Monday, March 11, 2013
H αγράμματη γιαγιά που έφθασε στη θέωση!
"Στο μεταξύ, το 1963, λίγο μετά την αναχώρηση τού πατέρα για το Όρος ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή» είχε κοιμηθεί και ή μητέρα τού Γέροντα [ Εφραίμ του Κατουνακιώτη ] Αυτή ή υπέροχη γυναίκα αφενός αξιώθηκε δύο μέρες προ τού θανάτου της να γίνει μεγαλόσχημη μοναχή με το όνομα Μαρία -παρακαλούσε την Παναγία μια ζωή γι' αυτό- αφετέρου είχε έναν χαριτωμένο, οσιακό όντως θάνατο.
Γλυκιά και παρήγορη στους γύρω της ψυχή, όταν για λόγους καρδιακής πάθησης μπήκε στο Νοσοκομείο του Στρατού, εξέπληξε τους πάντες με την ευγενική της γλώσσα. Πήγαινε ό γιατρός να την επισκεφθεί: «Καλώς τον χρυσό μου τον γιατρό. Τι κάνετε; Πώς είσθε; 'Η κυρία σας, τα παιδάκια σας Είναι καλά;» προλάβαινε και ρωτούσε με χάρη. «Μα, αυτή ή γιαγιά», έλεγαν θαυμάζοντας οι γιατροί «αντί να της δώσουμε θάρρος εμείς, αυτή εμψυχώνει και παρηγορεί εμάς». Τον γιο της τον μικρό» τον αξιωματικό, τον αγαπούσε πολύ. Όταν πήγαινε να την επισκεφθεί. το διαισθανόταν και έλεγε τάχα εμπιστευτικά στην τότε αρραβωνιαστικιά και μετά σύζυγο του: «Έρχεται ο δικός σου». Και να σε λίγο ό αξιωματικός. Απορούσε ή κοπέλα, αν μία πεθερά μπορεί να λέει «ο δικός σου». Κι όμως μπορούσε.
Ό Γέροντας, Όταν έμαθε ότι μπήκε στο Νοσοκομείο, έστειλε ένα σχήμα και ένα πολυσταύρι στον αδελφό του και του έγραψε να την κάνουν μοναχή, «διότι δεν θα βγει από το Νοσοκομείο ζωντανή», βεβαίωνε.
Διηγείται ή κόρη της: «Όταν ή μητέρα μας έγινε μεγαλόσχημη στο Νοσοκομείο (σε όλη την ζωή της είχε την επιθυμία να γίνει μοναχή), ενώ τις άλλες ήμερες ήταν σιωπηλή (καθώς έλεγαν οι νοσοκόμες), την ήμερα και το βράδυ εκείνο συνεχώς μιλούσε! Εγώ κάθισα κοντά της όλη εκείνη τη νύχτα. Το πρόσωπο της έλαμπε, είχε γίνει φωτεινό μετά την κουρά της! Μιλούσε και κοίταζε προς τον ουρανό! "Τι λέγεις, μητέρα;" τη ρωτούσα, "τι βλέπεις;" "Τι να σου πω, παιδί μου, τι Όμορφα! Τι έβλεπα! Άλλα που βρίσκομαι;" Τότε συνερχόταν, και καταλάβαινε ότι ήταν στο Νοσοκομείο.
-Μετά μία εβδομάδα πού ήταν στο Νοσοκομείο, και ενώ ήταν καλά και θα έβγαινε, παρουσίασε έναν πυρετό υψηλό, ανεξήγητο. Ξημερώματα Μεγάλης Παρασκευής κοιμήθηκε. Ό θάνατος της ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Ήρθε ή μοναχή πού την είχε αναλάβει κατά την κουρά και την έντυνε, δηλαδή την ετοίμαζε. Αμέσως αισθάνομαι έντονη ευωδία, άρρητη ευωδιά! Λέω τότε στη μοναχή: "Καλά, κι εσείς οι μοναχές βάζετε αρώματα;" "Όχι, κυρία Ελένη", άπαντα, "δεν βάζουμε αρώματα. Αυτό πού ευωδιάζει, εγώ το αισθάνθηκα αμέσως, την ώρα πού την άλλαζα. Βγαίνει από το σώμα της μητέρας σας. Περίμενα να το αισθανθείτε κι εσείς, γι' αυτό δεν έλεγα τίποτε. Αυτό είναι σημάδι αγιότητας. Είναι σημάδι ότι σώθηκε ή μητέρα σας". Μείναμε κατάπληκτοι!
