Sunday, October 13, 2013
Το παιδί του διαζυγίου
Ορισμένες φορές οι γονείς, μετά από μία επώδυνη πορεία, φθάνουν στην απόφαση του διαζυγίου. Οι συνθήκες δεν είναι εύκολες για κανένα και κανείς δεν βγαίνει ικανοποιημένος από ένα διαζύγιο.
Όταν οι γονείς φθάνουν σ’ αυτή την απόφαση πρέπει να σκεφτούν τον αντίκτυπο που θα έχει στα παιδιά και πως προτίθενται να τον αντιμετωπίσουν. Το διαζύγιο είναι από τις χειρότερες εμπειρίες στη ζωή ενός παιδιού και το αν θα προκαλέσει ψυχολογικά προβλήματα η όχι εξαρτάται αφ` ενός μεν από την προσωπικότητα του παιδιού και αφ` ετέρου από το χειρισμό των γονέων. Οι γονείς έχουν την υποχρέωση να προστατεύσουν το παιδί και να το απομακρύνουν από τις συγκρούσεις και τις βίαιες καταστάσεις που πιθανόν υπάρχουν στην οικογένεια.
Η τραυματική εμπειρία του διαζυγίου έχει άμεσα και έμμεσα αποτελέσματα. Τα ψυχολογικά προβλήματα εκδηλώνονται κυρίως όταν το παιδί βρίσκεται στο μέσον της σύγκρουσης, όταν είναι μάρτυρας σε σκηνές εχθρότητας μεταξύ δύο ανθρώπων που αγαπάει και πρέπει να αποφασίσει ποιός από τους δύο έχει δίκιο. Η ψυχική ένταση του παιδιού είναι πολύ μεγάλη όταν αποτελεί μέρος της διαμάχης των δύο εμπόλεμων γονέων και σημείο αναφοράς για τις κατηγορίες, που οι γονείς εκτοξεύουν ο ένας εναντίον του άλλου για αδιαφορία, εγκατάλειψη, ανεπάρκεια η μεροληπτική στάση. Συχνά επίσης το παιδί χρησιμοποιείται για τη ρύθμιση οικονομικών διαφορών μεταξύ των δύο γονέων.
Μελέτες δείχνουν ότι τα παιδιά ελπίζουν στην επανασύνδεση της οικογένειας ακόμη και μετά από 10 – 15 χρόνια. Στην ενήλικη ζωή τους έχουν μειωμένη ικανότητα να διαμορφώσουν σταθερές σχέσεις με πρόσωπα του άλλου φύλου. Το παιδί του διαζυγίου έχει πολλές πιθανότητες να γίνει ένας οξύθυμος, ανασφαλής και επιθετικός ενήλικος.
Μια από τις σημαντικότερες παραμέτρους, που καθορίζει τις επιπτώσεις της διάλυσης της οικογένειας στα παιδιά, είναι η στάση των γονέων πριν και μετά το διαζύγιο. Το πρώτο ερώτημα που συνήθως τίθεται αφορά στην ανακοίνωση του διαζυγίου. Οι εξηγήσεις που θα δοθούν στο παιδί θα πρέπει να είναι όσο το δυνατόν πιο κοντά στην αλήθεια. Τα παιδιά μικρής ηλικίας έχουν την τάση να ερμηνεύουν τα πάντα με επίκεντρο τον εαυτό τους. Έτσι συχνά βιώνουν το διαζύγιο ως εγκατάλειψη, απόρριψη η ενοχοποιούνται ότι είναι κακά παιδιά και ο γονιός που έφυγε δεν τα αγαπά. Τα μεγαλύτερα παιδιά μπορούν να καταλάβουν τις δυσμενείς συνέπειες που έχει για τους ενήλικες ένας αποτυχημένος γάμος και να αντιληφθούν τους πραγματικούς λόγους του διαζυγίου. Σημαντικό είναι η επαφή με τον γονιό που φεύγει να συνεχίσει να είναι συχνή και καθορισμένη. Το παιδί που περιμένει το γονέα, ο οποίος δεν έρχεται, βλέπει τους φόβους εγκατάλειψης να επιβεβαιώνονται και βυθίζεται σε πραγματική απελπισία
Η μόνιμη κατοικία του παιδιού θα πρέπει να είναι στο σπίτι του ενός γονιού. Το να μοιράζει εξίσου το χρόνο του σε δύο σπίτια το αποστερεί από κάθε έννοια μόνιμου δικού του χώρου και το κρατάει σε διαρκή σύγχυση. Αν υπάρχουν αδέλφια δεν θα πρέπει να χωρίζονται τις μέρες των επισκέψεων. Τη στιγμή του διαζυγίου τα άλλα μέλη της οικογένειας γίνονται ακόμη πιο σημαντικά. Οι σχέσεις των αδελφών ισχυροποιούνται και τα αδέλφια προστατεύονται μεταξύ τους από τυχόν αυθαιρεσίες των γονέων και από το άγχος του αποχωρισμού.
