Ο Θεός μας κάλεσε στον ουρανό , μα εμείς προτιμήσαμε τον άδη. Αποδειχθήκαμε ανάξιοι της τιμής που μας έκανε. Ύστερ' από τις τόσες ευεργεσίες Του, φανήκαμε αχάριστοι αλλά και ασύνετοι.Αφήσαμε τον διάβολο να μας γυμνώσει από' όλες τις θεϊκές δωρεές.
Κι έτσι, εμείς, που αξιωθήκαμε να είμαστε παιδιά και αδέλφια και κληρονόμοι του Θεού ,δεν ξεχωρίζουμε καθόλου από τους εχθρούς Του, που χλευάζουν τη μεγαλοσύνη Του και καταπατούν τον νόμο Του.
«Αλίμονο, ψυχή μου!», αναφωνώ μαζί με τον προφήτη. «Χάθηκε η ευσέβεια από τη γη. Ούτ' ένας δεν υπάρχει που να κάνει το καλό» ( Μιχ. 7:1-2 ).
Ξέρω ότι πολλοί θεωρούν τα λόγια μου υπερβολικά. Άλλοι ίσως και να γελούν. Τόσο ανόητοι είμαστε, που γελάμε για όσα θα έπρεπε να κλαίμε. «Γιατί η οργή του Θεού φανερώνεται από τον ουρανό, για να τιμωρήσεικάθε ασέβεια και αδικία των ανθρώπων» ( Ρωμ. 1: 18 ).
«Ο Θεός, ο Θεός μας θα έρθει φανερά και θα λύσει πια τη σιωπή Του. Μπροστά Του θα πηγαίνει φωτιά δυνατή, ολόγυρά Του θα ξεσπάει καταιγίδα σφοδρή» (Ψαλμ. 49:3). «Η φωτιά, που θα προπορεύεται, θα κατακαίει γύρω τους εχθρούς Του» (Ψαλμ.96:3). «Να, έρχεται η μέρα του Κυρίου σαν αναμμένο καμίνι» (Μαλ. 4:1).
Κανένας δεν δίνει σημασία σε τούτες τις προρρήσεις των Γραφών. Τα φοβερά λόγια των προφητών περιφρονούνται σαν παραμύθια. Πώς, λοιπόν, θα σωθούμε; Πώς θ' αποφύγουμε τη δίκαιη τιμωρία;«Χαθήκαμε, αφανιστήκαμε» (Αριθ. 17:27), γίναμε περιγέλια των απίστων, των ειδωλολατρών και των δαιμόνων.
Ο διάβολος καμαρώνει και χαίρεται. Οι φύλακες άγγελοί μας είναι ντροπιασμένοι και σκυθρωποί. Και οι κήρυκες της Εκκλησίας, που μάταια μας καλούν καθημερινά σε μετάνοια, απογοητευμένοι από την αδιαφορία μας, καταφεύγουν, σαν τους προφήτες του Ισραήλ, στα άψυχα στοιχεία, που, μολονότι άλογα, υποτάσσονται πάντα στους νόμους και όρους του Κτίστη τους, χωρίς ποτέ να παραβαίνουν τη θεία τάξη: «Άκου, ουρανέ, και βάλε στ' αυτιά σου, γη, γιατί μιλάει ο Κύριος: «Γέννησα παιδιά και τα μεγάλωσα, αυτά όμως μ' αρνήθηκαν»» (Ησ. 1:2).
Εμάς αφορούν αυτά τα λόγια. Εμείς αρνηθήκαμε τον Πλάστη και Ευεργέτη μας. Εμείς γίναμε πιο άλογοι κι από τα άλογα κτίσματα, καταπατώντας τους φυσικούς και θεόσδοτους νόμους. Καιρός είναι, λοιπόν, να μετανοήσουμε. Καιρός είναι να συνέλθουμε. Όσοι από μας είναι ακόμα υγιείς, ας βοηθήσουν τους αρρώστους.
