Saturday, November 3, 2012

The Church in our times- Elder Paisios



                       
'' The Church is the Church of Christ and He is the One  Who governs Her.
The Church is not a temple built with stones, sand and mortar by the faithful,
and destroyed by the fire of barbarians.

The Church is Christ Himself. ''


With Pain and Love for Contemporary Man- Elder Paisios

Η ψυχρότητα στην προσευχή

 



                  
Η ψυχρότητα στην προσευχή οφείλεται είτε σε ψυχική κόπωση είτε σε πνευματικό κορεσμό είτε σε σωματικές απολαύσεις και αναπαύσεις είτε σε πάθη, που κυριεύουν την ψυχή, προπαντός στην έπαρση.
Όλα αυτά είναι ενάντια στην πνευματική ζωή, μέσα στην οποία κεντρική θέση κατέχει η προσευχή. Έτσι, πρώτα και κύρια προκαλούν το στέρεμα της πηγής της προσευχής μέσα μας. Αυτό, όμως, μπορεί να οφείλεται και σε απομάκρυνση της χάριτος, που συμβαίνει με θεία παραχώρηση.
Και να γιατί: Όταν η ψυχή μας φλέγεται από τον πόθο του Θεού και από την καρδιά μας ξεχύνεται ολόθερμη προσευχή, δεν έχουμε παρά ελεητική επίσκεψη της χάριτος. Εμείς όμως, όταν η ευλογημένη αυτή κατάσταση παρατείνεται για πολύ, νομίζουμε ότι κατορθώσαμε κάτι σπουδαίο με το δικό μας αγώνα και κυριευόμαστε από την κενοδοξία.

Για λόγους παιδαγωγικούς, λοιπόν, απομακρύνεται η χάρη και μένει η ψυχή μας μόνη της, γυμνή και αδύναμη, ανίκανη να ζήσει πνευματικά, ψυχρή και απρόθυμη να προσευχηθεί …
Τί θα κάνουμε, λοιπόν, για να ξεφύγουμε απ’ αυτή την κατάσταση; Πρώτα-πρώτα θα φροντίσουμε να εξουδετερώσουμε τις αιτίες της.
Και ύστερα, παρ’ όλη την ψυχρότητα της ψυχής μας, θα κάνουμε με επιμονή και υπομονή τον καθημερινό προσευχητικό κανόνα μας, προσπαθώντας αφ’ ενός να συγκεντρώνουμε το νου μας στα λόγια των ευχών και αφετέρου να ξεσηκώνουμε μέσα στην καρδιά μας αισθήματα φιλόθεα.
Με τον καιρό ο Θεός, βλέποντας την ταπείνωση και την καρτερία μας, θα μας ξαναστείλει τη χάρη Του, που θα διώξει το πνεύμα της ψυχρότητος, όπως ο άνεμος διώχνει την ομίχλη.

Ο Άγιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος

Ἡ Παναγία Μητέρα μας - Γέρων Ἰωσήφ ὁ Ἡσυχαστής

 



                          
                          

                                               
[Ἀπόσπασμα ἐπιστολῆς τοῦ μακαριστοῦ Γέροντος ᾿Ιωσὴφ τοῦ ῾Ησυχαστοῦ, γραμμένης ἀπὸ τὰ σπήλαια τῆς Μικρᾶς ῾Αγίας ῎Αννης τοῦ Ἁγίου Ὄρους τὸ ἔτος 1947 πρὸς Μοναχική Αδελφότητα στὸ ὁποῖο μὲ εκπληκτική χάρη καὶ τόλμη εἰσδύει στὰ βάθη καὶ πετᾶ στὰ ὕψη τῆς γνωστῆς εἰς αὐτὸν πνευματικῆς πραγματικότητος, γιὰ νὰ μᾶς μυήση στὰ «μυστήρια τοῦ Θεοῦ» καὶ μάλιστα στὸν τρόπο «συγγενείας» μας μὲ τὴν Παναγία Μητέρα μας.]

«... Ἀκούσατέ μου, λοιπόν, ἐνωτίσασθέ μου τούς λόγους, ὅτι μέλλω εἰπεῖν εἰς ὑμᾶς ὄντως φοβερόν καὶ ἀπόκρυφον καί τῆς Οἰκονομίας τοῦ Θεοῦ τό μέγα Μυστήριον. Οὐ φθονῶ τήν ὠφέλειαν, οὐ κρύπτω ὅ οἶδα ὡς ὁ κρύψας τό τάλαντον, οὐ δειλιῶ τάς ἀπειλὰς τῶν δαιμόνων ὅπου ὠρύονται κατ' ἐμοῦ ἐμφανίζοντος τοιαῦτα μυστήρια, ἀλλ' ἐλπίζω εἰς τάς εὐχάς σας.

Ἐλᾶτε λοιπόν πᾶσαι ὅμου κατά τάξιν καθάρατε στόματα δι’ ἀληθείας, ἁγνίσατε σώματα διά νηστείας καί ἁγιάσατε πνεύματα διά προσευχῆς- γίνετε νήπια σώματα καὶ ἡγεμονικά πνεύματα- πτεροφυήσατε καὶ ἀπό σκώληκες γίνετε πεταλοῦδες- μηδέν γήινον ἀφήσετε εἰς τόν νοῦν σας- πετάσθητε πλησίον μου, κἀγὼ ὑμῶν προπορεύομαι- μέλλει γάρ νά διέλθωμεν τόν αἰθέρα! Μή φοβῆσθε ποσῶς, κἀγὼ πολλάκις ἀνῆλθον καὶ γινώσκω τόν δρόμον. Ἀκολουθῆτε λοιπόν δορκάδες τοῦ Ἰησοῦ μοῦ κατόπιν ἡ μία τήν ἄλλην- ἀφήσατε τόν νοῦν σας ἐλεύθερον νά φαντασθῆ τά οὐράνια καί ἰδού μᾶς ἀνοίγεται ἡ θύρα τοῦ Παραδείσου!...

Ἔνθεν κἀκεῖθεν οἱ Ἄγγελοι παραστέκονται, Χερουβὶμ καὶ Σεραφίμ- Ἑξαπτέρυγα περιΐπτανται δεξιά καὶ ἀριστερά- ἀδαμάντινα τείχη- μυρίπνοα ἄνθη χρυσοφαῆ εὐωδιάζουν τά πέριξ, ἔνθα στρουθία διάφορα μυριόχρωμα μελιρίζουν διάφορα τερερίσματα καί τόν νοῦν μας ἀπό θεωρίας εἰς θεωρίαν ἀνάγουν-τό ἔδαφος ὡσεὶ χιὼν λευκόν καί μέσον αὐτοῦ τῆς Ἀνάσσης ἡμῶν καί Πανάχραντου Μητρός τό μέγα Παλάτιον....

Τρεχάτε, λοιπόν, διότι ἐμᾶς περιμένει ἡ γλυκειά μας Μανούλα! Μή προσέχετε εἰς τούς Ἀγγέλους, διότι γέγραπται μήτε οἱ Ἄγγελοι νά μᾶς χωρίσουν ἐκ τῆς ἀγάπης τοῦ Ἰησοῦ...

Καὶ ἰδού, ὁ καλός θυρωρός μᾶς ἀνοίγει, ὁ πυρίμορφος Ἄγγελος καὶ ἡ γλυκειά μας Μανούλα, ὡσεὶ χιὼν λευκή, ἐγείρεται καὶ μᾶς κάμνει ὑποδοχήν!...

Ὦ γλυκειά μας Μανούλα, ὦ φῶς τῆς ψυχῆς μας, ὦ ἀγάπη ἀνόθευτος, ὦ ζωή τῆς ψυχῆς μας! Μέ τό ὄνομά Σου στό στόμα νά ξεψυχίσωμε, μέ ἕνα γλυκύτατον φίλημα νά μᾶς παραλάβης καί εἰς τούς κόλπους Σου νά ὑποδεχθῆς! Ὦ μάννα, μέλι καὶ νέκταρ γλυκύτατον, ὦ εὐωδία καὶ μυρίπνοον ἄρωμα!...

Πέσατε, λοιπόν, χάμω καί ἀσπασθῆτε τήν γλυκειά μας Μανούλα -πόδας, χείρα καὶ στόμα- καὶ λάβετε εὐωδίαν ἄρρητον ἀπό Ἁγίαν Παρθένον! Μή διστάζετε, ὅτι Αὐτὴ μόνη τόν τρόπον μοί ἐδίδαξε καὶ τήν παρρησίαν καὶ ἄγαπην μοὶ ἔδειξε καὶ μοῦ ἔδωσε!...

