Monday, September 15, 2014
Θαύματα της Αγίας Ζώνης
Ο π. Δανιήλ Κατουνακιώτης θεραπεύεται από νεφρίτιδα
Στο βιβλίο του μακαριστού Αρχ. Χερουβείμ της σειράς, «Σύγχρονες Αγιορείτικες μορφές»,τ.4, περιγράφεται η θαυματουργική θεραπεία του π. Δανιήλ Κατουνακιώτη από οξεία προσβολή της νεφρίτιδος. Παραθέτουμε την περιγραφή: «Δεν πρόλαβε καλά-καλά να φθάσει (στό Βατοπαίδι) και έπαθε οξεία προσβολή της νεφρίτιδος. Ο «σκόλοψ τη σαρκί» τον εκέντησε αυτή την φορά πολύ οδυνηρά και τον καθήλωσε για εβδομάδες στο κρεβάτι.
Οι Προϊστάμενοι της Μονής τον ενοσήλευσαν με περισσή αγάπη. Περισσότερη όμως στοργή του έδειξε ο μεγάλος γιατρός του Όρους, η Θεοτόκος.
Ο π. Δανιήλ έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια στην Κυρία Θεοτόκο. Την ίδια ευλάβεια, την ίδια εμπιστοσύνη και την ίδια τιμή, που έχουν απέναντί της όλοι οι άγιοι. Την ικέτευσε με δάκρυα και θέρμη, και ήταν βέβαιος για την απάντηση. Ήξερε τις υποσχέσεις της. Ήταν δυνατό να μην τις εκπληρώσει; Και πράγματι. Την ημέρα που το μοναστήρι γιόρταζε την εορτή της Αγίας Ζώνης (31 Αυγούστου), ο ασθενής γιατρεύθηκε ξαφνικά και η θεραπεία του ήταν οριστική! Ποτέ πια δεν τον ενώχλησε η φοβερή αυτή αρρώστια, που τον ταλαιπώρησε δέκα ολόκληρα χρόνια».
Θεραπεία π. Φιλοθέου Ζερβάκου
Ο μακαριστός Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος περιγράφει την θεραπεία από αφόρητους πόνους που του προκαλούσε συνεχής πονοκέφαλος. Ακούστε πως διηγείται ο ίδιος το γεγονός.
«Ήλθομεν εις την Μονήν του Βατοπαιδίου την 31ην Ιουλίου. Εισελθών εις το Αρχονταρίκιον με εφιλοξένησαν, αλλ’ εγώ εκ των αφορήτων πόνων δεν ηδυνάμην να υποφέρω. Αφού παρήλθεν ολίγη ώρα, τόσον με ηρέθισεν ο πονοκέφαλος, όπου έτρεχον ένθεν κακείθεν κρατών την κεφαλήν μου. Παρακαλέσας τον Αρχοντάρην με επήγεν εις τον ιατρόν, όστις μοι έδωσε φάρμακα προς καταστολήν του πονοκεφάλου. Κατερχόμενος δε εκ του φαρμακείου επέρασα από την Εκκλησίαν, έτυχε τότε να είναι ανοικτή. Εισελθών δε είδον ότι εις το Άγιον Βήμα είχον ανοίξει τα άγια λείψανα και επροσκυνούσεν Ιεροδιάκονός τις εξ Ικονίου. Εισχωρήσας δε και εγώ ήρχισα να προσκυνώ μετ’ ευλαβείας πρώτον τον Σταυρόν και την εικόνα της Βηματαρίσσης. Έπειτα επροσκύνησα μέρος του Τιμίου Ξύλου. Ωσαύτως και την Τιμίαν Ζώνην, αισθανόμενος ότι προσκυνώ ο άθλιος και ελεεινός την Τιμίαν Ζώνην όπου εζωννύετο η Πανάχραντος Θεοτόκος ασπαζόμενος δε και περιπτυσσόμενος την Τιμίαν Ζώνην μετά θερμής ευλαβείας και δακρύων, ησθάνθην, –ω του θαύματος!– ότι η ασθένειά μου υπεχώρησε και ευρέθην εντελώς υγιής! Ως μεγάλα και τεράστια τα θαυμάσιά Σου, Δέσποινα Πανύμνητε! Ας είναι υπερδεδοξασμένον και υπερύμνητον το όνομά Σου, ότι ου παύεις παρέχουσα ημίν ιάματα ψυχής και σώματος…, και εξελθών του Ιερού Βήματος ιστάμην εν τω μέσω του ναού ως άλαλος και έλεγον καθ’ εαυτόν, πως ήμουν πριν και πως εξαίφνης εθεραπεύθην τελείως».
Οι ακρίδες έπεφταν στην θάλασσα
Στο βιβλίο «Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου, Λόγοι, τόμ. Α, «Με πόνο και αγάπη για τον σύγχρονο άνθρωπο», περιέχεται στην σ. 113 θαύμα της Αγίας Ζώνης. Το μεταφέρουμε.
