Thursday, October 23, 2014
Οι εμφανίσεις της Αγίας Παρασκευής στον αγιασμένο γέροντα π. Ιάκωβο Τσαλίκη
«… Όλα τα παιδάκια πήγαιναν σχολείο μια φορά την ημέρα. Το Ιακωβάκι πήγαινε δύο. Το αγαπούσε πολύ, γιατί το σχολείο του στα πρώτα χρόνια ήτανε κι Εκκλησία, της Αγίας Παρασκευής. Αργά το απόγευμα πήγαινε κι άναβε τα καντήλια. Πήγαινε μόνο του το παιδί και του άρεσε να μένει μέχρι το νύχτωμα. Προσευχότανε όσο ήξερε κι όσο μπορούσε. Έπειτα έπαιρνε τον κατήφορο για το σπίτι, αφήνοντας το δάσος με τα πεύκα. Ένα απόγευμα όμως, θα᾽ τανε τότε οκτώ-εννέα ετών, εκεί που προευχότανε του εμφανίστηκε ολοζώντανη η αγία Παρασκευή ως μοναχή, όπως ήτανε στην εικόνα. Το παιδί τρόμαξε, το ᾽βαλε στα πόδια κι έφτασε λαχανιασμένο στο σπίτι. Ούτε γύρισε να κοιτάξει πίσω από τον φόβο του. Ξαναπήγε άλλη μέρα ν᾽ ανάψει τα καντήλια και του εμφανίστηκε πάλι. Και πάλι τρόμαξε. Έφυγε τρέχοντας τον κατήφορο, μα η Αγία βγήκε από το ναό, μίλησε γλυκά και καθησύχασε το παιδάκι. Αυτό, τώρα, σταμάτησε να τρέχει, γύρισε να δει ποιός του μιλούσε. Η Αγία του εξήγησε ποιά είναι, του ᾽πε να μη φοβάται, και το Ιακωβάκι ανέβηκε δειλά δειλά πάλι προς το εκκλησάκι. Έκατσε κοντά της και την άκουσε προσεκτικά. Η εμφάνιση της Αγίας Παρασκευής επαναλήφθηκε πολλές φορές. Το Ιακωβάκι συνήθισε και δε φοβότανε πια. Καθόσανε δίπλα δίπλα και μιλάγανε… τέτοια οικειότητα και αφελή παρρησία ο μικρός! Σε μία από τις πρώτες εμφανίσεις της η Αγία, όταν είχε ξεθαρρέψει ο μικρός, του είπε:
– Τι θέλεις, Ιάκωβέ μου, να σου χαρίσω για τις προσευχές που κάνεις και που περιποιείσαι το σπίτι μου;
Εκείνο δεν ήξερε τι να ζητήσει. Όμως το βράδυ ρώτησε τη μητέρα του, τη Θοδώρα. Εκείνη το συμβούλεψε απλοϊκά: «Να σου πει, να σου δώσει, την τύχη σου». Το άλλο απόγευμα εμφανίστηκε η Αγία και απάντησε στο παιδί:
– Άκουσέ με. Θα δεις δόξες και τιμές πολλές, πολύς κόσμος θα ᾽ρχεται να σε δει, πολλά χρήματα θα έρχονται στα χέρια σου, αλλά δε θα μένουν (και πράγματι όλα επαληθεύτηκαν. Τον τίμησαν τον γέροντα Ιάκωβο πλούσιοι και φτωχοί, σοφοί και αγράμματοι, άρχοντες και αρχόμενοι, καθηγητές πανεπιστημίου
και ανώτατοι δικαστικοί, μοναχοί, ιερείς, επίσκοποι και πατριάρχες, που έφταναν τα τελευταία χρόνια στο μοναστήρι να τον γνωρίσουνε, να εξομολογηθούνε, να ωφεληθούνε, να πάρουνε την ευχή του. Και χρήματα επίσης, τα τελευταία χρόνια, του έδιναν πολλά, μα κι αυτός τα προσέφερνε όλα σε όποιους είχανε ανάγκη, δε μένανε στο σακκούλι του – γιατί σ᾽ ένα σακκούλι τα έβαζε, που δεν άδειαζε ποτέ, όσα και να ᾽δινε). Ο ίδιος, που τα διηγότανε αυτά, πρόσθετε:
– Και μήπως ψέματα μου είπε, αδελφέ μου, η αγία Παρασκευή; Μικρή τύχη μου έδωσε; Μ᾽ έκανε ιερέα των μυστηρίων του Θεού!
ΠΗΓΗ : Στ. Παπαδόπουλου, Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΙΑΚΩΒΟΣ ΤΣΑΛΙΚΗΣ, Εκδ. Ακρίτας, Θ´ έκδοση, Σεπτέμβριος 2005, σσ. 37-39.
