Wednesday, November 14, 2012

Greek Orthodox Christian Byzantine Music in AgSofia Kabarnos βυζαντινή μουσική

Patience ( Fr. Seraphim Rose )






Count it all joy, my brethren, when ye fall into manifold temptations, knowing that the testing of your faith produces patience. And let patience have its perfect work, that ye may be perfect and entire, lacking nothing. (James 1:2-4)

"By taking one small step at a time, and nobody not thinking that in one big step we are going to get any place, we can walk straight to the Kingdom of Heaven––and there is no reason for any of us to fall away from that ."


Fr. Seraphim Rose

Small Things are Important- St Luke the physician





This short story is an example how the little things demonstrate our firmness in our faith. Valentine Voino-Yassenesky was a highly respected surgeon at the time of the Communist revolution in Russia. He stands as a example for us because of the faith he demonstrated in a most horrible period of persecution for Christians in Russia. He later became Bishop Luke and then was affirmed as Saint Luke the Surgeon.


Valentine's deep faith was revealed in his life and work. His love for the sick and his great interest in the suffering sprang from his faith in God. He had an icon of the Mother of God hanging in the operating room. Before an operation he would make the sign of the cross, pray, and then make a cross with iodine on the patient's body. Only after this would he get down to work.


In the beginning of 1920, however, an examination committee ordered the icon to be removed from the operating room. Doctor Valentine reacted vigorously without fearing the consequences. He left the hospital, declaring that he would return only when the icon was returned to its place. ONe of the representatives of the committee declared with a certain dose of irony: "The operating room is a place of public service. We have separated the state from the church. IF your surgeon wishes to pray, that's fine and dandy, but he should keep the icon at home!"


Valentine did not yield. One admires his courage. At a time when he was in danger of losing not only his position but even his life, the faithful doctor dared to stand up to the resolute authorities for the sake of his faith. Hie persistence and unshakable faith in God brought quick results.


The wife of one of the Party members was brought to the hospital in need of an immediate operation. She demanded that only Professor Voino-Yassenetsky operate on her. Valentine was called to the visitor's room and asked to do the operation, but he answered firmly: "I am very sorry but in accordance with my beliefs, I cannot enter the operating room until the icon is first hung in its place."


The husband of the sick woman promised that, if the operation was done, the icon would be back the next morning. Valentine agreed. The operation was successful and the husband of the sick woman kept his world.

Sanctifying One's Work- Elder Paisios




Everyone should, by his life and prayers, sanctify his work and become holy. Additionally, if he is an employer and has responsibilities, he should help his employees spiritually. If he has a good inner state, he sanctifies his work. For example, when young people go to study under a craftsman to learn his trade, he should also teach them to live spiritually. This will benefit himself, his employes and his customers.

Every profession can be sanctified. A doctor, for example, shouldn't forget that that which helps most in medicine is the Grace of God. Therefore, he should strive to become a receptacle of Divine Grace. A doctor who is a good Christian also helps the sick with his goodness and faith. To a patient with a very serious illness he can say: "Medicine has helped to this point––but remember from now on that there is God who works miracles."

Or a teacher should try to instruct with joy, and to help the children in their spiritual rebirth, something which not all parents are able to do, even if they have good intentions. While teaching them to read he can also teach them to be good people Otherwise, how will learning to read benefit them? SOciety needs good people who will do well in whatever profession the choose. A teacher shouldn't only pay attention to whether the students know how to read well, but they should also consider whether they have other good qualities, such as piety, goodness, and conscientiousness. God's grades don't always correspond to those of the teacher's. The four that one child receives might be a ten in God's eyes, while a ten for another might count as a four to God.

Source: Family Life by Elder Paisios the Athonite, published by the Sacred Hesychastirion of St John the Evangelist, Souroti, Greece (2002); translated from the Greek by Fr. Luke Harting. Seen in Orthodox Heritage, vol7, Issue 09-10, p. 26

Ο πόλεμος κατά των παθών ( Γέροντος Εφραίμ Φιλοθείτου )




ΟΜΙΛΙΑ Ι΄
Ο πόλεμος κατά των παθών

Ευλογημένα μου παιδιά,
Λέγουν οι πατέρες ότι η καρδιά του ανθρώπου είναι μπλεγμένη με τις ρίζες των παθών, που είναι ακανθώδεις, και την έχουν «γαντζώσει» για τα καλά. Μόλις, λοιπόν, επιχειρήση ο άνθρωπος με την φώτιση του Θεού να ξερριζώση ένα πάθος (ουσιαστικά να μεταμορφώση ένα πάθος) , να αρχίση να βγάζη τα ριζίδια ,να τα πιάνη με την τσιμπίδα και να τα τραβάη, ξερριζώνοντας το πάθος σκίζει και την καρδιά! Σχιζομένη δε η καρδιά βγάζει αίμα και πονάει. Αν δεν κάνη ο άνθρωπος υπομονή στον πόνο, σταματάει εκεί και εγκαταλείπει τον αγώνα και μένει εμπαθής και αμαρτωλός. Αν όμως κάνη υπομονή στον πόνο, την βγάζει τη ρίζα του πάθους και απαλλάσσεται.
Γι’ αυτό και οι άγιοι πατέρες με την άσκησί τους, με την φώτιση του Θεού, με την προσευχή κ.λ.π. αγωνίστηκαν και πίεσαν τον εαυτό τους και ξερρίζωσαν σιγά-σιγά τις ριζίτσες των παθών∙ μία-μία τις έβγαλαν και έφθασαν στην απάθεια. Και μετά δεν επολεμούντο ούτε από υπερηφάνεια, ούτε από κενοδοξία, ούτε από φθόνο, ούτε από λογισμούς βρώμικους, ούτε από μίσος κ.α.
Βλέπουμε τους αγίους να κάνουνε θαύματα και να μην υπερηφανεύωνται καθόλου. Και λες: «Μα, πως δεν υπερηφανεύοντο αυτοί οι άνθρωποι∙ εμείς το παραμικρό κάνουμε και αμέσως φουντώνει το κερατάκι και μου λέγει: “ Ω, είσαι μεγάλος, είσαι τρανός, εσύ έκανες αυτό το έργο, που άλλος δεν το κάνει∙ εσύ είσαι πιο φωτισμένος, εσύ έχεις πιο πολλή αγωνιστικότητα” κ.λ.π.». Και σου φουσκώνει τώρα το «εγώ» και προσπαθεί ο διάβολος αυτός να σου κλέψη το κέρδος της προσπάθειας που έκανες. Όταν κενοδοξή ο άνθρωπος για το έργο που κάνει, χάνει το μισθό του. Μένει η εξωτερική πράξι. Αν μετανοιώση, ξαναπαίρνει το κέρδος . Αλλά πώς θα πάρη το κέρδος; Με την αυτομεμψία, με την αυτοκατηγορία.
Ένας Πατριάρχης Αλεξανδρείας, Θεόφιλος λεγόμενος, πήγε στο όρος της Νιτρίας στην Αίγυπτο, όπου ήταν οι πιο διάσημοι ασκητές. Ω φημισμένο όρος της Νιτρίας! Πήγε στον Πρώτο του όρους, στον πιο πνευματικό και προοδευμένο γέροντα και του λέει:
«Πάτερ, τι περισσότερο βρήκες εσύ γενόμενος μοναχός και κατοικώντας σ’ αυτό εδώ το όρος; Ποια είναι η μεγαλύτερη αρετή που βρήκες και ποια είναι αυτή που αξίζει πάνω απ’ όλες τις αρετές;».
Απάντησε εκείνος: «Βρήκα την αυτομεμψία, δηλαδή το να κατηγορώ τον εαυτό μου και να ρίχνω το βάρος επάνω μου ότι εγώ φταίω “ Το μέμφεσθαι εαυτόν”.
Ο Μέγας Αντώνιος λέγει: «Αν ο άνθρωπος ρίξη το βάρος επάνω του, βρίσκει ανάπαυσι. Την στιγμή που θα το ρίξη στον άλλον, θα βρη ταραχή μέσα του».
Δοκιμάστε το σε μία περίπτωσι, σ’ έναν πειρασμό. Πέστε ότι έφταιξε εκείνος, ο άλλος… Αισθάνεσθε ταραχή, ανακατωσούρα μέσα σας, στενοχώρια! Άπαξ και πης: «Δεν φταίει ο άλλος, εγώ φταίω∙ τι μιλάω τώρα γι’ άλλον, ξέχασα ποιος είμαι εγώ; Εγώ έκανα εκείνο, εκείνο, εκείνο… επομένως να μη μιλάω καθόλου». Ωπ! Σαν να προσγειώνεσαι σε στέρεο έδαφος και δεν φοβάσαι μην πέσης. Ενώ προηγουμένως ήσουν ψηλά και έλεγες: «Από δω θα πέσω, από κει θα πέσω» και είχες φόβο και ταραχή. Άπαξ και έπεσες χαμηλά και πάτησες σε στέρεο έδαφος, δεν φοβάσαι.

