Monday, December 1, 2014

Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ .... ( Ἁγίου Τύχωνος τοῦ Ζαντόνσκ )

Ὅταν ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, φύτεψε μέσα στήν ψυχή του τή συνείδηση. Αὐτή τόν βοηθάει νά πορεύεται μέ ἀσφάλεια καί τόν καθοδηγεῖ τί νά κάνει καί ἀπό τί νά φυλάγεται. Ἡ συνείδηση δέν εἶναι τίποτ᾿ ἄλλο, παρά ὁ φυσικός–ἔμφυτος νόμος. Ἀλλά καί μέ τόν γραπτό νόμο τοῦ Θεοῦ ταυτίζεται. Γιατί ὅ,τι μᾶς διδάσκει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, αὐτό μᾶς διδάσκει καί ἡ συνείδηση.

Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μᾶς παραγγέλλει νά πιστεύσουμε σ᾿ ἕνα μόνο Θεό· τό ἴδιο καί ἡ συνείδηση. Γι᾿ αὐτό πολλοί ἀκόμα κι ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, μέ τήν παρακίνηση τῆς συνειδήσεως, ἕνα Θεό ἀναγνώριζαν.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ νά σεβόμαστε πάνω ἀπ᾿ ὅλα τά δημιουργήματα τό Δημιουργό καί σ᾿ Αὐτόν μόνο ν᾿ ἀπομέμουμε τήν ὕψιστη τιμή· στό ἴδιο προτρέπει καί ἡ συνείδηση.

Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ διδάσκει νά μή θεωροῦμε κανένα ἴσο μέ τό Θεό· τό ἴδιο καί ἡ συνείδηση.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ παραγγέλει νά δείχνουμε ὑποταγή, πειθαρχία καί ὑπακοή στό Θεό σάν ἀνώτατο κυρίαρχο· τό ἴδιο καί ἡ συνείδηση.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ προτρέπει νά φοβόμαστε τό Θεό σάν δίκαιο Κριτή· αὐτό ἀκοῦμε καί ἀπό τή συνείδηση.
Ὁ θεῖος νόμος προστάζει νά τιμωροῦνται ὅσοι βλασφημοῦν τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ· τή βλασφημία καί ἡ συνείδησή μας δέν τήν ἀνέχεται.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μᾶς συμβουλεύει νά ὑπακοῦμε στό Θεό περισσότερο ἀπ᾿ ὁποιαδήποτε ἄλλη ἐπίγεια ἀρχή· τό ἴδιο καί ἡ συνείδηση, γιατί ὅλες οἱ ἐπίγειες ἀρχές εἶναι κάτω ἀπό τήν ἐξουσία καί τήν κυριαρχία τοῦ Θεοῦ.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ζητάει ν᾿ ἀγαπᾶμε Ἐκεῖνον πιό πολύ ἀπ᾿ ὅλα· τό ἴδιο ζητάει καί ἡ συνείδηση, γιατί ὁ Θεός εἶναι τό ὕψιστο καί ἀνώτατο Ἀγαθό καί ἡ πηγή κάθε ἀγαθοῦ. Γι᾿ αὐτό καί πρέπει νά Τόν ἀγαπᾶμε περισσότερο ἀπό κάθε δημιούργημα.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ παραγγέλλει νά εὐχαριστοῦμε τό Θεό γιά ὅλα· τό ἴδιο διδάσκει καί ἡ συνείδηση, πού μᾶς προτρέπει νά εἴμαστε εὐγνώμονες στόν εὐεργέτη Θεό.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ μᾶς συνιστᾶ νά ἀναθέτουμε ὅλες μας τίς ἐλπίδες στό Θεό· τό ἴδιο καί ἡ συνείδηση. Γιατί ὁ Θεός ὅλα μπορεῖ νά τά κάνει σάν παντοδύναμος, ἐνῶ κάθε δημιούργημα χωρίς τό Θεό καί ἔξω ἀπό τό Θεό εἶναι ἀδύναμο· γι᾿ αὐτό καί ἡ ἐλπίδα του εἶναι προσωρινή καί ἀσταθής.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ διδάσκει νά πειθαρχοῦμε καί ν᾿ ἀπονέμουμε τιμή στούς γονεῖς καί σ᾿ ὅλους τούς ἄρχοντες, γιατί ἔχουν δοθεῖ ἀπό τό Θεό· αὐτό ἀκοῦμε καί μέσα στή συνείδηση.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀπαγορεύει νά βλάπτουμε τόν ἄνθρωπο καί νά τοῦ ἀφαιροῦμε τή ζωή· αὐτό τό ἀπαγορεύει καί ἡ συνείδηση.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ παραγγέλλει νά βοηθᾶμε στίς ἀνάγκες καί στίς δυσκολίες τό συνάνθρωπο· τό ἴδιο καί ἡ συνείδηση.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀπαγορεύει νά μοιχεύουμε καί ν᾿ ἀσωτεύουμε· ἀλλά καί ἡ συνείδηση τοῦ ἀνθρώπου ἐξεγείρεται καί διαμαρτύρεται μέσα του, γιά νά μή μολύνει τόν ἑαυτό του μέ τήν ἀκολασία.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δέν ἐπιτρέπει ν᾿ ἀγγίζουμε ξένα πράγματα χωρίς τή συγκατάθεση τοῦ κατόχου τους· αὐτό φωνάζει καί η συνείδηση.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ λέει νά δίνουμε σ᾿ ὅποιον ζητάει βοήθεια· τό ἴδιο παραγγέλλει καί η συνείδηση.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀπαγορεύει νά λέμε ψέματα, νά κολακεύουμε, νά ἐξαπατοῦμε· ἀλλ᾿ αὐτά τά ἀπαγορεύει καί ἡ συνείδηδη.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ δέν θέλει νά συκοφαντοῦμε τόν πλησίον μας· τό ἴδιο καί ἡ συνείδηση.
Ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ προστάζει νά μήν ἐπιθυμοῦμε τίποτα ξένο· αὐτό μᾶς προστάζει καί ἡ συνείδηση.

Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ καί ἡ συνείδηση συνταυτίζονται καί ἀποβλέπουν στόν ἴδιο σκοπό, δηλαδή στήν εὐτυχία μας.
Ἔτσι ἐξηγεῖται τό ὅτι καί οἱ εἰδωλολάτρες, μέ τό φῶς τῶν φιλοσοφικῶν διδασκαλιῶν, διατύπωσαν πολλές ὠφέλιμες σκέψεις. Αὐτό δέν προῆλθε ἀπό πουθενά ἀλλοῦ, παρά ἀπό τή συνείδηση ἤ τό φυσικό νόμο, μετά ἀπό πολύ κόπο καί φωτισμένη μάθηση.
Καθένας λοιπόν πού ἁμαρτάνει στή συνείδησή του, ἁμαρτάνει καί στό θείο νόμο καί στόν νομοδότη Θεό.
Ὅποιος δέν ὑπακούει στή συνείδησή του, δέν ὑπακούει οὔτε στόν θεῖο νόμο οὔτε στό Θεό.
Δέν πειθαρχεῖ στή συνείδησή του; Δέν πειθαρχεῖ οὔτε στό Θεό.
Ἐξοργίζει τή συνείδησή του; Ἐξοργίζει καί τό Θεό.
Οἱ χριστιανοί πού παραβαίνουν τή συνείδησή τους, δέν τιμοῦν τόν ἀληθινό Θεό, ἀλλά εἶναι ὑποκριτές. Μήν ξεχνᾶμε ὅτι χωρίς καθαρή συνείδηση δέν εἶναι δυνατόν νά τιμάει κανείς τό Θεό.
Ὁ πραγματικός χριστιανός προσέχει νά μήν καταπατάει τή συνείδηση του, γιατί δέν θέλει νά παραβεῖ τό νόμο τοῦ Θεοῦ. Προτιμάει νά ὑποφέρει, παρά ν᾿ ἁμαρτήσει. Μόνο σέ μιά τέτοια συνείδηση ἀναπαύεται ὁ πιστός, καί μόνο ἔτσι ὁ ἄνθρωπος εἶναι χαρούμενος. Ὅπου ὑπάρχει καθαρή συνείδηση, ὑπάρχει πίστη καί χαρά.
Ὅπως ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἐλέγχει τόν ἄνθρωπο γιά τήν ἁμαρτία, ἔτσι καί ἡ συνείδηση. Αὐτό φαίνεται ὅταν ἀκουστεῖ κάπου λόγος ἐλεγκτικός· τότε οἱ ἁμαρτωλοί ντροπιάζονται καί ἐλέγχονται ἀπό τή συνείδησή τους.
Ἔτσι αἰσθάνεται ντροπή ὁ ἀσωτος, ὅταν γίνεται λόγος γιά τήν ἀσωτία. Αἰσθάνονται ντροπή οἱ κλέφτες καί οἱ ἅρπαγες, ὅταν ἀκοῦνε λόγο γιά τήν κλοπή καί τήν ἁρπαγή, οἱ ψεῦτες καί οἱ κόλακες, ὅταν γίνεται λόγος γιά τό ψέμα καί τήν κολακεία κ.ο.κ.
