Tuesday, May 31, 2016

Το Βίο του Αγίου Εφραίμ της Νέας Μάκρης


Ο Άγιος Εφραίμ γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 14 Σεπτεμβρίου του 1384μ.Χ. Ήταν ένα από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας Μόρφη. Οι γονείς του όταν βάπτισαν τον Άγιο του έδωσαν το όνομα Κωνσταντίνος. Σε μικρή ηλικία ο Άγιος Εφραίμ ορφάνεψε από πατέρα. Από εκείνη την στιγμή η μητέρα του ανέλαβε εξ ολοκλήρου την φροντίδα της οικογένειας. Στην φροντίδα αυτή συμπεριέλαβε και την χριστιανική αγωγή των παιδιών της. Ο Άγιος από μικρός έδειξε ιδιαίτερη αγάπη για τον Θεό και την Χριστιανική πίστη

Όταν ο Άγιος Εφραίμ ήταν δεκατεσσάρων ετών, στην περιοχή των Τρικάλων γινόταν από τους Τούρκους, υπό τις διαταγές του Σουλτάνου Βαγιαζίτ του 1ου, επιχειρήσεις παιδομαζώματος. Το παιδομάζωμα ήταν το πρώτο στάδιο της δημιουργίας των Γενίτσαρων. Μάζευαν οι Τούρκοι μικρά Ελληνόπουλα, τα έστελναν στην Τουρκία όπου σε ειδικά στρατόπεδα τα μεγάλωναν γεμίζοντας την καρδιά τους αγάπη για τον Αλλάχ και μίσος για τον Χριστό και την Ελλάδα. Αυτά τα Ελληνόπουλα γίνονταν οι φοβεροί Γενίτσαροι, που όπως λένε πολλές μαρτυρίες ήταν σκληρότεροι και από τους ίδιους τους Τούρκους.

Φοβούμενη η μητέρα του Αγίου ότι θα τον πάρουν και αυτόν οι Τούρκοι, τον συμβούλεψε να φύγει από το πατρικό του σπίτι και να κατευθυνθεί σε περιοχές της Ελλάδας που δεν ήταν ακόμα κάτω από τον Τουρκικό ζυγό. Όταν έφτανε σε μια τέτοια περιοχή, τον ορμήνεψε, να βρει ένα μοναστήρι και να εισαχθεί εκεί ως δόκιμος μοναχός, μιας και η μοναστική ζωή ήταν κάτι που επιθυμούσε και ο ίδιος. Τις συμβουλές αυτές ακολούθησε ο Άγιος Εφραίμ και μετά από πολλούς κόπους έφτασε στο όρος Αμώμων της Αττικής. Είναι το όρος που, στις μέρες μας, στους πρόποδες του είναι χτισμένη η Νέα Μάκρη. Στο όρος είχαν μαζευτεί χριστιανοί ασκητές, και από αυτούς ονομάστηκε όρος Αμώμων, δηλαδή όρος των Καθαρών. Εκεί υπήρχε και το ανδρικό μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Σε αυτό το μοναστήρι κατάφυγε ο Άγιος Εφραίμ και έμεινε έως την ηλικία των 18 ετών ως δόκιμος μοναχός της μονής.

Στην ηλικία των δεκαοκτώ χρίστηκε μοναχός και έλαβε το όνομα Εφραίμ (όπως έχουμε αναφέρει μέχρι τότε ονομαζόταν Κωνσταντίνος). Μετά δε από λίγα χρόνια χειροτονήθηκε Ιερέας. Στο μοναστήρι περνούσε πολύ λίγο χρόνο. Συνήθως ήταν απομονωμένος σε μια σπηλιά στην περιοχή όπου και ασκήτευε.

Τα χρόνια περνούσαν και η Οθωμανική αυτοκρατορία είχε υποδουλώσει σχεδόν όλη την Ελλάδα. Στην περιοχή της Αττικής δρούσαν Τουρκικά στρατεύματα υπό τις διαταγές του Εβρενόμπεη. Μέρος αυτών των στρατευμάτων, το 1424, αναπτύχθηκε στην περιοχή του όρους Αμώμων και άρχισε να καταστρέφει, να λεηλατεί και να δολοφονεί, κάνοντας πράξη την συνήθη τακτική των Τουρκικών στρατευμάτων τον καιρό εκείνο. Έτσι έφτασαν και στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου και απαίτησαν να τους παραδοθούν οι θησαυροί του μοναστηριού. Το μοναστήρι όμως ήταν φτωχό και το μόνο που κατάφεραν να πάρουν οι Τούρκοι από εκεί ήταν οι ζωές όλων των μοναχών που σφαγιάστηκαν στην αυλή του μοναστηριού.

Ο Άγιος την ημέρα εκείνη δεν ήταν στο μοναστήρι. Όταν το επισκέφθηκε την επόμενη, βρήκε τα πτώματα των μοναχών στην αυλή και το μοναστήρι κατεστραμμένο. Αφού φρόντισε για την ταφή των μοναχών, αποσύρθηκε μόνιμα πλέον στην σπηλιά που ασκήτευε. Στο μοναστήρι κατέβαινε μόνο στις μεγάλες εορτές για να λειτουργήσει στην εκκλησία του. Σε μια τέτοια εορτή, στις 14 Σεπτεμβρίου του 1425 (ημέρα μνήμης της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού), ξαναεπισκέφθηκαν οι Τούρκοι την μονή. Συνέλαβαν τον Άγιο και άρχισαν να τον υποβάλουν σε φρικτά βασανιστήρια προσδοκώντας να τους αποκαλύψει τυχών μυστικές κρύπτες με θησαυρούς που δεν είχαν καταφέρει να ανακαλύψουν. Οκτώ ολόκληρους μήνες ο Άγιος υπέμενε τα φρικτά βασανιστήρια των Τούρκων έως τις 5 Μαΐου του 1426 κρεμασμένος ανάποδα καρφωμένος με καρφιά στον κορμό μιας μουριάς, παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, σε ηλικία 42 ετών.






Το δένδρο στο οποίο μαρτύρησε ο Άγιος

Στις μέρες μας στο μοναστήρι αυτό μένουν και υπηρετούν μοναχές. Το λείψανο του Αγίου Εφραίμ φυλάσσεται εκεί και καθημερινά εκατοντάδες πιστών το επισκέπτονται ζητώντας από τον Άγιο την ευλογία και την βοήθεια του. Ο Άγιος με την χάρη του Θεού έχει κάνει χιλιάδες θαύματα. Στον περίβολο της μονής, και προστατευμένη από κτίσμα που χτίστηκε γύρω της, υπάρχει η μουριά πάνω στην οποία ο Άγιος Εφραίμ άφησε την τελευταία του πνοή. Η ηρεμία που επικρατεί στον χώρο είναι κάτι που δεν περιγράφεται με λέξεις. Θα την νιώσετε κι εσείς όταν με την βοήθεια του Χριστού επισκεφθείτε τον Άγιο Εφραίμ στην μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στην Νέα Μάκρη Αττικής.

Η εκκλησία μας έχει αφιερώσει στην μνήμη του Αγίου Εφραίμ δύο ημέρες του έτους. Την 5η Μαΐου όπου τιμούμε το μαρτυρικό θάνατο του Αγίου και την 3η Ιανουαρίου όπου τιμούμε την ανεύρεση των ιερών λειψάνων του. Τα ιερά λείψανα του Αγίου Εφραίμ βρέθηκαν με Θεία Παρέμβαση το 1950, 524 ολόκληρα χρόνια μετά τον θάνατο του.

Ένα από τα παλαιότερα μοναστήρια της Αττικής είναι αυτό στο Όρος των Αμώμων (τοποθεσία γνωστή σήμερα ως Νέα Μάκρη). Πολλοί μοναχοί και ιερείς έμειναν εκεί και προσευχήθηκαν στον Κύριο. Στα χρόνια της τουρκοκρατίας έγιναν μεγάλες και βάρβαρες σφαγές όπου ξεκληρίστηκε το μοναστήρι, ένα από τα θύματα ήταν και ο Άγιος μας. Το 1945 η Μοναχή τότε Μακαρία πήγε στα ερείπια της αρχαίας μονής του Ευαγγελισμού άλλοτε ονομαζόμενης ως Σταυροπηγιακής, του Όρους Αμώμων Από θεία παρόρμηση, διαμόρφωσε ένα κελάκι εκεί και άρχιζε να καθαρίζει τα ερείπια του παλαιού Ναού για να τον ανακατασκευάσει. Εκεί πολλές φορές διαλογιζόταν ότι σε εκείνα τα χώματα είχαν ζήσει κατά την πάροδο των αιώνων Άγιοι Μοναχοί και προσευχόταν να " γνωρίσει ή να της φανερωθεί κάποιος από αυτούς". Μια φωνή στην αρχή σιγανή αλλά με τον καιρό δυνατότερη στην ψυχή της, της έλεγε " Σκάψε και θα βρείς αυτό που επιθυμείς" και θαυμαστώς της είχε φανερωθεί ένα σημείο στο προαύλιο του Μοναστηριού.

Έτσι στις 3 Ιανουαρίου 1950 έχοντας έναν εργάτη για άλλες εργασίες στο μοναστήρι τον έβαλε να σκάψει στο σημείο όπου την υποδείκνυε η ψυχή της. Ο εργάτης ήταν αρνητικός ήθελε να σκάψει οπουδήποτε αλλού παρά σε αυτό το σημείο, τελικά μετά από τις εκκλήσεις και τις προσευχές, ο εργάτης πείστηκε και ξεκίνησε να σκάβει. Το σημείο εκεί είχε ένα μισογκρεμισμένο τζάκι, τοίχο κ.α πράγματα που έδειχναν ότι εκεί κάποτε υπήρχε κελί κάποιου μοναχού. Φτάνοντας το 1,70 ύψος σκάψιμο βρέθηκε το πρώτο εύρημα.. Ένα κεφάλι.. και όλος ο τόπος απόκτησε μια ευωδιά.. ( ήταν 3/1/1950 ώρα 9 το πρωί) σιγά σιγά και με προσοχή ή Ηγουμένη Μακαρία έβγαλε όλο το σκήνωμα και το τοποθέτησε σε μία θυρίδα που ήταν πάνω από τον τάφο.

Ήταν φανερό ότι επρόκειτο για κληρικό γιατί το ράσο του είχε παραμείνει άθικτο. Το βράδυ, διαβάζοντας τον εσπερινό η Ηγουμένη άκουσε βήματα.. Ο ήχος ερχόταν από τον τάφο.. μετά απο τον περίβολο και έφτασε ως την πόρτα της εκκλησίας. Εκεί πρωτοαντίκρισε τον Άγιο, ψηλός με μάτια μικρά στρογγυλά, με μακριά μαύρα γένια που έφταναν στον λαιμό, ντυμένος με την μοναχική αμφίεση. Στο ένα χέρι είχε μία φλόγα και με το άλλο ευλογούσε. Ο Άγιος ζήτησε να τον βγάλουν από αυτή την θυρίδα που το είχαν. Την επόμενη κιόλας μέρα η Ηγουμένη καθάρισε τα οστά και τα τοποθέτησε σε μια θυρίδα στο Ιερό του Ναού. Το ίδιο βράδυ φανερώθηκε στον ύπνο της ο Άγιος και την ευχαρίστησε και της φανέρωσε και το όνομα του "ΕΦΡΑΙΜ ".

Sunday, May 29, 2016

Η γιαγιά και η Καινή Διαθήκη ....


Κάποτε, σ’ ένα εκκλησιαστικό βιβλιοπωλείο μπήκε μια γριούλα για να ψωνίσει!

Κατευθύνθηκε προς τον υπάλληλο του βιβλιοπωλείου και ζήτησε την Καινή Διαθήκη! Ο υπάλληλος πρόθυμος, την εξυπηρέτησε αμέσως!
Στο κατάστημα εκείνη τη στιγμή έτυχε να βρίσκεται και κάποιος ιερέας! Βλέποντας την γριούλα να αγοράζει την Καινή Διαθήκη αναρωτήθηκε αν την ήθελε για την ίδια ή για κάποιον άλλον, καθώς την θεώρησε αρκετά μεγάλη για να ξέρει να διαβάζει!
Πήρε το θάρρος λοιπόν, και την ρώτησε:

-Γιαγιάκα, για σένα την θέλεις την Καινή Διαθήκη;
-Μάλιστα, πάτερ μου, απάντησε εκείνη!

-Αλήθεια; Ξέρεις να διαβάζεις;
-Όχι! Απάντησε η γριούλα, εντελώς φυσιολογικά!
-Και τότε τι θα την κάνεις την Καινή Διαθήκη αν δεν μπορείς να την διαβάσεις; την ξαναρώτησε ο ιερέας!
-Να παιδί μου, του απάντησε η γριούλα! Την κρατάω αγκαλιά, πάω μπροστά στην εικόνα του Χριστού, του δείχνω την Καινή Διαθήκη και του λέω:
“Χριστέ μου δεν ξέρω να διαβάζω, αλλά ότι λες σε αυτό το βιβλίο, βάλτο εδώ μέσα” και με ένα ελαφρύ χτύπο του χεριού της, έδειξε την καρδιά της!

Wednesday, May 25, 2016

Ἡ προσευχή μιᾶς ἐγγονούλας (συγκινητική ἀληθινή ἱστορία)



Ήρθαν από το χωριό Ποτιδάνεια Δωρίδος αρχές Ιουλίου το καλοκαίρι του 2002.
Η μητέρα, η γιαγιά, η εγγονούλα. Η γιαγιά και η εγγονούλα πανομοιότυπα! Συμπαθέστατες, με γαλάζια μάτια και οι δύο, αντιπρόσωποι δύο διαφορετικών γενεών. Η μητέρα είπε:
- Η γιαγιά μας το ότι ζει το οφείλει στην προσευχή της εγγονούλας της. Είχε βαριά πνευμονία και ήταν στο νοσοκομείο. Εκεί έπαθε πνευμονικό οίδημα, οπότε τελείωσε. Η αδελφή μου με πήρε τηλέφωνο από το νοσοκομείο και μου είπε να ετοιμάσουμε το σπίτι για την κηδεία.
Η κόρη μου ήταν δίπλα στο τηλέφωνο. Όταν άκουσε το θάνατο της γιαγιάς, άρχισε να κλαίει και να φωνάζει:
“Όχι, δεν θέλω να πεθάνει η γιαγιά μου! Βοήθα μας Παναγιά μου! Δως μου καλέ μαμά ένα προσευχητάρι να προσευχηθώ!” Με κλάματα έψαχνε τα βιβλία, αλλά δεν έβρισκε εκεί κοντά κανένα. Βρήκε μόνο το πρώτο βιβλίο Θαυμάτων της Παναγίας. Το άνοιξε και άρχισε να επαναλαμβάνει συνέχεια το απολυτίκιο της Παναγίας μπροστά στα εικονίσματα του σπιτιού! Ζητούσε το παιδί με μεγάλη πίστη και δάκρυα να του χαριστεί η αγαπημένη του γιαγιά. Εγώ παρακολουθούσα έκπληκτη, χωρίς να τολμώ να το διακόψω και να του πω πως στο τηλέφωνο μου είχαν πει ότι είχε πια τελειώσει.
Το τηλέφωνο όμως ξαναχτύπησε. Ήταν πάλι η αδελφή μου, η οποία φανερά συγκινημένη μου είπε:
-Ξέρεις η μητέρα συνήλθε, έδειξε σημάδια ζωής και την έβαλαν αμέσως στην εντατική μονάδα για παρακολούθηση!
Η πίστη του μικρού κοριτσιού νίκησε! Η Υπεραγία Θεοτόκος με τις πρεσβείες Της πήρε παράταση ζωής για την γιαγιά, η οποία παρούσα εδώ τα άκουγε αυτά συγκινημένη, με ένα γλυκύτατο βλέμμα και χαμόγελο.

