Tuesday, February 25, 2014
Η αξια ἀπὸ τὰ Σαρανταλείτουργα ( Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος )
Τὸ ἀξιοπρόσεκτο γεγονὸς ποὺ ἀκολουθεῖ σὲ ἐλαφρὰ διασκευὴ τῆς γλώσσης τὸ ἀναφέρει ὁ διακριτικότατος ἀσκητὴς Δανιὴλ Κατουνακιώτης σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἀλέξανδρον Μωραϊτίδην. Ἔχει δὲ ὡς ἑξῆς:
Ἕνας γνωστός του καὶ ἐνάρετος οἰκογενιάρχης ἀπὸ τὴν Σμύρνη, ποὺ τὸν ἔλεγαν Δημήτριο, ἀφοῦ κατάλαβε τὸ τέλος του κάλεσε τὸν υἱόν του Γεώργιο, ὁ μόνος εὐσεβῆς, διότι τὰ ἄλλα τρία του παιδιὰ καὶ ἡ γυναίκα του ζοῦσαν μὲ κοσμικότητα, καὶ τοῦ ἀπεκάλυψε ὅσα ἀκολουθοῦν, καὶ τὰ ὁποῖα ὁ υἱός του ὁ πιστὸς φανέρωσε εἰς τὸν π. Δανιήλ.
Ἀφοῦ ὁ πατέρας μου ἔφθασε εἰς τὸ τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς καὶ ἐγνώρισε τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου του, ἐκείνην τὴν ἡμέρα ἐκάλεσε ἕνα σεβάσμιο ἱερέα, ποὺ τὸν ἔλεγαν Δημήτριον, ἄνθρωπον πολὺ ἁπλὸν καὶ ἐνάρετον, εἰς τὸν ὁποῖον μὲ πολλὴ εὐλάβεια εἶπε· «ἐγὼ πνευματικέ μου πάτερ, σήμερα πεθαίνω, καὶ παρακαλῶ ὁδήγησέ με σὲ αὐτὴν τὴν κρίσιμη στιγμὴ τί ὀφείλω νὰ πράξω;» ὁ δὲ ἱερεὺς γνωρίζοντας τὴν θεάρεστον ζωὴν τοῦ πατέρα μου καὶ ὅτι ἦταν σὲ ὅλα ἕτοιμος, διότι εἶχαν προηγηθῆ τὰ πραγματικὰ ἐφόδια, δηλαδὴ ἐξομολόγησις, εὐχέλαιο, συχνὲς ἱερὲς μεταλήψεις, ἐπειδὴ ἕνεκα ποὺ διετέλεσε πολλὲς ἡμέρες ἄρρωστος μεταλάμβανε συνεχῶς ἀπὸ τὰ ἄχραντα μυστήρια τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὑπέδειξε ἕνα ἀκόμη νὰ κάμη· «ἐὰν ἦταν εὔκολο νὰ δώσης ἐντολὴ νὰ σοῦ κάμουν μετὰ τὸν Θάνατό σου ἕνα τακτικὸν 40λείτουργον στὸ ὄνομά σου, τὸ ὁποῖο νὰ ἐκτέλεση κάποιος ἱερεὺς μακρὰν τῆς πόλεως» ἐγὼ δὲ ἂν καὶ ἄπορος ἔδωσα ὕποσχεσι, ὅτι μὲ πολὺ προθυμία θὰ ἐκτελέσω αὐτό, ἀρκεῖ μόνον νὰ λάβω τὴν εὐχή του, τὴν ὁποία καὶ ἐπῆρα.
Αὐτὰ ἀφοῦ ἄκουσε καὶ εὐχαριστηθεὶς ὁ πατέρας μου μὲ προσκάλεσε μὲ πολλὴ συγκίνησι καὶ δάκρυα, καὶ μὲ παρεκάλεσε νὰ τὸν κάμω μετὰ τὸν θάνατό του ἕνα 40λείτουργον.
