Ο βίος του οσίου Αγάθωνος σχετίζεται με του οσίου Αθανασίου του Μετεωρίτου. Ο Αγάθων ακολούθησε στο Άγιον Όρος τον εξ΄ Υπάτης Αθανάσιο. Ο Αγάθων επιστρέφει μετά την αναχώρηση του Αθανασίου από το Άγιον Όρος στο παρά την Υπάτη όρος και ιδρύει μονή. Ο όσιος Αθανάσιος αφιερώνει τη μονή του, στα Μετέωρα, στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και στη Θεοτόκο. Το αυτό πράττει και ο Αγάθων.
Μετά την καθίζηση της πρώτης μονής και την ανεύρεση της θαυματουργής εικόνας της Θεοτόκου υπό του οσίου, κτίζει νέα, εκεί όπου είναι σήμερα, και οι μαθητές του δίνουν στη μονή το όνομα του κτήτορα και πρώτου ηγουμένου τους Αγάθωνος.
Το 1959 στη νότια πλευρά του ωραίου Καθολικού της μονής, κατόπιν ανασκαφών, βρέθηκε ο τάφος του οσίου Αγάθωνος και τα χαριτόβρυτα τίμια λείψανα του. Η αρχαιότερη εικόνα του οσίου είναι σε τοιχογραφία του 16ου αιώνος, στο παρεκκλήσι της μονής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου. Ανέκδοτη ασματική ακολουθία του οσίου και θεοφόρου πατρός ημών Αγάθωνος, κτήτορος της εν Φθιώτιδι ομωνύμου μονής, ποιηθείσα εν Αγίω Όρει υπό του αειμνήστου μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου, Υμνογράφου της Μεγάλης του Χρίστου Εκκλησίας, υπάρχει στη μονή.
Η μνήμη του τιμάται στις 7 Αυγούστου.
Πηγή: Μοναχού Μωϋσέως Αγιορείτου, Άγιοι Αγίου Όρους
Εκδόσεις Μυγδονία Θεσσαλονίκη, 2007
The most precious thing on earth is to know God and at least in part understand His will. The soul that has felt God must submit to his will in everything and live before Him in fear and love. In love, because the Lord is love. In fear, because it must be afraid to insult God by some evil thought.
Elder Siluan
Διηγήθηκε ένας από τους Αγίους Πατέρες την ακόλουθη ιστορία που άκουσε στην έρημο της Θηβαϊδας. Συνέβηκε κάποτε και πέρασε από την έρημο ένας μεγάλος πνευματικός και στην αρετή περιβόητος. Τότε πολλοί από τους Πατέρες έτρεχαν και εξομολογούντο σ’αυτόν, μεταξύ τους δε πήγε και ένας απλός και άκακος άνθρωπος βοσκός στο επάγγελμα, που δεν ήξερε τι θα πει αμαρτία μόνη του δε επιθυμία ήταν πως να κερδίσει το παράδεισο. Ο πνευματικός τότε του είπε να κρατεί τον ίσιο δρόμο και θα φθάσει στο παράδεισο. Άκακος όπως ήταν ερμήνευσε κατά γράμμα τα λόγια του πνευματικού και περπατώντας τρεις μέρες έφτασε σ’ένα μοναστήρι και στον ηγούμενο τον πόθο του. Από τα λόγια του ο ηγούμενος εννόησε την απλότητα και ακεραιότητα του, τον δέχτηκε στο μοναστήρι και αφού τον έκαμε μοναχό τον έβαλε να «φιλοκαλή» την Εκκλησίαν, δηλαδή τον έκαμε νεωκόρο.
Μια μέρα όταν τον επεσκέφτηκε ο Ηγούμενος και τον νουθετούσε τα αναγκαία για τη σωτηρία του, πήρε και αυτός θάρρος και τον ρώτησε ποιός είναι αυτός που είναι κρεμμασμένος πάνω από το εικονοστάσιο και είναι συνέχεια νηστικός και διψασμένος, μη γνωρίζωντας ότι είναι ο Δεσπότης Χριστός. Αστεϊζόμενος τότε ο Ηγούμενος του είπε πως αυτός ήταν νεωκόρος πρωτύτερα και επειδή αμελούσε το «διακόνημα» του (υπηρεσία) τον ετιμώρησε να κρέμμεται επάνω στο σταυρό. Ο απλός τότε δεν είπε τίποτε, το βράδυ όμως σαν πήρε το φαγητό του, αφού έκλεισε της Εκκλησίας άρχισε να παρακαλεί τον κρεμασμένο να κατεβή να φάνε μαζί. Έβαζε μάλιστα μάρτυρα τον Θεό πως αν δεν κατέβει ούτε αυτός τρώει. Τότε ο πράος και ταπεινός Κύριος αυτός που κάθεται στις καρδιές των πραέων του απάντησε πως φοβάται να κατέβει μήπως το μάθει ο Ηγούμενος και τον τιμωρήσει. Ο απλός όμως και πάλι επέμενε και τότε του φάνηκε πως κατέβηκε και έτρωγαν και συνομιλούσαν μαζί. Αυτό συνέβαινε κάθε βράδυ (ω της πολλής σου φιλανθρωπίας Χριστέ) και ενώ οι άλλοι μοναχοί άκουαν ομιλίες στο ναό, όταν έμπαιναν μέσα έβλεπαν μόνο τον απλό που τους βεβαίωνε πως ήταν μόνος. Τότε έβαλαν ένα μοναχό πολύ αγαπητό στο νεωκόρο ο οποίος κατώρθωσε και έμαθε από τον απλό πως κάθε βράδυ κατεβαίνει ο φαινόμενος κατάδικος και συντρώγουν και του υπόσχεται πως γι’αυτο του το δείπνο, θα τον φιλεύση πλουσιοπάροχα στο σπίτι του πατέρα του. Όταν έμαθε ο ηγούμενός αυτά, κάλεσε τον απλό και αφού τον έπεισε να του πει αυτά που συμβαίνουν , τότε του είπε το επόμενο βράδυ να παρακαλέσει τον φαινόμενο και για τον ηγούμενο και να τον φιλεύση και αυτον στο σπίτι του πατέρα του. Πράγματι ο απλός παρακάλεσε το επόμενο βράδυ για τον ηγούμενο αλλα πήρε απάντηση πως αυτό δεν γίνεται και έτσι να μην τον ενοχλεί γιατί ο ηγούμενος δεν είναι άξιος ούτε για τα ψίχουλα που πέφτουν απ’εκείνο το τραπέζι. Σαν άκουσε το πρωί ο ηγούμενος την απόφαση λυπήθηκε άμετρα, ελπίζοντας όμως στο έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού με κλάματα παρακαλούσε τον απλό να επιμένει και να βιάζει τον αβίαστο να τον δεχθεί και αυτόν στο ουράνιο τραπέζι. Ο απλός συνέχισε να παρακαλεί το επόμενο βράδυ το Δεσπότη Χριστό αλλά ο Κύριος του είπε να μην επιμένει γιατί δεν γίνεται. Τότε η άπλαστη εκείνη ψυχή αποκρίνεται και του λέγει: «καλώς λέγεις ότι δεν είναι άξιος ο Ηγούμενος δια την άνωθεν τράπεζα× αλλά δια το ψωμί όπου μας έθρεφε τόσας ημέρας, όπου αν έλειπεν θα απεθάναμεν από την πείναν, καν δια ταύτην την καλωσύνην του δεν τον δέχεσαι;» Και ο Δεσπότης Χριστός «ας είναι είπε δια την αγάπη σου, και μόνον δια να μη σε λυπήσω, επειδή και τόσην αγάπη και φροντίδα έχεις και μεριμνάς πολύ δια τον πλησίον σου, ειπέ του λοιπόν να διορθωθή καλώς και μετά οκτω ημέρας να έλθητε αμφότεροι εις την ητοιμασμένη χαράν.»
Αφού έμαθε αυτά ο Ηγούμενος χάρηκε, έκαμε την πρέπουσα μετάνοια και αφού κοινώνησε των αχράντων μυστηρίων, αρρώστησε λίγο και παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό μετά από οκτώ μέρες. Ο δε απλός εκεί που συνομιλούσε κατά τη συνήθεια με τον αγαπημένο του Δεσπότη πέταξε η μακαρία του ψυχή και μετέβησαν και οι δύο σ’εκείνη την ευτυχισμένη και ατελεύτητη ζωή, την οποία είθε και εμείς «χάριτι Θεού» να απολαύσουμε. Αμήν.
Επιμέλεια Ιερομόναχου ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΒΟΥΝΙΩΤΟΥ
πηγη: http://nefthalim.blogspot.ca/2011/05/blog-post_582.html?m=1
- Γέροντα, τώρα τελευταία όλο νευριάζω και θυμώνω με το παραμικρό.
- Θυμός, οργή, κραυγή έκ τού στόματος υμών μή έξελθέτω! Αυτό το παθαίνεις από τον υπέρμετρο εγωισμό σου. «Οργή ανδρός, δικαιοσύνη Θεού ού κατεργάζεται». Θα πρέπει ν” αντιδράς και να προσπαθείς να συγκρατείς τον εαυτό σου, και να προσεύχεσαι να σού δοθεί ταπείνωσης.
Να παρακαλείς και την Παναγία: «Υπεραγία Θεοτόκε, διά πρεσβειών τού φύλακος αγγέλου μου, τών Αγίων Θεοδώρων και πάντων τών Αγίων, χάρισε μου την ειρήνη τού Υιού σου».
Να παρακαλάς: «Κύριε δώσε μου διπλή την χάριν της επιγνώσεως της ελεεινότητας μου κι αναξιότητας μου, όπως έδωσες διπλή την χάριν τού Προφήτου ’Ηλίου στον Προφήτη Ελισαίο».