«Έρριξες φάρμακο για τις κάμπιες;
-Έρριξα, Γέροντα.
- Τόσες καλόγριες ούτε μία κάμπια δεν μπορείτε να σκοτώσετε! Στην Κατοχή, όταν είχε πέσει ακρίδα, είχαν βγάλει εδώ στην Χαλκιδική την Αγία Ζώνη από την Μονή Βατοπαιδίου και η ακρίδα έπεφτε σύννεφα-σύννεφα στην θάλασσα».
Παύση λοιμώδους νόσου
Τον Σεπτέμβριο του έτους 1818 πατέρες της Ιεράς Μονής Βατοπαιδίου μετέβησαν στο Γαλάτσι της Ρουμανίας μεταφέροντας την Τιμία Ζώνη, τεμάχιο Τιμίου Ξύλου και την αγία κάρα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Σε επιστολή του ο Μητροπολίτης Μολδαβίας Βενιαμίν μεταξύ άλλων αναφέρει: «… ιδία τε έκαστος και κοινή μετελάβομεν του θείου αγιάσματος, την παύσιν της πολυωδύνου πανωλεθρίας λοιμώδους νόσου είδομεν».
Έπαυσε το θανατικόν
22 Αυγούστου 1827. Ο παπα-Σάββας γράφει: «Το θανατικόν με την Χάριν της Αγίας Ζώνης από 15 Ιουνίου έπαυσεν εις την Αίνον». Από την Αίνον η Αγία Ζώνη μεταφέρθηκε στο Διδυμότειχο. Σε άλλη επιστολή του, με ημερομηνία 12 Σεπτεμβρίου,ο ίδιος ιερέας αναφέρει: «Εδώ με την Χάριν της Αγίας Ζώνης έπαυσε το θανατικόν, καθώς και εις την Αίνον».
Γλυτώσαμε από το κακό
Ο π. Κοσμάς Χρυσούλας σε επιστολή του προς την Μονή γράφει: «Κατά το έτος 1915 στο χωριό μας Νεοχώρι Καλλιπόλεως κάλεσαν από την Μονή Βατοπαιδίου την Αγία Ζώνη για την επιδημία των ακρίδων και όταν ήλθε η Αγία Ζώνη, και έγινε ο αγιασμός, εμφανίστηκαν στον ουρανό μαύρα πουλιά που έφαγαν τις ακρίδες και γλυτώσαμε από το κακό».
Η Αγία Ζώνη στην Ιθάκη
Η κ. Ευθυμία Σοφιανού, που μένει στο Βαθύ της Ιθάκης, διατηρούσε πριν μερικά χρόνια στο σπίτι της την «αγία ζώνη», την οποία είχε δωρίσει ο Όσιος Ιωακείμ στην γιαγιά της μητέρας της Μαρίας Μολφέση- Σοφιανού.
Το ιερό αυτό κειμήλιο ήταν μια ζώνη ανοικτού καφέ χρώματος, κεντημένη με χρυσοκλωστή. Αυτή φυλασσόταν στο εικονοστάσι της οικογένειας Σοφιανού και δινόταν σε παρθένες κόρες, όπου κατά την διάρκεια του μυστηρίου του γάμου τους την έδεναν ως «παρθενικό» στο κεφάλι τους ή στην κοιλιακή χώρα.
Αυτό θεωρούνταν μεγάλη ευλογία. Κατόπιν η αγία ζώνη επιστρεφόταν στην οικογένεια Σοφιανού. Τελευταία φορά την ζήτησε μία οικογένεια προσφύγων το 1935.
Ακόμη με την αγία ζώνη στην οικογένεια Σοφιανού σταύρωναν τα παιδιά στο σπίτι, όταν αυτά ασθενούσαν.
Δυστυχώς η αγία ζώνη χάθηκε με τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953.
Η Θάσος σώζεται από την ανομβρία
Το 1957 κάτοικοι της Θάσου ήλθαν στην Μονή και παρακαλούσαν να μεταφερθεί η Τιμία Ζώνη της Θεοτόκου στο νησί, διότι είχε χρόνια να βρέξει και η ξηρασία απειλούσε να το ερημώσει. Οι πατέρες αποδέχθηκαν το αίτημα και σε λίγες μέρες αποφάσισαν να ξεκινήσουν για την Θάσο.
Κατά την τάξη της Μονής, όταν η Τιμία Ζώνη αναχωρεί εκτός αυτής, ψάλλεται η ιερά Παράκληση. Από τον ναό με λάβαρα, θυμιάματα, κωδωνοκρουσίες και μεγαλοπρεπή πομπή συνοδεύουν οι πατέρες την Τιμία Ζώνη μέχρι τον αρσανά της Μονής. Καθ’ οδόν προς την θάλασσα ψάλλεται ο Παρακλητικός κανόνας.
