Sunday, September 29, 2013

Τι είναι και τι δεν είναι σταυρός στην οικογένεια




Ερώτηση: Πιστεύετε ότι χρειάζεται κάποιος να σταυρωθεί, να σταυρώνεται καθημερινά μέσα στο γάμο, μέσα στην κοινωνία, μέσα στην ιστορία περιμένοντας την ανάστασή του ή προς το τέλος της ζωής, στη μετά θάνατον ζωή;

Απάντηση. Εγώ θα ήθελα να μεταθέσω λίγο το κέντρο βάρους της ενδιαφέρουσας ερωτήσεώς σας, από το πότε έρχεται η ανάσταση στο πώς νοούμε τη Σταύρωση. Θα πάω πιο πριν, διότι η εμπειρία μου είναι ότι γίνεται πολύ κακή χρήση της έννοιας και του όρου της Σταυρώσεως και του Σταυρού μέσα στις οικογένειες. Ας μη ξεχνάμε από πού δανειστήκαμε αυτή τη λέξη, τη δανειστήκαμε από το Σταυρό του Χριστού, ο οποίος αποτελεί το πρότυπο του πάθους και του πόνου ενός απολύτως αναμάρτητου, δηλαδή απολύτως αναίτιου γι’ αυτό που του συνέβαινε. Θεωρώ λοιπόν ότι *μπορεί να χρησιμοποιεί τον όρο Σταυρός κάποιος για μια κατάσταση και να πει “είναι ο Σταυρός μου” όταν ο ίδιος είναι απολύτως αμέτοχος και αναίτιος σ’ αυτό που του συμβαίνει.* Το να πεθάνει ξαφνικά ο σύντροφος είναι σταυρός, ή όταν αρρωστήσει βαριά, πράγμα που θα επιβαρύνει και τον άλλο επίσης, είναι σταυρός για τον άλλον ή αντίστοιχες καταστάσεις με τα παιδιά κτλ ή με την προσωπική μας υγεία ή ένα άλλο θέμα σοβαρό της ζωής μας. Το να ονομάζουμε όμως σταυρό, όπως συμβαίνει συνήθως, μια κατάσταση κακής συμπεριφοράς του συζύγου ή της συζύγου στην οποία εγώ έχω το 50 ή 60 ή 70%, συμμετέχω σ’ αυτή και υποδαυλίζω αυτή την κατάσταση, αυτό όχι απλώς είναι λάθος αλλά είναι και βεβήλωση της έννοιας του Σταυρού.




Η πείρα στις σχέσεις των ζευγαριών δείχνει ότι είμαστε σε πολύ μεγάλο βαθμό υπαίτιοι για την κακή συμπεριφορά του άλλου, χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Είναι αυτό που είπα πριν για την κρίση στο γάμο, όπου ο άλλος γίνεται ο εχθρός μας και του τα φορτώνουμε όλα. “Αυτός είναι έτσι, καλά έχω κι εγώ κάτι λίγο, αλλά αυτός ο άνθρωπος είναι προβληματικός, είναι και από το χαρακτήρα του” και μπορεί η δική μου τάση να είναι τέτοια που να τον εξοργίζει τον άλλο, να τον πνίγει, να τον φέρνει σε αδιέξοδα και αντιδρά με τον τρόπο που έμαθε να αντιδρά, με φωνές, με θυμό, με βρισιές κτλ. Λοιπόν, είναι μεγάλο το θέμα για να το αναλύσουμε τώρα με παραδείγματα, πώς μπορεί εμείς να συντελούμε στην κατάσταση του άλλου, αλλά απλώς το λέω για να το κρατήσουμε. Μην είμαστε εύκολοι να ονομάζουμε κάτι Σταυρό. Από τη στιγμή που θα αφαιρέσουμε μερικές τέτοιες περιπτώσεις, δεν μιλάμε συνακόλουθα για Ανάσταση ή μιλάμε αλλά αν μεταθέσουμε εκεί την έννοια του Σταυρού τότε ξέρετε ποιος είναι ο Σταυρός μας; Ο Σταυρός μας είναι να μπορέσουμε να ανακαλύψουμε εμείς τι μας συμβαίνει, ο Σταυρός είναι να διορθώσουμε εμείς το χαρακτήρα μας. Εκεί ταιριάζει με την έννοια του Σταυρού περισσότερο γιατί τον χαρακτήρα μας δεν τον δημιουργήσαμε εμείς, αλλά τότε όμως αλλάζει το κέντρο βάρους και δεν λέμε “ο Σταυρός μου είναι ο σύντροφός μου”, λέμε “ο Σταυρός μου είμαι εγώ, μ’ αυτά που έχω, τα κουσούρια που έχω”.

Οι άγιοι αυτό το φρόνημα είχαν. Οι άγιοι είχαν τη νοοτροπία ότι ζουν μέσα στον παράδεισο και ότι μόνο αυτοί είναι το πρόβλημα, μόνο αυτοί έχουνε πάνω τους αμαρτίες και πάθη. Απέχουμε εμείς απ’ αυτό, αλλά τουλάχιστον ας μην χρησιμοποιούμε τη λέξη Σταυρός σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Εάν δούμε σαν Σταυρό αυτά τα ζητήματα τότε θα ακολουθήσει Ανάσταση οπωσδήποτε και η Ανάσταση μπορεί να μην έχει τη μορφή μιας θεαματικής αλλαγής στο χαρακτήρα ή στις σχέσεις του ζευγαριού, που καμιά φορά την έχει κι αυτή τη μορφή, αλλά μπορεί να είναι αυτή η ήρεμη και διαρκής γλυκιά παρηγοριά και βοήθεια και στήριξη που η χάρη του Θεού στέλνει.

Απάντηση από τον π. Βασίλειο Θερμό σε ερώτηση ακροατή της εισήγησής του με τίτλο “Εφηβεία, μια παρεξηγημένη ηλικία” στο Νεανικό Επιμορφωτικό Όμιλο Σύρου.