Μετὰ ἀπὸ διάστημα δυὸ ὡρῶν ἀπέθανε ὁ ἀείμνηστος πατέρας μου καὶ ἀμέσως προσκάλεσα τὸν ἱερέα Δημήτριον, χωρὶς νὰ γνωρίζω ὅτι ὁ ἴδιος εἶχε ὑποβάλλει τὸ ζήτημα τοῦ 40λείτουργου εἰς τὸν πατέρα μου, καὶ λέγω εἰς αὐτόν. Ἐπειδὴ ὁ πατέρας μου μοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν κάμω ἕνα τακτικὸ 40λείτουργο ἔξω τῆς πόλεως καὶ ἐπειδὴ ἡ αἰδεσιμότης σου ἡσυχάζεις εἰς τὸν ἔξω τῆς πόλεως ναΐσκο τῶν Ἅγιων Ἀποστόλων, δι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλῶ νὰ λάβης τὸν κόπον καὶ νὰ φροντίσης τὴν ἐκτέλεσι αὐτοῦ καὶ ἐγὼ θὰ πληρώσω τὸν κόπον σου καὶ τὰ σχετικὰ μὲ τὰ ἔξοδα τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ. Ὁ ἱερεὺς ὅταν ἄκουσε αὐτὰ μοῦ ἀπάντησε μὲ δάκρυα στὰ μάτια. Ἐγώ, ἀγαπητέ μου Γεώργιε, ἔχω δώσει σήμερα στὸν πατέρα σου τὴν γνώμη αὐτή, καὶ ὀφείλω ὅσο ζῶ νὰ τὸν μνημονεύω πάντοτε.
Ἐγὼ δὲ γνωρίσας τὴν πολλὴ εὐλάβεια τοῦ ἱερέως καὶ τὴν ἐκτίμησι τὴν ὁποίαν εἶχε πρὸς τὸν πατέρα μου ἐπέμενα παρακαλώντας καὶ ἔτσι τὸν ἔπεισα νὰ δεχθῆ τὴν πρότασί μου, καὶ ἐπῆγε στὸ σπίτι του, πρὸς τὴν πρεσβυτέρα καὶ τὶς κόρες του καὶ λέγει πρὸς αὐτὲς «ἐγὼ ἐπειδὴ θὰ κάνω τακτικὸν 40λείτουργον στὸ ὄνομα τοῦ καλοῦ ἐκείνου εὐεργέτου μου Δημητρίου, δι᾿ αὐτὸ ἐπὶ 40 ἡμέρες νὰ μὴ μὲ περιμένετε ἐδῶ, διότι θὰ ἡσυχάζω συνέχεια εἰς τὸν ἱερὸν Ναὸν τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, γιὰ νὰ ἐξακολουθῶ τακτικώτατα τὸ 40λείτουργο», καὶ ἔτσι ἐπῆγε καὶ ἄρχισε μὲ εὐλάβεια καὶ προθυμία τὸ 40λείτουργον. Ἔγιναν 39 Θεῖες Λειτουργίες καλῶς, τὴν παραμονὴ δὲ τῆς τελευταίας, Σάββατο βράδυ, ξαφνικὰ παρουσιάστηκε σφοδρὸς πονόδοντος στὸν ἱερέα καὶ ἀναγκάστηκε τὴν νύκτα νὰ ἔλθη μὲ πόνους στὸ σπίτι του, καὶ προσκάλεσε ἡ πρεσβυτέρα τὸν κουρέα καὶ τοῦ ἔβγαλε τὸ σάπιο δόντι καὶ ἔτσι ἔγλυτωσε ἀπὸ τοὺς πόνους. Λόγω ὅμως ποὺ ἔτρεχε αἷμα ἀπεφάσισε νὰ συμπλήρωση τὴν τελευταία Θεία Λειτουργία τὴν ἑπομένη.
