Wednesday, November 7, 2012

Struggle in Christ






                          

       Those who have advanced a lot in this struggle, have reached great access towards
Him because they made great sacrifices for His love and offered whatever they had
to obtain Him.

They became His close friends,His brethren, heirs of His Grace, even from now
here on earth.  They are God's Saints.....

     They don't simply beleive in God. They live in God and God lives in them.
That is why they keep on hoping even in the most difficult moments, where the
rest of us are at a loss..

     They remain steadfast, even when everything around them is disturbed.
They are filled with a mystic joy, even when everyhting tends to be surmounted
by sorrow.

      They are in peace, even when confusion overcomes everyone and everything.



The Struggle in Christ, the Apostasy of our Times

Η ΨΥΧΗ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ - ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕΤΑ


 
 
 
 
 

Από το βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ “ Η ψυχή μετά τον θάνατο” (Ανάλυση του λόγου περί θανάτου του Αγίου Ιωάννου Μαξίμοβιτς)


Οι πρώτες δυο ημέρες μετά τον θάνατο

Για διάστημα δύο ημερών η ψυχή απολαύει σχετικής ελευθερίας και έχει δυνατότητα να επισκεφθεί τόπους που της ήτα προσφιλείς στο παρελθόν, αλλά την Τρίτη ημέρα μετακινείται σε άλλες σφαίρες.
Εδώ ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης απλώς επαναλαμβάνει τη διδασκαλία που η Εκκλησία ήδη γνωρίζει από τον 4ο αιώνα, όταν ο άγγελος που συνόδευσε τον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας στην έρημο, του είπε, θέλοντας να ερμηνεύσει την επιμνημόσυνη δέηση της Εκκλησίας για τους νεκρούς την Τρίτη ημέρα μετά θάνατο: «Όταν γίνεται η προσφορά της αναίμακτης θυσίας (μνημόσυνο στη θεία λειτουργία) στην Εκκλησία την τρίτη ημέρα, η ψυχή του κεκοιμημένου δέχεται από τον φύλακα άγγελο της ανακούφιση για τη λύπη που αισθάνεται λόγω του χωρισμού της από το σώμα… Στο διάστημα των δύο πρώτων ημερών επιτρέπεται στην ψυχή να περιπλανηθεί στον κόσμο, οπουδήποτε εκείνη επιθυμεί, με τη συντροφιά των αγγέλων που τη συνοδεύουν. Ως εκ τούτου η ψυχή, επειδή αγαπά το σώμα, μερικές φορές περιφέρεται στο οίκημα στο οποίο το σώμα της είχε σαβανωθεί, περνώντας έτσι δύο ημέρες όπως ένα πουλί που γυρεύει τη φωλιά του. Αλλά η ενάρετη ψυχή πλανιέται σε εκείνα τα μέρη στα οποία συνήθιζε να πράττει αγαθά έργα. Την τρίτη ημέρα, Εκείνος ο Οποίος ανέστη ο Ίδιος την τρίτη ημέρα από τους νεκρούς καλεί την ψυχή του Χριστιανού να μιμηθεί τη δική Του ανάσταση, να ανέλθει στους Ουρανούς όπου θα λατρεύει το Θεό όλων.»
Στην Ορθόδοξη νεκρώσιμη ακολουθία, ο Αγ. Ιωάννης ο Δαμασκηνός περιγράφει παραστατικά την κατάσταση της ψυχής η οποία, έχοντας μεν αφήσει το σώμα αλλά παραμένοντας στη γη, είναι ανίκανη να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους της τους οποίους βλέπει: «Οίμοι, οίον αγώνα έχει η ψυχή χωριζόμενη εκ του σώματος! Οίμοι, πόσα δακρύει τότε, και ουχ υπάρχει ο ελεών αυτήν! Προς τους αγγέλους τα όμματα ρέπουσα, άπρακτα καθικετεύει προς τους ανθρώπους τας χείρας εκτείνουσα, ουκ έχει τον βοηθούντα. Διό, αγαπητοί μου αδελφοί, εννοήσαντες ημών το βραχύ της ζωής, τω μεταστάντι την ανάπαυσιν, παρά Χριστού αιτησώμεθα, και ταις ψυχαίς ημών το μέγα έλεος».
Σε γράμμα του προς τον αδελφό μιας αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο Έγκλειστος γράφει: «Η αδελφή σου δεν θα πεθάνει. Το σώμα του ανθρώπου πεθαίνει, αλλά η προσωπικότητά του συνεχίζει να ζει. Απλώς μεταφέρεται σε μια άλλη τάξη ζωής… Δεν είναι εκείνη που θα βάλουν στον τάφο. Εκείνη βρίσκεται σε έναν άλλο τόπο όπου θα είναι θα είναι ακριβώς το ίδιο ζωντανή όσο και τώρα. Τις πρώτες ώρες και ημέρες θα βρίσκεται γύρω σου. Μόνο που δεν θα λέει τίποτα και εσύ δεν θα μπορείς να την δεις. Θα είναι όμως ακριβώς εδώ. Να το έχεις αυτό στο νου σου. Εμείς που μένουμε πίσω θρηνούμε για τους κεκοιμημένους, όμως για εκείνους τα πράγματα είναι αμέσως πιο εύκολα. Είναι πιο ευτυχισμένοι στη νέα κατάσταση. Όσοι έχουν πεθάνει και κατόπιν επαναφέρθηκαν στο σώμα διαπίστωσαν ότι το σώμα ήταν μια πολύ στενάχωρη κατοικία. Και η αδελφή σου θα αισθάνεται έτσι. Είναι πολύ καλύτερα εκεί, και εμείς νοιώθουμε οδύνη σαν να της έχει συμβεί κάτι απίστευτα κακό! Θα μας κοιτάζει και σίγουρα θα μένει κατάπληκτη με την αντίδρασή μας».
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η ανωτέρω περιγραφή των πρώτων δύο ημερών του θανάτου αποτελεί γενικό κανόνα, ο οποίος κατά κανένα τρόπο δεν ισχύει σε όλες τις περιπτώσεις. Πράγματι τα περισσότερα παραδείγματα από την Ορθόδοξη γραμματεία, δεν συνάδουν με αυτόν τον κανόνα, και ο λόγος είναι φανερός: οι άγιοι, μην έχοντας καμιά απολύτως προσκόλληση στα εγκόσμια και ζώντας σε διαρκή προσδοκία της αναχώρησής τους για την άλλη ζωή, δεν ελκύονται καν από τους τόπους όπου έπρατταν τα αγαθά τους έργα αλλά ξεκινούν αμέσως την άνοδο τους στους Ουρανούς. Άλλοι, ξεκινούν την άνοδο τους πριν το τέλος των δύο ημερών για κάποιον ειδικό λόγο που μόνον η Θεία Πρόνοια γνωρίζει. Από την άλλη οι σύγχρονες «μεταθανάτιες» εμπειρίες, ατελείς καθώς είναι, ανήκουν όλες στον εξής κανόνα: η «εξωσωματική» κατάσταση αποτελεί μόνο το ξεκίνημα της αρχικής περιόδου ασώματης «περιπλάνησης» της ψυχής στους τόπους των επιγείων δεσμών της. Όμως κανείς από αυτούς τους ανθρώπους δεν έχει παραμείνει νεκρός για αρκετό χρονικό διάστημα, έστω μέχρι να συναντήσει τους αγγέλους που πρόκειται να τον συνοδεύσουν.
Μερικοί επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας για την μετά θάνατον ζωή, θεωρούν ότι τέτοιες αποκλίσεις από το γενικό κανόνα για την μεταθανάτια εμπειρία αποδεικνύουν την ύπαρξη «αντιφάσεων» στην Ορθόδοξη διδασκαλία. Αυτοί οι επικριτές όμως είναι απλώς και μόνο προσκολλημένοι στις «κατά γράμμα» ερμηνείες. Η περιγραφή των πρώτων δύο ημερών, καθώς και των επομένων, σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί κάποια μορφή δόγματος. Είναι απλώς ένα «μοντέλο», το οποίο μάλιστα εκφράζει την πιο συνηθισμένη χρονική σειρά των εμπειριών της ψυχής μετά τον θάνατο. Οι πολλές περιπτώσεις, τόσο στην Ορθόδοξη γραμματεία όσο και στις αναφορές σύγχρονων σχετικών εμπειριών, όπου οι νεκροί έχουν στιγμιαία εμφανιστεί στους ζωντανούς μέσα στην πρώτη ή τις δύο πρώτες ημέρες μετά το θάνατο, μερικές φορές σε όνειρα, είναι παραδείγματα που επαληθεύουν το ότι όντος η ψυχή συνήθως παραμένει κοντά στη γη για κάποια σύντομη χρονική περίοδο. Κατά την τρίτη ημέρα, και συχνά πιο πριν, η περίοδος αυτή φθάνει στο τέλος της.