“Για τη ζωή και την οικογένεια”, Νεανικός Επιμορφωτικός Όμιλος Σύρου, Σύρος, άνοιξη 2000, σελ. 135-136

Prayer ( St Ephraim the Syrian )







A beautiful, inspiring, and deeply comforting short homily by St Ephraim the Syrian:

Not to sin is truly blessed; but those who sin should not despair, but grieve over the sins they have committed, so that, through grief they may again attain blessedness. It is good, then, to pray always and not to lose heart, as the Lord says, And again the Apostle says, ‘Pray without ceasing’, that is by night and by day and at every hour, and not only when coming into the church, and not bothering at other times. But whether you are working, lying down to sleep, travelling, eating, drinking, sitting at table, do not interrupt your prayer, for you do not know when he who demands your soul is coming. Don’t wait for Sunday or a feast day, or a different place, but, as the Prophet David says, ‘in every place of his dominion’.



Whether you are in church, or in your house, or in the country; whether you are guarding sheep, or constructing buildings, or present at drinking parties, do not stop praying. When you are able, bend your knees, when you cannot, make intercession in your mind, ‘at evening and at morning and at midday’. If prayer precedes your work and if, when you rise from your bed, your first movements are accompanied by prayer, sin can find no entrance to attack your soul.

Prayer is a guard of prudence, control of wrath, restraint of pride, cleansing of malice, destruction of envy, righting of impiety. Prayer is strength of bodies, prosperity of a household, good order of a city, might of a kingdom, trophy of war, assurance of peace. Prayer is a seal of virginity, fidelity in marriage, weapon of travellers, guardian of sleepers, courage of the wakeful, abundance for farmers, safety of those who sail. Prayer is an advocate for those being judged, remission for the bound, consolation for the grieving, gladness for the joyful, comfort for mourners, a feast on birthdays, a crown for the married, a shroud for the dying. Prayer is converse with God, equal honour with the Angels, progress in good things, averting of evils, righting of sinners. Prayer made the whale a house for Jonas, brought Ezechias back to life from the gates of death, turned the flame to wind of moisture for the Youths in Babylon. Through prayer Elias bound the heaven not to rain for three years and six months.

See, brethren, what strength prayer has. There is no possession more precious than prayer in the whole of human life. Never be parted from it; never abandon it. But, as our Lord said, let us pray that out toil may not be for nothing, ‘When you stand in prayer, forgive if you have anything against anyone, that your heavenly Father may forgive you your faults’.

Do you not see, brethren, that we toil for nothing when we pray, if we have enmity against someone? And again the Lord says, ‘If you offer your gift at the altar, and there you remember that someone has something against you, leave your gift before the altar, and go first and be reconciled to your brother, and then come and offer your gift’. Therefore, it is clear that if you do not do this first, all that you offer will be unacceptable, but if you do the Master’s bidding, then implore the Lord with boldness, saying, ‘Forgive me my debts, Master, as I have forgiven my brother, so fulfilling your commandment. I, weak though I am, have forgiven’. For the Lover of mankind will answer, ‘If you have forgiven, I too will forgive. If you have pardoned, I too will pardon your sins. For I have authority on earth to forgive sins. Forgive and you will be forgiven’.

See God’s unfathomable love for humankind. See God’s unbounded goodness. Hear instant salvation of your souls.

The Divine Marriage of the Souls of Men ( Saint Nikolai Velimirovich )




"Turn, O backsliding children says the Lord; for I am married to you"Jeremiah 3:14).


The soul of man is the bride and the Living and All-powerful God is the bridegroom of the soul of man. His bride, the soul, the Lord clothes in light and nourishes it with His Grace. And the soul, from God the groom, gives birth to good children and many children in the form of many and beautiful virtuous works. The soul, on its own, cannot give birth to one virtuous work. Only the soul made fertile by God, gives birth to virtuous works. However, the soul, made fertile by the world, either remains barren or produces sin and vice. That is why the Lord speaks to men: "I am married to you", so that the soul of man may know to whom it is betrothed and with whom it is wed in order that it would not stray and by adultery deaden itself and turn itself into ash.
God is a faithful groom of the human soul of men. He never betrays the bride, the soul. His love toward the soul never cools as long as the soul does not turn away from Him and does not commit adultery. But, even then, God does not abandon the soul immediately, but pursues it and returns it from the path of destruction. "Turn O backsliding children" the Lord then speaks to the souls of men. Repent and I will forgive you. Return and I will receive you. Penitents would know to say, how great is the mercy of God. They would be able to confirm how persistent the love of God is toward sinners, even to the last hour. God is faithful in His love and He is not swift to seek vengeance on the adulterous soul. He constantly tries to restore to the adulterous soul, the lost shame of sinning. Shame produces repentance and repentance leads to restoration and restoration leads to original love and fidelity.
O Lord, All-powerful, help us, that from your eternal love our souls may produce the good and abundant fruit.
To You be glory and thanks always. Amen.


Taken from Saint Nikolai Velimirovich's-"The Prologue of Ohrid"

“Friendship with the world is enmity with God".. ( Elder Ephraim - Arizona )