Όταν έρχωμαι σε μία διένεξι μ’ έναν άνθρωπο και ο εαυτός μου μου φέρνει αντίσταση, μου λέει ο λογισμός : «Αυτός έφταιξε, αυτός θύμωσε, αυτός μου μίλησε , αυτός πρέπει να ταπεινωθή. Αν μου μιλούσε τέλος πάντων πιο οικονομικά και πιο απαλά, εγώ θα έκανα υπομονή και δεν θα σκανδαλιζόμουν. Άρα φταίει αυτός». Να το πάθος του εγωισμού. Πρέπει να αντισταθούμε και να πούμε: «Όχι, όχι∙ αν εγώ δεν είχα εγωισμό ,δεν θα πειραζόμουν . Άρα εγώ φταίω, δεν φταίει ο αδελφός. Αν είχα ταπείνωσι, θα σκεπτόμουν ότι στεφάνι μου προξενείται κι ότι ο καυστήρας του Ιησού είναι αυτός ο άνθρωπος , γιατί καυτηριάζει το πάθος μου, για να γίνω υγιής! Άρα με ευεργετεί τώρα καυτηριάζοντας το πάθος μου. Είναι ευεργέτης μου! Πρέπει να τον αγκαλιάσω, πρέπει να τον αγαπώ, πρέπει να του κάνω και προσευχή που μου έκανε αυτό το καλό, που μου φανέρωσε τι έχω! Διότι αν δεν μου έλεγε αυτόν τον λόγο, κι αν δεν γινόταν ο πειρασμός, εγώ δεν θα ήξερα πόσο εγωισμό είχα μέσα μου και δεν θα έκανα και τον ανάλογο αγώνα να τον χτυπήσω. Επομένως με την νύξι του πειρασμού φανερώθηκε η ασθένειά μου και τώρα αφού την είδα, θα φροντίσω να βάλω φάρμακο και να γίνω καλά».
Πρέπει ,λοιπόν, ο άνθρωπος αφού πιάση το θέμα με την θεωρία, να αγωνισθή τώρα εσωτερικά. Πρέπει να κατέβη, να εντοπίση το κακό στην καρδιά, και να πολεμήση το πάθος, την πικρία, την δυσκολία, την πίεσι του δαίμονος, ο οποίος πιέζει την κατάστασι και λέει: «Μην υποχωρήσης! Μην το κάνης αυτό!»Και τότε πρέπει να δεηθή του Θεού ο άνθρωπος, να παρακαλέση τον Θεό, να πάρη δύναμι, να «στραμπουλήξη» το εγώ, να πη∙ «σώπα, κάτσε στην θέσι σου, κι εγώ πρέπει να κάνω το καθήκον μου τώρα». Να πάη στον άλλον, να βάλη μετάνοια. Εμείς οι μοναχοί, φερ’ ειπείν, βάζομε μετάνοια. Ο κατά κόσμον άνθρωπος φέρεται διαφορετικά∙ θα πη «καλημέρα, χρόνια πολλά, συγχώρεσέ με, θα κοινωνήσουμε, άγια μέρα ήρθε κ.λ.π.» κι έτσι γίνεται αγάπη.
Όταν το κάνη αυτό το πράγμα, αμέσως νοιώθει μια χαρά, μια ξεκούραση, μια ελάφρυνσι. Γιατί; Γιατί ήταν το βάρος το προηγούμενο, ήταν ο δαίμονας που πίεζε περισσότερο, γιατί ήθελε να γίνη το δικό του, το μίσος, η έχθρα, ο χωρισμός, η διάστασις. Ενώ ο Θεός είναι αγάπη και ταπείνωσι. Εμείς όμως όλοι οι άνθρωποι, και πρώτος εγώ, την «πατάμε» από τον εγωισμό μας, με το να θέλουμε να στήσουμε το δικό μας θέλημα, θεωρώντας ότι έχουμε δίκαιο, ότι είμαστε καλοί κι ότι ο άλλος φταίει. Το ότι κατακρίνουμε τι σημαίνει; Ότι θεωρούμε τον εαυτό μας μη σφάλλοντα σε οποιονδήποτε αμάρτημα. Γι’ αυτό λέγει ο Κύριος : «Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε, και, εν ω κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε»( Ματθ. 7,1 ) . Είναι τόσο σοβαρή βέβαια η κατάκρισι, παρ’ ότι εμείς την έχουμε για «ψωμοτύρι» και σαν εμπερίστατη αμαρτία. Εμπερίστατος αμαρτία είναι αυτή , που γίνεται σε κάθε περίστασι και κάθε ώρα…
… Πόσοι και πόσοι άνθρωποι , που εμείς τους έχουμε για τιποτένιους και για αμαρτωλούς , μία μέρα μπορεί να βρεθούνε στην Βασιλεία του Θεού∙ κι εμείς που παίρνουμε την καθέδρα του δικαστού και κρίνουμε, να βρεθούμε κατακριτέοι και να περάσουμε στην κόλασι!
Γι’ αυτό , λοιπόν, χρειάζεται πάρα πολλή προσοχή στα έργα μας και να αγωνιζώμεθα να ξερριζώσουμε τον εγωισμό, αυτό το φοβερό θηρίο, που μας τρώγει τα σωθικά. Το «εγώ»! Αυτό φουντώνει μέσα μας και θυμώνουμε και οργιζόμεθα και κατακρίνουμε και απαιτούμε το ένα , απαιτούμε το άλλο και βρίζουμε και χλευάζουμε τον έναν και ταπεινώνουμε τον άλλον. Θηρίο! Αυτό βοηθάει στην κατάκρισι, αυτό φουσκώνει τον λογισμό ότι κάτι φτιάχνουμε, ότι είμαστε καλοί, ότι έχουμε αρετές, και χίλια δύο άλλα.