Τα ζητήματα πειθαρχίας είναι ένα άλλο θέμα που δεν πρέπει να παραβλεφθεί για τα παιδιά του διαζυγίου. Ο γονιός, με τον οποίο μένουν μαζί, έχει συνήθως την τάση υπερπροστασίας και χαλάρωσης των κανόνων πειθαρχίας για να απαλύνει τον πόνο και το στρες του παιδιού. Τα περισσότερα παιδιά έχουν ανάγκη από σταθερά όρια και κανόνες πειθαρχίας. Σε μια φάση της ζωής τους, που νοιώθουν ότι τα πάντα αλλάζουν γύρω τους, η πειθαρχία αποτελεί ασφαλή βάση για να μπορέσουν να κυριαρχήσουν στο άγχος τους και να συνεχίσουν να τα καταφέρνουν στις σχολικές τους επιδόσεις και την κοινωνική τους ζωή.
Σημαντικός παράγων για την ψυχική ισορροπία του παιδιού και τη φυσιολογική του εξέλιξη είναι η αίσθηση συνέχειας. Οι δύο γονείς, παρ` όλο που δεν συνεχίζουν τη ζωή τους ως ζευγάρι, θα πρέπει να συνυπάρχουν και να παίρνουν κοινές αποφάσεις για θέματα που αφορούν στο παιδί.
http://www.diakonima.gr
Be ready and vigilant ( St. John Maximovitch )
Stand fast on spiritual watch, because you don’t know when the Lord will call you to Himself. In your earthly life be ready at any moment to give Him an account. Beware that the enemy does not catch you in his nets, that he not deceive you causing you to fall into temptation. Daily examine your conscience; try the purity of your thoughts, your intentions.
There was a king who had a wicked son. Having no hope that he would change for the better, the father condemned the son to death. He gave him a month to prepare.
The month went by, and the father summoned the son. To his surprise he saw that the young man was noticeably changed: his face was thin and drawn, and his whole body looked as if it had suffered.
“How is it that such a transformation has come over you, my son?” the father asked.
“My father and my lord,” replied the son, “how could I not change when each passing day brought me closer to death?”
“Good, my son,” remarked the king. “Since you have evidently come to your senses, I shall pardon you. However, you must maintain this vigilant disposition of soul for the rest of your life.”
“Father,” replied the son, “that’s impossible. How can I withstand the countless seductions and temptations?”
Then the king ordered that a vessel be brought, full of oil, and he told his son:
“Take this vessel and carry it along all the streets of the city. Following you will be two soldiers with sharp swords. If you spill so much as a single drop they will cut off your head.”
The son obeyed. With light, careful steps, he walked along all the streets, the soldiers accompanying him, and he did not spill a drop.
When he returned to the castle, the father asked,
“My son, what did you see as you were walking through the city?”
“I saw nothing.”
“What do you mean, ‘nothing’?” said the king.
“Today is a holiday; you must have seen the booths with all kinds of trinkets, many carriages, people animals…”
“I didn’t notice any of that,” said the son. “All my attention was focussed on the oil in the vessel. I was afraid to spill a drop and thereby lose my life.”
“Quite right, my son,” said the king. “Keep this lesson in mind for the rest of you life. Be as vigilant over your soul as you were today over the oil in the vessel. Turn your thoughts away from what will soon pass away, and keep them focused on what is eternal. You will be followed not by armed soldiers but by death to which we are brought closer by every day. Be very careful to guard your soul from all ruinous temptations.”
The son obeyed his father, and lived happily.
Watch, stand fast in the faith, quit you like men, be strong. (I Cor. 16:13).
The Apostle gives Christians this important counsel to bring their attention to the danger of this world, to summon them to frequent examination of their hearts, because without this one can easily bring to ruin the purity and ardor of one’s faith and unnoticeably cross over to the side of evil and faithlessness.
Just as a basic concern is to be careful of anything that might be harmful to our physical health, so our spiritual concern should watch out for anything that might harm our spiritual life and the work of faith and salvation. Therefore, carefully and attentively assess your inner impulses: are they from God or from the spirit of evil? Beware of temptations from this world and from worldly people; beware of hidden inner temptations which come from the spirit of indifference and carelessness in prayer, from the waning of Christian love.
If we turn our attention to our mind, we notice a torrent of successive thoughts and ideas. This torrent is uninterrupted; it is racing everywhere and at all times: at home, in church, at work, when we read, when we converse. It is usually called thinking, writes Bishop Theophan the Recluse, but in fact it is a disturbance of the mind, a scattering, a lack of concentration and attention. The same happens with the heart. Have you ever observed the life of the heart? Try it even for a short time and see what you find.
Something unpleasant happens, and you get irritated; some misfortune occurs, and you pity yourself; you see someone whom you dislike, and animosity wells up within you; you meet one of your equals who has now outdistanced you on the social scale, and you begin to envy him; you think of your talents and capabilities, and you begin to grow proud… All this is rottenness: vainglory, carnal desire, gluttony, laziness, malice-one on top of the other, they destroy the heart.