Όσοι είναι όρθιοι, ας απλώσουν φιλάδελφα το χέρι τους στους πεσμένους. Όσοι βαδίζουν σταθερά στο δρόμο της σωτηρίας, ας προσελκύσουν κι εκείνους που τριγυρνούν στις γκρεμοτοπιές της απώλειας. Ας μη νοιαζόμαστε μόνο για το συμφέρον μας, αλλά και για την ωφέλεια των αδελφών μας. Όλοι φροντίζουμε ν' αυξήσουμε τα κέρδη μας, κανένας να βοηθήσει εκείνους που έχουν ανάγκη. Όλοι απλώνουμε τα χέρια για να πάρουμε, κανένας για να δώσει. Όλοι σκεφτόμαστε πώς θα παρατείνουμε την επίγεια ζωή μας, κανένας πώς θα σώσει την ψυχή του.
Όλοι φοβόμαστε την επίγεια δυστυχία, κανένας δεν τρέμει την αιώνια κόλαση. Άφατη είναι η οδύνη της ψυχής μου για την πώρωσή μας. «Ποιος μπορεί να κάνει το κεφάλι μου πηγάδι με νερό και τα μάτια μου πηγές δακρύων, για να κλαίω το λαό μου τούτο μέρα και νύχτα;» (Ιερ. 9:1).
Ίσως μερικοί από σας να λένε με δυσφορία: «Όλο για δάκρυα και θρήνους μας μιλάει αυτός εδώ, όλα μαύρα κι άραχνα τα βλέπει». Δεν θα το ήθελα , πιστέψτε με, δεν θα το ήθελα. Μόνο χαρά κι ευφροσύνη θα ποθούσα να νιώθω, μόνο επαίνους και εγκώμια ν' αναφέρω. Μα δεν είναι καιρός για τέτοια. Τι κι αν δεν κλαίω, αφού τα έργα μας είναι για κλάματα; Τι και αν δεν θρηνώ, αφού τα έργα μας είναι αξιοθρήνητα; Σας ενοχλεί η θρηνολογία μου; Αλλά γιατί δεν σας ενοχλούν οι αμαρτίες σας; Είναι αποκρουστικός ο οδυρμός μου; Αλλά μήπως δεν είναι, και περισσότερο μάλιστα, ο αντίθετος βίος σας; Μην πέσετε στην κόλαση, και δεν πενθώ.
Μην πεθάνετε ψυχικά, και δεν κλαίω. Βλέποντάς σας, όμως, να χάνεστε, πώς να μη λυπάμαι; Πατέρας σας είμαι, πατέρας πνευματικός και φιλόστοργος. Ακούστε τι λέει ο Παύλος: «Παιδιά μου, (που σας γέννησα πνευματικά), για την αναγέννησή σας πάλι περνώ τους πόνους της (πνευματικής) γέννας» (Γαλ. 4:19). Ποια επίτοκη γυναίκα αφήνει τόσο πικρή φωνή, σαν αυτή του απόστολου;
Ω, αν μπορούσατε να καταλάβετε και τον δικό μου πόνο, αν μπορούσατε να δείτε τη φωτιά που καίει την καρδιά μου, θα διαπιστώνατε πως υποφέρω πολύ περισσότερο από τη νιόπαντρη, που χάνει τον άνδρα της, κι από τον πατέρα, που χάνει τον γιο του. Υποφέρω, γιατί η ζωή σας είναι γεμάτη ψεύδη και συκοφαντίες, διαμάχες και μίση, αδικίες και κλοπές, μοιχείες και ασέλγειες, κακουργίες και φόνους. Υποφέρω, γιατί και όσοι από σας δεν διαπράττουν τέτοια αμαρτήματα, πέφτουν καθημερινά στην κατάκριση και στην καταλαλιά. Νομίζουν πως είναι χριστιανοί, αλλά δεν φροντίζουν να είναι ευάρεστοι στο Χριστό, δεν προσέχουν τον εαυτό τους, δεν αφοσιώνονται στην θεραπεία της ψυχής τους.
Με τους άλλους ασχολούνται, τους άλλους κρίνουν, τους άλλους καταδικάζουν σαν αμείλικτοι δικαστές. «Ο τάδε είναι ανάξιος για το αξίωμα της ιερωσύνης», αποφαίνονται. «Ο δείνα είναι άσεμνος». «Ετούτος είναι υποκριτής». «Εκείνος είναι αλήτης». «Ο άλλος είναι συμφεροντολόγος».
