Saturday, February 7, 2015
Χριστιανός καί Σταυρός ( Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου )
Χριστιανός σημαίνει μικρός Χριστός κι ὁ Χριστός εἶναι ὁ Ἐσταυρωμένος, ἄρα χριστιανός εἶναι ὁ ἄνθρωπος τοῦ σταυροῦ. Γι᾿ αὐτό εἶναι ἀνάρμοστο καί ξένο στόν χριστιανό νά ἀναζητᾶ τίς εὐκολίες καί τήν ἀνάπαυση. Ὁ Κύριός σου καρφώθηκε στό σταυρό κι ἐσύ ἐπιζητᾶς τήν ἄνεση καί ζῆς μέ πολυτέλεια;
Ἄν ἀγαπᾶς τόν Κύριό σου, πέθανε ὅπως Ἐκεῖνος. Σταύρωνε τόν ἑαυτό σου, ἔστω κι ἄν δέν σέ σταυρώνει κανείς. Καί σταυρός εἶναι ὁ ἀγώνας ἐναντίον τῆς κακίας καί τῆς ζήλειας σου. Σταυρώνεις τό «ἐγώ» σου, ὅταν ἀρνεῖσαι νά ἱκανοποιήσεις τίς κακές ἐπιθυμίες σου. Κρεμᾶς τόν ἑαυτό σου στό σταυρό, ὅταν ἀφήνεις τόν Θεό νά κατευθύνει τή ζωή σου χωρίς τίς δικές σου λογικές παρεμβάσεις. Πεθαίνεις σάν τόν Κύριό σου, ὅταν ὑποτάσσεσαι στό θέλημά του χωρίς τά ἀτέλειωτα «γιατί».
Ὁ Κύριος ζήτησε καί ζητᾶ νά τόν ἀκολουθήσουν ὅσοι εἶναι ἀποφασισμένοι νά σηκώσουν τό σταυρό τους, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι νά πεθάνουν, νά ἀρνηθοῦν τίς ἀπολαύσεις καί τήν τρυφή. Διότι ὅποιος ἀγαπᾶ τήν ἀσφάλεια καί τίς ἡδονές τῆς παρούσης ζωῆς εἶναι ἐχθρός τοῦ σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ σταυροῦ πού ὁ χριστιανός ἀγαπᾶ καί σηκώνει μέ ὑπομονή γιά χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου του Κυρίου!…
Εἰς Φιλιππησίους 13· ΕΠΕ 22,8-10
Our prayers are answered in an unexpcted manner ( part 1 )
There was a hermit who dwelled alone in the desert for over seventy years, living a life of chastity, fasting, and prayer. In all these years that he served the Lord, he had never had a single vision or revelation from God. One day he thought to himself: “Is perhaps my way of life not pleasing to God?
Is there some reason , unknown to me , on account of which I have not been given any revelation or come to know any of the Lord’s mysteries?”
With such thoughts in mind, the elder began to pray fervently and beseech the Lord persistently with the following words: “O Lord, if my spiritual struggles are pleasing to You, and if my works are acceptable to You, grant to me, Your unworthy and sinful servant , a divine visitation , so that I may be assured through the revelation of one of Your mys teries that you have heard my supplication's , and so that I may complete the remainder of my monastic life courageously and confidently .
As the holy elder was praying in this manner, he heard God’s voice saying, “If you desire to see My glory, go into the deeper wilderness, and many mysteries will be revealed to you there .
Upon hearing this voice, the hermit exited his hut. After walking a good distance, he happened to come across a thief. As soon as the bandit saw the elder, he dashed towards him and violently took hold of him. “You cam e just at the right time, father ! ” remarked the villain . “We thieves have the following tradition and belief: That whoever kills one hundred people will go to Paradise.
Today is my lucky day! Up to this point in time, with much effort , I have murdered ninety - nine people. I have only one left to make one hundred , and I will be able to accomplish this now and be saved . So, I am greatly indebted to you, and I thank you for helping me secure Paradise.”
When the elder heard these unexpected words from the thief, he was deeply disturbed and grieved . He was unprepared for such a sudden and unforeseen temptation. He subsequently raised his mind to God and asked in disappointment : “Is this Your glory, O Lord, which You desired to reveal to me, Your servant? This is the recommendation You gave to me the sinner? You told me to exit my hut intending to reveal such a dreadful mystery to me ?