Έτσι έγινε και τότε, και οι πατέρες αναχώρησαν με καραβάκι για την Θάσο που απέχει 2-3 ώρες από την Μονή μας. Ο καιρός ήταν καλός και δεν εφαίνοντο ίχνη που να προμηνύουν βροχή. Όταν όμως έφθασαν στο λιμάνι της Θάσου, ήδη είχε αρχίσει να πέφτει καταρρακτώδης βροχή και έγινε τόση πλημμύρα, ώστε δεν μπόρεσαν να αποβιβαστούν, αλλά αμέσως επέστρεψαν πίσω στην Μονή δοξάζοντες την Υπεραγία Θεοτόκο, που πρόφθασε και έσωσε τον ευλαβή λαό του νησιού βλέποντας την αγαθή πρόθεση και επιθυμία του.
Vigilance in Prayer ( Elder Ambrose of Optina )
Because prayer is the most powerful weapon against the invisible foe, he tries in various ways to distract people from it. Starets related the following story: "A monk at Mt. Athos had a much-loved, talking starling that used to entertain him with his chatter. But here was a strange thing – no sooner than the monk commenced to fulfil his rule of prayer, the starling would commence talking non-stop, not allowing the monk to pray. Once, on the bright Holy Day of the Resurrection of Christ, the monk came up to the cage and said: "Starling, Christ has risen!" And the starling replied: "That is the woe to us that He did," and immediately perished, filling the cell with unbearable stench. Thereupon the monk realised his error and repented."
Elder Ambrose of Optina
Elder Ambrose of Optina
Γέροντας Εφραίμ στην Αριζόνα – π. Θεόδωρος Ζήσης
Ο Γέροντας Εφραίμ της Αμερικής
Αρκετοί από αυτούς τους μοναχους έχουν έλθει για κάποιο διάστημα και στο Άγιο Όρος, για να γνωρίσουν την μοναστική ζωή και παράδοση στην κοιτίδα της. Τα μοναστήρια όλα αυτά έχουν δημιουργηθεί τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια περίπου. Οι ομογενείς έχουν αγκαλιάσει τις μονές με μία αγάπη άνευ προηγουμένου. Πολλοί εκκλησιάζονται κάθε Κυριακή και γιορτή και παρακολουθούν το δύσκολο τυπικό των ακολουθιών ευχαρίστως.
Το σπουδαιότερο είναι ότι τα μοναστήρια άρχισαν να επηρεάζουν και τους ιερείς μας επί το παραδοσιακότερον. Το επισκέπτονται συχνά, ανανεώνουν τις πνευματικές τους δυνάμεις, υιοθετούν εκκλησιαστικές και παραδοσιακές ποιμαντικές μεθόδους, ρασοφορούν, γίνονται ευαίσθητοι στα δογματικά θέματα, και αντιδρούν στον συγκριτισμό και στον οικουμενισμό, που πάνε να ενώσουν όλες τις θρησκείες ασχέτως των τεραστίων και φοβερών διαφορών που υπάρχουν.
Ο π. Εφραίμ έχει ως βάση του το μοναστήρι του Αγίου Αντωνίου στην Αριζόνα, λίγη ώρα μακριά από την πρωτεύουσα της Αριζόνας τον Φοίνικα και κοντά στην πόλη Florence. Το μοναστήρι αυτό ιδρύθηκε το 1995, μέσα στη έρημο της Αριζόνας, σε μια περιοχή που κατοικούν κυρίως Μορμόνοι. Οι Μορμόνοι είναι προτεσταντική παραφυάδα, που ιδρύθηκε το ΙΘ΄ αιώνα και δέχεται την πολυγαμία και ότι οι Αμερικανοί προέρχονται από τους Εβραίους.
Έχουν ως κέντρο τους την πολιτεία Γιούτα των Η.Π.Α. και ίδρυσαν το Salt Lake City πρωτεύουσα της Γιούτα. Γύρω από το μοναστήρι αγοράσθηκαν άλλα 1200 στρέμματα, στα οποία φυτέψανε ελιές, πορτοκαλιές, λεμονιές, φυστικιές Αιγίνης, αμπέλια grape fruits και άλλα. Η περιοχή από έρημος έχει μεταβληθεί σε μία καταπράσινη όαση χάρη στο νερό, που βρήκαν άφθονο κάνοντας γεωτρήσεις.
Επίσης μεταφυτεύτηκαν δένδρα που ήδη ήταν τεράστια, όπως φοίνικες και κάκτοι, που προσδίδουν μία ιδιαίτερη εξωτική ομορφιά και χάρη. Παρτέρια πλακόστρωτα, κρυφός φωτισμός τη νύκτα, συντριβάνια, ομοιώματα ζώων μέσα στους κήπους, συμπληρώνουν την παραδεισένια ομορφιά. Τα πρώτα κτίρια του μοναστηριού ήταν 4 τροχόσπιτα των 24 τετραγωνικών μέτρων περίπου, τα οποία έχουν μετατραπεί σε κτήρια, ενώ κτίσθηκαν πλήθος άλλα σε μόνιμες βάσεις.