May an angel of God, my child, follow you and show you the path of God and of your salvation. Amen; so be it. I pray that God gives you health of soul, for this is a special gift of sonship which is bestowed only upon those souls that have been completely devoted to the worship and love of God.
The world attracts the youth like a magnet; worldly things have great power over the newly enlightened soul that just started to find its bearings and see its purpose in life and the duty calling him. “Friendship with the world is enmity with God. Whoever, therefore, wants to be a friend of the world makes himself an enemy of God.” God has stored up pleasures for eternity, for both He and our soul are eternal. There is no comparison between the pleasures of the world and the pure pleasures of God.
The pleasures of the world are obtained with toil and expenses, and after their momentary enjoyment, they are followed by various consequences, so that they are incorrectly called pleasures. The pleasures of God, however, do not have such consequences, because spiritual pleasures down here on earth are the firstfruits of an eternal series of pleasures and delights in the kingdom of God. Whereas on the contrary, one who has been corrupted by the pleasures of the world is compelled to undergo eternal damnation along with the first instigator of corruption, the devil.
The time of our life, my child, has been given to us as a sum of money so that each of us may trade for his salvation, and depending on the trade we deal in, we shall become either rich or poor. If we take advantage of the “money” of time by trading to increase our spiritual wealth, then we shall truly be skilled traders, and we shall hear the blessed voice: “Well done, good and faithful servant! You were faithful over a few things, I will make you ruler over many things. Enter into the joy of your Lord.”
At the end of our life, an exact account will be demanded of each one of us: how and where we spent the money of time, and woe to us if we have squandered it in movie theaters, in entertainments, in debauchery, in futile dreams, in carnal pleasures. Then what defense will our tied tongue be able to utter, and how will we be able to lift up our eyes and see our Christ, when He enumerates the countless benefactions which His boundless love profusely poured upon us?
Now that we have time, now that the money of time has not yet been spent completely and we still have it at our disposal, let us reflect sensibly on the vagrant world which seeks to rob us. Let us push it away like a putrid dead dog, and with that money let us run to buy precious works which, when tried by fire, will become very bright—gifts worthy of our Holy God, fit to be used as a decoration in the holy Jerusalem of Heaven. We should not purchase chaff, that is, punishable works of darkness, for we shall go down with them into the eternal fire of damnation, where the multitude of people who embezzled God’s gifts will reap whatever they sowed! Sow good works with tears, and then in a time of visitation you will reap the sheaves of enjoying eternal life!
From Counsels from the Holy Mountain, by Elder Ephraim of Philotheou, Mount Athos,

The Holy Icons



One of the first things that strikes a non-Orthodox visitor to an Orthodox church is the prominent place assigned to the Holy Icons. The Iconostasis (Icon-screen) dividing the Altar from the rest of the church is covered with them, while others are placed in prominent places throughout the church building. Sometimes even the walls and ceiling are covered with them in fresco or mosaic form. The Orthodox faithful prostrate themselves before them, kiss them, and burn can-dles before them. They are censed by the Priest and carried in processions. Considering the ob-vious importance of the Holy Icons, then, questions may certainly be raised concerning them: What do these gestures and actions mean? What is the significance of these Icons? Are they not idols or the like, prohibited by the Old Testament?




Some of the answers to these questions can be found in the writings of St. John of Da-mascus (f776), who wrote in the Mid-Eighth Century at the height of the iconoclast (anti-icon) controversies in the Church, controversies which were resolved only by the 7th Ecumenical Council (787), which borrowed heavily from these writings.

As St. John points out, in ancient times God, being incorporeal and uncircumscribed, was never depicted, since it is impossible to represent that which is immaterial, has no shape, is inde-scribable and is unencompassable. Holy Scripture states categorically: No one has ever seen God (John 1:18) and You cannot see My [God's] face, for man shall not see Me and live (Ex. 33:20). The Lord forbade the Hebrews to fashion any likeness of the Godhead, saying: I7ou shall not make for yourself a graven image, or any likeness of anything that is in heaven above, or that is in the earth beneath, or that is in the water under the earth (Ex. 20:4). Consequently, the Holy Apostle Paul also asserts: Being then God’s offspring, we ought not to think that the Deity is like gold, or silver, or stone, a representation by the art and imagination of man (Acts 17:29).

Nonetheless, we know that Icons have been used for prayer from the first centuries of Christianity. Church Tradition tells us, for example, of the existence of an Icon of the Savior dur-ing His lifetime (the “Icon-Made-Without-Hands”) and of Icons of the Most-Holy Theotokos immediately after Him. Tradition witnesses that the Orthodox Church had a clear understanding of the importance of Icons right from the beginning; and this understanding never changed, for it is derived from the teachings concerning the Incarnation of the Second Person of the Holy Trini-ty — Our Lord and Savior Jesus Christ. The use of Icons is grounded in the very essence of Christianity, since Christianity is the revelation by the God-Man not only of the Word of God, but also of the Image of God; for, as St. John the Evangelist tells us, the Word became flesh and dwelt among us (John 1:14).

No one has ever seen God; the only Son, Who is in the bosom of the Father, He has made Him known (John 1:18), the Evangelist proclaims. That is, He has revealed the Image or Icon of God. For being the brightness of [God's] glory, and the express image of [God's] person (Heb. 1:3), the Word of God in the Incarnation revealed to the world, in His own Divinity, the Image of the Father. When St. Philip asks Jesus, Lord, show us the Father, He answered him: Have I been with you so long, and yet you do not know Me, Philip? He who has seen Me has seen the Father (John 14:8, 9). Thus as the Son is in the bosom of the Father, likewise after the Incarnation He is consubstantial with the Father, according to His divinity being the Father’s Image, equal in honor to Him.

The truth expressed above, which is revealed in Christianity, thus forms the foundations of Christian pictorial art. The Image (or Icon) not only does not contradict the essence of Chris-tianity, but is unfailingly connected with it; and this is the foundation of the tradition that from the very beginning the Good News was brought to the world by the Church both in word and in image. This truth was so self-evident, that Icons found their natural place in the Church, despite the Old Testament prohibition against them and a certain amount of contemporary opposition.

St. John Damascene further tells us that because the Word became flesh (John 1:14), we are no longer in our infancy; we have grown up, we have been given by God the power of dis-crimination and we know what can be depicted and what is indescribable. Since He Who was incorporeal, without form, quantity and magnitude, Who was incomparable owing to the supe-riority of His nature, Who existed in the image of God assumed the form of a servant and ap-peared to us in the flesh, we can portray Him and reproduce for contemplation Him Who has condescended to be seen.

We can portray His ineffable descent, His Nativity from the Blessed Virgin, His Baptism in the Jordan, His Transfiguration on Mt. Tabor, His sufferings, death and miracles. We can de-pict the Cross of Salvation, the Sepulcher, the Resurrection and the Ascension, both in words and in colors. We can confidently represent God the Invisible — not as an invisible being, but as one Who has made Himself visible for our sake by sharing in our flesh and blood.