Η αφετηρία των καλών είναι η ταπεινοφροσύνη και η αφετηρία των κακών ο εγωισμός…
… Και σε μας τους πνευματικούς καμμιά φορά έρχονται να ζητήσουν συμβουλή σε κάτι δύσκολα θέματα! Πως το σκέπτεσαι να μετρήσης την κάθε λέξι! Λες μια λέξη παραπάνω και την παίρνουν στραβά. Και ύστερα «τρέχα γύρευε». Πάρα πολλή προσοχή χρειάζεται σε όλους μας.
Πρέπει ακόμα να προσέξουμε στην καλή εκμετάλλευσι του χρόνου, για να μας πλουτίζη κατά Χριστόν για την αιώνια ζωή. Όταν τον χρόνο τον σπαταλήσουμε έτσι άσκοπα και χωρίς κέρδος πνευματικό, θα φύγουμε από την ζωή χωρίς τίποτε. Και βλέπεις τον αδελφό σου να αγωνίζεται, να εκμεταλλεύεται τον χρόνο και να πλουτίζη , κι εσύ ο ταλαίπωρος να μην κινήσαι, ώστε να κάνης κάτι καλό. Κι έρχεται εις αμφοτέρους ο θάνατος∙ ο μεν ένας πάει φορτωμένος επάνω, γεμάτος οφέλη, ενώ ο άλλος, εσύ, πας με άδειο «ντουρβά», γεμάτος κακίες και αμαρτίες! Γι’ αυτό στον χρόνο που μας έδωσε ο Χριστός να προσπαθήσουμε κάθε μέρα να κάνουμε κάτι καλό. Φερ’ ειπείν, πόσο ευεργετικό είναι , όταν εφαρμόζουμε τις παραγγελίες του πνευματικού, που μας λέει: «Παιδί μου, κοίταξε να κάνης το πρωί την προσευχή σου, να κάνης τις μετάνοιες, να διαβάζης το Ευαγγελιάκι σου∙ το απόγευμα να κάνης την Παράκλησί σου, το βράδυ πάλι την προσευχή σου, τις μετάνοιές σου∙ να σκέπτεσαι τον Θεό, να κάνης εκείνο, το άλλο, να λες την ευχή και να διώχνης τους κακούς λογισμούς». Όταν κάνης υπακοή σ’ αυτά, την σελίδα τα κάθε ημέρας την γεμίζεις με οφέλη. Αν όμως δεν πας σε πνευματικό και δεν σε βάλη σε μία τάξι, μαζεύεται το «κουβάρι», φθάνει το τέλος και δεν έχεις πολλά πράγματα να παρουσιάσης. Γι’ αυτό η υπακοή στον πνευματικό γεμίζει του ανθρώπου την ζωή, την οποία θα παρουσιάση κατόπιν ενώπιον του Θεού κατάφορτη από αρετή, όπως ένα δένδρο που έχει λυγισμένα τα κλωνάρια του, γιατί είναι κατάφορτα από τον πολύ καρπό.
Κι εμείς ,βέβαια , οι πνευματικοί έχουμε ευθύνη μεγάλη γι’ αυτό το πνευματικό εμπόριο που εργαζόμεθα, για να βοηθήσουμε τους άλλους. Το θέμα είναι ότι το έργο μας είναι πάρα πολύ κοπιαστικό, πάρα πολύ επίμοχθο και γεμάτο θλίψεις και στενοχώριες, όπως λέει κι ο Ιερός Χρυσόστομος: «Το άρχειν ψυχών επιπονώτερον πάντων». Είμαστε σαν τους εμπόρους τους μεγάλους, που αλωνίζουν τις ηπείρους, για να μπορέσουν να βρούνε θησαυρούς και άλλοτε γυρίζουν με κατάφορτα τα πλοία. Καμμιά φορά όμως πέφτουν σε ληστές , τους τα κλέβουν όλα και τους σκοτώνουν κιόλας. Κι έτσι, ενώ πήγαν για τα πολλά, έχασαν και τα λίγα.
Πάμε κι εμείς να εμπορευθούμε ψυχές, προσπαθούμε να ωφελήσουμε, να πάρουμε κέρδη και οφέλη, αλλά καμμιά φορά ο διάβολος προκαλεί ναυάγιο, κι εκεί που θα ωφελούσαμε τους άλλους, τους σκανδαλίζουμε. Όπως λέει ο Αββάς Ισαάκ ο Σύρος∙ «Είστε σαν τα ναυαγοσωστικά, που πάνε και σώζουν τους ναυαγούς∙ πηγαίνουν, έρχονται, αλλά καμμιά φορά βουλιάζουν».
Γι’ αυτό να εύχεσθε και για μας, να μας βοηθάη ο Θεός, να μας σκεπάζη, για να μπορέσουμε μέχρι τέλους της ζωής μας να βοηθούμε και να σώζουμε, για να μας ελεήση κι εμάς ο Θεός, να συγχωρέση τις αμαρτίες μας και να μας σώση.
Από το βιβλίο «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
Η ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ»
ΤΟΜΟΣ Α΄ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ
ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Γνωριμία με τον Θεό