Εκτός της κεντρικής εκκλησίας του αγίου Αντωνίου ( αφιερωμένη και στον άγιο Νεκτάριο ), έχει άλλες πέντε εκκλησίες και μία υπό ίδρυση σε ένα γειτονικό βουναλάκι. Οι εκκλησίες είναι του αγίου Δημητρίου, του αγίου Γεωργίου, του αγίου Νικολάου, του αγίου Παντελεήμονος, του αγίου Ιωάννου μέσα στο καμπαναριό της μονής, και του προφήτου Ηλία που κτίζεται τώρα.
Οι ρυθμοί των ναών είναι διάφοροι και από όλα τα μέρη της ορθοδοξίας καταλλήλως προσαρμοσμένα στο αμερικανικό περιβάλλον. Το μοναστήρι εκτείνεται σε μία έκταση 432 στρεμμάτων περίπου, έχει επτά ξενώνες και μπορεί να φιλοξενήσει 500 άτομα. Ο αριθμός επισκεπτών είναι τεράστιος.
Το μοναστήρι έρχεται σε επισκέψεις 2ο μετά το Γκραντ Κάνυον, το μεγάλο φαράγγι που κυλάει ο ποταμός Κολοράντο, και είναι ορατό λόγω του μεγέθους του από τη σελήνη δια γυμνού οφθαλμού. Το Γκραντ Κάνυον έχει μήκος 450 χιλιόμετρα, πλάτος στο φαρδύτερο σημείο 30 χιλιόμετρα και στο στενότερο σημείο 6,5 χιλιόμετρα, βάθος δε 1600 μέτρα.
Το Γκραντ Κάνυον είναι ένα από τα επτά θαύματα του φυσικού κόσμου γι'; αυτό είναι από τα μεγαλύτερα αξιοθέατα της Αμερικής. Καταλαβαίνουμε τώρα τι σημαίνει, να έρχεται το μοναστήρι του αγίου Αντωνίου δεύτερο στις επισκέψεις μετά το Γκραντ Κάνυον. Η φιλοξενία παρέχεται δωρεάν κατά το αγιορείτικο πρότυπο, και είναι αβραμιαία. Τράπεζα παρέχεται το πρωί μετά την ακολουθία και το απόγευμα μετά τον εσπερινό.
Οι προσκυνητές άνδρες και γυναίκες συντρώγουν μετά των μοναχών, ακούγοντας το ανάγνωσμα από πατερικά κείμενα όπως συνηθίζεται στις οργανωμένες μονές. Στους ξενώνες υπάρχουν φρούτα, αναψυκτικά, γλυκά, ξηροί καρποι, καφές, τσάϊ, που προσφέρονται ελεύθερα. Το μοναστήρι εκτός από την φιλοξενία παρέχει και φιλανθρωπικό έργο. Έχει συσσίτια για φτωχούς και προσφέρει βοήθεια σε όποιον του ζητήσει. Στο Tucson, μια κοντινή πόλη νοτιώτερα του μοναστηριού, δημιουργείται ίδρυμα για φτωχιές και εγκαταλειμμένες γυναίκες.
Συνεπώς στη μονή ησυχασμός, ιεραποστολή, φιλοξενία και φιλανθρωπία συνυπάρχουν σε μια αρμονική σύνδεση. Οι ακολουθίες γίνονται κατά το αγιορείτικο τυπικό, ελαφρά προσαρμοσμένο για τις συνθήκες της Αμερικής. Καθημερινά προσεύχονται 2-6 το βράδυ και όταν έχει ολονυκτία από τις 12 τα μεσάνυκτα μέχρι 6.30 το πρωϊ. Το απόγευμα τελείται η Θ΄ ώρα, ο Εσπερινός και το Απόδειπνο με τους Χαιρετισμούς. Οι μοναχοί είναι γύρω στους 35 και ηγούμενος είναι ο αγιορείτης ιερομόναχος Παϊσιος που είχε έρθει στην αρχή με πέντε άλλους μοναχούς από το Όρος για να το επανδρώσουν.
Ο π. Εφραίμ δεν έχει διοικητικά καθήκοντα αλλά είναι ο Γέροντας των ιερών μονών, τόσο στην Αμερική όσο και εδώ στην Ελλάδα. Είναι από τους χαρισματούχους εκείνους κληρικούς, που συγκεντρώνουν πλήθος κόσμου για εξομολόγηση, νουθεσία, και πνευματική καθοδήγηση. Ακόμη και από την Ελλάδα έρχονται για να εξομολογηθούν. Και παρατηρείται το αντίστροφο φαινόμενο απ'; ότι ίσχυε μέχρι τώρα, να έρχονται δηλαδή από την Αμερική για εξομολόγηση και καθοδήγηση στην Ελλάδα και μάλιστα στο Άγιο Όρος.