 
 
 
 
Τα τελώνια

Την ώρα αυτή (την τρίτη ημέρα), η ψυχή διέρχεται από λεγεώνες πονηρών πνευμάτων που παρεμποδίζουν την πορεία της και την κατηγορούν για διάφορες αμαρτίες, στις οποίες αυτά τα ίδια την είχαν παρασύρει. Σύμφωνα με διάφορες θεϊκές αποκαλύψεις υπάρχουν είκοσι τέτοια εμπόδια, τα επονομαζόμενα «τελώνια», σε καθένα από τα οποία περνά από δοκιμασία κάθε μορφή αμαρτίας. Η ψυχή αφού περάσει από ένα τελώνιο, συναντά το επόμενο, και μόνον αφού έχει διέλθει επιτυχώς από όλα τα τελώνια μπορεί αν συνεχίσει την πορεία της χωρίς να απορριφθεί βιαίως στη γέεννα. Το πόσο φοβεροί είναι αυτοί οι δαίμονες και τα τελώνια τους φένεται στο γεγονός ότι η ίδια η Παναγία, όταν πληροφορήθηκε από τον Αρχάγγελο Γαβριήλ τον επικείμενο θάνατο Της, ικέτευσε τον Υιό Της να διασώσει την ψυχή Της από αυτούς τους δαίμονες και απαντώντας στην προσευχή Της, ο ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός εμφανίστηκε από τους Ουρανούς για να παραλάβει την ψυχή της Πάναγνου Μητρός Του και να την οδηγήσει στους Ουρανούς. Φοβερή είναι πράγματι, η τρίτη ημέρα για την ψυχή του απελθόντος, και για το λόγο αυτό η ψυχή έχει ιδιαίτερη ανάγκη τότε από προσευχές για την σωτηρία της.
Σύντομα, μετά τον θάνατο, η ψυχή πράγματι βιώνει μια κρίση, τη Μερική Κρίση, ως τελική συγκεφαλαίωση του «αοράτου πολέμου» που έχει διεξαγάγει ή που απέτυχε να διεξαγάγει, στην επίγεια ζωή κατά τω πεπτωκότων πνευμάτων. Συνεχίζοντας την επιστολή του προς τον αδελφό της αποθνήσκουσας γυναίκας, ο Όσιος Θεοφάνης ο έγκλειστος γράφει: «Λίγο μετά το θάνατο, η ψυχή αρχίζει έναν αγώνα για να καταφέρει να διέλθει από τα τελώνια. Στον αγώνα της η αδελφή σου χρειάζεται βοήθεια! Θα πρέπει να στρέψεις όλη σου την προσοχή και όλη σου την αγάπη γι’ αυτήν στο πως θα την βοηθήσεις. Πιστεύω πως η μεγαλύτερη έμπρακτη απόδειξη της αγάπης σου θα είναι να αφήσεις την φροντίδα του νεκρού της σώματος στους άλλους, να αποχωρήσεις και, μένοντας μόνος σου οπουδήποτε μπορείς, να βυθιστείς σε προσευχή για την ψυχή της, για τη νέα κατάσταση στην οποία βρίσκεται και για τις καινούριες, απροσδόκητες ανάγκες της. Συνέχισε την ακατάπαυστη ικεσία σου στον Θεό για έξι εβδομάδες και περισσότερο. Όταν πέθανε η Οσία Θεοδώρα, το σακούλι από το οποίο πήραν χρυσό οι άγγελοι για να τη γλιτώσουν από τα τελώνια ήταν οι προσευχές του πνευματικού της πατέρα. Έτσι θα γίνει και με τις δικές σου προσευχές. Μην παραλείψεις να κάνεις όσα σου είπα. Αυτό είναι η πραγματική αγάπη.»
Το «σακούλι» από το οποίο πήραν «χρυσό» οι άγγελοι και «εξόφλησαν τα χρέη» της Οσίας Θεοδώρας στα τελώνια έχει συχνά παρανοηθεί από κάποιους επικριτές της Ορθόδοξης διδασκαλίας. Μερικές φορές συγκρίνεται με τη λατινική έννοια του «πλεονάσματος χάριτος» των αγίων. Στην περίπτωση αυτή, τέτοιοι επικριτές ερμηνεύουν κατά γράμμα τα Ορθόδοξα κείμενα. Σε τίποτε άλλο δεν αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα παρά στις προσευχές της Εκκλησίας για τους αναπαυθέντες και ειδικότερα στις προσευχές ενός αγίου ανθρώπου και πνευματικού πατέρα. Είναι σχεδόν περιττό να πούμε ότι όλες αυτές οι περιγραφές έχουν μεταφυσική έννοια. Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεωρεί τη διδασκαλία περί τελωνίων τόσο σημαντική, ώστε έχει συμπεριλάβει σχετικές αναφορές σε πολλές από τις ακολουθίες της, μερικές εκ των οποίων αναφέρονται στο κεφάλαιο περί τελωνίων. Ειδικότερα, η Εκκλησία θεωρεί ιδιαιτέρως απαραίτητο να συνοδεύει με αυτήν τη διδασκαλία κάθε τέκνο της που αποθνήσκει. Στον «Κανόνα για την Αναχώρηση της Ψυχής», που διαβάζεται από τον ιερέα στο νεκρικό κρεβάτι κάθε πιστού, υπάρχουν τα παρακάτω τροπάρια:
«Καθώς φεύγω από τη γη, αξίωσέ με να διέλθω ανεμπόδιστα από τον άρχοντα του αέρα, το διώκτη και βασανιστή, εκείνον που ως άδικος ανακριτής στέκεται πάνω στους φοβερούς δρόμους». (4η Ωδή)
«Ω Πανένδοξε Θεοτόκε, οδήγησέ με εις τους Ουρανούς, στα ιερά και πολύτιμα χέρια των αγίων αγγέλων ώστε, προστατευμένος μέσα στα φτερά τους, να μην αντικρύσω τη ρυπαρή, αποκρουστική και σκοτεινή μορφή των δαιμόνων». (6η Ωδή)
«Ω Αγία Θεοτόκε, Εσύ η Οποία γέννησες τον Παντοδύναμο Κύριο, απομάκρυνε από εμένα τον άρχοντα των φοβερών τελωνίων, τον κυβερνήτη του κόσμου, όταν φθάσει η στιγμή του θανάτου μου, ώστε να Σε δοξολογώ αιωνίως». (8η Ωδή)
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα λόγια της Εκκλησίας προετοιμάζουν τον αποθνήσκοντα Ορθόδοξο Χριστιανό για τις δοκιμασίες που θα συναντήσει μπροστά του.

Οι σαράντα ημέρες

Κατόπιν, έχοντας επιτυχώς διέλθει από τα τελώνια και υποκλιθεί βαθιά ενώπιον του Θεού, η ψυχή για διάστημα τριάντα επτά επιπλέον ημερών επισκέπτεται τις ουράνιες κατοικίες και τις αβύσσους της κολάσεως, μη γνωρίζοντας ακόμα που θα παραμείνει, και μόνον την τεσσαρακοστή ημέρα καθορίζεται η θέση στην οποία θα βρίσκεται μέχρι την ανάσταση των νεκρών.
Σίγουρα δεν είναι παράξενο ότι η ψυχή, έχοντας διέλθει από τα τελώνια και παύσει μια για πάντα κάθε σχέση με τα επίγεια, εισάγεται στον αληθινά άλλο κόσμο, σε ένα τμήμα του οποίου θα παραμείνει αιωνίως. Σύμφωνα με την αποκάλυψη του Αγγέλου στον Αγ. Μακάριο Αλεξανδρείας, η ειδική επιμνημόσυνη δέηση υπέρ των απελθόντων την ένατη ημέρα μετά τον θάνατο (πέραν του γενικού συμβολισμού των εννέα αγγελικών ταγμάτων) πραγματοποιείται επειδή μέχρι τότε παρουσιάζονται στην ψυχή τα θαυμάσια του Παραδείσου, και μόνον κατόπιν αυτού, για το υπόλοιπο των σαράντα ημερών, της παρουσιάζονται τα μαρτύρια και τα φρικτά της κολάσεως, πριν τοποθετηθεί την τεσσαρακοστή ημέρα στη θέση στην οποία θα αναμένει την ανάσταση των νεκρών και την Τελική Κρίση. Θα πρέπει και πάλι να τονίσουμε ότι οι αναφερόμενοι αριθμοί αποτελούν γενικό κανόνα ή «μοντέλο» της μεταθανάτιας πραγματικότητας, και αναμφισβήτητα δεν ολοκληρώνουν όλες οι ψυχές των απελθόντων την πορεία τους ακριβώς σύμφωνα με τον «κανόνα». Γνωρίζουμε σαφώς ότι η Οσία Θεοδώρα, στην πραγματικότητα, ολοκλήρωσε το «γύρο της κολάσεως» ακριβώς την τεσσαρακοστή ημέρα, σύμφωνα με τη γήινη μέτρηση του χρόνου.