 





Καθένας μας μπορε ν κρίνει γι τ Θε κατ τ μέτρο τς χάριτος το γίου Πνεύματος πο γνώρισε. Γιατί πς εναι δυνατ ν σκεφτόμαστε κα ν κρίνουμε γι πράγματα πο δν εδαμε δν κούσαμε κα δν ξέρουμε; Ο γιοι λένε πς εδαν τ Θεό. λλ πάρχουν κα νθρωποι πο λένε τι δν πάρχει Θεός. Εναι φανερ πς μιλον τσι, γιατί δν Τν γνώρισαν, ατ μως δν σημαίνει καθόλου πς Θες δν πάρχει.
Ο γιοι μιλον γι πράγματα πο πραγματικ εδαν κα γνωρίζουν. Δν λένε, γι παράδειγμα, πς εδαν να λογο μήκους νς χιλιομέτρου να πλοο δέκα χιλιομέτρων, πο δν πάρχουν. Κι γ νομίζω, πώς, ν δν πρχε Θεός, δν θ μιλοσαν κν γι' Ατν στ γ. Ο νθρωποι μως θέλουν ν ζον σύμφωνα μ τ δικό τους θέλημα κα γι' ατ λένε πς δν πάρχει Θεός, βεβαιώνοντας τσι μλλον πς πάρχει.

λων τν λαν ψυχ ασθανόταν πς πάρχει Θεός, ν κα δν ξεραν ν λατρεύουν τν ληθιν Θεό. Τ γιο Πνεμα μως δίδαξε πρτα τος προφτες, πειτα τος ποστόλους, στερα τος γίους πατέρες κα πισκόπους μας, κι τσι φτασε ς μς ληθιν πίστη. μες γνωρίσαμε τν Κύριο μ τ γιο Πνεμα, Κα ταν Τν γνωρίσαμε, τότε στερεώθηκε σ' Ατν ψυχή μας.

σιου Σιλουανο το θωνίτου

Κάνε και εσύ το ίδιο...

 




Όταν ο αββάς Αντώνιος ασκήτευε στην έρημο, έπεσε κάποτε σε ακηδία και σε μεγάλη σύγχυση των λογισμών του και έλεγε στον Θεό:
"Κύριε, θέλω να σωθώ αλλά δεν μ΄ αφήνουν οι λογισμοί μου. Τι να κάνω με τη θλίψη μου αυτή; Πώς να σωθώ;"

Κάποια φορά λοιπόν βγήκε λίγο προς τα έξω και βλέπει κάποιον σαν τον εαυτό του να κάθεται και να κάνει εργόχειρο.
Μετά από λίγο άφηνε το εργόχειρο, σηκωνόταν και προσευχόταν, και ξανά καθόταν και συνέχιζε να πλέκει το σχοινί του.
Ύστερα πάλι σηκωνόταν για προσευχή.
Ήταν άγγελος Κυρίου που είχε σταλεί για να διορθώσει τον Αντώνιο και να του δώσει σιγουριά και άκουσε τον άγγελο να του λέει:
"Κάνε κι εσύ το ίδιο και θα σωθείς".
Και ο Αντώνιος όταν τ΄ άκουσε, πήρε μεγάλη χαρά και κουράγιο. Και έτσι κάνοντας προχωρούσε στο έργο της σωτηρίας του.

The Vision of St. John of Kronstadt


 



"The Holy and Righteous John of Kronstadt recalled this vision which he had in January of 1901:
After evening prayers I laid down to rest a little in my dimly lit cell since I was fatigued. Hanging before the icon of the Mother of God was my lit lampada. Not more than a half hour had passed when I heard soft rustle. Someone touched my left shoulder, and in tender voice said to me, 'Arise servant of God John and follow the will of God!'

I arose and saw near the window glorious starets (elder) with frosty grey hair, wearing a black mantia, and holding staff in his hand. He looked at me tenderly, and I could scarcely keep from falling because of my great fear. My hands and feet trembled, and I wanted to speak, but my tongue would not obey me. The starets made the sign of the cross over me, and calm and joy soon came over me. Then I made the sign of the cross myself. He then pointed to the western wall of my cell with his staff in order that I should notice certain spot. The starets had inscribed on the wall the following numbers: 1913, 1914, 1917, 1922, 1924, and 1934.

Suddenly the wall vanished, and I walked with the starets toward a green field and saw a mass of crosses-thousands standing as gravemarkers. They were wooden, clay, or gold. I asked the starets, 'What are these crosses for' He softly answered, "These crosses are for those who suffered and were murdered for their faith in Christ and for the Word of God and have become martyrs!"

And so we continued to walk. Suddenly I saw an entire river of blood and asked the starets, 'What is the meaning of this blood? How much has been spilled?' The starets looked around and replied, This is the blood of true Christians!' The starets then pointed to some clouds, and I saw mass of burning white lamps. They began to fall to the ground one after another by the tens and by the hundreds. During their descent they grew dim and turned to ashes. The starets then said to me, 'Look!' I saw on a cloud seven burning lamps. I asked, 'What is the meaning of the burning lamps which fell to the ground' He said, Those are the churches of God which have fallen into heresy, but these seven lamps on the clouds are the seven Catholic and Apostolic Churches which will remain until the end of the world!'

The starets then pointed high into the air and I saw and heard angels singing, 'Holy, Holy, Holy, Lord of Sabbaoth!' Then a large crowd of people with candles in their hands rushed by with joy on their shining faces. They were archbishops, monks, nuns, groups of laymen, young adults, and even children and babies. I asked the wonderworking starets, 'What is the meaning of these people' He responded, These are all the people who suffered for the Holy, Catholic, Apostolic Church, for the holy icons at the hands of the wicked destroyers.' I then asked the great starets if I could sit down next to them. The starets said, 'It is too early for you to suffer, so joining them would not be blessed by God!'

Again I saw a large group of infants who had suffered for Christ under Herod and had received crowns from the Heavenly King. We walked further and went into large church. I wanted to make the sign of the cross, but the starets said, 'It is not necessary to cross yourself because this is a place of abomination and desolation!' The church was very gloomy. On the altar was a star and a Gospel book with stars. Candles made of tar were burning and crackling like firewood. The chalice was standing there covered by strong stench. There was prosphora with stars. A priest stood before the altar with face like pitch and woman was under the altar covered in red with a star on her lips and she screamed and laughed throughout the church saying, 'I am free!' I thought Oh, Lord, how awful! The people, like madmen, began to run around the altar, scream, whistle, and clap their hands. Then they began to sing lecherous songs. Suddenly lightning flashed, frightening thunderbolt resounded, the earth trembled, and the church collapsed, sending the woman, the people, the priest, and the rest into the abyss. I thought Oh Lord, how awful, save us!