Τώρα οι όροι αντιστράφηκαν και θα πρέπει να προσέξουμε μήπως εφησυχάζοντες για την πνευματικότητά μας, σε λίγο αναγκασθούμε να προστρέχουμε στο εξωτερικό για πνευματική βοήθεια.
Ο π. Αντώνιος Μοσχονάς συνταξιούχος εφημέριος στο Tucson από τους βασικούς συνεργάτες και συμπαραστάτες του Γέροντα Εφραίμ στην περιοχή, αναφέρει ότι: «εμείς οι ιερείς και οι αρχιερείς στην Αμερική για 70 χρόνια περίπου προσπαθούσαμε να φέρουμε τον κόσμο στις εκκλησίες κάνοντας φεστιβάλ. Δηλαδή διοργανώναμε γιορτές και πανηγύρια και προσφέραμε ποτά, φαγητά, χαρά, διασκέδαση και άλλα παρόμοια. Είχαμε ξεχάσει την προσευχή το κομποσχοίνι την εξομολόγηση τη νηστεία, την άσκηση, την παράδοση της Εκκλησίας μας.
Το σπουδαιότερο, δεν αφήναμε να δημιουργηθούν μοναστικά κέντρα. Τα θεωρούσαμε ότι δεν χρειάζονται και ότι δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στην Εκκλησία μας. Και ήρθε ένα μικροσκοπικό ανθρωπάκι χωρίς κοσμικές σπουδές, χωρίς πτυχία θεολογίας, χωρίς να έχει ρηξικέλευθες και καινοτόμους ιδέες, όπως πιστεύαμε ότι έχουμε εμείς και μας θύμισε την παράδοσή μας. Δεν πούλησε σουβλάκια, γύρο, μουσακά, μπακλαβάδες και τα άλλα φαγητά της ελληνικής κουζίνας, αλλά πούλησε, ή μάλλον προσέφερε δωρεάν, τον ξεχασμένο Χριστό της Ορθοδοξίας.
Δεν κάλεσε σε χορούς και διασκεδάσεις, αλλά σε αγρυπνίες και νηστείες. Και ο κόσμος, φωτισμένος από το Θεό, τον πλαισίωσε και τον περιτριγύρισε και τον ενίσχυσε. Η κοσμοσυρροή που παρατηρείται είναι άνευ προηγουμένου. Η Αμερική που προσπαθούσε να ξεφύγει από την καταναλωτική κοινωνία, την αφθονία και τον κόρο των υλικών αγαθών, με κινήματα όπως των hippies και τη στροφή προς τις ανατολικές θρησκείες, άρχισε να ανακαλύπτει τον γνήσιο και αρχέγονο χριστιανισμό της Ορθοδοξίας μας.
Ο π. Εφραίμ ήρθε και έκανε μία μεγάλη σκάλα από τη γη στον ουρανό. Μας έδωσε την δυνατότητα εδώ στην Αμερική ν'; ανεβαίνουμε πάνω στον ουρανό με τα μέσα της ορθοδόξου παραδόσεως. Το μοναστήρι, του Αγίου Αντωνίου εδώ στην Αριζόνα, κτίσθηκε με σημεία που έδειξε ο Θεός. Όταν ήρθε ο Γέροντας στην περιοχή μας και έψαχνε για μέρος που θα έκτιζε τη νέα μονή, ενώ προσπαθούσε να πάει αλλού, έχασε το δρόμο του και ήρθε εδώ.
Έμεινε κατενθουσιασμένος. Αμέσως πήγαμε σε κτηματομεσίτη της περιοχής για να δούμε τι μπορούσαμε να αγοράσουμε. Όταν φθάσαμε στο μέρος που κτίσθηκε το μοναστήρι αργότερα, ενώ μιλούσαμε με τον κτηματομεσίτη, ακούσαμε να χτυπάνε καμπάνες όπως χτυπάνε οι καμπάνες της Φιλοθέου. Ο Γέροντας είπε τότε: «εδώ θα το κτίσουμε». Το είπα στον αείμνηστο Αντώνιο, επίσκοπο του Σαν Φρανσίσκο, στον οποίο υπαγόμαστε και κείνος είπε μέσα του «Κεφαλλονίτικη φάρσα», διότι είμαι από την Κεφαλλονιά.
Μετά δύο χρόνια όμως, ενώ πηγαίναμε στο μοναστήρι και σταματήσαμε λίγο πριν φθάσουμε να φορέσουμε τα ράσα μας, γιατί φορούσαμε λαϊκά ρούχα όπως συνηθίζουμε εδώ στην Αμερική, άκουσε τις καμπάνες και ο δεσπότης. Είχε δώσει εντολή στον ηγούμενο να μην κάνουν επίσημη υποδοχή, γι'; αυτό όταν φθάσαμε τον μάλωσε. Εκείνος όμως απάντησε ότι δεν χτύπησαν τις καμπάνες και ότι οι πατέρες είναι στα κελλιά. Τότε ο δεσπότης κατάλαβε τι συνέβη και μου εξομολογήθηκε τι είχε σκεφθεί όταν του ανακοίνωσα τι είχε συμβεί σε μας.