Είχε δίκιο η εγγονούλα της να την αγαπά τόσο…..
 

Από το βιβλίο ”Παναγία Βαρνάκοβα: Θαύματα της Παναγίας"

Monday, May 23, 2016

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! Το Άγιο Όρος Σταματάει να μνημονεύει τον Βαρθολομαίο! Η ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ!




ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ! Το Άγιο Όρος Σταματάει να μνημονεύει τον Βοθρολομαίο! Η ΕΣΦΙΓΜΕΝΟΥ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ!
Από την εφημερίδα “Ορθόδοξος Τύπος”

“Ως εκ τούτου, είμεθα υποχρεωμένοι και εμείς να εφαρμόσουμε τους Ι. Κανόνες της Εκκλησίας μας, τον γνωστόν ΙΕʹ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Οικουμ. Συνόδου, σύμφωνα με τον οποίον οφείλουμε να κάνουμεν διακοπή της μνημονεύσεως όλων των αιρετικών λατινοφρόνων – φιλοενωτικών Οικουμενιστών. Επομένως κατ᾿ ανάγκη θα διακόψουμε την διαμνημόνευσιν του ονόματός τους, κατά την προσκομιδή από το άγιον δισκάριον, που συμβολίζει την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, όλων εκείνων των Επισκόπων, κληρικών και λαϊκών που θα υπογράψουν αυτήν την αιρετικήν Σύνοδον. Καθώς και όλων όσων συμφωνούν μαζί τους και θα ακολουθήσουν συνειδητά αυτή την αίρεση”.

Με έντονο τρόπο Αγιορείτες Πατέρες αντιδρούν στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο που θα πραγματοποιηθεί σε ένα περίπου μήνα και για το λόγο αυτό έγραψαν την κάτωθι ανοικτή επιστολή.


Ανοικτή Επιστολή Αγιορειτών Πατέρων

Προς:
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, τας λοιπάς αυτοκεφάλους Ορθοδόξους Εκκλησίας, την Ιεράν Κοινότητα Αγίου Όρους, το χριστεπώνυμον πλήρωμα της Εκκλησίας:

«Πραγμάτων επιδρομαί… τα των φίλων άπιστα, τα της Εκκλησίας αποίμαντα. Έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά. Ο πλούς εν νυκτί, πυρσός ουδαμού. Χριστός καθεύδει, τι χρη παθείν;…» (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος).

Όπως γνωρίζουμε πολύ καλά από την εκκλησιαστική ιστορία, η σύγκληση μιάς Συνόδου αφορά πρωτίστως στην θέσπιση και την στερέωση των Δογμάτων της Εκκλησίας και την οριοθέτησή της από την αίρεσιν. Δηλαδή, η Εκκλησία θεωρεί ως καθήκον της, εκ των ων ουκ άνευ, την καταπολέ­μηση κάθε αιρέσεως και την ορθοτόμηση του λόγου της αληθείας. Ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, μέγας Διδάσκαλος και Πατέρας της Εκκλησίας, σαφώς τονίζει «το να είναι πάντα τα εκτιθέμενα παρ᾿ αυτών δόγματα και οι κανόνες Ορθόδοξα ευσεβή και σύμφωνα ταίς θείαις Γραφαίς, ή ταίς προλαβούσαις Οικουμενικαίς Συν­όδοις», και «Αύτη εστί τα αιώνια όρια, α έθεντο οι πατέρες ημών και νόμοι οι υπάρχοντες εις τον αιώνα…τους οποίους σύνοδοι Οικουμενικαί τε και Τοπικαί διά Πνεύματος Αγίου εθέσπισαν». (Πηδάλιον, εκδ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 16). Συμβάλλοντες, λοιπόν και εμείς, ως Αγιορείτες Μοναχοί και ως ζωντανά μέλη της Εκκλησίας προς τον σκοπό της πνευματικής αφυπνήσεως και ενισχύσεως του Ορθοδόξου φρονήματος του πιστού λαού, επιθυμούμε να καταθέσουμε και δημοσίως την ιδικήν μας μαρτυρία.
Η λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος», η οποία ως γνωστόν, πρόκειται να λάβει χώρα τον προσεχή Ιούνιο στην Κρήτη (19-6-2016, με το παλαιό ημερολόγιο 6–6-2016), αποτελεί ένα στάδιο του προγράμματος του Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού ή της Θρησκευτικής Παγκοσμιοποίησεως της Νέας Τάξεως Πραγμάτων, η οποία ως γνωστόν επιδιώκει να υποτάξει ολόκληρη την ανθρωπότητα με τρία μεθοδευμένα σχέδια, α) με μία παγκόσμια κυβέρνηση β) με μία παγκόσμια οικονομία και γ) με μία παγκό­σμια θρησκεία. Η εφαρμογή αυτού του στόχου για μια παγκόσμια θρησκεία, εγκαινιάστηκε πρώτα στον προτεσταντικό κόσμο με την λεγομένη “Οικουμενική κίνηση”, και στον ορθόδοξο κόσμο ξεκίνησε με τον ενθρονιστήριο λόγο του Πατριάρχου Κων/πόλεως Μελετίου Μεταξάκη (1923) και επηυξήθη με τον επίσης Πατριάρχη Κων/πόλεως Αθηναγόρα Σπύρου (1948-1972).
Αντί να καταδικάσει η λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» τις υφιστάμενες και καθημερινώς δρώσες αιρέσεις, οι οποίες πλανούν τους πιστούς, επιδιώκει πρωτίστως να αναγνωρίσει την Παναίρεση, κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, του Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, όπως έπραξαν και οι Παπικοί στην Β’ Βατικάνεια Σύνοδό τους (1962-1965). Ότι η λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδος» επιδιώκει να αναγνωρίσει τον Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό και Διαθρησκειακό Οικουμενισμό, αποδεικνύεται από τα κατωτέρω:
1) Το προσυνοδικό κείμενο της Συνάξεως των Προκαθημένων το οποίο παραπέμπεται προς υιοθέτηση από τις Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, στη λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο», στο άρθρο με τίτλο «Σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικόν κόσμον» αναγνωρίζει ότι οι Παπικοί και οι Προτεστάντες δεν είναι αιρετικοί, αλλά εντάσσονται στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Συμβόλου της Πίστεως Νικαίας–Κωνσταντινουπόλεως, υπερτονίζοντας την ιστορικότητά τους ως εκκλησίες και παραβλέποντας σκανδαλωδώς την αίρεσή τους, λέγοντας ότι «Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναγνωρίζει την ιστορικήν ύπαρξιν άλλων Χριστιανικών Εκκλησιών και Ομολογιών μη ευρισκομένων εν κοινωνία μετ᾿ αυτής», παραβλέποντας έτσι την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, έστω και αν η Η’ Οικουμενική Σύνοδος, επί Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου (879-880) και με τις ψήφους των αντιπροσώπων του τότε Πάπα της Δύσεως, είχε καταδικάσει το αιρετικό filiogue ( και εκ του Υιού). Έτσι προσβάλλεται το Εκκλησιολογικό Δόγμα της Εκκλησίας και δημιουργείται Εκκλησιολογική αίρεση, διότι η Εκκλησία οριοθετείται από τα Δόγματα της πίστεως και ταυτίζεται με τους πραγματικούς πιστούς, τους αποτελούντας το Σώμα του Χριστού, με Κεφαλή αυτόν τον ίδιον τον Σωτήρα, μέσω της ακριβούς Ορθοδόξου Πίστεως, καθώς επίσης και της ορθής και μη παραποιημένης πνευματικής ζωής και της εν μετανοία συμμετοχής τους στα Μυστήρια της Αγίας μας Εκκλησίας.
2) Το ίδιο προσυνοδικό κείμενο, αναγνωρίζει το Παγκόσμιο Συμβούλιο των «Εκκλησιών» (ή ακριβέστερα αιρέσεων), το οποίο έχει ιδρυθεί το 1948 από την Νέα Τάξη Πραγμάτων, για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της θρησκευτικής παγκοσμιοποιήσεως, δηλαδή την Παγκόσμια Θρησκεία του Αντιχρίστου. Το Π.Σ.Ε. αρχικά είχε ως σκοπό του τον Συγκρητιστικό Διαχριστιανικό Οικουμενισμό, ενώ στη συνέχεια, τις τελευταίες δεκαετίες, διεύρυνε τις επιδιώξεις του και στην προώθηση του Συγκρητιστικού Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Αναγνωρίζει τα διάφορα κείμενα του Π.Σ.Ε. ως δεσμευτικά για την Μεγάλη Σύνοδο και την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τα κείμενα αυτά « είναι μετέωρα. Τα διαχειρίζονταν κάποιοι αντιπρόσωποι, οι οποίοι είπαν τις απόψεις τους, υπέγραψαν τα κείμενα εξ ονόματος των Τοπικών βέβαια Εκκλησιών, πλην όμως οι Ιεράρχες των Εκκλησιών αυτών δεν είχαν ιδέα, ποιες ήταν οι αποφάσεις των αντιπροσώπων τους» (καθηγ. Α.Π.Θ. Δημ. Τσελεγγίδης). Αυτό σημαίνει ότι το εν λόγω προσυνοδικό κείμενο προσβάλλει και το σωτηριολογικό δόγμα της Εκκλησίας, κατά το οποίο μόνο μέσα στην Αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία, κατά την ανωτέρω έννοια, ο πραγματικός πιστός, διά του ελέους της Θείας Χάριτος και των ακτίστων ενεργειών του Αγίου Τριαδικού Θεού, επιτυγχάνει τη σωτηρία του και συγκεκριμένα έχει τη θέα του Θεανδρικού Προσώπου του Χριστού και την εξ αυτής ατελεύτητη Θεογνωσία και μακαριότητα. Διότι το ίδιο προσυνοδικό κείμενο αναγνωρίζοντας το Π.Σ.Ε. αποδέχεται την θεωρία ότι όλες οι «εκκλησίες» ή ακριβέστερα αιρέσεις, και όλα τα θρησκεύματα, κατά την πρόσφατη διεύρυνσίν του, «σώζουν» ή κατά την δική του νοοτροπία, οδηγούν αορίστως και σοφιστικώς στην ίδια Υπερβατική Πραγματικότητα (Ultimate Reality) η οποία περιλαμβάνει όλους τους ψευδο-θεούς και τα ψευδο-σεβάσματά τους, τα οποία είναι δημιουργημένα κατ’ ανθρωπίνη επίνοια υποβαλλομένη από τον σατανά.
3) Η αναγνώρισι από το εν λόγω προσυνοδικό κείμενο των Παπικών ως δήθεν «εκκλησίας» οδηγεί αναπόφευκτα στο επόμενο στάδιο του Εωσφορικού Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, το οποίο είναι η συγκρητιστική «ένωσις» των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών με τους Παπικούς μέσω του επακόλουθου «κοινού ποτηρίου» και της υποταγής αυτών στο πρωτείο εξουσίας και το αλάθητο του αιρεσιάρχη Πάπα, δηλαδή στην μετατροπή των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών σε Ουνιτικές. Αυτό σημαίνει την δογματική και διοικητική υποταγή των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών ως Ουνιτικών στον Πάπα, με βάση τις επιδιώξεις του Βατικανού και τον κώδικα Κανόνων των Ανατολικών Καθολικών (Ουνιτικών) Εκκλησιών, που εκδόθηκε από τον Πάπα Ιωάννη – Παύλο Βʹ το 1990. Ως γνωστόν, ο Κώδικας αυτός προβλέπει τα εξής τέσσαρα είδη Ουνιτικών Εκκλησιών ιδίου δικαίου (sui generis), στα οποία θα υποταχθούν οι Ορθόδοξες Εκκλησίες: 1) Πατριαρχικές Εκκλησίες ιδίου δικαίου (εδώ θα υπαχθούν όσες Ορθόδοξες Εκκλησίες είναι Πατριαρχεία), 2) Αρχιεπισκοπικές Εκκλησίες ιδίου δικαίου (εδώ θα υπαχθούν όσες Αυτοκέφαλες Εκκλησίες δεν είναι Πατριαρχεία), 3) Μητροπολιτικές Εκκλησίες ιδίου δικαίου και 4) Άλλες Εκκλησίες ιδίου δικαίου (κανόνες 55, 511 και 155 του ιδίου κώδικα).
4) Το Πατριαρχείο Κων/πόλεως, ως Προεδρεύον στην Σύναξη των Προκαθημένων, απέρριψε αυθαίρετα και δεν προώθησε στην λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» την πρόταση της Σερβικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του έτους 2015 για την τυπική αναγνώριση της Συνόδου επί Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου ως Η’ Οικουμενικής, η οποία καταδίκασε το filiogue και το παπικό πρωτείο εξουσίας και της Συνόδου επί Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως Θ’ Οικουμενικής (1351), η οποία καταδίκασε την Λατινική κακοδοξία ότι η Θεία Χάρις είναι κτιστή. Η ησυχαστική θεολογία του αγίου Γρηγορίου Παλαμά του Αγιορείτου, έχει κεφαλαιώδη σημασία για την ορθόδοξη θεολογία διά τούτο και μισείται θανάσιμα υπό των παπικών.Η αυθαίρετη αυτή απόρριψη σηματοδοτεί σαφώς τον προσανατολισμό της λεγομένης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» όχι προς την Ορθοδοξία αλλά προς την παναίρεση του Οικουμενισμού, η οποία αποδομεί την Ορθόδοξη Θεολογία μέσω της νομιμοποιήσεως όλων των αιρέσεων.
5) Ενώ, στην παράδοση της Εκκλησίας οι Άγιες και Μεγάλες Σύνοδοι ή οι Οικουμενικές Σύνοδοι συγκαλούνταν με αντιπροσωπίες των Αυτοκεφάλων Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπου ψήφιζαν όλοι οι Συνοδικοί Αρχιερείς δυνάμει της ισότητος της Επισκοπικής τους χειροτονίας, στην λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Συν­οδο», σύμφωνα με τον κανονισμό της τον οποίο υιοθέτησε η Σύναξη διά των προκαθημένων τους, δεν ψηφίζουν όλοι οι Συνοδικοί Αρχιερείς, αλλά μόνον οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες διά των Προκαθημένων τους. Δηλαδή, ενώ μέλη των Συνόδων είναι όλοι οι Επαρχιούχοι Αρχιερείς, στην λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο» μέλη είναι μόνον οι Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, πράγμα το οποίο αντίκειται πλήρως στην Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και στο Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο.
6) Ενώ οι αποφάσεις των Αγίων και Μεγάλων Συνόδων ή των Οικουμενικών Συνόδων οι οποίες αφορούν σε θέματα πίστεως, κατά την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και κατά το Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, πρέπει να έρχονται εις κρίσιν και να εγκρίνονται ή να απορρίπτονται, τόσο από τους Επαρχιούχους Αρχιερείς, όσο και από τον κλήρο, τους μοναχούς και τον ορθοδοξο λαό, κανονισμός της λεγομένης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου», αντιθέτως προς την ορθόδοξη εκκλησιολογία καθιστά υποχρεωτικές και επιβάλλει τις αποφάσεις της εν λόγω Συνόδου για όλα τα μέλη της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Μάλιστα, δε προειδοποιεί ότι θα τιμωρήσει όλες τις τάξεις του Χριστεπωνύμου Πληρώματος, για την μη αποδοχή των αποφάσεών της. Τοιουτοτρόπως, καταλύουν πλήρως την συνοδικότητα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, και αφαιρούν, το αγιοπνευματικό χάρισμα «της διακρίσεως των πνευμάτων», το οποίο χαρίζεται σε κάθε αληθινά πιστό που έχει διέλθει από τα στάδια της καθάρσεως των παθών, του φωτισμού και έχει αξιωθεί να λάβει την κατά χάριν θέωσιν, και το οποίο δίδεται σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας και όχι μόνον στους επισκόπους. Διά τούτο όφειλε να κληθούν, από την Πανορθόδοξο Σύνοδο, ως μέλη της Συνόδου, και κατηξιωμένα αγιοπνευματικά πρόσωπα, από τον κλήρο, τον μοναχισμό και από τα πιστά λαικά μέλη της Εκκλησίας, όπως πάντοτε γινόταν σε όλες τις Συνόδους. Η ορθόδοξη εγκυρότητα όμως μιάς Συνόδου πρώτον εξαρτάται από την ορθότητα και την ορθοδοξότητα των δογμάτων της, «εκείνας οίδε αγίας και εγκρίτους συνόδους ο ευσεβής της Εκκλησίας κανών, ας ορθότης δογμάτων έκρινεν» (άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής PG 90, 148).
Τέλος για να θεωρηθεί μία Οικουμενική Σύνοδος όντως Ορθόδοξη, θα πρέπει οι αποφάσεις της να γίνουν αποδεκτές όχι μόνον από τους ιεράρχες, αλλά και από όλο το ορθόδοξο πλήρωμα. Όπως ευστόχως το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο μας έχει διαχρονικώς θεσπίσει λέγοντας: «….υπερασπιστής της Θρησκείας εστί αυτό το σώμα της Εκκλησίας ήτοι αυτός ο λαός, όστις εθέλει το θρήσκευμα αυτού αιωνίως αμετάβλητον και ομοειδές των Πατέρων αυτού». ( Εγκύκλιος 6ης Μαΐου 1848).
7) Ένα από τα θέματα της Συνόδου θα έπρεπε να είναι και το ημερολογιακό ζήτημα το οποίο έχει διχάσει μέχρι σήμερα εορτολογικά την Ορθόδοξη Εκκλησία, και είναι το πρώτο χτύπημα του οικουμενισμού κατά της Ορθοδοξίας.