The starets saw what had happened as did I. I asked, 'Father, tell me, what is the meaning of this frightening church?' He responded, These are the earthly people, heretics who have abandoned the Holy, Catholic, Apostolic Church and recognized the newly innovated church which God has not blessed. In this church they do not fast, do not attend services, and do not receive Holy Communion!' I was frightened and said, The Lord has pity on us, but curses those with death!' The starets interrupted me and said, 'Do not mourn, but just pray!' Then I saw a throng of people, each of whom had a star on his lips and was. terribly exhausted from thirst, walking here and there. They saw us and yelled loudly, 'Holy Fathers, pray for us. It is very hard for us because we ourselves cannot. Our Fathers and Mothers did not teach us the Law of God. 'We do not even have the name of Christ, and we have received no peace. We rejected the Holy Spirit and the sign of the cross!' They began to cry.

I followed after the starets. 'Look!' he said pointing with his hand. I saw a mountain of human corpses stained in blood. I was very frightened, and I asked the starets, 'What is the meaning of these dead bodies?' He replied, These are people who lived the monastic life, were rejected by the Antichrist, and did not receive his seal. They suffered for their faith in Christ and the Apostolic Church and received martyrs crowns dying for Christ. Pray for these servants of God!'
Without warning the starets turned to the north and pointed with his hand. I saw an imperial palace, around which dogs were running. Wild beasts and scorpions were roaring and charging and baring their teeth. And I saw the Tsar sitting on a throne. His face was pale and masculine. He was reciting the Jesus Prayer. Suddenly he fell like a dead man. His crown fell. The wild beasts, dogs, and scorpions trampled on the anointed Sovereign. I was frightened and cried bitterly. The starets took me by my right shoulder. I saw a figure shrouded in white - it was Nicholas II. On his head was a wreath of green leaves, and his face was white and somewhat bloodied. He wore a gold cross around his neck and was quietly whispering a prayer. And then he said to me with tears, 'Pray for me, Fr. John. Tell all Orthodox Christians that I, the Tsar-martyr, died manfully for my faith in Christ and the Orthodox Church. Tell the Holy Fathers that they should serve a Panachida for me, a sinner, but there will be no grave for me!'
Soon everything became hidden in the fog. I cried bitterly praying for the Tsar-martyr. My hands and feet trembled from fear. The starets said, :Look! Then I saw a throng of people scattered about the land who had died from starvation while others were eating grass and vegetation. Dogs were devouring the bodies of the dead, and the stench was terrible. I thought, Oh Lord, these people had no faith. From their lips they expelled blasphemy, and for this they received God's anger.

I also saw an entire mountain of books and among the books worms were crawling emitting ? terrible stench. I asked the starets, 'What was the meaning of these books?' ?? said, These books are the Godlessness and blasphemy which will infect all Christians with heretical teachings!' Then the starets touched his staff to some of the books, and they ignited into flames. The wind scattered the ashes. Further on, I saw a church around which was a large pile of prayer intentions for the departed. I bent over and wanted to read them, but the starets said, These prayer requests for the dead have been lying here for many years, and the priests have forgotten about them. They are never going to read them, but the dead will ask someone to pray for them!' I asked, 'Who, will they get to pray for them?' The starets answered: 'The Angels will pray for them!'

We proceeded further, and the starets quickened the pace so that I could hardly keep up with him. 'Look!' he said. I saw a large crowd of people being persecuted by demons who were beating them with stakes, pitchforks, and hooks. I asked the starets, 'What is the meaning of these people?' He answered, These are the ones who renounced their faith and left the Holy, Catholic, Apostolic Church and accepted the new innovative church. This group represents priests, monks, nuns, and laymen who renounced their vows or marriage, and engaged in drinking and all sorts of blasphemy and slander. All of these have terrible faces and a terrible stench comes from their mouths. The demons beat them, driving them into the terrible abyss, from where hell fire comes forth. ' I was terribly frightened. I made the sign of the cross while praying, Lord deliver us from such a fate!

I then saw a group of people, both old and young, all of whom were terribly dressed, and who were raising a large, five pointed star. On each corner were twelve demons and in the middle was Satan himself with terrifying horns and a straw head. He emitted a noxious foam onto the people while pronouncing these words, 'Arise you accursed ones with the seal of …..' Suddenly many demons appeared with branding irons and on all the people they placed the seal: on their lips, above the elbow and on their right hands. I asked the starets, 'What is the meaning of this?' He responded, This is the mark of the Antichrist!' I made the sign of the cross and followed after the starets.

He suddenly stopped and pointed to the east with his hand. I saw a large gathering of people with joyous faces carrying crosses and candles in their hands. In their midst stood a large altar as white as snow. On the altar was the cross and the Holy Gospel and over the altar was the vosduch with golden imperial crown on which was written in golden letter, 'For the short term.' Patriarchs, bishops, priests, monks, nuns, and laymen stood around the altar. They were all singing, 'Glory to God in the highest and peace on Earth' Out of great joy I made the sign of the cross and praised God. Suddenly the starets waved his cross upwards three times, and I saw mountain of corpses covered in human blood and above them Angels were flying. They were taking the souls of those murdered for the Word of God to heaven while they sang, Alleluia!' I observed all this and cried loudly.

The starets took me by the hand and forbade me to cry. 'What is pleasing to God is that Our Lord Jesus Christ suffered and shed His precious blood for us. Such ones will become martyrs who do not accept the seal of the antichrist, and all who shed their blood will receive heavenly crowns.' The starets then prayed for these servants of God and pointed to the east as the words of the Prophet Daniel came true, 'Abomination of desolation.' Finally, I saw the cupola of Jerusalem. Above it was a star. Within the church millions of people thronged and still many more were trying to enter inside. I wanted to make the sign of the cross, but the starets grabbed my hand and said, 'Here is the abomination of desolation!'

So we entered into the church, and it was full of people. I saw an altar on which tallow candles were burning. On the altar was a king in red, blazing, porphyry. On his head was a golden crown with a star. I asked the starets, 'Who is this?' He replied, 'The Antichrist!' He was very tall with eyes like fire, black eyebrows, a wedge-shaped beard, a ferocious, cunning, evil, and terrible face. He alone was on the altar and he reached his hands out to the people. He had claws as those of a tiger for hands and he shouted, 'I am King. I am God. I am the Leader. He who does not have my seal will be put to death.' All the people fell down and worshipped him, and he began to place his seal on their lips and on their hands in order that they should receive some bread and not die from hunger and thirst.