-Ο ιερέας κατά την κηδεία θαύμαζε και έλεγε ότι πρόκειται περί άγιας ψυχής! Σαν ίδρωτας έβγαινε από το σώμα της μητέρας μύρο! Τα ρούχα μας, πού ήρθαν σε επαφή με το σώμα της μητέρας μας (την αγκαλιάζαμε και την φιλούσαμε), επί μιαν εβδομάδα ευωδίαζαν! Κατά την κηδεία περισσότερο ευωδίαζε ή μητέρα μας παρά ό επιτάφιος».
Και ό ίδιος ό Γέροντας ομολογούσε: «Ναι, έτσι έγινε, αφού έπεσα, τρόπον τινά, σε μνησικακία. Να, το εξομολογούμαι. Μία γυναίκα, λέω, χωριάτισσα, αγράμματη, που έφθασε! Όταν προσευχόμουν γι' αυτήν, έπαιρνα* δεν έδινα! Πλημμύριζα από χάρη.
-Είδα σαν μια θεωρία, να πούμε. Πήγαινε ή μητέρα μου στον Χριστό: "Καλώς τη Μαρία, καλώς τη Μαρία". Χρόνια έχουμε εμείς εδώ, για να αποκτήσουμε αυτήν την κατάσταση.
-Πολλές φορές έβλεπα Ότι ή μητέρα μου είναι ό γέρο-Ιωσήφ, και ο γερο-Ιωσήφ μητέρα μου. Ένα πράγμα και οι δύο...
-Είδα ότι είχαν με τον γερο-Ιωσήφ την ίδια πνευματική κατάσταση. Και πριν πεθάνει, και μετά τον θάνατο της, είχα πληροφορία, την ίδια πληροφορία: ή μητέρα μας έφθασε σε υψηλά πνευματικά μέτρα. Πώς να το πεις τώρα. Νερώνεις το κρασί με το νερό ή το νερό με το κρασί, ένα θα γίνει. Έτσι κάπως. Ό γέρο-Ιωσήφ μητέρα μου, και ή μητέρα μου γέρο-Ιωσήφ ήτανε.
-Ή μητέρα μου δεν είχε παράδειγμα, μονάχη της έκανε υπομονή στις θλίψεις. Και στο βιβλίο του γέρο-Ιωσήφ βλέπει κανείς την πολλή υπομονή πού έκανε στις θλίψεις. Για τον Ιώβ γράφει ο άγιος Χρυσόστομος ότι είχε και άλλες αρετές, άλλα για τη μεγάλη του υπομονή, το να μη γογγύζει, επαινέθηκε από τον Θεό»."
από το βιβλίο: «Γεροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης»,
Εκδ . Ι . Ησυχαστηρίου «Αγιος Εφραίμ», Κατουνάκια Αγίου Ορος.
Divine Healing Has its Price Tag
We appeal to God for the healing of our souls and bodies only as a
last resort. God’s healing is always a miraculous act, and we are afraid
of facing the manifestation of the almighty power of God. Although the
healing we receive from God is a gift, we also know that its
implications are many and everlasting.
There is a price tag on divine healing, and the price is a complete change of life. It is indeed a serious price – for change does not come easily. For this reason, divine healing can only take place when it is really wanted. It also requires a total submission and a full commitment to the relationship of faith with God’s divine power.
In order to understand this process, we can look closely at the healing performed by our Lord, Jesus Christ at the pool called Bethesda by the Sheep Gate in Jerusalem. An angel of the Lord would come down at a certain time and stir the waters of the pool. Then, “whoever stepped in first, after the stirring of the water, was made well of whatever disease he had” (John 5:4).
At the pool, there was a man who had suffered from an infirmity for thirty-eight years. “When Jesus saw him lying there,” says the Gospel, “and knew that he already had been in that condition for a long time, He said to the him, ‘Do you want to be made well’ ” (complete, whole)?
At first, this question seemed superfluous to the sick man as suggested by his answer: “Sir, I have no man to put me into the pool when the water is stirred up, but while I am coming, another steps down before me.”
But the Lord’s question had a deeper meaning. The Lord asked the sick man if he really wanted to be made well and if he were ready to pay the price of the divine healing that the Lord was about to perform. Was he committed to the relationship that would be established by the divine intervention about to take place? Was he ready to submit totally to the will of God?
Divine healing would not only take away the man’s infirmity, but would also change his life forever. It would change his heart and his mind. It would also make him spiritually well. So, in other words, the Lord was asking the sick man, “Are you ready to be touched by God in this special way?”
When he agreed, Jesus commanded him, “Rise, take up your bed, and walk.”
The man obeyed the Lord, even though he knew it was the Sabbath day.
Those who saw him carrying his bed, reminded him, “It is the Sabbath day, and it is not lawful for you to carry your bed.” Showing his complete submission to the Lord, he answered them: “He who made me well said to me, ‘Take up your bed and walk.’ ”
After the healing, the Lord disappeared among the multitudes of people.