Φράσον εἰς ἡμᾶς, γλυκειά μας Μανούλα, τό μυστήριον τῆς ἀπορρήτου οἰκονομίας Σου καί τῆς μετά Σοῦ καὶ ἡμῶν συγγενείας. Ἐσύ, Μανούλα γλυκυτάτη, ὅπου βαστάζεις διά παντός τό γλυκύτατον Βρέφος στήν ἀγκαλιά Σου -Ἐκεῖνο ὅπου βαστάζει τά πάντα διά τοῦ νεύματος, τό Μικρουλάκι δι’ ἡμᾶς ἐν χρόνῳ καὶ Ἄχρονον καὶ Παλαιόν Ἡμερῶν- εἶπε εἰς ἡμᾶς μέ τό μυρίπνοον στοματάκι Σου αὐτά, ὅπου οὐ δύνανται Ἄγγελοι παρακύψαι, τά ὁποῖα ἡμεῖς ἠξιώθημεν!...

Καὶ ἀκούσατε, ἀδελφές μου ἠγαπημένες, καὶ πάλιν: ὁπόταν τελῆται ἡ Θεία Μυσταγωγία, δίδει ἡ γλυκειά μας Μανούλα τό Βρέφος, καί θύεται δι’ ἡμᾶς καὶ ὁπόταν ἡμεῖς κοινωνοῦμεν ἀξίως διά προηγησαμένης νηστείας, διά προαιρετικῆς ἀγρυπνίας, διά κατανυκτικῆς προσευχῆς, ἐσθίομεν τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ καί τό Αἷμα αὐτό ποὺ ἔλαβεν ἀπό τό Πανάχραντον Αἷμα τῆς Παναγίας. Ἐπίσης, τό Σῶμα τοῦ Κυρίου ἐσθίοντες, θηλάζομεν συνεχῶς τό γάλα τῆς Παναγίας, ὁπότε τί γίνεται εἰς ἡμᾶς; Γινόμεθα γνήσια τέκνα τῆς Παναγίας καί ἀδελφοί τοῦ Χριστοῦ καί κατά χάριν υἱοὶ καί τέκνα Θεοῦ. Καί ὁπόταν ἡμεῖς τόν Χριστόν περιέχομεν ἀπορρήτως εἰς τήν ψυχήν καὶ εἰς τό σῶμα, ἀνουσίως (ὄχι κατ' οὐσίαν, ἀλλὰ κατά χάριν) - ἐπειδή εἶναι σύν Πατρὶ ἀδιαίρετος - καί τόν Πατέρα συνέχομεν ὁμοῦ καί τό Ἅγιον Πνεῦμα!

Αὐτὴ εἶναι ἡ ὑπερφυεστάτη συγγένεια ὅπου ἀπό τήν Παναγία καί γλυκειά μας Μανούλα ἐλάβομεν!

Βλέπετε ὁποίας δωρεὰς μᾶς ἠξίωσε ἡ γλυκειά μας Μανούλα; Βλέπετε πόσον χρεωστοῦμεν νά ἀγαπῶμεν Αὐτήν; Δι’ αὐτό πρέπει ἀδιαλείπτως ὡς βρέφη νά προσεγγίξωμεν καί συχνά τόν θεῖον μαστόν Της νά λαμβάνωμεν νά θηλάζωμεν ὡς ἄκακα τέκνα της. Εἰς κάθε φορὰν ὅπου μέλλει νά κοινωνήσωμεν, νοερῶς νά λαμβάνωμεν τόν μαστόν νά θηλάζωμεν καί ὁ γλυκύς Ἰησοῦς ὁ μικρούλης εἰς τήν ἀγκάλήν Της, ὑποχωρεῖ καί μᾶς δίδει τήν ἄδειαν- δέν ζηλοτυπεῖ εἰς τήν ἄφθονον διανομήν τῆς Μανούλας Του, ἀλλὰ χαίρεται καὶ μᾶς προσκαλεῖ: Τυλιχθῆτε ὡς βρέφη εἰς τό φόρεμα τῆς Μανούλας μας καί πληρωθῆτε ἁγνείας ἀπό θεῖον σῶμα παρθενικόν- εὐωδιάσατε ἀπ' Αὐτήν! Δέν εἶδα ἐγὼ ἄλλον τι ὅπου τόσον νά ἀρέση ἡ Παναγία ὡς τήν ἁγνείαν, καὶ ὅποιος θέλει νά ἀπόκτηση τήν πολλήν Της ἀγάπην, ἄς φροντίζη νά καθαρεύη καί διαρκῶς θά τόν περιθάλπη στούς κόλπους Της καί κάθε οὐράνιον θά τοῦ δίδη...».

Creation

 



Creation
Orthodox Christians believe that God is "the Creator of heaven and earth, and of all things visible and invis­ible". The world is not eternal; only God is eternal. He created the entire world out of nothing: "for he spoke, and it came to be; He commanded, and it stood forth" (Ps. 33,9).
Man cannot determine the manner in which the world came into being; for it is not an object of scien­tific examination, for it transcends man's "rational" ability (his logic). Man is part of created reality, he cannot become an "observer" of the manner in which he himself was created!
The world is not of the same nature with God; "by nature" it is entirely different. The world is not a creation from the essence of God, "light from light" but the fruit of God's volition and freedom; there is an insurmountable chasm separating God's essence from the essence of the created world.
God need not have created the world. The world, however, was pre-eternally in God's "thought". Thus the creation of the world does not mean a change in God's life. The world came into being according to God's plan and at a time which pre-eternally existed in God's will.
Before making visible creation, God created the spiritual world, i.e. the angels: "When the stars were created, all my angels with a loud voice praised me", says God to Job (Job 38,7). Neither angels nor men existed pre-eternally. Angels are spiritual persons. They were created in time and are limited by space; the swiftness, however, of the angelic nature allows them to act everywhere; only God is not limited by space.
Also, the angels, like men, were created mutable, but through God's grace and their own disposition, they became firm and unshakable in virtue and remain faithful in their original mission: to glorify God and to minister unto man's salvation (Isaiah, 6,3; Luke 2,14; Hebr. 1,14).
Man was from the beginning created as body and soul; man's soul did not pre-exist. Holy Scripture states: "And God created man, taking earth from the ground and breathed into his face the spirit of life, and man became a living being" (Gen. 2,7).
Underlining the distinction between the Creator and the creatures, the Orthodox Christian does not make an idol of nature or of himself. He does not hope that in "identifying" with nature, he will broaden his existence; he does not seek out certain apocryphal transcendental powers within nature, believing that by "activating" them he will solve the problems he faces. His hope has reference to God the Creator, for He has created us from the beginning "according to His image" with a purpose to achieve the "according to the Image" (Gen. 1,26); he does not refer to the created world or to his own self. The meaning of life is to be found in achieving the "according to the likeness", our Archetype, which is outside our own essence and not "within us".
All that exists was created by God "very good"; "And God saw everything that He had made, and behold, it was very good" (Gen. 1,31). The Orthodox Christian therefore evaluates all of material creation positively.
All things are the fruit of God's love, all things are sanctified in the Orthodox Church: not only man's soul, but his body as well, and all of material creation: all things contain within them the "seed" of perfection and are foreordained to life, free from corruption and death.

The essence of Orthodoxy- St. Justin Popovich




                                                      

What is the essence of Orthodoxy? It is the God-man Christ. Everything that is Orthodox has a divine-human character: knowledge, the senses, the will, the mind, morality, dogma, philosophy, and life. Divine humanity is the only category in which all the manifestations of Orthodoxy are received and fully operate. In all creation, God occupies the first place, man the second. God leads while man is led; God acts and man cooperates. God does not act transcendentally, He is not the abstract God of deism, but rather the God of the most immediate historic reality, the God of revelation, the God who became man and lived within the categories of our human existence while appearing everywhere as absolute holiness, goodness, wisdom, justice, and truth.