Αυτά θα σου συμβαίνουν. Τά επιτρέπει κι ό Θεός, για να δεις τον εγωισμό σου, να ταπεινωθείς. Να δεις την αδυναμία σου.
http://agiameteora.net/index.php/gerontes-tis-epoxis-mas/6675-geronta-tora-telefta-a-lo-nevriazo-kai-thymono-me-to-paramikro.html
The Holy Protomartyr Stephen was a descendant of Jews living abroad, that is outside the borders of the Holy Land and in a Hellenic milieu. Those Jews were called the Hellenians as they were notably influenced by the Greek culture dominant in the Roman empire of those times. After the Holy Spirit descended onto the Apostles, the Church began growing rapidly and it became necessary to take care of the orphans, widows and poor people in general, who were baptized. The Apostles suggested that 7 righteous men be chosen to take care of the needy. Those seven men were ordained deacons (which means helpers, votaries). The Apostles made them to be their immediate assistants. Faithfulness and eloquence made Stephen outstanding among the deacons, he was the first of the seven deacons ordained for the service. That is why he was called the Archdeacon — the first, or chief, of them. Soon, in addition to helping the poor, the deacons began to take an active part in giving sermons.
Stephen preached the word of God in Jerusalem substantiating his words with presage signs and wonders. The wicked Jews disputed with him, but were always confounded by his wisdom and the power of the Spirit who acted through him. He was very successful in propagating the Faith, so the Pharisees, who were overseers of the Jewish law, hated him. They arrested him and brought him to Sanhedrin – the Supreme court of the Jews. There the Pharisees slandered Stephen, saying that he had blasphemed against God and against Moses, and quickly found false witnesses who supported their assertion. To justify his cause Stephen told the Sanhedrin the history of the Jewish people. He spoke of God’s manifold works and marvels, performed in the past for the People of Israel, and of the people’s manifold transgressions and opposition to God. He especially denounced them for the slaying of Christ the Lord, calling them ‘betrayers and murderers’ (Acts 7:52). And he supported his recount with illustrative examples of how they sinned against God and killed the God-sent prophets. Listening to him, the members of Sanhedrin were gnashing their teeth at him and could hardly contain their rage.
When Stephen stood before the people, all saw his face ‘like the face of an angel’: that is, his face was illumined by the light of grace as was the face of Moses when he talked with God. Stephen looked up and saw the heavens open and the glory of God, and spoke to the Jews of what he saw: ‘Behold, I see the Son of Man standing on the right hand of God’ (Acts 7:60). On hearing that the members of Sanhedrin became furious. Plugging their ears they threw themselves onto Stephen and dragged him out of the city. There according to their law, the witnesses who were the first to accuse Stephen started stoning him. A young man Saul guarding the clothes of the murderers was a witness to Stephen’s being stoned and he approved of the murder. Falling down under the hail of stones Stephen cried out, "Lord Jesus receive my spirit, do not hold this sin against them!" Evangelist Luke in the Book of Acts of the Apostles described both this event and Stephen’s speech at the Sanhedrin, chapters 6-8. At that time, the most holy Mother of God was standing on a rock at a distance with St. John the Theologian, and witnessed the martyrdom of this first martyr for the truth of her Son and God, and she prayed for Stephen. St. Stephen’s body was taken secretly and buried by Gamaliel in his own ground. He was a Jewish prince and a secret Christian.
Thus the Archdeacon Stephan became the first martyr (Protomartyr) for Christ in the year of 34 and this happened exactly a year after the descent of the Holy Spirit upon the Apostles. After that event the persecution of Christianity began in Jerusalem and Christians had to flee to other parts of the Holy Land and to neighboring countries. So the Christian Faith began to spread and reach other parts of the Roman empire. The blood of the Protomartyr Stephen was not shed in vain. Shortly after that event Saul, who had approved of St. Stephen’s death sentence, turned into a faithful Christian believer himself, was baptized Paul and became a famous preacher of the Gospel, one of the most successful evangelists and missionaries. Many years later on Paul’s visit to Jerusalem, he was also seized by a crowd of infuriated Jews who wanted to stone him to death. In his conversation with the crowd Paul reminded them about innocent Stephen’s murder and his own participation in the event (Acts, ch.22).
Troparion, Tone 4
Thou art crowned with a royal diadem/ for contests endured in Christ’s name, O First and holy Martyr;/ thou didst put to shame thy persecutors/ and see thy Savior at the right hand of the Father./ Ever pray to Him for our souls.
The Holy Protomartyr Stephen was a descendant of Jews living abroad, that is outside the borders of the Holy Land and in a Hellenic milieu. Those Jews were called the Hellenians as they were notably influenced by the Greek culture dominant in the Roman empire of those times. After the Holy Spirit descended onto the Apostles, the Church began growing rapidly and it became necessary to take care of the orphans, widows and poor people in general, who were baptized. The Apostles suggested that 7 righteous men be chosen to take care of the needy. Those seven men were ordained deacons (which means helpers, votaries). The Apostles made them to be their immediate assistants. Faithfulness and eloquence made Stephen outstanding among the deacons, he was the first of the seven deacons ordained for the service. That is why he was called the Archdeacon — the first, or chief, of them. Soon, in addition to helping the poor, the deacons began to take an active part in giving sermons.
Stephen preached the word of God in Jerusalem substantiating his words with presage signs and wonders. The wicked Jews disputed with him, but were always confounded by his wisdom and the power of the Spirit who acted through him. He was very successful in propagating the Faith, so the Pharisees, who were overseers of the Jewish law, hated him. They arrested him and brought him to Sanhedrin – the Supreme court of the Jews. There the Pharisees slandered Stephen, saying that he had blasphemed against God and against Moses, and quickly found false witnesses who supported their assertion. To justify his cause Stephen told the Sanhedrin the history of the Jewish people. He spoke of God’s manifold works and marvels, performed in the past for the People of Israel, and of the people’s manifold transgressions and opposition to God. He especially denounced them for the slaying of Christ the Lord, calling them ‘betrayers and murderers’ (Acts 7:52). And he supported his recount with illustrative examples of how they sinned against God and killed the God-sent prophets. Listening to him, the members of Sanhedrin were gnashing their teeth at him and could hardly contain their rage.
When Stephen stood before the people, all saw his face ‘like the face of an angel’: that is, his face was illumined by the light of grace as was the face of Moses when he talked with God. Stephen looked up and saw the heavens open and the glory of God, and spoke to the Jews of what he saw: ‘Behold, I see the Son of Man standing on the right hand of God’ (Acts 7:60). On hearing that the members of Sanhedrin became furious. Plugging their ears they threw themselves onto Stephen and dragged him out of the city. There according to their law, the witnesses who were the first to accuse Stephen started stoning him. A young man Saul guarding the clothes of the murderers was a witness to Stephen’s being stoned and he approved of the murder. Falling down under the hail of stones Stephen cried out, "Lord Jesus receive my spirit, do not hold this sin against them!" Evangelist Luke in the Book of Acts of the Apostles described both this event and Stephen’s speech at the Sanhedrin, chapters 6-8. At that time, the most holy Mother of God was standing on a rock at a distance with St. John the Theologian, and witnessed the martyrdom of this first martyr for the truth of her Son and God, and she prayed for Stephen. St. Stephen’s body was taken secretly and buried by Gamaliel in his own ground. He was a Jewish prince and a secret Christian.
Thus the Archdeacon Stephan became the first martyr (Protomartyr) for Christ in the year of 34 and this happened exactly a year after the descent of the Holy Spirit upon the Apostles. After that event the persecution of Christianity began in Jerusalem and Christians had to flee to other parts of the Holy Land and to neighboring countries. So the Christian Faith began to spread and reach other parts of the Roman empire. The blood of the Protomartyr Stephen was not shed in vain. Shortly after that event Saul, who had approved of St. Stephen’s death sentence, turned into a faithful Christian believer himself, was baptized Paul and became a famous preacher of the Gospel, one of the most successful evangelists and missionaries. Many years later on Paul’s visit to Jerusalem, he was also seized by a crowd of infuriated Jews who wanted to stone him to death. In his conversation with the crowd Paul reminded them about innocent Stephen’s murder and his own participation in the event (Acts, ch.22).
Troparion, Tone 4
Thou art crowned with a royal diadem/ for contests endured in Christ’s name, O First and holy Martyr;/ thou didst put to shame thy persecutors/ and see thy Savior at the right hand of the Father./ Ever pray to Him for our souls.
Επέρχεται η κάθαρσις…
Θα την ανυψώσει την Ελλάδα ο Θεός, θα την δοξάσει !!!
Προφητεία του Γέροντα Σίμωνα Αρβανίτη, Μονής Αγίου Παντελεήμονα Νέας Πεντέλης, παρμένη από το βιβλίο του Μοναχού Ζωσιμά: “Ιερομόναχος Σίμων Αρβανίτης 1901-1988, η ζωή και το έργο του”.
(απομαγνητοφωνημένο κείμενο)
Σήμερα όμως, έχουμε ανάγκη να θέλουμε νά κάνουμε κάτι τοιούτο, γιά νά ίδωμεν ότι, ότι μπορούμε σήμερα στήν ζωήν αυτήν, νά φέρομε ωραία αποτελέσματα, διότι όπως βλέπουμε σήμερα τόν κόσμο γενικώς, ότι δεν εδύνατο ο Θεός πλέον να ανεχθεί εκείνη την λυπηράν κατάσταση σ’όλη τήν οικουμένη μηδαμώς εξαιρουμένης και της Ελλάδος, πού τήν αγαπά περισσότερο και το οποίο στα χαρτιά μας λέει και σε λίγο πραγματοποιούνται, ότι ή Ελλάς, ή Ελλάς θά δείτε σέ λίγο πόσο θά γίνει μεγάλη, μεγάλη, μεγάλη.