Ο Κύριος της Ζωής
Η κατάσταση των ψυχών μέχρι την Τελική Κρίση

Μερικές ψυχές βρίσκονται (μετά τις σαράντα ημέρες) σε μια κατάσταση πρόγευσης της αιώνιας αγαλλίασης και μακαριότητας, ενώ άλλες σε μια κατάσταση τρόμου εξαιτίας των αιωνίων μαρτυρίων τα οποία θα υποστούν πλήρως μετά την Τελική Κρίση. Μέχρι τότε εξακολουθεί να υπάρχει δυνατότητα αλλαγής της κατάστασής τους, ιδιαιτέρως μέσω της υπέρ αυτών προσφοράς της Αναίμακτης Θυσίας (μνημόσυνο στη Θεία Λειτουργία), και παρομοίως μέσω άλλων προσευχών.
Τα οφέλη της προσευχής, τόσο της κοινής όσο και της ατομικής για τις ψυχές που βρίσκονται στην κόλαση, έχουν περιγραφεί σε πολλούς βίους Αγίων και ασκητών καθώς και σε Πατερικά κείμενα. Στο βίο της μάρτυρος του 3ου αιώνα Περπετούας, για παράδειγμα, διαβάζουμε ότι η κατάσταση της ψυχής του αδελφού της Δημοκράτη της αποκαλύφθηκα με την εικόνα μιας στέρνας γεμάτης νερό, η οποία ήταν όμως τόσο ψηλά που δεν μπορούσε να τη φτάσει από τον ρυπαρό, καυτό τόπο όπου ήταν περιορισμένος. Χάρη στην ολόθερμη προσευχή της Περπετούας επί μία ολόκληρη ημέρα και νύχτα ο Δημοκράτης έφτασε τη στέρνα και τον είδε να βρίσκεται σε έναν φωτεινό τόπο. Από αυτό η Περπετούα κατάλαβε ότι ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεινά της κολάσεως.
Στο βίο μιας ασκήτριας που πέθανε μόλις τον 20ο αιώνα αναφέρεται μια παρόμοια περίπτωση. Πρόκειται για τη Οσία Αθανασία (Αναστασία Λογκάτσεβα), πνευματική θυγατέρα του Οσίου Σεραφείμ του Σάρωφ. Όπως διαβάζουμε στο βίο της: «Η Αναστασία είχε έναν αδελφό που τον έλεγαν Παύλο. Ο Παύλος κάποτε ήταν μεθυσμένος και κρεμάστηκε. Κι η Αναστασία αποφάσισε να προσευχηθεί πολύ για τον αδελφό της. Μετά το θάνατο του, η Αναστασία πήγε στο μοναστήρι Ντιβέγιεβο, του Οσίου Σεραφείμ, για να μάθει τι ακριβώς έπρεπε να κάνει, ώστε να βελτιωθεί η κατάσταση του αδελφού της, ο οποίος έδωσε τέλος στη ζωή του με τρόπο δυσσεβή και ατιμωτικό… Ήθελε να συναντήσει την Πελαγία Ιβάνοβνα και να ζητήσει τη συμβουλή της… Η Αναστασία επισκέφθηκε την Πελαγία. Εκείνη της είπε να κλειστεί στο κελί της σαράντα μέρες, να προσευχηθεί και να νηστέψει για τον αδελφό της και κάθε μέρα να λέει εκατόν πενήντα φορές: «Υπεραγία Θεοτόκε, ανάπαυσον τον δούλον σου.»
Όταν συμπληρώθηκαν οι σαράντα ημέρες, η Αναστασία είδε ένα όραμα. Βρέθηκε μπροστά σε μία άβυσσο. Στο βάθος της ήταν ένας βράχος από αίμα. Πάνω στο βράχο κείτονταν δύο άνδρες με σιδερένιες αλυσίδες στο λαιμό τους. Ο ένας ήταν ο αδελφός της.
Η Αναστασία διηγήθηκε το όραμα στην Πελαγία και κείνη της είπε να συνεχίσει την νηστεία και την προσευχή.
Τελείωσαν κι άλλες σαράντα ημέρες με νηστεία και προσευχή κι η Αναστασία είδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος κι ο βράχος πάνω στον οποίο βρίσκονταν οι δύο άνδρες με αλυσίδες στο λαιμό τους. Αυτή τη φορά όμως ο αδελφός της ήταν όρθιος. Περπατούσε πάνω στο βράχο, έπεφτε και ξανασηκωνόταν. Οι αλυσίδες ήταν ακόμα στο λαιμό του.
Η Πελαγία Ιβάνοβνα, στην οποία κατέφυγε και πάλι η Αναστασία, της είπε να επαναλάβει την ίδια άσκηση για Τρίτη φορά.
Όταν τελείωσε και το τρίτο σαρανταήμερο της νηστείας και της προσευχής, η Αναστασία ξαναείδε το ίδιο όραμα. Η ίδια άβυσσος, ο ίδιος βράχος. Τώρα όμως πάνω στο βράχο ήταν μόνο ένας άνδρας, αγνωστός της. Ο αδελφός της είχε απελευθερωθεί από τα δεσμά. Δε φαίνονταν πουθενά. Ο άγνωστος άνδρας ακούστηκε να λέει: «Είσαι τυχερός εσύ. Έχεις πολύ ισχυρούς μεσίτες στη γη.»
Η Αναστασία ανέφερε στην Πελαγία Ιβάνοβνα το τρίτο όραμά της και εκείνη της απάντησε:
«Ο αδελφός σου λυτρώθηκε από τα βάσανα. Δεν μπήκε όμως στη μακαριότητα του Παραδείσου.»
Πολλά παρόμοια περιστατικά αναφέρονται σε βίους Ορθοδόξων Αγίων και ασκητών. Σε περίπτωση που κάποιος έχει την τάση να ερμηνεύει κατά γράμμα τέτοια οράματα, ίσως θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι βεβαίως οι εικόνες με τις οποίες εμφανίζονται τέτοια οράματα, συνήθως σε όνειρα, δεν «φωτογραφίζουν» κατ’ ανάγκη τον τρόπο ύπαρξης της ψυχής μετά τον θάνατο. Πρόκειται περισσότερο για εικόνες οι οποίες μεταβιβάζουν την πνευματική αλήθεια της βελτιώσεως της καταστάσεως της ψυχής στον άλλο κόσμο χάρη στις προσευχές εκείνων που παραμένουν στον κόσμο τούτο