- St. Justin Popovich

How Can God Be Inside Man? ( SAINT NIKOLAI VELIMIROVIC )


 

 
You asked somebody, "where is God"? And you got an answer that God is inside you. And you marvel at this answer. How can that be? Kind of like light in a room, or like fire in a stove. When you are able to feel God within you, you will feel and know that He is inside you, but you will not be able to explain it to someone else. But you will look for images in nature and then you will speak to the other person as I speak to you: God is within me like light in a room, or a like fire in a stove, or like air in the lungs, or like life in every creature, or like force and love and thought inside of man. Of course, these are just images and likenesses, and they cannot express what a man feels when God dwells within him in His fullness. God’s apostle, our spiritual father Paul, wishes for the faithful to be filled with all fullness in God [Eph.3: 19]. God works from within a man in two ways - by helping and by governing.

When helping, God works within a man of medium or weak faith, who only occasionally remembers God and only keeps His Commandments partially. God does not abandon him because he also does not completely abandon God. However, God acts through governing in a man of great faith, who has opened wide the doors of his soul to his Creator. And it is written, "He who opens the door I will enter to him" [Rev.3: 20]. Such a man does not rely on himself at all but only on the Almighty. He feels the presence and the working of the Spirit of God within himself and has great love toward his Lord. And Christ has promised to the one who loves God that God will come and dwell within him. "He who loves me will keep my word and my Father will love him. And we will come to him and will make our abode within him". You will not be able to understand this. If you forget that God is a Spirit, who can enter everything and be everywhere, according to his power, and will. He is high above all matter, like the Sun is high above the earth but its light can enter every open thing. As the apostle says: "One God and the Father of all who is above all and through all, and in us all" [Eph. 4: 6]. He writes this about the holy and the faithful.

But when someone rejects God, starts thinking ugly thoughts and speaking against God, God also leads him. It is the same as if somebody would close off the windows of a room and prevent the light from coming in and illuminating everything. For God’s prophet Samuel said to the self-willed King Saul, "You have rejected the word of the Lord and for this the Lord has rejected you... and the spirit of the Lord abandoned Saul". But even one God abandons a soul of a stubborn man, He does not stop working on him from without, the way he works on water and stone and wood. But if a man remains stubborn and resists God until the end and refuses to repent, then God allows an evil spirit to enter in. Like it is written about Saul when the Spirit of the Lord abandoned him, "and an evil spirit disturbed him from the Lord". Or as it is written, even worse, about Judas the betrayer, "Satan entered into him".

Such people, who rise against God, of course, can never feel God within themselves or say, "God is inside of us". And those who love God, and desire Him, and see Him, and entreat Him to come they feel God within themselves and they can say, "God is within us by His Holy Spirit". Blessed are such bright souls, for they will always reign in the kingdom of Christ. As the Lord has promised to those who love Him saying, "I will take you to myself so that you may be where I am".

SAINT NIKOLAI VELIMIROVIC

Understanding the Soul

I remember many years ago a spiritual teacher asking me this simple question, "Can you describe your soul?" This question haunted me for several years. So, what is the nature of our soul? How do we get to know it? Knowing soul is something that requires stillness in the mind. Our mind is continually in motion distracting us from a deep inner knowledge. Saint Theophan suggests that we divide the soul into different parts to know it –– intellectual, desiring and sensual.

Intellectual Aspect: You intellect stands about your memory and imagination; this intellect, among with intellectual labor, obtains for you definite concepts or cognitions about things.... This leads to thoughts, opinions and suppositions. Its business is to reason, think things over, and reach necessary conclusions.
But, normally our mind is filled with thoughts of all kinds. It is not still so we can make reasoned choices. We become driven by our passions.


Desirous Aspect: The faculty that operates here is the will... At its foundation lies zeal, or ardor––the thirst for something.... In a person who has lived for some time almost everything is done by habit.
Normally instead of using the will to do God's will we instead override it with our habits to meet the demands of our passions. So, not only do we have the confusion with the scattering of our thoughts but we also have a distorted inconsistent use of our desiring aspect seeking selfish desires.


Sensual Aspect: the Heart. Everything which enters the soul from the outside, and which is shaped by the intellectual and desirous aspects , falls to the heart; everything which the soul observes on the outside also passes through the heart, That is why its called the center of life... It constantly and persistently senses the condition of the soul and body, and along with this the various impressions from the individual actions of the soul and body... compelling and forcing man to furnish everything which is pleasant to its.
But it is most commonly tormented by the passions and it does not operate in peace. It then leads us to emotions and attachments that may not lead us to unity with God.


We can now begin to understand the nature of our spiritual life which is for our soul to regain its proper place so we can center our life on the will of God instead of the passions of our body. Of course it still needs to care for the body but as a secondary effort. The soul longs to be reunited with God, a unity broken by Adam and Eve, and a brokenness that Christ showed us how to heal, establishing His Church to help us in this effort.

Source: The Spiritual Life, pp 48 - 60

Τί σημαίνει ἀγαπῶ τόν Θεό; ( Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης )

 



Σημαίνει ὅτι:
Ἀρνοῦμαι τό θέλημά μου κάθε στιγμή καί ἀναζητῶ τό δικό Του.
Ἀρνοῦμαι τή φιλαυτία μου καί τά πάθη μου καί τηρῶ τίς ἐντολές Του.
Ἀρνοῦμαι τήν καλοπέραση πού τρέφει τά πάθη καί κάνω ἄσκηση, νηστεύω, κακοπαθῶ γιά χάρη τοῦ Κυρίου.
Ἀρνοῦμαι τόν ἐγωισμό, τήν οἴηση, τήν ὑπερηφάνεια πού συνιστοῦν τό εὔκρατο κλίμα ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν παθῶν.
Ἐγκολπώνομαι τήν ταπείνωση, τήν ταπεινοφροσύνη στούς λογισμούς, τήν εὐτέλεια σ’ ὅλες μου τίς κτήσεις, τήν ἔσχατη θέση κάθε στιγμή, τήν ἀτιμία καί τήν περιφρόνηση τοῦ κόσμου γιά χάρη τοῦ Χριστοῦ.
Προσεύχομαι ἀδιάλειπτα καί δίνω κάθε σκέψη μου σ’ Αὐτόν τόν Λατρευτό τῆς καρδιᾶς μου.

Ζητῶ νά βασιλεύει Αὐτός σ’ ὅλη μου τήν ὕπαρξη.
Ἐπιθυμῶ ὁ Κύριος νά κυβερνᾶ τά συναισθήματα, τό θυμό, τίς ἐπιθυμίες καί τά διανοήματά μου, τό σῶμα μου καί τήν ψυχή μου.
Προσπαθῶ κάθε μου βλέμμα νά εἶναι γι’ Αὐτόν, κάθε μου ἄκουσμα, κάθε μου λόγος, κάθε μου κίνηση, κάθε μου ἐνέργεια, κάθε κίνηση τῆς ψυχῆς μου νά εἶναι ὅλα γιά τόν Κύριο καί μόνο γι’ Αὐτόν.
Προσπαθῶ νά ἔχω ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα μέσα μου διότι μόνο δι’ Αὐτοῦ θά μπορέσω νά κατορθώσω καί νά ζήσω ὅλα ὅσα ἀνέφερα προηγουμένως.
Ἡ ἀγάπη πρός τόν Θεό δέν εἶναι ἁπλῶς μία ἀρετή, δέν εἶναι ἕνα ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλά ἕνα θεανθρώπινο ἐπίτευγμα: Εἶναι τό ἀποτέλεσμα τῆς συνεργασίας τῆς Θείας Χάρης μέ τήν ἀνθρώπινη θέληση.
«Ὅταν λέμε ἀγάπη» μᾶς διδάσκει ὁ Γέρων Πορφύριος «δὲν εἶναι οἱ ἀρετὲς ποὺ θ΄ ἀποκτήσουμε ἀλλὰ ἡ ἀγαπώσα καρδία πρὸς τὸν Χριστὸ καὶ τοὺς ἄλλους. Τὸ καθετὶ ἐκεῖ νὰ τὸ στρέφουμε. Βλέπουμε μία μητέρα νὰ ἔχει τὸ παιδάκι της ἀγκαλιά, νὰ τὸ φιλάει καὶ νὰ λαχταράει ἡ ψυχούλα της; Βλέπουμε νὰ λάμπει τὸ πρόσωπό της, πού κρατάει τ΄ ἀγγελούδι της; Ὅλ΄ αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ τὰ βλέπει, τοῦ κάνουν ἐντύπωση καὶ μὲ δίψα λέει: «Νὰ εἶχα κι ἐγὼ αὐτὴ τὴ λαχτάρα στὸν Θεό μου, στὸν Χριστό μου, στὴν Παναγίτσα μου, στοὺς ἁγίους μας!». Νά, ἔτσι πρέπει ν΄ ἀγαπήσομε τὸν Χριστό, τὸν Θεό. Τὸ ἐπιθυμεῖς, τὸ θέλεις καὶ τὸ ἀποκτᾶς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ».
 