Αντί, όμως να λυπόμαστε και να μετανοούμε για τις δικές μας αμαρτίες, κρίνουμε τους συνανθρώπους μας. Ακόμα κι αν δεν αμαρτάναμε, ακόμα κι αν είχαμε όλα τα χαρίσματα του κόσμου, ακόμα κι αν ήμασταν ανώτεροι απ' όλους τους ανθρώπους, δεν θα έπρεπε να κρίνουμε κανέναν. «Αλήθεια», ρωτάει τον καθένα μας, ο Απόστολος Παύλος, «ποιος σ' έκανε εσένα ανώτερο από τους άλλους; Ποιο χάρισμα έχεις, που να μην το έλαβες από το Θεό; Αφού, λοιπόν, το έλαβες, γιατί καυχιέσαι σαν να μην το είχες λάβει ως δώρο;» (Α΄ Κορ. 4:7).
Πολύ περισσότερο τώρα, που καθημερινά αμαρτάνουμε με τον ένα ή το άλλο τρόπο, δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεστομίζουμε κακό λόγο για οποιοδήποτε αδελφό μας. «Γι' αυτό», ξαναλέει ο σοφός Παύλος «είσαι αδικαιολόγητος, άνθρωπέ μου, εσύ που κρίνεις τον άλλο. Κρίνοντας τον άλλο, καταδικάζεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Γιατί κι εσύ, ο κριτής, τα ίδια κάνεις.
Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
http://www.agioritikovima.gr
Οἱ ἐντολές τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι βαριές, εἶναι πολύ ἐλαφριές, ἀνακουφίζουν, δροσίζουν καί δημιουργοῦν καί φτιάχνουν μακαριότητα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μας δέν ζήτησε πολλά πράγματα.
Καί στή Δευτέρα Παρουσία δέν θά πεῖ «γιατί δέν ἀσκητεύσατε…». Ὄχι. Θά πεῖ «γιατί δέν ἐλεήσατε, γιατί δέν θρέψατε, γιατί δέν ντύσατε, γιατί δέν ἀνακουφίσατε τό φυλακισμένο». Τί εἶναι αὐτά; Ἔργα ἀγάπης. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός «Ποιός εἶναι αὐτός ποὺ μέ ἀγαπάει; Αὐτός πού τηρεῖ τίς ἐντολές μου. Ἐκεῖνος πού δέ μέ ἀγαπάει δέν τηρεῖ τίς ἐντολές μου».
Μέ τόν ἔλεγχο πού ἔκανε στούς ἐξ ἀριστερῶν, ἤθελε νά τούς πεῖ, ὅτι «ἐσεῖς δέν εἴχατε ἀγάπη καί ἐφόσον δέν εἴχατε ἀγάπη, δέν μπορεῖτε νά μπεῖτε στό νυμφώνα τῆς ἀγάπης». Ὁ νυμφώνας τῆς ἀγάπης κερδίζεται μόνο μέ τήν ἀγάπη καί τή θυσία. Γι’ αὐτό θά πρέπει, μέ τήν ἀγάπη καί τήν ταπείνωση, νά περάσουμε στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.
Στενή καί τεθλιμμένη ἡ ὁδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν. Ὁ φαρδύς δρόμος ὁδηγεῖ τούς ἀνθρώπους στήν κόλαση. Ποιός εἶναι ὁ φαρδύς δρόμος; Ἡ ξένοιαστη κοσμική ζωή, καί ὅταν περνοῦν οἱ μέρες μας ἄδειες…
Δέν πρέπει νά μᾶς πλανᾶ ὁ διάβολος• καί νά προσπαθήσουμε, κατά τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ μας, νά καθαρίσουμε τό ἔσωθεν τοῦ ποτηρίου πού εἶναι ἡ ψυχή μας, ἡ καρδιά μας, ὁ νοῦς μας. Ἄν τό μέσα τοῦ ποτηρίου, λέει, τό κάνεις, ἄνθρωπε, καθαρό καί τό ἔξωθεν θά εἶναι καθαρό. Ὑποκριτά, μήν κάνεις τό ἔξω, καί τό μέσα τό ἀφήνεις ἀκάθαρτο. Στά μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὅλα φανερά. Τούς ἀνθρώπους θά τούς ξεγελάσουμε, θά δείξουμε ἄλλο πρόσωπο, ἀλλά τά μέσα μας εἶναι γνωστά στό Θεό. Νά φροντίσουμε μέσα μας νά τακτοποιηθοῦμε, ν’ ἀλλάξουμε. Τό χρόνο πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός νά τόν γεμίσουμε μέ καλά ἔργα, μέ καλές σκέψεις, μέ ἁγνά αἰσθήματα.