This is the payment I receive for my toil and the hardships that I endured all these years for You? Now I have realized, O Lord, that my entire efforts have been in vain, and that all my prayers are an abomination to You. Nonetheless, I thank you for your compassion, O Lord, because — according to Your omniscience — You have rightfully disciplined me the unworthy one on account of my innumerable sins , and you have justly handed me over into the hands of a thief and murderer. ”
http://www.stnektariosmonastery.org/
Is there some reason , unknown to me , on account of which I have not been given any revelation or come to know any of the Lord’s mysteries?”
With such thoughts in mind, the elder began to pray fervently and beseech the Lord persistently with the following words: “O Lord, if my spiritual struggles are pleasing to You, and if my works are acceptable to You, grant to me, Your unworthy and sinful servant , a divine visitation , so that I may be assured through the revelation of one of Your mys teries that you have heard my supplication's , and so that I may complete the remainder of my monastic life courageously and confidently .
As the holy elder was praying in this manner, he heard God’s voice saying, “If you desire to see My glory, go into the deeper wilderness, and many mysteries will be revealed to you there .
Upon hearing this voice, the hermit exited his hut. After walking a good distance, he happened to come across a thief. As soon as the bandit saw the elder, he dashed towards him and violently took hold of him. “You cam e just at the right time, father ! ” remarked the villain . “We thieves have the following tradition and belief: That whoever kills one hundred people will go to Paradise.
Today is my lucky day! Up to this point in time, with much effort , I have murdered ninety - nine people. I have only one left to make one hundred , and I will be able to accomplish this now and be saved . So, I am greatly indebted to you, and I thank you for helping me secure Paradise.”
When the elder heard these unexpected words from the thief, he was deeply disturbed and grieved . He was unprepared for such a sudden and unforeseen temptation. He subsequently raised his mind to God and asked in disappointment : “Is this Your glory, O Lord, which You desired to reveal to me, Your servant? This is the recommendation You gave to me the sinner? You told me to exit my hut intending to reveal such a dreadful mystery to me ?
This is the payment I receive for my toil and the hardships that I endured all these years for You? Now I have realized, O Lord, that my entire efforts have been in vain, and that all my prayers are an abomination to You. Nonetheless, I thank you for your compassion, O Lord, because — according to Your omniscience — You have rightfully disciplined me the unworthy one on account of my innumerable sins , and you have justly handed me over into the hands of a thief and murderer. ”
http://www.stnektariosmonastery.org/
Δάσκαλος, ὁ μπαλωματής καί ὁ οὐρανός
Χρόνια κράτησε ὁ διωγμός τῶν χριστιανῶν. Ποτάμια χύθηκε τό τίμιο αἷμα τῶν Μαρτύρων. Κι ἦρθε κάποια στιγμή πού ἡ εἰδωλολατρική μανία τοῦ αὐτοκράτορα κορέστηκε, ἀφοῦ εἶχε πιά τελειωθεῖ μαρτυρικά καί ὁ ἅγιος Ἐπίσκοπός της Ἀλεξάνδρειας, ὁ Πέτρος.
— Δέν μέ ἔκρινε ἄξιο ὁ Κύριος νά μαρτυρήσω γιά τήν πίστη, δίπλα στούς ἀδελφούς μου, σκεπτόταν ὁ Ἀντώνιος. Θά πορευτῶ λοιπόν στή βαθιά ἔρημο γιά νά δώσω τήν τελική μάχη μέ τόν πονηρό μονολόγησε ἀποφασιστικά καί κάτι σάν κρυμμένη ὑπερηφάνεια πῆγε νά σκιάσει τῆς ἀπόφασης τοῦ τούτης τή χάρη. Σάν νά ’νιωσε κείνη τήν ὥρα ὁ ἀσκητής πώς ξεχωρίζει ὁ ἐρημίτης ἀπό τούς πολλούς σάν νά ἦταν ἡ παλαίστρα τῆς ἐρήμου ἀνώτερη μορφή χριστιανικῆς ζωῆς.
Τόν πείραξε τοῦτος ὁ λογισμός, σάν ἀγκαθιῶν κάρφωμα βαθύ κι ὅρμησε τούτη ἡ σκέψη νά τοῦ πνίξει ὅλα τά λουλούδια πού ἡ μαρτυρική του προαίρεση εἶχε συλλέξει ὅλα τά χρόνια τοῦ διωγμοῦ. Ἔμπειρος ὅμως πιά ἀγωνιστής γρήγορα κατανόησε πώς εἶχε πάλι νά κάνει μέ παγίδα τοῦ ἀντίδικου. Γι’ αὐτό ἔπεσε σέ βαθιά προσευχή.