As the Holy Apostle Paul says: Ever since the creation of the world [God's] invisible na-ture, namely, His eternal power and deity, has been clearly perceived in the things that have been made (Rom. 1:20). Thus, in all creatures we see images that give us a dim insight into Divine Revelation — when, for instance, we say that the Holy Trinity Without Beginning can be represented by the sun, light and the ray, or by the mind, the word and the spirit that is within us, or by the plant, the flower and the scent of the rose.

Thus, what had only been a shadow in the Old Testament is now clearly seen. The Coun-cil in Trullo (691-2), in its 82nd Rule, stated:

Certain holy icons have the image of a lamb, at which is pointing the finger of the Forerunner. This lamb is taken as the image of grace, representing the True Lamb, Christ our God, Whom the law foreshadowed. Thus accepting with love the ancient images and shadows as prefigurations and symbols of truth transmit-ted to the Church, we prefer grace and truth, receiving it as the fulfillment of the law. Thus, in order to make plain this fulfillment for all eyes to see, if only by means of pictures, we ordain that from henceforth icons should represent, instead of the lamb of old, the human image of the Lamb, Who has taken upon Himself the sins of the world, Christ our God, so that through this we may perceive the height of the ab-asement of God the Word and be led to remember His life in the flesh, His Passion and death for our salva-tion and the ensuing redemption of the world.

The Orthodox Church, then, created a new art, new in form and content, which uses images and forms drawn from the material world to transmit the revelation of the divine world, making the divine accessible to human understanding and contemplation. This art developed side by side with the Divine Services and, like the Services, expresses the teaching of the Church in confor-mity with the word of Holy Scripture. Following the teachings of the 7th Ecumenical Council, the Icon is seen not as simple art, but that there is a complete correspondence of the Icon to Holy Scripture, “for if the [Icon] is shown by [Holy Scripture], [Holy Scripture] is made incontestably clear by the [Icon] [Acts of the 7th Ecumenical Council, 6].

As the word of Holy Scripture is an image, so the image is also a word, for, according to St. Basil the Great (f379), “what the word transmits through the ear, that painting silently shows through the image” [Discourse 19, On the 40 Martyrs]. In other words, the Icon contains and professes the same truth as the Gospels and therefore, like the Gospels, is based on exact data, and is not a human invention, for if it were otherwise, Icons could not explain the Gospels nor correspond to them.

By depicting the divine, we are not making ourselves similar to idolaters; for it is not the material symbol that we are worshipping, but the Creator, Who became corporeal for our sake and assumed our body in order that through it He might save mankind. We also venerate the ma-terial objects through which our salvation is effected — the blessed wood of the Cross, the Holy Gospel, and, above all, the Most-Pure Body and Precious Blood of Christ, which have grace-bestowing properties and Divine Power.

As St. John Damascene asserts: “I do not worship matter but I worship the Creator of matter, Who for my sake became material and deigned to dwell in matter, Who through matter effected my salvation. I will not cease from worshipping the matter through which my salvation has been effected” [On Icons, 1,16]. Following his teachings, we, as Orthodox Christians, do not venerate an Icon of Christ because of the nature of the wood or the paint, but rather we venerate the inanimate image of Christ with the intention of worshipping Christ Himself as God Incarnate through it.

We kiss an Icon of the Blessed Virgin as the Mother of the Son of God, just as we kiss the Icons of the Saints as God’s friends who fought against sin, imitated Christ by shedding their blood for Him and followed in His footsteps. Saints are venerated as those who were glorified by God and who became, with God’s help, terrible to the Enemy, and benefactors to those advancing in the faith — but not as gods and benefactors themselves; rather they were the slaves and servants of God who were given boldness of spirit in return for their love of Him. We gaze on the depiction of their exploits and sufferings so as to sanctify ourselves through them and to spur ourselves on to zealous emulation.

The Icons of the Saints act as a meeting point between the living members of the Church [Militant] on earth and the Saints who have passed on to the Church [Triumphant] in Heaven. The Saints depicted on the Icons are not remote, legendary figures from the past, but contempo-rary, personal friends. As meeting points between Heaven and earth, the Icons of Christ, His Mother, the Angels and Saints constantly remind the faithful of the invisible presence of the whole company of Heaven; they visibly express the idea of Heaven on earth.

In venerating the Icons, then, the Orthodox are championing the basis of Christian faith — the Incarnation of God — and, consequently, salvation and the very meaning of the Church’s existence on earth, since the creation of the Holy Icons goes back to the very origins of Chris-tianity and is an inalienable part of the truth revealed by God, founded as it is on the person of the God-Man Jesus Christ Himself. Holy Images are part of the nature of Christianity and with-out the Icon Christianity would cease to be Christianity. The Holy Gospel summons us to live in Christ, but it is the Icon that shows us this life.

If God became man in order that man might be like God, the Icon, in full accord with di-vine worship and theology, bears witness to the fruits of the Incarnation and to the sanctity and deification of man. It shows him in the fullness of his earthly nature, purified of sin and partak-ing of the life of God, testifies to the sanctification of the human body and displays to the world the image of man who is similar to God by grace. The Icon outwardly expresses the sanctity of the depicted Saint, and this sanctity is apparent to bodily vision.

Thus, according to St. John Damascene, those who refuse to venerate an Icon also refuse to worship God’s Son, Who is the living image and unchanging reflection of God the Invisible. Be it known, he says, that anyone who seeks to destroy the Icons of Christ or His Mother, the Blessed Theotokos, or any of the Saints, is the enemy of Christ, the Holy Mother of God, and the Saints, and is the defender of the Devil and his demons.

Image Not-Made-by-Hands.

