Πολλές φορές στην ζωή μας παίρνουμε αποφάσεις να διορθωθούμε, αλλά τις παίρνουμε με «μισή καρδιά». Θέλουμε να δοκιμάσουμε για κάποιο διάστημα και μετά να επανέλθουμε στις συνήθειές μας. Όχι ! αυτό δεν λυτρώνει την ψυχή, δεν την μεταμορφώνει, δεν μας δίνει αίσθηση αιωνιότητος. Αυτό δίνει μέσα μας με σαφήνεια την έννοια της παροδικότητας και υπ’ αυτή την έννοια ο χρόνος γίνεται σκλαβιά. Ελευθερία είναι η αιωνιότητα.
Ας αναφέρουμε ένα απλό παράδειγμα : το κάπνισμα. Αποφασίζουμε να το κόψουμε για δύο τρεις μέρες. Έστω ότι το καταφέρνουμε. Την τέταρτη μέρα όμως χρησιμοποιούμε πολλαπλές δόσεις του πάθους μας. Το ίδιο γίνεται και με το φαγητό. Κάνουμε μια εγκράτεια – συνήθως την κάνουμε για μερικές μέρες, ώστε να χάσουμε λίγο βάρος – και όσα κιλά χάσαμε σε μια βδομάδα τα κερδίζουμε σε δύο μέρες. Έτσι ακριβώς συμβαίνει και με μια αλυσίδα πραγμάτων στη ζωή μας.
Έρχεται η Εκκλησία με την παράδοσή της και μας λέει : «Θέλετε να ξεμπερδεύετε με αυτές τις ιστορίες; Πάρτε μια απόφαση διά βίου».
Κλασσικό παράδειγμα είναι όταν ένας άνθρωπος αποφασίζει να γίνει μοναχός. Διαγράφει από τον λογισμό του ένα ολόκληρο κεφάλαιο που λέγεται οικογενειακή ζωή . Ή ξεχνάει το κρέας. Οι μοναχοί, όπως ενδεχομένως γνωρίζετε, δεν τρώνε κρέας. «Μα ούτε το Πάσχα θα ρώταγε κανείς ;», θα ρώταγε κανείς. Ούτε το Πάσχα. Λήγει αυτή η συνήθεια διά βίου. Αυτά είναι απλά πράγματα. Το να γίνει κάποιος μοναχός ή το να μην φάει κρέας δεν είναι τίποτε. Το να κόψει ένα ριζωμένο μέσα του πάθος είναι πολύ μεγαλύτερη υπόθεση.
Το να πει κανείς ότι θα κόψει κάτι από τώρα για πάντα σημαίνει νέκρωση του εαυτού, μεταφορά από την παροδικότητα στην αιωνιότητα. Διότι όταν πούμε ότι κάτι συγκεκριμένο δεν θα το ξανακάνουμε - και ο καθένας μας μπορεί ίσως να βάλει με τον νου του τι θα μπορούσε να εννοηθεί για την δική του περίπτωση – τότε ελευθερώνουμε το πρόβλημά μας από τα δεσμά του χρόνου και το μεταθέτουμε στην αιωνιότητα. Θα πεθάνουμε χωρίς αυτό το πάθος. Θα φύγουμε από αυτό τον κόσμο χωρίς να επαναλάβουμε την γλυκόπικρη γεύση του για την ψυχή μας. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι εάν δεν πάρουμε σε ορισμένα σημεία της ζωής μας μερικές αποφάσεις διά βίου, οριστικά και αμετάκλητα, αδιαπραγμάτευτα εντελώς, δεν θα μπορέσει η ψυχή μας να ελευθερωθεί ούτε να γευθεί το άρωμα της χάριτος του Θεού, το οποίο μόνο μέσα στον κήπο της αιωνιότητας μπορεί να απλωθεί .
