«Βρισκόμαστε στή Βηθλεέμ. Στό σπήλαιο πού γεννήθηκε ὁ Χριστός μας. Εἶναι νύχτα Χριστουγέννων. Ἕνας ἅγιος καί συνάμα σοφός ἀσκητής προσεύχεται ἀπό ὥρα γονατιστός μέσα στό ἅγιο Σπήλαιο. Τό ὄνομά του: ἅγιος Ἱερώνυμος. Ἐκείνη τήν νύχτα εἶχε ἀφήσει τό ἀσκητήριο του, πού ἦταν δυό βήματα ἀπό τό ἅγιο Σπήλαιο· αὐτή ἡ παγωμένη σπηλιά εἶχε, πρίν περίπου 400 χρόνια, φιλοξενήσει τό νεογέννητο Χριστό μας. Ὁ ἅγιος Ἰερώνυμος εἶχε ἀποφασίσει ἐκείνη τή νύχτα νά τήν περάσει μέ προσευχή ξάγρυπνος μπροστά στήν Ἁγία Φάτνη. Ἡ καρδιά του ἦταν γεμάτη εὐγνωμοσύνη γιά τή μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ: νά μᾶς στείλει τόν Υἱό Του τόν Μονογενῆ, τό μονάκριβο παιδί Του στή γῆ, γιά νά μᾶς κάνει καί μᾶς θεούς· νά μᾶς γλυτώσει ἀπό τά πάθη, τίς ἁμαρτίες καί τίς ἐνοχές μας καί νά μᾶς δώσει τή Ζωή. Σκεφτόταν τά λόγια τοῦ εὐαγγελιστοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου: «Ὁ Λόγος Σάρξ ἐγένετο». Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος, παραμένοντας καί τέλειος Θεός. Ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μπορέσουμε καί μεῖς νά γίνουμε θεοί. Πῆρε τήν ἀνθρώπινη φύση γιά νά μπορέσει νά σταυρωθεῖ· ἐπειδή μᾶς ἀγαπᾶ μέ ἄπειρη ἀγάπη καί θέλησε νά πεθάνει ἀντί γιά μᾶς. Σκεφτόταν πόσο ἄσπλαχνα καί ἀχάριστα Τοῦ φερθήκαμε ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι. Δέν βρέθηκε ἕνα ζεστό δωμάτιο γιά τό νεογέννητο καί τήν Παναγία μητέρα Του. Ὁ Ἡρώδης πάλι τόν καταδίωξε γιά νά Τόν σκοτώσει· κατόπιν πέρασε ὅλη Του τή ζωή μέσα στήν φτώχεια καί τήν συκοφαντία παρ' ὅλο πού Ἐκεῖνος συνεχῶς μᾶς εὐεργετοῦσε. Ἐκεῖνος θεράπευε τούς τυφλούς καί τούς παράλυτους, ἔβγαζε τά δαιμόνια ἀπό τούς δαιμονισμένους, ἀνάσταινε τούς νεκρούς μας καί μεῖς γιά ἀνταπόδοση Τόν σταυρώσαμε. Πόση ἀχαριστία!... σκεφτόταν ὁ ἅγιος καί θαύμαζε καί ἤθελε νά ζητήσει συγγνώμη ἄν ἦταν δυνατόν ἐξ ὀνόματος ὅλων τῶν ἀνθρώπων.
Βυθίστηκε στήν προσευχή: «Θεέ μου», ἔλεγε «ἀπόψε γιορτάζεις· εἶναι ἡ μέρα πού γεννήθηκες· ἡ ἡμέρα πού φανερώθηκες ἀνάμεσά μας σάν ἕνας ἁπλός ταπεινός ἄνθρωπος, ἐνῶ ἤσουν ταυτόχρονα καί ὁ ἀληθινός Θεός. Τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος. Πῆρες τήν ἀνθρώπινη σάρκα καί ντύθηκες τήν ταπείνωση, ἀφήνοντας τή μεγάλη δόξα πού ἔχεις στόν οὐρανό. Κι ἐμεῖς Σέ παρεξηγήσαμε, Σέ ἀπορρίψαμε, Σέ καταδιώξαμε, Σέ βρίσαμε, Σέ θανατώσαμε. Ἐσύ ὅμως μᾶς συγχώρεσες καί δέν ἔπαψες ποτέ νά μᾶς ἀγαπᾶς...». Ἄρχισε νά κλαίει ἀπό τήν συγκίνηση. Ἡ καρδιά του χτυποῦσε δυνατά ὁπότε ξάφνου... μέσα στή σιγαλιά τῆς σπηλιᾶς... ἀκούστηκε μιά γλυκύτατη καί εἰρηνική φωνή:
-«Ἱερώνυμε τί δῶρο θά μοῦ κάνεις ἀπόψε πού γιορταζω;»... Ἦταν ἡ φωνή τοῦ Χριστοῦ μας.