Ο επίσκοπος Αντώνιος όταν γνώρισε τον π. Εφραίμ και το έργο του, μου είπε: «ο Εφραίμ θα γεμίσει την Αμερική με μοναστήρια. Πόσο τυχεροί είμαστε, που έχουμε γνωρίσει και περπατάμε και μιλάμε και ευλογούμεθα από ένα ζωντανό άγιο». Ας ευχηθούμε το «Γκραν Κάνυον» της Ορθοδοξίας μας, τα Ορθόδοξα μοναστήρια της Αμερικής, να πολλαπλασιασθούν αριθμητικά και να προοδεύουν συνεχώς ποιοτικά. Δεν ξέρουμε ποιες είναι οι βουλές του Κυρίου μας.
«Μπορεί στο μέλλον η Αμερική να γίνει μία νέα Βυζαντινή Αυτοκρατορία»
(πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, καθηγητής θεολογικής Σχολής Α.Π.Θ.)
Discovering the Will of God ( Elder Joseph the Hesychast )
Our life with the Elder had the character of childhood rather than a mature state. Our effort, in basic terms, was directed towards the monastic tradition, and we exerted ourselves as forcibly as possible in the obligations of our rule. What we lacked, essentially, was the discernment of an experience in discrimination so as to evaluate the situation, so that the spiritual scope of the Elder did not elude us in its depth and breadth and height. But is it perhaps usual and inevitable for disciples to discover their teacher ‘when he is taken from them’? (cf. Lk 24:31). Untiringly, the Elder made a constant effort to pass on to us everything that is spiritual and he did not fail in his aim, because ‘the wise man has his eyes in his head’ (Eccl. 2:14). It is true, however, that ‘for everything there is a season, and a time for every matter’ (Eccl. 3:1).
At a mature age, when the Elder was no longer with us, we understood the depth of his words and his actions even down to the details, whereas while he lived they seemed, to our inexperience, riddles that made no sense. We put all our meagre powers into our effort to be obedient and not to grieve the Elder. But we had virtually no comprehension of the meaning and main aim of the spiritual law which the Elder passed on to us with such fervour. I will not go into biographical details again, but I want to comment a little on the aforementioned subject of the spiritual law, which is what chiefly governs human beings.
We observed that the Elder never embarked on anything without first praying. We would ask him about something in the future or for the next day, and his reply was that he would tell us tomorrow. The object was so that he could pray first.
Our desire focussed on knowledge of the divine will: how should one recognise the divine will? He would say, ‘Are you asking about this, boys, when it is the most basic thing?’ We would encourage him with increased curiosity, ‘But, Elder, isn’t God’s will known in general terms through the Scriptures and the whole of divine revelation? Since everything in our life is regulated – what other question should we monks have?’ And the Elder replied, ‘May God give you “understanding in everything” (2 Tim. 2:7). St Nilus the Calabrian prayed that he might be granted “to think and speak according to
the divine will.”
In general terms, to do good and every other commandment is the will of God, but the detail which governs it is unknown. “For who has known the mind of the Lord?” (Rom. 11:34); and again, “the judgements of the Lord are a great abyss” (Ps. 36:6). The divine will is not differentiated only by time, but also by place, persons, and things, as also by quantity, manner and circumstance. And is that all? Man himself, when he changes his disposition, also changes the divine decision in many ways. So it is not enough to know the general expression of the divine will; one needs to know the specific verdict on the subject of concern, whether yes or no, and only thus is success assured. The chief aim of the divine will is the expression and manifestation of divine love, because the driving force of all our actions is precisely the fullness of His love. If “whether we live or whether we die, we are the Lord’s” (Rom. 14:8), as St Paul says, then, however much the will we are seeking seems to be personal to us or to someone close to us, its centre of gravity is the Divine Person, for whose sake “we live and move and have our being” (cf. Acts 17:28). Have you forgotten the Lord’s prayer in the garden of Gethsemane, “if it be possible let it pass from me, nevertheless, not as I will, but as Thou wilt!” (Mt 26:39)? Any expression of obedience towards the venerable divine will that does not have love for Him as its basis risks remaining a human action – or, to put it better, a human failing. If, as St Paul says, we have to “subordinate every thought to obedience to Christ” (2 Cor. 10:5) because “we are not our own” (1 Cor. 6:19), how is this to be implemented in the conscience of the person who gives his obedience if he does not know precisely what the divine will is for this circumstance? Besides, the ensuing divine blessing and grace, towards which we hasten, is revealed only in perfect obedience.
‘So when you want to find out the will of God, abandon your own will completely together with every other thought or plan, and with great humility ask for this knowledge in prayer. And whatever takes shape or carries weight in your heart, do it, and it will be according to God’s will. Those who have greater boldness and practice in praying for this will hear a clearer assurance within them, and will become more careful in their lives not to do anything without divine assurance.