Around the Antichrist his servants were leading several people whose hands were bound as they had not bowed down to worship him. They said, "We are Christians, and we all believe in our Lord Jesus Christ!' The Antichrist ripped off their heads in a flash and Christian blood began to flow A child was then led to the altar of the Antichrist to worship him, but he boldly proclaimed, 'I am a Christian and believe in our Lord Jesus Christ, but you are a minister, a servant of Satan!' 'Death to him!' exclaimed the Antichrist. Others who accepted the seal of the Antichrist fell down and worshipped him. Suddenly roar of thunder resounded and thousand lightning flashes began to sparkle. Arrows began to strike the servants of the Antichrist. Then a large flaming arrow flashed by and hit the Antichrist himself on the head. As he waved his hand, his crown fell and was crushed into the ground. Then millions of birds flew in and perched on the servants of the Antichrist.

I felt the starets take me by the hand. We walked further on, and I again saw much Christian blood. It was here that I remembered the words of Saint John the Theologian in the book of Revelation that blood would 'be up to the horse's bridle.' I thought, Oh my God, save us! At that time I saw Angels flying and singing, 'Holy, Holy, Holy. Lord of Sabbaoth!' The starets looked back and went on to say, 'Do not grieve, for soon, very soon, will come the end of the world! Pray to the Lord. God be merciful to His servants!' Time was drawing near to close. He pointed to the east, fell to his knees and began to pray So I prayed with him. Then the starets began to quickly depart from the earth to the heights of heaven. As he did so I remembered that I did not know his name, so cried out loudly, 'Father, what is your name?' He tenderly replied, 'Seraphim of Sarov!'

That is what 'saw, and this is what ' have recorded for Orthodox Christians. A large bell rang above my head, and I heard the sound and arose from bed. 'Lord, bless and help me through the prayers of the great starets! You have enlightened me, the sinful servant, the priest John of Kronstadt."

Selected Quotes of the Fathers on Vainglory, Pride, and Humility


 

Selected Quotes of the Fathers on Vainglory, Pride, and Humility
"Adam became so proud that he wished to become God and died for his pride; the Son of God humbled Himself unto death, and gave life to the fallen. O abyss of humility! Adam and Eve lost themselves through gluttony, the Lord fasted and died for them, in order to give them life. They were disobedlient, Christ fulfilled obedience."
St. John of Kronstadt - My Life in Christ

"Flee vainglory, and you will be glorified; fear pride, and you will be magnified."
St. Isaac the Syrian - "Ascetical Homilies" (Homily Five)

"Pride does not perceive that it walks in darkness and, as being darkened, it does not know the insight of wisdom. For this reason in its own murky thoughts it elevates itself above all, whereas it is more vile and more feeble than any, and it is incapable of learning the ways of the Lord. And the Lord conceals His will from it, because it did not choose to walk in the path of the humble."
St. Isaac the Syrian - "Ascetical Homilies" (Homily Nineteen)


“The sun shines on all alike, and vainglory beams on all activities. For instance, I am vainglorious when I fast; and when I relax the fast in order to be unnoticed, I am again vainglorious over my prudence. When well-dressed I am quite overcome by vainglory, and when I put on poor clothes I am vainglorious again. When I talk I am defeated, and when I am silent I am again defeated by it. However I throw this prickly-pear, a spike stands upright.”
St. John Climacus - The Ladder of Divine Ascent (Step 22, Section 5)

“An angel fell from Heaven without any other passion except pride, and so we may ask whether it is possible to ascend to Heaven by humility alone, without any other of the virtues.”
St. John Climacus - The Ladder of Divine As
cent (Step 23, Section 12)


"When pride retreats from a man, humility begins to dwell in him, and the more pride is diminished, so much more does humility grow. The one gives way to the other as to its opposite. Darkness departs and light appears. Pride is darkness, but humility is light."
St. Tikhon of Zadonsk - "Journey to Heaven"

"Pride prevents the soul from setting on the path of faith."
Staretz Silouan - "Wisdom from Mount Athos"

"Humility is a Heavenly siphon which from the abyss of sins can raise the soul to Heaven."
St. John Climacus - The Ladder of Divine Ascent (Step 25)

"When blessed Anthony saw all the snares of the devil spread out everywhere, he sighed, and asked God how anyone could ever avoid them. God answered him, 'Humility. It is humility that enables you to escape them all!' And what is more astonishing, He added, 'They cannot even touch you'."
St. Dorotheos of Gaza - "Discourses and Sayings" (On Humility)

"...The work of fulfilling the Commandments generates a state of humility."
Abba Dorotheos of Gaza - "Discourses amd Sayings"

"Let us humble ourselves and the Spirit of God Himself will instruct the soul."
Staretz Silouan - "Wisdom from Mount Athos"

Repentance, Asceticism and the World ( Abba Isaiah )




Blessed Theodora also narrated that one monk asked Abba Isiah: Why is it that those who live in the world with their negligence toward fasting, neglect for prayer, running away from vigils, and lack of humility; with their taking pleasure in food, living according to their passions, ‘devouring’ each other, spending the entire day cursing and swearing – how is it that they do not fall, and do not even say that they sin? Yet we monks, with our fasts; vigils; sleeping on the ground; eating only bread; abstinence from wine, oil, and all bodily comfort; with mourning and sobbing – we say we have lost our souls, have deprived ourselves of the Kingdom of Heaven, and are condemned to torments? Are not the Law and the commandments given to everyone equally?

The good Father shed tears and sighed from the depth of his soul and said: You said well, my son, that worldly people do not fall. This is because after they have fallen once, terribly and bitterly, they cannot get up nor do they have any place further to fall. The devil has no need to wrestle or fight against those who are always lying down and never get up. Monks – at times vanquishing and at other times being vanquished; attacking and attacked – they still antagonize the devil. Worldly people, because of their senselessness and ignorance, because of their love for the world and worldly things, remain in their first downfall, not even seeing or realizing their fall. You must understand that not only do you and I – we who only seem to be monks, while not living the monastic life – have need to always weep and lament, but even the great Fathers – in other words, the true ascetics and hermits – had need to be constantly weeping. Listen to this carefully and judge for yourself. Lying is from the devil, as says the Lord (Jn. 8:44). To look upon a woman to lust after her, He put alongside fornication; to be angry with one’s neighbour, He equated with murder, and declared that there is need even to account for every idle word. Who is he, or where do we find anyone who never was tempted by a lie; or by lust for a woman, and was not stained; and would not therefore have need of repentance? For all have sinned, and come short, of the glory of God (Rom. 3:23).