— Κύριε, φανέρωσέ μου, ἄν μέσα στήν πόλη μέ τούς θορύβους της μπορεῖ νά φτάσει ὁ πιστός τά μέτρα τά πνευματικά πού κατακτάει στή βαθιά ἔρημο ὁ ἀσκητής…
Δέν εἶχε ἀκόμα ἀποτελειώσει τοῦτο τό αἴτημα στόν Πανάγαθο καί φωνή ἀκούστηκε νά τοῦ λέει:
— Τό Εὐαγγέλιο εἶναι ἕνα γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους, Ἀντώνιε. Κι ἄν θέλεις νά βεβαιωθεῖς, πώς ἄν κανείς κάνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ σῴζεται καί ἁγιάζεται ὅπου καί νά ’ναι, πέρασε, καθώς φεύγεις ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια, ἀπό τό μαγαζάκι τοῦ μπαλωματῆ, πού εἶναι ἄσημο καί φτωχικό. Εἶναι ἐκεῖ κάτω στό τελευταῖο τῆς πόλης παραδρόμι.
— Στό μαγαζάκι τοῦ μπαλωματῆ, Κύριε; Καί ποιός μπορεῖ ἐκεῖ νά μέ βοηθήσει, νά ρίξει φῶς στό λογισμό; ἀπάντησε ἀπορημένος ὁ Ἀντώνιος.
— Θά σοῦ ἐξηγήσει ὁ μπαλωματής, ξανάκουσε τήν ἴδια φωνή.
— Ὁ μπαλωματής; Τί ξέρει αὐτός ὁ ἄνθρωπος ἀπό ἀγῶνες καί πειρασμούς; Τί γνώρισε ὁ πτωχός βιοπαλαιστής, ἀπό τῆς πίστης τίς κορυφές κι ἀπ τήν ἀλήθεια; ἀναρωτήθηκε.
Ἀντίρρηση ὅμως δέν μπόρεσε νά ὀρθώσει στή θεία ὑπόδειξη. Γι’ αὐτό μόλις ξημέρωσε πῆρε τό δρόμο πού ἔβγαζε ἀπό τήν πόλη. Ὅπως τοῦ εἶχε ὑποδείξει ὁ Θεός, στάθηκε, καθώς συνάντησε τό τελευταῖο παραδρόμι, καί βρῆκε τό μαγαζάκι τοῦ μπαλωματῆ.
Χαρούμενα καί σεβαστικά ὁ ἁπλός ἄνθρωπος τόν ὑποδέχτηκε καί τόν ρώτησε:
— Σέ τί μπορῶ νά σοῦ φανῶ χρήσιμος, Ἀββᾶ; Ἀγράμματος κι ἄξεστος χωρικός εἶμαι, μά γιά τόν ξένο, ὅποιος καί ’ναι, ὁ ντόπιος χρήσιμος πάντα θά βρεθῆ.
— Ὁ Κύριος μέ ἔχει στείλει νά μέ διδάξεις, εἶπε ταπεινά ὁ Ἀσκητής.
Πετάχτηκε ἐπάνω ἀπορημένος ὁ φτωχός βιοπαλαιστής.
— Ἐγώ; Τί μπορῶ ἐγώ ὁ ἀγράμματος νά διδάξω τήν ἁγιοσύνη σου; Δέν ξέρω νά ’χω κάνει στή ζωή μου τίποτα τό καλό καί τό ἀξιόλογο, κάτι πού νά μπορεῖ νά σταθεῖ ἀψεγάδιαστο, μπροστά στά μάτια τοῦ Θεοῦ.
— Πές μου τί κάνεις, πῶς περνᾷς τήν ἡμέρα σου; Ξέρει ὁ Θεός, μέ ἄλλο μέτρο Ἐκεῖνος ζυγίζει καί κρίνει τά πράγματα, ἐπέμενε ὁ Ἀντώνιος.
— Ἐγώ, Ἀββᾶ, ποτέ δέν ἔκανα ποτέ τίποτα τό καλό, μονάχα πού ἀγωνίζομαι σύμφωνα μέ τίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου. Κι ἀκόμα προσπαθῶ ποτέ νά μήν ξεχνῶ καί νά μήν παραβλέπω τίς ἐλλείψεις καί τήν πνευματική ἀκαρπία μου. Καθώς λοιπόν δουλεύω ὁλημερίς σκέπτομαι καί λέω στόν ἑαυτό μου: Ταλαίπωρε ἄνθρωπε, ὅλοι θά σωθοῦν καί μόνο ἐσύ ἄκαρπος μένεις. Ἐξαιτίας τῆς ἁμαρτίας σου, τό Ἅγιο Πρόσωπο Του ποτέ δέν θά ἀξιωθεῖς νά δεῖς.