Κατόπιν των ανωτέρω καθηκόντως ενημερώνουμε το Πατριαρχείο Κων/πόλεως, τις λοιπές Αυτοκέφαλες Εκκλησίες, την Ιεράν Κοινότητα Αγίου Όρους, καθώς και το Χριστεπώνυμο Πλήρωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι ως Αγιορείτες Πατέρες, αγωνιζόμενοι να διατηρήσουμε μέσω της ακριβούς Ορθοδόξου Πίστεώς μας τον οργανικό σύνδεσμό μας με την Κεφαλή της Εκκλησίας, τον Θεάνθρωπο Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, και επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι, δεν θα αποδεχθούμε και θα απορρίψουμε εκ των υστέρων την λεγομένη «Αγία και Μεγάλη Σύνοδο»:

1 Αν η εν λόγω Σύνοδος δεν απορρίψει πλήρως το προσυνοδικό κείμενο «σχέσεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας προς τον λοιπόν χριστιανικό κόσμο».
2) Αν δεν καταδικάσει την παναίρεση, κατά τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς, του Εωσφορικού Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού.
3) Αν δεν αναγνωρίσει τις Συνόδους επί Πατριάρχου Μεγάλου Φωτίου και αγίου Γρηγορίου του Παλαμά ως Οικουμενικές (Η´ και Θ´ αντιστοίχως), οι οποίες είναι ήδη αναγνωρισμένες στη συνείδηση του Χριστεπωνύμου Πληρώματος.
4) Αν δεν ψηφίσουν τις αποφάσεις της λεγομένης «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου» όχι οι Αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες διά των Προκαθημένων τους, όπως προβλέπει ο Κανονισμός της, αλλά όλοι οι Συνοδικοί Αρχιερείς αυτής, όπως προβλέπει η Ορθόδοξος Εκκλησιολογία και το Ορθόδοξο Δίκαιο.
5) Αν δεν αποσύρουν τον κανονισμό περί υποχρεωτικής αποδοχής εκ των υστέρων των αποφάσεων της Συνόδου, από όλες τις τάξεις του Χριστεπωνύμου Πληρώματος, προσβάλλοντας κατ᾿ αυτόν τον τρόπον το ορθόδοξο δογματικό και εκκλησιολογικό κριτήριό μας, το οποίο είναι ένα αναφαίρετο δικαίωμα όλων των μελών της Εκκλησίας.
6) Αν δεν αποσύρουν τα θέματα περί της νηστείας και του δευτέρου γάμου των κληρικών, τα οποία και μόνον που σκέφθηκαν να τα θέσουν είναι ακόμη μια απόδειξις, ότι η εν λόγω Σύνοδος σκοπόν έχει την σταδιακή κατάργηση της νηστείας, μιμούμενοι και σε αυτό τους παπικούς. Εκκλησία, όμως χωρίς άσκηση και σταυρικό βίο δεν οδηγεί ποτέ στην Ανάσταση, αλλά στον πνευματικό θάνατο, φυγαδεύοντας το Άγιον Πνεύμα και οδηγώντας στην πλήρη εκκοσμίκευση.
Άγιοι Αρχιερείς, κατόπιν όλων τούτων τα οποία, για εμάς είναι θέματα σωτηριολογικά, σας παρακαλούμε πολύ εις την Παν­ορθόδοξον αυτήν Σύνοδον να ορθοτομήσετε «τον Λόγον της Αληθείας» και μη επιτρέψετε να ζήσουμε μία νέα Φερράρα–Φλωρεντία. Εάν ούτως πράξετε άγιοι Αρχιερείς τότε, ο ουρανός και η γη θα ευφρανθούν, άγγελοι και άνθρωποι πνευματικώς θα πανηγυρίσουν. Τα ονόματά σας θα γραφούν εν βίβλω ζωής και τότε όντως θα είσθε «και τρόπων μέτοχοι και θρόνων διάδοχοι» των αγίων Αποστόλων και των αγίων Πατέρων. Παρακαλούμε μείνατε σταθεροί, σταθείτε αντάξιοι της ιστορίας και της Αρχιερωσύνης σας, με την οποίαν σας ετίμησε η Εκκλησία.
Εάν τουναντίον δεν ορθοτομήσετε τον Λόγον της αληθείας, τότε ας γνωρίζετε:
Α) Ότι έχετε σχίσει, τον άρραφο χιτώνα του Κυρίου, έχετε ατιμάσει την πανάσπιλον και παναμώμητον Νύμφην του Χριστού, την ΟΡΘΟΔΟΞΟΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ. Εάν όντως ούτως εξελιχθούν τα πράγματα, τότε εσείς θα είστε εκείνοι, οι οποίοι θα δημιουργήσετε σχίσμα στην Εκκλησία και επάνω σας θα φέρετε ολόκληρη την ιστορική ευθύνη για τις συνέπειες και τα αποτελέσματά του. Τότε ας γνωρίζετε ότι με βάση την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και το Ορθόδοξο Κανονικό Δίκαιο, διά την συνείδηση του ορθοδόξου πληρώματος έχετε αφορισθεί, «θέτοντας ουσιαστικώς εαυτούς εκτός Εκκλησίας». (“Ομολογία Πίστεως κατά του Οικουμενισμού”, Σύναξις κληρικών και μοναχών 2009).
Ο Κύριος δε ως καλώς επίστασθε μας παραγγέλλει να μη ακολουθούμε αλλοτρίους ποιμένας,: «Αμήν αμήν λέγω υμίν, ο μη εισερχόμενος διά της θύρας εις την αυλήν των προβάτων, αλλά αναβαίνων αλλαχόθεν, εκείνος κλέπτης εστί και ληστής· ο δε εισερχόμενος διά της θύρας ποιμήν εστι των προβάτων. Τούτω ο θυρωρός ανοίγει, και τα πρόβατα της φωνής αυτού ακούει, και τα ίδια πρόβατα καλεί κατ’ όνομα και εξάγει αυτά. και όταν τα ίδια πρόβατα εκβάλη, έμπροσθεν αυτών πορεύεται, και τα πρόβατα αυτώ ακολουθεί, ότι οίδασιν την φωνήν αυτού· αλλοτρίω δε ου μη ακολουθήσωσιν, αλλά φεύξονται απ᾿ αυτού, ότι ουκ οίδασι των αλλοτρίων την φωνήν» (Ιωάν. Ι, 1-5).
Β). Ως εκ τούτου, είμεθα υποχρεωμένοι και εμείς να εφαρμόσουμε τους Ιερούς Κανόνες της Εκκλησίας μας, τον γνωστόν ΙΕʹ κανόνα της Πρωτοδευτέρας Οικουμενικής Συνόδου, σύμφωνα με τον οποίον οφείλουμε να κάνουμεν διακοπή της μνημονεύσεως όλων των αιρετικών λατινοφρόνων–φιλοενωτικών Οικουμενιστών. Επομένως κατ᾿ ανάγκη θα διακόψουμε την διαμνημόνευσιν του ονόματός τους, κατά την προσκομιδή από το άγιον δισκάριον, που συμβολίζει την Ορθόδοξον Εκκλησίαν, όλων εκείνων των Επισκόπων, κληρικών και λαικών που θα υπογράψουν αυτήν την αιρετικήν Σύνοδον. Καθώς και όλων όσων συμφωνούν μαζί τους και θα ακολουθήσουν συνειδητά αυτή την αίρεση. Με όλους αυτούς, οι οποίοι καθίστανται πλέον αιρετικοί διά την Εκκλησίαν δεν ημπορούμεν να έχουμε εκκλησιαστική κοινωνία, έως ότου δημοσίως μετανοήσουν και αποκηρύξουν την αίρεση του Οικουμενισμού καθώς θα ορίσει η Ορθόδοξος Εκκλησία διά Συνόδου.
Οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας έχουν Οικουμενικό, διαχρονικό και αιώνιον κύρος και ισχύν και ουδεμία Σύνοδος, πατριάρχης ή επίσκοπος δύνανται να τους ακυρώσουν. Σύμφωνα με αυτούς:
«Ει τις ακοινωνήτω καν εν οίκω συνεύξηται, ούτος αφοριζέσθω» (Κανών Ιʹ, Των Αγίων Αποστόλων).
Επίσης, «Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος, ή Διάκονος αιρετικοίς συνευξάμενος, ΜΟΝΟΝ, αφοριζέσθω, ει δε επέτρεψεν αυτοίς, ως κληρικοίς ενεργήσαί τι, καθαιρείσθω». (Κανών ΜΕʹ, των Αγίων Αποστόλων).
Μόνον απ᾿ αυτούς τους δύο Κανόνες που επισημαίνουμε ας αναλογισθεί κάθε επίσκοπος, κληρικός, μοναχός και χριστιανός ορθόδοξος πόση ακρίβεια οφείλουμε όλοι μας να έχουμε στην εφαρμογή των Ιερών Κανόνων. Οι Ιεροί Κανόνες είναι οι ασφαλιστικές δικλείδες της Εκκλησίας και ως διαχρονικοί, δεν είναι πρέπον να παραβιάζονται και οφείλουν να εφαρμόζονται υφ’ όλων των πιστών.