However, know this, that whether one is a monk or a layperson, a bishop or a king – unless one gives himself totally to the Cross, in other words, gives himself to asceticism in humbleness of mind, he cannot be a true Christian. The Lord Jesus Christ our God beatifies such when He says: Blessed are the poor in spirit for their’s is the Kingdom of Heaven (Mt. 5:3). He did not say the “rich,” but the “poor.” Again: Blessed are they which do hunger and thirst after righteousness: for they shall be filled… Blessed are they that mourn: for they shall be comforted (Mt. 5:6,4).

So where is mentioned here those who lord over luxurious tables and all worldly things, and live in dissoluteness and excess, and enjoy everything to satiety, with laughter, with obscenity, and without fear of God? There are some unfortunate people in the world who say that fasting is demanded only for monks, along with all sufferings and the heavy yoke; people in the world can have pleasures, rest and all sorts of comforts. O you senseless and slow of heart! Do you not hear what the Lord says: Blessed are they which do hunger… for they shall be filled (Mt. 5:6), and Woe unto you that are rich! for ye have received your consolation. Woe unto you that are full! for ye shall hunger (Lk. 6:24-25). And Enter ye in at the strait gate: for wide is the gate, and broad is the way, that leadeth to destruction, and many there be which go in thereat: because strait is the gate, and narrow is the way which leadeth unto life, and few there be that find it(Mt. 7:13-14).

This and all similar words are meant not for monks – because there were as yet no monks when Sweetest Jesus our God was teaching this – but for people living in the world, those who lead a bustling life, filled with material love. If the Lord was teaching this only for monks, then people in the world are more to be pitied and more unfortunate than even animals, since they would thereby be deprived of the holy commandments and the Beatitudes. If the Law is common to all, then common too are the yoke and the Beatitudes, the Judgement and Hell.

When the monk heard this from the Abba, my good Teacher, he was struck with amazement, and sighing deeply he fell to the feet of the honourable Father and said: So, holy Father, we need great labour, much sweat and asceticism. Pray for me, holy Father.
And the Abba blessed him and let him go.
(Taken from the book Matericon: Instructions of Abba Isaiah to the Honorable Nun Theodora pp. 81-83,

Christ is Everything




Excerpt from the Commentary on the Gospel of St. Matthew (24:16-31, Homily 76) by St. John Chrysostom

Ἐγὼ πατὴρ,
ἐγὼ ἀδελφὸς,
ἐγὼ νυμφίος,
ἐγὼ οἰκία,
ἐγὼ τροφὴ,
ἐγὼ ἱμάτιον,
ἐγὼ ῥίζα,
ἐγὼ θεμέλιος,
πᾶν ὅπερ ἂν θέλῃς ἐγώ·
μηδενὸς ἐν χρείᾳ καταστῇς.
Ἐγὼ καὶ δουλεύσω·
ἦλθον γὰρ διακονῆσαι, οὐ διακονηθῆναι.
Ἐγὼ καὶ φίλος,
καὶ μέλος,
καὶ κεφαλὴ,
καὶ ἀδελφὸς,
καὶ ἀδελφὴ,
καὶ μήτηρ,
πάντα ἐγώ·
μόνον οἰκείως ἔχε πρὸς ἐμέ.
Ἐγὼ πένης διὰ σέ·
καὶ ἀλήτης διὰ σέ·
ἐπὶ σταυροῦ διὰ σὲ,
ἐπὶ τάφου διὰ σέ·
ἄνω ὑπὲρ σοῦ ἐντυγχάνω τῷ Πατρὶ,
κάτω ὑπὲρ σοῦ πρεσβευτὴς παραγέγονα παρὰ τοῦ Πατρός.
Πάντα μοι σὺ,
καὶ ἀδελφὸς,
καὶ συγκληρονόμος,
καὶ φίλος,
καὶ μέλος.
Τί πλέον θέλεις;
                                                               Αμην.



  
I am your father,
I am your brother,
I am your bridegroom,
I am your home,
I am your sustenance,
I am your clothing,
I am your root,
I am your foundation,
Everything you want, I am.
You have need for nothing.
I will work for you,
I have come to serve and not be served.
I am your friend,
I am your members,
I am the head,
I am your brother,
I am your sister,
I am your mother,
I am all things.
Only abide in Me.
I have died for you.
I have been rejected for you.
I have been placed on the Cross for you,
I have been placed in the Tomb for you,
Above, I am before the Father for you,
Below, upon the Earth, I intercede for you before the Father.
You are everything to Me:
My brother,
My co-heir,
My friend,
My member.
What more do you want?
Amen.

Για την καλοπεραση - Γέροντας Τύχων




Πολύ στενοχωριόταν, όταν έβλεπε καλοθρεμμένο νέο, και περισσότερο, όταν
έβλεπε καλοθρεμμένο Καλόγηρο, επειδή δεν ταιριάζουν τα παχιά με το
Αγγελικό Σχήμα.
Μια μέρα τον επισκέφτηκε ένας λαϊκός πολύ χονδρός και του λέει:
- Γέροντα, έχω πόλεμο σαρκικό με βρώμικους λογισμούς, πού δεν μ' αφήνουν
καθόλου να ησυχάσω.
Ό Παπα - Τυχών του είπε:
- Εάν, παιδί μου, εσύ θα κάνης υπακοή, με την Χάρη του Χρίστου εγώ θα σε
κάνω Άγγελο. Να λες, παιδί μου, συνέχεια την ευχή, το Κύριε Ιησού Χριστέ,
ελέησόν με, και να περνάς όλες τις ήμερες με ψωμί και νερό, και το Σάββατο
και την Κυριακή να τρως φαγητό με λίγο λάδι. Να κάνης και από εκατόν
πενήντα μετάνοιες την νύκτα και να διαβάζης μετά την Παράκληση της
Παναγίας και ένα κεφάλαιο από το Ευαγγέλιο και το Συναξάρι του Αγίου της
ημέρας.
Μετά από έξιμήνες, πού τον ξαναεπισκέφτηκε, ο Γέροντας δεν μπόρεσε να
τον γνωρίση, γιατί είχαν φύγει όλα τα περίσσια παχιά, και με ευκολία πια
χωρούσε από την στενή πόρτα του Ναού του. Ό Γέροντας τον ρώτησε:
- Πώς περνάς τώρα, παιδί μου;
Κι εκείνος απήντησε:
- Τώρα νιώθω πραγματικά σαν Άγγελος, γιατί δεν έχω ούτε σαρκικές
ενοχλήσεις ούτε και βρώμικους λογισμούς και αισθάνομαι πολύ ελαφρός,
πού έφυγαν τα πάχη.