The Gospel says that, at this point, the healed man did not know who Jesus was. It was only after awhile that the Lord met him in the temple and said to him, “See, you have been made well. Sin no more, lest a worse thing will happen to you.”
First of all, in the healing process, the sick man obtained the forgiveness of his sins. Secondly, the healing that he accepted changed his life so much that he could not go back to his old ways of understanding or leading his life. In fact, it was as if the sick man was arraigned and placed on divine parole. “If you break your parole,” the Lord seemed to say, “you will not only go back to your old situation, but to an even worse one.”
Divine healing as a gift from God, still has a spiritual price. When we pay it, however, we help ourselves. It changes us more drastically then anything before has ever changed us.
It calls us to a new life, a renewed relationship with our fellow man, and a total submission to God. That’s why it often seems much easier to take a pill and go to bed, or to see a doctor and then complain about the bill.
Nonetheless, have courage my friends. Don’t be afraid to appeal to God’s healing and to accept His purifying power that changes everything within you. Divine healing erases our sinful past, makes well of our present and helps save our souls. We must also remember that His healing will place us on divine parole, and that we must sin no more.
There is a price tag on divine healing, and the price is a complete change of life. It is indeed a serious price – for change does not come easily. For this reason, divine healing can only take place when it is really wanted. It also requires a total submission and a full commitment to the relationship of faith with God’s divine power.
In order to understand this process, we can look closely at the healing performed by our Lord, Jesus Christ at the pool called Bethesda by the Sheep Gate in Jerusalem. An angel of the Lord would come down at a certain time and stir the waters of the pool. Then, “whoever stepped in first, after the stirring of the water, was made well of whatever disease he had” (John 5:4).
At the pool, there was a man who had suffered from an infirmity for thirty-eight years. “When Jesus saw him lying there,” says the Gospel, “and knew that he already had been in that condition for a long time, He said to the him, ‘Do you want to be made well’ ” (complete, whole)?
At first, this question seemed superfluous to the sick man as suggested by his answer: “Sir, I have no man to put me into the pool when the water is stirred up, but while I am coming, another steps down before me.”
But the Lord’s question had a deeper meaning. The Lord asked the sick man if he really wanted to be made well and if he were ready to pay the price of the divine healing that the Lord was about to perform. Was he committed to the relationship that would be established by the divine intervention about to take place? Was he ready to submit totally to the will of God?
Divine healing would not only take away the man’s infirmity, but would also change his life forever. It would change his heart and his mind. It would also make him spiritually well. So, in other words, the Lord was asking the sick man, “Are you ready to be touched by God in this special way?”
When he agreed, Jesus commanded him, “Rise, take up your bed, and walk.”
The man obeyed the Lord, even though he knew it was the Sabbath day.
Those who saw him carrying his bed, reminded him, “It is the Sabbath day, and it is not lawful for you to carry your bed.” Showing his complete submission to the Lord, he answered them: “He who made me well said to me, ‘Take up your bed and walk.’ ”
After the healing, the Lord disappeared among the multitudes of people.
The Gospel says that, at this point, the healed man did not know who Jesus was. It was only after awhile that the Lord met him in the temple and said to him, “See, you have been made well. Sin no more, lest a worse thing will happen to you.”
First of all, in the healing process, the sick man obtained the forgiveness of his sins. Secondly, the healing that he accepted changed his life so much that he could not go back to his old ways of understanding or leading his life. In fact, it was as if the sick man was arraigned and placed on divine parole. “If you break your parole,” the Lord seemed to say, “you will not only go back to your old situation, but to an even worse one.”
Divine healing as a gift from God, still has a spiritual price. When we pay it, however, we help ourselves. It changes us more drastically then anything before has ever changed us.
It calls us to a new life, a renewed relationship with our fellow man, and a total submission to God. That’s why it often seems much easier to take a pill and go to bed, or to see a doctor and then complain about the bill.
Nonetheless, have courage my friends. Don’t be afraid to appeal to God’s healing and to accept His purifying power that changes everything within you. Divine healing erases our sinful past, makes well of our present and helps save our souls. We must also remember that His healing will place us on divine parole, and that we must sin no more.
The Kollyvades Movement and its Significance
The great teachers of the Church and of the Greek nation, Makarios Notaras, Nikodemos of the Holy Mountain and Athanasios of Paros, who lived and worked in the 18th and early 19th centuries, form a new trinity of shining lights of the Church, like the three Fathers of the Church in the past, relatively speaking of course and bearing in mind the historical circumstances they lived through with their similarities and differences. To these three must be added Neophytos of Kafsokalyvia, who started the movement, although he was not as important or active as the other three would later become, thus earning their place in the Communion of Saints. They were nicknamed Kollyvades by their opponents on the Holy Mountain because they objected to the transfer of the memorial services (involving kollyva) from Saturday to Sunday in defiance of tradition, rightly judging that services for the dead are incompatible with the resurrectional and festal nature of Sunday.