 
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης

Παράδεισος και Κόλαση ( Πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός )




Στα Ευαγγέλια (Ματθ.κεφ.25) γίνεται λόγος για «βασιλεία» και «πυρ αιώνιον». Στην περικοπή αυτή, που διαβάζεται στη Λειτουργία της Κυριακής της Απόκρεω, «βασιλεία» είναι ο κατά Θεόν προορισμός του ανθρώπου. Το «πυρ» είναι «ητοιμασμένον» για τον διάβολο και τους αγγέλους του (δαίμονες), όχι διότι το θέλησε ο Θεός, αλλά διότι αυτοί δεν μετανοούν. Η «βασιλεία» είναι «ητοιμασμένη» για τους πιστούς στο θέλημα του Θεού. «Βασιλεία» (=άκτιστη δόξα) είναι ο παράδεισος, «πυρ» (αιώνιο) είναι η κόλαση («κόλασις αιώνιος»,στ.46). Στην αρχή της ιστορίας ο Θεός καλεί στον παράδεισο, στην κοινωνία με την άκτιστη Χάρη Του. Στο τέλος της ιστορίας ο άνθρωπος αντιμετωπίζει παράδεισο και κόλαση. Τι σημαίνει αυτό θα το δούμε στη συνέχεια. Σπεύδουμε όμως να πούμε, ότι είναι κεντρικότατο θέμα της πίστεως μας, λυδία λίθος του Χριστιανισμού ως Ορθοδοξίας.
Ο λόγος για παράδεισο και κόλαση στην Καινή Διαθήκη είναι συχνός. Στο Λουκ.23,43 ο Χριστός λέει στον ληστή: «σήμερον μετ' εμού έση εν τω παραδείσω». Στο παράδεισο όμως αναφέρεται και ο ληστής λέγοντας(23.42): «μνήσθητι μου Κύριε [...] εν τη βασιλεία σου». Κατά τον Βουλγαρίας Θεοφύλακτο (P.G.123,1106) «ο γαρ ληστής έστι μεν εν παραδείσω, ήτοι τη βασιλεία». Ο Απ. Παύλος (Β'Κορ. 12, 3-4) ομολογεί ότι ήδη σ' αυτόν τον κόσμο, «ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Στην Αποκάλυψη διαβάζουμε : «Τω νικώντι δώσω αυτώ φαγείν εκ του ξύλου της ζωής, ο έστιν εν τω παραδείσω του Θεού μου» (2,7) Και ο Αρέθας Καισαρείας ερμηνεύει: «παράδεισον την μακαρίας και αιωνίζουσαν εκληπτέον ζωήν». (P.G. 106,529). Παράδεισος-αιώνιος ζωή-βασιλεία Θεού ταυτίζονται.

Για την κόλαση: Ματθ.25.46 («εις κόλασιν αιώνιον»), 25,41 (πυρ αιώνιον), 25,30 «σκότος εξώτερον», 5,22 «γέεννα πυρός». Α΄ Ιω. 4,18 («...ότι ο φόβος κόλασιν έχει»). Με όλους αυτούς τους τρόπους δηλώνεται αυτό που εννοούμε με τον όρο «κόλασις».

Παράδεισος και κόλαση δεν είναι δυο διαφορετικοί τόποι. Αυτή η εκδοχή είναι ειδωλολατρική. Είναι δύο διαφορετικές καταστάσεις (τρόποι), που προκύπτουν από την ίδια άκτιστη πηγή και βιώνονται ως δυο διαφορετικές εμπειρίες. Ή μάλλον είναι η ίδια εμπειρία, βιούμενη διαφορετικά από τον άνθρωπο, ανάλογα με τις εσωτερικές προϋποθέσεις του. Η εμπειρία αυτή είναι η θέα του Χριστού μέσα στο άκτιστο φως της θεότητάς Του, μέσα στη «δόξα» Του. Από τη Β' Παρουσία και σ' όλη την ατελεύτητη αιωνιότητα, όλοι οι άνθρωποι θα βλέπουν τον Χριστό στο άκτιστο φως Του. Και τότε «εκπορεύσονται οι τα αγαθά ποιήσαντες εις ανάσταστιν ζωής, οι δε τα φαύλα πράξαντες εις ανάστασιν κρίσεως» (Ιω.5.29). Ενώπιον του Χριστού χωρίζονται οι άνθρωποι («πρόβατα» και «ερίφια», δεξιά και αριστερά Του). Διακρίνονται δηλαδή σε δύο ομάδες. Αυτούς που βλέπουν τον Χριστό ως παράδεισο («υπέρκαλον αγλαΐαν») και αυτούς που Τον βλέπουν ως κόλαση («πυρ καταναλίσκον», Εβρ.12,29).

Παράδεισος και κόλαση είναι η ίδια πραγματικότητα. Αυτό δείχνει ο εικονισμός της Β΄ Παρουσίας. Από τον Χριστό απορρέει ένας ποταμός, φωτεινός ως χρυσίζον φως, στο άνω μέρος, όπου βρίσκονται οι άγιοι και ποταμός πύρινος στο κάτω μέρος, όπου βρίσκονται οι δαίμονες και οι αμετανόητοι («οι μηδέποτε μετανοήσαντες», όπως λέγει ένα τροπάριον των Αίνων της ημέρας). Γι' αυτό στο Λουκ. 2,34 λέγεται περί του Χριστού ότι «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών». Ο Χριστός γίνεται σε άλλους μεν, όσους Τον δέχθηκαν και ακολούθησαν την προτεινόμενη από Αυτόν θεραπεία της καρδιάς, ανάστασις στην αιώνια ζωή Του και σ' όλους που Τον απέρριψαν, πτώση και κόλαση.

Πατερικές μαρτυρίες: Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης (Κλίμαξ) λέγει, ότι το άκτιστο φως του Χριστού είναι «πυρ καταναλίσκον και φωτίζον φως». Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Ε.Π.Ε 11,498) παρατηρεί: «Ούτος, φησί, βαπτίσει υμάς εν Πνεύματι Αγίω και πυρί· τω φωτιστικώ δηλονότι και κολαστικώ, κατ' αξίαν εκάστου της εαυτού διαθέσεως κομιζομένου το κατάλληλον». Και αλλού (Συγγράμματα, εκδ. Χρήστου, Β' σ.145): Το φως του Χριστού «ει δ' εν ον, τοις πάσιν μεθεκτόν, ου ενιαίως, αλλά διαφόρως μετέχεται...».

Συνεπώς, παράδεισος και κόλαση δεν είναι απλώς ανταμοιβή και τιμωρία (καταδίκη), αλλά ο τρόπος με τον οποίο βιώνουμε καθένας μας τη θέα του Χριστού, ανάλογα με την κατάσταση της καρδιάς μας. Ο Θεός ουσιαστικά, δεν τιμωρεί, μολονότι για παιδαγωγικούς λόγους και στη Γραφή γίνεται λόγος για τιμωρία. Όσο πνευματικότερος γίνεται κανείς, τόσο ορθότερα κατανοεί τη γλώσσα της Γραφής και της παραδόσεώς μας. Η κατάσταση του ανθρώπου (καθαρός-ακάθαρτος, μετανοημένος-αμετανόητος) συντελεί στο να δεχόμεθα το Φως του ως παράδεισο ή κόλαση.

Το ανθρωπολογικό πρόβλημα στην Ορθοδοξία είναι, πώς ο άνθρωπος θα βλέπει αιώνια τον Χριστό ως παράδεισο και όχι ως κόλαση. Πώς θα μετέχει, δηλαδή, στην ουράνια και αιώνια «βασιλεία» Του. Και εδώ φαίνεται η διαφορά του Χριστιανισμού ως Ορθοδοξίας από τα διάφορα θρησκεύματα. Τα τελευταία υπόσχονται κάποια «ευδαιμονία» και μάλιστα μετά θάνατον. Η Ορθοδοξία δεν είναι ζήτηση ευδαιμονίας, αλλά θεραπεία από την αρρώστια της θρησκείας, όπως συνεχώς κηρύσσει πατερικά ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης. Η Ορθοδοξία είναι ένα ανοικτό νοσοκομείο μέσα στην ιστορία («ιατρείον πνευματικόν» κατά τον Ι. Χρυσόστομο), που προσφέρει τη θεραπεία της καρδίας (κάθαρση) για να προχωρήσει κανείς στον «φωτισμό» της από το Άγιο Πνεύμα και τελικά να φθάσει στη «θέωση», τον μοναδικό προορισμό του ανθρώπου. Αυτή η πορεία, όπως πληρέστατα έχουν περιγράψει ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης και ο Σεβασμ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ιερόθεος (Βλάχος), είναι η θεραπεία του ανθρώπου, όπως την βιώνουν όλοι οι Άγιοι μας.