Ὅλοι αὐτοί αἰσθάνονται ντροπή, πού τήν ἐκδηλώνουν καί μέ ὁρισμένα ἐξωτερικά σημεῖα. Μέσα τους δουλεύει ὁ ἔλεγχος τῆς συνειδήσεως.
Ὅπως ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀπειλεῖ τόν ἁμαρτωλό μέ τή μέλλουσα Κρίση, ἔτσι καί ἡ συνείδηση· καί αὐτή φωνάζει μέσα στόν ἁμαρτωλό: “ Ἄνθρωπε, δύσκολα τά ἔχεις!”.
Ὅπως ἀκριβῶς ταυτίζονται ἐδῶ τώρα ἡ ἐνέργεια τοῦ θείου νόμου καί ἡ ἐνέργεια τῆς συνειδήσεως, ἔτσι θά ταυτίζονται καί κατά τήν Κρίση τοῦ Χριστοῦ: Θά ἐλέγχει ἐκεῖ τόν ἁμαρτωλό ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, πού τόν καταπάτησε· θά τόν ἐλέγχει καί ἡ συνείδηση ἐξοργισμένη γιά τίς ἁμαρτίες του. Θά εἶναι λοιπόν ἐκεῖ δύο οἱ μάρτυρες κατηγορίας καί οἱ ἐπιτιμητές: ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ καί ἡ συνείδηση.
Συμβαίνει καμιά φορά ἡ ἄρρωστη συνείδηση νά εἶναι κοιμισμένη. Ξυπνάει ὅμως κάποτε καί ἀρχίζει νά ἐλέγχει τόν ἁμαρτωλό. Τότε ξεσηκώνονται μέσα του φοβερές τύψεις, τόσο, πού πολλοί, μή ἀντέχοντάς τες, καταλήγουν στήν αὐτοκτονία.
Ὅπως δέν ὑπάρχει καλύτερη ἀνάπαυση ἀπό τήν καθαρή συνείδηση, ἔτσι δέν ὑπάρχει χειρότερη ταραχή καί μεγαλύτερο μαρτύριο ἀπό τήν ἔνοχη συνείδηση. Καί ἄν ἐδῶ παιδεύει τόσο τόν ἁμαρτωλό, πόσο θά τόν βασανίζει στή μέλλουσα ζωή, τότε πού ὅλες του μαζί οἱ ἁμαρτίες θά τόν ἐλέγχουν καί θά τόν τυραννοῦν!
Ἀδελφοί μου συναμαρτωλοί! Γιατί κοιμόμαστε;
Ἄς ξυπνήσουμε καί ἄς συνέλθουμε καί ἄς καθαρίσουμε μέ μετάνοια καί συντριμμένη καρδιά τίς ἁμαρτίες μας· ἄς διορθώσουμε τόν ἑαυτό μας καί ἄς σταματήσουμε ν᾿ ἁμαρτάνουμε καί νά ἐρεθίζουμε τή συνείδησή μας, γιά νά μήν παρουσιαστοῦμε ἔχοντάς την ἔνοχη καί ἀκάθαρτη ἀπό τίς ἁμαρτίες στήν Κρίση τοῦ Χριστοῦ, ὅπου θ᾿ ἀνοιχθοῦν τά βιβλία τῆς συνειδήσεως καί θά λάβουμε «ἕκαστος κατά τά ἔργα αὐτοῦ».