Όχι μόνο θά δείτε, θά έχει εξαίρετο καί λαμπρό παράδειγμα εις όλη τήν οικουμένη,
διότι ενθυμείσθε ότι εδώ δέν εχύθηκε αίμα, όταν εκήρυξε ό Απόστολος Παύλος, ενώ ξέρεις τι αίμα χύθηκε σ’ όλα τά έθνη;
Ένθυμείστε ότι είπε, τί είπε ό Χριστός, όταν επήγαν τίνες Έλληνες, όταν επήγε ό Ανδρέας καί ό Φίλιππος;
Ένθυμείστε τώρα που είπανε, τίνες άνδρες Ιδείν θέλουνε τόν Κύριο καί είπε:
«Νύν έδοξάσθη ό ΥΙός τού Άνθρώπου», Καί γιατί;
Πώς γιατί; τά πράγματα μαρτυρούν γιατί, Είπαμε ότι διότι δέν εχύθηκε αίμα, διότι μετά πιστών φιλοσόφων επλησίαζαν τόν Θεό μερικοί.
Καί διά τούτο, ήταν ετοιμασμένοι καί ωραίαι ψυχαί.
Εις αυτές τίς ωραίες ψυχές λοιπόν θέλησε ο Θεός τίς ολίγες νά πλέξει τό εγκώμιο, Σύν τούτο έχομε καί ένα άλλο.
Ποιος ό λόγος λοιπόν, αυτοί οι Απόστολοι, νά μήν έγραψαν τά Ευαγγέλια, τήν Καινή Διαθήκην, τά άλλα όλα εις τήν εβραϊκήν γλώσσα, τήν δική τους, πού μάλιστα ήταν καί αγράμματοι;
Προς έντροπήν τών συμπατριωτών, διότι ήταν ανάξιοι αυτοί νά ακούσουνε στην εβραϊκή γλώσσα τά λόγια αυτών πού σταύρωσαν τόν Χριστό,
Καί έγραψαν εις τήν, εις τήν Ελλάδα, γιατί ή Ελλάς είχε τήν γλώσσα αυτήν ή όποια ήτανε ωραία γλώσσα, άφ’ ενός μεν πού ήτανε ωραία γλώσσα καί είχε καί απήχηση σ’ όλη τήν οικουμένη, αλλά αφ ετέρου δε, ότι ήτανε καί άξιοι…
Διότι δέν ήθέλησαν νά κάνουν κακό,
Ότι ήταν αμαρτωλοί, όλος ό κόσμος. ήτανε αμαρτωλοί, αλλά όμως καί δέν μπορούσανε νά μήν δεχθούν τό ωραίο τό όποιο ήκουοαν, την ύψηλήν αυτήν, την ύψηλήν διδασκαλία, τήν εδέχθηοαν.
Όχι ότι δεν ήτανε αμαρτωλοί αμαρτωλοί ήτανε, αλλά δεν εδέχοντο τά άλλα έθνη. “Ολίγοι μόνοι καί γι’ αυτό γινοταν τόσα καί τόσα μαρτύρια, τίς χιλιάδες τών μαρτύρων.
Άμα λοιπόν, διά τούτο καί φυλάει ό Θεός τήν Ελλάδα, τώρα ιδιαιτέρως νά τήν δοξάσει, αν καί πάντοτε έδειχνε τό μεγαλείον όταν εγινότανε πόλεμος, αλλά καί τώρα ιδίως πού πρόκειται λοιπόν άπαντες διά παντός.
Όχι ότι θά τήν μεγαλώσει ό Θεός. Θά τήν ανυψώσει, θά την δοξάσει οπότε επέρχεται η κάθαρσις,
έχουμε ολίγες ημέρες νά μην έρχονται σέ απόγνωση!
μόνο οφείλουμε να κηρύττουμε παντού καί νά λέγωμε παντού ότι καί πολλά καλά θέλουμε,
Έχει πει καί ό Θεός ότι «ουδέ θρίξ της κεφαλής δέν θά πειραχθή εις τους μετανοούντας», αλλά όχι μετάνοια όπως τήν θέλουμε.
Άρα λοιπόν, αγαπητοί, οφείλουμε νά γνωρίσουμε ότι, μή φοβηθούμε ό,τι λέγουν, ό,τι κάνουν καί ότι γίνεται, «ταύτα δει γενέσθαι».
Καταλάβατε; Πρέπει νά γίνουν αυτά!!!
Ήλθε η ώρα πλέον νά καθαρίσει, όχι η Δευτέρα Παρουσία, νά καθαρίσει τήν ήρα άπό τό στάρι.
Καί ή πρώτη, η πρώτη Ελλάς αυτήν πού θά υποστεί από τους Τούρκους μια Μικρή, μια μικρή αυτήν όπως είπομεν προσβολή, αλλά είναι ό τάφος τους όμως της Τουρκίας!
Ο τάφος τους καθώς τό είχανε πει καί αυτοί οι Τούρκοι, όπως είπαν μερικοί τώρα.
Είπαν λέει ότι είναι αδύνατον ό Αλλάχ νά ανεχθεί, είναι αδύνατον ό Αλλάχ νά ανεχθεί, εμείς θά γίνουμε θηρία, σείς δέ δέν ξέρω άν θά μείνει κανένας από σάς.
Όλίγοι πού θά μείνετε, θά πάτε στην Κόκκινη Μηλιά! Τό όποιο καί ….
Άρα λοιπόν, άρα λοιπόν, νά είμεθα ετοιμασμένοι, χαρούμενοι, ότι ό μετανοών άνθρωπος, δέν πρόκειται νά ύποστή τίποτα.
Να είμεθα χαρούμενοι, διότι εγνωρίσαμε τόν Χριστό, αλλά όχι όμως νά τόν λατρεύουμε όπως θέλει καθένας και λέγονται χριστιανοί άνθρωποι.
Αν θέλουμε νά δούμε τόν Χριστό, πρέπει νά είμαστε ανεξίκακοι, πρέπει νά έχουμε αγάπη, διά νά τήν μεταδίδουνε καί αυτή, μέ τήν συμπεριφορά μας, μέ τόν τρόπο μας καί μέ τίς καλές πράξεις μας.
Καί άν οί άλλοι άνθρωποι είναι αδύνατοι, νά τους βοηθήσουμε. Έάν οι άλλοι αυτοί είναι κακοί, νά προσπαθήσουμε, άν είναι δυνατόν νά δεχθούν τήν διδασκαλία τού Χριστού.
Τότε ασφαλώς ό άνθρωπος αυτός θά καταξιωθή διά διπλής, όχι μερίδος, αλλά τιμής παρά τού Θεού καί παρά τών ανθρώπων.
Γέρων Σίμων Μονής Πεντέλης (ο Αρβανίτης)
Πηγή ‘Aφυπνιστής’
http://hristospanagia1.wordpress.com
Ἡ Ὀρθοδοξία μας δέν εἶναι ἰδεολογία ἀλλά τρόπος ζωῆς.
- Ἀσκητικός ὃσον ἀφορᾶ τά καθήκοντα ὡς πρός τόν ἑαυτό μας
- Ἀγαπητικός ὃσον ἀφορᾶ τή συμπεριφορά μας ὡς πρός τόν ἂλλο
- Εὐχαριστιακός ὃσον ἀφορᾶ τήν στάση μας ἀπέναντι στό Θεό.
Τό ἦθος ἑπομένως κάθε Χριστιανοῦ ἀπέναντι στό Θεό πρέπει νά εἶναιεὐχαριστιακό. Ἂλλωστε, τό ζήτησε καί ὁ ἲδιος ὁ Κύριος, ὃταν ἀπό τούς δέκα θεραπευθέντες λεπρούς, μόνο ἓνας ἐπέστρεψε νά Τόν εὐχαριστήσει, λέγοντας: «Οὐχί οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν, οἱ δέ ἐννέα ποῦ; Οὐχ εὑρέθησαν ὑποστρέψαντες δοῦναι δόξαν τῷ Θεῷ, εἰμή ὁ ἀλλογενής οὗτος;» (Λουκ ιζ΄17,18).
Στή Θεία Εὐχαριστία, εὐχαριστοῦμε τόν Κύριο γιά ὃλα τά δῶρα Του «ὑπέρ ὧν ἲσμεν καί ὧν οὐκ ἲσμεν, τῶν φανερῶν καί ἀφανῶν εὐεργεσιῶν, τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων». Τόν εὐχαριστοῦμε γιά ὃσα γνωρίζουμε καί ὃσα δέν γνωρίζουμε. Γιά ὃλες τίς εὐεργεσίες Του φανερές καί ἀφανεῖς. Σέ ὃλα αὐτά τά δῶρα, ἀντιπροσφέρουμε τά δικά μας «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» τόν ἂρτο καί τόν οἶνο, πού τό Ἃγιο Πνεῦμα θά μεταβάλλει σέ «σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ» πρός μετάληψη καί ἁγιασμό τῶν πιστῶν. Ἒτσι ἡ εὐχαριστία πού ἀναπέμπουμε στόν Χριστό σέ κάθε Θεία Λειτουργία, γίνεται μέσον συνδέσεως τῶν πιστῶν μέ τόν Χριστό, μέσον ψυχικῆς τροφοδοσίας αὐτῶν, γιά νά συνεχίσουν νικηφόρα τόν ἀγώνα ἰάσεως τῶν παθῶν τους καί λήψεως φωτισμοῦ καί χάριτος.
1. Ἡ εὐχαριστιακή ζωή στόν Παράδεισο
Ὁ Πανάγαθος Θεός ἒπλασε τόν ἂνθρωπο ἀπό ἀγάπη, χωρίς καμιά ἂλλη ἀνάγκη ἢ καταναγκασμό, ἐλεύθερα, γιά νά συμμετέχει καί αὐτός στή ζωή καί στήν μακαριότητα του Θεοῦ.
Τόν ἐπροίκισε μέ σπάνια χαρίσματα πού ἀποτελοῦν τό «κατ’ εἰκόνα»: Αὐτά εἶναι: Λογικό, αὐτεξούσιο, συνείδηση, δημιουργικότητα, προσωπική αὐτοσυνειδησία, ἀγαπητική δύναμη καί ἒμφυτη τάση πρός τό Θεό (γιά νά ἐπικοινωνεῖ μέ τό Θεό), τό «ἂνω θρώσκειν» πού ἒλεγαν οἱ Ἀρχαῖοι Ἓλληνες. Ἐργαζόμενος καί ἀξιοποιώντας αὐτά τά χαρίσματα, ἒπρεπε ὁ ἂνθρωπος κάνοντας καλή χρήση τοῦ αὐτεξουσίου του νά ἐπιτύχει τό «καθ’ ὁμοίωσιν».