ΔΙΑΚΟΠΗ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΥ
Σεβαστή Ιερά Κοινότης και Άγιοι Καθηγούμενοι, τα εκατόν χρόνια άκρας οικονομίας και ανοχής απέναντι σε οικουμενιστές–λατινόφρονες και φιλενωτικούς επισκόπους είναι υπεραρκετά. Η ζημία και η αλλοίωσι που έχει προκαλέσει αυτή η ψευδεπίγραφη “οικονομία” στο Ορθόδοξο κριτήριο κλήρου και λαού είναι ήδη τεραστίων διαστάσεων. Στο Άγιον Όρος όμως έχουμε την διαχρονική και αγιοπνευματική παράδοση, ως ιερά παρακαταθήκη των Οσίων Αγιορειτών Πατέρων και των Γερόντων, εκ των οποίων διδασκόμεθα, ότι οσάκις υπάρχει αίρεσις εντός της Εκκλησίας, πρέπει να προχωρούμε στην διακοπή μνημοσύνου, όλων εκείνων που πρεσβεύουν αίρεσιν και ή από φόβον και δειλίαν ακολουθούν τους αιρετικούς επισκόπους και δεν διακόπτουν το μνημόσυνό τους εν τοις μυστηρίοις.
Υπενθυμίζουμε ότι το Άγιον Όρος από το 1924 έως το 1974 είχε διακόψει την μνημόνευση του Πατριάρχου, πρώτον λόγω της εισαγωγής της καινοτομίας της αλλαγής του ημερολογίου και δεύτερον, λόγω της άρσεως των αναθεμάτων επί πατριαρχίας Αθηναγόρου.
Εσείς, Άγιοι Καθηγούμενοι, ερχόμενοι οι περισσότεροι εξ υμών μετά των μοναστικών συνοδειών σας εκ του κόσμου, διά να επανδρώσετε τις Ιερές Μονές λόγω λειψανδρίας, επαναφέρατε και το μνημόσυνον του Πατριάρχη, καίτοι δεν άλλαξε τίποτε προς το καλύτερον, ούτε ο πρώην Πατριάρχης Δημήτριος ούτε ο νυν Πατριάρχης κ.Βαρθολομαίος. Οι παλαιοί αγιορείτες στην αρχή, όταν ανέλαβε ο Πατριάρχης Δημήτριος, είχαν χρηστές ελπίδες ότι θα ορθοτομήσει την Πίστη. Όταν όμως εδήλωσε επισήμως, ότι θα ακολουθήσει απαραλλάκτως την γραμμή του μεγάλου προκατόχου του Αθηναγόρα, τότε όλοι σχεδόν, επανέλαβαν ότι θα συνεχίσουν την διακοπή του μνημοσύνου. Σεβομένη η Ιερά Κοινότης το αγιορείτικο και ορθόδοξο αυτό φρόνημα σε έκτακτη Διπλή Ιερά Σύναξη αποφάσισε σχετικώς με το θέμα: “Επαφίεται εις την συνείδησιν εκάστης Μονής, η διαμνημόνευσις του ονόματος του Οικουμενικού Πατριάρχου”. (ΝΒʹ Συνεδρία εκτάκτου Διπλής Ιεράς Συνάξεως, 13 Νοεμβρίου 1971).
Το δικαίωμα, λοιπόν της διακοπής μνημοσύνου, εκτός από τους Ιερούς Κανόνες, μας το παρέχει και η ίδια η Ιερά Κοινότητα, ακολουθούσα την ιερά παράδοση του ιερού ημών Τόπου. Είναι, όμως ποτέ δυνατόν, να υπάρχει Ιερά Μονή και Μοναχός που να μη έχει ορθόδοξη συνείδηση και ευαίσθησία;
Η διακοπή του μνημοσύνου γίνεται εις ένδειξιν διαμαρτυρίας με απώτερον σκοπόν την καταδίκη της αιρέσεως και την καθαίρεση των αιρετικών επισκόπων, εάν δεν μετανοήσουν.
Η Ιερά Μονή Καρακκάλου εις απάντησίν της προς την Ιερά Κοινότητα, είχε γράψει ως εξής: «Η καθ᾽ ημάς Ιερά Μονή υπό στοιχεία ΙΔ΄ εν τη σημερινή Συνάξει 21.9.1972 εξήτασε και αύθις το επίμαχον θέμα του μνημονεύματος, και παρ᾽ όλον τον σεβασμόν και τα ωραία λόγια του αγίου προέδρου, άτινα εμελετήσαμεν μετά προσοχής εν τη εγκυκλίω του… ήχθη εις την απόφασιν να πληροφορήση υμάς, την υμετέραν Σεβασμιότητα, γραπτώς τα κάτωθι, εν σχέσει με το σοβαρόν εκκλησιαστικόν θέμα.
Επιθυμούμε να επαναλάβωμεν την εν πεποιθήσει και αμετάθετον απόφασιν ημών περί συνεχίσεως της διακοπής του Πατριαρχικού Μνημοσύνου εις ένδειξιν διαμαρτυρίας, εφ᾽ όσον ο νέος Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος ο Α΄ θα συνεχίση την τηρουμένην υπό της Ιεράς Συνόδου Γραμμής, την οποίαν είχε χαράξει ο Αθηναγόρας. (βλ. Ο.Τ.α.φ 213, 1-7-1974).
Η Ι.Μ. Αγίου Παύλου επί Ηγουμενίας του Γέροντος Ανδρέα, απήντησε ωσαύτως: «…η απόφασις ημών είναι ότι δεν δυνάμεθα να προχωρήσωμεν εις συζήτησιν παρά μόνον εφ᾽ όσον δηλωθή υπό της Α. Παναγιότητος διά του τύπου ότι δεν θα ακολουθήση την πορείαν του προκατόχου Αυτού».
Επίσης ο Ηγούμενος της Ι. Μονής π.Ανδρέας απήντησε προς την Ι.Κοινότητα: «Λόγοι εκκλησιαστικής συνειδήσεως δεν μου επιτρέπουν να επαναλάβω το μνημόσυνον, διότι ο Οικουμενικός Πατριάρχης είναι νεωτεριστής, βαδίζει τα ίχνη του Οικουμενιστού Αθηναγόρου του οποίου τας απόψεις και τα αιρετικά φρονήματα δεν κατεδίκασεν». (βλ. Ο.Τ. α.φ. 213, 1-7-1974).
Αυτό ήταν το παλαιό Άγιον Όρος άγιοι Καθηγούμενοι, το οποίον κάποιοι από εσάς το προλάβατε και κάποιοι από εσάς πολλές φορές λειτουργήσατε χωρίς να μνημονεύσετε το όνομα του Πατριάρχου, όπως έκαναν σχεδόν και όλοι οι αγιορείτες μοναστηριακοί και κελλιώτες, πολλούς εκ των οποίων σήμερα τιμούμε ως λίαν εναρέτους, πνευματικούς Γέροντες και αγίους. Γιατί όμως δεν τους μιμούμεθα και στο θέμα αυτό της διακοπής του μνημοσύνου των οικουμενιστών επισκόπων, όπως έκανε και ο άγιος Γέροντας Παίσιος; Μήπως πιστεύετε ότι τα μυστήρια είναι άκυρα, όταν δεν μνημονεύουμε το όνομα του πατριάρχη; Τόσα χρόνια και τόσες χιλιάδες θείες λειτουργίες που είχαν τελεσθεί ήταν λοιπόν άκυρες; Άπαγε της βλασφημίας!
Μετά από όλα αυτά Σεβαστή Ιερά Κοινότης και Άγιοι Καθηγούμενοι, επιθυμούμε να σας ενημερώσουμε και να σας καταστήσουμε υπευθύνους, ότι εάν η μελετωμένη Πανορθόδοξος Σύνοδος δεν καταδικάσει την Παναίρεση του Συγκρητιστικού Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού, εμείς σας γνωστοποιούμε ότι θα ακολουθήσουμε την παράδοση του Αγίου Όρους και τους παλαιούς Οσίους Αγιορείτες Πατέρες οι οποίοι από την εποχή του αιρετικού λατινόφρονος – ενωτικού πατριάρχου Βέκκου (1272) και πάλιν από το 1924 έως το 1974 είχαν διακόψει το μνημόσυνον.
Εμείς ως Αγιορείτες Πατέρες και ως μέλη της Εκκλησίας, δηλώνουμε ότι δεν έχουμε καμμία σχέση με κάθε «ζηλωτική» παράταξη ή ακρότητα ή φανατισμό, αλλά επόμενοι τοις αγίοις Πατράσι και συστοιχούμενοι στην διαχρονική Αγιορειτική παράδοση την σφραγισθείσαν με το αίμα τόσων αγίων Οσιομαρτύρων, επιθυμούμε με τον οφειλόμενο σεβασμό να σας προετοιμάσουμε και να σας επιστήσουμε την προσοχή σχετικά με το θέμα αυτό. Θεωρούμε τούτο ως οφειλόμενον καθήκον μας έναντι των αγίων Οσιομαρτύρων και της ιεράς παραδόσεως. Θα σταματήσουμε, λοιπόν επισήμως και εμείς την διαμνημόνευση του οικουμενικού πατριάρχη.
Δεν επιθυμούμε ποτέ να ακολουθήσουμε μία εκκοσμικευμένη “εκκλησία”. Διότι μία τοιαύτη, “Πανορθόδοξος Σύνοδος”, η οποία θα παρέχει εκκλησιαστικότητα στους αιρετικούς, και νομιμοποίηση των αιρέσεων, ακυρώνει το Σύμβολον της Πίστεως και γκρεμίζει όλη την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και αντεισάγει μια εκκοσμικευμένη «εκκλησία». Μία, όμως εκκοσμικευμένη “Εκκλησία”, όπως γνωρίζουμε δεν δύναται να παράσχη σωτηρία σε όσους θα την ακολουθήσουν. Μήπως το Βατικανό και ο παπισμός και όλες οι άλλες πανσπερμίες των Προτεσταντών κλπ. δεν είναι εκκοσμικευμένες “εκκλησίες”;
Η Εκκλησία του Χριστού ούτε σχίζεται, ούτε διαιρείται, όπως πιστεύει ο Πατριάρχης, με την αιρετική του θεωρία περί “Διηρημένης Εκκλησίας”, και ούτε έχει ανάγκη η Εκκλησία από τους οικουμενιστές για να την ενώσουν. Η Εκκλησία δεν διαιρείται ποτέ, γιατί είναι ο ίδιος ο Χριστός ως κεφαλή της, όστις είναι πάντοντε ενωμένος με το σώμα Του. Οι αιρετικοί αποκόβονται από την άμπελο-Εκκλησία. «Εάν μη τις μείνη εν εμοί, εβλήθη έξω ως το κλήμα, και εξηράνθη, και συνάγουσιν αυτά, και εις πυρ βάλλουσι, και καίεται». (Ιωάν., 15, 6).
Τοιουτοτρόπως μία τοιαύτη Σύνοδος, η οποία θα αναγνωρίσει ως “εκκλησίες”, τους αιρετικούς, παύει να είναι Σύνοδος και αποβαίνει ληστρική, αιρετική και ψευτοσύνοδος. Όσοι την υπογράψουν και όσοι την αποδεχθούν θα καταδικαστούν ως έσχατοι αιρετικοί χείρονες πάντων των προγενεστέρων. Εν τη φοβερά εκείνη ημέρα της Κρίσεως, η έκπτωσή τους θα είναι πιο φοβερή και από την πτώση του Ιούδα, του Αρείου και του Πάπα, διότι αυτοί δεν γνώριζαν καλά ποίον ηρνούντο, «ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν». (Α΄Κορ.Βʹ8). Οι σημερινοί Οικουμενιστές και κυρίως οι πρωτοστατούντες γνωρίζουν πολύ καλά ποίον σταυρώνουν, τον Αναστάντα ΚΥΡΙΟΝ ΤΗΣ ΔΟΞΗΣ διά της παναιρέσεως του Οικουμενισμού.
Πως είναι δυνατόν Άγιοι Πατέρες, από την μία να εορτάζουμε με λαμπρά αγρυπνία στον Ιερό Ναό του Πρωτάτου την μνήμην του Αγίου Οσιομάρτυρος Κοσμά του Πρώτου, ο οποίος απαγχονίσθηκε, καθώς και των άλλων Οσιομαρτύρων που μαρτύρησαν από τους λατινόφρονες της εποχής εκείνης, και από την άλλη να υποδεχόμεθα με τιμές και δοξολογίες στον ίδιο Ιερό Ναό του Πρωτάτου, τόσους και τόσους συγχρόνους οικουμενιστές λατινόφρονες φιλενωτικούς Αρχιερείς; Δεν το χωράει ο νούς μας, δεν το αντέχει η συνείδησή μας. Ο Μέγας Προφήτης Ηλίας, ο πυρφόρος και ζηλωτής του Κυρίου είπε στον βασιλέα Αχαάβ και στον λαό του Ισραήλ, που παρέπαιαν: « Έως πότε υμείς χωλανείτε επ᾿ αμφοτέραις ταίς ιγνύαις υμών; Ει έστι Κύριος ο Θεός, πορεύεσθε οπίσω αυτού· ει δε ο Βάαλ αυτός, πορεύεσθε οπίσω αυτού». Εάν ο πάπας είναι Εκκλησία, ω ταλαίπωροι οικουμενιστές, πορεύεσθε λοιπόν οπίσω αυτού, πηγαίνετε στον Πάπα να σας κάνει και καρδιναλίους, όπως έγινε και εκείνος ο δυστυχισμένος πρώην Νικαίας Βησσαρίων, και αφήστε μας ησύχους να υπηρετήσουμε την ταπεινή και καθημαγμένη από τα αίματα των Μαρτύρων Ορθοδοξία μας. Άγιοι Πατέρες έως πότε θα ζούμε αυτήν την πνευματική, εκκλησιαστική σχιζοφρένια των οικουμενιστών;
Αυτή η προδοσία της Ορθοδοξίας, ποτέ Κύριε μη επιτρέψεις να γίνη. Αλλά σήμερα η εκκλησιαστική κατάσταση είναι όσο ποτέ άλλοτε κρίσιμη. Όλα είναι πιθανά και πρέπει όλοι μας να είμαστε έτοιμοι για όλα. Ίσως ζήσουμε για άλλη μία φορά μία νέα ΦΕΡΡΑΡΑ-ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ, με όλες τις πνευματικές και εθνικές συμφορές που θα επακολουθήσουν, λόγω της προδοσίας της πίστεως. Εμείς ευχόμεθα όλοι μας να σταθούμε αντάξιοι των περιστάσεων και με την χάρη του Χριστού και της Παγαγίας μας, να ομολογήσουμε την Ορθόδοξο πίστη μας μέχρι και αίματος, εάν χρειασθεί.
Ευχόμεθα η Χάρις του Αγίου Τριαδικού Θεού, διά πρεσβειών της Εφόρου του Αγιωνύμου Όρους, Υπεραγίας Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, να φωτίσει τους αγίους Αρχιερείς και να προστατεύσει εμάς και το Χριστεπώνυμο Πλήρωμα από την πλάνη του σατανά των εσχάτων χρόνων, που είναι η Παναίρεση του εωσφορικού, Συγκρητιστικού, Διαχριστιανικού και Διαθρησκειακού Οικουμενισμού. Αμήν.

Διά την Συντακτική Επιτροπή των Αγιορειτών Πατέρων


Γέρων Γαβριήλ, Ι.Κ.Αγίου Χριστοδούλου, Ι.Μ.Κουτλουμουσίου.

Γέρων Σάββας Λαυριώτης, Ι.Μ.Μ.Λαύρας.
Γέρων Ιλαρίων, Ι.Κ.Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Ι.Μ.Κουτλουμουσίου.
Μοναχός Δοσίθεος, Ι.Κ.Αγίου Μαξίμου του Ομολογητού, Ι.Μ.Κουτλουμουσίου.
Γέρων Κύριλλος, Ι.Η.Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, Καρούλια, Ι.Μ.Μ.Λαύρας.
Γέρων Χαρίτων Ιερομ. Ι.Κ.Αναλήψεως, Ι.Μ.Βατοπαιδίου.
Γέρων Χερουβείμ, Ι.Κ.Αρχαγγέλων, Ι.Μ.Μ.Λαύρας.

Η συλλογή υπογραφών συνεχίζεται, και θα δημοσιευθούν εις επόμενον φύλλον του Ο.Τ.


http://orthodoxia.blogy.gr/post/2345-epiteloys!-to-agio-oros-stamataei-na-mnimoneyei-ton-bartholomaio!-i-esfigmenoy-dikaionetai

Thursday, May 19, 2016

Ο «Ζητιάνος του Θεού»


Κείμενο Θεοδώρα Αβαγιανού

Γέροντας Ντόμπρη Ντόμπρεφ. «Αγιος, ασκητής, αγωνιστής, άγγελος, μαχητής, απεσταλμένος του Θεού, οδοιπόρος, ταξιδευτής από το παρελθόν, ζητιάνος…». Φέτος συμπληρώνει τα 99 του χρόνια και συνεχίζει να βοηθάει τους ανθρώπους μοιράζοντάς τους τη μοναδική του περιουσία… την καλοσύνη και την ανθρωπιά.

O Ντόμπρι Ντόμπρεφ είναι ένας άνθρωπος που περνά την ημέρα του μπροστά στον ιερό ναό των Αγίων Κύριλλου και Μεθόδιου. Δεν επαιτεί αλλά αναζητά ανθρώπους να τον βοηθήσουν στο θεάρεστό έργο του.

Παρόλο που οι περισσότεροι πίστευαν ότι πρόκειται για έναν συνηθισμένο ζητιάνο, πρόσφατα έγινε γνωστό ότι τα χρήματα που κέρδισε όλα αυτά τα χρόνια, τα οποία υπολογίζονται γύρω στα 40.000 ευρώ, τα έδινε για την αποκατάσταση μοναστηριών, εκκλησιών αλλά και για την ενίσχυση ορφανοτροφείων, γηροκομείων και φτωχών οικογενειών.

Ο γέροντας Ντόμπρι είναι η απόδειξη ότι σε αυτήν τη σκληρή και άδικη κοινωνία υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που νοιάζονται για το κοινό καλό και σέβονται τους συνανθρώπους τους.

Για τη ζωή του γνωρίζουμε ελάχιστα καθώς ο ίδιος δεν επιθυμεί την δημοσιότητα και δεν αναφέρεται ποτέ στο παρελθόν.

Ο άνθρωπος με την χρυσή καρδιά, όπως τον αποκαλούν, γεννήθηκε το 1914 στο Μπάηλοβο. Έχασε το μεγαλύτερο μέρος της ακοής του στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, ύστερα από έκρηξη βλήματος.

Ο γέροντας δεν κρύβει την δυσαρέσκειά του για τις φήμες, πως ξεπούλησε τα πάντα, δώρισε τα χρήματα στην Εκκλησία, αφήνοντας τα τέσσερα παιδιά του χωρίς καμία απολύτως κληρονομιά.