— Σ’ εὐχαριστῶ Κύριε, εἶπε ὑψώνοντας τά δακρυσμένα μάτια του πρός τόν οὐρανό ὁ Ἀσκητής. Κι ἐνῷ ὁ μπαλωματής στεκόταν ἀπορημένος γιά τοῦτο τό φέρσιμο, ὁ Ἀσκητής τόν ἀγκαλίασε στοργικά καί τόν ἀποχαιρέτησε λέγοντας:
— Σ’ εὐχαριστῶ καί σένα, ἅγιε ἄνθρωπε. Σ’ εὐχαριστῶ, γιατί μέ δίδαξες πῶς τόσο εὔκολα, μονάχα μέ τόν ταπεινό λογισμό, μπορεῖ ὁ καθένας νά ζεῖ στή Χάρη τοῦ Παραδείσου.
Κι ἐνῷ ὁ φτωχός μπαλωματής συνέχιζε νά κοιτάζει ἀμήχανα, χωρίς τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά νά καταλαβαίνει, ὁ Ἀντώνιος πῆρε τό ραβδί κι ὠφελημένος τράβηξε τό μονοπάτι πού ὁδηγοῦσε στή βαθιά ἔρημο.
Βάδιζε μέ μόνη συντροφιά τοῦ ραβδιοῦ του τό χτύπημα. Βάδιζε κι ἡ προσευχή του καυτή σάν τῆς ἔρημης γῆς τή λάβα ὑψωνόταν ὁλόισια στόν οὐρανό.
Πορευόταν ὁλημερίς καί προσευχητικά ἀναλογιζόταν τό μάθημα πού εἶχε πάρει ἐκείνη τήν ἡμέρα ἀπό τό φτωχό μπαλωματή.
— Ἡ ταπεινοφροσύνη! Αὐτό λοιπόν εἶναι τό γρήγορο στρατί γιά τοῦ Παράδεισου τήν πόρτα, ἔλεγε μέ τό λογισμό. Ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι ἡ στολή πού ντύθηκε ὁ Θεός κι ἦρθε στή γῆ σάν ἄνθρωπος, μονολογοῦσε ὁ Ἀντώνιος κι ἀγωνιζόταν νά συλλάβει τό μεγαλεῖο τούτης τῆς ἅγιας ἀρετῆς.
Βάδιζε, προσευχόταν καί στό νοῦ του ἔφερνε ὅσα τόν εἶχε διδάξει ὁ Θεός, ὥσπου ἔξαφνα μπροστά του ἀντίκρισε ριγμένο καταγῆς πλῆθος ἀναρίθμητο ἀπό πρωτόγνωρες παγίδες. Παγίδες κάθε εἴδους, ἐπινοήσεις φοβερές, πανούργου νοῦ πρωτότυπα ἐφευρήματα.
— Θεέ μου, ἀναφώνησε κι ἔστρεψε τρομαγμένο τό βλέμμα καί τή ψυχή του στόν οὐρανό. Ποιός θά μποροῦσε, Κύριε, νά ξεφύγει ποτέ, ἀπό τέτοια ἐφευρήματα καί πανουργίες;
Ἡ ταπεινοφροσύνη, Ἀντώνιε. Αὐτή μπορεῖ μέ μιᾶς ὅλες αὐτές νά τίς διαλύσει, ἀκούστηκε πάλι ἡ γλυκιά, ἡ γνώριμη φωνή βαθιά μέσ’ τήν καρδιά του. Κι ἦταν αὐτή ἡ ἀπάντηση πού ἔχυσε μέσα του φῶς καί πού τοῦ ’δῶσε κουράγιο γιά τίς καινούργιες μάχες, πού ἔμελλε βαθιά στήν ἔρημο νά δώσει, μέ τοῦ ἀνθρώπου τόν προαιώνιο ἐχθρό.
Ἀπό τό βιβλίο
«Ὁ Μέγας Ἀντώνιος, ὁ ἄγγελος τῆς ἐρήμου»
Ἐκδ. «ΕΤΟΙΜΑΣΙΑ»
Ἱ.Μ. Τιμίου Προδρόμου Καρέα
Subscribe to:
Posts (Atom)