Μετά τήν πρώτη ἔκπληξη ὁ ἅγιος βρῆκε τή δύναμη νά πεῖ:
-«Κύριε ἀπόψε πού εἶναι τά γενέθλιά σου στή γῆ θἄθελα νά Σοῦ κάνω ἕνα δῶρο, κάτι πού ἀληθινά νά Σοῦ ἀρέσει καί νά Σ' εὐχαριστήσει. Τί θά μποροῦσα ὅμως νά Σοῦ προσφέρω;»
- «Ὑπάρχει κάτι πού θά ἤθελα νά Μοῦ δώσεις καί τό ὁποῖο πολύ θά Μέ εὐχαριστήσει».
-«Ποιό ἄραγε εἶναι αὐτό Κύριε; ψέλλισε ὁ Ἱερώνυμος, ὅλα ὅσα εἶχα Σοῦ τά ἔδωσα. Τή ζωή μου Σοῦ τήν ἀφιέρωσα· ἔγινα μοναχός καί κατόπιν μέ ἀξίωσε ἡ χάρις Σου νά γίνω καί ἱερέας Σου. Τήν περιουσία μου τήν ἔβαλα στά χέρια τῶν φτωχῶν γιατί πίστεψα στά λόγια Σου πού μᾶς εἶπες, ὅτι στό πρόσωπο τῶν φτωχῶν πρέπει νά βλέπουμε Ἐσένα. Τήν μόρφωσή μου καί τίς σπουδές μου πάλι τίς ἔδωσα σ' Ἐσένα καί τά χρησιμοποίησα γιά νά δοξαστεῖ τό πανάγιο Ὄνομά Σου ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Τό σῶμα μου πάλι Σοῦ τό ἀφιέρωσα καί προσπαθῶ νά τό ἐξαγνίσω μέ τήν ἀσκητική ζωή. Τήν ψυχή μου, τήν καρδιά μου , τό νοῦ μου καί ἐκεῖνα τά ἀπόθεσα στά πόδια Σου καί προσπαθῶ νά τά καθαρίσω μέ τήν ταπείνωση καί τήν ἀσταμάτητη προσευχή. Δέν ἔχω κάτι ἄλλο νά σοῦ δώσω...»
-«Κι ὅμως ἔχεις κάτι ἀκόμη πού θέλω νά μοῦ δώσεις· αὐτό θά μέ εὐχαριστήσει πιό πολύ ἀπό ὅλα τά ἄλλα».
-«Ποιό εἶναι αὐτό; Τί εἶναι αὐτό πού θέλεις νά σοῦ δώσω Κύριε»; ρώτησε μέ ἀγωνία ὁ Ἱερώνυμος.
-«Ἱερώνυμε, θέλω, ἀπόψε, στά γενέθλιά μου, νά Μοῦ δώσεις σάν δῶρο τίς ἁμαρτίες σου...γιά νά τίς συγχωρήσω»...
-«Ω! Ναί Κύριε, Πολυέλεε καί Πολυεύσπλαχνε! Πόσο μέ ἀγαπᾶς! Σ' εὐχαριστῶ Κύριε!» ψιθύρισε ὁ ἅγιος ἔκπληκτος καί συγκινημένος. Ἡ φωνή ἔπαψε καί ὁ ἅγιος γεμᾶτος συντριβή ἄρχισε νά θυμᾶται τίς ἁμαρτίες του. Ἄρχισε μέ ἀληθινή συναίσθηση νά προετοιμάζεται γιά τό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί ἱερᾶς ἐξομολογήσεως τῶν ἁμαρτιῶν του...Κατάλαβε ὅτι αὐτό ἦταν τό ὡραιότερο δῶρο πού μποροῦσε νά κάνει στόν Χριστό Μας...». Προσκυνώντας στήν Ἁγία Βηθλεέμ ἄς σκεφτοῦμε κι ἐμεῖς τίς ἁμαρτίες μας, ἄς ζητήσουμε τό Θεῖο Ἔλεος καί ἄς καθαριζόμαστε διά τοῦ Μυστηρίου τῆς Μετανοίας καί Ἱερᾶς Ἐξομολογήσεως μετέχοντας συχνά σ’ αὐτό. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός λέγει στούς Χριστιανούς ὅτι θά πρέπει, ἐάν μποροῦν, νά ἐξομολογοῦνται ἀκόμη καί κάθε ἡμέρα, ἤ ἔστω μία φορά τήν ἑβδομάδα. Ἄν αὐτό δέν εἶναι δυνατόν, τοὐλάχιστον μία φορά τόν μήνα. Τό ἐλαχιστότατο, ὁ Χριστιανός ὁφείλει νά ἐξομολογεῖται, 4 φορές τόν χρόνο, πρίν τίς 4 μεγάλες νηστεῖες (Μ. Τεσσαρακοστῆς, Χριστουγέννων, Ἁγ. Ἀποστόλων, Δεκαπενταυγούστου).