Η τωρινή του κατοικία είναι ένα δωμάτιο στην αυλή του ναού. Παρόλο που διαθέτει κρεβάτι, προτιμά να κοιμάται στο πάτωμα, αρνούμενος πεισματικά τις ανέσεις της σύγχρονης κοινωνίας.

Ο Γέροντας Ντόμπρη τα πρωινά μεταφέρει υλικά στην αυλή της εκκλησίας, δίπλα σε εργαλεία και ξύλα ενώ ανοίγει το ναό το πρωί και τον κλειδώνει το βράδυ.

Με τα σκισμένα του ρούχα και παπούτσια, τα μακριά του άσπρα μαλλιά και γένια, ο γέροντας φαντάζει για πολλούς, οδοιπόρος από το παρελθόν, θυμίζοντας τον Άγιο Ιβάν Ρίλσκη, και εποχές που η πίστη, η καλοσύνη, η αγάπη αποτελούσαν βασικές, αληθινές αξίες.

Monday, May 16, 2016

Saint Paisios Prophecies with english subtitles







Ο Ιερέας, η συμμορία και ο ευγνώμων άνδρας


Πόσα και πόσα εγκλήματα δεν γίνονται «εν βρασμό ψυχής», πάνω δηλαδή στον κατακλυσμό της οργής που δεν αφήνει την λογική να κυριαρχήσει… εκείνη την στιγμή, η ικανοποίηση ενός βίαιου τέλους φαίνεται η μόνη υπαρκτή και λογική λύση.
Βρισκόμαστε μέσα σ’ένα ναό. Έχει μερικά λεπτά που η αγρυπνία έχει τελειώσει. Ο νεωκόρος αρχίζει σβήνει τα καντήλια του τέμπλου αφήνοντας αναμμένα μόνο του Χριστού και της Παναγίας. Ο ιερέας έχει τελειώσει την κατάλυση και αρχίζει σιγά σιγά να βγάζει τα ιερατικά του άμφια. Το ημίφως μέσα στον ναό δίνει μια νότα χαρμολύπης. Δυο τρεις οικογένειες έχουν μείνει μέσα στον ναό περιμένοντας υπομονετικά να πάρουν την ευχή του ιερέα κατ’ ιδίαν πριν φύγουν για το σπίτι τους…είναι ο πνευματικός τους πατέρας, θέλουν να του πούνε έστω ένα «καληνύχτα» πριν τον ξεπροβοδίσουν για το πατρικό του.
Ο ιεράς, γκριζομάλλης, γύρω στα 45, εξομολογεί αρκετούς ανθρώπους οι οποίοι βρίσκουν παρηγοριά στους λόγους του και ανάπαυση στο πετραχήλι του.
Η πόρτα του ιερού βήματος ανοίγει και ξεπροβάλλει η μορφή του ιερέα. Τα γένια του μακριά ακουμπούν ατημέλητα το στήθος του, τα μαλλιά του και αυτά μακριά αγγίζουν το χρώμα του χιονιού. Χαμογελά καθώς βλέπει κάποιοι να τον περιμένουν για το «καληνύχτα». Δεν το επιζητεί, αλλά ούτε το αρνείται. Χαίρεται που κάποιοι άνθρωποι νιώθουν τον ιερέα της ενορίας τους δικό τους άνθρωπο, πατέρα τους και όχι κάποιον ξένο μισθωτό ο οποίος απλά εκπληρώνει υπαλληλικά καθήκοντα.
Ασπάζονται την δεξιά του βάζοντας μια μικρή μετάνοια. Τον πηγαίνουν μέχρι το αυτοκίνητό του, το οποίο βρίσκεται ακριβώς δίπλα στο πνευματικό κέντρο που με τόση επιμέλεια δημιούργησε πριν μερικά χρόνια.
Είχε πολύ κόσμο στην αγρυπνία. Όλοι χαίρονται όταν στην ενορία γίνεται αγρυπνία και πολύ ετοιμάζονται να κοινωνήσουν Σώμα και Αίμα Χριστού. Πριν αναλάβει την ενορία αυτή ο συγκεκριμένος ιερέας όλα αυτά ήταν άγνωστα στο λογικό ποίμνιο. Και όμως τώρα, μετά από χρόνια προσπαθειών, προσευχής, εσπερινών ομιλιών, εντατικής εξομολόγησης, αρχίζει και βλέπει αυτός ο ιεράς την ευλογία του Θεού πάνω στο ποίμνιό του το οποίο έχει αποκτήσει πνευματικά ενδιαφέροντα. Το ποίμνιό του δεν αρκείται πλέον μόνο στην Κυριακάτικη Θεία Λειτουργία αλλά επιζητεί την συνεχή κοινωνία με τον Θεό διαμέσου των Αγίων Μυστηρίων, κάτι που θα έπρεπε ο κάθε χριστιανός να επιζητεί και να επιδιώκει.
Ο ιερέας ανάβει την μηχανή του αυτοκινήτου του, χαιρετά τους τα πνευματικά του τέκνα που με τόση αγάπη τον περίμεναν, κάνει τον σταυρό του και αναχωρεί για το πατρικό του σπίτι το οποίο βρίσκεται στην διπλανή πόλη. Η απόσταση είναι περίπου 15 χιλιόμετρα, σε μερικά λεπτά θα βρίσκεται σπίτι του.
Ο ραδιοφωνικός σταθμός της μητροπόλεως του υπενθυμίζει ότι η ώρα είναι 02:30π.μ. Έχει φτάσει στην πόλη που μεγάλωσε και ανδρώθηκε όχι μόνο σωματικά αλλά και πνευματικά. Εδώ γνώρισε την αγάπη του Χριστού διαμέσου ευλαβών ιερέων αλλά και του μακαριστού επισκόπου ο οποίος και τον χειροτόνησε διάκονο.
Η διαδρομή του είναι πάντα συγκεκριμένη. Πάντοτε περνά μπροστά από την πλατεία της μικρής αυτής πόλης που συνήθως τα πρωινά είναι γεμάτη με μικρά παιδάκια που παίζουν και ηλικιωμένους που συζητούν και χαίρονται μέσα στα περιποιημένα λουλούδια, δενδρύλλια και το γρασίδι που με επιμέλεια περιποιείται ο κηπουρός του δήμου.
Εκείνο το βράδυ όμως η πλατεία μυρίζει οργή. Ο ιερέας σταματημένος στο φανάρι της πλατείας ακούει φωνές οι οποίες γίνονται όλο και εντονότερες.
Ξάφνου ένα νεαρός περνά μπροστά από το αυτοκίνητο του ιερέως... Δεν προλαβαίνει να κλείσει το ραδιόφωνο όταν άλλοι τρεις νεαροί περνούν τρέχοντας μπροστά από το σταματημένο αυτοκίνητό του. Τον κυνηγούν. Οι τρεις κυνηγούν τον πρώτο νεαρό…όχι για καλό. Το φανάρι έχει ανάψει πράσινο, ο ιερέας όμως δεν λέει να φύγει. Οι φωνές έχουν πλέον μετατραπεί σε κραυγές μίσους για τους τρεις και απόγνωσης για τον άμοιρο νεαρό.
Ο ιερέας ανοίγει την πόρτα του αυτοκινήτου του, κάνει τον σταυρό του και με βιαστικό βήμα τρέχει προς το μέρος που ακούγονται οι νεαροί. Σε μερικά μέτρα τους βλέπει. Οι τρεις έχουν πιάσει τον έναν και τον κτυπούν αλύπητα. Είναι κάτω πεσμένος στο έδαφος γεμάτος αίματα και όμως οι νεαροί δεν σταματούν. Το μίσος, η οργή είναι απίστευτη. Ο ιεράς όμως δεν διστάζει.
- Σταματήστε!!! Για όνομα του Θεού….Σταματήστε!!!
Οι νεαροί γυρνούν έκπληκτοι προς το μέρος του ιερέως. Το ανάστημα του μαυροφορεμένου άνδρα με τα γένια και τα μακρυά μαλλιά μοιάζει βγαλμένο από κάποιο ηρωικό έπος στα μάτια τους. Οι δύο πανικοβάλλονται και τρέπονται σε φυγή. Ο ένας βγάζει ένα μαχαίρι, μέσα από την τσέπη του παντελονιού του χωρίς καθυστέρηση. Δεν θέλει να επιτεθεί στον ιερέα, δεν τον νοιάζει αυτός. Θέλει να ξεκάνει μιας και καλή τον αιματοβαμμένο νεαρό, ο οποίος σφαδάζει από τον πόνο. Θέλει να τον σκοτώσει.
Το μαχαίρι υψώνεται με ορμή στον ουρανό και με άλλη τόση και πιο πολύ κατεβαίνει προς το στήθος του νέου που ουρλιάζει βλέποντας το τέλος του.
Το μαχαίρι όμως δεν βρίσκει τον στόχο του. Ο ιερέας βρίσκεται ανάμεσά τους. Κοιτά στα μάτια τον επίδοξο δολοφόνο και με τα χέρια του έχει πιάσει το κοφτερό μαχαίρι.
- Σύνελθε..τί πας να κάνεις; Σύνελθε άνθρωπε, για όνομα του Θεού…σύνελθε!!!
Τα θολωμένα μάτια του νεαρού κοιτούν σαστισμένα τα χείλη του ιερέως ο οποίος με δυο γρήγορες κινήσεις αφοπλίζει τον νεαρό…Στέκονται και οι δυο όρθιοι, σιωπηλοί… το βλέμμα του επίδοξου δολοφόνου είναι σαν χαμένο…κάνει να φύγει, μα το χέρι του ιερέως τον σταματά…
- Πρόσεχε παιδί μου…γιατί τόσο μίσος;
Ο νεαρός απομακρύνεται γοργά από τον τόπο. Ο ιερέας μένει μόνος του με τον αιμόφυρτο νεαρό ο οποίος ανασηκώνεται σιγά σιγά.
- Θα σε πάω στο νοσοκομείο…
- Όχι, στο νοσοκομείο….θα τα καταφέρω…αφήστε με ήσυχο.
- Μα παιδί μου δεν είσαι καλά…θα έρθεις μαζί μου στο νοσοκομείο.
- Σου είπα όχι παπά μου, όχι. Σ’ευχαριστώ για όλα…τώρα πάνε στο καλό σου.
Τα αίματα έχουν σκεπάσει το πρόσωπο του νεαρού. Ο ιερέας τον βοηθά να σηκωθεί. Το ζωστικό του έχει γεμίσει αίμα…
Ο νεαρός κοιτά στα μάτια των σωτήρα του..του φιλά με δυσκολία το χέρι.
- Σ’ευχαριστώ…τώρα άσε με να φύγω, μην στεναχωριέσαι για μένα..
Ο ιερέας δεν ξέρει τι να πει. Βλέπει τον νεαρό να απομακρύνεται αργά αλλά σταθερά από κοντά του, μέχρις που χάθηκε μέσα στην νύκτα.
Νεκρική σιωπή στην πλατεία. Το μόνο που ακούγεται είναι η αναμμένη μηχανή το αυτοκινήτου του. Ο ιερέας κάνει τον σταυρό του με το λουσμένο στα αίματα χέρι του. Μένει για μερικά δευτερόλεπτα εκεί στον τόπο μήπως και καταλάβει τι είχε γίνει. Μάταια.
* * *
Το Πάσχα έχει έρθει. Ο καιρός ανοιξιάτικός. Ο ιερέας μας βγαίνει από το σπίτι του και ετοιμάζεται να κάνει μια βόλτα πεζός. Περνά από την πλατεία, από το σχολείο. Κοντοστέκεται λίγο στα καφενεία της περιοχής όπου ανταλλάσσει ευχές σχεδόν με όλους. Είναι αγαπητός διότι είναι αληθινός. Σε όλους δίνει αγάπη, για όλους ενδιαφέρεται.
Εδώ και δυο εβδομάδες έχει ανοίξει ένα καινούργιο ζαχαροπλαστείο στην περιοχή. Περνά απ’έξω. Κοντοστέκεται. Κάτι του λέει να μπει μέσα και να χαιρετήσει, έστω για να πει κάποιες ευχές για το νέο ξεκίνημα αυτών των ανθρώπων.
Ανοίγει την πόρτα του ζαχαροπλαστείου και αμέσως ακούγονται κάποια μικρά καμπανάκια, τα οποία κρεμασμένα πάνω από την πόρτα ειδοποιούν τον μαγαζάτορα ότι κάποιος μπήκε.
Ο ιερέας κατευθύνεται προς το ταμείο μιας και δεν φαίνεται κανείς. Πριν προλάβει όμως να πει οτιδήποτε, ένας κύριος βγαίνει βιαστικός μέσα από το εργαστήριο και τον καλημερίζει.
- Καλημέρα και σε σένα παιδί μου. Χριστός Ανέστη!
- Αληθώς Ανέστη, πάτερ μου!
- Έχετε λίγες ημέρες που ανοίξατε το μαγαζί και είπα να περάσω να σας ευχηθώ καλές δουλειές.
Ο μαγαζάτορας ενώ στην αρχή βγήκε γελαστός και ευδιάθετος, τώρα αρχίζει να κοιτά τον ιερέα με σοβαρότητα. Τα μάτια του αρχίζουν να βουρκώνουν…ο ιερέας είναι έτοιμος να ζητήσει συγνώμη και να φύγει μιας και νιώθει ότι κάτι κακό έκανε.
Δεν προλαβαίνει όμως. Ο ζαχαροπλάστης βγάζει βιαστικά την ποδιά του και βγαίνει πίσω από τον πάγκο. Βρίσκεται τώρα δίπλα στον ιερέα. Του πιάνει το χέρι. Το ασπάζεται.
- Συγχώρεσε με, παππούλη. Ήθελα να σου πω ένα μεγάλο ευχαριστώ…
Αυτά πρόλαβε να πει πριν ξεσπάσει σε κλάματα. Ο ιερέας τον αγκαλιάζει πατρικά, γεμάτος όμως απορία…
- Τι έχεις παιδί μου;…μίλησέ μου..
Μετά από μερικές στιγμές, ο ζαχαροπλάστης συνέρχεται. Σκουπίζει τα μάτια του. Τα χέρια του δεν αφήνουν το χέρι του ιερέα…σαν να μην θέλει να χάσει την επαφή μαζί του.
-Τι έχεις παιδί μου… Ξαναλέει ο ιερέας.
Μετά από δυο τρεις βαθιές ανάσες, ο ζαχαροπλάστης αρχίζει να μιλά.
- Θυμάστε κάποτε… πριν περίπου 25 χρόνια….ένα βράδυ. Στο πάρκο. Κάποιοι νεαροί δέρνανε κάποιον άλλο ταλαίπωρο; Κάποιος απ’αυτούς έβγαλε και μαχαίρι…θυμάστε;
Είχαν περάσει τόσα χρόνια. Ο γερασμένος, ασπρομάλλης ιερέας, προσπαθούσε να φέρει στην θύμησή του το περιστατικό. Είχε δει και είχε ακούσει πολλά όλα αυτά τα χρόνια…όμως αυτό το περιστατικό δεν ήταν και συνηθισμένο. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα ο ιερέας θυμήθηκε.
- Ναι…θυμάμαι παιδί μου…θυμάμαι.
Ποιος ήταν όμως αυτός ο άνθρωπος που στεκόταν μπροστά του; Ποιος ήταν απ’όλους αυτούς τους νεαρούς που τότε είχε δει; Δεν ήξερε. Υπέθεσε όμως ότι ήταν το «θύμα» της υπόθεσης, και γι’αυτό τον ευχαριστούσε…επειδή τον έσωσε από τα χειρότερα.
Οι σκέψεις του όμως σταμάτησαν απότομα από την φωνή του ζαχαροπλάστη.
-Παππούλη μου, δεν ξέρω αν κατάλαβες ποιος είμαι απ’εκείνους τους νεαρούς, γι΄αυτό και θα σου πως εγώ….είμαι αυτός που κρατούσε το μαχαίρι…είμαι εκείνος που λίγο έλειψε να γίνει δολοφόνος.
Ο ιερέας γούρλωσε τα μάτια του. Δεν περίμενε τέτοια αποκάλυψη. Δεν ήξερε τι να πει….
-Σ’ευχαριστώ που με έσωσες από μια τέτοια μεγάλη αμαρτία, παππούλη. Σ’ευχαριστώ που μπήκες μπροστά μου εκείνη τη νύκτα και με απέτρεψες από τα χειρότερα…σ’ευχαριστώ.
Ασπάστηκε και πάλι την δεξιά του ιερέως, ο οποίος βουβός άκουγε τον ζαχαροπλάστη να του ομολογεί ότι αυτός ήταν ο γεμάτος οργή νεαρός που είχε συναντήσει πριν από πολλά χρόνια.
Μίλησαν για μερικά λεπτά ακόμα. Μοιράστηκε με τον ιερέα την νέα του ζωή. Του μίλησε για την καλή του σύζυγο, για τα τρία του παιδιά, για τους νεαρούς φίλους του που έχει χρόνια να τους δει…για τον νέο που κτύπησε εκείνη τη νύκτα τόσο άγρια και ο οποίος τελικά πέθανε από υπερβολική δόση μερικά χρόνια πριν.
Ζήτησε να εξομολογηθεί. Ανανέωσαν το ραντεβού τους.
Ο ιερέας βγαίνοντας από το ζαχαροπλαστείο αναστέναξε με πόνο αλλά και με χαρά…έκανε τον σταυρό του και απομακρύνθηκε. Κατευθύνθηκε προς την πλατεία, στο σημείο όπου είχε γίνει το περιστατικό.
Κάθισε σε κάποιο παγκάκι κοντά στο σημείο εκείνο αφήνοντας το μπαστουνάκι του στο πλάι. Ατένιζε τον καταγάλανο ουρανό. Άρχισε να φέρνει στην μνήμη του τα θαυμαστά που είχε ζήσει τόσα χρόνια μέσα στο ευλογημένο ράσο. Τα μάτια του βούρκωσαν. Ένα μικρό παιδάκι τον πλησίασε...
-Παππούλη γιατί κλαις; Τι έπαθες; Πονάς;
Ο ιερέας ξαφνιάστηκε από το χαριτωμένο παιδάκι το οποίο έμοιαζε με άγγελο…
- Να με συγχωρείς παιδάκι μου. Όχι δεν πονάω.. δεν είναι όλα τα δάκρυα από λύπη και στεναχώρια. Συγκινήθηκα από κάτι που θυμήθηκα…από κάτι που έζησα πριν χρόνια…από κάτι που έζησα πριν λίγο…

αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος

http://imverias.blogspot.ca/2014/03/blog-post_28.html#more

Thursday, May 12, 2016

Spiritual Journey: Valaam monastery in Russia's far north (RT Documentary)







On an island far from the mainland, the Valaam monastery is one of the Russian Orthodox Church's holiest and most isolated sites. Join James Brown as he meets the monks, mucks in with the volunteers, and encounters a special group of children in one of most spiritual places in the country.

Monday, May 9, 2016

The Wonderworking Kursk Icon of Our Lady of the Sign.


 
In the 13th century, during the dreadful period of the Tartar invasion of Russia, the devastated province of Kursk was emptied of people and its principal city, Kursk, became a wilderness. Now, the residents of the city of Rylsk, which had been preserved from invasion, often journeyed to the site of Kursk to hunt wild beasts. One of the hunters, going along the bank of the river Skal, which-was not very far from ruined Kursk, noticed an icon lying face down on the ground next to the root of a tree. The hunter picked it up and found that it was an icon of the Sign, such as was enshrined and venerated in the city of Novgorod. At this time, the icon's first miracle was worked, for no sooner had the hunter picked up the sacred image than there immediately gushed forth with great force an abundant spring of pure water. This took place on September 8th in the year 1295.

The hunter constructed a small wooden chapel and placed the newly manifested image of the Mother of God therein. The residents of Rylsk began to visit the place of the manifestation of this holy object and the icon was glorified by miracles all the more. Prince Vasily Shemyaka of Rylsk ordered that the icon be brought to the city of Rylsk itself and this was done in a solemn manner, for the people of the city went forth to met the icon of the Mother of God; but Shemyaka himself declined to attend the festivities and for this reason was punished with blindness. The prince, however, repented and straightway received healing. Moved by this miracle, Shemyaka constructed a church in the city of Rylsk in honor of the Nativity of the All-Holy Theotokos, and there the miraculous icon was enshrined on September 8th, the day of its manifestation, appointed as the annual feast date.

But the icon vanished in a miraculous manner and returned to the place of its original appearance. The residents of Rylsk continually brought it back, but each time it returned to its former place. Then, understanding that the Mother of God was well pleased to dwell in the place of the manifestation of her image, they eventually left it there in peace. Innumerable pilgrimages streamed to the site and services of supplication were celebrated there by a certain priest whose name was Bogoliub and who dwelt at the site of the wooden chapel and struggled there in asceticism.

In the year 1383, the province of Kursk was subjected to a new invasion of Tartars. They decided to set fire to the chapel, but it refused to burn, even though they piled up fuel all around it, and so the superstitious barbarians fell upon the priest Bogoliub, accusing him of sorcery. The pious priest denounced their foolishness and pointed out the icon of the Mother of God to them. The malicious Tartars laid hold of the holy icon and cut it in two, casting the pieces to either side. The chapeI then caught fire and the priest Bogoliub was carried off a prisoner.

In his captivity, the God-loving elder kept the Faith, placing his hope on the all-holy Mother of God, and his hope did not fail him. Now, one day as he was guarding flocks and passing the time by singing prayers and doxologies in honor of the Mother of God, there passed by some emissaries of the Tsar of Moscow.

They heard this chanting, arranged to ransom the priest from captivity, and Bogoliub returned to the former site of the chapel. There he found the pieces of the miraculous icon which the Tartars had cast away. He picked them up and straightway they grew together, although the signs of the split remained. Learning of this miracle, the residents of Rylsk gave glory to God and to His all-pure Mother. Again they attempted to transfer the holy icon to their city, but once more the miraculous image returned to its former place. A new chapel was then built on the original site of the icon's appearance and here it remained for about 200 years.

The city of Kursk was revived in the year 1597 at the command of Theodore Ivanovich of Moscow. This pious Tsar, who had heard of the miracles of the icon, expressed his desire to behold it, and in Moscow, the icon was greeted with great solemnity. The Tsaritsa, Irene Theodorovna, adorned the holy icon with a precious riza. At the command of the Tsar, the icon was set in a silver-gilt frame upon which were depicted the Lord of Hosts and prophets holding scrolls in their hands. The icon was subsequently returned and, with the close cooperation of the Tsar, a monastery was founded on the site of the chapel. A church, dedicated to the Life-bearing Spring, was built above the same spring that had appeared when the icon was first revealed and the monastery attached to it was called the Kursk Root Herrnitage in honor ofthe manifestation of the icon at the root of the tree.

During an invasion of Crimean Tartars, the icon was transferred to the cathedral church of Kursk, and an exact copy was left at the Hermitage. Tsar Boris Godunov bestowed many precious gifts for the adornment of the icon and even the pretender, the false Dimitry, who desired to call attention to himself and to win the support of those who lived in the vicinity of Kursk, venerated this icon and placed it in the royal mansions where it remained until the year 1615.

While the icon was absent from the city of Kursk, the grace-bearing aid of the Mother of God did not forsake that city, for when in the year 1612 the Poles laid siege to Kursk, certain of the citizens beheld the Mother of God and two radiant monks above the city. Captured Poles related that they, too, had beheld a woman and two radiant men on the city walls, and that this woman made threatening gestures at those who were conducting the siege. The citizens then made a vow to construct a monastery in honor of the all-holy Theotokos and to place the miraculous icon therein. The besiegers were quickly put to flight and in gratitude to their heavenly helper, the people of Kursk built a monastery in honor of the all-holy Theotokos of the Sign.

In 1676, the icon of the Mother of God of the Sign was borne to the Don River to bless the forces of the Don Cossacks. In 1684, a copy of the miraculous icon of the all-holy Theotokos of the Sign was sent to the Monastery of the Root by the sovereigns and great princes Ivan and Peter Alexievich. This copy was set in a silver-gilt frame and a command was made that this copy be borne wherever Orthodox warriors went into battle.

In the year 1812, the Kursk Civic Society sent to General Kutuzov a copy of the miraculous icon of Kursk, setting it in a silver-gilt frame. The commander expressed his gratitude to the citizens of Kursk and his belief that Kursk would remain free, thanks to the protection of the Queen of Heaven.

In March of 1898 a group of anarchists, desiring to undermine the faith of the people in the wonderworking power of the icon, decided to destroy it. They placed a time bomb in the Cathedral of the Sign, and at two o'clock in the morning a horrendous explosion rent the air and all the walls of the monastery were shaken. The frightened monastic brethren rushed immediately to the cathedral, where they beheld a scene of horrible devastation. The force of the blast had shattered the gilded canopy above the icon. The heavy marble base, constructed of several massive steps, had been jolted out of position and split into several pieces. A huge metal candlestick which stood before the icon and been blown to the opposite side of the cathedral. A door of cast iron located near the icon had been torn from its hinges and cast outside, where it smashed against a wall and caused a deep crack. All the windows in the cathedral and even those in the dome above were shattered. Amid the general devastation, the holy icon remained intact and even the glass within the frame remained whole. Thinking to destroy the icon, the anarchists had, on the contrary, become the cause of its greater glorification.

Every year on Friday of the ninth week after Pascha, the icon of the Sign was solemnly borne in procession from the Kursk Cathedral of the Sign to the place of its original manifestation at the Kursk Hermitage, where it remained until September 12. On September 13, it was again solemnly returned to the city of Kursk. This procession was instituted in the year 1618 in memory of the transfer of the icon from Moscow to Kursk and to commemorate its original appearance.

During the Bolshevik revolution, the icon was removed from the Cathedral of the Sign on April 12, 1918. Search was made for the icon but without result. The holy object was discovered under the following circumstances: Not far from the monastery there lived a poor girl and her mother who for three days had not had anything to eat. At that time Kursk was controlled by the Bolshevik regime. On May 3, the girl, a seamstress, went off to the marketplace in search of bread. Returning home at about one o'clock in the morning, she passed by a well which, according to tradition, had been dug by St. Theodosius of the Caves. There, on the edge of the well, she beheld a package wrapped in a sack, and when she opened it, in the package she found the sacred icon, which apparently had been left there by those who had stolen it.

At the end of October 1919, when the White Russian Army was evacuating the city of Kursk, twelve monks of the monastery transferred the icon to the city of Belgorod, from which it was again transferred, first to Taganrog and Ekaterinodar, and then to Novorossiisk. During the evacuation, with the permission of Metropolitan Anthony Khrapovitsky who was then President of the Higher Ecclesiastical Administration in Southern Russia, the icon was taken aboard the steamship St. Nicholas by Bishop Theophan of Kursk on March 1, 1920, and was transported to the city of Thessalonica. On April 3, Bishop Theophan took the icon to the city of Pec, the ancient capital of Serbia. For four months the icon remained in Pec, and in September, at the request of Baron Wrangel, it was returned again to the Crimea. A year after departing from the city of Kursk, on October 29, 1920, the holy image against left its native land during the evacuation of the White Army and those Russian people who refused to submit to the Soviet regime. After arriving again in the Kingdom of the Serbs, Croatians and Slovenes, with the blessing of Patriarch Dimitry, the holy icon remained with Bishop Theophan in the Serbian monastery of Yazak on Frushkaya Mountain. From the end of 1927, the icon was to be found in the Russian church of the Holy Trinity in the city of Belgrade.

With the blessing of the Synod of Bishops, Bishop Theophan bore the icon around to various places where Russians of the diaspora dwelt. During World War II, when Belgrade was subjected to bombardment and other tribulations associated with the war, the miraculous icon became a rampart of hope for all that approached it with sincere prayer.

The steadfast companion of those Russian people who did not accept the satanic authority, this great and ancient holy object, which remained in Moscow during the dreadful turmoil of the 17th century, was removed from Yugoslavia in the autumn of 1944 together with those who again fled the godless regime. From ruined Vienna, the icon was borne to the tranquil city of Carlsbad to which the Synod of Bishops had been evacuated. With the approach of the Bolsheviks it was again transferred to Munich in the spring of 1945. The holy icon proved to be an unending consolation to many thousands of people who were experiencing all the trials and tribulations of the latter years of World War II. From Munich the icon was borne to Switzerland, France, Belgium, England, Austria, and many cities and camps in Germany itself. Subsequently, the icon was transferred to the New World where it had its permanent residence first in the New Kursk Hermitage in Mahopac, N.Y., and then in the Synod's Cathedral Church of the Mother of God of the Sign in New York City, the residence of the First Hierarch of the Russian Orthodox Church Abroad. At present, by decree of the Council of Bishops of the Russian Orthodox Church Abroad, a festival is held in honor of the icon at the New Kursk Hermitage in Mahopac, N.Y., on the Sunday nearest the feast of the Nativity of the Most Holy Theotokos, and in the Synod's Cathedral of the Mother of God of the Sign in New York City on November 27/ December 10.



Recent Miracles of the Kursk Icon

of the Most Holy Theotokos

Since its miraculous appearance in the forest of Kursk in the 13th century, the wonderworking icon of the Mother of God, known as the Kursk Root Icon of the Sign, has been a constant source of healing, comfort and deliverance from calamity to countless numbers of Orthodox Christians, most prominent among who was St. Seraphim of Sarov himself, a native of Kursk. In his childhood he was healed of a serious malady through the intercessions of the Most Holy Theotokos when her miraculous icon stopped at the home of the Moshnin family.

With its departure from the Russian land following the defeat of the White Army, the icon did not cease its miraculous aid to all who with faith sought the heavenly intercession of the Mother of God.

A book entitled The Hodigitria of the Russian Emigration, authored by Bishop Seraphim (later Archbishop of Chicago and Detroit, now reposed), was published in 1955 (in Russian), giving a lengthy account of the history of the Kursk icon and the miracles performed by it. In 1976 Archbishop Seraphim issued a supplement to this book, containing more recent accounts of miracles which he had gathered in the course of some 20 years. It is this latter supplement which we are presenting here in English translation for the edification of our readers, as well as an account published subsequently in the newspaper Orthodox Russia.

A Series of Miracles in one Family

From a Letter to Archbishop Seraphim of Chicago

The first to be healed was my wife (at that time she was not yet my wife). It happened thus: Galina Alexandrovna, with her mother, Vera Dionysiyevna, came to live in our DP camp, Purshen, near Mulldorf (80 km from Munich) in the spring of 1949. She was a healthy, young, energetic woman, but in the middle of the summer she fell ill, severe pains began and she had to enter the DP hospital. There the causes of her sickness could not be discovered and so she was treated by guesswork; basically she was given pain killers. The sickness, however, continued to develop, the pains kept growing more severe, and her body quickly weakened.

