our Final Judgment.




6. Blessed are the clean of heart, for they shall see God.

When we purify our heart from all evil thoughts, we find the inner light of God within. Gregory says, you wash off by a good life the filth that has been stuck on your heart like plaster, the Divine Beauty will again shine forth in you. With a pure heart we are able to choose what is virtuous and the light which is within will shine brightly becoming a beacon of goodness for others.




7. Blessed are the peacemakers, for they shall be called sons of God.

Peace is essential for a good life. A peacemaker is one who gives peace to others. This involves having a loving disposition to others. To become a peacemaker, we must first have peace within ourselves and a clean heart. Saint Gregory says, I think that man is called a peacemaker par excellence who pacifies perfectly the discord between flesh and spirit in himself and the war that is inherent in nature, so that the law of the body no longer wars against the law of the mind, but is subjected to the higher rule and becomes a servant of the Divine ordinance.




8. Blessed are they that suffer persecution for justice' sake, for theirs is the Kingdom of Heaven.

Once mastering the above, we will be able to endure pain and suffering from those who persecute us for upholding God’s goodness. This leads us to a greater Goodness. God’s grace will transform us and give us strength in such situations helping us see the wisdom in what is not visible. The martyrs of the Church give us vivid examples of this.

Learning to Pray



Would your kids ever leave the house without brushing their teeth or putting on shoes?
Never!

In the same way, we can begin to see prayer as an essential part of our day, for the benefits are greater than fresh breath or comfortable feet! Let us teach our children to start small, with an icon of Christ and just five minutes, but strive for consistency. The goal is to remember, thank, and glorify God each and every day by coming to meet Him face to face. By doing this, we grow to rely on Christ and He becomes the center of our lives.

Remember, when we pray, we open the communication between us and God in a very personal way. There’s no one who knows us better than our Lord. He is with us each step of the way, and He knows exactly what we need.

In the Orthodox Church, we learn how to pray from the Saints who are illumined by God and who share in His glory. When we use their prayers that were written and passed on to us, we become like them and follow them into union with God. Certainly, we can also speak from the heart, but to rely on the words of the Saints for help is the most accurate way of reaching our Lord –
for not every ship that sets sails reaches it’s destination.

Poor in Sprit


Blessed are the poor in spirit, because theirs is the Kingdom of Heaven.


What is poverty of spirit?

Saint Gregory says there are two kinds of riches: Material wealth and Virtue. Now the Lord instructs us not to put our trust in accumulating material riches.



Do not store up for yourselves treasures on earth, where moth and rust destroy, and where thieves break in and steal. But store up for yourselves treasures in heaven, where moth and rust do not destroy, and where thieves do not break in and steal. (Matt 6:19-21)


In other words everything material is subject to decay or loss. On the other hand the Lord commands us to strive for spiritual wealth. These once gained cannot be lost.



Gregory points out that there are two kinds of poverty. We can be poor in virtues like justice, wisdom or prudence. When we are poor in this sense we lack what is most important. But another kind of poverty is where we are voluntarily poor in all that has to do with sinfulness. Gregory says, "He who is the man whom the word presents as enjoying that poverty which is called blessed, whose fruit is the Kingdom of Heaven."


The aim "of the life of virtue," says Gregory, "is to become like God." But he acknowledges that for mankind to live without passions and sinfulness is impossible. What we can do is to imitate God to the extent that is possible based on our nature. "If we do this," he says, "you will have put on the blessed form."


Our downfall comes when we make our aim to follow our passions, to seek only pleasure from material things or sensual pleasures. To become like God we must aim for a life based on virtue. This will come with a voluntary humility. We must voluntarily give up the aim of sensual and material pleasure. Paul advises that this is the way of Christ, "Who for us became poor, being rich, that we through His poverty might become rich. (2 Cor 8:9)"


Gregory highlights that the kind of humility we call "poor in spirit" is not easy to obtain because we are filled with pride. This was the downfall of Adam and Eve. To purge this from our way of being, Jesus advises us that we must remove it from our character by trying to imitate Him who became poor of His own will. The apostle Paul says,

"Let this mind be in you, which was also in Christ Jesus: who being in the form of God, thought it not robbery to be equal with God; but emptied Himself, taking the form of a servant. (Phil 2:5-7)."




As Gregory says, "The Ruler of rulers, the Lord of lords puts on voluntarily the garb of servitude. The Judge of all things becomes a subject of governors; the Lord of creation dwells in a cave; He who holds the universe in His hands finds no place in the inn, but is cast aside into the manger of irrational beasts. The perfectly Pure accepts the filth of human nature, and after going through all our poverty passes on to the experience of death. Look at the standard by which to measure voluntary poverty!"