And all of this can pass through the heart in a matter of minutes. For this reason one ascetic, who was extremely attentive to himself, was quite right in saying that
“man’s heart is filled with poisonous serpents. Only the hearts of saints are free from these serpents, the passions.”
But such freedom is attained only through a long and difficult process of self-knowledge, working on oneself and being vigilant towards one’s inner life, i.e., the soul.
Be careful. Watch out for your soul! Turn your thoughts away from what will soon pass away and turn them towards what is eternal. Here you will find the happiness that your soul seeks, that your heart thirsts for.
St. John Maximovitch
298 passions ( St. Peter Damascene )
The passions are:
harshness,
trickery,
malice,
perversity,
mindlessness,
licentiousness,
enticement,
dullness,
lack of understanding,
idleness,
sluggishness,
stupidity,
flattery,
silliness,
idiocy,
madness,
derangement,
coarseness,
rashness,
cowardice,
lethargy,
dearth of good actions,
moral errors,
greed,
over-frugality,
ignorance,
folly,
spurious knowledge,
forgetfulness,
lack of discrimination,
obduracy,
injustice,
evil intention,
a conscienceless soul,
slothfulness,
idle chatter,
breaking of faith,
wrongdoing,
sinfulness,
lawlessness,
criminality,
passion,
seduction,
assent to evil,
mindless coupling,
demonic provocation,
dallying,
bodily comfort beyond what is required,
vice,
stumbling,
sickness of soul,
enervation,
weakness of intellect,
negligence,
laziness,
a reprehensible despondency,
disdain of God,
aberration,
transgression,
unbelief,
lack of faith,
wrong belief,
poverty of faith,
heresy,
fellowship in heresy,
polytheism,
idolatry,
ignorance of God,
impiety,
magic,
astrology,
divination,
sorcery,
denial of God,
the love of idols,
dissipation,
profligacy,
loquacity,
indolence,
self-love,
inattentiveness,
lack of progress,
deceit,
delusion,
audacity,
witchcraft,
defilement,
the eating of unclean food,
soft living,
dissoluteness,
voracity,
unchastity,
avarice,
anger,
dejection,
listlessness,
self-esteem,
pride,
presumption,
self-elation,
boastfulness,
infatuation,
foulness,
satiety,
doltishness,
torpor,
sensuality,
over-eating,
gluttony,
insatiability,
secret eating,
hoggishness,
solitary eating,
indifference,
fickleness,
self-will,
thoughtlessness,
self-satisfaction,
love of popularity,
ignorance of beauty,
uncouthness,
gaucherie,
lightmindedness,
boorishness,
rudeness,
contentiousness,
quarrelsomeness,
abusiveness,
shouting,
brawling,
fighting,
rage,
mindless desire,
gall,
exasperation,
giving offence,
enmity,
meddlesomeness,
chicanery,
asperity,
slander,
censure,
calumny,
condemnation,
accusation,
hatred,
railing,
insolence,
dishonour,
ferocity,
frenzy,
severity,
aggressiveness,
forswearing oneself,
oathtaking,
lack of compassion,
hatred of one’s brothers,
partiality,
patricide,
matricide,
breaking fasts,
laxity,
acceptance of bribes,
theft,
rapine,
jealousy,
strife,
envy,
indecency,
jesting,
vilification,
mockery,
derision,
exploitation,
oppression,
disdain of one’s neighbour,
flogging,
making sport of others,
hanging,
throttling,
heartlessness,
implacability,
covenant-breaking,
bewitchment,
harshness,
shamelessness,
impudence,
obfuscation of thoughts,
obtuseness,
mental blindness,
attraction to what is fleeting,
impassionedness,
frivolity,
disobedience,
dullwittedness,
drowsiness of soul,
excessive sleep,
fantasy,
heavy drinking,
drunkenness,
uselessness,
slackness,
mindless enjoyment,
self-indulgence,
venery,
using foul language,
effeminacy,
unbridled desire,
burning lust,
masturbation,
pimping,
adultery,
sodomy,
bestiality,
defilement,
wantonness,
a stained soul,
incest,
uncleanliness,
pollution,
sordidness,
feigned affection,
laughter,
jokes,
immodest dancing,
clapping,
improper songs,
revelry,
fluteplaying,
license of tongue,
excessive love of order,
insubordination,
disorderliness,
reprehensible collusion,
conspiracy,
warfare,
killing,
brigandry,
sacrilege,
illicit gains,
usury,
wiliness,
grave-robbing,
hardness of heart,
obloquy,
complaining,
blasphemy,
fault-finding,
ingratitude,
malevolence,
contemptuousness,
pettiness,
confusion,
lying,
verbosity,
empty words,
mindless joy,
daydreaming,
mindless friendship,
bad habits,
nonsensicality,
silly talk,
garrulity,
niggardliness,
depravity,
intolerance,
irritability,
affluence,
rancour,
misuse,
ill-temper,
clinging to life,
ostentation,
affectation,
pusillanimity,
satanic love,
curiosity,
contumely,
lack of the fear of God,
unteachability,
senselessness,
haughtiness,
self-vaunting,
self-inflation,
scorn for one’s neighbour,
mercilessness,
insensitivity,
hopelessness,
spiritual paralysis,
hatred of God,
despair,
suicide,
a falling away from God in all things,
utter destruction — altogether 298 passions.