How the Jesus Prayer DIffers from the Hindu Mantra ( Elder Paisios )


One of the greatest spiritual gifts that Elder Paisios gave me was his guidance along the mystical path of the Jesus Prayer. This started at the beginning of our acquaintance and continued until his repose twelve years later. The Jesus Prayer consists of the repetition of the phrase "Lord Jesus Christ, have mercy on me."' The Jesus Prayer is not recited as a Mantra, but as a prayer to the Person of Christ.

Prayer, as I learned, is a relationship between two persons, God and man, who move towards each other. Thus, the swiftness or slowness with which a person advances in prayer depends on both the human and divine wills. Neither the freedom of God in His sovereignty nor the freedom of man in his free choice are ever violated. For his part, man offers his good intention, his labors, and his desire to draw near to God. God, in turn, offers His grace...

When yogis claim that the Jesus Prayer resembles their own mantras, they are in fact trying to fit the Jesus Prayer into their own Procrustean bed. Of course, there are similarities, but there are also enormous differences-both a table and a horse have four legs, but to conclude that they are consequently the same would be an error of the crudest sort. But this is just the kind of error the yogis make when they claim that the Jesus Prayer is a kind of mantra. A brief examination of the essential differences between the Jesus Prayer and a mantra should provide those with an open mind the wherewithal to draw the proper conclusions.

First, consider how the Orthodox tradition understands the meaning of the Jesus Prayer: "Lord Jesus Christ, have mercy on me." The word "Lord" is the name for God most frequently encountered in the Old Testament in the oft-repeated formula "Thus saith the Lord ..." or in the commandments: I am the Lord thy God. When Orthodox Christians call Jesus Christ, "Lord," they are confessing that He is the God of the Old Testament Who spoke to the patriarchs-Abraham, Isaac, and Jacob. The Word is the Person who gave the law to Moses. In other words, the One who spoke to the prophets was none other than the second Person of the Holy Trinity, Who later took flesh and was united with human nature in the Person of Jesus Christ. Furthermore, when we say "Lord Jesus Christ"-with faith, with all our heart's strength-we come under the influence of the Holy Spirit, as Saint Paul says: No man can say that Jesus is the Lord but by the Holy Spirit (1 Cor 12:3).

Having recognized the existence of the true personal God outside and beyond his own self, from this God a Christian asks "mercy." The elder once told me, "Mercy contains all things. Love, forgiveness, healing, restoration, and repentance all fit within the word 'mercy."' It is the mercy of God that brings about repentance, purification from the passions, the illumination of the nous, and, in the end, theosis. From my journey I have learned that salvation comes from the mercy of Christ, the unique Savior of mankind, rather than from my intelligence, my prideful endeavors, or the techniques of yoga. Salvation and theosis are so very precious that it is impossible for anyone to make any effort or do any ascetic labor that would be equivalent to even the smallest fraction of their value.

Indeed, from my conversations with other fathers who were laborers in the Jesus Prayer and from my own experience, I know full well that prayer is a gift from God. Nothing is accomplished by human labor alone, for Christ said, Without Me ye can do nothing (John 15:5), and as the Apostle James bears witness, Every good gift and every perfect gift is from above, and cometh down from the Father of lights (James 1:17) Even as God granted us existence, in the same way He gradually grants us to know Him and be united with Him through prayer, leading us ultimately to life eternal.



Now, consider how the yogis view a mantra. First of all, there are many mantras, and each refers to one of the many gods of the Hindu pantheon such as Krishna, Rama, Vishnu, or the goddess Kali. There is not one standard explanation given by yogis for the mantras; rather, their explanations are tailored to the receptivity of each listener. For beginners who are not disposed to worship idols, yogis give a pseudo-scientific, mechanistic explanation: they claim that the benefit accrued by repeating the mantra is due to certain frequencies produced by its pronunciation, which cause spiritual vibrations that activate spiritual centers within man. (However, the existence of such centers in man can only be taken on faith-if someone willingly chooses to believe such a claim.) For those who are inclined towards psychological interpretations, the yogis present the repetition of a mantra as a type of auto-suggestion that enables the practitioner to program his inner world according to positive models. When addressing those who have become more involved with Hinduism and now believe in many gods, the yogis claim that the worshipper receives the blessing of whatever god is being invoked.

What constitutes the infinite distance separating the Christian Jesus Prayer from the Hindu mantra, however, is that which lurks behind the name of the god being invoked in a mantra and invited into the soul. Through the mouth of the Holy Prophet David, God declares, All the gods of the nations are demons (1 Psalm 95:5)––In other words, behind the names Krishna, Rama, or Shiva are demons lying In wait. Once they are invoked by the use of the mantra, the door is open for the devil to begin his theatrical productions, using sounds, images, dreams, and the imagination in general in order to drag the practitioner deeper into deception.