Ὁ Γεώργιος ὅμως μὴ γνωρίζοντας τὴν πάθησι τοῦ ἱερέως τὴν παραμονὴν ἐκείνη ἑτοίμασε, μὲ δάνειο, τὸ ὀφειλόμενον ποσόν, γιὰ τὸν κόπον τοῦ ἱερέως μὲ σκοπὸ νὰ τὸ ἐπιδώση τὴν ἑπομένη. Κατὰ τὰ μεσάνυκτα ὅμως ἐκείνου τοῦ Σαββάτου, ἐσηκώθηκα νὰ προσευχηθῶ. Προσευχόμενος δὲ μὲ πολλὴ κατάνυξι καὶ ἀφοῦ κουράστηκα ἐκάθησα στὸ κρεββάτι καὶ ἄρχισα νὰ ἐνθυμοῦμαι τὶς ἀρετὲς τοῦ πατέρα μου καὶ τὶς παρεκτροπὲς καὶ παιδικές μου παρακοὲς ποὺ εἶχα κάνει κατὰ καιρούς, καὶ συνάμα ἔλεγα στὸν ἑαυτό μου, ἄραγε ὠφελεῖ τὸ 40λείτουργον τὴν ψυχὴν τοῦ κεκοιμημένου ἢ χάριν μικρῆς ἀνακουφίσεως ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ αὐτὸ ἔχει συστήσει; Αὐτὰ σκεπτόμενος μὲ πόνο ψυχῆς καὶ δάκρυα, καὶ ἐκζητώντας τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μοῦ φάνηκε ὅτι κοιμήθηκα λίγο, καὶ ἀμέσως βρέθηκα σὲ μιὰ πεδιάδα ὡραιότατη, τῆς ὁποίας ἡ ὀμορφιὰ ἦταν ἀπερίγραπτος, μὴ ἔχουσα σύγκρισι μὲ τὰ εὐχάριστα τοῦ κόσμου. Ἐνῶ εὑρισκόμουν ἐκεῖ μοῦ ἐπῆλθε φόβος πολύς, ποὺ ὑπαγορευόταν ἀπὸ τὴν συνείδησί μου, ἐπειδὴ ἐγνώρισα τὸν ἑαυτό μου ἀκατάλληλον διὰ τὴν ἐκεῖ ἀπόλαυσι. Καὶ ἐνῶ διατελοῦσα κάτω ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀμηχανία, μὲ ἦλθε θάρρος καὶ εἶπα εἰς τὸν ἑαυτόν μου, μιὰ καὶ ὁ Πανάγαθος Θεὸς ἠθέλησε νὰ μὲ φέρη ἐδῶ ἴσως ἡ ἀγαθότητά Του μὲ ἐλεήση καὶ στὴν συνέχεια μετανοήσω, διότι ὅπως βλέπω εὑρίσκομαι μαζὶ μὲ τὸ σῶμα μου.
Αὐτὰ συζητώντας μὲ τὸν ἑαυτό μου καὶ παρηγορηθείς, εἶδα μικρὸ φῶς διαυγέστατο, καὶ ἀφοῦ ἐπῆγα πρὸς τὸ μέρος ἐκεῖνο, εἶδα μὲ ἀνέκφραστη ἔκπληξι τὴν ἀπερίγραπτη ἐκείνη ὡραιότητα τοῦ ἀπέραντου δάσους, ποὺ ἀπόπνεε ἄρρητη εὐωδία. Ὢ ποία μακαριότης ἀναμένει ἐκείνους ποῦ ζοῦν ἐνάρετα εἰς τὸν κόσμον;
Ἀναθεωρώντας δὲ μὲ μεγάλη ἔκπληξι καὶ χαρὰ τὴν ὑπερκόσμια ἐκείνη ὡραιότητα εἶδα ἕνα ὡραιότατο παλάτι... ὅταν δὲ πλησίασα κοντὰ βλέπω μὲ πολλὴ ἀγαλλίαση τὸν πατέρα μου Δημήτριον, λαμπροφόρο καὶ γεμάτον ὅλο φῶς, ὁ ὁποῖος ἐστέκετο μπροστὰ σὲ ἐκείνη τὴν πόρτα τοῦ παλατιοῦ, καὶ ἀφοῦ μὲ ἀτένισε μὲ πατρικὴ στοργὴ καὶ τὴν γνωστή του ἐπιείκεια καὶ πραότητα, μοῦ εἶπε: «πῶς ἦλθες ἐδῶ παιδί μου;» ἐγὼ δὲ τὸν ἀπήντησα, «καὶ ἐγὼ, πατέρα μου, ἀπορῶ, διότι ὅπως βλέπω δὲν εἶμαι ἄξιος διὰ τὸν τόπο. Ἀλλὰ πές μου, πατέρα μου, πῶς εὑρίσκεσαι ἐδῶ καὶ σὲ ποιὸν ἀνήκει τὸ παλάτι αὐτό;». Ἐκεῖνος δὲ μὲ πολλὴ φαιδρότητα μοῦ εἶπε: «Ἡ ἄκρα τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ἀγαθότης διὰ πρεσβειῶν τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου, εἰς τὴν ὁποίαν εἶχα, ὅπως εἶναι γνωστόν, μεγίστην εὐλάβειαν, μὲ ἠξίωσε νὰ καταταχθῶ εἰς τὸ μέρος αὐτό. Εἰς αὐτὸ δὲ τὸ παλάτι ἤθελον εἴσελθη σήμερον, ἀλλ᾿ ἐπειδὴ ὁ οἰκοδόμος αὐτοῦ ἔβγαλε σήμερον τὸ δόντι του καὶ δὲν ἐτελείωσαν αἱ 40ντα ἡμέραι τῆς οἰκοδομῆς αὐτοῦ, δι᾿ αὐτὸ αὔριο θὰ εἰσέλθω».