Gregory gives us some advice about how to overcome our pride by examining our nature. Think of our creation. We are made from clay. He says, "the high dignity of the proud is related to bricks." He sarcastically advises to beware of uncovering the shame of our relatives, things we don't want others to know about us, for if we do our pride might be uncovered. Then he become quite descriptive.




Do you not look at both ends of man's life, where it begins, and how it ends? No, you pride yourself on your youth, you look at the prime of your age and are pleased with your handsome appearance, because your hands can move quickly and your feet are nimble, because your curls are blown about by the breeze and your cheeks show the first signs of a beard. You are proud because your clothes are dyed in brilliant purple and you have silk robes embroidered with scenes from war or hunting or history. Perhaps you also look at your carefully blackened sandals delightfully adorned with elaborate needlework patterns. At these things you look but at yourself you will not look? Let me show you as in a mirror who and what sort of a person you are.




Have you never gazed at the mysteries of our nature in a common burial ground? Have you not seen the heaps of bones one on top of the other? Skulls denuded of flesh, fearful and ugly to look at with their empty sockets? Have you not seen their grinning jaws and the other limbs, strewn about at random? If you have seen these things, you have seen yourself. Where will then be today's blooming youth? Where the lovely color of your cheeks, the fresh lips, the fine brilliance of the eyes flashing under the circle of their brows? What will then have become of the straight nose beautifully set between the cheeks? What of the hair falling down to the neck, and the curls round the temples? Where will be the hands skilled with the bow, the feet controlling the horses? The purple and fine linen, the mantle, the girdle and the sandals? The neighing horses with their race-course? What will have become of all the things that now feed your conceit? Where, in these bones, are all these things about which you are now so greatly puffed up? What dream is so fleeting? What are these hallucinations? What shadow eluding touch is as unsubstantial as the dream of youth that vanishes the moment it appears?




He does not stop here but then addresses those in middle age.

But what shall we say about the middle-aged, who are, indeed, settled in years, but whose moral life is unsettled, and whose pride is a growing disease, though they call this moral cancer highmindedness? The foundation of this pride is usually high office and the power that goes with it. For they are affected by it either in the office itself, or whilst preparing for it; even talking about it will often fan the latent disease. But what words could penetrate their hearing which is already filled with the voice of the heralds? Who shall convince people in such a frame of mind that they are just like actors parading on the stage? For these, too, don a delicately polished mask and a gold-embroidered purple robe, and proceed solemnly in a chariot. Nevertheless the disease of pride does not invade them on account of this. But their frame of mind remains at the procession the same as it was before they appeared on the stage; and later they are not sorry to have to descend from the chariot and to discard their dignity....

For they imagine themselves master over life and death, because, having to judge men, they bestow on some the sentence of acquittal, while condemning others to death. And they do not even realize who is the true Master of human life, who determines the beginning as well as the end of existence. ...

Hence he ought to be poor in spirit, and look at Him who for our sake became poor of His own will; let him consider that we are all equal by nature, and not exalt himself impertinently against his own race on account of that deceptive show of office, but, being truly blessed, he will gain the Kingdom of Heaven in exchange for humility in this transitory life.




Then he concludes his discussion as follows.

Would you like to know who it is that is poor in spirit? He who is given the riches of the soul in exchange for material wealth, who is poor for the sake of the spirit. He has shaken off earthly riches like a burden so that he may be lightly lifted into the air and be borne upwards, as says the Apostle, in the cloud walking on high together with God.




Gold is a heavy thing, and heavy is every kind of matter that is sought after for the sake of wealth–but virtue is light and bears souls upwards. Truly these two, heaviness and lightness, are opposed to each other. Therefore, if a man has attached himself to the heaviness of matter, it is impossible for him to become light. Since, then, we ought to tend to the things above, let us become poor in the things that drag us down, so that we may sojourn in the upper regions.




The Psalms show us the way: He hath distributed, he hath given to the poor, his justice remaineth for ever and ever.

Humility of Wisdom


One of the elders has said: "Before everything else humility of wisdom is needful for us, so that we may be ready to say to every word which we hear, forgive me; for by humility of wisdom all the arrows of the enemy and adversary are broken." Let us examine what meaning the words of the elder has. Why does he not say that continence (temperance) is needed first of all? For the Apostle says, (I Cor. 9:25) Every man that st
rivest for the mastery is temperate in all things. Or why did the elder not say that before everything else the fear of God is needful for us? For in the Scriptures it is said: (Ps. 110:10) The fear of the Lord is the beginning of wisdom, and again, (Prov. 15:27) By the fear of the Lord everyone departs from evil. Why did he not say that before everything else alms-giving or faith is necessary for us? For it is said, (Prov. 15:27), By alms and by faithful dealings sins are purged away, and the Apostle says, (Heb. 11:6) Without faith it is impossible to please Him (God).




