Tuesday, January 1, 2013

Μητρ. Λεμεσού Αθανάσιο- Mετάνοια η οδος Σωτηρίας

Οι Πατερες και ο λογος του Θεου- Μητ. Λεμεσού Αθανάσιο ( Στα Ελληνικα - En Francais )

Απολυτίκιον του Αγιου Νεκταριου

ΜΙΑ ΦΟΒΕΡΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ... ΠΗΓΑ ΣΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΔΑ !



Γέροντας Αμβρόσιος της Μονής Δαδίου

Κάποτε πού ήταν στην Αιδηψό καί έκανε μπάνια, ξυπνούσε άπό τίς 3 τά χαράματα καί προσευχόταν. Ενα πρωί διηγήθηκε ότι τήν προηγούμενη βραδιά τόνεπισκέφθηκαν γνωστοί κεκοιμημενοι, οί όποιοι τού έδωσαν τά ονόματα τους, γιά νά προσευχηθεί.

Ενας άπό αυτούς κάθισε δίπλα του στό κρεβάτι καί ήταν τόσο παγωμένος, πού μετά έκανε 5 ώρες νά συνέλθει άπό τό ψύχος.

" Ήταν, λές καί τόν είχαν βάλει στην κατάψυξη..."

Άπό τότε έλεγε ότι θά προσευχηθεί στον Θεό, γιά νά του δείξει πώς ζουν οί δίκαιοι καί πώς ζουν οί άνθρωποι οί οποίοι πάνε στην Κόλαση, δηλαδή εκείνοιπού σώζονται καί εκείνοι πού βρίσκονται μακριά άπό τή Χάρη του Θεού.

Έπειτα άπό ένα χρόνο δυνατής προσευχής, ό Θεός του έδωσε αυτή τή δυνατότητα. Σε μία άπό τις συναντήσεις μέ πνευματικά του παιδιά στή Μονή Δαδίου(27.7.2002), ρώτησε μετά τή θεία Λειτουργία του Αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Παντελεήμονος αν γνωρίζουν τί είναι Κόλαση. Κάποιος τού απάντησε:

-Γέροντα, γνωρίζουμε ότι ή Κόλαση, όπως διηγείται τό Ευαγγέλιο, είναι ό χώρος όπου πηγαίνουν οί άνθρωποι πού δέν αγάπησαν τόν Θεό καί δέν τήρησαντις εντολές Του. Καί έχουμε αυτή τήν πληροφορία επίσης άπό τους Πατέρες.

-Ναί, άλλα αυτά είναι θεωρητικά, απάντησε. Έγώ θά σας πώ τήν εμπειρία πού είχα, όταν πρίν άπό λίγο καιρό μέ οδήγησε ό Άγγελος μου στις πύλες τηςΚολάσεως καί είδα έκεί τούς κολασμένους πώς ζουν. Καί εις άπόδειξιν αύτού, σας δείχνω τό σημάδι στό χέρι μου. Αυτό τό σημάδι τό έπαθα, όταν βρέθηκαστίς πύλες της κολάσεως.

Σάν νά έφυγε ή φωτιά άπό τόν πύρινο ποταμό καί μου δημιούργησε ένα μικρό έγκαυμα, γιά νά καταλάβω ότι αυτό τό οποίο μού συμβαίνει δέν είναι ψέματα, ούτε όραμα, ούτε ψευδαίσθηση, άλλα μιά πραγματικότητα, τήν οποία μέ βοήθησε ό Άγιος Άγγελος μου νά τή δεχτώ, νά τήν κατανοήσω καλύτερα, νά τήνπιστέψω περισσότερο, καί νά σας τή διηγηθώ...

Καί τους αφηγήθηκε πώς είδε τους ανθρώπους πού βρίσκονται στην Κόλαση, νά κολυμπούν μέσα σ' έναν πύρινο ποταμό, ενώ τό σημάδι πού απέκτησε, σάνμιά ουλή, ήταν λίγο πιό πάνω άπό τόν καρπό του.

Στή συζήτηση επάνω, είπε καί τά έξης:

- Ό κάθε άνθρωπος άπό εσάς έχει έναν Άγγελο πού τόν συνοδεύει. Αλλά προσέξτε, παιδιά, Άγγελο έχουν μόνο οί βαπτισμένοι. Οί άβάπτιστοι δέν έχουνΆγγελο φύλακα.