Νά μήν καθόμαστε καί ἀσχολούμαστε μέ ἀργολογίες, νά μήν ἀσχολούμαστε μέ συζητήσεις ἄκαιρες καί βλαβερές. Ν’ ἀπαλλάξουμε τή γλώσσα μας ἀπό τό νά κρίνουμε τούς ἀνθρώπους, τόν ἀδελφό μας, τόν πλησίον μας. Ὄχι, ὄχι μήν τό κάνουμε αὐτό. Νά κρίνουμε τόν ἑαυτό μας, νά καταδικάσουμε τόν ἑαυτό μας. Ἄν τόν καταδικάσουμε, θά τόν ἀπαλλάξουμε τῆς καταδίκης του Θεοῦ. Ἄν καταδικάσουμε, θά καταδικαστοῦμε κι ἄν κρίνουμε, θά κριθοῦμε, καί μέ ὅποια μεζούρα μετρήσουμε θά μᾶς μετρήσει ὁ Θεός.
Ἡ κάθε στιγμή πού περνάει δέν ξαναγυρνάει. Ὁ διάβολος μᾶς κερδίζει χρόνο, μᾶς ἀπασχολεῖ μέ πράγματα γήινα καί πρόσκαιρα προκειμένου νά μᾶς κερδίσει τό χρόνο νά μήν τόν ἔχουμε, ὥστε νά μήν προσφέρουμε περισσότερα στό Θεό καί στήν ψυχή μας. Ἄς προσέξουμε ὅσο μποροῦμε νά εἴμαστε ἐν ἐγρηγόρσει, νά γρηγοροῦμε στό μυαλό, στήν καρδιά, νά μήν ἀφήνουμε σκέψεις, νά μήν ἀφήνουμε τήν καρδιά μας νά μολύνεται. [...] Πόσες φορές ἄν θά ἐλέγξουμε τή συνείδησή μας, θά δοῦμε ὅτι δέν προσέχουμε. Ἑπομένως δημιουργοῦμε σκάνδαλο. Αὐτές τίς ἁμαρτίες δέν τίς γνωρίζουμε. Νά τίς ἐξαγορευθοῦμε καί νά σβήσουν.
Γι’ αὐτό θά τά προσέχουμε ὅλα αὐτά τά πράγματα, γιά νά εἴμαστε ἕτοιμοι. Ὁ θάνατος εἶναι φοβερός, δέν εἶναι παιχνίδι. Ἐάν κανείς ἀπό μᾶς ἔχει γνωρίσει λίγο περί θανάτου, ἄν κινδύνεψε ἀπό ἀσθένεια, εἶδε πόσο φοβερό εἶναι. Βλέπετε πῶς δακρύζει ὁ ἄνθρωπος ἤ καί κλαίει καί τρέχουν τά μάτια του κατά τήν ὥρα τήν ἐπιθανάτια; Γιατί κλαίει; Γιατί βλέπει ὅτι ἔρχονται οἱ ἐνάντιες δυνάμεις, ἔρχονται τά δαιμόνια ν’ ἁρπάξουν τήν ψυχή. Κι ἡ ψυχή τρέμει σάν τό φθινοπωρινό φύλλο στόν ἐλάχιστο ἄνεμο.
Λέει τό τροπάριο τῆς νεκρώσιμης ἀκολουθίας:
«οἷον ἀγῶνα ἔχει ἡ ψυχή χωριζομένη τοῦ σώματος, πόσα δάκρυα τότε; Πρός τούς ἀγγέλους τά ὄμματα τρέπουσα ἄπρακτα καθικετεύει, πρός τούς ἀνθρώπους τάς χεῖρας ἐκτείνουσα οὐκ ἔχει τόν βοηθοῦντα».