This of course was a minor detail within their greater work of renewal and enlightenment. It was deliberately stressed and exaggerated in order to obscure the importance of their other work, and also to denigrate them as being people who concerned themselves with petty matters, as memorial services and kollyva supposedly were. Even today there are scholars who belittle them and their work, seeing the whole through the distorting prism of the memorial service controversy. Fortunately in recent decades, during which Greek historical and theological research has begun to free itself from Western ties, dependency and influence, their work has been reassessed as an 18th century philokalian renaissance. This renaissance had a decisive impact in strengthening and reinforcing the education of the enslaved Orthodox peoples and in preserving their awareness of who they were, not only vis-à-vis the Ottoman conquerors but also vis-à-vis the Western missionaries who spread out all over the Orthodox world, proselytising by unfair means, and especially by exploiting the ignorance, enslavement and poverty of the Orthodox faithful.
There was a great danger that the Orthodox would convert either to Islam or to a Western form of Christianity. Indeed, the second was the greater danger due to the West’s high level of civilisation, which made assimilation easier, whereas the feeling of superiority to Islam raised some barriers and reservations. There is the classic statement by the other great teacher and saint of that period, St Kosmas Aetolos, explaining why God allowed the Orthodox to be enslaved by the Turks rather than by the Franks [Westerners]: “Three hundred years after Christ’s Resurrection, God sent us Saint Constantine and established the kingdom for 1150 years. Then God took it away from the Christians, and for their own good gave it to the Turk for 320 years. And why did God bring the Turk and not some other nation? For our own good, because the other nations would have harmed our faith, but the Turk, as long as you give him money, will let you do as you like.”
However, after the dark ages of ignorance and illiteracy of the previous centuries, the roots of education were needed to raise a barrier against conversions to Islam or Western Christianity, to prevent a multitude of small streams becoming a river that would sweep away the Nation. What St Kosmas Aetolos did by travelling around the country and founding schools for the people, the Kollyvades Saints did at a higher level by publishing and interpreting texts from Scripture and the Fathers, Lives and Services of Saints, hymns, and even grammar, rhetoric and philosophy textbooks and also ancient Greek and Western classical writers. The aim was to enlighten the Nation and maintain it in its faith and in the traditions of the Fathers, to preserve Greek Orthodox culture. They wanted to ensure that in the schools, which were appearing in increasing numbers, the teachers, monks and priests would be able to understand Greek texts through school education, but also to publish these texts, since the manuscripts were few and far between, either hidden away in monastic libraries or looted by crafty foreign travellers.
One can even discern in their truly impressive educational and literary efforts a special emphasis on action to meet the danger of conversions to Islam or Western Christian denominations. It is well known that many Neo-Martyrs had as mentors, who supported them psychologically on the road to martyrdom, Kollyvades Saints such as St Makarios and St Nikodemos of the Holy Mountain. It is certain that what many Neo-Martyrs proclaimed before the Turkish judges regarding the superiority of the Christian faith to the religion of Muhammed, which they disparage and reject, echoed the teaching of the Kollyvades Saints. Many of these exchanges between these Neo-Martyrs and the Turkish judges, which recall the martyrologies of old, were preserved by St Nikodemos in his “New Martyrology”. The same interpretation must be put on the anti-Western works of St Athanasios of Paros; “The Antipope”, “The Judgement of Heaven”, “That Palamas” and other works on the aberrations and errors of the Latins.
The contribution of the Kollyvades to education and culture was not limited to raising the self-awareness of the Orthodox peoples vis-à-vis the twin dangers of assimilation by East or West, which were very great. It had another, equally broad, dimension, in which they appeared to have less success, not because their teachings were without effect, but because unfortunately, from 1821 the modern Greek state was violently cut off from the Greek Orthodox tradition. It abandoned traditional Greek Christian education and, guided by and in tutelage to the West, turned against its Byzantine heritage, against the Saints and the Church Fathers, against all that was holy for the Nation.