Η ζωή στο σώμα του Χριστού (στην Εκκλησία) αυτό το νόημα έχει. Αυτός είναι ο λόγος υπάρξεως της Εκκλησίας. Σ' αυτό αποβλέπει όλο το λυτρωτικό έργο του Χριστού. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Δ' Ομιλία περί Β' Παρουσίας) λέγει, ότι η προαιώνια βουλή του Θεού για τον άνθρωπο είναι να «χωρήσαι την μεγαλειότητα της θείας βασιλείας». Να φθάσει ο άνθρωπος στη θέωση. Αυτός είναι ο σκοπός της δημιουργίας. Και συνεχίζει : «Αλλά και η θεία και απόρρητος κένωσις, η θεανδρική πολιτεία, τα σωτήρια πάθη, τα μυστήρια πάντα (δηλαδή όλο το επί γης έργο του Χριστού) δια τούτο το τέλος (σκοπό) προμηθώς (προνοητικώς) και πανσόφως προωκονόμηται».

Σημασία όμως έχει, ότι δεν ανταποκρίνονται όλοι οι άνθρωποι σ' αυτή την πρόσκληση του Χριστού και γι' αυτό δεν μετέχουν όλοι κατά τον ίδιο τρόπο στην άκτιστη δόξα Του. Αυτό διδάσκεται από τον Χριστό στην παραβολή του πλουσίου και του πτωχού Λαζάρου (Λουκ, κεφ. 16). Ο άνθρωπος αρνείται την προσφορά του Χριστού, γίνεται εχθρός του Θεού και απορρίπτει την προσφερόμενη από τον Χριστό σωτηρία (Αυτό είναι η βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, διότι εν Αγίω Πνεύματι δεχόμεθα την κλήση του Χριστού). Αυτοί είναι οι «μηδέποτε μετανοήσαντες» του ύμνου. Ο Θεός «ουδέποτε εχθραίνει», παρατηρεί ο Ι. Χρυσόστομος, εμείς γινόμασθε εχθροί Του (εχθραίνομεν), Τον απορρίπτουμε. Ο αμετανόητος άνθρωπος δαιμονοποιείται, επειδή αυτός το επιλέγει. Ο Θεός δεν το θέλει αυτό. Γρηγόριος Παλαμάς: «...ου γαρ εμόν εστί τούτο προηγούμενον θέλημα, ουκ εις τούτο υμάς εποίησα, ουκ εφ' υμάς ητοίμασα την πυράν· δια τους αμετάβλητον έχοντας της κακίας την έξιν δαίμονας προανκαύθη το άσβεστον πυρ, οις υμάς συνήψεν η κατ' εκείνους αμετανόητος γνώμη». «Αυθαίρετος (=εκούσια) εστίν η μετά των πονηρών αγγέλων συμβίωσις» (όπ.π) Είναι δηλαδή ελεύθερη επιλογή του ανθρώπου.

Πλούσιος και Λάζαρος βλέπουν την ίδια πραγματικότητα, τον Θεό στο άκτιστο φως Του. Ο πλούσιος φθάνει στην Αλήθεια, στη θέα του Χριστού, αλλά δεν μπορεί να μετάσχει σ' αυτήν, όπως ο Λάζαρος. Ο Λάζαρος «παρακαλείται» (παρηγορείται), εκείνος όμως «οδυνάται» (βασανίζεται). Ο λόγος του Χριστού «έχουσι Μωσέα και τους προφήτας», για αυτούς που είναι ακόμη στον κόσμο αυτό, σημαίνει ότι όλοι είμεθα αδικαιολόγητοι. Διότι υπάρχουν οι Άγιοι, που έχουν την εμπειρία της θεώσεως και μας καλούν να ενταχθούμε στον τρόπο της δικής τους ζωής και να φθάσουμε στη θέωση, όπως εκείνοι. Άρα, οι κολαζόμενοι, όπως ο πλούσιος, είναι αδικαιολόγητοι.

Η στάση προς τον συνάνθρωπο δείχνει την εσωτερικότητα του ανθρώπου και για αυτό είναι το κριτήριο της Κρίσεως κατά τη Β' Παρουσία (Ματθ. Κεφ. 25). Δεν σημαίνει ότι, παραθεωρείται η πίστη, η πιστότητα του ανθρώπου στον Χριστό. Αυτή προϋποτίθεται, διότι η στάση απέναντι στον άλλο δείχνει, αν έχουμε Θεό μέσα μας ή όχι(πρβλ ανάλογες φράσεις στην ποτισμένη από την ορθοδοξία γλώσσα μας: ο αθεόφοβος· δεν έχει Θεό μέσα του...) Οι πρώτες Κυριακές του Τριωδίου στρέφονται γύρω από τη στάση μας απέναντι στον συνάνθρωπο. Την πρώτη Κυριακή ο Φαρισαίος (φαινομενικά ευσεβής) δικαιώνει (αγιοποιεί) τον εαυτό του και απορρίπτει (εξουθενώνει) τον Τελώνη. Την β' Κυριακή ο «πρεσβύτερος» αδελφός (επανάληψη του ευσεβοφανούς Φαρισαίου) λυπείται για την επιστροφή (σωτηρία) του αδελφού του. Φαινομενικά ευσεβής και αυτός, είχε νόθο ευσέβεια, που δεν γεννούσε αγάπη. Την γ' Κυριακή (Απόκρεω) η στάση αυτή φθάνει στο κριτήριο της αιώνιας ζωής μας.

Η εμπειρία του παραδείσου ή της κολάσεως είναι υπέρ λόγον και αίσθησιν. Είναι άκτιστη πραγματικότητα και όχι κτιστή. Οι Φράγκοι έπλασαν τον μύθο, ότι και ο παράδεισος και η κόλαση είναι κτιστές πραγματικότητες. Μύθος είναι, ότι οι κολαζόμενοι δεν θα βλέπουν τον Θεό, ως και ο λόγος περί απουσίας του Θεού. Οι Φράγκοι επίσης εξέλαβαν το πυρ της κολάσεως ως κτιστό (π.χ. ο Δάντης). Η ορθόδοξη παράδοση μένει πιστή στη Γραφή, ότι και οι κολασμένοι θα βλέπουν τον Θεό (π.χ. ο πλούσιος της παραβολής), αλλά ως «πυρ καταναλίσκον». Οι Φράγκοι σχολαστικοί δέχθηκαν την κόλαση ως τιμωρία και στέρηση της λογικής ενοράσεως της θείας ουσίας. Βιβλικά όμως και πατερικά κόλαση είναι η αποτυχία του ανθρώπου και η άρνησή του να συνεργασθεί με τη Θεία Χάρη, για να φθάσει στη «φωτιστική» θέα του Θεού (παράδεισος) και στην ανιδιοτελή αγάπη (πρβλ. Α' Κορ. 13.8: «ου ζητεί τα εαυτής»).