One of the earliest Icons witnessed to by Church Tradition, is the Icon of the Savior Not-Made-By-Hands. According to Tradition, during the time of the earthly ministry of the Savior, Abgar ruled in the Syrian city of Edessa. He was afflicted with leprosy over his whole body. At this time report of the great miracles performed by the Lord extended throughout Syria (Matt. 4:24) and as far as Arabia. Although not having seen the Lord, Abgar believed in Him as the Son of God and wrote a letter requesting Him to come and heal him. With this letter he sent to Pales-tine his court-painter Ananias, entrusting him to paint an image of the Divine Teacher.

Ananias went to Jerusalem and saw the Lord surrounded by people. He was not able logo to Him because of the great throng of people listening to His preaching; so he stood on a huge rock and attempted to produce a painting of the image of the Lord Jesus Christ, unable, however, to succeed. The Savior Himself called him by name and gave for Abgar a beautiful letter in which,’ having glorified the faith of the ruler, He promised to send His disciple in order to heal him from the leprosy and instruct him in salvation.

After this, the Lord called for water and a towel. He wiped His face, rubbing with the to-wel, and on it was impressed His Divine Image. The towel and the letter the Savior sent with Ananias to Edessa. With thanksgiving Abgar received the sacred object and received healing, but a small portion, only a trace, remained of the terrible disease on his face until the arrival of the promised Disciple of the Lord.

The Apostle of the 70, Thaddeus, came to them and preached the Gospel, baptizing the believing Abgar and all living in Edessa. Having written on the Image Not-Made-By-Hands the words, “Christ-God, everyone trusting in Thee will not be put to shame,” Abgar adorned it and placed it in a niche over the city gates.

For many years the inhabitants preserved a pious custom of venerating the Image Not-Made-By-Hands whenever passing through the gates. But a great-grandson of Abgar, ruling Edessa, fell into idolatry and resolved to take the Image away from the city walls. In a vision, the Lord ordered the Bishop of Edessa to conceal His Image. The Bishop, coming at night with his clergy, lit before the Image a lampada and then blocked up the niche with clay tablets and bricks.

Many years passed by and the inhabitants forgot about the Holy Object. But then, when in 545 the Persian King Chroses I besieged Edessa, the position of the city seemed hopeless. But the Most-Holy Sovereign Lady manifested Herself to Bishop Evlavios and commanded him to get from the enclosed niche the Image with which to save the city from the adversaries. Disman-tling the niche, the Bishop found the Holy Image; before it burned the lampada and on the clay tablets, with which the niche had been enclosed, was a similar image. After preceding with the Cross and the Image Not-Made-By-Hands around the walls of the city, the Persian army miracu-lously departed.

In 630, Edessa was seized by the Arabs; but they did not impede veneration of the Image Not-Made-By-Hands, glory of which extended out into all the East. In 944 the Emperor Constantine Porphyrogenitus (912-59) requested that the Image be redeemed from the Emir — the ruler of the city of Edessa — and brought to the Capital of the Orthodox. With great honor the Image of the Savior Not-Made-By-Hands and the letter which He wrote to Abgar, were brought by the clergy to Constantinople. On Aug. 16 the Image of the Savior was placed in the Pharos Church of the Most-Holy Theotokos.

Concerning the subsequent fate of the Image Not-Made-By-Hands, there exists several traditions. According to one, it was carried away by Crusaders during the time of their dominion over Constantinople (1204-61), but the ship on which the Holy Objects had been taken, sank in the Sea of Marmora. According to another, the Image Not-Made-By-Hands was taken about 1362 to Genoa, where it was presented to and preserved in a monastery dedicated to the Apostle Bartholomew.

In the time of the iconoclastic heresy, the defenders of icon-veneration, shedding their blood for the Holy Icons, sang the Troparion to the Image Not-Made-By-Hands. The Image (the Holy Face) was put up as an emblem of the Russian armies, defending them from the enemy; and in the Russian Orthodox Church there is a pious custom that before entering a church, the faith-ful read together the prayers and the Troparion to the Image Not-Made-By-Hands. The Feast of this Icon is celebrated on Aug. 16, during the Afterfeast period of the Feast of the Dormition, and is popularly called the Third Feast-of-the-Savior in August.

Προσέχετε τους λογισμούς σας .. ( Γεροντα Εφραιμ- Αριζονα )


Ποικίλα διδακτικά προς εν Χριστώ τελείωσή μας


* Προσέχετε τους λογισμούς σας. Η προσοχή σας κυρίως να στραφή εις το να συνάζει ταπεινούς λογισμούς. Διότι η ταπείνωσις σώζει τον άνθρωπο, και αυτή είναι κυρίως ο στόχος όλων των πνευματικών επιδιώξεων.


* Χωρίς νήψη η κάθαρσις της ψυχής και του σώματος δεν αποκτώνται, οπότε μήτε ο Θεός οπτάνεται εν αισθήσει νοός και καρδίας.
* Πολλά μας θλίβουν, πλην μακάριος είναι εκείνος ο οποίος με υπομονή και ευχαριστία διέρχεται τα θλιβερά της πρόσκαιρης ζωής.
* Πρόσεχε, παιδί μου, να μην κρίνης ουδεμία ψυχή· διότι εις τον κρίνοντα τον πλησίον παραχωρεί ο Θεός και πέφτει, για να μάθει να συμπαθει τον ασθενή αδελφό του.
Όλους μας στηρίζει το έλεος του Θεού· και εάν υπερηφανευθούμε, σηκώνει ο Θεός την χάρη του, και γινόμεθα εμείς χειρότεροι των άλλων!
* Άλλο το να κατακρίνει κανείς, και άλλο το να πολεμήται εις την κατάκριση. Το να κατακρίνεις είναι δεινό πάθος· το να πολεμήται όμως και να αντιπολεμεί, τούτο στεφάνων αιτία.
* Μην κρίνετε ο ένας τον άλλον, διότι παραβαίνετε τον ευαγγελικό νόμο, και «κάθε παράβασις και παρακοή λαμβάνει ένδικον μισθαποδοσίαν». «Τις συ ο κρίνων αλλότριον ικέτην;». Ουκ οίδατε, ότι ο κρίνων πλανάται εξ υπερηφάνειας; και ότι «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» υπό του Κυρίου, όταν τον καταλάβη ο πειρασμός.
* Πρέπει να υπομένη ο ένας τις αδυναμίες του άλλου· ποιος είναι τέλειος; ποιος μπορεί να καυχηθή, ότι τήρησε την καρδιά του αμόλυντη! άρα είμεθα όλοι άρρωστοι, και όποιος κατακρίνει τον αδελφό του, δεν αισθάνεται ότι είναι άρρωστος· διότι ο άρρωστος τον άρρωστο δεν τον κατακρίνει.
Η κατάκρισις είναι σοβαρό αμάρτημα· καθώς επίσης είναι σοβαρό, το να μην υπομένη κανείς του πλησίον του τις αδυναμίες!
Αγαπάτε, υπομένετε, παραβλέπετε, μην θυμώνετε, μην εξάπτεσθε, αλληλοσυγχωρείτε, για να ομοιάσητε του Χριστού μας και αξιωθήτε να είσθε κοντά του εις την βασιλεία Του.
Γέροντος Εφραίμ Αριζονας

ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ
ΜΕ ΠΑΤΡΙΚΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ

Γέροντας Παΐσιος: Έλα τώρα, διάβολε, άμα θέλεις να πολεμήσουμε!



Ο ασκητής, είτε στην απαρήγορη αθωνική έρημο είτε σε κατάφυτη πλαγιά νότια των Καρυών, ακούει τους μυστικούς ψιθύρους της αθωνικής φύσεως. Κοιτάζοντας κι εμείς ολόγυρα, ζούμε τη φύση αυτή σαν «γοητεία» της Μ. Παρασκευής! Σε τούτη, μάλιστα, την πνευματική φρυκτωρία, τα ψηλά δένδρα μοιάζουν με αδιάλειπτες προσευχές! Ολα σιωπούν και συνάμα κραυγάζουν. Πόσο παραστατικός ο Ρίλκε: Άλλο δεν είναι παρά μια σιωπή, και ο σιωπημένος είναι ο Θεός! Όμως για ν’ αντιληφθεί κανείς τη σιωπή της παρουσίας Του μέσα του, πρώτα να Τον έχει πρέπει. Μόνον αν μέσα στην ψυχή σου ζει, Τον βλέπεις και στα όντα γύρω σου.
Μονοπάτια, πολλά μονοπάτια σκιερά συνδέουν εδώ τα ταπεινά ασκητήρια με τους ουρανοδρόμους ενοίκους των, με τα εσώτερα και τα ξέφωτα των δασών. Χώνονται σ’ αυτά τα βαθύσκια δάση και σαν ερπετά διασχίζουν θάλασσες από μυρσινιές και άλλους θάμνους που συχνά φράζουν τη δίοδο, σκορπώντας αρώματα και δροσιά! Αυτά ακολουθεί ο επισκέπτης για να συναντήσει ασκητές· ουρανίους τω όντι ανθρώπους μυστικούς, που χρησιμοποιούν σαν μοχλό -εφαλτήριο, ακριβέστερα· την άσκηση, για να φθάσουν και προοδευτικά ν’ αναπτυχθούν στα στάδια της καθάρσεως, της ελλάμψεως και της ενώσεως, τα οποία υποδιαιρούνται σε περισσότερες βαθμίδες αναβάσεως· στο τέλος τους είναι η ένωση με τον Θεό. Τα σκαλοπάτια αυτά στη γλώσσα των νηπτικών Πατέρων είναι η καθαρά προσευχή, η θέρμη της καρδιάς, η αγία ενέργεια, τα καρδιακά δάκρυα, η ειρήνη των λογισμών, η κάθαρση του νοός, η θεωρία των μυστηρίων, η ξένη έλλαμψις, ο φωτισμός της καρδιάς και η τελειότης· «Γίνεσθε τέλειοι, ως ο Πατήρ ο ουράνιος τέλειός εστιν».
Κάθε ασκητήριο, εδώ στο Άγιον Όρος, είναι κι ένα φλεγόμενο θυσιαστήριο! Απέριττα πετροκάλυβα και βράχοι και βλάστησις οργιώδης γίνονται ένα σώμα και μέσα τους το ασίγαστο στόμα υμνεί, μία καρδιά δέεται και το σύνολο της ευλογημένης υπάρξεως θρηνεί για τη συγγένεια με τον άσωτο της παραβολής (ασφαλώς προ της επιστροφής, την οποία δυναμικά οριοθέτησε το «αναστάς πορεύσομαι»)!… Είναι αδύνατον να ζήσει άνθρωπος με τους σκληρούς όρους της ερήμου, αν καθ’ ολοκληρίαν δεν ζει από τον Ουρανό… Καθετί χωριστά και όλα μαζί εδώ στην ερημική παλαίστρα μιλούν τόσο βαθιά στη σαστισμένη ψυχή… Ξεδιψούν τα φρυαγμένα πνευματικά χείλη… Το πνεύμα του χαροποιού πένθους -της χαρμολύπης του Χριστού· κατακλύζει τα πάντα.
Οι καλύβες των ησυχαστών του Άθωνος, όσες κι αν είναι, όπως κι αν είναι, όποιες κι αν είναι, όπου κι αν είναι, πόσο τίμιες στα μάτια Σου, Κύριε, ασφαλώς είναι!… Πόσο θα ευδοκεί εδώ το Πνεύμα Σου! Από φτωχικό καλύβι (σπήλαιο, στάβλο) δεν ανέτειλε η Βασιλεία των Ουρανών;
Εκφράζω την βαθυτάτην ευγνωμοσύνη μου, αγαπητές και αγαπητοί μου αναγνώσται της «δημοκρατίας», στον Θεό που με αξίωσε να συνομιλήσω και με αυτόν τον Γέροντα, ο οποίος με δέσμευσε να μην αναφέρω τ’ όνομα και την περιοχή ασκήσεώς του. Τον συνήντησα στο ερημητήριό του. Γνώριζα ότι ο Γέροντας δεν «δίνει συνεντεύξεις», περιοριζόμενος στη φίλη του σιωπή και στη φίλη του ησυχία. Γι’ αυτό θεωρώ μεγάλην ευλογία το ότι δέχθηκε και καταδέχθηκε να μου γνωστοποιήσει εμπειρίες και αναμνήσεις του από την αναστροφή του με τον άγιο Γέροντα Παΐσιον, αλλά και από άλλους συγχρόνους καθηγητάς της αθωνικής ερήμου.
Γαλήνιος άνθρωπος κι αυτός ο ασκητής, απολαμβάνει την κατά Θεόν ησυχία και βιαίνει συνεχώς ευλογίες ζηλευτές. Αλλιώς δεν εξηγείται η προσήνεια, το ήρεμο της μορφής και η μειλιχιότης της όλης παρουσίας.
Άνθρωπος βαθιάς αγάπης, διδαγμένης στην πράξη από τον όσιο Γέροντα Παΐσιον, ο οποίος «πάντας ανθρώπους ήθελε σωθήναι και εις επίγνωσιν αλήθειας ελθείν». Καταδεκτικός ο άγιος Γέροντας, καταδεκτικός κι εκείνος απέναντι στον επισκέπτη που ήλθε ν’ αποθέσει πόνο, δάκρυα, προβλήματα, λογισμούς, σχέδια, οραματισμούς.
Απέριττο το καλύβι με δυο τρεις ξύλινους πάγκους στο υποτυπώδες αρχονταρίκι του, για να καθίσει το κουρασμένο σώμα του επισκέπτη και να βοηθηθεί, όμως να μείνει όρθιο και αγέρωχο το φρόνημα, η ψυχή.
