Friday, April 17, 2015

Ο πνευματικός καθορίζει κάθε πότε θα κοινωνά ο πιστός! ( Αγιος Παΐσιος )




- Γέροντα, ο Απόστολος Παύλος γράφει: «Ο εσθίων και πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει και πίνει». Πότε κοινωνάει κανείς «αναξίως»;
- Βασικά πρέπει να προσερχώμαστε στην θεία Κοινωνία έχοντα συναίσθηση της αναξιότητός μας. Ο Χριστός ζητά από μας την συντριβή και την ταπείνωση. Όταν υπάρχη κάτι που ενοχλεί την συνείδησή μας, πρέπει να το τακτοποιούμε. Αν π.χ. μαλώσαμε με κάποιον, πρέπει να συμφιλιωθούμε μαζί του και ύστερα να κοινωνήσουμε..


- Γέροντα, μερικοί, ενώ έχουν ευλογία από τον πνευματικό να κοινωνήσουν, διστάζουν.
- Δεν θα ρυθμίση κανείς μόνος του, αν θα κοινωνήση ή όχι. Αν μόνος του αποφασίζη να κοινωνήση ή να μην κοινωνήση, θα το εκμεταλλευτή ο διάβολος και θα του ανοίξη δουλειά. Πολλές φορές νομίζουμε ότι είμαστε άξιοι, ενώ δεν είμαστε, ή άλλοτε σύμφωνα με τον νόμο πράγματι δεν είμαστε άξιοι, αλλά σύμφωνα με το πνεύμα των Αγίων Πατέρων χρειάζεται η θεία μετάγγιση για νοσηλεία και η θεία παρηγοριά, γιατί από την πολλή συντριβή της μετανοίας μπορεί να έρθη από τα δεξιά ο εχθρός και να μας ρίξη σε απόγνωση.
- Δηλαδή, Γέροντα, κάθε πότε πρέπει να κοινωνάη κανείς;
- Το κάθε πότε πρέπει να κοινωνάη κανείς και το πόσο πρέπει να νηστεύη πριν από τη θεία Κοινωνία δεν μπαίνουν σε καλούπι. Ο πνευματικός θα καθορίζη με διάκριση κάθε πότε θα κοινωνάη και πόσο θα νηστεύη, ανάλογα με την αντοχή που έχει. Παράλληλα θα τον οδηγή και στην πνευματική νηστεία, την αποχή από τα πάθη, ρυθμίζοντάς την και αυτήν ανάλογα με την πνευματική του ευαισθησία, ανάλογα δηλαδή με το πόσο συναισθάνεται το σφάλμα του, και έχοντας υπ’ όψιν του το κακό που μπορεί να κάνη ο εχθρός πολεμώντας μια ευαίσθητη ψυχή, για να την φέρη σε απόγνωση. Σε πτώσεις λ.χ. σαρκικές, για τις οποίες δίνεται κανόνας σαράντα ημερών αποχής από την θεία Κοινωνία, μπορεί ο διάβολος να ρίξη πάλι την ψυχή στις τριάντα πέντε ημέρες και, αν δοθή νέος κανόνας σαράντα ημερών, ο διάβολος θα πάρη φαλάγγι την ψυχή, οπότε ζαλίζεται και απελπίζεται. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μπορεί ο πνευματικός, μετά τον πρώτο κανόνα, να πη: «κοίταξε, πρόσεξε μια εβδομάδα και να κοινωνήσης», και ύστερα να κοινωνάη συνέχεια σε κάθε θεία Λειτουργία, για να μπορέση να πάρη επάνω της η ψυχή και να πάη ο διάβολος πέρα. Ένας πάλι που ζη πνευματική και προσεκτική ζωή θα προσέρχεται στο μυστήριο, όποτε αισθάνεται την θεία Κοινωνία ως ανάγκη και όχι από συνήθεια, αλλά και αυτό θα γίνεται με την ευλογία του πνευματικού του.

Αγιος Παΐσιος 


http://agiameteora.net/index.php/paterika/5876-o-pnevmatikos-kathorizei-kathe-pote-tha-koinona-o-pistos.html

Love for Christ knows no bounds, neither does love for your neighbour.

 
Love for Christ knows no bounds, neither does love for your neighbour. It should extend everywhere, to the ends of the earth. Everywhere, to everyone.


Let me give you an example. There was a monk who had two disciples. He tried very hard to bring them up to scratch and make them better. But he was worried about whether they were really making any progress in the spiritual life, if they were making headway, and if they were ready for the kingdom of God. He waited for a sign from God about this, but didn’t get an answer. One day, there was going to be a vigil in another skete that was a good few hours away from theirs. They’d have to make their way through the desert. He sent his disciples off early, so that they’d get there early and get the church ready, while the Elder himself was to leave later in the afternoon. The disciples were well on their way when suddenly they heard groaning. There was a man there, badly hurt and asking for help;
– Take me with you, please. Ι’m stuck out here in the desert. Nobody ever comes by. I’ll never get any help. There’s two of you. Pick me up and carry me to the nearest village.
– We can’t. We’re in a hurry to get to the vigil. We’ve been told to get it ready.
– Please! Take me with you. If you don’t, I’ll die and get eaten by wild animals.
– We can’t. Sorry, but we have to do what we’ve been told.
And they left. In the afternoon, the Elder left for the vigil. He went along the same path. He got to the place where the injured man was lying. He saw him, went up to him and said:
– What’s the matter, man of God? What is it? How long have you been here? Didn’t anybody see you?
– This morning a couple of monks came by and I asked them to help me, but they were in a hurry to get to a vigil.
– I’ll take you. Don’t worry.
– You can’t. You’re an old man. You can’t lift me. No way!
– No, I’ll take you. I can’t leave you.
– But you can’t lift me’
– I’ll bend over and lift you on top of me. It’ll take time, but I’ll get to the nearest village. A little bit today, a little bit tomorrow, but I’ll get you there.
So he lifted him, difficult though it was, and started to trudge through the sand. He was sweating freely and thought: ‘Even if it takes three days, I’ll get there’. As he was tramping along, he began to feel that the burden was becoming lighter, and then, at one point, he seemed not to be carrying anything at all. He turned his head to see what was going on and, to his amazement, saw he was carrying an angel. The angel said to him:
– God sent me to tell you that your two disciples don’t deserve to enter the kingdom of God, because they don’t have any love.


Source: ΑγίαΖώνη, Periodical of the Church of the Holy Girdle, Patisia, vol. 19, 2010


Source-Pemptousia.com
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...