Η φοβερή προφητεία του αββά Παμβώ!!!

 



Ερώτησε κάποτε ένας μοναχός τον αββά Παμβώ: «Αλήθεια γέροντα, θα αλλάξουν οι συνήθειες και οι παραδόσεις των χριστιανών και δεν θα υπάρχουν ιερείς στις εκκλησιές;»
Και ο Γέροντας απάντησε: «Εκείνο τον καιρό θα ψυχραθεί η αγάπη των πολλών και θα πέσει μεγάλη θλίψη. Θα γίνουν επιδρομές εθνών. Μετακινήσεις λαών, αστάθεια στους βασιλείς, ανωμαλία στους κυβερνήτες, οι ιερείς θα γίνουν άσωτοι και οι μοναχοί θα ζουν με αμέλεια. Οι ηγούμενοι θα αδιαφορούν για τη δική τους σωτηρία αλλά και του ποιμνίου τους. Θα είναι όλοι τους πρόθυμοι και πρώτοι στα τραπέζια και εριστικοί. Οκνηροί στις προσευχές αλά πρόθυμοι στην καταλαλιά, έτοιμοι για κατηγορία. Δεν θα θέλουν ούτε να μιμούνται ούτε αν ακούνε βίους και λόγους Γερόντων, αλλά κυρίως θα φλυαρούν και θα λένε «αν ζούσαμε κι εμείς στις μέρες τους, θα αγωνιζόμασταν και εμείς».
Οι επίσκοποι πάλι των καιρών εκείνων θα δείχνουν δουλικότητα προς τους ισχυρούς, θα βγάζουν τις αποφάσεις ανάλογα με τα δώρα που θα παίρνουν και δεν θα υπερασπίζονται τους φτωχούς, όταν θα κρίνονται. Θα θλίβουν τις χήρες και θα καταταλαιπωρούν τα ορφανά.
Ακόμη θα εισχωρήσει και στον λαό απιστία, ασωτία, μίσος, έχθρα, ζήλεια, φιλονικία, κλεψιά, μέθη, έξαλλες διασκεδάσεις, μοιχεία, πορνεία, φόνοι και διαρπαγές.»
Είπε τότε ο αδελφός: «Και τί θα μπορεί να κάνει κανείς σε τέτοιους δύσκολους καιρούς;»
Και ο Γέροντας απάντησε: «Παιδί μου, σε τέτοιες ημέρες θα σωθεί εκείνος που θέλει και προσπαθεί να σώσει την ψυχή του και αυτός θα ονομαστεί μέγας στη Βασιλεία των Ουρανών».

Γέροντας Πορφύριος:"Άλλο ευγένεια και άλλο ευλάβεια"

 




Κρίνοντας τη συμπεριφορά των σημερινών ανθρώπων ό Γέροντας έλεγε: «Οι άνθρωποι βασανίζονται σήμερα από τις ευκολίες, οι όποιες ξεπερνούν τα όρια τους και γίνονται δυσκολίες. πριν ξεχρεώσουν το ένα μηχάνημα, χρεώνονται το άλλο. Όλα σήμερα ξεπέρασαν τα όρια τους. Από τα θερμοκήπια περάσαμε στις ορμόνες». Ιδού μία αρίστη ανατομία της ζωής των σημερινών ανθρώπων, οι οποίοι μέσα στις ευκολίες του πολιτισμού πού δημιούργησαν πνίγονται, δυσκολεύονται, χάνονται.

Τα εύκολα έφεραν τα δύσκολα. Οι ανέσεις έφεραν τις πιέσεις, πού προέρχονται από τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, ό όποιος, παρά την πρόοδο και τα αγαθά της σύγχρονης κοινωνίας, μένει άδειος και μάλιστα ανικανοποίητος. «Πολλοί άνθρωποι, έλεγε ό Γέροντας, ζουν χωρίς ιδανικά. Δεν πιστεύουν στην άλλη ζωή. Δεν έχουν συλλάβει το βαθύτερο νόημα της ζωής. Το κακό ξεκινά από την έλλειψη πίστης στην άλλη ζωή.
Οι σημερινοί άνθρωποι ομοιάζουν με γερές μηχανές πού έχουν παγωμένα λάδια. Έχουν παγωμένη καρδιά. Δεν χρησιμοποιούν την καρδιά τους, γι' αυτό βασανίζονται. Ευτυχώς, όμως, υπάρχει καλό προζύμι. Οι ορθόδοξοι έχουμε το χάρισμα της ευλάβειας. Οι Ευρωπαίοι έχουν την ευγένεια Δυστυχώς, χάνομε την ευλάβεια και δεν έχομε και την ευγένεια. Έτσι, τα πράγματα γίνονται χειρότερα».
Αλήθεια, πώς μπορεί κανείς να έχει ιδανικά όταν δεν δίδει μεταφυσικές διαστάσεις στη ζωή του; Ή οποία ευγένεια, όσο κι αν «υποχρεώνει», δεν μπορεί να συγκριθεί με την αρετή της ευλάβειας, για την οποία ό Γέροντας έλεγε: «Μία γυναίκα πού έχει ευλάβεια αξίζει περισσότερο από την εικόνα μίας αγίας, γιατί είναι ζωντανή»!
Οι άνθρωποι με παγωμένες καρδιές δεν μπορούν να είναι ευλαβείς. Υπάρχουν όμως και οι εξαιρέσεις των ευλαβών ανθρώπων. Είναι το καλό προζύμι, πού μπορεί να ζυμώσει όλους τους άλλους, σύμφωνα με τη διαβεβαίωση του αποστόλου Παύλου: «Μικρά ζύμη όλον το φύραμα ζυμοί» (Γαλ. ε' 9). Πράγματι, με μικρή ποσότητα από προζύμι μπορεί κανείς να ζυμώσει μεγάλη ποσότητα ψωμιού. Έτσι, και λίγοι ευλαβείς άνθρωποι με το παράδειγμα της κατά Χριστόν ζωής τους μπορούν να επηρεάσουν και πολλούς άλλους, οί οποίοι ζουν διαφορετικά.
Έχουμε πολλά παραδείγματα ευσεβών χριστιανών, συζύγων και μητέρων, πού επηρέασαν θετικά όχι μόνο τους συζύγους και τα παιδιά τους, αλλά και το ευρύτερο οικογενειακό και κοινωνικό τους περιβάλλον.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...