Τέλος καί τῷ Θεῷ δόξα!

«Ἔλεος καί κρίσιν ᾄσομαί σοι, Κύριε·»

Ψαλμ. 100 : 1

Ἀπό τό βιβλίο: “ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ”
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗ.

Interior pride ( Elder Paisios )



So much higher you throw a thing, with analogous power it will fall down and break in pieces. Often we see someone with a great fantasy of himself, but outwardly he doesn't suffer anything to be humbled. This is dangerous. He has arrived at interior pride and gives grades. May God protect him, he's one with Satan.

Elder Paisios

Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε το θάνατο; ( άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος )



Θέλετε να σας πω και άλλη αιτία, για την οποία φοβόμαστε το θάνατο; Γιατί δεν ζούμε ενάρετη ζωή και δεν έχουμε καθαρή συνείδηση.

Αλλιώς ο θάνατος δεν θα μας τρόμαζε. Απόδειξέ μου ότι θα κληρονο­μήσω τη βασιλεία των ουρανών και σφάξε με τώρα κιόλας. Θα σου χρωστάω μάλιστα και χάρη για τη σφαγή μου, αφού θα με στείλεις γρήγορα σ' εκείνα τα αγαθά.

"Αλλά φοβάμαι να πεθάνω άδικα", ίσως θα μου πεις. Ώστε ήθελες να πεθάνεις δίκαια; Και ποιός είναι τόσο ταλαίπωρος, που, ενώ μπορεί να πε­θάνει άδικα, προτιμάει να πεθάνει δίκαια; Αν πρέπει να φοβόμαστε θάνατο, πρέπει να φοβόμαστε εκείνον που μας βρίσκει δίκαια. Όποιος πεθαίνει άδικα, μοι­άζει στους αγίους. Γιατί οι περισσότεροι απ' αυτούς που ευαρέστησαν το Θεό, θανατώθηκαν άδικα. Και πρώτος ο Αβελ. Δεν δολοφονήθηκε γιατί έφταιξε στον Κάιν, αλλά γιατί τίμησε το Θεό. Και ο Θεός πα­ραχώρησε να γίνει αυτός ο φόνος γιατί αγαπούσε τον Αβελ ή γιατί τον μισούσε; Ολοφάνερα γιατί τον αγαπούσε και ήθελε να του προσφέρει πιο λαμπρό στε­φάνι, λόγω της άδικης σφαγής του.

Βλέπεις που δεν πρέπει να φοβάσαι μήπως πεθά­νεις άδικα, αλλά μήπως πεθάνεις φορτωμένος με αμαρτίες; Ο Αβελ πέθανε άδικα, μα ο Κάιν πέρασε την υπόλοιπη ζωή του έχοντας την κατάρα του Θεού, στενάζοντας και τρέμοντας ακατάπαυστα. Ποιός από τους δύο ήταν πιο μακάριος; Εκείνος που έπαψε να ζει μέσα στη αρετή ή αυτός που έζησε μέσα στην αμαρτία; Εκείνος που άδικα πέθανε ή αυτός που δίκαια τιμωρήθηκε;

Ας μην κλαίμε, λοιπόν, αδιάκριτα όλους όσοι πε­θαίνουν, αλλά εκείνους που πεθαίνουν έχοντας πολλές αμαρτίες. Σ' αυτούς πρέπουν τα δάκρυα και οι θρήνοι. Γιατί ποιά ελπίδα έχουν, αφού δεν είναι πια δυνατό να καθαριστούν από τις αμαρτίες τους; Όσο βρίσκονταν στην παρούσα ζωή, υπήρχε ελπίδα να μετανοή­σουν. Εκεί που πήγαν, όμως, δεν κερδίζει κανείς τί­ποτα με τη μετάνοια. Ας τους κλαίμε, ναι, όχι όμως με τρόπο υστερικό και άπρεπο, όχι τραβώντας τα μαλ­λιά μας, ξεσκίζοντας το πρόσωπό μας, ουρλιάζοντας και τσιρίζοντας, αλλά με σεμνότητα, αφήνοντας τα δάκρυα να κυλούν ήρεμα από τα μάτια μας. Αυτό ωφελεί κι εμάς. Γιατί, πενθώντας έτσι τον νεκρό, πολύ περισσότερο θα προσπαθήσουμε να μην πέσουμε και οι ίδιοι σε παρόμοια αμαρτήματα. Με το τράβηγμα των μαλλιών και τις κραυγές ο νους σκοτίζεται, ενώ με το ήρεμο πένθος διατηρεί τη διαύγειά του και μπορεί να φιλοσοφήσει ωφέλιμα γύρω από το θάνατο.