Within a month and a half, upon our demand, she was transferred to a German hospital in the small city of Mulldorf, not far from the camp hospital. The doctors there could not establish the cause of her sickness either; according to all the symptoms, the cause was gallstones, but repeated X-ray tests did not confirm this.

September ended and G.A. had become a skin-covered skeleton (exactly as in Turgenev's Living Relics). At the beginning of October she could not even sit up, let alone walk; the nurses (Catholic nuns) had to feed her with a spoon. During the last weeks her temperature was very high. It was impossible to perform an operation because of the complete weakening of her body and her high temperature. The German doctors (perhaps to "wash their hands") decided to send her to the DP hospital in Munich. We knew that she would not be able to endure the trip, and it was doubtful that she would make it there alive.

At that time, the feast of the Protection of the Most Holy Theotokos was approaching our camp's patronal feast. A visitation by the miraculous Hodigitria icon (icon of Kursk) was expected, accompanied by the First Hierarch Metropolitan Anastassy, Fr. George Grabbe and a protodeacon. I was a member of the parish council and was entrusted with the duty of meeting the icon, Vladyka and the clergy upon their arrival in the city of Mulldorf (they were traveling by automobile), and accompanying them to the guest house, previously prepared.

On the eve of the feast I left the camp for town early, intending to make one more check on the readiness of the suite in the guest house, and to visit the patient. By 10 a.m., having completed my business, I came to G.A. I told her of the preparations for the feast, of how the wonder-working icon and Vladyka Anastassy were coming, and how I would go at two in the afternoon to the agreed place and meet them there. Because of her weakness she could barely speak. She lay there with her eyes closed. At times I even thought that she did not hear everything that I was saying. Then suddenly she opened her eyes, somehow looked at me very attentively, and we said at the same time, "What if the icon could be brought here!" (to the hospital). I said, naturally, that I would ask Vladyka about this, but I myself deeply doubted the possibility, for shortly after their arrival the icon and clergy were to depart for the camp. There was time for only a brief rest after the long trip.

At twelve o'clock I left the hospital. I had still two hours until the arrival of the icon, but somehow I automatically went quietly to the meeting-place. Suddenly, when I had not even gone three blocks, someone called me, and I saw Father George who was waving to me from the automobile. I ran to them, received a blessing, and shortly we were already in the guest-house. Two feelings crowded inside of me: first, how good it was that I had come early and met the visitors on time, and secondly, that they had arrived two hours earlier than scheduled, meaning that there was hope of serving a moleben at the sick woman's bedside.

As soon as the guests were accommodated in the guest-house, I expressed my request to Fr. George, and he passed it on to Vladyka. Vladyka immediately gave a blessing to Fr. George and the protodeacon, and we at once drove to the hospital.

At first G.A. greeted the icon with only a joyful, clear gaze. The moleben began and the sick woman crossed herself several times. Then again. When Fr. George blessed her with the icon, she raised herself from the bed without any help, and on her knees venerated the icon, and this at a time when, for ten days already, she had not only been unable to lift her head from her pillow, but also the nurses had been wiping perspiration from her face — she had been so weak.

After the moleben Fr. George encouraged her with a good word, and having said good-bye, we left. The next day, the feast of the Protection of the Most Holy Theotokos, after the liturgy and festal dinner, I went to the hospital. The nurses told me that the sick woman had slept well the whole night, her temperature was normal, and that she felt much better. When I entered the room I was amazed by the significant change in G.A. 's condition. She looked decidedly better than she did the day before, and conversed with me freely. Due to the late hour I stayed for a very short time and went home. The next day, Saturday, the hospital's main doctor, Dr. Loucks, confirmed the significant improvement in the patient's condition and, having canceled her transfer to Munich, scheduled an operation for the following Monday.

During the operation it was discovered that the gallbladder was so filled with stones that it was beginning to rupture. In view of this condition the journey to Munich might well have ended fatally.

In this whole story it is especially miraculous that: 1) the crisis came just when the icon was scheduled to arrive at our camp; 2) in spite of the previously established time of arrival, Vladyka Anastassy arrived with the icon two hours early, which gave us an opportunity to visit the patient; 3) without any particular reason I went to the meeting-place two hours earlier than scheduled and, fortunately, met the visitors; 4) G.A.'s sick body, without any physical reasons, battled the fever and strengthened significantly at first so much that, although she had already lain immobile for a long time, she was able to rise up on her knees and venerate the icon, and then, within three days, she gained so much strength that she was able to endure a long and difficult operation. But at the time of the visit of the icon the stones were still present. She ate nothing after the moleben, and, as a result of complete weakening, she had no internal "reserves." Of course, only the inexplicable power of God, through the intercession of the Holy Virgin, could have restored the sick woman's strength. 5) The experienced doctor believed in the reality of such an improvement and decided to perform the operation — of course, only by inspiration from above. All this, by the mercy of God and the miraculous help of our Sovereign Lady through her holy icon, led to a fortunate ending — the complete recovery of the sick woman. After the operation she recovered quickly; soon, she checked out of the hospital. In December, together with her mother, she left for Munich for the emigration committee, and in March of the next year, 1950, departed for the U.S.

In the beginning of 1950, when G.A. was before the emigration committee, I also was called before the same committee. At the preliminary medical checkup, spots were discovered on my lungs, and I was sent to the Gauting sanitarium for a detailed examination, and, if necessary, for treatment. I was very disappointed. I did not wish to remain in Germany, nor did I wish to take leave of G.A ., as during the time of her illness we became close friends, and after her recovery we considered marriage after arriving in the U.S. G.A. often visited me in the sanitarium, which was located near Munich. Now we had switched roles, and here, not long before her departure for the U. S ., she brought me a prosphora and said that she had been in the Synodal church and asked that a moleben for my health be chanted before the miracle-working icon. During those days the final examination of my lungs began. Many X-rays and bacteriological examinations were made. As a result, the doctors came to the following conclusion: my lungs were normal and there were no obstacles to me entering the U.S.A. After an appropriate waiting period I left for the Funk armory — the emigration center in Munich — from where I departed for the U.S.A. in the month of August. Thus did our Most Holy Lady aid me.

Having met with G.A. in the U.S.A., we were married in the beginning of 1951. As at this time I was thirty-eight years old and G.A. thirty-five; we wanted very much to have children and considered that at our age it was not yet too late. On the other hand, the years were going by and we remained childless. More than three years had passed, and we had lost hope (I had even stopped paying for the "Blue Cross Maternity Plan"). In the autumn of 1954, on the feast day of our church, "The Joy of All That Sorrow." as was customary, the miracle-working icon came to us. Vladyka Anastassy and you, dear Vladyka, were with us then; at that time you recorded from my wife's words, the miracle which had occurred with her.

We did not arrange it, but, on our own (as much as our strength would allow), both of us prayed fervently before the holy image that we would be granted a child. Now the Most Holy Theotokos, having heard our prayers, granted us her favor a third time: in nine and a half months, in August of 1955, God gave us our daughter Marina. In spite of our age, all the illnesses we had undergone, and all the adversities of the terrible years past, the child was born completely healthy, and today, glory to God, is growing strong and healthy, and studies very well.

The next great miracle took place during the winter of 1964-65.

As far back as the spring of 1964, I had begun to experience stomach pains. I think it was from the day in Munich when I had slipped on an icy sidewalk and fallen. It should be mentioned that in April of 1947I underwent a serious operation in Germany, in the same hospital where G.A. had hers. My operation was required because of an intestinal volvulus. After the operation peritonitis (abdominal inflammation) occurred, and only with God's help did I survive.

Now, after my fall, I began to experience more frequent and severe intestinal pain. Steadily, although very slowly, I began to lose weight. By autumn I felt so bad that I had to enter the hospital on the 1 6th of September. Long and thorough examination of the intestines did not reveal any changes, but only a severe distortion of the stomach (as a result of the scar tissue formations after peritonitis). It was decided that an operation be performed; this was done on the 28th of September, and the next day I was given the joyous news that no cancer had been found (in all such cases cancer is presupposed). Although my stomach was completely mutilated by the scar tissue, it was brought into order and "all would be well." Within a day, however, I suddenly began to vomit heavily and something not unlike dysentery began. It turned out that the passage to my intestines had closed.

For three weeks I was in great pain and lived only on artificial, intravenous food. Finally on the l9th of October a second operation, now on the intestines, was performed; it was necessary to remove a large section of the small intestine. The operation was a very serious and long one (5 hours). During this time I weakened completely and became emaciated.

At this time our patronal feast was approaching (November 6th) and we hoped that our wonder-working icon would come and aid us. My wife and nine-year-old daughter, seeing how my condition was growing worse, also suffered greatly and awaited the feast day and arrival of the icon. It turned out, however, that Metropolitan Philaret was going to Australia for a long visit and was to take the icon with him. We were greatly disappointed and lost heart.

Then, after the second operation, my temperature rose greatly. For a long time I was unconscious. An internal abscess began which, fortunately, erupted externally, and a fistula formed. All that I drank and ate (liquid food) began to pour out through this fistula. My life was being supported only by artificial feeding and blood transfusions.

Three more weeks passed and a third operation was performed (on the 10th of November). The abscess was cleaned and a drainage passage established through which, with special equipment, everything passing through was pumped out. I turned into a skeleton with skin stretched over it, but awaited, not death, but the return of the icon from Australia. In our prayers my wife and I asked that the Lord preserve my life for the sake of our small daughter, and more so, as here we had no relatives. For long months I lay in this fashion, all the while with a little tube in my stomach, through which streamed all that I ate and drank, and with needles in my arms, through which I received food and, at times, blood. In this way I was supported physically; spiritually, my whole family and I were being supported by our close friends. Many times our parish priest, Fr. Eugene Lyslov, visited me in the hospital. He heard my confession and gave me Holy Communion before the second operation. He constantly offered up prayers for my health in our church. Similarly the assistant priest, Fr. Nicholas Kotar, visited me often, prayed with me and comforted me. All of these — and the parishioners of our church, and friends and acquaintances (including Americans) diligently supported my family morally and financially. Many (especially a member of the parish sisterhood, Nina M.) visited me often in the hospital, by which they greatly helped me to bear the ordeal.

The feasts of the Entry into the Temple of the Most Holy Theotokos, St. Nicholas day and the Nativity of Christ passed by, and I remained in the same situation, but finally somewhat of an improvement took place. The drainage tube was pushed out by the gradually-growing internal tissues and, little by little, food began to pass the normal way.

On February 4th I was allowed to return home in the sanitarium car. For two weeks I lay at home in a more-or-less bearable condition, but then suddenly internal hemorrhaging began again. The fistula completely reopened and I returned to my state of one and-a-half months earlier. My wife informed Fr. George Grabbe of the new deterioration (at that time she was constantly informing Fr. George about my condition and finding out when the icon would arrive). Fr. George said that the icon would not arrive from Australia, but that he would come the next day and serve a moleben to the Righteous John of Kronstadt. Fr. George brought along the skoufia of St. John and a small icon of the saint. The moleben was served. Fr. George placed the skoufia on me. After the moleben he calmed me as usual with his kind words and left.

There was no improvement in my health, but St. John, our new Russian intercessor and wonderworker, helped me in another way. My doctor, apparently having decided that surgically he could not help me any more, refused to place me in the hospital again (in spite of the severe deterioration of my health after the hemorrhage). However, soon after the moleben our family doctor, Dr. Khartoun (who helped us financially), came to me, and seeing that my condition had become critical, phoned the surgeon yet again, and this time the latter agreed with him, and I was taken to the hospital; this was the 8th of March. In the hospital I was strengthened by blood transfusions, and again they began intravenous feeding; but, as before, all the food I consumed ran out through the reopened fistula.

Again the long days in the hospital dragged by, but at long last my wife brought me the happy news that Vladyka Philaret was returning to New York with the wonder-working icon. She had already spoken with Fr. George by telephone (we live in Philadelphia, 90 miles from New York) and he had promised her to bring the icon soon after it would arrive in New York. Finally, Vladyka returned, and the day Fr. George would come with the icon was scheduled. After my one-and-a-half-year period of severe illness, my wife, daughter and I had our spirits uplifted. Our faith in the mercy of God and in the already oft-received help of our Most Holy Lady through her wonder-working icon, during all this time did not burn out, and now it burned again even more strongly.

Finally, the important and decisive day arrived. My wife and daughter (she had not gone to school that day) came to me early. Being seriously and hopelessly ill, I was in a private room all the time, and my young daughter was allowed to see me only because of the exceptional situation. That afternoon Fr. George arrived with Hieromonk Anastassy. They brought in the icon, blessed my family and me, and the moleben began. Then I confessed and received Holy Communion. All the while the icon was above me on a special table, and I held on to it with the one hand free from the needle of intravenous feeding. I placed the cross from around my neck on the icon, and it remained there for the duration of the moleben. I felt so well, as if my own mother, who could help her child with any problem, had come to me.

After the moleben each of us prayed privately and we venerated the icon. Fr. George blessed us all with it once more, and they left.

Shortly after, our good friend Irene Nicholaevna P. visited me. She works in one of Philadelphia's hospitals, where she is in charge of a laboratory. In our conversation she expressed the thought that a precise bacteriological examination be made of a sample from the fistula, and if any harmful bacteria were found, attempt to destroy them with appropriate medicines. We agreed with her, but knowing how the local doctors did not like anyone's advice, were sure that our request would not be fulfilled. During this time this had occurred more than once.

All the same, the next morning, during the doctor's rounds, I told my doctor the idea. At first, as he had earlier in this type of circumstance, he looked at me agitatedly and I could see what he was ready to say. Then he suddenly smiled, and having thought for a while, said, "Well, we can try it." Right then they took the sample for analysis. The analysis revealed the presence of harmful bacteria, which did not allow the wound to heal. Accordingly, the doctor prescribed a new antibiotic of English origin. The result was quickly (in comparison to the duration of the illness) evident. Within a week the sore began to reduce rapidly, and in three weeks the wound healed completely. All that remained was a slightly visible little wound, like a pinprick. I began to gain weight gradually. I was already able to sit up, and soon, with the help of the nurses, or of my daughter, could take my first steps.

The Pascha of the Lord was drawing near. We began to hope that we could celebrate it together at home. So it happened; on the l5th of April, exactly seven months from the day I entered the hospital, I went home, and soon the feast of the Holy Resurrection of Christ arrived. When, during the night, my wife and daughter returned home from the service, we exchanged the Paschal kiss, and I was able to share the cheese paskha with them.

A great miracle! Throughout half a year none of the multitude of doctors had thought of such a simple thing as an analysis of the exuded fluid, and this not because of apathy. They all wanted very much to help me by all means. It is perfectly clear that the Most Holy Lady placed the idea into Irene Nicholaevna's head. It was she who directed the doctor, and instead of the already-prepared "No," he said, "Well, we can try it." As a result, after being in a hopeless condition for half a year, I got on my feet, and this not before, but rather immediately after the wonder-working icon visited me.

Of course, I remained an "invalid." Now (today it is exactly three years since the second operation) I am very weak, can eat only softened food, walk for only very short distances (2-3 blocks), and must often stay in bed for long periods of time. However, since the autumn of 1965 I work two or three days a week, and this, together with my wife's small earnings, allows us to exist and raise our daughter, who is now twelve years old.