Ὅταν εἶδα καὶ ἄκουσα αὐτὰ ἐγὼ ὁ ἐλάχιστος ἐξύπνησα μὲ ἔκπληξι καὶ γεμάτος δάκρυα ἐθαύμαζα δι᾿ ὅλα ὅσα εἶδα. Ὅλη ἐκείνη τὴν νύκτα ἔμεινα ἄυπνος εὐχαριστῶν καὶ δοξολογῶν τὸν Πανάγαθον Θεόν... Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα ἐπῆγα εἰς τὸν ἱερέα Δημήτριον καὶ τὸν εὑρῆκα νὰ κάθεται, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ μὲ ἐδέχθηκε μὲ χαρὰ μοῦ εἶπε· «νὰ καὶ ἐγὼ πρὸ ὀλίγου ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν λειτουργία, τελειώσας εὐτυχῶς τὸ 40λείτουργον». Αὐτὸ δὲ εἶπε διὰ νὰ μὴ μὲ λυπήση, διότι ἐμποδίστηκε μία ἡμέρα ἡ λειτουργία, τὴν ὁποίαν βέβαια ἤθελε πρόσθεση τὴν ἑπομένη. Τότε ἐγὼ ἄρχισα νὰ διηγοῦμαι εἰς τὸν ἱερέα τὰ ὅσα εἶδα μὲ λεπτομέρεια καὶ πολλὴ συγκίνησι, καὶ ὅταν ἔφθασα εἰς τὴν ἐξαγωγὴ τοῦ δοντιοῦ καὶ ὅτι τὴν ἑπομένη θὰ τελειωθῆ ἡ οἰκοδομὴ καὶ θὰ εἰσέλθη ὁ πατέρας μου εἰς τὸ παλάτι, τότε ὁ ἱερεὺς κατεληφθεῖς ἀπὸ θαυμασμὸ ἐβόησε· «ἐγώ, ἀγαπητέ μου Γεώργιε, εἶμαι ὁ οἰκοδόμος ἐκεῖνος»...
Αὐτὰ ὁ πατὴρ Δανιὴλ τὰ ἐβεβαίωσε καὶ ἀπὸ τὸν πατέρα Δημήτριον τὸν ὁποῖον ἐπεσκέφθη, ὁ ὁποῖος π. Δημήτριος μὲ παρεκάλεσε ὅπως γράψω ἀκριβῶς τὴν ὠφελιμωτάτην αὐτὴν διήγησιν. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἔλαβε χῶραν ἀρχὰς τοῦ 20ου αἰῶνος.
Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος
Νύχτα Τσικνοπέμπτης….! (Μιά πολύ διδακτική ιστορία…)
«Πώς αγριεύουν έτσι οι άνθρωποι; Πώς μεμιάς αφήνονται έρμαια στις ροπές καί στίς τάσεις τής φθαρτής ανθρώπινης τους φύσης; Πώς κατάντησε απόψε αυτή η ήσυχη επαρχιακή πόλη; Θαρρείς καί δέν τήν κατοικούν άνθρωποι αλλά ανθρωπόμορφα τέρατα πού άλλος μέ κεφάλι γαιδάρου, άλλος λιονταριού, άλλος πιθήκου τρέχουν νά προλάβουν νά γλεντήσουν, νά μεθύσουν, νά άμαρτήσουν όσο γίνεται περισσότερο.
Γιατί απόψε είναι Τσικνοπέμπτη καί γέμισε ή πόλη μασκαράδες. Απόψε κάθε λογικός άνθρωπος δέν ξεμυτίζει από τό σπίτι του».Αυτά σκεφτότανε ό παπα-Θανάσης, καθώς έμπαινε ατό σπίτι του γυρνώντας από τό ναό.
- ’Α, παπαδιά μου, τό κακό παράγινε! Ο Θεός νά μας συγχωρέσει, είπε στή γυναίκα του, μόλις μπήκε μέσα.Εκείνη τόν κοίταξε μέ κατανόηση.