It is known that the Kollyvades Saints, and especially St Athanasios of Paros, clashed with the European and Europeanising supporters of the Enlightenment in modern Greece, who adopted the ideas of the French Enlightenment and the French Revolution, and even the atheism of Voltaire, and who attempted to direct the course of modern Greek culture towards classical antiquity, extolling and stressing the worldly wisdom and knowledge of antiquity while underrating or ignoring divine wisdom. Rationalism, science, knowledge and freedom were the new deities in the Enlightenment creed. The Byzantine synthesis, in which the healthy elements of the ancient Greek spirit were preserved and strengthened and pressed into the service of the divine message of love, humility and reconciliation that derives from the teaching of the Gospel of the Cross, was abandoned and disparaged. It was essentially a new form of persecution of the church, similar to the attempts by the Emperor Julian the Apostate in the fourth century to revive pure Hellenism in the place of Christianity, and by Barlaam the Calabrian in the fourteenth century to introduce into Orthodox Byzantium the scholasticism and rationalism of the Western Renaissance, rejecting the tried and true method of enlightenment and perfection used by the Fathers of the Church which emphasised divine wisdom, but without rejecting worldly or human wisdom. The three Fathers of the fourth century, Basil the Great, Gregory the Theologian and John Chrysostom, with their fine classical Greek education, like St Gregory Palamas in the fourteenth century, barred the way back to an unwholesome classicism that places the created above the uncreated, human wisdom above divine wisdom, as was said by the blessed monk Christoforos Papoulakos on observing the wrong course taken after 1821 by westernised Greek scholars and clergymen, who adopted in their entirety the ideas of the European Enlightenment.
It is worth noting that the revolutionary heroes of 1821, Kolokotronis, Makrygiannis, Papaflessas and others, who had been brought up in the spirit of tradition, felt betrayed on this point. They had struggled to free the Greeks from the Turks in body, and now they saw Greece becoming enslaved spiritually, surrendering her soul, to the Europeans.
Latinisation returned in the form of Europeanisation and Westernisation. The West, which had been unable to “enlighten” free Byzantium with Barlaam the Calabrian, that is to plunge the Greeks into darkness, because St Gregory Palamas reacted with the Hesychast movement, nor again under the Turkish occupation due to the Hesychastic movement of the Kollyvades, attempted again after 1821 by placing the modern Greek state, education and culture under its spiritual tutelage. It seems, however, that it is once again being defeated.
The Kollyvades, reviled even in the name they were given, profoundly influenced Orthodox faith and life as true successors of the patristic Hesychast tradition. Both the Holy Mountain, which bred them, and St Gregory Palamas can be proud of these great teachers of Orthodoxy and the Nation.
Αγιοι γέροντες Παϊσιος,Ιάκωβος,Ιωήλ,Πορφύριος,Τύχων,Ιωσήφ, και Προσευχή
Για να προσευχηθούμε με την καρδιά για τον συνάνθρωπό μας, πρέπει να τον πονέσουμε. Να βγούμε σιγά-σιγά από τον εαυτό μας και ν'αρχίσουμε ν'αγαπάμε και να πονάμε τους συνανθρώπους μας εάν θέλουμε η προσευχή μας να γίνει καρδιακή. Να κάνουμε τον πόνο του, δικό μας πόνο.
Γέροντας Πα'ι'σιος
* * * * * * * * * * * * * * *
Καμιά προσευχή δεν πάει χαμένη. Εμένα η προσευχή με κράτησε τόσα χρόνια.
Γέροντας Ιάκωβος
* * * * * * * * * * * * * * *
Μην αφήνεις την προσευχή. Να φοβάσαι την αμέλεια και την αδιαφορία.Όταν το πρωί προσευχηθείς και νιώσεις κατάνυξη, όλη την ημέρα θα πετάς. Όταν το πρωί ξεκινήσεις χωρίς προσευχή, όλα ανάποδα θα σου έρχονται.
Γέροντας Ιερώνυμος
* * * * * * * * * * * * * *
Όταν είμαστε στην χάρη του Θεού, τότε η προσευχή μας γίνεται καθαρή.Να προσευχόμαστε συνεχώς, ακόμα και ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μας, όταν ετοιμαζόμαστε για ύπνο ή ξεκουραζόμαστε
Γέροντας Πορφύριος
* * * * * * * * * * * * * *
Όταν πηγαίνεις να κάνεις την προσευχή σου, να θυμάσαι τα πάθη σου, τα αδύνατα σημεία που έχεις την ευκολία με την οποία ξεφεύγεις και πέφτεις, να θυμάσαι ότι ο Χριστός μπορεί να σε συγκρατήσει.
Γέροντας Ιωήλ
* * * * * * * * * * * * * *
Να γονατίζεις και να λες: Κράτα με ,Χριστέ μου, να μη σου φύγω.
Γέροντας Ιωήλ
* * * * * * * * * * * * * *
Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται πρέπει να αισθάνεται ότι είναι μικρό παιδί και ο Θεός ο στοργικός πατέρας, που ότι και να του γυρέψει θα του το δώσει ο καλός Θεός εάν είναι προς όφελός του.