- Γέροντα, ευλογείτε.
- Γέρων Αν.: Ο Κύριος, διά πρεσβειών της Κυρίας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων.
- Μ.Μ.: Γέροντα, νιώθω μεγάλη συγκίνηση ευρισκόμενος ενώπιόν σας, καθώς αναλογίζομαι τη στενή σχέση που είχατε με τον όσιο Γέροντα Παΐσιο. Παρακαλώ να μας μεταφέρετε κάποια στοιχεία της κοινωνίας σας αυτής.
- Γέρων Αν.: Τα χρόνια κυλάνε γρήγορα, αγαπητέ κ. Μελινέ, και οι πραγματικοί καλόγεροι φεύγουν ο ένας μετά τον άλλον… Τα χαριτωμένα Γεροντάκια τα παίρνει ο Χριστός στη Βασιλεία Του να τ’ αναπαύσει από τους φυσικούς κόπους κι εμείς μένουμε ορφανοί από πατέρες… Δεν βλέπει κανείς εύκολα πια παππούδες στο Όρος, για να μεταδώσουν στα… εγγονάκια τους τις εμπειρίες τους από τα παλαίσματα και τις νίκες τους εναντίον των αοράτων εχθρών…
- Μ.Μ.: Σεις που γνωρίζετε πολύ καλά και τη γεωγραφική και την πνευματική πορεία του Γέροντος Παϊσίου, παρακαλώ να τις περιγράψετε.
- Γέρων Αν.: Από μικρό παιδί είχε πόθο να ζήσει ερημική ζωή. Μάλιστα πήγαινε καιασκήτευε έξω από την Κόνιτσα πάνω σε δένδρα! Ολη την ημέρα την περνούσε με θερμή προσευχή, τρώγοντας μόνον ένα κουλούρι! Οι γονείς του τον έψαχναν συνεχώς!
Οταν ήλθε στο Όρος, πήγε από υπακοή στην Εσφιγμένου, διότι του είπαν να πάει σε μοναστήρι και να μη γίνει ερημίτης εξαρχής. Ποθούσε όμως πάντοτε την ησυχία και σκεπτόταν να φύγει στην αθωνικήν έρημο. Κάποιος Γέροντας, όμως, τον συνεβούλευσε τότε να μην πάει ακόμη μόνος, αλλά να πάει σε ιδιόρρυθμο μοναστήρι για να ταπεινωθεί ακόμη περισσότερο μέσ’ από τις δυσκολίες. Πήγε λοιπόν στη Φιλοθέου το 1956 κι έμεινε δύο χρόνια μέσα στην τελείαν υπακοήν.
Ο ηγούμενος της Φιλοθέου τού ζήτησε να πάει στην Κόνιτσα για ένα διάστημα να βοηθήσει, διότι δρούσαν την εποχήν εκείνην οι προτεστάντες εκεί. Ογδόντα οικογένειες προτεσταντών ήσαν! Ο Γέροντας προσευχήθηκε ζητώντας τη θεία ενίσχυση και τους άλλαξε όλους, επιστρέφοντάς τους στη φίλη Ορθοδοξία! Τον αγαπούσαν πάρα πολύ τον π. Παΐσιο και τον εσέβοντο. Από λαϊκό τον φώναζαν «καλόγερον». Ο λόγος του περνούσε. Δυστυχώς, όμως, η θεάρεστη δράση του προκάλεσε τον φθόνο ορισμένων· ο νοών νοείτω… Τότε έμενε έξω από την Κόνιτσα, στη Μονή Στομίου, που τιμάται στο Γενέσιον της Θεοτόκου. Αξίζει να σας πω ότι στρατιώτης ων ο Γέροντας είχε υποσχεθεί στην Παναγία να μείνει εκεί στο μοναστήρι της τέσσερα χρόνια, αν τον φυλάξει και δεν σκοτωθεί στον πόλεμο.
Ήλθαν λοιπόν τα πράγματα έτσι κι έμεινε εκεί τέσσερα χρόνια, ακριβώς όπως είχε υποσχεθεί! Τότε πήγε και τον συνάντησε ο νυν αρχιεπίσκοπος Σιναίου Δαμιανός και τον παρεκάλεσε να πάει στο Σινά. Εκείνη την εποχή ήσαν δύσκολα τα πράγματα στην Κόνιτσα και ο Γέροντας μου έλεγε ότι έκανε προσευχή να βοηθήσει ο Θεός να βρεθεί μια λύση και τότε ακριβώς πήγε ο Σιναίου για λίγους μήνες καιτου είπε «αν θέλεις, έλα στο Σινά»! Την άλλη μέρα κιόλας έφυγε για το θεοβάδιστον Όρος, όπου έμεινε δύο χρόνια -λίγο έξω από το μοναστήρι· με πολύ σκληρή άσκηση, πολλές πειρασμικές επιθέσεις, αλλά και πολλές αντιλήψεις από την Παναγία.
Ο Γέροντας έζησε έξω, στο σπήλαιο των Οσιομαρτύρων Γαλακτίωνος και Επιστήμης. Τώρα το έχουνε διαμορφώσει περισσότερο. Είναι πιο «κατοικήσιμο», θα ελέγαμε. Τότε ήτο πολύ πιο ασκητικό. Εκεί ζούσε ο Γέρων Παΐσιος. Οταν πρωτοπήγε, υποσχέθηκε στον εαυτό του να μην κατέβει στο μοναστήρι, παρά μόνο έπειτα από δεκαπέντε μέρες, για να λειτουργηθεί και να κοινωνήσει. Εκείνες τις δεκαπέντε μέρες -όπως μου έλεγε- του έκανε μεγάλο πόλεμο ο πειρασμός για να τον αναγκάσει να φύγει. Μου έλεγε χαρακτηριστικά: «Αισθανόμουν σαν να ήμουν πάνω στον σταυρό κρεμασμένος! Τόσο δύσκολα ήταν… Μετά τις δεκαπέντε μέρες που κατέβηκα Κυριακή στο μοναστήρι και λειτουργήθηκα καικοινώνησα, αισθάνθηκα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού σαν… γλυκό κρέας! Μετά -φεύγοντας από την εκκλησία- είχα πάρει τόση δύναμη, αισθανόμουν τόσο δυνατός, που έλεγα: Ελα τώρα, διάβολε, άμα θέλεις να πολεμήσουμε!…». Τόσο πολύ αισθάνθηκε ο Γέροντας τη χάρη του Θεού… Ο διάβολος κατά διαστήματα τον πολεμούσε, αλλά ο π. Παΐσιος είχε δύναμη, ήταν έμπειρος…