Δεν υπάρχει συνεπώς απουσία Θεού, παρά μόνο παρουσία Του. Γι' αυτό είναι φρικτή η Β' Παρουσία («Ω ποία ώρα τότε...», ψάλλουμε στους Αίνους). Είναι πραγματικότητα αδιάψευστη, στην οποία είναι μόνιμα προσανατολισμένη η Ορθοδοξία («προσδοκώ ανάσταστιν νεκρών...»). Οι κολαζόμενοι, όσοι έχουν πώρωση καρδίας, όπως οι Φαρισαίοι (Μαρκ. 3,5: «εν τη πωρώσει της καρδίας αυτών») βλέπουν αιώνια το πυρ ως σωτηρία! Διότι η κατάστασή τους δεν επιδέχεται άλλη μορφή σωτηρίας. «Τελειούνται» και αυτοί, φθάνουν στο «τέλος» της πορείας τους, αλλά μόνο οι δίκαιοι τελειώνονται σωζόμενοι. Εκείνοι τελειώνονται κολαζόμενοι. Σωτηρία γι' αυτούς είναι η κόλαση, αφού στη ζωή της επεδίωξαν μόνο την ευδαιμονία. Ο πλούσιος της παραβολής «απήλαυσε τα αγαθά του». Ο Λάζαρος υπέμεινε αγόγγυστα «τα κακά». Αυτό εκφράζει ο Απ. Παύλος (Α΄ Κορ. 3,13-15): «Εκάστου το έργον, οποίον εστί το πυρ αυτό δοκιμάσει. Ει τίνος του έργον μένει, ο επωκοδόμησεν, μισθόν λήψεται· ει τινός το έργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αυτός δε σωθήσεται, ούτως δε ως δια πυρός». Δίκαιοι και αμετανόητοι περνούν από το άκτιστο «πυρ» της θείας παρουσίας. Ο ένας όμως περνά αλώβητος, ο δε άλλος καίγεται. «Σώζεται», αλλά όπως περνά κανείς μέσα από τη φωτιά. Ο Ευθύμιος Ζιγαβινός (ιβ' αι.) παρατηρεί σχετικά: «Πυρ τον Θεόν ως φωτίζοντα μεν και λαμπρύνοντα τους καθαρούς, φλογίζοντα δε και σκοτίζοντα τους ρυπαρούς». Και ο Θεοδώρητος Κύρου για το «σωθήσεται» γράφει: «σωθήσεται δια πυρός και αυτός δοκιμαζόμενος», όπως δηλαδή περνά κανείς μέσα από τη φωτιά. Αν έχει κάλυμμα κατάλληλο δεν καίγεται, διαφορετικά «σώζεται» μεν, αλλά τσουρουφλισμένος!

Το πυρ της κολάσεως, συνεπώς, δεν έχει σχέση με το φραγκικό «πουργατόριο» (καθαρτήριο), ούτε κτιστό είναι, ούτε τιμωρία, ούτε κάποια ενδιάμεση κατάσταση. Μια τέτοια θεώρηση είναι μετάθεση της ευθύνης στον Θεό. Η ευθύνη είναι όλη δική μας, αποδοχή ή απόρριψη της προσφερόμενης από τον Θεό σωτηρίας (θεραπείας). Ο «πνευματικός θάνατος» είναι η θέα του ακτίστου φωτός, της θείας δόξης, ως πυρός, φωτιάς. Ο άγιος Ι. Χρυσόστομος, στον Θ' Λόγο του στην Α' Κορινθ. Σημειώνει: «αθάνατος η κόλασις...οι αμαρτάνοντες δίκην τίσουσιν όλεθρον αιώνιον. Το δε «κατακαήσεται», τουτ' έστιν, ουκ οίσει (δεν θα αντέξει) του πυρός την ρώμην». Και συνεχίζει: «Ο δε λέγει (δηλαδή ο Παύλος), τούτο εστιν· ουχί και αυτός ούτως απολείται, ως τα έργα, εις το μηδέν χωρών(=στην ανυπαρξία), αλλά μένει εν τω πυρί. Σωτηρία γουν το πράγμα καλεί... Και γαρ και ημίν έθος λέγειν «εν τω πυρί σώζεται», περί των μη κατακαιομένων ευθέως υλών».

Οι σχολαστικές αντιλήψεις-ερμηνείες, που μέσω του έργου του Δάντη (Κόλαση) πέρασαν και στο δικό μας χώρο, έχουν συνέπειες που φθάνουν σε ειδωλολατρικές εκδοχές. Π.χ. ο χωρισμός παραδείσου-κολάσεως, ως δυο διαφορετικών τόπων. Αυτό γίνεται λόγω της μη διακρίσεως κτιστού και ακτίστου. Επίσης η άρνηση της αιωνιότητας της κολάσεως, με την έννοια της «αποκαταστάσεως» των πάντων ή με την έννοια του «καλού Θεού» (Bon Dieu). Ο Θεός είναι όντως «αγαθός» (Ματθ. 8,17), αφού προσφέρει σωτηρία σ' όλους. «Πάντας θέλει σωθήναι...» (Α' Τιμ. 2,4). Είναι φοβερός όμως ο λόγος του Χριστού μας, που ακούεται στις κηδείες: «Ου δύναμαι απ' εμαυτού ποιείν ουδέν· καθώς ακούω κρίνω και η κρίσις η εμή δικαία εστίν» (Ιω. 5.30).




Πλαστή είναι εξάλλου και η έννοια της «θεοδικίας», που εφαρμόζεται σ' αυτή την περίπτωση. Όλα ανάγονται τελικά στον Θεό (θα σώσει ή θα κολάσει), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η «συνέργεια» ως παράγων σωτηρίας. Σωτηρία είναι δυνατή μόνο στα όρια συνεργίας-συνεργασίας του ανθρώπου με τη Θεία Χάρη. Κατά τον Ι. Χρυστόστομο, «Το πλέον, σχεδόν δε το παν, του Θεού εστίν, ημίν δε μικρόν τι αφήκεν». Αυτό το «τι» είναι η αποδοχή της προσκλήσεως του Θεού. Ο ληστής σώθηκε «βαλών κλείδα το, μνήσθητί μου»! Ειδωλολατρική είναι και η αντίληψη για Θεό οργιζόμενο κατά του αμαρτωλού, ενώ ο Θεός, όπως είδαμε. «ουδέποτε εχθραίνει». Αυτή είναι δικανική αντίληψη για τον Θεό, που οδηγεί και στην εκδοχή των «επιτιμίων» στην εξομολόγηση ως ποινών και όχι ως φαρμάκων (θεραπευτικών μέσων).

Το μυστήριο παραδείσου-κολάσεως βιώνεται και στη ζωή της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Στα μυστήρια πραγματοποιείται μέθεξη του πιστού στη Χάρη, για να ενεργοποιηθεί η Χάρη στη ζωή μας με την εν Χριστώ πορεία μας. Κυρίως δε στη Θ. Ευχαριστία το άκτιστο, η θεία κοινωνία, γίνεται μέσα μας ή παράδεισος ή κόλαση, ανάλογα με την κατάστασή μας. Κυρίως η μετοχή στη θεία κοινωνία είναι μετοχή στον παράδεισο ή την κόλαση μέσα στην ιστορία. Γι' αυτό συνδέεται η μετοχή στη θεία κοινωνία με την όλη πνευματική πορεία του πιστού. Όταν προσερχόμεθα ακάθαρτοι και αμετανόητοι, κολαζόμασθε (καιόμεθα). Γίνεται δε μέσα μας η Θεία Κοινωνία «κόλαση» και «πνευματικός θάνατος». Όχι διότι μεταβάλλεται σε κάτι τέτοιο φυσικά, αλλά διότι η ακαθαρσία μας δεν μπορεί να τη δεχθεί ως "παράδεισο" Δεδομένου δε ότι η θεία κοινωνία ονομάζεται «φάρμακον αθανασίας» (άγ. Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, β' αι..), συμβαίνει ακριβώς ό,τι και με ένα φάρμακο. Αν ο οργανισμός μας δεν έχει προϋποθέσεις να το δεχθεί, τότε παρενεργεί το φάρμακο και αντί να θεραπεύει, σκοτώνει. Όχι διότι ευθύνεται αυτό, αλλά η κατάσταση του οργανισμού μας. Πρέπει δε να λεχθεί, ότι αν δεν δεχθούμε τον χριστιανισμό ως θεραπευτική διαδικασία και τα μυστήρια ως φάρμακα πνευματικά, τότε οδηγούμεθα στη θρησκειοποίηση του χριστιανισμού, δηλαδή στην ειδωλολατρικοποίησή του. Και αυτό δυστυχώς γίνεται συχνότατα, όταν νοούμε τον χριστιανισμό ως «θρησκεία».