Another significant difference between the Christian Jesus Prayer and the Hindu mantra is the diametrically opposed viewpoints of the two faiths regarding techniques and the human subject. I recall a conversation I had with Niranjan after he had given me permission to begin to practice some supposedly powerful yoga techniques. I said to him, "It's fine practicing the techniques, but what happens to the human passions of greed, lust for power, vainglory, and selfishness? Aren't we concerned about them?" "They disappear," he replied, "through the practice of the techniques." "Do they just disappear like that, on their own?" I asked. "Yes, they disappear automatically, while you are practicing the techniques."

What an astonishing assertion: physical exercises can wipe out the inclinations that a person's soul acquired in life through conscious choices. But, in reality, man, as a self-determining and free moral agent, can change the conscious aspect of his personality and his moral sense only by the use of his own free will to make conscious decisions in real-life situations. Any external means to automatically induce such a change in a person's consciousness without his consent circumvent man's free will, obliterate his volition, and destroy his freedom, reducing man to a spineless puppet manipulated by a marionettist's strings. Hinduism's relentless insistence on properly performed techniques with automatic results degrades man by depriving him of his most precious quality: the self-governing free will. It restricts the boundless human spirit within a framework of mechanical methods and reflexes.

Orthodox Christian Faith, on the contrary, recognizes and honors the gift of human freedom as a divine trait. This recognition and approach help man to be actualized as a free being. Precisely on account of the human freedom to choose, man's often- unpredictable responses can't be limited to the mechanical reflexes of a closed system, but can innovatively turn in any spiritual direction that he, as a free subject, wills. This is why Orthodoxy is not adamant about techniques and methods. In freedom and with respect, Orthodoxy seeks the human heart, encouraging the individual to do what is good for the sake of the good, and pointing out the appropriate moral stance of the soul before God, which an individual can then freely choose to embrace.

Genuine spiritual development entails a deepening familiarity with God and with one's own self, acquired through moral choices that a person freely makes in the depths of his heart. Spiritual progress is a product of man's way of relating to himself, to his fellow man, and to God by the good use of his innate moral freedom. This is why Christ calls out, If any man wills to come after Me, let him freely deny himself (Matt 16:24)––that is, without being deceived, without being psychologically compelled, and without being forced, all of which are inappropriate to the spiritual nobility of Christian life.


Saint Porphyrios had a small parrot that he taught to pray in order to illustrate the absurdity of some Christians' empty repetition of the words of prayer, as well as the ridiculousness of the opinion commonly presented in Eastern religions that someone can make moral advances by physical exercises or breathing techniques. Every so often, the parrot would mechanically say, "Lord, have mercy." The elder would respond, “Look, the parrot can say the prayer, but does that mean that it is praying? Can prayer exist without the conscious and free participation of the person who prays?"

The Gurus, Young Man, and Elder Paisios by Dionysios Farasiotis, St Herman of Alaska Brotherhood, 2008, pp 276-285

Why Fast?







                 
Fasting, in our days, has become one of the most neglected spiritual values. Because of misunderstandings regarding the nature of fasting, because of confused and reversed priorities in its use, many of today's Orthodox Christians fast very little, or disregard fasting altogether.

Fasting was practiced by the Lord Himself. After prayer and fasting for forty days in the wilderness, the Lord victoriously faced the temptations of the devil (Matthew 4:1-­11). The Lord himself asked the disciples to use fasting as an important spiritual weapon to achieve spiritual victories (Matthew 17:21; Mark 9:29; Luke 2:37). The example of the Lord was followed by His disciples (Acts 14:23; 27:9; 1 Corinthians 7:5; 2 Corinthians 6:5, 11:27, etc.). What is fasting? Why is it so important? Why does fasting precede such important feasts such as Easter and Christmas?

First of all, fasting is abstinence from food. By detaching us from earthly goods and realities, fasting has a liberating effect on us and makes us worthy of the life of the spirit, a life similar to that of angels. Second, fasting, as abstinence from bad habits and sin, is the mother of Christian virtues, the mother of sound and wholesome thinking; it allows us to establish the proper priority between the material and spiritual, giving priority to the spiritual.

Fasting is the advocate of repentance. Adam and Eve disobeyed God; they refused to fast from the forbidden fruit. They became slaves of their own desires. But now through fasting, through obedience to the rules of the Church regarding the use of spiritual and material goods, we may return to the life in Paradise, a life of communion with God. Thus, fasting is a means of salvation, this salvation being a life we live in accordance with the Divine will, in communion with God.

Because of the liberating effect of fasting, both material and spiritual, the Church has connected fasting with the celebration of the major feasts of our tradition. Easter is, of course, our main feast. It is the "feast of feasts." It is the feast of our liberation from the bondage of sin, from corrupted nature, from death. For on that day, through His Resurrection from the dead, Christ has raised us "from death to life, and from earth to heaven" (Resurrection Canon), Christ, "our new Passover," has taken us away from the land of slavery, sin and death, to the promised land of freedom, bliss and glory; from our sinful condition to resurrected life.

It is most appropriate to prepare for this celebration through a liberating fast, both material and spiritual. This is the profound meaning that fasting takes during the Great Lent. Let us allow ourselves to take advantage of the spiritual riches of the Church. Let us use the precious messianic gifts offered to us through its sacramental life, through its celebrations of the central mysteries of our salvation in Christ. Let us use the spiritual weapons,"to fight the good fight, to walk the way of fasting, to crush the heads of the invisible dragons, to prove ourselves victorious over sin, and without condemnation to reach our goal of worshiping the Holy Resurrection" (Prayer of the Presanctified Liturgy).
This is the challenge of the Great Lent: to use fasting to obtain the resurrected life, to unite with the Risen Lord. Who could refuse to accept this challenge?

Metropolitan Maximos

Δώστε, δώστε στους φτωχούς!