Glory to God! Glory to His Most Holy Mother — our Protectress! Glory to her honorable miracle-working icon!

Sergei Shenuk

Editor's note: This letter was written in 1967. Several years ago SA. Shenuk was ordained to the holy priesthood and until recently served as assistant priest in his parish church in Philadelphia.



The Healing of a Woman Hopelessly ill With Tuberculosis.

I ask forgiveness for being so late in informing you of the healing from a hopeless stage of tuberculosis of my fiancee, later my wife Maria, nee Smimova.

On Sunday, the 9th of September 1952, together with the now deceased Alexandra Feodorovna Luper, we went to visit the Russian girl Maria Smimova, who was a patient at the Nomerheide Sanitarium in Holland.

The journey was long and difficult. Along the way Alexandra Feodorovna told me the following about Maria. During the last war, in 1942, at the age of 15 she was forcibly deported to Germany to work. The overburdening work in unsanitary conditions, together with the poor food, ruined Maria's health.

With the approach of the American army, and fearing retaliation from the retreating German soldiers, in the spring of 1944 Maria fled with several Russian girls to southern Holland. Until the end of the war she lived there in hiding with a kind Dutch widow. In the spring of 1945, already after the end of the war, Maria began to cough up blood. She lay for some time at the home of the widow who had taken her in, and then she was able to enter a tuberculosis sanitarium. It was at this sanitarium that the late A.F. Luper introduced me to her. I liked Maria very much, from the first glance. Because of her open, kind, happy face, her optimism, and her desire for life, after three or four visits I fell in love with her.

Soon after my first visit, my emigration visa to the USA arrived with a term of one half year. Until meeting Maria I wanted to leave for North America. And now, at once, both love and the visa. Which was I to choose?

My financial situation was extremely unsatisfactory, I was not in a position to support Maria, and I decided with her approval, to go to prosperous America so as to support her from there and save money for the future. By that time I had already proposed to Maria, and we had become engaged. Departing I convinced Maria that upon my honor I would not forget her, and that we would see each other again.

Leaving the sanitarium, I met the senior nurse (a Catholic nun) named Archangela, who was in charge of the wing Maria was staying in. I told the nun that I was going to America, and that I wanted to know in what condition Maria's health was at the time. She replied that Maria was a hopeless case, and that there was not the slightest chance for her recovery. Both lungs had become infected, the right one especially. The stomach cavity was infected by TB and an operation was pointless. The doctors had ceased to prescribe medicines for the ill woman, except for pain killers, and her days were numbered.

This news, as it were, splashed me with cold water, but I thought, "Who can number days? Only God! We are all in the hands of the Lord God!" I heatedly replied to the nurse, "I believe that God exists and that she will recover."

In March I was already in San Francisco. I was taken in by the late Fr. John Kliarovich. Soon I found work and friends, but I did not forget that in a TB sanitarium in Holland lay my fiancee.

I wrote her letters every week and often sent her parcels and money. I do not remember exactly: it seems in the summer of 1953 Metropolitan Anastassy arrived in San Francisco with the Kursk wonder-working icon of the Mother of God. It was the all-night vigil. Vladyka Anastassy was serving with Vladyka Tikhon and a multitude of clergy. On the analogion in the middle of the church, all in the glow of many candles, lay the miracle-working image. I also put up a candle and for the first time in my life drew near and venerated this great and holy icon. I was caught up by an unusual feeling of joy and reverence. For the first time in several years I saw tears of compunction on many faces. The holy wonder-working icon lay some two or three paces from me! The unusual spiritual fervor engulfed me. Some kind of link of the present and past passed before me. I did not feel time — I was outside of time. I relived my childhood and youth. Everything was here in this image, and somehow, involuntarily, a fervent mental prayer began to pour forth of its own accord. "Little Mother and Protectress, heal my ailing Maria, and unto the end of my days I will not eat meat on Wednesdays and Fridays!" (At that time I did not know that by church regulations, Orthodox Christians are not permitted to eat meat on Wednesdays and Fridays.)

With this thought I venerated the wonder-working image once more and went to Metropolitan Anastassy to be anointed and to receive a blessing.

Soon I found out that Maria's condition had become much better. And the doctor decided that she was able to withstand an operation. Having received news about this from Maria, I fervently prayed to the Heavenly Queen for a fortunate outcome of the operation. Sometime after the operation Maria was able to rise from her bed and take short walks. On the other hand, it was impossible to bring her to America. I then decided to return to Holland. On April 16, 1956, Maria left the sanitarium, and on April 25th of the same year I arrived in Rotterdam, where I was greeted at the dock by the onetime "hopelessly ill" Maria.

We were married long ago. Glory to God in the highest! Glory to the Most Holy Lady and Theotokos — the Hodigitria of our Church Abroad — the Kursk Root Mother of God!

Η μυρωδιά του λιβανιού (Διδακτική Ιστορία)



Ήταν πολύ κουραστικό αυτό το ταξίδι. Είχε, εξάλλου, πολύ καιρό να το κάνει. Θυμόταν τον εαυτό του στο Λύκειο, όταν πήγε να επισκεφτεί για τελευταία φορά τη γιαγιά του, την κυρα-Θοδόσαινα στα Τρόπαια της Γορτυνίας.

Και τώρα, τριτοετής φοιτητής της Φιλοσοφικής, να που ξαναπαίρνει τον ίδιο δρόμο. Τι τον έκανε να φύγει από την Αθήνα, τη «Βαβυλώνα τη μεγάλη»; Ούτε και ο ίδιος ήξερε.
Πάντως ένα είναι σίγουρο, πως πνιγόταν. Πνιγόταν από τους φίλους, τα μαθήματα, τους γονείς, απ’ όλους. Ένιωθε πως κανείς δεν τον καταλάβαινε, κανείς δεν μπορούσε να γίνει κοινωνός στην αναζήτησή του για πλέρια αλήθεια και γνησιότητα. Κι αυτή ακόμη η χριστιανική του παρέα τον έπνιγε.
Όλοι τους ήταν τακτοποιημένοι, όλοι τους είχαν ταμπουρωθεί πίσω από κάποιες συνταγές, κάποιες ρετσέτες σωτηρίας και δεν έλεγαν να κουνηθούν από ‘κει. Μα αυτός... Αυτός ήταν διαφορετικός.

Δεν βολευόταν σε σχήματα και σε κουτάκια. Ήθελε να βιώσει τον Χριστιανισμό αληθινά, όχι κίβδηλα. Να μπει στο νόημα παρευθύς και όχι να καμαρώνεται τον ευσεβή. Εξάλλου, του φαινόταν τόσο απλοϊκό και ανόητο να υιοθετήσει μια τυποκρατική και ευσεβιστική χριστιανική βιωτή τη στιγμή που η ίδια του η επιστήμη, αλλά και η έμφυτη τάση του γι’ αναζήτηση, για ψάξιμο και ψηλάφηση του αληθινού τον ωθούσε προς μια άλλη ζωή.
Μα, πόσο δύσκολο ήταν, Θεέ μου! Πόσο βασανιζόταν! Κάποια στιγμή ένιωσε πως είχε φτάσει στο απροχώρητο. Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει...

- Πάω στη γιαγιά μου στα Τρόπαια, φώναξε μια μέρα στο σπίτι και αφήνοντας πίσω του φωνές για μαθήματα και εξετάσεις, μήτε ο ίδιος ξέρει πότε, βρέθηκε στο λεωφορείο.

Και να που ζύγωνε στο σπίτι της γιαγιάς του. Ντάλα ο ήλιος πάνω από το κεφάλι του κι από παντού να ‘ρχονται χίλιες ευωδιές από την ανοιξιάτικη, αρκαδική φύση. Δεν πρόλαβε όμως ο άμοιρος να ρουφήξει λίγο βουνίσιο αέρα, όταν ακούστηκε η γνώριμη τσιριχτή φωνή της γειτόνισσας:

- Μαριγώωωω! Τρέξε καλέ, ήρθε ο Αλέκος! Την επόμενη στιγμή είδε να ξεπροβάλλει από το πλινθόκτιστο σπιτάκι η γιαγιά του σκουπίζοντας τα παχουλά της χέρια στην ποδιά της και λέγοντας:

- Καλώς τον πασά μου, καλώς τον γιόκα μου, καλώς ήρθες, Αλέκο μου! Κι αμέσως βρέθηκε στην αγκαλιά της. Τι ήταν αυτό; Σα να μπήκε σε λιμάνι απάνεμο, σα να του ‘φυγε όλη η αντάρα του μυαλού του. Ξαφνικά άδειασε και την αγκάλιασε κι αυτός.

- Καλώς σε βρήκα, γιαγιά.
- Κόπιασε, γιέ μου, να ξαποστάσεις.

Μόλις μπήκε στο χαμηλοτάβανο σπιτάκι, τον συνεπήρε η μυρωδιά της σπανακόπιτας και του λιβανιού. Σίγουρα η γιαγιά είχε φουρνίσει από το πρωί ακόμη και είχε λιβανίσει το σπίτι τρεις- τέσσερις φορές.

- Πάλι λιβάνι γιαγιά;
- Α! Όλα κι όλα, άμα δεν κάνω τα θεοτικά μου τρεις φορές την ημέρα, δεν μπορώ να κοιμηθώ.
- Και σαν τι λες;
- Μνήσθητί μου, Κύριε! Ό,τι λέει η Σύνοψη.
- Και τα εννοείς;
- Γιέ μου, αυτά είναι μυστήρια του Θεού, ποιος να τα εννοήσει; Αλλά μη γνοιάζεσαι, σα δεν καταλαβαίνω εγώ, νογά ο Θεός και βλέπει τον κόπο μου, νογά κι ο Διάολος και καίγεται.
- Χμ, καλά τα λες, είπε συγκαταβατικά.

- Στάσου, να σου φέρω λίγη σπανακόπιτα, μόλις την έβγαλα από το φούρνο. Κι έφυγε αμέσως για την κουζίνα, το βασίλειό της. Ο Αλέκος έμεινε μόνος του στο καθιστικό. Αισθανόταν άνετα και ζεστά εκεί, μολονότι ήξερε πως, εάν έκανε τη ζωή της γιαγιάς του σε τούτο το χωριό, σίγουρα θα τρελαινόταν. Η καημένη! Δεν ήξερε πολλά γράμματα, αλλά το Ευαγγέλιο δεν έλεγε να το αφήσει από τα χέρια της. Μέρα – νύχτα το διάβαζε.
Όταν λέει «γιαγιά Μαριγώ» του ‘ρχεται πάντα η ίδια εικόνα στο μυαλό: Μια γριούλα παχουλή, με σφιχτοδεμένο κότσο να κάθεται στην πολυθρόνα και να διαβάζει το Ευαγγέλιο ψιθυριστά. Δυστυχώς, η γιαγιά δεν ήξερε τίποτα από Φιλοσοφία. Θυμάται μια φορά που της ανέφερε τον Heidegger. Τον κοίταξε με τρόμο στα μάτια και είπε:

- Παναγιά μου, οι Γερμανοί, ο Θεός να φυλάει την Ελλάδα μας! Η καημένη ήταν αδαής. Δεν αναζητούσε καμιά αλήθεια. Δεν σκοτιζόταν για καμιά ψυχολογική σχολή. Ο Αλέκος έριξε μια ματιά στον τοίχο, αμέτρητες εικόνες. Η γιαγιά είχε μαζέψει όλους τους Αγίους της οικογένειας. Κι όμως αρκούσε ένας σταυρός.

- Γιαγιά, τι τις θες τόσες εικόνες;

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Και πώς θα παρακαλέσω τον Αγιαλέξανδρο, σαν δεν έχω την εικόνα του; Άσε το άλλο, κάθε φορά που γιορτάζει Άγιος με εικόνα, το σπίτι έχει πανηγύρι. Άσε όμως αυτά, πες μου τα δικά σου, παλικάρι μου.

Και τότε, άγνωστο γιατί, ο Αλέκος άνοιξε την καρδιά του όπως δεν την είχε ανοίξει ποτέ, ούτε στον πνευματικό του, ούτε και στους γέροντες στο Άγιο Όρος όπου βρισκόταν συχνά – πυκνά. Της είπε για τις αγωνίες του, τη βασανιστική του πορεία για ανεύρεση της αλήθειας, την προσπάθεια ελευθερώσεως του εαυτού του από τα δεσμά της συμβατικότητας και του ηθικισμού, ώστε να ‘ρθει σε κοινωνία αληθινή με το πρόσωπο του πλησίον.
Της είπε ακόμη για την αδυναμία του να σταθεί μπροστά στο Θεό χωρίς τη μάσκα του ευσεβή που τον στοιχειώνει από τα παιδικά του χρόνια. Της είπε, της είπε, της είπε... και τι δεν της είπε. Ακολούθησε μια μεγάλη παύση. Η κυρα-Θοδόδαινα έκανε τον σταυρό της αργά – αργά και είπε:

- Μνήσθητί μου, Κύριε! Δεν κατάλαβα γρι. Μπερδεμένα μου τα λες, ματάκια μου. Και θαρρώ πως τα ‘ χεις και στο μυαλό σου μπερδεμένα. Ευαγγέλιο διαβάζεις;
- Ορίστε;
- Εκκλησία πας;
- Δεν καταλαβαίνω...
- Την προσευχή σου την κάμεις;
- Τι εννοείς, γιαγιά;
- Τον πλησίον σου τον συντρέχεις;
- Θαρρώ πως δε με κατάλαβες.

- Αχ παιδάκι μου, εσύ δεν εννοείς να καταλάβεις πως τα πράγματα του Θεού είναι απλά. Δε χρειάζονται πολλές θεωρίες μήτε αξημέρωτες συζητήσεις. Μονάχα τούτο χρειάζεται, να ξαστερώσεις από τις φιλοσοφίες και να πιαστείς από το ρούχο του Χριστού σαν εκείνη τη γυναίκα στο Ευαγγέλιο, να δεις πως τι λένε... την ξέχασα, δεν πειράζει. Τα άλλα όλα θα τα κανονίσει ο Χριστός. Είναι δικές του δουλειές. Άσε Τον. Ξέρει τι κάνει.

Δεν κάθισε πολύ στα Τρόπαια, στο σπίτι της γιαγιάς του. Μια – δυο μέρες. Ήταν αρκετές. Είδε πράγματα που θα τον συνόδευαν για πολύ καιρό. Είδε τη γιαγιά του να κάνει ατελείωτες μετάνοιες. Την είδε να συντρέχει τη χήρα με τα τρία βυζανιάρικα παιδιά. Την είδε να μαζεύει στο σπίτι της κάθε λογής κουρασμένο στρατοκόπο και να αποθέτει στα χέρια των φτωχών ολάκερη τη σύνταξη του μακαρίτη.
Την είδε να κοινωνά την Κυριακή και να λάμπει σαν τον ήλιο όλη τη μέρα. Μυστήρια του Θεού! Σαν έφυγε με το λεωφορείο για την Αθήνα στριμωγμένος σ ‘ ένα κάθισμα κρατώντας κεφτεδάκια (πεσκέσι της γιαγιάς) σκεφτόταν όσα έζησε τούτες τις λίγες μέρες. Μια μυρωδιά λιβανιού του 'ρθε στη μύτη και μια φωνή να του υπενθυμίζει: «Τα πράγματα του Θεού είναι απλά».

- Λες να 'ναι έτσι; Μνήσθητί μου, Κύριε!


http://www.askitikon.eu/
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...