Η παρούσα ζωή εξάλλου, αξιολογείται από το φως του διδύμου παραδείσου/ κολάσεως. «Ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνη αυτού» συνιστά ο Χριστός μας (Ματθ .6.33). «Προς ετέρου βίου παρασκευήν άπαντα πράττομεν...» λέγει ο Μ. Βασίλειος στους Νέους (κεφ.3) Η ζωή μας πρέπει να είναι διαρκής προετοιμασία για τη μετοχή στον «παράδεισο», δηλαδή στην κοινωνία με το Άκτιστο (πρβλ. Ιωάν. 17.3) Και αυτό αρχίζει ήδη στον κόσμο αυτό. Γι' αυτό λέγει ο απ. Παύλος: «Ιδού νυν καιρός ευπρόσδεκτος, ιδού νυν ημέρα σωτηρίας» (Β' Κορ 6.2). Κάθε στιγμή της ζωής μας έχει σωτηριολογική σημασία. Ή κερδίζουμε την αιωνιότητα, την αιώνια κοινωνία με τον Θεό, ή τη χάνουμε. Γι' αυτό τα ανατολικά θρησκεύματα και λατρείες που κηρύσσουν μετενσαρκώσεις, αδικούν τον άνθρωπο. Διότι μεταθέτουν το πρόβλημα σε άλλες (ανύπαρκτες φυσικά) ζωές. Μία ζωή όμως υπάρχει, στην οποία ή σωνόμαστε ή χανόμαστε. Γι' αυτό συνεχίσει ο Μ. Βασίλειος: «α μεν ουν αν συντελή προς τούτον (=τον βίον) ημίν, αγαπάν τε και διώκειν παντί σθένει χρήναι φαμέν, τα δε ουκ εξικνούμενα προς εκείνον, ως ουδενός άξια παροράν». Αυτό είναι το κριτήριο του χριστιανικού βίου. Ο Χριστιανός επλέγει συνεχώς ό,τι συντελεί στη σωτηρία του. Σ' αυτή τη ζωή κερδίζουμε τον παράδεισο ή τον χάνουμε και καταλήγουμε στην κόλαση. Γι' αυτό λέγει ο ευαγγελιστής Ιωάννης : «Ο πιστεύων εις αυτόν ου κρίνεται· ο μη πιστεύων ήδη κέκριται, ότι μη πεπίστευκεν εις το όνομα του μονογενούς υιού του Θεού» (3,18)

Έργο της Εκκλησίας, συνεπώς, δεν είναι να «στέλνει» στον παράδεισο ή στην κόλαση, αλλά να ετοιμάζει τον άνθρωπο για την τελική κρίση. Το έργο του Κλήρου είναι θεραπευτικό και όχι ηθικολογικό-ηθικοπλαστικό, με την κοσμική έννοια του όρου. Η ουσία της εν Χριστώ ζωής διατηρείται στα μοναστήρια, όταν είναι φυσικά ορθόδοξα, δηλαδή πατερικά. Σκοπός της προσφερόμενης από την Εκκλησία θεραπείας δεν είναι η δημιουργία «χρηστών» πολιτών και κατ' ουσίαν ευχρήστων, αλλά πολιτών της ουράνιας (άκτιστης) βασιλείας. Αυτοί είναι οι Ομολογητές και οι Μάρτυρες, οι αληθινοί πιστοί, οι Άγιοι.

Έτσι όμως ελέγχεται και η ιεραποστολή μας. Πού καλούμε; Στην Εκκλησία-Νοσοκομείο/ Θεραπευτήριο ή σε μια ιδεολογία, που ονομάζεται χριστιανική; Αντί για θεραπεία ζητούμε συνήθως εξασφάλιση θέσεως στον «παράδεισο». Γι' αυτό ασχολούμεθα με τελετές και όχι με θεραπεία. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια απόρριψη της λατρείας. Αλλά χωρίς άσκηση (ασκητικό βίο, πράξη θεραπείας) η λατρεία δεν μπορεί να μας αγιάσει. Μένει ανενέργητη μέσα μας η απορρέουσα από αυτήν χάρη. Η Ορθοδοξία δεν υπόσχεται ότι στέλνει τον άνθρωπο σε κάποιο παράδεισο ή σε κάποια κόλαση, αλλά έχει τη δύναμη, όπως φαίνεται στα άφθαρτα και θαυματουργικά λείψανα των Αγίων της (αφθαρσία= θέωση), να προετοιμάσει τον άνθρωπο, ώστε να βλέπει αιώνια την Άκτιστη Χάρη και Βασιλεία του Χριστού ως παράδεισο και όχι ως κόλαση.



Πρωτ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός

God judges our intention…( St. John Climacus )


                                                    

God judges our intention, but in that which is within our power He, in man-befriending wise, also requires us to act. Great is he who leaves undone nothing that is within his power; but greater is he who humbly attempts what is beyond his power.


- St. John Climacus


Το τέλος της ευχής «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων ημών».


     
                                 


                          
(Κι ας είναι όλα τα καλά του μεγάλου Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού μαζί με όλους σας)
Η μεγάλη ευχή προς το Θεό Πατέρα, η ευχή της αναφοράς, που άρχισε με το «Άξιον και δίκαιον…», έφτασε τώρα προς το τέλος. Η θεία Λειτουργία και η αγία Γραφή δεν έχουν τέλος και δεν εξαντλούνται ποτέ. Γι’ αυτό κανένας δεν μπορεί να πει πως, ερμηνεύοντας τη θεία Λειτουργία, είπε τάχα την τελευταία λέξη. Κάνει ο καθένας μας ό,τι μπορεί μπροστά στο μεγάλο χρέος που έχομε να οικοδομήσουμε την Εκκλησία και να οικοδομηθούμε.
*
Είναι πολύ στοργικό το ενδιαφέρον της Εκκλησίας στο σημείο αυτό της θείας Λειτουργίας. Μπροστά στο σώμα και το αίμα του Κυρίου, που είναι επάνω στην αγία Τράπεζα, η ιερή σύναξη θέλει να τους θυμηθεί όλους και να μην ξεχάσει κανέναν. Μέσα στη γενική πρόσκληση των προσώπων με τα ονόματά τους, ο λειτουργός ξεχώρισε το πρόσωπο και το όνομα του επισκόπου, μα του μένει η έγνοια πως ακόμα θα ξέχασε πολλούς. Γι’ αυτό προσθέτει· «Και ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει και πάντων και πασών»· θυμήσου, Κύριε, μαζί με όλους που μνημονέψαμε κι όσους ακόμα ο καθένας έχει στο νου του.