Σύμφωνα μέ τό πρῶτο κεφάλαιο τῆς Γενέσεως ὁ ἂνθρωπος ζοῦσε εὐτυχισμένος στόν Παράδεισο, σέ κοινωνία μέ τόν Θεό. Δεχόταν καθημερινά τήν ἐπίσκεψή Του, συνομιλοῦσε μαζί Του καί χαιρόταν τήν Παρουσία Του. Μέσα στόν Παράδεισο ἦταν βασιλεύς καί ἱερεύς. Βασιλεύς, διότι ἐξουσίαζε ὃλα τά ζῶα, τά φυτά καί τό περιβάλλον χρησιμοποιώντας τα πρός ὂφελός του. Ἱερεύς, διότι ἒπρεπε νά ἀντιπροσφέρει στόν Θεό ὡς θυσία μέρος τῶν ἀγαθῶν πού εἶχε λάβει ἀπό τό Θεό, ἐκφράζοντας συγχρόνως τήν Εὐχαριστία του γι αὐτά.
Ζοῦσε ἑπομένως δημιουργικά, διότι ὢφειλε «Ἐργάζεσθαι καί φυλάττειν» τόν Παράδεισο, ἀλλά καίεὐχαριστιακά, διότι ἒπρεπε νά ἀντιπροσφέρει στόν Θεό μέρος ἀπό τά δῶρα πού ἀπολάμβανε εὐχαριστώντας Τον. Ἐπιτελοῦσε τρόπον τινά μιά Θεία Λειτουργία, τήν Λειτουργία του Παραδείσου, συλλειτουργώντας μέ τούς Ἁγίους Ἀγγέλους, πού εἶχαν δημιουργηθεῖ προηγουμένως, ἦσαν λογικά πλάσματα μέ ἀποστολή νά λατρεύουν καί νά διακονοῦν διαρκῶς τό Θεό.
2. Προπατορικό ἁμάρτημα- ἒκπτωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τήν εὐχαριστιακή ζωή
Δυστυχῶς, ὃπως γνωρίζουμε, τό πρῶτο ἀνθρώπινο ζεῦγος δέν παρέμεινε γιά πολύ στήν ὑπακοή τοῦ Θεοῦ. Παρασυρμένο ἀπό τόν διάβολο, ὁ ὁποῖος ψευδῶς τοῦ ὑποσχέθηκε τό «ἔσεσθε ὡς θεοί» ἂν παραβεῖ τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἁμάρτησε καί παρέμεινε ἀμετανόητο, παρά τήν προσπάθεια πού ἒκανε ὁ Θεός νά τό φέρει σέ συναίσθηση, νά μετανοήσει, νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του καί νά ζητήσει συγχώρεση. Προτίμησε νά αὐτονομηθεῖ ἀπό τόν Θεό. Νά βάλει τόν ἑαυτό του κέντρο τοῦ κόσμου ἀντί γιά τόν Θεό. Νά ζεῖ ἀνθρωποκεντρικά καί ὂχι θεοκεντρικά. Ἀντί νά ζεῖ ευχαριστιακά, νά ζεῖ αὐτόνομα καί ἐγωιστικά. Νά χρησιμοποιεῖ τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, τόν ἑαυτό του καί τούς ἂλλους ανθρώπους μέ ἐγωϊστικό τρόπο, χωρίς νά τά ἀναφέρει στό Θεό, χωρίς νά εὐχαριστεί τόν Θεό.
Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του διέκοψε τή σχέση του μέ τόν Θεό καί ἒχασε τή χάρη Του. Αἰσθάνθηκεφόβο γιά τόν Θεό καί ντροπή γιά τή γύμνια του. Παρόλη τήν ἁμαρτία του, ὁ Θεός τόν ἐπισκέφθηκε, συνομίλησε μαζί του, προσπάθησε νά τόν φέρει σέ συναίσθηση, νά ἀναλάβει τίς εὐθύνες του. Ἀντί γι αὐτό ὁ Ἀδάμ κατηγόρησε ἐμμέσως τόν Θεό γιά τήν ἁμαρτία του λέγοντας: «ἡ γυναίκα πού μοῦ ἒδωσες μέ παρέσυρε». Αὐτή του ἡ ἀμετανοησία εἶχε ὡς συνέπεια τήν ἐκδίωξή του ἀπό τόν Παράδεισο. Τά πάντα ἂλλαξαν πρός τό χειρότερο. Τό λογικό του σκοτίστηκε, ἡ φύση ἒγινε ἐχθρική γι’ αὐτόν. Ἡ γῆ βλάστησε «ἀκάνθας καί τριβόλους», τά ζῶα ἀπειλοῦν νά τόν κατασπαράξουν. Οἱ σχέσεις του μέ τήν Εὒα καί τούς ἂλλους συνανθρώπους του ἒγιναν ἐχθρικές καί ἀνταγωνιστικές. Μπῆκε στή ζωή του τό κακό, τό γῆρας καί ὁ θάνατος. Ὃσο εἶχε κοινωνία μέ τόν Θεό, ἦταν προστατευμένος ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις. Χάνοντας τή χάρη τοῦ Θεοῦ, γίνεται «παιχνίδι» στά χέρια τοῦ διαβόλου.
Ἒχοντας παύσει νά αἰσθάνεται τόν Θεό Πατέρα, παύει νά αἰσθάνεται τούς συνανθρώπους του ὡς ἀδελφούς. Δέν βλέπει πιά τή σύζυγό του καί τούς ἂλλους ἀνθρώπους ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ, τούς βλέπει ἀπό αδιάφορα ἓως ἀνταγωνιστικά. Ἀνάμεσα στόν ἑαυτό του καί στούς ἂλλους μπαίνει ὁ φόβος, ἡ καχυποψία, ὁ ἀνταγωνισμός. Ὁ ἂλλος ἂνθρωπος γίνεται ἀντικείμενο ἐκμετάλλευσης, σκεῦος ἡδονῆς, ἐχθρός καί ἀντίπαλος. Στή ζωή του μπαίνουν τά πάθη, ὁ ἐγωισμός, τό συμφέρον. Ἒτσι, τελικά ἡ ζωή χάνει τή δυνατότητα νά εἶναι κοινωνία ἀγάπης καί γίνεται κόλαση. Ὁ σύγχρονος ὑπαρξιστής, φιλόσοφος Jean-Paul Sartre ἒλεγε: «ὁ ἂλλος ἂνθρωπος εἶναι ἡ ἀπειλή τῆς ἐλευθερίας μας, εἶναι ἡ κόλασή μας». Ἐκεῖ ὁδηγεῖ ὁ ἐγωισμός καί ἡ ἂκρατη φιλαυτία. Ὃταν ἀδυνατεῖ νά δεῖ τόν συνάνθρωπο ὡς εἰκόνα Θεοῦ καί ὡς ἀδελφό, τόν βλέπει σάν ἀπειλή τῆς ἐλευθερίας του, σάν διεκδικητή τῆς τροφῆς του καί ἡ σχέση μαζί του γίνεται ἐχθρική. Τότε ἡ ζωή καταντᾶ κόλαση.
Ὁ αὐτονομημένος ἀπό τό Θεό ἂνθρωπος χάνει ἐπίσης τήν ἱκανότητα νά βλέπει τά ὑλικά πράγματα ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ καί νά τά χρησιμοποιεῖ σωστά. Ὁ κόσμος παύει νά θεωρεῖται ἱερός, ὡς δημιούργημα καί δῶρο τοῦ Θεοῦ στόν ἂνθρωπο, ἀπο-ιεροποιεῖται καί ὁ ἂνθρωπος παύει νά τόν χρησιμοποιεῖ σωστά, τόνκαταχρᾶται. Ἡ φύση πάλι ἀρνεῖται νά ὑπακούσει στόν ἂνθρωπο, πού ἒπαυσε νά ὑπακούει στό Θεό, καί ἐπαναστατεῖ ἐναντίον του. Μέ αὐτό τόν τρόπο διαταράσσεται ἡ ἁρμονία καί ἡ ἰσορροπία πού ὑπῆρχε μεταξύ ἀνθρώπου καί φύσης, πρίν ἁμαρτήσει ὁ ἂνθρωπος.
Ἀλλά καί ὁ ἂνθρωπος χάνει τήν ἐσωτερική του εἰρήνη καί ἰσορροπία. Ὁ ἂνθρωπος, στήν «πεπτωκυῖα του κατάσταση», δέν χωρίζεται μόνο ἀπό τόν Θεό, τή φύση καί τόν συνάνθρωπό του ἀλλά διχάζεται καί ἐσωτερικά. Παθαίνει ἓνα εἶδος σχιζοφρένειας, ὃταν πράττει αὐτό πού δέν θέλει ἢ αὐτό πού μισεῖ. Ὃπως λέει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, βλέπει μέσα του δύο νόμους νά συγκρούονται. Τόν νόμο τοῦ Πνεύματος καί τόν νόμο τῆς σάρκας. Αὐτός ὁ εσωτερικός διχασμός καί πόλεμος εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀποστασίας τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό Θεό. Ὃταν παύσεις νά ζεῖς μέ τόν Θεό, νά τά συνδέεις ὃλα μέ τόν Θεό, ἀλλά θεωρεῖς κέντρο τοῦ κόσμου τό «ἐγώ» σου στή θέση τοῦ Θεοῦ, ὃλη ἡ ζωή ἀποδιοργανώνεται.