‘There is also another way of discovering the will of God which the Church uses generally, and that is advice through spiritual fathers or confessors. The great blessing of obedience which beneficently overshadows those who esteem it becomes for them knowledge where they are ignorant and protection and strength to carry out the advice or commandment, because God is revealed to those who are obedient in His character as a father. The perfection of obedience, as the consummate virtue, puts its followers on a level with the Son of God, who became “obedient… unto a cross” (Phil. 2:8). And as our Jesus was given all power (Mt 28:18) and all the good pleasure of the Father, so the obedient are given assurance of the divine will and the grace to carry it out successfully and to the full.
‘Those who ask spiritual people in order to discover the divine will should be aware of this point: the will of God is not revealed magically, nor does it hold a position of relativity, since it is not contained within the narrow confines of human reason. In His consummate goodness God condescends to human weakness and gives man sure knowledge. But man must firstly believe absolutely, and secondly humble himself by thirsting ardently for this assurance and being disposed to carry it out. This is why he receives with faith and gratitude the first word of the spiritual father who is advising him. When, however, these requirements of faith, obedience and humility do not coexist – and it is a sign of this when someone objects or counters with other questions, or worst of all has a mind to keep asking for second opinions – then the will of God is hidden, like the sun behind a passing cloud. This is a delicate matter, and requires great care. Abba Mark says, “A man gives advice to his neighbour according to what he knows; but God works in the hearer according to his faith.” An essential requirement in seeking the divine will is that the person who is asking should make himself receptive to this revelation, because, as I have said before, the divine will with its transcendent character is not magically contained within positions or places or instruments, but is revealed only to those who are worthy of this divine condescension.’
I can also recall now what happened with us, when we asked the Elder to tell us the will of God. We had got into the habit from previous experience and received as absolute his first word, without contradiction; and indeed everything happened just as we would have wished, even in cases where the thing did not seem to make good sense humanly speaking. We knew that if we put forward some sort of objection on pretexts that were reasonable according to our own judgement, the Elder would give way to us, saying, ‘Do as you think best’; but the mysterious power and protection of success would be lost to us. Therefore it was the ‘first word’ from the spiritual father, received with faith and obedience, that expressed the divine will. In its general form this subject is complex and obscure because, as we know, the divine will is not always known even to the perfect, particularly when someone wants to discover it within a limited time-frame. At other times a difficulty also arises from the state of the person who is interested, depending on how far he is free from impassioned tendencies and appetites under the influence of which he acts and makes decisions, in which case patience is also required.
I myself have heard from a spiritual man, someone altogether reliable, that he besought God to reveal His will on a question in his own personal life and received the answer he had asked for forty-two years later! I in my slothfulness was quite alarmed, wondering at his cast iron patience.
The general conclusion is that discernment of the divine will is one of the most delicate and complex matters in our lives. Especially for those who try to discover it through prayer – even though this is required, according to the saying ‘knock, seek, ask and it will be given you’ (Mt 7:7) – it must is nevertheless be preceded by patient endurance, trials and tribulations and experience so as to remove the passions and the individual will, which the exceeding subtlety and sensitivity of divine grace abhors. Anyway, whether it is arduous or whether it requires patient endurance, the method of prayer remains a requirement as the only means whereby we communicate with God, and by which we shall also know His divine will.
Elder Joseph the Hesychast
At a mature age, when the Elder was no longer with us, we understood the depth of his words and his actions even down to the details, whereas while he lived they seemed, to our inexperience, riddles that made no sense. We put all our meagre powers into our effort to be obedient and not to grieve the Elder. But we had virtually no comprehension of the meaning and main aim of the spiritual law which the Elder passed on to us with such fervour. I will not go into biographical details again, but I want to comment a little on the aforementioned subject of the spiritual law, which is what chiefly governs human beings.
We observed that the Elder never embarked on anything without first praying. We would ask him about something in the future or for the next day, and his reply was that he would tell us tomorrow. The object was so that he could pray first.
Our desire focussed on knowledge of the divine will: how should one recognise the divine will? He would say, ‘Are you asking about this, boys, when it is the most basic thing?’ We would encourage him with increased curiosity, ‘But, Elder, isn’t God’s will known in general terms through the Scriptures and the whole of divine revelation? Since everything in our life is regulated – what other question should we monks have?’ And the Elder replied, ‘May God give you “understanding in everything” (2 Tim. 2:7). St Nilus the Calabrian prayed that he might be granted “to think and speak according to
the divine will.”