Γέροντας Πα'ι'σιος
* * * * * * * * * * * * *
Ζήτησα στην προσευχή μου από τον Θεό να μου δώσει το χάρισμα να γνωρίζω από τα πρόσωπα τις καρδιές των ανθρώπων για να μπορώ να τους βοηθάω.Και ο Θεός μου το έδωσε.
Γέροντας Ιάκωβος
* * * * * * * * * * * * * *
Η προσευχή χωρίς την αγάπη είναι σαν το πουλί που το βλέπεις καλό και όμορφο, αλλά δεν έχει φτερά και δεν μπορεί να πετάξει.
Γέροντας Αμφιλόχιος
* * * * * * * * * * * * * *
Να κάνετε μετάνοιες όταν προσεύχεστε. Έστω και αν αυτό σας κουράζει. Η προσευχή που συνοδεύεται από εκούσια θυσία, γίνεται πιο ευάρεστη στο Θεό και πιο αποτελεσματική.
Γέροντας Πορφύριος
* * * * * * * * * * * * * *
Η προσευχή, όταν γίνεται με επιμέλεια, εγρήγορση, ευλάβεια, πίστη, κατάνυξη και προσοχή, είναι και ωφέλιμη. Ο διάβολος πολεμάει με ποικίλους τρόπους εκείνους που προσεύχονται, ενώ εκείνους που δεν προσεύχονται τους αγαπάει. Με την προσευχή ο άνθρωπος μιλάει στο Θεό και του ζητάει τα καλά και σωτηρία. Ο προσευχόμενος πρέπει να έχει ταπείνωση.
Γέροντας Αμφιλόχιος
* * * * * * * * * * * * * *
Πάντοτε να κάνεις ευχή πριν αρχίσεις κάθε εργασία. Να λες « Θεέ μου,
δώσε μου δύναμη και φώτιση» και κατόπιν να αρχίσεις την δουλειά σου. Και
στο τέλος «δόξα τον Θεό»
Γέροντας Τύχων
* * * * * * * * * * * * * *
Αρχή της πορείας προς την καθαρή προσευχή, είναι η μάχη προς τα πάθη. Είναι αδύνατο να γίνει πρόοδος στην ευχή όσο ενεργούν τα πάθη. Παρ'όλα αυτά δεν εμποδίζεται η παρουσία της χάρης της προσευχή, αρκεί να μην υπάρχει αμέλεια και κενοδοξία.
Γέροντας Ιωσήφ
* * * * * * * * * * * * *
Όταν πηγαίνεις να κάμεις την προσευχή σου,
" να θυμάσαι τα πάθη σου· τα αδύνατα σημεία σου· την ευκολία, με την οποία ξεφεύγεις και πέφτεις!
" να θυμάσαι, ότι ο Χριστός μπορεί να σε συγκρα τήσει· και να σε δυναμώσει· και να σε βοηθήσει να νικήσεις·
" να γονατίζεις λοιπόν ενώπιον Του και να Τον ικετεύεις:
* Κράτα με, Χριστέ μου, μη Σου φύγω!
* Κράτα με, Χριστέ μου, μη Σου φύγω!
* Κράτα με, Χριστέ μου, μη Σου φύγω!
Και μη φοβάσαι. Δεν θα σε αφήσει. Είναι φιλάνθρωπος. Και φιλόψυχος.
Γέροντας Ιωήλ
* * * * * * * * * * * * * *
Για να βρεις καλό πνευματικό, πρέπει να κάνεις τρεις μέρες προσευχή και
κατόπιν ο Θεός θα φωτίσει. Και στο δρόμο που θα πηγαίνεις, να κάνεις
προσευχή να τον φωτίσει ο Θεός να σου πει λόγους καλούς.
Γέροντας Τύχων
* * * * * * * * * * * * *
Η πρώτη βαθμίδα της πνευματικής ανυψώσεως είναι η νοερά προσευχή.
Γέροντας Αμφιλόχιος
* * * * * * * * * * * * * * *
Με την ευχή αγιάζεις τον τόπο που κάθεσαι και το έργο που κάνεις.
Γέροντας Αμφιλόχιος
* * * * * * * * * * * * * * *
Η προσευχή είναι χάρη. Την δίνει ο Θεός, όταν υπάρχει ζήλος και ταπείνωση.
Γέροντας Αμφιλόχιος
* * * * * * * * * * * * *
Δεν έχει αξία να κάνεις εκατό μετάνοιες και να μην νιώθεις τίποτα. Ας κάνεις μόνο είκοσι ή δεκαπέντε αλλά να γίνονται με συναίσθηση και αγάπη.
Γέροντας Πορφύριος
Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΑΣ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΑΠ' ΟΛΑ, ΘΕΛΕΙ ΤΙΣ ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΜΑΣ.