Πηγή: tribonio.blogspot.gr
The Christian struggle ( Elder Paisios )
Greater worth has he who has acquired virtues through struggle than he who was born with inherent virtues and who therefore must double them so as to hear, "Well done, thou good and faithful servant..." (Matthew 25:21)
Elder Paisios
Ὁ πειρασμός οὔτε τρίχα δέν θά μᾶς πειράζει, ἄν δέν ἔχει τήν ἄδεια ἀπό πάνω ( Γέροντας Ἀρσένιος Σπηλαιώτης )
- Παππού, βοήθησέ με.
- Τι έχεις, παιδί μου; μωρέ πολύ τρομαγμένος φαίνεσαι.
- Ε, να Γέροντα. ο πειρασμός δεν με αφήνει ήσυχο. Και στον ύπνο, αλλά και φανερά ξύπνιο με πολεμά. Στον ύπνο φωνές, απειλές. Στην αγρυπνία το ίδιο. Μόλις αρχίσω τον κανόνα μου χτυπά την πόρτα, ακούω άγριες φωνές, απειλές. Από τον φόβο μου τρέμω σαν ψάρι. Πού να πάω να γλυτώσω!
- Μωρέ, εσύ μεγάλος αγωνιστής είσαι. Σε κατάλαβε ο σατανάς και γελά μαζί σου. Όταν λέμε «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με», ο πειρασμός κατακαίεται, μόνο που ακούει το όνομα του Χριστού. Πάση θυσία μηχανεύεται να μας καταφέρει να σιωπήσουμε. Βάζει μέριμνες, ιδέες, περισπασμούς, και ό,τι άλλο φανταστείς. Μόνον ευχή να μη λέμε. Εσένα σε βρήκε δειλό. Σου λέει. ή σταματάς την ευχήν ή μπαίνω να σε σκοτώσω. Εσύ… το΄ χαψες. Βρε μην τον φοβάσαι. είναι ψεύτης.
Ούτε τρίχα δεν θα μας πειράζει αν δεν έχει την άδειαν από πάνω. Ο Θεός τον αφήνει για να σε γυμνάσει. Εμάς με τον Γέροντα (τον συνασκητή του Ιωσήφ τον Ησυχαστή και Σπηλαιώτη) μας έκαμε άλλα γυμνάσια ανώτερα. Μέχρι κι ξύλο φάγαμε απ΄ αυτόν τον καταραμένον. Όμως, εμείς δεν είμασταν δειλοί όπως εσύ. Όταν ερχόταν ο πειρασμός, εμείς ελέγαμε την ευχή με όλην μας την ψυχή. Εδίναμεν όλον τον εαυτόν μας στον Θεόν. Η ευχή έτρεχε γρήγορα αλλά και καθαρά. Ο νους μας κολλούσε στο νόημα της ευχής. Κολλούσαμε στην προσευχή, στον Χριστό μας. Ερχόταν μέσα μας γαλήνη, χαρά, δάκρυα. Και τότε… ο πειρασμός άφαντος. Του λέγαμε και ευχαριστώ.
ΠΗΓΗ : ΙΩΣΗΦ Μ.Δ., Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ (1886 – 1983), ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ
http://agiameteora.net/
Do not hope in temporary things ( part 4 )
The pleasures and prosperity of the present world are like a lit wick that remains lit for as long as there is wax or oil to keep the flame alive. Shortly thereafter, however, the flame is extinguished,
and the only thing that remains is a puff of smoke and a bad smell. Similarly, the temporary things of this life appear beautiful and shiny; however, they end in sorrows and torment, and, unfortunately,
unrepentant sinners will melt away like wax and smoke.
For,according to the Prophet David, “As smoke vanishes, so let them vanish; as wax melts before the fire, so let sinners perish from the face of God. And let the righteous be glad” (Ps. 67:3-4).
Since the end result of the secular world is so destructive for man’s soul, loathe it with all your heart. Instead, think of your true purpose and the
intention for which God created you. Desire and seek this out continuously, just as all things naturally desire to fulfill their purpose and
innately run their course until completion.
All the rivers come forth from the oceans, and they ultimately return back to the ocean. The ocean, from which our soul came forth, is our God and Creator to Whom the soul desires to return once more. Thus, the human soul is not content with any worldly thing because God is its ultimate end. This is why the heart cannot be satisfied with anything until it returns to its Creator and Savior.
All the things God brought into existence were created out of love for man: so they can be of assistance to him and serve him; however, He
made man for Himself. God made man to glorify, praise, and respect Him.
God did not create you for the earth but for Heaven. Neither did he bring you into existence
in order to desire corrupt and vain things. The
four-legged animals that God created for the earth have their heads steadily turned toward the ground.
This is all they look at because when they die they
return back to the earth, and this is where their
existence ends. Conversely, O man, you were created for Heaven! This is why you walk
standing upright so you can look at and be reminded of the path that you will take one day in
the near future. The Lord did not make you in order to seize and rule over corrupt and transient
things but to proceed toward the Jerusalem above, to your permanent homeland, to your blissful and final destination, where you will eternally delight in God.
from the book
The Salvation of Sinners
Subscribe to:
Posts (Atom)