Μ' αυτόν τον τρόπο να φιλοσοφείς όχι μόνο όταν πεθαίνει κάποιος γνωστός σου, μα κι όταν βλέπεις έναν άγνωστο νεκρό να οδηγείται με πομπή μέσ' από τους δρόμους στην τελευταία του κατοικία και να συ­νοδεύεται από τα ορφανά παιδιά του, τη χήρα γυναί­κα του, τους συγγενείς και τους φίλους του, όλους κλαμένους και συντριμμένους. Να συλλογίζεσαι τότε πως η ζωή και τα πράγματα του κόσμου τούτου δεν έχουν καμιάν αξία και καμιά διαφορά από τις σκιές και τα όνειρα.

Κοίτα, πόσα κάστρα και παλάτια βασιλιάδων, ηγε­μόνων και αρχόντων είναι σωριασμένα σε ερείπια! Σκέψου, πόση δύναμη και πόσο πλούτο είχαν κάποτε! Τώρα έχουν ξεχαστεί και τα ονόματά τους. Λέει η Γραφή: «Πολλοί άρχοντες έχασαν την εξουσία τους και κάθησαν στο χώμα· κι ένας άσημος, που κανείς δεν φανταζόταν ότι θα γίνει βασιλιάς, φόρεσε στέμμα» (Σοφ. Σειρ. 11:5).

Δεν σου φτάνουν αυτά; Συλλογίσου τότε, ποιά εί­ναι η αξία σου όταν κοιμάσαι; Μήπως δεν μπορεί κι ένα ζωύφιο να σε θανατώσει; Ναι, πολλοί πέθαναν έτσι στον ύπνο τους. Αλήθεια, από μια κλωστή κρέμεται η ζωή μας! Κόβεται η κλωστή και τελειώνουν όλα.
Έτσι να φιλοσοφείς και να μη σαγηνεύεσαι από την ομορφιά, τα πλούτη, τη δόξα, τις απολαύσεις. Ένα μόνο να σε απασχολεί: Που τελειώνουν όλα αυτά. Θαυμάζεις όσα βλέπεις εδώ στη γη; Πιο αξιο­θαύμαστα, όμως, είναι εκείνα που αναφέρονται στις άγιες Γραφές.

Δείξε μου έναν αγέρωχο άρχοντα ή έναν λαμπροντυμένο πλούσιο, όταν ψήνεται από τον πυρετό, όταν ψυχομαχεί, και τότε θα σε ρωτήσω: "Πού είναι εκεί­νος, που περνούσε από την αγορά καμαρωτός και πε­ρήφανος με ακολούθους και σωματοφύλακες; Πού εί­ναι εκείνος, που φορούσε πανάκριβα ρούχα; Πού είναι η χλιδή της ζωής του, η πολυτέλεια των συμποσίων του, οι υπηρέτες, οι παρατρεχάμενοι, τα γέλια, οι ανέ­σεις, οι σπατάλες; Όλα έφυγαν και πέταξαν. Τί απέ­γινε το σώμα, που απολάμβανε τόση ηδονή; Πλησίασε στον τάφο και κοίτα τη σκόνη, τη σαπίλα, τα σκουλήκια.