St. Peter Damascene
Concerning Humility of Wisdom ( Abba Dorotheos )
One of the elders has said: "Before everything else humility of wisdom is needful for us, so that we may be ready to say to every word which we hear, forgive me; for by humility of wisdom all the arrows of the enemy and adversary are broken." Let us examine what meaning the words of the elder has. Why does he not say that continence (temperance) is needed first of all? For the Apostle says, (I Cor. 9:25) Every man that strivest for the mastery is temperate in all things. Or why did the elder not say that before everything else the fear of God is needful for us? For in the Scriptures it is said: (Ps. 110:10) The fear of the Lord is the beginning of wisdom, and again, (Prov. 15:27) By the fear of the Lord everyone departs from evil. Why did he not say that before everything else alms-giving or faith is necessary for us? For it is said, (Prov. 15:27), By alms and by faithful dealings sins are purged away, and the Apostle says, (Heb. 11:6) Without faith it is impossible to please Him (God).
Thus, if without faith it is impossible to please God, and if by means of almsgiving and faith sins are cleansed, if by the fear of the Lord everyone is brought away from evil, and if the beginning of wisdom is the fear of the Lord, and one who is laboring must be continent in everything, then why did the elder say before everything else that humility of wisdom is needful for us, setting aside everything else which is so needful? The elder wishes to show us by this that neither the very fear of God, nor almsgiving, nor faith, nor continence, nor any other virtue can be perfected without the humility of wisdom. This is why he says, "Before everything else, humility of wisdom is needful to us—so as to be ready to say to every word we hear forgive me; for by humility of wisdom are all the arrows of the adversary broken." And so you see, brethren, how great is the power of humility of wisdom; you see what force the word forgive has. But why is the devil called not only enemy, but also adversary? He is called enemy because he is the hater of mankind, the hater of good, and a slanderer; and he is called adversary because he strives to hinder every good deed. If one should wish to pray, he opposes and hinders him by means of evil remembrances, by means of captivity of the mind and despondency. If one wishes to give alms, he hinders by means of the love of money and stinginess. If one wishes to keep vigil, he hinders by means of laziness and carelessness, and in this way he opposes us in every deed when we wish to do something good. This is why he is called not only enemy, but also adversary. But by humility of wisdom, all the weapons of the enemy and adversary are broken. For in truth, great is humility of wisdom, and every one of the saints has travelled by this path; by labor they have made short their path, as the Psalmist says, Behold my lowliness and my toil, and forgive all my sins; (Ps. 24:18) and I was brought low, and He saved me (Ps. 114:6). And besides, it is humility alone that may conduct us into the Kingdom, as the elder Abba John has said—but only slowly.
Thus, let us also be humbled a little, and we shall be saved. If we who are infirm cannot labor, then let us try to be humbled; and I believe in the mercy of God that for the little we do with humility, even we shall be in the place of the saints who have labored much and worked for God. Even if we are infirm and cannot labor—can it be that we cannot become humble? Blessed, O brethren, is he who has humility. Great is humility! One saint who had true humility said it very well: "Humility does not become angry at anyone and angers no one, and it considers anger completely foreign to itself." Great is humility, for it alone opposes vainglory and preserves a man from it. And do not people become angry also over property and food? But how is it that the elder says that humility does not become angry at anyone and angers no one? Humility is great, as we have said, and it strongly attracts to the soul the grace of God. Having come, the grace of God protects the soul from the two onerous passions mentioned above. For what can be more onerous than to become angry and to anger one's neighbor? As someone has said: "It is not at all the nature of monks to become angry, nor likewise, to anger others." For in truth, if such a one, (i.e. one who becomes angry or angers others) is not soon covered with humility then he, little by little, comes into a demonic state, disturbing others and himself being disturbed. This is why the elder said that humility does not become angry and does not anger. But what am I saying? As if humility protected from only two passions… It protects the soul also from every passion and from every temptation.
When St. Anthony saw all the nets of the devil and, sighing, he asked God: "But who can escape them?" Then God replied to him: "Humility will escape them," and what is even more astonishing, He added: "They will not even touch you." Do you see the grace of this virtue? In truth there is nothing stronger than humility of wisdom—nothing vanquishes it. If something painful should happen to one who is humble, he immediately turns to himself, judges himself that he is worthy of this, and he does not begin to reproach anyone, or lay the blame on anyone else. In this way he bears whatever happens without disturbance, without sorrow, with complete calmness, and therefore he does not become angry, nor does he anger anyone. And thus, before everything else, humility of wisdom is needful for us.