- Ο Θεός νά μας φυλάει, είπε καί άρχισε νά ετοιμάζει τό βραδινό φαγητό.
Στό σπίτι του παπα-Θανάση, περασμένα πιά τά μεσάνυχτα, επικρατεί ησυχία. Τά παιδιά καί ή παπαδιά είχαν ήδη κοιμηθεί κι ό παπα-Θανάσης ετοιμαζότανε καί κείνος νά πάει γιά ύπνο,όταν ακούστηκε τό κουδούνι τής πόρτας. Τινάχτηκε μέσα στόν ύπνο της η παπαδιά καί βρέθηκε δίπλα στόν παπα-Θανάση.
- Μην ανοίγεις τέτοια νύχτα, πάτερ μου! τόν παρακάλεσε φοβισμένη.
- Γιατί φοβάσαι; τήν καθησύχασε εκείνος. Είναι η πρώτη φορά πού μάς κτυποϋν τέτοια ώρα τήν πόρτα; Αφού τό ξέρεις τό σπίτι του Ιερέα διανυκτερεύει κάθε βράδυ.
- Ναι, μά απόψε…
Της χαμογέλασε ό παπα-Θανάσης καί άνοιξε τήν πόρτα.
- Πάτερ μου, μέ συγχωρείτε πού ήρθα τέτοια ώρα, όμως ή μάνα μου πεθαίνει καί ζητά νά έξομολογηθεί καί νά κοινωνήσει.
‘Ο άνθρωπος πού στεκόταν μπροστά του, παρόλο πού ήταν άντρας, έτρεμε ολόκληρος κι άφηνε τά δάκρυά του δίχως ντροπή νά τρέχουν.
- Πήγαινε εσύ κοντά της, παιδί μου, καί γώ πάω ώς τήν εκκλησία νά πάρω τή θεία Κοινωνία καί έρχομαι αμέσως.
’Έφυγε ό άντρας αφήνοντας στόν παπα-Θανάση τή διεύθυνσή του.
- Που θά πας, πάτερ μου, μόνος σου τέτοια ώρα, μιά τέτοια νύχτα; Δέ φοβάσαι; Γ ιατί δέν τόν κρατούσες νά πάτε συντροφιά;»
Ή παπαδιά μιλούσε καί κείνος τήν κοίταζε αυστηρά.
- Μόνος είπες, παπαδιά, μόνος; Κι ό Κύριος πού θά κουβαλάω στά χέρια μου;’Ά, παπαδιά μου, κάτι σ’ έχει πιάσει απόψε καί δέ μιλάς γνωστικά.
Ντύθηκε ό παπα-Θανάσης καί βγήκε στό δρόμο. Ξέχασε πώς ήταν νύχτα Τσικνοπέμπτης. Δέν τόν άπασχολούσαν καθόλου οί μασκαράδες πού έβλεπε γύρω του.Ένα μόνο τόν απασχολούσε, νά προλάβει νά δώσει τό «φάρμακο τής αθανασίας» στην ετοιμοθάνατη.
Πήρε με δέος στά χέρια του τό Σώμα καί τό Αίμα του Χρίστου καί ξαναβγήκε στό δρόμο. Δέν κοιτούσε ούτε δεξιά ούτε αριστερά. Μόνο έτρεχε νά προλάβει.Σέ μιά στροφή του δρόμου ακούσε γέλια καί φωνές. Κάποιος φώναξε κοροϊδευτικά: «Τήν ευχή σου Δέσποτα!», μά δέν γύρισε νά κοιτάξει. Καί τότε, δέν κατάλαβε πως, βρέθηκε κυκλωμένος από μιά παρέα μασκαράδων, πού προσπαθούσαν νά τόν σταματήσουν.
- Συνάδελφε, που πάμε;
Ένας νεαρός μασκαρεμένος σέ παπά, μέ χνώτο πού μύριζε ποτό, στεκόταν μπροστά του κρατώντας στό χέρι ένα σταυρό. Τα’χασε ό παπα-Θανάσης καί πριν προλάβει νά πει τίποτα, δέχτηκε τήν επίθεση όλου του τσούρμου. Άλλος τόν τραβούσε άπό τά ράσα κι άλλος του έβγαζε τό καλυμμαύχι.