 

   


 
Ξέρω
ότι πολλοv από τους συγκεντρωμένους πάλι θα μας κατηγορήσουν, όταν μιλούμε γι' αυτά, και θα πουν «Μη, σε παρακαλώ, μη γίνεσαι φορτικός και βαρετός στους ακροατές"άφησέ το στη συνείδηση του καθενός, άφησε το στην κρίση των ακροατών" έτσι τώρα μας ντροπιάζεις, μας κάνεις να κοκκινίζουμε!...».

Αλλ'
όχι! Αυτά τα λόγια δεν τα ανέχομαι! Γιατί ούτε ο Παύλος ντρεπόταν να ενοχλεί συνέχεια για τέτοια πράγματα και να ζητά σαν ζητιάνος. Εάν έλεγα τούτο, δηλαδή δός μου, φέρε για τοσπίτι μου, ίσως να 'ταν ντροπή. Αν και ούτε τότε θα 'ταν ντροπή. «Οι γαρ τω θυσιαστηρίω», λέγει, «προσεδρεύοντες, τω θυσιαστηρvω συμμερίζονται» (Α' Κορ. 9,13). Πλην όμως πιθανόν να με κατηγορούσε κάποιος, ότι μιλώ για τον εαυτό μου" τώρα όμως παρακαλώ γι' αυτούς πουστερούνται, μάλλον όχι γι' αυτούς που στερούνται, αλλά για σας που δίνετε" γι' αυτό και μιλώχωρίς να
ντρέπομαι.
Γιατί που
είναι ντροπή σαν πω, δώσε στον Κύριο που πεινά, ντύσε τον που γυρίζει γυμνός, φιλοξένησέ τον που είναι ξένος; Ο Δεσπότης σου δεν ντρέπεται μπροστά σ όλη την οικουμένη να λέγει «επείνασα και ουκ δώκατέ μοι φαγείν» (Ματθ. 25,42), ο ανενδεής,εκείνος που δεν έχει ανάγκη από τίποτε' και εγώ θα ντραπώ και θα διστάσω; Σε παρακαλώ, μακριά τέτοια πράγματα! Του διαβόλου είναι αυτή η
ντροπή!

Δεν θα
ντραπώ, λοιπόν. Αντίθετα μάλιστα και με παρρησία θα πω" δώστε σ' όσους έχουνανάγκη, και θα φωνάζω πιο δυνατά απ' αυτούς. Γιατί εάν κάποιος έχει στοιχεία και μπορεί να μας κατηγορήσει, ότι αυτά τα λέμε για να σας παρασύρουμε προς όφελός μας, και με τοπρόσχημα των φτωχών κερδίζουμε εμείς, τότε πράγματι αυτά δεν είναι μονάχα άξια ντροπής,αλλά και μυρίων κεραυνών, και ούτε αξίζει να ζουν
όσοι κάνουν παρόμοια.

Αλλά
εάν, με τη χάρη του Θεού, καθόλου δεν σας ενοχλούμε για τον εαυτό μας και κηρύττουμε αδάπανο το ευαγγέλιο, χωρίς βέβαια να κοπιάζουμε όπως ο Παύλος, αρκούμενοι πάντως στα δικά μας, με όλο το θάρρος θα σας λέγω, δώστε στους φτωχούς" και δεν θασταματήσω να το λέγω, και όταν δεν δίνετε θα σας είμαι σκληρός κατήγορος!

ΙΩΑΝΝΗΣ ο Χρυσόστομος

Όταν δίνεις, πλουτίζεις... δεν φτωχαίνεις!!!

Ο φούρναρης γκρίνιαζε συνέχεια στην γυναίκα του που πήγαινε στις εκκλησίες και έδινε στους φτωχούς και στους εράνους. Μια μέρα, εκεί που έβγαλε το ζεστό ψωμί και μοσχοβόλησε η γειτονιά, ήρθε και στάθηκε στην πόρτα του ένας φτωχος.

-Αφεντικό, όλα αυτά τα ψωμιά είναι δικά σου; -Αμ΄ τίνος να'ναι;
-Και δεν τα τρως;
-Βρε φύγε από δω!
-Δώσε μου και μένα ένα ψωμάκι που πεινάω.
-Φύγε σου είπα, παράτα με.
-Αφεντικό!
-Φεύγεις ή δεν φεύγεις;
-Αφεντικό! Παρακαλούσε ο φτωχός...

Δεν πρόλαβε να τελειώσει, και ο φούρναρης πετάει ένα ψωμί στο κεφάλι του. Έσκυψε ο φτωχός και το ψωμί τον πήρε ξυστά και έπεσε παραπέρα. Τρέχει, το αρπάζει, κάθεται σε μια γωνιά και το τρώει... Ο φούρναρης όλη μέρα ήταν νευριασμένος για τον γρουσούζη επισκέπτη και το ψωμί που έχασε. Ας τολμήσει να ξανάλθει, έλεγε! Τη νύχτα, κάπου δύο μετά τα μεσάνυχτα, πετάγεται ο φούρναρης από τον ύπνο του τρομαγμένος και καταϊδρωμένος.
-Γυναίκα, σήκω, ξύπνα. Φέρε μου μία φανέλα να αλλάξω και να σου πω ...; Γυναίκα, πέθανα λέει, και μαζεύτηκαν γύρω μου Άγγελοι και διάβολοι. Ποιoς να πάρει την ψυχή μου. Σε μια μεγάλη ζυγαριά όλο και πρόσθεταν οι τρισκατάρατοι τα κρίματά μου. Και ο ζυγός βάρυνε και βάρυνε και οι Άγγελοι δεν είχαν τίποτα να βάλουν και λυπόντουσαν. Σε μια στιγμή, ένας Άγγελος φωνάζει: Το ψωμί! Αυτό που χόρτασε τον πεινασμένο. Βάλτε το στον άλλο ζυγό.
Οι διάβολοι επαναστάτησαν: Το ψωμί δεν το έδωσε. Το έριξε να σπάσει το κεφάλι του φτωχού. Και απάντησαν οι Άγγελοι: Όμως χόρτασε τον πεινασμένο και εκείνος έδωσε την ευχή του. Και που λες γυναίκα μου, εκείνο το ψωμί έκανε και έγειρε η ζυγαριά αντίθετα και σώθηκα. Το λοιπόν, δίνε, δίνε και μη σταματάς. Και εγώ θα δίνω. Αχ, και να ξανάρθει εκείνος ο φτωχός!