Κοίτα και στέναξε πικρά. Και μακάρι το κακό να περιοριζόταν σε τούτη τη σκόνη, που βλέπεις. Από τον τάφο και τα σκουλήκια φέρε τη σκέψη σου στο ακοίμητο σκουλήκι της άλλης ζωής, στο τρίξιμο των δοντιών, στο αιώνιο σκοτάδι, στην άσβεστη φωτιά, στις πικρές και αφόρητες εκείνες τιμωρίες, που δεν θα έχουν τέλος. Εδώ, στη γη, και τα καλά και τα κα­κά κάποτε, αργά ή γρήγορα, τελειώνουν εκεί, όμως, και τα δύο διαρκούν αιώνια. Και διαφέρουν ως προς την ποιότητα από τα καλά και τα κακά του κόσμου τούτου τόσο, που δεν είναι δυνατό να εκφράσει κανείς με λόγια.

Τί έγιναν, λοιπόν, όλα εκείνα τα μεγαλεία; Τί έγι­ναν τα χρήματα και τα κτήματα; Ποιός άνεμος φύση­ξε και τα πήρε και τα σκόρπισε; Τί θέλει, πάλι, κι αυτή η ανώφελη δαπάνη για την κηδεία, που και τον νεκρό δεν ωφελεί και τους οικείους του ζημιώνει; Ο Χριστός αναστήθηκε γυμνός από τον τάφο. Ας μη γίνε­ται, λοιπόν, η κηδεία αφορμή ικανοποιήσεως της μα­νίας μας για επίδειξη. Ο Κύριος είπε: «Πείνασα και μου δώσατε να φάω· δίψασα και μου δώσατε να πιω· ήμουνα γυμνός και με ντύσατε» (Ματθ. 25:35-36). Όμως δεν είπε: «Ήμουνα νεκρός και με θάψατε». Γιατί, αν μας παραγγέλλει να μην έχουμε τίποτα πε­ρισσότερο από ένα σκέπασμα, όταν ζούμε, πολύ πε­ρισσότερο όταν πεθάνουμε. Ποιάν απολογία θα δώ­σουμε στο Θεό, λοιπόν, όταν ξοδεύουμε τεράστια πο­σά για να κηδέψουμε ένα νεκρό σώμα, τη στιγμή που ο Χριστός, με τη μορφή των φτωχών συνανθρώπων μας, τριγυρνάει πεινασμένος και γυμνός, κι εμείς αδιαφορούμε γι' αυτό;

Όλα όσα σας λέω, βέβαια, είναι ανώφελα για κεί­νους που έχουν ήδη πεθάνει. Ας τ' ακούσουν, όμως, οι ζωντανοί και ας συνέλθουν, ας λογικευτούν, ας διορθωθούν. Όπου νά 'ναι θα έρθει και η δική τους ώρα. Δεν θ' αργήσουν να βρεθούν κι αυτοί, δεν θ' αργήσουμε να βρεθούμε όλοι μας, μπροστά στο φοβε­ρό Κριτήριο, όπου θα δώσουμε λόγο για τις πράξεις μας. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να γίνουμε καλύτεροι, εγκαταλείποντας την αμαρτία και ακολουθώντας την αρετή, για να μη χάσουμε τη βασιλεία των ουρανών, για ν' αποκτήσουμε τα άφθαρτα αγαθά, που έχει ετοι­μάσει για μας ο φιλάνθρωπος Κύριος.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος 


http://www.agioritikovima.gr/thlogos/item/48712

Orthodox Monastic Obedience



The monastic rule has as its strength to safeguard the monk in his daily life, helping him, through obedience, to keep unceasing vigil upon his inward integrity so that the union of heart and spirit may become for him a reality and lead him, as far as this is possible upon earth, to union with God. It is the primary rule of the order of Offices and also covers the obedience of intellectual and manual work. Work is itself a prayerful activity with the ascetic end in view of overcoming our rebel nature and to keep us from idleness which is so harmful to the spiritual life. Hagiography, icon painting, Byzantine music, woodcarving, incense preparation, making Church vestments, translating or writing books on the spiritual life and printing them, all arts that originated in Byzantium are still performed and flourish in the Monasteries.

Art and especially Byzantine iconography is one of the basic ways for someone to approach God. Byzantium and the particular Tradition we inherit from it, mainly through the monasteries, constitute one of the main components of Christian identity. It is one of our deepest roots.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...