Ἒχοντας διακόψει τίς σχέσεις του μέ τό Θεό ὁ ἂνθρωπος παύει νά λειτουργεῖ ὡς βασιλεύς τῆς φύσεως, λειτουργός καί ἱερεύς τοῦ Θεοῦ. Βγαίνει ἀπό τήν κοινωνία ἀγάπης πού ζοῦσε στόν Παράδεισο μέ τόν Τριαδικό Θεό καί τούς ἀγγέλους καί ἀπομονώνεται στόν ἑαυτό του. Ζώντας τώρα μέσα στόν ἐγωισμό του καί στή μοναξιά του, χωρισμένος ἀπό τό Θεό-Πατέρα, τούς ἀγγέλους καί τούς συνανθρώπους του, παραδίδεται στό διάβολο καί στά ὂργανά του, στήν ἁμαρτία, στά πάθη καί στό θάνατο. Ἀρρωσταίνει βαρειά, σχεδόν νεκρώνεται. Ἀλλά μαζί του συμπαρασύρει στή φθορά καί τή φύση, τόν κτιστό κόσμο. Καί ἡ φύση «συστενάζει καί συνοδύνει» (Ρωμ. ἡ΄22) λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος περιγράφοντας τή ζοφερή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου.
3. Ὁ Χριστός ἐπαναφέρει τόν ἂνθρωπο στήν εὐχαριστιακή ζωή
Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του ἐγκατέλειψε τόν Θεό. Ἀλλά ὁ Θεός ὡς στοργικός Πατέρας πού εἶναι δέν ἐγκατέλειψε τό πλάσμα Του. Ἡ Πατρική Του ἀγάπη, ἀσύγκριτα ἀνώτερη ἀπό κάθε ἀνθρώπινη πατρική ἢ μητρική ἀγάπη, δέν ἂντεχε νά βλέπει τό πλάσμα του νά κατατυραννεῖται ἀπό τίς δαιμονικές δυνάμεις καί προνόησε γι αὐτό. Ὃταν «ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου» δηλαδή στήν οὐσία ὃταν βρέθηκε ἀνθρώπινο πλάσμα τόσο καθαρό, τόσο ἃγιο, ὃσο ἡ Παναγία μητέρα τοῦ Κυρίου μας, ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἀπέστειλε στόν κόσμο τόν μονογενή του Υἱό, τόν Χριστό, γιά νά βγάλει τόν ἂνθρωπο ἀπό τή «δαιμονική αἰχμαλωσία» στήν ὁποία εἶχε ὑποπέσει.
Ἡ ἀνθρωπότητα μετά τήν ἁμαρτία της καί τήν ἀποστασία της ἀπό τό Θεό, εἶχε περιπέσει σέ λήθη τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός ὑπῆρξε ὁ ἲδιος ἡ Αλήθεια, δηλαδή ἡ ἐπιστροφή στή γνώση τοῦ μόνου ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἦλθε στόν κόσμο γιά νά βγάλει τόν ἂνθρωπο ἀπό τήν ἐγωκεντρική ζωή καί νά τόν ἐπανασυντάξει στήν εὐχαριστιακή καί θεοκεντρική ζωή. Νά τόν βγάλει ἀπό τή διάσπαση, τόν ἀτομικισμό, νά τόν ἐπαναφέρει στήν ἓνωση μέ τό Θεό, στήν ἀγάπη καί στήν ἀδελφότητα μέ τούς συνανθρώπους του. Νά τόν ξανακάνει βασιλέα τῆς κτίσης, ἱερέα τοῦ Θεοῦ καί λειτουργό μέσα στόν κόσμο. Νά τόν ἐλευθερώσει ἀπό τόν διάβολο, τά πάθη, τήν ἁμαρτία καί τό θάνατο. Νά τόν ζωοποιήσει, νά τόν ἀναστήσει, νά τόν κάνει κοινωνό θείας ζωῆς. Τέλος, νά ἀποκαταστήσει τήν ἑνότητα καί τήν κοινωνία Θεοῦ καί ἀνθρωπότητας.
Τό ἒργο αὐτό τό Χριστοῦ, χαρακτηρίζει ἡ Ἁγία Γραφή ὡς «Οἰκονομία» = Τακτοποίηση (ἀπό τίς λέξεις «οἶκον νέμω», δηλαδή τακτοποιῶ τό σπίτι). Ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του κατέστρεψε καί ἀποδιοργάνωσε τό σπίτι τοῦ Θεοῦ, τό παρέδωσε στόν διάβολο. Καί ἐνῶ πρίν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ κρατοῦσε τόν διάβολο ἐκτός, μέ τήν ἁμαρτία του ὁ ἂνθρωπος τόν ἒβαλε μέσα καί τόν ἒκανε ἀφεντικό. Ἒρχεται λοιπόν ὁ Χριστός, μπαίνει σέ αὐτό τό χαλασμένο πιά σπίτι τοῦ Θεοῦ, νά τό ξαναφτιάξει, νά τό ἀνακαινίσει, νά βγάλει τόν διάβολο ἀπό τή μέση, νά ξανακάνει τόν ἂνθρωπο κύριο στό σπίτι (δηλαδή στό σῶμα) πού τοῦ ἒδωσε ὁ Θεός. Νά τόν ξανακάνει βασιλέα (κύριο) καί ἱερέα. Νά λειτουργεῖ καί νά προσφέρει τά πάντα μέ εὐχαριστία καί δοξολογία στό Θεό.
Αὐτή λοιπόν ἡ ἐπανατακτοποίηση τοῦ σπιτιοῦ, ἡ ἀνασυγκρότησή του, εἶναι πραγματικά Οἰκονομία τοῦ Θεοῦ Λόγου. Λέγεται καί Ἀνακεφαλαίωση στήν Καινή Διαθήκη. Εἶναι ἐπαναφορά καί ἐπανένωση ὃλων μέ τό Θεό.
Πῶς ὃμως θά μποροῦσε νά βγάλει ἀπό τό σπίτι (δηλαδή τόν κόσμο καί τήν ἀνθρωπότητα) αὐτό πού τό ἐξουσίαζε, τόν διάβολο, αὐτόν πού ὁ ἂνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία του εἶχε ἐγκαταστήσει ἐξουσιαστή, χωρίς νά ἒχει πάρει ἐντολή νά τόν ἐξουσιάσει; Γιά νά πείσει τόν ἂνθρωπο νά γίνει πάλι παιδί τοῦ Θεοῦ μέ τή θέλησή του, χωρίς νά τόν ἐξαναγκάσει, χωρίς νά παραβιάσει τήν ἐλεύθερη θέλησή του, ἒπρεπε νά τοῦ μιλήσει ὡς ἲσος πρός ἲσον, στή γλώσσα του. Γι αὐτό «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη» καί ἒγινε ἂνθρωπος. «ἐκένωσεν ἑαυτόν μορφὴν δούλου λαβών». Ὂντας τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἂφησε τή δόξα τῆς θεότητας καί περιεβλήθη τή φτώχεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Αὐτό συνιστᾶ μιά ταπείνωση, μιά πτώχευση τοῦ Θεοῦ, ἓνα ἂδειασμα, μιά «κένωση» ὃπως λέγουν οἱ Πατέρες. Αὐτό συνιστᾶ τήν ὑπέρτατη θυσία τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία κορυφώνεται ἐπάνω στό Σταυρό.
Ἐπάνω στό Σταυρό, ὁ Χριστός δίνει τήν τελική καί πιό ἀποφασιστική μάχη κατά τοῦ διαβόλου. Νικᾶ μέ τόν θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του τόν «τό κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοὐτέστιν τὸν διάβολον».
Δίνει τό αἷμα Του «λύτρον ἀντὶ πολλῶν» γιά νά ἐξαγοράσει τήν ἁμαρτία τῆς ἀνθρωπότητας. Ὃπως λέει ὁ ὑμνογράφος «ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου τῷ τιμίῳ σου Αἵματι. Τῷ Σταυρῷ προσηλωθείς καὶ τῇ λόγχῇ κεντηθείς, τὴν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις» Ὁ Χριστός εἶναι ὁ Μέγας Ἀρχιερεύς, ἐκεῖνος πού στέκεται μεταξύ Θεοῦ καί ἀνθρώπου, μεταξύ Κτίστου καί κτίσεως. Ἓνωσε τήν ἀνθρώπινη καί τή θεία φύση στό πρόσωπό Του, ἀλλά καί τή θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα: «ἥπλωσε τὰς παλάμας (ἐννοεῖται πάνω στό Σταυρό) καὶ ἥνωσε τὰ τὸ πρὶν διεστῶτα» (δηλαδή ἓνωσε τήν θεότητα μέ τήν ἀνθρωπότητα).
Τώρα πιά ὁ ἂνθρωπος ἑνωμένος μέ τό Θεό μπορεῖ νά πεῖ ἓνα «εὐχαριστῶ» στόν Θεό, γιά ὃλα του τά δῶρα. Καί λέγοντας «εὐχαριστῶ» στό Θεό, μπορεῖ νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό, νά παύσει νά ζεῖ ἐγωιστικά καί νά ἀρχίσει νά ζεῖ τήν εὐχαριστιακή ζωή. Μπορεῖ νά αἰσθανθεῖ τόν Θεό ὡς Πατέρα καί τούς ἂλλους ἀνθρώπους ὡς ἀδελφούς. Μπορεῖ νά ἀντικρύζει ὃλη τήν κτίση ὡς δῶρο τοῦ Θεοῦ. Καί γιά ὃλα νά ἀπευθύνει εὐχαριστία στό Θεό.
4. Ἡ εὐχαριστιακή ζωή πραγματώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία
Μέσα στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία, ζοῦμε «ἐν Χριστῷ» καί διά τοῦ Χριστοῦ τή ζωή τοῦδεύτερου Ἀδάμ, τοῦ Χριστοῦ, τήν εὐχαριστιακή ζωή. Ὁ Χριστός μέ τήν ὑπακοή Του στό θέλημα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα, τήν ὑπακοή Του μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ Σταυροῦ», διόρθωσε τό λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ, τήν ἀνυπακοή του. Στήν Ἐκκλησία ὁ Χριστός θυσιάζεται γιά ὃλους τούς ἀνθρώπους. Ἒτσι, μαθαίνουμε νά θυσιαζόμαστε καί ἐμεῖς γιά τούς συνανθρώπους μας.