http://agioritikesmnimes.blogspot.ca/

Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ


Πολλοί κατά καιρούς καταφέρονται εναντίον του χριστιανισμού και της Εκκλησίας ότι δήθεν δεν έχουν δείξει ή δεν δείχνουν ουσιαστικό ενδιαφέρον για τα παιδιά. Αυτό είναι πέρα για πέρα λάθος γιατί αγνοούν σε βάθος τα πράγματα. Απεναντίας η συμβολή του χριστιανισμού στην εξύψωση και προστασία του παιδιού είναι μοναδική. Και αυτό φαίνεται από τους παρακάτω λόγους:

1. Ο Χριστός γίνεται άνθρωπος -νηπιάζει- και περνάει όλα τα στάδια της ανθρώπινης ζωής. Με τη γέννησή Του εξυψώνει την αξία της παιδικής ηλικίας.

2. Δέχεται ο Κύριος με πολλή αγάπη τα παιδιά, τα ευλογεί και τα εγκωμιάζει: «Αφήστε τα παιδιά και μην τα εμποδίζετε να έλθουν κοντά μου, γιατί σ’ αυτά ανήκει η βασιλεία των ουρανών».

3. Τα παρουσίαζε ως υπόδειγμα στους μεγάλους ανθρώπους για να μπουν στη Βασιλεία των Ουρανών. «Αν δεν γίνεται σαν τα παιδιά, δεν πρόκειται να μπείτε στη Βασιλεία των Ουρανών».

4. Ακόλουθοι του Χριστού, εκτός από τους μαθητές και τις μαθήτριες, ήταν και οι νέοι, που ονομάζονται στα ευαγγέλια «παιδία», «παίδες», «νεανίσκοι», «μικροί».

5. Ο Χριστός συγκινείται από τον θάνατο δύο νέων και τους επαναφέρει στη ζωή. Τον υιό της χήρας της Ναίν και την κόρη του Ιαείρου.

6. Η Εκκλησία εφαρμόζει τον «σαραντισμό» του νηπίου και τον νηπιοβαπτισμό.

7. Αναγνωρίζει την αξία του ανθρώπου από την εμβρυακή ηλικία έως ψυχοσωματικής ύπαρξης. Γι’ αυτό και καταδικάζει τις εκτρώσεις, αφού έκτρωση σημαίνει φόνος.

8. Η Εκκλησία ενδιαφέρεται ανέκαθεν για τα ανάπηρα παιδιά, γι’ αυτό ίδρυσε ιδρύματα για την περίθαλψή τους.

9. Αγαπά το παραστρατημένο και ορφανό παιδί, γι’ αυτό διατηρεί ορφανοτροφεία και επισκέπτεται τα ανήλικα φυλακισμένα παιδιά.

10. Καλλιεργεί, διαμορφώνει και ολοκληρώνει την προσωπικότητα του παιδιού (Κατηχητικά σχολεία, έκδοση παιδικών βιβλίων, περιοδικών κατασκηνώσεις κ. α.).

11. Ο Απ. Παύλος κάνει λόγο για την παιδαγωγία των τέκνων και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις γονέων και παιδιών.

12. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μίλησαν για την ανεκτίμητη αξία των παιδιών και φρόντισαν γι’ αυτά.

13. Στη Θ. Λειτουργία η Εκκλησία εύχεται για το παιδί: «Τα νήπια έκθρεψον, την νεότητα παιδαγώγησον».

14. Η Εκκλησία έχει ορίσει προστάτη των παιδιών τον Άγιο Στυλιανό.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...