«Βρισκόμαστε στή Βηθλεέμ. Στό σπήλαιο πού γεννήθηκε ὁ Χριστός μας. Εἶναι νύχτα Χριστουγέννων. Ἕνας ἅγιος καί συνάμα σοφός ἀσκητής προσεύχεται ἀπό ὥρα γονατιστός μέσα στό ἅγιο Σπήλαιο. Τό ὄνομά του: ἅγιος Ἱερώνυμος. Ἐκείνη τήν νύχτα εἶχε ἀφήσει τό ἀσκητήριο του, πού ἦταν δυό βήματα ἀπό τό ἅγιο Σπήλαιο· αὐτή ἡ παγωμένη σπηλιά εἶχε, πρίν περίπου 400 χρόνια, φιλοξενήσει τό νεογέννητο Χριστό μας. Ὁ ἅγιος Ἰερώνυμος εἶχε ἀποφασίσει ἐκείνη τή νύχτα νά τήν περάσει μέ προσευχή ξάγρυπνος μπροστά στήν Ἁγία Φάτνη. Ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη εὐγνωμοσύνη γιά τή μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ: νά μᾶς στείλει τόν Υἱό Του τόν Μονογενῆ, τό μονάκριβο παιδί Του στή γῆ, γιά νά μᾶς κάνει καί μᾶς θεούς· νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τά πάθη, τίς ἁμαρτίες καί τίς ἐνοχές μας καί νά μᾶς δώσει τή Ζωή. Σκεφτόταν τά λόγια τοῦ εὐαγγελιστοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου: «Ὁ Λόγος Σάρξ ἐγένετο». Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, παραμένοντας καί τέλειος Θεός. Ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μπορέσουμε καί μεῖς νά γίνουμε θεοί. Πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση γιά νά μπορέσει νά σταυρωθεῖ· ἐπειδή μᾶς ἀγαπᾶ μέ ἄπειρη ἀγάπη καί θέλησε νά πεθάνει ἀντί γιά μᾶς. Σκεφτόταν πόσο ἄσπλαχνα καί ἀχάριστα Τοῦ φερθήκαμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Δέν βρέθηκε ἕνα ζεστό δωμάτιο γιά τό νεογέννητο καί τήν Παναγία μητέρα Του. Ὁ Ἡρώδης πάλι τόν καταδίωξε γιά νά Τόν σκοτώσει· κατόπιν πέρασε ὅλη Του τή ζωή μέσα στήν φτώχεια καί τήν συκοφαντία παρ' ὅλο πού Ἐκεῖνος συνεχῶς μᾶς εὐεργετοῦσε. Ἐκεῖνος θεράπευε τούς τυφλούς καί τούς παράλυτους, ἔβγαζε τά δαιμόνια ἀπό τούς δαιμονισμένους, ἀνάσταινε τούς νεκρούς μας καί μεῖς γιά ἀνταπόδοση Τόν σταυρώσαμε. Πόση ἀχαριστία!... σκεφτόταν ὁ ἅγιος καί θαύμαζε καί ἤθελε νά ζητήσει συγγνώμη ἄν ἦταν δυνατόν ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Βυθίστηκε στήν προσευχή: «Θεέ μου», ἔλεγε «ἀπόψε γιορτάζεις· εἶναι ἡ μέρα πού γεννήθηκες· ἡ ἡμέρα πού φανερώθηκες ἀνάμεσά μας σάν ἕνας ἁπλός ταπεινός ἄνθρωπος, ἐνῶ ἤσουν ταυτόχρονα καί ὁ ἀληθινός Θεός. Τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Πῆρες τήν ἀνθρώπινη σάρκα καί ντύθηκες τήν ταπείνωση, ἀφήνοντας τή μεγάλη δόξα πού ἔχεις στόν οὐρανό. Κι ἐμεῖς Σέ παρεξηγήσαμε, Σέ ἀπορρίψαμε, Σέ καταδιώξαμε, Σέ βρίσαμε, Σέ θανατώσαμε. Ἐσύ ὅμως μᾶς συγχώρεσες καί δέν ἔπαψες ποτέ νά μᾶς ἀγαπᾶς...». Ἄρχισε νά κλαίει ἀπό τήν συγκίνηση. Ἡ καρδιά του χτυποῦσε δυνατά ὁπότε ξάφνου... μέσα στή σιγαλιά τῆς σπηλιᾶς... ἀκούστηκε μιά γλυκύτατη καί εἰρηνική φωνή:
-«Ἱερώνυμε τί δῶρο θά μοῦ κάνεις ἀπόψε πού γιορταζω;»... Ἦταν ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ μας.