Thus, if without faith it is impossible to please God, and if by means of almsgiving and faith sins are cleansed, if by the fear of the Lord everyone is brought away from evil, and if the beginning of wisdom is the fear of the Lord, and one who is laboring must be continent in everything, then why did the elder say before everything else that humility of wisdom is needful for us, setting aside everything else which is so needful? The elder wishes to show us by this that neither the very fear of God, nor almsgiving, nor faith, nor continence, nor any other virtue can be perfected without the humility of wisdom. This is why he says, "Before everything else, humility of wisdom is needful to us—so as to be ready to say to every word we hear forgive me; for by humility of wisdom are all the arrows of the adversary broken." And so you see, brethren, how great is the power of humility of wisdom; you see what force the word forgive has. But why is the devil called not only enemy, but also adversary? He is called enemy because he is the hater of mankind, the hater of good, and a slanderer; and he is called adversary because he strives to hinder every good deed. If one should wish to pray, he opposes and hinders him by means of evil remembrances, by means of captivity of the mind and despondency. If one wishes to give alms, he hinders by means of the love of money and stinginess. If one wishes to keep vigil, he hinders by means of laziness and carelessness, and in this way he opposes us in every deed when we wish to do something good. This is why he is called not only enemy, but also adversary. But by humility of wisdom, all the weapons of the enemy and adversary are broken. For in truth, great is humility of wisdom, and every one of the saints has travelled by this path; by labor they have made short their path, as the Psalmist says, Behold my lowliness and my toil, and forgive all my sins; (Ps. 24:18) and I was brought low, and He saved me (Ps. 114:6). And besides, it is humility alone that may conduct us into the Kingdom, as the elder Abba John has said—but only slowly.




Thus, let us also be humbled a little, and we shall be saved. If we who are infirm cannot labor, then let us try to be humbled; and I believe in the mercy of God that for the little we do with humility, even we shall be in the place of the saints who have labored much and worked for God. Even if we are infirm and cannot labor—can it be that we cannot become humble? Blessed, O brethren, is he who has humility. Great is humility! One saint who had true humility said it very well: "Humility does not become angry at anyone and angers no one, and it considers anger completely foreign to itself." Great is humility, for it alone opposes vainglory and preserves a man from it. And do not people become angry also over property and food? But how is it that the elder says that humility does not become angry at anyone and angers no one? Humility is great, as we have said, and it strongly attracts to the soul the grace of God. Having come, the grace of God protects the soul from the two onerous passions mentioned above. For what can be more onerous than to become angry and to anger one's neighbor? As someone has said: "It is not at all the nature of monks to become angry, nor likewise, to anger others." For in truth, if such a one, (i.e. one who becomes angry or angers others) is not soon covered with humility then he, little by little, comes into a demonic state, disturbing others and himself being disturbed. This is why the elder said that humility does not become angry and does not anger. But what am I saying? As if humility protected from only two passions… It protects the soul also from every passion and from every temptation.




When St. Anthony saw all the nets of the devil and, sighing, he asked God: "But who can escape them?" Then God replied to him: "Humility will escape them," and what is even more astonishing, He added: "They will not even touch you." Do you see the grace of this virtue? In truth there is nothing stronger than humility of wisdom—nothing vanquishes it. If something painful should happen to one who is humble, he immediately turns to himself, judges himself that he is worthy of this, and he does not begin to reproach anyone, or lay the blame on anyone else. In this way he bears whatever happens without disturbance, without sorrow, with complete calmness, and therefore he does not become angry, nor does he anger anyone. And thus, before everything else, humility of wisdom is needful for us.




There are two humilities, just as there are two prides. The first pride occurs when one reproaches his brother, when one judges and dishonors him as being of no importance, and deems himself superior. If that person does not soon come to himself and strive to correct himself, little by little comes to the second kind of pride, rising up against God Himself. He ascribes all his labors and virtues to himself and not to God, as if he performed them by himself, through his own reason and efforts, and not with the help of God. In truth my brethren, I know one person who once came to such a pitiable condition. At first when any of the brethren would say something to him, he would belittle each one and reply: "What is the meaning of that? There is no one worthy apart from Zosimas and those like him." Then he began to judge these persons also and say: "There is no one worthy except for Macarius." After a little time he began to say, "Who is Macarius? There is no one worthy except for Basil and Gregory." But soon he began to judge these also, saying: "Who is Basil, and who is Gregory? There is no one worthy except for Peter and Paul." I said to him: "In truth, brother, you will soon begin to belittle them also." And believe me, in a short time he began to say: "Who is Peter? And who is Paul? No one has any significance except for the Holy Trinity." Finally he raised himself up in pride against even God Himself, and in this way he went out of his mind. Therefore, O my brethren, we must labor with all our power against the first pride, so that we may not little by little fall into the second, that is, into complete pride.