Στή θεία Λειτουργία, ὁ Χριστός προσφέρεται στόν Θεό Πατέρα, προσφέρεται καί σέ ἐμᾶς: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τὸ Σῶμα…Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ Αἷμα μου…». Στήν Θεία Λειτουργία ἀποκαλύπτεται ὃτι τό ἦθος τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι ἐξουσιαστικό καί ἀτομιστικό ἀλλάθυσιαστικό. Δέν προσπαθεῖ ὁ Χριστός νά ἐξασφαλίσει τό δικό του συμφέρον, ἀλλά τό δικό μας. Τό ἦθος του εἶναι ἦθος ἀγάπης, προσφορᾶς καί θυσίας.
Ὃλη ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἓνα μάθημα ἀγάπης καί θυσίας σέ ὃλη τήν ἀνθρωπότητα καί γιά ὃλους τούς αἰῶνες. Μαθαίνει καί σέ ἐμᾶς νά προσφερόμαστε, νά θυσιαζόμαστε καί νά ταπεινωνόμαστε.
5. Ἡ θεία Ευχαριστία Κέντρο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς.
Ἡ θεία Εὐχαριστία εἶναι τό κεντρικό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ κεντρική πράξη λατρείας. Στή θεία Εὐχαριστία, εὐχαριστοῦμε τό Θεό Πατέρα γιά ὃλα τά δῶρα τῆς ἀγάπης Του. Τό μεγαλύτερο δῶρο Του εἶναι ὁ ἲδιος ὁ Χριστός. Στό κεντρικό σημεῖο τῆς «Λειτουργίας τῶν Πιστῶν» στήν Ἁγία Ἀναφορά, ὁ ἱερεύς προτρέπει τό λαό «Εὐχαριστήσωμεν τῷ Κυρίῳ» καί ὁ λαός ἀπαντᾶ: «Ἄξιον καὶ δίκαιον». Ἐάν ὁ λαός δέν ἀπαντήσει «ἂξιον καί δίκαιον», δηλαδή ἂν δέν συμφωνήσει νά συμμετάσχει στήν εὐχαριστία πρός τόν Θεό, ὁ ἱερεύς δέν μπορεῖ νά συνεχίσει τή Θεία Λειτουργία.
Μέσα στή Θεία Λειτουργία δια τῶν χειρῶν τοῦ λειτουργοῦ (ἱερέως ἢ ἐπισκόπου) προσφέρουμε στόν Θεό μέ τόν Ἂρτο καί τόν Οἶνο εὐχαριστία γιά ὃλα του τά δῶρα. Μέ αὐτόν τόν τρόπο, κάνουμε τό ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο πού ἒκανε ὁ Ἀδάμ, ὃταν ἁμάρτησε καί ἒπαυσε νά εὐχαριστεῖ τό Θεό. Ὃλο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, εὐχαριστοῦμε τόν Θεό «ὑπέρ πάντων ὧν ἲσμεν καὶ ὧν οὐκ ἴσμεν, τῶν φανερῶν καὶ ἀφανῶν εὐεργεσιῶν τῶν εἰς ἡμᾶς γεγενημένων», γιά ὃλα τά δῶρα Του καί γιά ὃλες τίς εὐεργεσίες Του πού γνωρίζουμε καί πού δέν γνωρίζουμε. Γιά τό ὃτι μᾶς ἒφερε ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὓπαρξη: «Σὺ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς παρήγαγες». Ἀλλά, καί ὃταν ἁμαρτήσαμε, μᾶς ἐπανέφερες στό σωστό δρόμο «καὶ παραπεσόντας ἀνέστησας πάλιν», μέχρις ὃτου μᾶς ἀνέβασες μέχρι τόν Οὐρανό καί μᾶς χάρισες τήν αἰώνια Βασιλεία Σου: «ἓως ἡμᾶς εἰς τὸν οὐρανόν ἀνήγαγες καὶ τὴν βασιλείαν σου ἐχαρίσω τὴν μέλλουσαν».
Εὐχαριστώντας τόν Θεό γιά τά ἂπειρα δῶρα Του, θέλουμε νά τοῦ ἀντιπροσφέρουμε ὃλη τή ζωή μας. Μέ τήν ἐκφώνηση τοῦ ἱερέως «τὰ σὰ ἐκ τῶν σῶν» παίρνουμε ἀπ’ αὐτά πού μας δίνει ὁ Θεός καί τοῦ τά ἀντιπροσφέρουμε . Δέν φθάνει νά δώσουμε στόν Θεό ἓνα μέρος τῆς ζωῆς μας. Μέσα στό ψωμί καί στό κρασί τῆς Θείας Εὐχαριστίας εἶναι ὃλη ἡ ζωή μας. Τό ψωμί καί τό κρασί πού προσφέρεται στόν Θεό, συμβολίζει ὃλη τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου· διότι γιά νά γίνει τό ψωμί ἒχει κόπο. Πρέπει πρῶτα νά ὀργώσουμε τόν ἀγρό, νά σπείρουμε, νά θερίσουμε, νά ἀλέσουμε, νά ζυμώσουμε, νά ψήσουμε τό ψωμί. Τό ἲδιο καί γιά νά γίνει τό κρασί. Μπαίνει λοιπόν μέσα στό ψωμί καί στό κρασί ὃλη ἡ ζωή μας, ὁ κόπος μας, ἡ ἐργασία μας. Ὁ κόπος τοῦ γεωργοῦ πού ἀντιπροσωπεύει ὃλους μας. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «εἷς ἄρτος, ἓν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμέν» (Α΄Κορινθ. ι΄17). Ἓνα ψωμί δέν γίνεται ἀπό ἓνα σπόρο, ἀλλά ἀπό πολλούς. Πολλοί σπόροι, πολλοί Χριστιανοί. Μέσα στόν ἃγιον Ἂρτο εἲμαστε ὃλοι μας καί ὃλη ἡ ζωή μας.
Στή συνέχεια, ὁ ἱερεύς ἐκφωνεῖ: «σοὶ προσφέρομεν κατά πάντα καὶ διὰ πάντα». Τήν στιγμή αὐτή ὁ λαός τοῦ Θεοῦ ἒχει ὑψωθεῖ καί εὑρίσκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Προσφέρει τά δῶρα καί προσφέρεται στό Θεό: «κατά πάντα», δηλαδή γιά ὃλα τά χρόνια τῆς ζωῆς μας, καί «διά πάντα», δηλαδή γιά ὃλα ὃσα μᾶς ἒχει δώσει. Ὁ Θεός θέλει αὐτήν τήν προσφορά μας, τό δόσιμο ὃλου τοῦ εἶναι μας, τήν ἓνωσή μας μέ Αὐτόν.
Καί ἐκεῖνος τί κάνει; Ἐμεῖς τοῦ δίνουμε τόν δικό μας γήινο κόσμο, τόν φτωχό, τόν ἂρρωστο, τόν ἁμαρτωλό. Αὐτό πού ἒχουμε καί αὐτό πού εἲμαστε. Καί αὐτός μᾶς δίνει τόν δικό του κόσμο, γεμάτο ὑγεία καί ἁγιότητα. Μᾶς δίνει τόν ἑαυτό Του. Τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ Του, τήν ζωή Του. Ἀλλά καί τό «θαῦμα τῶν θαυμάτων», τή Θεία Λειτουργία καί τήν Ἐκκλησία, τό νοσοκομεῖο τῶν «κακῶς πασχόντων» καί τό γυμναστήριο τῶν Ἁγίων.
Ὃταν πάρουμε τό δῶρο τοῦ Θεοῦ καί τό κάνουμε δικό μας, ὃταν κοινωνήσουμε τό «Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ», ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ γίνεται δική μας. Τότε τί εὐλογία! Δέν εἲμαστε πιά τό φτωχό, τό ἀνθρώπινο, τό πεπερασμένο, ἀλλά ὑψωνόμαστε στό θεανθρώπινο. Αὐτός ὁ φτωχός καί ἁμαρτωλός ἂνθρωπος γίνεταιΘεός κατά χάριν. Τί μεγαλύτερη δόξα γιά τόν φθαρτό ἂνθρωπο!
Τώρα μποροῦμε νά δεχθοῦμε τά δῶρα τοῦ Θεοῦ καί τόν εὐχαριστοῦμε γι αὐτά. Ἀλλά ποιά εἶναι αὐτά τά δῶρα; Πρωτίστως, ὁ ἲδιος ὁ Χριστός. Τό Σῶμα Του καί τό Αἷμα Του. Εἶναι ἡ Παναγία μας καί οἱ Ἃγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Εἶναι οἱ συνάνθρωποί μας. Κάθε ἂνθρωπος γίνεται δῶρο τοῦ Θεοῦ. Ὁ σύζυγος ἢ ἡ σύζυγός μας. Τά παιδιά μας, οἱ γονεῖς μας, οἱ φίλοι μας. Ὃλους τούς συνανθρώπους μας πρέπει νά τούς βλέπουμε ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ. Πόσο ἀλλάζει ἡ ζωή μας ὃταν βλέπουμε τούς συνανθρώπους μας ἀγαπητικά.! Ὃταν ἀγαποῦμε χωροῦμε καί συν-χωροῦμε τούς ἂλλους! Ἒτσι, μποροῦμε νά ὑπομένουμε τίς ἰδιοτροπίες τους, νά κατανοοῦμε τίς πτώσεις τους, νά εἲμαστε ἐπιεικεῖς ἀπέναντί τους. Νά τούς σεβόμαστε ὡς «εἰκόνες Θεοῦ»!