‘Ο παπα-Θανάσης έσφιξε στό στήθος του τ’ άχραντα Μυστήρια καί προσπάθησε νά τούς μιλήσει, μά κανένας δέν άκουγε. Κάποιος τότε του τράβηξε τή γενειάδα καί -σάν νά τόν κτύπησε ηλεκτρικό ρεϋμα- άρχισε νά φωνάζει;
- Είναι αληθινός, ρέ, είναι αληθινός!
Ή παρέα κοκκάλωσε στή θέση της κι ό παπα- Θανάσης, μέ τό πρόσωπο μουσκεμένο από τόν ιδρώτα της αγωνίας καί τά δάκρυα του, τούς κοίταξε χωρίς νά μιλα.
- Συγγνώμη, πάτερ! είπε εκείνος που του τράβηξε τή γενειάδα. Νομίζαμε πώς ήσασταν ψεύτικος σάν κι αύτόν καί…
- Σας είδαμε καί τέτοια ώρα έξω καί ήμασταν σίγουροι πώς ήσασταν μασκαρεμένος. Συγχωρέστε μας! είπε ένας άλλος.
- Πάω νά κοινωνήσω μιά ετοιμοθάνατη, παιδιά μου.’Ο θάνατος δέν έχει ώρες κατάλληλες καί ακατάλληλες κι εγώ τρέχω νά τόν προλάβω. Καί σύ, παιδί μου, βγάλε τά ράσα τά τιμημένα. Μην αμαρτάνεις άλλο ρεζιλεύοντάς τα. Είναι πολύ ιερό τό ράσο, γιά νά μασκαρεύεσαι μ’ αυτό. Τραβάτε στά σπίτια σας, παιδιά μου, κι ό Θεός νά σας συγχωρέσει.
Άνοιξε τό βήμα του ό παπα-Θανάσης, γιά νά κερδίσει τό χαμένο χρόνο.Ήταν πικραμένος ώς τά κατάβαθά του. Τόσο πολύ, λοιπόν, χάλασαν σι άνθρωποι, ώστε μασκαρεύονται καί Ιερείς;
- Πάτερ, Πάτερ!
Ή φωνή πού έφτασε στά αυτιά του ήταν γεμάτη αγωνία. Σταμάτησε καί περίμενε. Ένας νεαρός κατακόκκινος από τήν τρεχάλα καί τήν ντροπή έφτασε κοντά του λαχανιασμένος.
- Πάτερ! Είμαι κείνος πού ντύθηκε παπάς. Τό έκανα εντελώς απερίσκεπτα, πάτερ και… καί θέλω νά ’ρθω μαζί σας στό σπίτι της έτοιμοθάνατης. Δέν… δέν θέλω νά σας πάρουν κι άλλοι γιά ψεύτικο…
Ό παπα-Θανάσης του έκανε νόημα νά τόν ακολουθήσει. Στά χέρια του ό νεαρός κρατούσε τό σταυρό πού είχε μαζί του. Μπήκαν στό σπίτι τής ετοιμοθάνατης σιωπηλοί.
- Χαίρομαι, πάτερ, πού βρήκατε καί παπαδάκι καί δέν ήρθατε μόνος, είπε ό αντρας πού τόν είχε καλέσει.
Ό νεαρός ξανακοκκίνησε καί κοίταξε μέ αγωνία τόν παπα-Θανάση.
Ναι, ό Θεός μου τόν έστειλε, είπε εκείνος καί τά λόγια του καρφώθηκαν στήν καρδιά του νεαρού.
- Πάτερ, δέν θά σας εγκαταλείψω ποτέ, έλεγε ό νεαρός λίγη ώρα αργότερα, όταν ό παπα-Θανάσης κλείδωνε τό ναό, αφήνοντας ξανά μεσα τό Σώμα καί τό Αίμα του Χριστού, θά γίνω ό βοηθός σας, τό παπαδάκι σας.’Ίσως έτσι μέ συγχωρήσει ό θεός γιά τήν ιεροσυλία πού έκανα.
-’Αμποτε, παιδί μου, νά τό φορέσεις τό ράσο κι αληθινά, είπε ό παπα-Θανάσης καί τόν ευλόγησε με τά δυό του χέρια, εκείνα πού πριν από λίγο κρατούσαν τόν Ίδιο τόν Κύριο. Καί παράξενο ό παπα-Θανάσης είχε τή σιγουριά πώς αύτό θά γινόταν κάποια μέρα! Καί ακόμα πιό παράξενο τήν ίδια σιγουριά ένιωθε μέσα του κι ό νεαρός.