There is a worldly pride and a monastic pride: worldly pride is when one becomes proud before his brother that he is richer or more handsome than he, or that he wears better garments than he or that he is more nobly born than he. When we see that we are becoming vainglorious over such qualities, or because our monastery is larger or richer than others, or because there are many brethren in it, then we must know that we are still in worldly pride. It likewise happens that one becomes vainglorious because of some kind of natural gifts: one, for example, is vainglorious because he has a good voice and sings well, or because he is modest, works zealously, and is efficient in service. These qualities are better than the first ones mentioned, however this is also worldly pride. Monastic pride, on the other hand, is when one becomes vainglorious because he is exercising himself in vigils, in fasting, that he is devout, that he lives well and is careful. It likewise happens that one might become humble for the sake of glory. All this has to do with monastic pride. It is possible for us not to become proud at all; but if one is unable to escape this entirely, then at least let him become proud over the qualities of monastic deeds, and not over something worldly.




We have talked about the first kind of pride is and what is the second. We have likewise talked about worldly pride and monastic pride. Let us examine now the two kinds of humility. The first kind of humility consists in respecting one's brother as more intelligent than oneself and more excellent in every way, and in a word, as the Holy Fathers have said, it consists in considering that one is lower than all." The second kind of humility consists in ascribing one's labors to God—this is the perfect humility of the saints. It is naturally born in the soul from the fulfillment of the commandments. It is just as with a tree—when there is much fruit on it, the fruits themselves bend the branches down; and the branches on which there is no fruit strive upwards and grow straight. There are certain trees which do not give fruit; but if someone were to take a stone and hang it to the branch and bend it down, then it would give fruit. The soul also, when it is humble, produces fruit, and the more fruit it produces, the humbler it becomes; and the nearer the saints came to God, the more they saw themselves as sinners.




I recall that once we were conversing about humility, and when one of the well-known citizens of Gaza heard us say that the closer one comes to God, the more one sees himself as a sinner, he was astonished and said: "How could this be?" Not understanding, he wished to know what these words meant. I said to him: "Noble citizen, tell me what you consider yourself to be in your city." He replied, "I consider myself to be great and the first one in the city." Then I said to him, "But if you were to go to Caeserea, then whom would you consider yourself to be there? He replied, "To be the last of the nobles who are there." "And if," I said, "you were to go to Constantinople, and come near to the Emperor, whom would you consider yourself to be there?" He replied, "Almost as a beggar." Then I said to him, "Even so, the nearer the saints came to God, the more they considered themselves to be sinners. So, when Abraham saw the Lord, he called himself earth and ashes. (Gen. 18:27); and Isaias said I am wretched and unclean (Isa. 6:5); and likewise Daniel, when he was in the pit with the lions and Habakkuk brought him bread saying: Receive the meal which God hath sent thee, replied: Thou has remembered me, O God (Dan. 14:36, 37). What humility his heart had! He was in the pit in the midst of the lions and was unharmed by them, and not once only, but twice, and after all this he was astonished and said, And thus God hath remembered me.




Do you see the humility of the saints and how their hearts were? They even refused out of humility what was sent from God to help them, fleeing glory. Just as one who is clothed in a silk garment would run away if someone were to throw an unclean garment at him, so as not to soil his own precious garment, so also the saints, being adorned with virtues, flee human glory so as not to be defiled by it. One who seeks glory is like a naked man who desires to find some shirt or anything else with which to cover his shame; so also one who is not clothed in virtue seeks human glory. Thus the saints, sent by God to help people, in their humility refused glory. Moses said (Exod. 4:10, 12), I beg Thee to place another one who is able, for I am a stutterer. Jeremiah said: I am the youngest one (Jer. 1:6). In a word, each of the saints acquired this humility, as we have said, through the fulfillment of the commandments. But what precisely this humility is and how it is born in the soul, no one can express in words, unless a man learn this by experience; for it is impossible to learn it from words alone.