Στήν Ἐκκλησία παύω νά ὑπάρχω ἐγώ, γινόμαστε ἐμεῖς. Παύω νά λέω τό «μου» καί λέω τό «μας». Ὁ Ἃγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος λέει ὃτι αὐτός ὁ ψυχρός λόγος «τό δικό μου» καί «τό δικό σου», εἰσάγει ὃλα τά δεινά στή ζωή μας. Στά ὀρθόδοξα μοναστήρια συνεχίζεται ὁ κοινοβιακός τρόπος ζωῆς τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὃλα εἶναι κοινά, ὃλα ἀνήκουν στό Θεό καί στήν Ἐκκλησία καί ὃλοι μετέχουν σέ αὐτά. Καί δέν μετέχουν μόνο οἱ Μοναχοί τοῦ μοναστηριοῦ, ἀλλά καί ὁ κόσμος πού τά ἐπισκέπτεται. Θά φάει καί θά πιεῖ σέ κοινή τράπεζα, θά ἐκκλησιαστεῖ καί θά κοιμηθεῖ. Θά ἀναπαυθεῖ, θά ἐξομολογηθεῖ καί θά κοινωνήσει ἀπό τό κοινό ποτήριο. Θά ζήσει εὐχαριστιακά καί κοινοβιακά. Μέσα στήν Ἐκκλησιαστική κοινωνία σώζεται κανείς μαζί μέ τούς ἂλλους ἀδελφούς καί νικᾶ τή μοναξιά καί τήν ἀπομόνωση.
6. Ὁ εὐχαριστιακός τρόπος ζωῆς μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεό
Ὃταν ὁ ἂνθρωπος δεῖ τόν κόσμο ὡς δῶρο Θεοῦ, πολλά πράγματα στή ζωή του μποροῦν νά ἀλλάξουν. Οὒτε μπορεῖ νά τόν χρησιμοποιεῖ ὡς ἀποκλειστικό του κτῆμα καί νά τόν καταχρᾶται, προσπαθώντας νά ἀντλήσει τό μέγιστο ὂφελος ἀπό τή χρήση του, οὒτε νά τόν περιφρονεῖ ὡς πηγή τοῦ κακοῦ, ὃπως ἒκαναν οἱ Μανιχαῖοι. Δικαιοῦται νά κάνει καλή χρήση, μέ ταυτόχρονη εὐχαριστία.
Ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ θέματος ὁ Ἀπόστολος Παῦλος λέει: «Πᾶν κτῖσμα Θεοῦ καλὸν καὶ οὐδὲν ἀπόβλητον μετὰ εὐχαριστίας λαμβανόμενον» (Α΄Τιμ. δ΄4). Ὃ,τι ἒδωσε καί δίνει ὁ Θεός εἶναι καλό καί μπορεῖ ὁ ἂνθρωπος νά τό χρησιμοποιεῖ, ἀρκεῖ νά τό λαμβάνει μέ εὐχαριστία. Κάθε τι λαμβανόμενο μέ εὐχαριστία μᾶς ἀνάγει στόν Θεό, ἀρκεῖ νά ἒχει κανείς πνευματικά αἰσθητήρια, νά τό αἰσθανθεῖ καί νά μήν θεωρεῖ αὐτονόητο ὃτι τοῦ ἀνήκει. Τά παραπάνω ἐλέχθησαν ἀπό τόν Παῦλο, ἀφοῦ προηγουμένως προέβλεψε ὃτι σέ ὓστερους καιρούς θά ὑπάρχουν ψευδοδιδάσκαλοι καί ψευδοπροφῆτες, πού θά ἐμποδίζουν τούς ἀνθρώπους νά παντρεύονται καί νά τρώγουν ὁρισμένες τροφές (πχ κρέας). Τό κακό ἑπομένως, δέν βρίσκεται στίς τροφές ἢ στόν γάμο ἀλλά στόν μή εὐχαριστιακό τρόπο χρήσεώς τους.
Στήν Ἐκκλησία μαθαίνουμε νά λέμε «Δόξα τῷ Θεῷ» κάνοντας μικρά καί ἀσήμαντα πράγματα. Κάνουμε ἒτσι εὐχαριστιακή χρήση τοῦ κόσμου πού μᾶς συνδέει μέ τό Θεό. Μποροῦμε γιά παράδειγμα νά πιοῦμε νερό ἐγωιστικά, χωρίς νά θυμηθοῦμε τόν Θεό καί χωρίς νά ποῦμε «Δόξα τῷ Θεῷ». Χάνουμε ἒτσι τήν εὐκαιρία, μέσω τῆς εὐχαριστιακής χρήσεως τοῦ νεροῦ πού πίνουμε, νά ἀναφερθοῦμε στόν Θεό, νά τόν εὐχαριστήσουμε καί νά ἑνωθοῦμε μαζί Του. Λέγοντας «Δόξα τῷ Θεῷ», γιά τό δῶρο τοῦ Θεοῦ πού ἀπολαμβάνουμε, βάζουμε τό Θεό στή ζωή μας.
Πράγματι, ζώντας εὐχαριστιακά, βάζουμε στό κέντρο τῆς ζωῆς μας τόν Θεό. Ὃ,τι κάνουμε τό συνδέουμε μέ τόν Θεό. Ξαναγινόμαστε πάλι μέσα στόν κόσμο ἱερεῖς τοῦ Θεοῦ, ὃπως ἀρχικά Ἐκεῖνος μᾶς ἒπλασε. Διότι, κάθε χριστιανός πού προσφέρει λατρεία καί δοξολογία στό Θεό, γίνεται κατά κάποιον τρόπο ἱερεύς, ἀφοῦ ἀντιπροσφέρει στό Θεό μέ εὐχαριστία κάποια ἀπό τά δῶρα Του. Ξαναβρίσκει τήν ἑνότητα τοῦ κόσμου στόν Θεό. Αἳρεται ἡ διάσπαση. Ὃλα λειτουργοῦν σέ μιά ὀργανική ἑνότητα, ὃταν ὁ ἂνθρωπος τοποθετήσει στό κέντρο τοῦ κόσμου τόν Θεό καί τά ἀναγάγει ὃλα σέ αὐτόν. Τέλος, βρίσκει καί ὁ ἲδιος τήν ἐσωτερική του ἑνότητα. Παύει νά εἶναι ἐσωτερικά διχασμένος.
Ὃταν προσφέρουμε καί ἀναφέρουμε τά πάντα στόν Θεό, ἡ ζωή μας παίρνει ἂλλο νόημα. Ὃταν ἡ ἐργασία μας δέν προσφέρεται σ’ Αὐτόν, καταντᾶ βάρος, δουλεία, κατάρα, ἂγχος. Ὃταν τήν προσφέρουμε στόν Δημιουργό, μᾶς συνδέει μαζι Του καί ἀποκτᾶ οὐσιαστική σημασία. Τό ἲδιο συμβαίνει καί μέ τήν οἰκογένεια, τόν γάμο. Ὁ γάμος ἒξω ἀπό τήν Ἐκκλησία εἶναι μιά βιολογική καί κοινωνική ἓνωση. Μέ τόν Θεό καί μέσα στήν Ἐκκλησία γίνεται κοινός ἀγώνας τῶν συζύγων γιά τήν κατάκτηση τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Ἀποκτᾶ καί ἐσχατολογικές προεκτάσεις.
Ἀκόμα, πόσο διαφορετικά ἀντιμετωπίζουμε τά παιδιά μας, ὃταν τά δοῦμε ὡς δῶρα τοῦ Θεοῦ! Ἀντίθετα, πῶς τά ἀντιμετωπίζουμε, ὃταν τά δοῦμε ὡς δική μας ἰδιοκτησία!
Τέλος, πόσο διαφορετικά θά ἀντιμετωπίσουμε τίς δοκιμασίες τῆς ζωῆς, ὃταν τίς δεχόμαστε ὡς δῶρα τῆς παιδαγωγούσας ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Τότε, ὁ πόνος μπορεῖ νά ἁγιάσει καί νά ἐξαγνίσει τόν ἂνθρωπο. Εἶναι ἡ ἐπίσκεψη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἀντίθετα, μπορεῖ νά ἀντιμετωπισθεῖ σάν κατάρα ἢ τιμωρία.
7. Τά ἀδιέξοδα τοῦ μή «εὐχαριστιακοῦ» πολιτισμοῦ
Τό λάθος τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου εἶναι τό ἲδιο μέ τό λάθος τοῦ Ἀδάμ. Θέλει νά κτίσει ἓνα κόσμο πού νά μήν ἒχει κέντρο τόν Θεό, ἀλλά τό «Ἐγώ» του. Ἒτσι, φτιάχνει ἓνα πολιτισμό ἐγωϊστικό, ἓνα πολιτισμό φιλαυτίας. Καί ἓνας πολιτισμός φιλαυτίας εἶναι πολιτισμός ἀκοινωνησίας. Οἱ ἂνθρωποι δέν μποροῦν νά κοινωνήσουν μεταξύ τους, νά αἰσθανθοῦν ὁ ἓνας τόν ἂλλον οἰκεῖο καί ἀδελφό, νά αἰσθανθοῦν τήν ἀσφάλεια τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς ἀλληλοπεριχώρησης. Homo homini lupus= ὁ ἂνθρωπος γιά τόν ἂνθρωπο λύκος. Οἱ πιό νέοι καί οἱ πιό εὐαίσθητοι καί αὐτοί πού λόγω οἰκογενειακοῦ καί κοινωνικοῦ περιβάλλοντος ἒχουν χάσει τό ὃραμα ζωῆς μέ ἀξίες καί ἰδανικά, ἀσφυκτιοῦν καί καταφεύγουν πολλές φορές στά ναρκωτικά, στήν ἀναρχία, ἢ καί σέ ἂλλες ἀντικοινωνικές ἐκδηλώσεις.