Εδώ ο κάθε πιστός μ’ έναν πιο ζωντανό τρόπο συμμετέχει και λειτουργεί μαζί με τον ιερέα· θυμάται όλους τους δικούς του και ψιθυρίζει τα ονόματά τους. Στη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου υπάρχουν ακόμα στην ευχή αυτά τα πολύ ζεστά και φιλάνθρωπο λόγια· «Και ων ημείς ουκ εμνημονεύσαμεν δι’ άγνοιαν ή λήθην ή πλήθος ονομάτων, αυτός μνημόνευσαν, ο Θεός, ο ειδώς εκάστου την ηλικίαν και την προσηγορίαν, ο ειδώς εκάστου εκ κοιλίας μητρός αυτού». Τόση στοργή και τόση αγάπη μόνο η Εκκλησία έχει για τους ανθρώπους, όταν μπροστά στο σώμα και το αίμα του Χριστού ο λειτουργός συνεχίζει και ικετεύει· «Αυτός τοις πάσι τα πάντα γενού, ο ειδώς εκάστου και το αίτημα αυτού, οίκον και την χρείαν αυτού».
Στη Λειτουργία του αγίου Χρυσοστόμου, την οποία ερμηνεύουμε, σε τρεις προτάσεις και σε χαμηλότερο τόνο της φωνής, ο λειτουργός μνημονεύει ακόμα και παρακαλεί. Πρώτα για την πόλη και για τους πιστούς που μένουν σ’ αυτήν. «Μνήσθητι, Κύριε, της πόλεως, εν η· παροικούμεν και πάσης πόλεως και χώρας και των πίστει οικούντων εν αυταίς». Έπειτα για όσους βρίσκονται σε ειδικές συνθήκες του βίου. «Μνήσθητι, Κύριε, πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων και της σωτηρίας αυτών». Τελευταία για όσους υπηρετούν στην Εκκλησία και για εκείνους που φροντίζουν για τους ενδεείς και φτωχούς. «Μνήσθητι, Κύριε, των χαρποφορούντων και καλλιεργούντων εν ταις αγίαις σου Εκκλησίαις και των μεμνημένων των πενήτων». Τελευταία κλείνει το λόγο με μια γενική δέηση, που αφορά σε όλη τη σύναξη· «και επί πάντας ημάς τα ελέη σου εξαπόστειλον». Τις ίδιες λέξεις και τις ίδιες δεήσεις τις ακούσαμε και στα Ειρηνικά και στην Εκτενή ικεσία, το ίδιο θέμα, σαν μέσα σε μια μουσική σύνθεση, που έρχεται και ξανάρχεται ως το τέλος· στην αρχή σε προεξαγγελτικές εκφωνήσεις και τώρα σε θερμή δέηση και ικεσία μπροστά στο σώμα και το αίμα του Κυρίου.
Η μεγάλη ευχή της αναφοράς όπως όλες οι ευχές, καταλήγει σε δοξολογική εκφώνηση. Μεγαλόφωνα ο λειτουργός ιερέας λέει· «Και δες ημίν εν ενί στόμιτι και μιά καρδία δοξάζειν και ανυμνείν το πάντιμον και μεγαλοπρεπές Όνομά σου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων»· και δώσε μας μ’ ένα στόμα και με μια καρδιά να δοξάζουμε και να ανυμνούμε το ολοτίμητο και μεγαλόπρεπο όνομά σου, του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, και τώρα και πάντα και στους ατελεύτητους αιώνες. Όλα καταλήγουν εδώ στην ενότητα της Εκκλησίας, στην ορθή πίστη και το κοινό φρόνημα των ανθρώπων, για να δοξάζεται έτσι και να υμνείται το υπερύμνητο όνομα της Αγίας Τριάδος.
*
Ο λαός επισφραγίζει την εκφώνηση του λειτουργού με το «Αμήν», που πάντα θέλει να πει πως είμαστε όλοι σύμφωνοι και επιβεβαιώναμε τα λόγια του ιερέα. Εκείνος τότε στρέφεται προς εμάς και παρουσιάζεται στην ωραία πύλη. Είναι η πρώτη φορά που τον βλέπουμε κατά πρόσωπο, μετά από το «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Το πρόσωπό του πρέπει να μας φαίνεται, σαν που έβλεπαν οι Ισραηλίτες το πρόσωπο του Μωϋσή, όταν κατέβηκε από το βουνό. Ύστερα απ’ όσα έγιναν μέσα στην Εκκλησία, επάνω στην αγία Τράπεζα και στη σύναξη των πιστών, και τα τίμια δώρα και οι άνθρωποι «υπέστησαν την ευπρεπεστάτην αλλοίωσιν», την ωραιότατη μεταβολή που φέρνει όπου αγγίξει τό Άγιο Πνεύμα. Φωτισμένος λοιπόν και λάμποντας μέσα στο άκτιστο φώς της θείας μεταμόρφωσης, ο λειτουργός ιερέας σηκώνει το χέρι του και ευλογεί· είναι το ίδιο χέρι που πριν λίγο ευλόγησε τα τίμια δώρα επάνω στην αγία Τράπεζα· «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων υμών».
Όλη η μεγάλη ευχή της αναφοράς απευθύνεται προς το Θεό Πατέρα, και να τώρα στο τέλος η ευλογία προς το λαό γίνεται από το λειτουργό «εν ονόματι» του Υιού. Αυτό δεν είναι χωρίς σημασία και δεν πρέπει να το περάσουμε απαρατήρητο. Όλες οι δεήσεις μετά τον καθαγιασμό έγιναν, καθώς γράφει ο Καβάσιλας, «μετά χρηστής και βεβαίας ελπίδος», με την καλή και βέβαιη ελπίδα πως θα τις δεχθεί ο Θεός. Όταν έγινε η θυσία, βλέποντας να είναι εμπρός του το ενέχυρο της θείας φιλανθρωπίας, δηλαδή ο αμνός του Θεού, αφού πια πήρε τον μεσίτη κι έχει μαζί του τον παράκλητο, ο ιερέας κάνει γνωστά στο Θεό τα αιτήματα της Εκκλησίας. Ο Χριστός είναι ο μεσίτης, εκείνος που με τη θυσία του άνοιξε το δρόμο που μας φέρνει στο Θεό. Όλα τα καλά της σωτηρίας, που πηγάζουν από τη θυσία του Ιησού Χριστού, αυτά λοιπόν εύχεται ο λειτουργός ιερέας στην ιερή σύναξη της Εκκλησίας, στο τέλος τώρα της μεγάλης ευχής της αναφοράς.
Στην ευλογία και την ευχή του λειτουργού ο λαός απαντά με το γνωστό «Και μετά του πνεύματός σου» ή με το «Αμήν» ή με την ίδια λέξη της ευλογίας· «Έσται και έσται εις αιώνας αιώνων», είθε να είναι και θα είναι για πάντα. Θα θέλαμε άλλη μια φορά να μιλήσουμε για το περιεχόμενο των λειτουργικών διαλόγων. Δεν είναι απλώς σχήματα δραματικής πλοκής στη συνέχεια της θείας Λειτουργίας, αλλά τελετουργικοί διάλογοι με ιερό και πραγματικό περιεχόμενο· λόγος «ζων και ενεργής», καθώς γράφει ο Απόστολος για το λόγο του Θεού. Γι’ αυτό, χωρίς να είναι αυτός ο σκοπός μας, επιμένουμε στην πιστή και ευπρεπή εκτέλεση αυτών των διαλόγων. Ενδιαφέρει κυρίως ο τρόπος με τον οποίο αποκρίνονται στον ιερέα οι ψάλτες· όχι αδιάφορα και ψυχρά και πολλές φορές καθόλου, αλλά πάντα με τρόπο, που να φανερώνει τη ζωντανή συμμετοχή του λαού στα τελούμενα.
*
Όπως προσπαθήσαμε να δείξουμε κι όπως είδαμε ως τώρα, η θεία Λειτουργία τελετουργικά χωρίζεται σε διάφορα μέρη. Πρώτα τα Αντίφωνα, έπειτα η Μικρή Είσοδος, υστέρα τα Αναγνώσματα και πιο έπειτα η Μεγάλη Είσοδος. Όλα αυτά με μία λέξη μπορούμε να τα ονομάσουμε προαναφορά, και είναι το πρώτο μεγάλο μέρος της θείας Λειτουργίας. Το δεύτερο μέρος, που είναι η αναφορά, αρχίζει από το «Άξιον και δίκαιον…» και φτάνει ως το τέλος. Η τελετουργία βέβαια της θείας Λειτουργίας είναι όλη μία συνέχεια, και μόνο τεχνικά την χωρίζουμε σε διάφορες ενότητες, για λόγους που μας βοηθούν και μας ευκολύνουν στην εξήγηση. Ωστόσο, τελειώνοντας σήμερα τήν ευχή της αναφοράς, κλίνουμε με την τελευταία εκφώνηση της ευχής και την ευλογία του λειτουργού· «Και έσται τα ελέη του μεγάλου Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού μετά πάντων ημών». Αμήν.
(Επισκ. +Διονυσίου Λ. Ψαριανού, Μητροπ. Σερβίων και Κοζάνης, «Η Θεία Λειτουργία», εκδ. Αποστ. Διακονία, σ. 361-368)

Trials and Temptations- Elder Ephraim of Arizona




              

God allows temptations so that they might rouse to remember Him. When we call
upon Him, He acts as though He does not hear us so that we multiply our supplications
and cry out His Holy name, in fear of the various passions.


Then, through the pain of the entreaties, our heart is sanctified, and through experience
we learn the weakness of our lame nature. Thus we realize in practice that without
God's help we are not able to do anything.


Counsels from the Holy Mountain- Trials and Temptations pg 253chapter 12

Elder Ephraim

On Illness- Elder Ephraim




                                                        

The truth is that the illness, afflictions and tribulations of Christians bring about
the cleansing of their soul and the forgiveness of their sins.

Every Christian has the sacred obligation to accept with a guileless and simple
heart whatever kind of cross God has placed upon him and to carry it up to
glorious Golgotha.

Sometimes he may fall to his knees under the toil and burden, but God will send
another good Simon of Cyrene that is, the grace of patience, who will lift the cross
to Golgotha.

When we visit a cemetery, we see a cross on every grave, some wooden, others stone,
others iron, etc. Likewise, God gives a cross to every Christian soul.
To one He gives an iron cross, to another a wooden cross, to another a stone cross.
Each person is given one as the wisom of God deems best.

The main purpose of the Lord is to save our precious soul, regardless of whether or not
it suffers in the process. He Himself provides us with the patience and enlightenment
to be able to bear the cross to the end.



Counsels from the Holy Mountain on Illness pg 35
Elder Ephraim


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...