Τόν φύλακα Άγγελο τόν παίρνουμε τή μέρα της βαπτίσεώς μας. Άν προσευχηθείς σ' αυτόν, θά σου φανερωθεί. Αλλά έχεις καί δαίμονες δίπλα σου, ν


Γέροντας Αμβρόσιος της Μονής Δαδίου

Η Ορθόδοξη Superwoman ( Γεροντας Παϊσιος )




-Γέροντα, μιὰ γυναίκα τὴν ἐγκατέλειψε ὁ ἄνδρας της, πῆρε καὶ τὸ παιδὶ, καὶ ἔχει σχέσεις μὲ δὺο ἄλλες γυναὶκες. Μὲ ρώτησε τί νὰ κάνη.
-Νὰ τῆς πῆς, ὅσο μπορεῖ, νὰ κάνη ὑπομονή, προσευχή, καὶ νὰ φέρεται μὲ καλοσύνη. Νὰ περιμένη· νὰ μὴ διαλύσει τὸν γάμο ἡ ἴδια. Κάποιος περιφρονοῦσε τὴν γυναίκα του, τὴν κακαμεταχειριζόταν, καὶ αὐτὴ τὰ ἀνατιμετώπιζε ὅλα μὲ ὑπομονὴ καὶ καλοσύνη, μέχρι ποὺ πέθανε σχετικὰ νέα. Ὅταν ἔκαναν τὴν ἐκταφή της, βγῆκε ἀπὸ τὸν τάφο μία εὐωδία.
Ἀπόρησαν ὅσοι βρίσκονταν ἐκεῖ.
Βλέπετε, αὐτὴ ἀντιμετώπιζε τὰ πάντα μὲ ὑπομονὴ σ’ αὐτὴν τὴν ζωή, γι’ αὐτὸ δικαιώθηκε στὴν ἄλλη ζωή.

Ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου καὶ μιὰ ἄλλη περίπτωση. Ἕνα κοσμικὸ παιδὶ εἶχε συμπαθήσει μιὰ κοπέλα ποὺ ζοῦσε πνευματικά. Γιὰ νὰ τὸν συμπαθήση καὶ ἡ κοπέλα, προσπαθοῦσε νὰ ζῆ κι αὐτὸς πνευματικά, ἐκκλησιαζόταν κ.λπ. Τελικὰ παντρεύτηκαν. Μετὰ ὅμως ἀπὸ χρόνια ἐκεῖνος ἄρχισε πάλι τὴν κοσμικὴ ζωή.
Ἐνῶ εἶχαν καὶ μεγάλα παιδιὰ -ἕνα ἀγόρι στὸ πανεπιστήμιο καὶ δύο κοπέλες, μία στὸ λύκειο καὶ μία στὸ γυμνάσιο –αὐτὸς συνέχιζε νὰ ζῆ ἄσωτα. Εἶχε μιὰ μεγάλη ἐπιχείρηση καὶ ἔβγαζε πολλὰ χρήματα, ἀλλὰ τὰ περισσότερα τὰ ἐξόδευε μὲ τὴν ἄσωτη ζωή του.
Ἡ καημένη ἡ σύζυγός του κρατοῦσε τὸ σπίτι μὲ τὴν οἰκονομία ποὺ ἔκανε καὶ τὰ παιδιά της μὲ τὶς συμβουλές της. Δὲν κατηγοροῦσε τὸν πατέρα τους, γιὰ νὰ μὴν τὸν σιχαθοῦν καὶ τραυματισθοῦν, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν παρασυρθοῦν.
Τὰ βράδια ποὺ γύριζε ἀργά, εὔκολα τὸν δικαιολογοῦσε, λέγοντας στὰ παιδιὰ ὅτι ἔχει δουλειὲς, ἀλλὰ τὸ μεσημέρι ποὺ πήγαινε στὸ σπίτι μὲ κάποια φιλαενάδα του, τί νὰ ἔλεγε; Γιατί, τί ἔκανε ὁ ἀθεόφοβος αὐτὸς ἄνθρωπος; -ἄν καὶ δὲν ἀξίζει νὰ τὸν λέη κανείς ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν εἶχε καθόλου ἀνθρωπιά.
Τηλεφωνοῦσε στὴν γυναίκα του νὰ τοῦ ἑτοιμάση τὰ φαγητὰ ποὺ ἐπιθυμοῦσε καὶ ἐρχόταν τὸ μεσημέρι μὲ κάποια ἀπὸ τὶς φιλενάδες του γιὰ φαγητὸ. Ἡ καημένη ἡ μάνα, γιὰ νὰ μὴν μποῦν σὲ ἄσχημους λογισμοὺς τὰ παιδιά της, τοὺς καλοδεχόταν.
Ἔδινε τὴν ἐντύπωση ὅτι εἶναι δική της φίλη καὶ πέρασε ὁ σύζυγος της ἀπὸ τὸ σπίτι της καὶ τὴν ἔφερε στὸ σπίτι τους, μὲ τὸ αὐτοκίνητό του. Ἔστελνε μὲ τρόπο τὰ παιδιὰ στὰ δωμάτιά τους, γιὰ νὰ διαβάσουν, γιατὶ φοβόταν μήπως δοῦν καμμιὰ ἄσχημη σκηνή, ἐπειδὴ δυστυχῶς αὐτὸς δὲν πρόσεχε, ἀλλὰ ἀσχημονοῦσε καὶ μέσα στὸ σπίτι. Αὐτὸ γινόταν κάθε μεσημέρι καὶ κάθε τόσο τῆς κουβαλοῦσε καὶ ἄλλο πρόσωπο.
Ἀφοῦ τὰ παιδιὰ ἔφθασαν νὰ λένε στὴν μητέρα τους: «Πόσες φίλες ἔχεις, μαμά;» . «Γνωριζόταμασταν ἀπὸ παλιά», τοὺς ἔλεγε ἐκείνη. Ἐν τῷ μεταξὺ αὐτὸς τὴν εἶχε τὴν καημένη χειρότερα καὶ ἀπὸ ὑπηρέτρια, διότι τῆς φερόταν μὲ πολλή βαρβαρότητα.
Σκεφθῆτε τώρα, αὐτὴ ἡ μάνα κάθε μέρα νὰ ὑπηρετῆ δύο κτήνη, ποὺ ἀτίμαζαν τὸ σπίτι, καὶ νὰ βάζη συνέχεια καλοὺς λογισμοὺς στὰ παιδιά της. Καὶ δὲν εἶναι ὅτι ἤξερε πὼς τὸ θέμα αὐτὸ θὰ λήξη ἔπειτα ἀπὸ ἕνα διάστημα, ὥστε νὰ πῆ: «θὰ κάνω ὑπομονὴ» καὶ νὰ ἔχη καὶ λίγη παρηγοριά.
Αὐτὴ ἡ κατάσταση συνεχίστηκε ἀρκετὰ χρόνια. Ἐπειδὴ ὅμως εἶχε δώσει ὁ ταλαίπωρος πολλὰ δικαιώματα στὸν διάβολο, ἑπόμενο ἦταν νὰ δέχεται φοβερὲς δαιμονικὲς ἐπιδράσεις. Ἦταν σὰν τρελλός, δὲν ἤλεγχε τὸν ἑαυτό του, ὅλα τοῦ ἔφταιγαν.
Μιὰ μέρα λοιπὸν, ὅπως ἔτρεχε μὲ τὸ αὐτοκίνητό του, καθὼς ἦταν μεθυσμένος ἀπὸ τὴν σαρκικὴ μέθη, ξέφυγε ἀπὸ τό δρόμο καὶ ἔπεσε στὸ γκρεμό. Τὸ αὐτοκίνητο διαλύθηκε καὶ αὐτός τραυματίστηκε σοβαρά. Τὸν μετέφεραν στὸ νοσοκομεῖο καὶ ὕστερα ἀπὸ μιὰ σχετικὴ νοσηλεία τὸν πῆγαν στὸ σπίτι σακατεμένο.
Καμμιὰ φιλενάδα του δὲν τὸν πλησίασε, γιατὶ δὲν εἶχε πιὰ οὔτε πολλὰ χρήματα, ἀλλὰ καὶ τὸ πρόσωπό του ἦταν παραμορφωμένο. Ἡ καλὴ σύζυγος ὅμως καὶ καλὴ μάνα τὸν περιποιόταν μὲ πολλὴ καλωσύνη, χωρίς νὰ τοῦ θυμίζη τίποτε ἀπὸ τὴν ἄσωτη ζωή του.
Αὐτὸ τὸν συγκλόνισε καὶ τὸν ἀλλοίωσε πνευματικὰ. Μετανόησε εἰλικρινὰ, ζήτησε καὶ ἐξομολογήθηκε, ἔζησε λίγα χρόνια χριστιανικά, μὲ ἐσωτερική εἰρήνη, καὶ ἀναπαύθηκε ἐν Κυρίῳ. Μετὰ τὸν θάνατο του τὸ ἀγόρι ἀνέλαβε τὴν δουλειά του καὶ συντηροῦσε τὴν οἰκογένεια.
Ζοῦσαν ἀγαπημένα τὰ παιδιὰ, γιατὶ εἶχαν πάρει καλὲς ἀρχὲς ἀπὸ τὴν καλὴ μάνα. Αὐτὴ ἡ μάνα ἦταν ἡρωίδα.
Ἤπιε ὅλα τὰ φαρμάκια, γιὰ νὰ μὴ διαλυθῆ ἡ οἰκογένειά της καὶ πικραθοῦν τὰ παιδιὰ της, κράτησε τὴν οἰκογένεια σωστά, ἔσωσε καὶ τὸν ἄνδρα της, ἀποταμίευσε καὶ αὐτὴ οὐράνιο μισθό. Ὁ Θεὸς αὐτὴν τὴν γυναίκα θὰ τὴν βάλη στὴν καλύτερη θέση στὸν Παράδεισο.


ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ

The fear of God leads to the love of God (Part 3)



It is not possible for someone to arrive at perfect fear, as we
previously stated, if one does not first acquire the introductory fear. For it is
written, “The beginning of wisdom is the fear of the Lord” (Ps. 110:10).
Additionally, “The beginning and the end is the fear of God” (Pr. 1:7, 9:10,
22:4). When it says “the beginning,” it is referring to the introductory fear
which is then replaced by perfect fear which the saints have.


Introductory fear is appropriate for us and our spiritual level. It
guards the soul from every evil, just as tinning protects steel from rust. For
the Scriptures say, “With the fear of the Lord, everyone avoids sin” (Pr.
15:27). If someone distances himself from evil due to the fear of
punishment, just as a slave who is afraid of his master, he begins in part to
execute virtue. 


In following, as a person executes virtue, he gradually
begins to hope and expect a reward for his good deeds, just as a worker
does. When a person continues, with God’s help, in virtue indefinitely and
comes close to God (according to the measure of his progress), he finally
tastes and senses God, Who is the ultimate good, and he no longer wants
to be separated from Him. Who can separate this person, as the Apostle
said, from the love of Christ (Rom. 8:35)? At this point a person has
attained the status of a son, he loves virtue on account of virtue alone, and
he fears because he loves. This is the great and perfect fear.




—by Abba Dorotheos—

The fear of God leads to the love of God (Part 2)



As St. Basil the Great says, there are three types of dispositions with
which we are capable of pleasing God. The first is when we keep God’s
commandments because we are afraid of Hell; in this instance we are in
the position of a slave. The second is when we fulfill God’s commandments
because it is profitable for us and we desire to receive payment and to be
rewarded; in this case we resemble employees. The third is when we do so
on account of virtue itself; in this instance we hold the title of a son. For
when a son reaches a mature age, he carries out the will of his father not
because he is afraid of being punished, not because he wants to receive
payment from him, but because he loves his father, and he pays special
attention to always love and respect his father, convinced that everything
that his father owns belongs to him as well. Such a person becomes
worthy of hearing the following words: “Wherefore thou art no more a
servant, but a son; and if a son, then an heir of God through Christ” (Gal.
4:7). Such a person no longer fears God (with introductory fear, of course)
as we have already said, but he loves God, as Saint Anthony stated: “I no
longer fear God, but I love Him.”
When the Lord said to Abraham (after he offered his son to Him),
“Now I have come to know that you fear God” (Gen. 22:12), He was
referring to the perfect fear that results from love. Why else would He have
said, “Now I know”? Abraham did so many things prior to this. He obeyed
God, abandoned everything he had, and went to live in a foreign land
amongst a nation of idolaters, where there was not even a trace of
godliness. After all this, the Lord put him through the most-difficult test of
sacrificing his own son. Finally, He told him, “Now I have come to know
that you fear God.” It is clear that God was referring to the perfect fear that
the Saints possess. For the saints no longer do God’s will because they
fear Hell or hoping to receive a reward; rather, they love Him, as we have
repeatedly stated, fearing not to do anything contrary to the will of Him
Whom they love. This is why it has been said, “Love casts away fear.” For
they no longer do things out of fear; rather, they fear as a result of love.
This is the perfect fear. But it is not possible for someone to arrive at
perfect fear, as we previously stated, if one does not first acquire the
introductory fear.



—by Abba Dorotheos—
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...