Λέει, στρέφει τά μάτια στούς ἀγγέλους δέν παίρνει τίποτα. Γιατί οἱ ἄγγελοι λένε «κατά τά ἔργα σου ἀλληλούια». Θά σέ βοηθήσουμε, ἀλλά ἔπρεπε νά βοηθήσεις κι ἐσύ μέ τά ἔργα σου. Σηκώνει τά χέρια πρός τούς ἀνθρώπους, βοηθῆστε με. Κι ἐκεῖνοι λένε: τί νά σέ βοηθήσουμε, τόν ἑαυτό μας δέν μποροῦμε νά βοηθήσουμε, ἐσένα θά βοηθήσουμε; Καί τότε βάζει μυαλό ὁ κάθε ἄνθρωπος. Τί μπορεῖ ὅμως νά κάνει ἐκείνη τήν ὥρα, ἀφοῦ ξεψυχάει;
Αὐτή τή μελέτη, αὐτή τήν ἀλήθεια, αὐτή τήν πραγματικότητα τήν ὁποία βλέπουμε νά τήν ζεῖ κάθε δικός μας ἄνθρωπος ποὺ φεύγει ἀπό τή ζωή, γιατί δέ μᾶς γίνεται μάθημα νά τακτοποιήσουμε τόν ἑαυτό μας τώρα, ὥστε ὅταν ἔρθει αὐτή ἡ περίπτωση, ἡ ὥρα, νά εἴμαστε ἕτοιμοι;
Ναί μέν θά πικραθοῦμε, ὁ θάνατος εἶναι ἀπό φύσεως σκληρός καί πικρός, ἀλλά ὅταν ἡ συνείδηση δέν μᾶς καταμαρτυρεῖ, βάλσαμο ἔρχεται στήν ψυχή. Ἡ ψυχή ἐλπίζει, τῆς γίνεται μία αἴσθηση ὅτι κάτι θά γίνει.
Γι’ αὐτό λοιπόν, πρίν ἔρθει αὐτή ἡ φοβερή ὥρα, πρίν ἔρθει αὐτή ἡ πρώτη κρίση τῆς ψυχῆς ἀπό τή μεγάλη κρίση τῆς Δευτέρας Παρουσίας, ἄς ἑτοιμαστοῦμε, ἄς προσέξουμε, ἄς βιαστοῦμε τώρα, ὄχι αὔριο καί μεθαύριο.
Ἀπό σήμερα, ἀπ’ αὐτή τή στιγμή, μέσα στήν ψυχή μας μετάνοια κι ἐπιστροφή στό Θεό. Κι ὅταν ὁ Θεός δεῖ αὐτή τήν καλή διάθεση ἀπό μέρους μας, θά μᾶς βοηθήσει. Καί αὐτή τή μικρή διάθεση θά τήν κάνει μεγάλη, ὥστε νά ἐπιτελεστεῖ αὐτή ἡ μεγάλη σωτηρία τῶν ψυχῶν μας.
http://agiameteora.net/
Κάθισμα
Τί θαυμάζεις, Μαριάμ, τί ἐκθαμβεῖσαι ᾧ ἐν σοί;
Ὅτι ἄχρονον υἱόν χρόνῳ ἐγέννησα, φησί,
τοῦ τικτομένου τήν σύλληψιν μή διδαχθεῖσα.
Ἄνανδρος εἰμι, καί πῶς τέξω υἱόν;
ἄσπορον γονήν τίς ἑώρακεν;
ὅπου Θεός γάρ βούλεται
νικᾶται φύσεως τάξις, ὡς γέγραπται.
Χριστός ἐτέχθη ἐκ τῆς Παρθένου
ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας.
http://agiameteora.net/index.php/xristougennon/6654-doksa-n-psistois-the.html
When God created man, He planted something divine into him — a certain conception — a spark that has both light and warmth. The conception that enlightens the mind and indicates what is right and what is wrong is called conscience. Conscience is a natural law. Living in times before any written law, patriarchs and saints pleased God by following the voice of their conscience.
Abba Dorotheus
Like doctors, when treating various physical ailments, do not prescribe one medicine to everyone, so does God, in treating our spiritual ailments, apply more than one suitable type of ministration. But He does cure every soul with medicines that are specifically beneficial to it. Let us thank Him for curing us, even though the medicine did inflict suffering upon us.
Saint Maxim the Confessor