Μετά τήν πρώτη ἔκπληξη ὁ ἅγιος βρῆκε τή δύναμη νά πεῖ:
-«Κύριε ἀπόψε πού εἶναι τά γενέθλιά σου στή γῆ θἄθελα νά Σοῦ κάνω ἕνα δῶρο, κάτι πού ἀληθινά νά Σοῦ ἀρέσει καί νά Σ' εὐχαριστήσει. Τί θά μποροῦσα ὅμως νά Σοῦ προσφέρω;»
- «Ὑπάρχει κάτι πού θά ἤθελα νά Μοῦ δώσεις καί τό ὁποῖο πολύ θά Μέ εὐχαριστήσει».
-«Ποιό ἄραγε εἶναι αὐτό Κύριε; ψέλλισε ὁ Ἱερώνυμος, ὅλα ὅσα εἶχα Σοῦ τά ἔδωσα. Τή ζωή μου Σοῦ τήν ἀφιέρωσα· ἔγινα μοναχός καί κατόπιν μέ ἀξίωσε ἡ χάρις Σου νά γίνω καί ἱερέας Σου. Τήν περιουσία μου τήν ἔβαλα στά χέρια τῶν φτωχῶν γιατί πίστεψα στά λόγια Σου πού μᾶς εἶπες, ὅτι στό πρόσωπο τῶν φτωχῶν πρέπει νά βλέπουμε Ἐσένα. Τήν μόρφωσή μου καί τίς σπουδές μου πάλι τίς ἔδωσα σ' Ἐσένα καί τά χρησιμοποίησα γιά νά δοξαστεῖ τό πανάγιο Ὄνομά Σου ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Τό σῶμα μου πάλι Σοῦ τό ἀφιέρωσα καί προσπαθῶ νά τό ἐξαγνίσω μέ τήν ἀσκητική ζωή. Τήν ψυχή μου, τήν καρδιά μου , τό νοῦ μου καί ἐκεῖνα τά ἀπόθεσα στά πόδια Σου καί προσπαθῶ νά τά καθαρίσω μέ τήν ταπείνωση καί τήν ἀσταμάτητη προσευχή. Δέν ἔχω κάτι ἄλλο νά σοῦ δώσω...»
-«Κι ὅμως ἔχεις κάτι ἀκόμη πού θέλω νά μοῦ δώσεις· αὐτό θά μέ εὐχαριστήσει πιό πολύ ἀπό ὅλα τά ἄλλα».
-«Ποιό εἶναι αὐτό; Τί εἶναι αὐτό πού θέλεις νά σοῦ δώσω Κύριε»; ρώτησε μέ ἀγωνία ὁ Ἱερώνυμος.
-«Ἱερώνυμε, θέλω, ἀπόψε, στά γενέθλιά μου, νά Μοῦ δώσεις σάν δῶρο τίς ἁμαρτίες σου...γιά νά τίς συγχωρήσω»...
-«Ω! Ναί Κύριε, Πολυέλεε καί Πολυεύσπλαχνε! Πόσο μέ ἀγαπᾶς! Σ' εὐχαριστῶ Κύριε!» ψιθύρισε ὁ ἅγιος ἔκπληκτος καί συγκινημένος. Ἡ φωνή ἔπαψε καί ὁ ἅγιος γεμᾶτος συντριβή ἄρχισε νά θυμᾶται τίς ἁμαρτίες του. Ἄρχισε μέ ἀληθινή συναίσθηση νά προετοιμάζεται γιά τό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί ἱερᾶς ἐξομολογήσεως τῶν ἁμαρτιῶν του...Κατάλαβε ὅτι αὐτό ἦταν τό ὡραιότερο δῶρο πού μποροῦσε νά κάνει στόν Χριστό Μας...». Προσκυνώντας στήν Ἁγία Βηθλεέμ ἄς σκεφτοῦμε κι ἐμεῖς τίς ἁμαρτίες μας, ἄς ζητήσουμε τό Θεῖο Ἔλεος καί ἄς καθαριζόμαστε διά τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας καί Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως μετέχοντας συχνά σ’ αὐτό. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός λέγει στούς Χριστιανούς ὅτι θά πρέπει, ἐάν μποροῦν, νά ἐξομολογοῦνται ἀκόμη καί κάθε ἡμέρα, ἤ ἔστω μία φορά τήν ἑβδομάδα. Ἄν αὐτό δέν εἶναι δυνατόν, τοὐλάχιστον μία φορά τόν μήνα. Τό ἐλαχιστότατο, ὁ Χριστιανός ὁφείλει νά ἐξομολογεῖται, 4 φορές τόν χρόνο, πρίν τίς 4 μεγάλες νηστεῖες (Μ. Τεσσαρακοστῆς, Χριστουγέννων, Ἁγ. Ἀποστόλων, Δεκαπενταυγούστου).
Subscribe to:
Posts (Atom)