Once Abba Zosimas spoke about humility, and a certain sophist who was present heard what he said and desired to understand it precisely. He asked him, "Tell me, why do you consider yourself sinful? Do you not know that you are holy? Do you not know that you have virtue? After all, you see how you fulfill the commandments—so how can you consider yourself sinful when you act in this way?" The elder did not know what answer to give him, but only said: "I do not know what to say to you, but I consider myself sinful." The sophist insisted, desiring to know how this could be. Then the elder, not knowing how to explain this to him, began to say to him in his holy simplicity, "Do not upset me; in truth I consider myself to be sinful."




Seeing that the elder was perplexed as to how to reply to the sophist, I said to him: "Does not the same thing happen in the arts of both sophistry and medicine? When someone has studied an art well and is practicing it, then according to the measure of his practice the physician or sophist acquires a certain habit, but he cannot say and does not know how to explain how he became experienced. In fact, the soul acquires the habit gradually and imperceptibly, through practice in the art. So it is also with humility—from the fulfillment of the commandments there comes a certain habit of humility, but it is impossible to express this in words." When Abba Zosimas heard this he rejoiced, immediately embraced me and said, "You have understood that matter, it is precisely as you have said." Having heard these words, the sophist was satisfied and agreed.




The elders also have told us something which helps us to understand humility. No one can explain the very condition into which the soul comes from humility. Thus, when Abba Agathon was near death and the brethren asked him, "Are you also afraid, Father?" he replied, "As much as I was able, I forced myself to keep the commandments, but I am a man, and how can I know if what I have done is pleasing to God? For one is the judgment of God, and another the judgment of man." Behold how he opened our eyes to understand humility and showed us the path whereby we acquire it. But how it is in the soul, as I have already said many times, no one can say or aphrehend through words alone—the soul can learn this but a little, and only from life. However, the Fathers have told us what brings us to humility, for in the Patericon it is written: "A certain brother asked an elder, "What is humility?" The elder replied, "Humility is a great and divine matter. Serving as a path to humility are bodily labors, performed reasonably. Also, it is when one considers himself below everyone else and constantly prays to God—this is the path to humility. But humility itself is divine and beyond understanding."




But why did the elder say that bodily labors bring a soul to humility? In what way do bodily labors become spiritual virtues? By considering himself below everyone, as we have already said, one opposes the demons and the first kind of pride—for how can one consider himself greater than his brother, or become proud towards another or reproach or belittle anyone, if he considers himself below everyone? Likewise, to pray without ceasing also clearly opposes the second kind of pride, for it is evident that one who is humble and reverent, knowing that it is impossible to perform any kind of virtue without the help and protection of God, does not cease always to pray to God that He might have mercy on him. For one who is ceaselessly praying to God, even if he should be able to do something, knows why he did this and cannot become proud. He does not ascribe this to his own power, but he ascribes all his success to God, always gives thanks to Him, and always calls upon Him, trembling lest he be deprived of such help and his infirmity and powerlessness be discovered. And thus with humility he prays, and by prayer he becomes humble, and the more he advances always in virtues, the more he always becomes humble. And to the degree he becomes humble he receives help and advances through humility of wisdom. But why does the elder say that bodily labors bring one to humility? What relation do bodily labors have to the disposition of the soul? I will explain this for you. After transgressing the commandments the soul was given over, as St. Gregory says, to the deception of the love of pleasure and self-will and came to love the bodily. It became, as it were, united or one with the body, and everything became flesh as, is written, (Gen. 6:4) My spirit shall not remain among these men, for they are flesh. The poor soul then sympathizes with the body and with everything which is done with the body. This is why the elder also said that bodily labor also brings the soul to humility. For there is one disposition of soul in a healthy man and another in a sick man; one disposition in one who is hungry and another in one who is full. Likewise, there is one disposition of soul in a man who is riding upon a horse, another in one who is sitting on a throne, and yet another in one who is sitting on the earth; there is one disposition in one who wears beautiful clothing and another in one who wears poor clothing. Thus, labor humbles the body; and when the body is humbled, the soul is also humbled with it. So, the elder said well that bodily labor leads to humility. Therefore, when Agapius was subjected to warfare from blasphemous thoughts, knowing as a wise man that the blasphemy proceeded from pride, and that when the body is humbled then the soul is also humbled with it, he spent forty days in the open air so that his body, as the writer of his life says, began to bring forth worms as happens with wild animals. He undertook such a labor not for the sake of the blasphemy, but for the sake of humility. Thus, the elder said truly that bodily labors also lead to humility. May the good God grant us humility, for it delivers a man from many evils and protects him from great temptations. May there be glory and dominion to God forever. Amen.

Abba Dorotheos
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...