Νικολάου Μητροπολίτου Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Από το καθ' ημέραν στο καθ' ομοίωσιν
Όποιος αγαπάει τον Κύριο, σκέφτεται πάντα Εκείνον. Η θύμηση του Θεού γεννάει την προσευχή. Αν δεν θυμάσαι τον Κύριο, τότε και δεν θα προσεύχεσαι και χωρίς την προσευχή, δεν θα παραμείνει η ψυχή στην αγάπη του Θεού, γιατί η χάρη του Αγίου Πνεύματος έρχεται με την προσευχή. Η προσευχή προφυλάσσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, γιατί ο νους, όταν προσεύχεσαι, είναι απασχολημένος με το Θεό και στέκεται με ταπεινό πνεύμα ενώπιον του Κυρίου, τον Οποίο γνωρίζει η ψυχή του προσευχομένου. Ο αρχάριος όμως χρειάζεται χειραγωγό, επειδή η ψυχή, πριν έρθει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, έχει μεγάλο πόλεμο εναντίον των εχθρών και δεν μπορεί να διακρίνει η ίδια, αν η γλυκύτητα που δοκιμάζει, προέρχεται από τον εχθρό. Αυτό μπορεί να το διακρίνει μόνο εκείνος που γεύθηκε ο ίδιος το Άγιο Πνεύμα. Αυτός αναγνωρίζει τη χάρη κατά τη γεύση. Όποιος θέλει να ασκεί την προσευχή χωρίς χειραγωγό και μέσα στην υπερηφάνεια του, φαντάζεται ότι μπορεί να τη διδαχθεί από τα βιβλία, αυτός βρίσκεται κιόλας στην πλάνη. Τον ταπεινό όμως τον προστατεύει ο Κύριος, έτσι, αν πράγματι δεν υπάρχει έμπειρος οδηγός, αυτός καταφεύγει στον υπάρχοντα πνευματικό και ο Κύριος θα τον σκεπάσει χάρη στην ταπείνωσή του. Σκέψου ότι στον πνευματικό ζει το Άγιο Πνεύμα, και αυτός θα σου πει το ωφέλιμο. Αν όμως σκεφτείς πως ο πνευματικός ζει με αμέλεια και διερωτηθείς, «Πώς είναι δυνατό να έχει το Άγιο Πνεύμα;», θα υποστείς εξαιτίας αυτής της σκέψης σου μεγάλο πειρασμό, και ο Κύριος θα σε ταπεινώσει και θα επιτρέψει να πέσεις σε κάποια πλάνη. Η προσευχή δίνεται στον προσευχόμενο. Η προσευχή που γίνεται μόνο από συνήθεια, χωρίς καρδιά συντριμμένη για τις αμαρτίες της, δεν είναι αρεστή στο Θεό. Ω άνθρωπε, μάθε την κατά Χριστόν ταπείνωση, και ο Κύριος θα σου χαρίσει να γευθείς τη γλυκύτητα της προσευχής. Κι αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, γίνε ταπεινός, γίνε εγκρατής, εξομολογήσου ειλικρινά και θα σε αγαπήσει η προσευχή. Γίνε υπάκουος, υποτάξου ευσυνείδητα στις αρχές, μείνε ευχαριστημένος με όλα, και τότε ο νους σου θα καθαριστεί από μάταιους λογισμούς. Να θυμάσαι πως σε βλέπει ο Κύριος, γι’ αυτό πρόσεχε, μήπως λυπήσεις με κάτι τον αδελφό, μην τον κατακρίνεις και μη τον στενοχωρήσεις ούτε μ’ ένα βλέμμα, και το Πνεύμα το Άγιο θα σε αγαπήσει και θα σε βοηθήσε σε όλα. Το Άγιο Πνεύμα μοιάζει πολύ με αγαπημένη, γνήσια μητέρα. Η μητέρα αγαπάει το παιδί της και πονάει γι’ αυτό. Έτσι και το Άγιο Πνεύμα σπλαχνίζεται, συγχωρεί, θεραπεύει, νουθετεί και χαροποιεί. Και αναγνωρίζεται το Άγιο Πνεύμα στην ταπεινή προσευχή. Όποιος αγαπάει τους εχθρούς, αυτός γρήγορα θα γνωρίσει τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Όποιος όμως δεν τους αγαπάει – γι’ αυτόν δεν θέλω ούτε καν να γράψω. Όμως τον λυπάμαι, γιατί βασανίζει τον εαυτό του και τους άλλους και δεν θα γνωρίσει τον Κύριο. Στις εκκλησίες τελούνται οι ιερές ακολουθίες και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί σ’ αυτές. Η ψυχή, ωστόσο, είναι ο καλύτερος ναός του Θεού, και όποιος προσεύχεται εσωτερικά, γι’ αυτόν όλος ο κόσμος έγινε ναός του Θεού. Αυτό όμως δεν είναι για όλους. Πολλοί προσεύχονται προφορικά ή προτιμούν να προσεύχονται με βιβλία. Και αυτό καλό είναι και ο Κύριος δέχεται την προσευχή τους. Αν όμως κανείς προσεύχεται και σκέφτεται άλλα πράγματα, ο Κύριος δεν εισακούει αυτή την προσευχή. Η αδιάλειπτη προσευχή προέρχεται από την αγάπη και χάνεται εξαιτίας της κατακρίσεως, της αργολογίας και της ακράτειας. Όποιος αγαπάει το Θεό, αυτός μπορεί να Τον σκέφτεται μέρα και νύχτα, γιατί το ν’ αγαπάς το Θεό καμιά εργασία δεν το παρεμποδίζει.