There are two humilities, just as there are two prides. The first pride occurs when one reproaches his brother, when one judges and dishonors him as being of no importance, and deems himself superior. If that person does not soon come to himself and strive to correct himself, little by little comes to the second kind of pride, rising up against God Himself. He ascribes all his labors and virtues to himself and not to God, as if he performed them by himself, through his own reason and efforts, and not with the help of God. In truth my brethren, I know one person who once came to such a pitiable condition. At first when any of the brethren would say something to him, he would belittle each one and reply: "What is the meaning of that? There is no one worthy apart from Zosimas and those like him." Then he began to judge these persons also and say: "There is no one worthy except for Macarius." After a little time he began to say, "Who is Macarius? There is no one worthy except for Basil and Gregory." But soon he began to judge these also, saying: "Who is Basil, and who is Gregory? There is no one worthy except for Peter and Paul." I said to him: "In truth, brother, you will soon begin to belittle them also." And believe me, in a short time he began to say: "Who is Peter? And who is Paul? No one has any significance except for the Holy Trinity." Finally he raised himself up in pride against even God Himself, and in this way he went out of his mind. Therefore, O my brethren, we must labor with all our power against the first pride, so that we may not little by little fall into the second, that is, into complete pride.
There is a worldly pride and a monastic pride: worldly pride is when one becomes proud before his brother that he is richer or more handsome than he, or that he wears better garments than he or that he is more nobly born than he. When we see that we are becoming vainglorious over such qualities, or because our monastery is larger or richer than others, or because there are many brethren in it, then we must know that we are still in worldly pride. It likewise happens that one becomes vainglorious because of some kind of natural gifts: one, for example, is vainglorious because he has a good voice and sings well, or because he is modest, works zealously, and is efficient in service. These qualities are better than the first ones mentioned, however this is also worldly pride. Monastic pride, on the other hand, is when one becomes vainglorious because he is exercising himself in vigils, in fasting, that he is devout, that he lives well and is careful. It likewise happens that one might become humble for the sake of glory. All this has to do with monastic pride. It is possible for us not to become proud at all; but if one is unable to escape this entirely, then at least let him become proud over the qualities of monastic deeds, and not over something worldly.
We have talked about the first kind of pride is and what is the second. We have likewise talked about worldly pride and monastic pride. Let us examine now the two kinds of humility. The first kind of humility consists in respecting one's brother as more intelligent than oneself and more excellent in every way, and in a word, as the Holy Fathers have said, it consists in considering that one is lower than all." The second kind of humility consists in ascribing one's labors to God—this is the perfect humility of the saints. It is naturally born in the soul from the fulfillment of the commandments. It is just as with a tree—when there is much fruit on it, the fruits themselves bend the branches down; and the branches on which there is no fruit strive upwards and grow straight. There are certain trees which do not give fruit; but if someone were to take a stone and hang it to the branch and bend it down, then it would give fruit. The soul also, when it is humble, produces fruit, and the more fruit it produces, the humbler it becomes; and the nearer the saints came to God, the more they saw themselves as sinners.
I recall that once we were conversing about humility, and when one of the well-known citizens of Gaza heard us say that the closer one comes to God, the more one sees himself as a sinner, he was astonished and said: "How could this be?" Not understanding, he wished to know what these words meant. I said to him: "Noble citizen, tell me what you consider yourself to be in your city." He replied, "I consider myself to be great and the first one in the city." Then I said to him, "But if you were to go to Caeserea, then whom would you consider yourself to be there? He replied, "To be the last of the nobles who are there." "And if," I said, "you were to go to Constantinople, and come near to the Emperor, whom would you consider yourself to be there?" He replied, "Almost as a beggar." Then I said to him, "Even so, the nearer the saints came to God, the more they considered themselves to be sinners. So, when Abraham saw the Lord, he called himself earth and ashes. (Gen. 18:27); and Isaias said I am wretched and unclean (Isa. 6:5); and likewise Daniel, when he was in the pit with the lions and Habakkuk brought him bread saying: Receive the meal which God hath sent thee, replied: Thou has remembered me, O God (Dan. 14:36, 37). What humility his heart had! He was in the pit in the midst of the lions and was unharmed by them, and not once only, but twice, and after all this he was astonished and said, And thus God hath remembered me.
Do you see the humility of the saints and how their hearts were? They even refused out of humility what was sent from God to help them, fleeing glory. Just as one who is clothed in a silk garment would run away if someone were to throw an unclean garment at him, so as not to soil his own precious garment, so also the saints, being adorned with virtues, flee human glory so as not to be defiled by it. One who seeks glory is like a naked man who desires to find some shirt or anything else with which to cover his shame; so also one who is not clothed in virtue seeks human glory. Thus the saints, sent by God to help people, in their humility refused glory. Moses said (Exod. 4:10, 12), I beg Thee to place another one who is able, for I am a stutterer. Jeremiah said: I am the youngest one (Jer. 1:6). In a word, each of the saints acquired this humility, as we have said, through the fulfillment of the commandments. But what precisely this humility is and how it is born in the soul, no one can express in words, unless a man learn this by experience; for it is impossible to learn it from words alone.