Επιτέλους το κατάλαβε και ο φούρναρης ότι κερδίζει όταν δίνει. Εμείς όμως; Το έχουμε καταλάβει; Μήπως φοβόμαστε να δώσουμε; Μήπως η "κρίση" μας βούλιαξε στην ολιγοπιστία; Μήπως είναι καιρός να αρχίσουμε να γινόμαστε και λίγο χριστιανοί;;; Και να πιστεύουμε ακλόνητα, πως όταν δίνουμε, αντί να φτωχαίνουμε, πλουτίζουμε. Ας το αποδείξουμε εμπράκτως. Το Πάσχα έρχεται, κάποιοι άνθρωποι έχουν ανάγκη και περιμένουν έστω και ένα κομμάτι ψωμί...

Φίλοι μου, μην ξεχνάτε ότι: Η πρώτη θυγατηρ του Θεού είναι η ελεημοσύνη, αυτή η ελεημοσύνη κατέπεισε τον Θεό και έγινε άνθρωπος, για να σώσει τον άνθρωπο...

ΑΝΤΙ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΣΑΙ ΝΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΣΑΙ

Κύριε άκουσε την προσευχή μου

Η ΚΑΤΑ ΧΡΙΣΤΟΝ ΖΩΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ

Spiritual Deception - Do Demons exist?


 

There are many Christians who think demons are just old fashioned myths. For a long time, I was one of them. To many, demons are just vehicles to explain things like suffering, illness and evil––not considered to be real beings that have their own wills and who are intent on keeping us separated from God. This is a spiritual deception of a grand scale. When we deny the existence of these invisible beings, we also deny all invisible beings, and this would include God the Creator of all that is both visible and invisible. Frequently, we only allow ourselves to acknowledge as real what we can sense with our senses or measure scientifically. We in effect block out of consideration the entire invisible or spiritual realm, including both angels and demons.



The consequences of this deception are important. When we deny their existence we deny the spiritual struggle we must engage in, or the spiritual war that Saint Paul says Christians are engaged it. If there is no war, no struggle, then all that is necessary to be Christian is to mentally embrace Christ by saying, “I believe,” attend church on Sunday, be nice to others, and support social activities of the church and community. There is no need for ascetic practices to overcome forces that lead us astray. No need for prayer and fasting.

This view that denies the existence of demons is one that is promoted by the Devil himself. It is his greatest deception, making us believe that he does not exist. It makes us passive in our spiritual life. Here is what St. Irenaeus of Lyons of the second century says of the work of the devil, “He had indeed been already accustomed to lie against God, for the purpose of leading men astray.” (Against Heresies, 5.23.1) “To lead men astray,” he says! This is the danger.

Scripture very clearly teaches that demons are real (In the Gospels alone, the word “demon” is used thirty-two times, “devil” and “Satan” both appear fourteen times, and the phrase “the evil one” appears five times.).* Also, in the sacrament of Baptism, from the early days of the Church, we have the prayers of exorcism which are read to this day. After these prayers are read the Priest asks the Catechumen, “Do you renounce Satan, and all his works, and all his worship, and all his angels, and all his pomp?” Also in the conclusion of the Lord’s Prayer, we pray for God to protect us, “Lead us not into temptation but deliver us from the evil one.” The Apostle Peter calls to each Christian: "Be sober, be vigilant; because your adversary the devil walketh about as a roaring lion, seeking whom he may devour" (1 Peter 5:8).

If the Gospel writers did not believe that demons exist, why would they use the term "demon" so often! There are excellent Greek words for disease and madness (which appear in the New Testament). Without any doubt we find a clear reference to demons throughout the Scripture. It was not written there by mistake or to allude to some kind of physical illness. The facts of the gospel records clearly show that Jesus believed in personal demons. He addressed them and they addressed Him. Today, we can find people who can recount similar personal encounters with demons. Even though they are invisible beings, they are no less real than any other person to whom our Lord Jesus Christ spoke.

To avoid spiritual deception we need to develop a keen awareness of these demonic forces, because they are our enemy on our spiritual path. If we are to follow Christ, we, like Him, have to recognize the power of the evil forces we face. We of necessity need to properly prepare ourselves to fight against them, knowing they are actively attacking us. Without such a recognition, our efforts will be weak and ineffective. This is the nature of the authentic Christian struggle.

There was a time not so long ago that I used to worry about what would others say of me if I begin to talk about the demons who attack me? I feared the possibility ridicule and being rejected as some kind of religious kook, a Neanderthal thinker. I worried that they would say I am naive, old fashioned, ignorant of modern scientific views, one babbling superstitious and archaic views. This is the challenge we face in todays world. Generally, a minority (34% for Orthodox and 40% for all Americans according to PEW Survey of Religious Landscape) of the population believes in demons with certainty. In our spiritual struggle we must go against the prevailing thought patterns that do not reflect the spiritual truth of the created world. We must be prepared to be mocked and ridiculed for our views. We cannot be deceived and ignore these forces that are woking against us. We cannot be luke warm on this belief. It is not enough to think there is the possibility of such beings. We must in fact see them with certainty, as the enemy worthy of combating in intense spiritual warfare. This is the key to our eventual union with God. These forces are trying to prevent us from joining with Christ and growing in a way where we become part of Him and part of His Kingdom.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...