It’s a popular topic; a word thrown around here and there. We love our mothers and fathers from birth; we love our siblings, our friends, and even co-workers. We “fall in love” and many times vow to love one person for the rest of our lives.
So what kind of loves are these: familial, “love of one’s own”? In what way do we love those around us naturally? I use “naturally” because I think we’d all agree that to a certain extent we are naturally inclined towards loving. But the nature of this love, the root, where is it to be found? What is the goal of this love? Why do we love: for what purpose, for what benefit? What makes this “natural” love of ours binding? What unites us to those that we love?
I suppose it’s easy to think that all or any kind of love is good and of God, but is this true? I don’t propose to know the answers to the above questions. In fact, I don’t even plan on trying to answer them here. Each in its own right could be expounded upon in its own article. I simply would like to talk about the relationship love has with Christ and if indeed Christ is the binding element of love.
The Scriptures tell us “We can do nothing without Christ”, and, “Except the Lord build the house, in vain do they labour that build it.” So, this brings us to the heart of the matter: Can love that is not mediated by Christ be called, or be in essence, love?
Here is a small, but powerful excerpt from a letter St. Nektarios wrote to one of the nuns under his spiritual care: “Be careful in the development of the feeling of love. It is endangered when the heart is not supported by honest prayer, and can then become carnal, unnatural, and can darken and burn the heart. I hope that this doesn’t happen. Love each other like holy sisters and let only the common love you share for the Lord unite you.”
According to this great theologian and miracle-worker, loves exist that are not good, are not “natural”, are not of God and in the end will only harm us, “darken and burn the heart” even. I do not know how to discern which love is “carnal” and which is not, which is “spiritual” and which is based solely on selfishness. The only thing I know is that the Scriptures seem to suggest, just as St. Nektarios’ letter does, that love is of a very particular nature and can only be shared, understood, felt, and given with Christ as our conscious mediator. Again I will quote a letter written by St. Nektarios to a nun who (I’m assuming unknowingly and unintentionally) allowed her love for him to turn into something other than that which is mediated through love of Christ:
“My soul has become cold towards Syncletici so much that I have become indifferent towards her because of her state of mind. I love all of you, my dear girls, not because you love me but because you love our Lord Jesus Christ. It is a common love that we have for the Lord and it is that love which makes my heart love you, and it is what binds us. When one of you takes the love in your heart away from the Lord and offers it to the vanity of the world and the passion of the soul, then my love towards you will diminish because you have taken Christ out of your heart and have thus broken the bond of love between us, because, of course, the link that binds us is the common love of Christ.”
I must admit when I first read this I felt guilty. Have I too taken the love in my heart away from the Lord? Am I guilty of offering the love in my heart to the “vanity of the world”? The saint’s words seemed so sharp they cut me like a knife; I can’t imagine how they made Sr. Syncletici feel. Despite how she initially felt on reading her elder’s letter, I think they most likely helped her see her error.
How often do we fall into the same or similar error with our friends, co-workers, classmates, siblings, and/or parents? Perhaps not in a way that can turn into lust, but in a way that is merely human and devoid of Christ. Can there be ANY love without Christ? I don’t think so. I don’t know what this means about the world and the supposed love non-Christians have for one another. It seems to me that St. Nektarios is clear: we cannot even love without Christ.