Once Abba Zosimas spoke about humility, and a certain sophist who was present heard what he said and desired to understand it precisely. He asked him, "Tell me, why do you consider yourself sinful? Do you not know that you are holy? Do you not know that you have virtue? After all, you see how you fulfill the commandments—so how can you consider yourself sinful when you act in this way?" The elder did not know what answer to give him, but only said: "I do not know what to say to you, but I consider myself sinful." The sophist insisted, desiring to know how this could be. Then the elder, not knowing how to explain this to him, began to say to him in his holy simplicity, "Do not upset me; in truth I consider myself to be sinful."
Seeing that the elder was perplexed as to how to reply to the sophist, I said to him: "Does not the same thing happen in the arts of both sophistry and medicine? When someone has studied an art well and is practicing it, then according to the measure of his practice the physician or sophist acquires a certain habit, but he cannot say and does not know how to explain how he became experienced. In fact, the soul acquires the habit gradually and imperceptibly, through practice in the art. So it is also with humility—from the fulfillment of the commandments there comes a certain habit of humility, but it is impossible to express this in words." When Abba Zosimas heard this he rejoiced, immediately embraced me and said, "You have understood that matter, it is precisely as you have said." Having heard these words, the sophist was satisfied and agreed.
The elders also have told us something which helps us to understand humility. No one can explain the very condition into which the soul comes from humility. Thus, when Abba Agathon was near death and the brethren asked him, "Are you also afraid, Father?" he replied, "As much as I was able, I forced myself to keep the commandments, but I am a man, and how can I know if what I have done is pleasing to God? For one is the judgment of God, and another the judgment of man." Behold how he opened our eyes to understand humility and showed us the path whereby we acquire it. But how it is in the soul, as I have already said many times, no one can say or aphrehend through words alone—the soul can learn this but a little, and only from life. However, the Fathers have told us what brings us to humility, for in the Patericon it is written: "A certain brother asked an elder, "What is humility?" The elder replied, "Humility is a great and divine matter. Serving as a path to humility are bodily labors, performed reasonably. Also, it is when one considers himself below everyone else and constantly prays to God—this is the path to humility. But humility itself is divine and beyond understanding."
But why did the elder say that bodily labors bring a soul to humility? In what way do bodily labors become spiritual virtues? By considering himself below everyone, as we have already said, one opposes the demons and the first kind of pride—for how can one consider himself greater than his brother, or become proud towards another or reproach or belittle anyone, if he considers himself below everyone? Likewise, to pray without ceasing also clearly opposes the second kind of pride, for it is evident that one who is humble and reverent, knowing that it is impossible to perform any kind of virtue without the help and protection of God, does not cease always to pray to God that He might have mercy on him. For one who is ceaselessly praying to God, even if he should be able to do something, knows why he did this and cannot become proud. He does not ascribe this to his own power, but he ascribes all his success to God, always gives thanks to Him, and always calls upon Him, trembling lest he be deprived of such help and his infirmity and powerlessness be discovered. And thus with humility he prays, and by prayer he becomes humble, and the more he advances always in virtues, the more he always becomes humble. And to the degree he becomes humble he receives help and advances through humility of wisdom. But why does the elder say that bodily labors bring one to humility? What relation do bodily labors have to the disposition of the soul? I will explain this for you. After transgressing the commandments the soul was given over, as St. Gregory says, to the deception of the love of pleasure and self-will and came to love the bodily. It became, as it were, united or one with the body, and everything became flesh as, is written, (Gen. 6:4) My spirit shall not remain among these men, for they are flesh. The poor soul then sympathizes with the body and with everything which is done with the body. This is why the elder also said that bodily labor also brings the soul to humility. For there is one disposition of soul in a healthy man and another in a sick man; one disposition in one who is hungry and another in one who is full. Likewise, there is one disposition of soul in a man who is riding upon a horse, another in one who is sitting on a throne, and yet another in one who is sitting on the earth; there is one disposition in one who wears beautiful clothing and another in one who wears poor clothing. Thus, labor humbles the body; and when the body is humbled, the soul is also humbled with it. So, the elder said well that bodily labor leads to humility. Therefore, when Agapius was subjected to warfare from blasphemous thoughts, knowing as a wise man that the blasphemy proceeded from pride, and that when the body is humbled then the soul is also humbled with it, he spent forty days in the open air so that his body, as the writer of his life says, began to bring forth worms as happens with wild animals. He undertook such a labor not for the sake of the blasphemy, but for the sake of humility. Thus, the elder said truly that bodily labors also lead to humility. May the good God grant us humility, for it delivers a man from many evils and protects him from great temptations. May there be glory and dominion to God forever. Amen.
Abba Dorotheos
ΤΗΝ ΕΣΩΣΕ ΕΝΑ ΑΝΤΙΔΩΡΟ
Η ιστορία, που θα σας αφηγηθώ είναι πέρα για πέρα αληθινή, όσα απίστευτα στοιχεία και αν έχει. Συνέβη στις αρχές Δεκέμβρη 2007.