Αὐτός ὁ πολιτισμός τῆς φιλαυτίας, πού εἶναι καί πολιτισμός τῆς ἣσσονος προσπάθειας καί τῆς εὒκολης καλοπέρασης (σύνθημα τῆς Ἀμερικάνικης κοινωνίας, ἀλλά ὂχι μόνο εἶναι τό: to have a nice time= νά περνᾶμε καλά), ἐξοβελίζει τόν Θεό ἀπό τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί φέρνει πάλι τόν ἂνθρωπο κάτω ἀπό τήν ἐξουσία τοῦ διαβόλου. Δυστυχῶς, αὐτός ὁ τρόπος ζωῆς, ὁ ἐγωιστικός, ὁ αὐτόνομος καί μή εὐχαριστιακός τείνει νά μᾶς ἐπιβληθεῖ μέ τά μέσα μαζικῆς ἐπικοινωνίας. Πρέπει ἑπομένως νά συνειδητοποιήσουμε γρήγορα πρός τά ποῦ μᾶς ὁδηγεῖ καί νά ἀντιδράσουμε ὃσο εἶναι καιρός.
Ὁρισμένοι ἡγέτες ἒχουν καλές προθέσεις καί προσπαθοῦν νά διορθώσουν κάποια πράγματα. Αὐτό εἶναι ἐπαινετό. Ἀλλά δέν θά μπορέσουν νά ἐπιτύχουν τίποτα χωρίς Χριστό· διότι δέν ἒχει χάρη Θεοῦ ὃ,τι δέν εἶναι συνδεδεμένο μέ Αὐτόν. Ἒχει μέσα του τό θάνατο καί δέν βοηθᾶ τόν ἂνθρωπο νά ἑνωθεῖ μέ τό Θεό. Ἂς ἀναφέρουμε δύο παραδείγματα:
Πρῶτον: ὁ γάμος, ἂν γίνει «ἐν Χριστῷ» καί «ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ», εἶναι ἓνας δρόμος πού φέρνει τούς δύο ἀνθρώπους στόν Θεό. Μέ τόν ἀγώνα πού τούς διδάσκει ἡ «Ἀσκητική τῆς Ἐκκλησίας», τήν ταπείνωση, τήν προσφορά, τή θυσία τοῦ Ἐγώ, τήν προσευχή καί τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, τή νέκρωση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου καί τή δημιουργία τοῦ νέου «ἐν Χριστῷ» ἀνακαινισθέντος, ὁ γάμος τους γίνεταιδρόμος ἁγιασμοῦ καί σωτηρίας γι’ αὐτούς καί γιά τά παιδιά τους. Ἀντίθετα, ἒξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, μέ κέντρο ὂχι τό Θεstrongό ἀλλά τό Ἐγώ τους ὁ γάμ/spanος (πολιτικός ἢ ἐλεύθερη συμβίωση) δέν σώζει καί δέν ἁγιάζει τούς συζύγους. Τελικά, τούς ἀπομακρύνει ἀπό τόν Θεό.
Δεύτερον: ἡ παιδεία, συνδεδεμένη μέ τόν Θεό, εἶναι μεγάλο δῶρο. «Γράμματα, σπουδάγματα, τοῦ Θεοῦ τά πράγματα», ἒλεγαν οἱ πρόγονοί μας γιά τό κρυφό Σχολειό κατά τή διάρκεια τῆς Τουρκοκρατίας. Καλλιεργεῖ καί ἐξυψώνει τόν ἂνθρωπο, τόν κάνει «χρηστό πολίτη», ὑγιές μέλος τῆς κοινωνίας. Ἀντίθετα, τά «ἂθεα γράμματα» συνιστοῦν ἓνα κίνδυνο. Δημιουργοῦν ἒξυπνους καί πανούργους ἐγκληματίες. Ἐδῶ, ταιριάζει τό «ἐπιστήμη χωριζόμενη ἀρετῆς, πανουργία οὐ σοφία φαίνεται» (βλ. Μενέξενος τοῦ Πλάτωνος).
Σέ ὃσους δέν εἶναι κακῆς προαιρέσεως, ἀλλά δέν μποροῦν νά δοῦν βαθύτερα τά πράγματα καί προσπαθοῦν νά φτιάξουν ἓνα κόσμο καλύτερο χωρίς Θεό, ἐμεῖς πρέπει νά ἀντιτάξουμε τήν ἂρνησή μας προβάλλοντας συγχρόνως τή δική μας ὀρθόδοξη παράδοση.
8. Ἡ παράδοση τοῦ λαοῦ μας εἶναι δοκιμασμένος τρόπος ἀληθινῆς θεοκεντρικῆς ζωῆς
Ἡ γνήσια Ὀρθόδοξη Παράδοση τοῦ λαοῦ μας, συνιστᾶ μιά δοκιμασμένη θεοκεντρική καί εὐχαριστιακή ζωή. Καί δέν εἶναι μόνο ἡ ζωή τῶν ἂμεσων προγόνων μας, ἀλλά καί ἡ ζωή τῶν δοξασμένων ἀγωνιστῶν τοῦ 1821 πού θυσιάστηκαν «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν ἁγία καί τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία». Ἡ πίστη τοῦ Κολοκοτρώνη, τοῦ Μακρυγιάννη, τοῦ Ἀθανασίου Διάκου, τοῦ Πατροκοσμᾶ, πού κράτησε ὂρθιο τό γένος καί ἀντιστάθηκε στόν ἐκτουρκισμό. Δέν ἒχουμε ἠθικό δικαίωμα νά ἀπαρνηθοῦμε τέτοια μοναδική παράδοση.
Οἱ σύγχρονοι γενίτσαροι πού θέλουν τόν χωρισμό Ἐκκλησίας καί Κράτους στήν Ἑλλάδα, προσπαθοῦν νά ξεριζώσουν τόν Xριστό ἀπό τίς καρδιές τῶν Ἑλλήνων. Θέλουν ἓνα πολιτισμό φιλαυτίας πού δέν λυτρώνει τόν ἂνθρωπο, ἀλλά τόν καταπιέζει, ἢ τόν ἀφήνει ἓρμαιο ὃλων τῶν ἂθεων ρευμάτων καί ἰδεολογιῶν. Ἀντίθετα, ἡ Ἐκκλησία μέ τό θεοκεντρικό πολιτισμό της ἀγκαλιάζει ὃλες τίς ἐκδηλώσεις τῆς ζωῆς καί τίς ἁγιάζει. Ἐλευθερώνει τούς ἀνθρώπους, τούς ἐξημερώνει καί τούς ἐξαγιάζει. Γι’ αὐτό τό Ἑλληνικό Ἒθνος ἒχει ἀπόλυτη ἀνάγκη τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του γιά νά ζήσει καί νά μεγαλουργήσει. Διαφορετικά, θά χάσει τήν ἰδιοπροσωπεία του, θά ἀφομοιωθεῖ καί θά ἐξαφανισθεῖ ἀπό τήν Ἱστορία.
9. Ἀγώνας κατά τῆς Ἀπο-Χριστοποιήσεως καί τῆς Ἐκκοσμικεύσεως
Ἒχοντας συνειδητοποιήσει τήν προσπάθεια τῶν ἀντίθετων δυνάμεων, νά χωρίσουν τόν κόσμο ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τήν Ἐκκλησία, πρέπει νά ἀντιταχθοῦμε σθεναρά μέ τόν καθημερινό πνευματικό μας ἀγώνα. Γιά νά ποῦμε ἐνσυνείδητα «ὂχι» στήν ἀπο-χριστοποίηση καί στήν ἐκκοσμίκευση τοῦ κόσμου καί τοῦ ἒθνους μας, πρέπει νά παύσουμε νά ζοῦμε ἐγωκεντρικά. Νά μάθουμε νά ζοῦμε εὐχαριστιακά γιά τόν Θεό, ἀσκητικά γιά ἐμᾶς τούς ἲδιους καί ἀγαπητικά-θυσιαστικά γιά τούς συνανθρώπους μας.
Λέμε «ὂχι» μέ τήν οὐσιαστική συμμετοχή μας στή Θεία Λειτουργία. Ὃταν ἡ ζωή μας μετά τήν Θεία Λειτουργία εἶναι ζωή ἀγάπης, προσφορᾶς, θυσίας, δικαιοσύνης, σεβασμοῦ τῆς ἐλευθερίας τῶν ἂλλων ἀνθρώπων. Λέμε « ὂχι» στήν προσπάθεια δημιουργίας ἑνός ἐγωιστικοῦ πολιτισμοῦ μέ τήν συνεχήπροσευχή μας. Μέ τή θαρραλέα ὁμολογία τῆς ὑγιοῦς πίστεως, ὃταν ἀμφισβητοῦνται οἱ βάσεις καί τά θεμέλια τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Ὁ Ἃγιος Ἰσαπόστολος καί μάρτυς Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, πού ἒσωσε τό Ἑλληνικό Ἒθνος ἀπό τόν ἐξισλαμισμό, ζοῦσε εὐχαριστιακά καί Χριστοκεντρικά καί ἒτσι δίδαξε καί θυσιάστηκε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Σέ μιά ἀπό τίς περίφημες διδαχές του προτρέπει τούς ἀνθρώπους νά ἀγαποῦν τό Θεό καί νά τόν εὐχαριστοῦν καθημερινά γιά ὃλα του τά δῶρα ὑλικἀ καί πνευματικά. Κυρίως, γιά τήν ἂπειρη εὐσπλαχνία Του νά μᾶς περιμένει νά μετανοήσουμε, νά ἐξομολογηθοῦμε, νά διορθωθοῦμε. Γιά νά μᾶς ἀγκαλιάσει, νά μᾶς φιλήσει, νά μᾶς δεχθεῖ ξανά σάν παιδιά Του, νά μᾶς βάλει στόν Παράδεισο, νά χαιρόμαστε πάντοτε. Καί καταλήγει: «Τέτοιον γλυκύτατον Θεόν, τέτοιον γλυκύτατον αὐθέντην καί δεσπότην, δέν πρέπει ἐμεῖς νά τόν ἀγαποῦμε, καί ἂν τύχει ἀνάγκη, νά χύσουμε καί τό αἷμα μας χιλιάδες φορές γιά τήν ἀγάπη Του, καθώς τό ἒχυσε καίἘκεῖνος διά τήν ἀγάπην μας;»
Ἰωαννίδη Θεοφίλου
Φιλολόγου-Θεολόγου
http://www.enromiosini.gr/arthrografia/