In general terms, to do good and every other commandment is the will of God, but the detail which governs it is unknown. “For who has known the mind of the Lord?” (Rom. 11:34); and again, “the judgements of the Lord are a great abyss” (Ps. 36:6). The divine will is not differentiated only by time, but also by place, persons, and things, as also by quantity, manner and circumstance. And is that all? Man himself, when he changes his disposition, also changes the divine decision in many ways. So it is not enough to know the general expression of the divine will; one needs to know the specific verdict on the subject of concern, whether yes or no, and only thus is success assured. The chief aim of the divine will is the expression and manifestation of divine love, because the driving force of all our actions is precisely the fullness of His love. If “whether we live or whether we die, we are the Lord’s” (Rom. 14:8), as St Paul says, then, however much the will we are seeking seems to be personal to us or to someone close to us, its centre of gravity is the Divine Person, for whose sake “we live and move and have our being” (cf. Acts 17:28). Have you forgotten the Lord’s prayer in the garden of Gethsemane, “if it be possible let it pass from me, nevertheless, not as I will, but as Thou wilt!” (Mt 26:39)? Any expression of obedience towards the venerable divine will that does not have love for Him as its basis risks remaining a human action – or, to put it better, a human failing. If, as St Paul says, we have to “subordinate every thought to obedience to Christ” (2 Cor. 10:5) because “we are not our own” (1 Cor. 6:19), how is this to be implemented in the conscience of the person who gives his obedience if he does not know precisely what the divine will is for this circumstance? Besides, the ensuing divine blessing and grace, towards which we hasten, is revealed only in perfect obedience.
‘So when you want to find out the will of God, abandon your own will completely together with every other thought or plan, and with great humility ask for this knowledge in prayer. And whatever takes shape or carries weight in your heart, do it, and it will be according to God’s will. Those who have greater boldness and practice in praying for this will hear a clearer assurance within them, and will become more careful in their lives not to do anything without divine assurance.
‘There is also another way of discovering the will of God which the Church uses generally, and that is advice through spiritual fathers or confessors. The great blessing of obedience which beneficently overshadows those who esteem it becomes for them knowledge where they are ignorant and protection and strength to carry out the advice or commandment, because God is revealed to those who are obedient in His character as a father. The perfection of obedience, as the consummate virtue, puts its followers on a level with the Son of God, who became “obedient… unto a cross” (Phil. 2:8). And as our Jesus was given all power (Mt 28:18) and all the good pleasure of the Father, so the obedient are given assurance of the divine will and the grace to carry it out successfully and to the full.
‘Those who ask spiritual people in order to discover the divine will should be aware of this point: the will of God is not revealed magically, nor does it hold a position of relativity, since it is not contained within the narrow confines of human reason. In His consummate goodness God condescends to human weakness and gives man sure knowledge. But man must firstly believe absolutely, and secondly humble himself by thirsting ardently for this assurance and being disposed to carry it out. This is why he receives with faith and gratitude the first word of the spiritual father who is advising him. When, however, these requirements of faith, obedience and humility do not coexist – and it is a sign of this when someone objects or counters with other questions, or worst of all has a mind to keep asking for second opinions – then the will of God is hidden, like the sun behind a passing cloud. This is a delicate matter, and requires great care. Abba Mark says, “A man gives advice to his neighbour according to what he knows; but God works in the hearer according to his faith.” An essential requirement in seeking the divine will is that the person who is asking should make himself receptive to this revelation, because, as I have said before, the divine will with its transcendent character is not magically contained within positions or places or instruments, but is revealed only to those who are worthy of this divine condescension.’
I can also recall now what happened with us, when we asked the Elder to tell us the will of God. We had got into the habit from previous experience and received as absolute his first word, without contradiction; and indeed everything happened just as we would have wished, even in cases where the thing did not seem to make good sense humanly speaking. We knew that if we put forward some sort of objection on pretexts that were reasonable according to our own judgement, the Elder would give way to us, saying, ‘Do as you think best’; but the mysterious power and protection of success would be lost to us. Therefore it was the ‘first word’ from the spiritual father, received with faith and obedience, that expressed the divine will. In its general form this subject is complex and obscure because, as we know, the divine will is not always known even to the perfect, particularly when someone wants to discover it within a limited time-frame. At other times a difficulty also arises from the state of the person who is interested, depending on how far he is free from impassioned tendencies and appetites under the influence of which he acts and makes decisions, in which case patience is also required.
I myself have heard from a spiritual man, someone altogether reliable, that he besought God to reveal His will on a question in his own personal life and received the answer he had asked for forty-two years later! I in my slothfulness was quite alarmed, wondering at his cast iron patience.
The general conclusion is that discernment of the divine will is one of the most delicate and complex matters in our lives. Especially for those who try to discover it through prayer – even though this is required, according to the saying ‘knock, seek, ask and it will be given you’ (Mt 7:7) – it must is nevertheless be preceded by patient endurance, trials and tribulations and experience so as to remove the passions and the individual will, which the exceeding subtlety and sensitivity of divine grace abhors. Anyway, whether it is arduous or whether it requires patient endurance, the method of prayer remains a requirement as the only means whereby we communicate with God, and by which we shall also know His divine will.
Elder Joseph the Hesychast
Subscribe to:
Posts (Atom)