Οι έννοιες και οι φροντίδες της καθημερινότητας με είχαν καταβάλει εκείνο τον καιρό και ιδιαίτερα κάποιες οικογενειακές υποθέσεις μου είχαν προκαλέσει μεγάλη στεναχώρια. Τέλος πάντων σκεφτόμουν, τα έχει αυτά η ζωή. Αυτό, όμως, που ένοιωσα εκείνο το πρωί ήταν για μένα -έτσι σκεφτόμουν τότε- τελειωτικό.
Από την προηγούμενη είχα κάποιες εκκρεμότητες να φέρω σε πέρας και μάλιστα οικονομικές, που με είχαν στενοχωρήσει και με είχαν αγχώσει πολύ. Είχα πάει στο ταμείο των υπαλλήλων της υπηρεσίας που εργάζομαι και είχα εισπράξει το ποσό ενός δανείου 20.000 ευρώ, προκειμένου να εξοφλήσω την τράπεζα η οποία μας έβγαλε το εξοχικό σπίτι σε πλειστηριασμό και προχώρησε σε κατάσχεση. Ήμουν πολύ στεναχωρημένη, γιατί αυτό το σπίτι είχε φτιαχτεί με πολύ μόχθο και κάθε καλοκαίρι πηγαίναμε με τα παιδιά εκεί για διακοπές. Δεν ήθελα με κανένα τρόπο να το χάσω, αν και οικονομικά ήμουν σε πολύ δύσκολη κατάσταση, αφού βασιζόμουν μόνο στο μισθό μου. Τέλος πάντων ζήτησα από την υπηρεσία δάνειο, για το οποίο μου κρατάνε κάθε μήνα 250 ευρώ από το μισθό. Μόλις το εισέπραξα σε μετρητά πήγα στην τράπεζα και έστειλα 6.000 ευρώ σε έναν θείο, που είχε καταβάλει εγγύηση για να μη γίνει η κατάσχεση και τα υπόλοιπα 14.000 θα τα έβαζα σε λογαριασμό της τράπεζας, τον οποίο όμως δεν είχα και έπρεπε να τηλεφωνήσω να μου τον πουν. Και ώσπου να τελειώσω με όλα αυτά η τράπεζα έκλεισε.
Έτσι σκέφθηκα να αφήσω τα χρήματα, μαζί με όλα τα χαρτιά, όπως ήταν,μέσα στο αυτοκίνητό μου, στο τσεπάκι της πόρτας του οδηγού. Εκεί ποιός να τα πειράξει. Άλλωστε πρωί-πρωί θα πήγαινα να τα καταθέσω. Ποτέ δεν είχα χάσει κάτι από το αυτοκίνητο. Μάλιστα τα έβαλα σε ένα φάκελο από αυτούς των δημοσίων υπηρεσιών καθώς τους φύλαγα, όταν η ταμίας μας πλήρωνε και μας έβαζε τα χρήματα στο φάκελο. Εγώ πάντα της γκρίνιαζα γι’ αυτό ότι ο τρόπος αυτός είναι απαρχαιωμένος, αλλά εκείνη εξακολουθούσε το σύστημά της. Έτσι κρατούσα τους φακέλους κι όλο και κάπου μου χρησίμευαν. Ίσως σας κουράζω με λεπτομέρειες αλλά θα δείτε παρακάτω γιατί σας τις αναφέρω.
Εκείνο το πρωί λοιπόν ξεκίνησα να πάω στη τράπεζα για την κατάθεση των χρημάτων. Το αυτοκίνητο, ενώ συνήθως το παρκάρω στην πυλωτή της πολυκατοικίας, εκείνο το βράδυ το είχα παρκάρει λίγο παραπέρα από το σπίτι, γιατί κάποιος μου είχε πιάσει το πάρκιν. Πηγαίνω εκεί που το είχα παρκάρει, πολύ κοντά στο σπίτι και σε σίγουρο μέρος, αλλά το αυτοκίνητο πουθενά. Κοπήκανε τα πόδια μου. Δεν ήταν δυνατόν. Στη γειτονιά. Λίγα μέτρα από το σπίτι. Ποτέ κανείς δεν είχε παραπονεθεί για κλοπές. Είμαστε ήσυχη γειτονιά.Κόντεψα να τρελαθώ. Δεν ήταν μόνο το αυτοκίνητο που έχασα, κι αν το εύρισκα και πως θα το εύρισκα, και πως θα πηγαίνω στη δουλειά και πως θα πηγαίνει ο γιος μου στο σχολείο που τον πήγαινα εγώ κάθε πρωί, δεν ήταν που δεν είχα καθόλου χρήματα να αγοράσω άλλο, ήταν ότι είχα μέσα και τις 14.000 ευρώ. Πήγα να τρελαθώ πραγματικά.