Αναρτήθηκε από Όπου Γης - Στις Ορθόδοξες Γειτονιές του Πλανήτη
Ο Θεός συγχωρεί εύκολα ( Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνα )
Πόσο εύκολα ο Θεός συγχωρεί! Αυτό θα συμβεί μόνο από το άνοιγμα σ 'Αυτόν την πόρτα της ψυχής σας. Ο Θεός δεν περιμένει καμία ανταμοιβή για αυτό που δίνει στους ανθρώπους. Ακόμα κι αν οι αμαρτίες σας είναι εκατομμύρια ή δισεκατομμύρια, για το Θεό μετράει μηδέν. Τι κάνει μια μικρή ποσότητα άμμου στον ωκεανό αξίζει; Όλες οι αμαρτίες του κόσμου είναι απλά ένας ιός στον ωκεανό.
Δεν υπάρχει αμαρτία που κερδίζει το έλεος του Θεού. Έτσι, οι αμαρτίες του ανθρώπου είναι μηδενική. Όταν το παιδί επιστρέφει στην αγκαλιά του Κυρίου, πάντα τερματίζει μπροστά του ελέους του.
Γέροντας Εφραίμ - Αριζόνα
Γέροντα, πως κάνετε ευχή για ένα θέμα; ( Γεροντας Παϊσιος )
-
Όλη η βάση που γίνεται η ευχή είναι να πονάει ο άνθρωπος. Αν δεν πονάει, μπορεί να κάθεται ώρες με το κομποσχοίνι και η προσευχή του να μην έχει κανένα αποτέλεσμα. Αν υπάρχει πόνος για το θέμα για το οποίο προσεύχεται, ακόμη και με έναν αναστεναγμό κάνει καρδιακή προσευχή.
Πολλοί, όταν την στιγμή που τους ζητούν οι άλλοι να προσευχηθούν δεν έχουν χρόνο, προσεύχονται με έναν αναστεναγμό για το πρόβλημά τους. Δεν λέω να μην κάνει κανείς προσευχή, αλλά, αν τυχόν δεν υπάρχει χρόνος, ένας αναστεναγμός για τον πόνο του άλλου είναι μια καρδιακή προσευχή· ισοδυναμεί δηλαδή με ώρες προσευχής.
Διαβάζεις λ.χ. ένα γράμμα, βλέπεις ένα πρόβλημα, αναστενάζεις και μετά προσεύχεσαι. Αυτό είναι μεγάλο πράγμα! Πριν πιάσεις το ακουστικό, πριν ακόμα καλέσεις, σε ακούει ο Θεός! Και το πληροφορείται ο άλλος. Να δείτε πως οι δαιμονισμένοι καταλαβαίνουν πότε κάνω προσευχή γι’ αυτούς και φωνάζουν όπου κι αν βρίσκονται!
Η πραγματική προσευχή ξεκινάει από έναν πόνο· δεν είναι ευχαρίστηση, «νιρβάνα». Τι πόνος είναι; Βασανίζεται με την καλή έννοια ο άνθρωπος. Πονάει, βογκάει, υποφέρει, όταν κάνει προσευχή για οτιδήποτε.
Ξέρετε τι θα πει υποφέρει; Ναι, υποφέρει, γιατί συμμετέχει στον γενικό πόνο του κόσμου ή στον πόνο ενός συγκεκριμένου ανθρώπου. Αυτήν την συμμετοχή, αυτόν τον πόνο, τον ανταμείβει ο Θεός με την θεία αγαλλίαση. Δεν ζητάει βέβαια ο άνθρωπος την θεία αγαλλίαση, αλλά η θεία αγαλλίαση έρχεται ως συνέπεια, επειδή συμμετέχει στον πόνο του άλλου (...).
Γεροντας Παϊσιος
Christ is our Friend, our Brother...( Saint Porphyrios )
Christ is our Friend, our Brother, He is whatever is beautiful and good. He is everything.
In Christ there is no gloom, melancholy or introversion, whereas man suffers from various temptations and situations that make him suffer.
Christ is joy, life, light, the true light, which makes man glad, makes him fly, makes him see all people, suffer for all people, and want all people to be with him, close to him.
Saint Porphyrios
Thinking of others.... ( Elder Paisios )
Subscribe to:
Posts (Atom)