Και εκτός αυτού και το σπίτι θα έχανα, αφού δεν πρόλαβα να στείλω τα χρήματα στην τράπεζα. Και το αυτοκίνητο και τα χρήματα, αλλά και θα μου κρατούσαν κι από τον μισθό μου 250 ευρώ το μήνα γι’ αυτό το δάνειο. Τρελάθηκα. Ένοιωσα δύσπνοια, κιτρίνισα. Γύρισα στο σπίτι και κάθισα μουδιασμένη. Τώρα τι να κάνω. Παίρνω αμέσως το 100 και καταγγέλλω τη κλοπή. -Τι να σας πω κυρία μου, μου λέει στην άλλη άκρη της γραμμής ο αστυνομικός, στην Αθήνα κάθε μέρα κλέβονται 100 αυτοκίνητα. Θα δώσουμε τα στοιχεία στα περιπολικά κι αν τύχει και πέσουμε επάνω.. αν είστε τυχερή… πηγαίνετε και στο αστυνομικό τμήμα να κάνετε και μήνυση κατά αγνώστων. Όλα μαύρα…Πηγαίνω στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής μου, κι εκεί τα ίδια. Εκεί ένα παιδί, νέος αστυνομικός, μου φέρνει ένα μπουκαλάκι νερό -πως θα με είδε το παιδί- και μου λέει.
- Ηρεμήστε μπορεί και να το βρείτε…
Γυρίζω σπίτι και περιμένω…Στη στιγμή άρχισα να σκέφτομαι τα γεγονότα. Πως συνέβη αυτό, γιατί συνέβη αυτό, γιατί ο Θεός να μου δώσει αυτή τη δοκιμασία…Εκεί μου ήρθε τότε στο νου μια κουβέντα, που μου είχε πει ένα σεβάσμιος γέροντας κάποτε, που πήγα κοντά του να εξομολογηθώ. Ήμουν τότε πολύ στενοχωρημένη και ανήσυχη για τα παιδιά μου, για τη ζωή μου…έκλαιγα, μιλούσα κι έκλαιγα…τότε μου λέει.
- Μην κλαις. Ο Θεός μας δίνει τις δοκιμασίες για κάποιο λόγο. Είναι, όμως, πατέρας μας και αγαπάει τα παιδιά του. Το καλό μας θέλει. Πρέπει να του έχουμε εμπιστοσύνη. Για κάποιο λόγο μας τα στέλνει όλα τούτα. Μην κλαις. Είναι αμαρτία, γιατί δείχνεις ότι δεν τον εμπιστεύεσαι…Να κάνεις την προσευχή σου και να αφήνεσαι με εμπιστοσύνη στο θέλημά του.
Εγώ, όμως, είμαι ένας άνθρωπος κοσμικός. Ψάχνω βέβαια τα πνευματικά μονοπάτια, αλλά πολύ μικρή είναι η πίστη μου. Θυμήθηκα τα λόγια τούτα του γέροντα και σκέφτηκα ξανά τα γεγονότα κάτω από άλλη ματιά. Για ποιό λόγο γίνονται όλα, για κάποιο λόγο μας στέλνει ο Θεός τις δοκιμασίες. Για λίγο όμως, γιατί ξανά με κυρίευσε η απελπισία, αλλά πάλι ξανασκέφτηκα τα λόγια του γέροντα.. Και τότε ξαφνικά θυμήθηκα ότι μου είχε δώσει μια προσευχή να διαβάζω στα δύσκολα αλλά… και στα εύκολα μου είχε πει. Έψαξα πού την είχα καταχωνιάσει εδώ και τόσα χρόνια -θα είχαν περάσει 8-9 χρόνια από τότε. Τη βρήκα όμως, δεν την είχα πετάξει. Την διάβασα πολλές φορές. Ήταν η προσευχή των πατέρων της Όπτινα. Σε λίγο ξαναπήρα τηλέφωνο το 100. Τίποτα. Το αστυνομικό τμήμα τίποτα. Ήρθε μεσημέρι. Γύρισαν τα παιδιά από τα σχολεία τους. Του είπα τα καθέκαστα. Στεναχωρέθηκαν πολύ. Εγώ μουδιασμένη, αλλά κάπου άρχισα να σκέφτομαι ότι πρέπει να αποδέχομαι αυτά που μου τυχαίνουν στην ζωή. Να έχω εμπιστοσύνη στο Θεό.
Μάλλον, όμως, το ’κανα και αναγκαστικά, αφού δεν μπορούσα να κάνω και τίποτε άλλο. Όμως αυτή η κουβέντα του γέροντα όλο και μεγάλωνε στο μυαλό μου…Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό… Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό. Άρα πρέπει να σκεφτώ ποιός είναι ο σκοπός, είπα εγώ στον εαυτό μου, αφού αυτή είναι η πάγια τακτική μου, όλα να τα εξηγώ. Έλα, όμως, που ορισμένα είναι πάνω από τη δύναμη του νου μου.
Έτσι πέρασε η μέρα. Κάνοντας τηλεφωνήματα, αγωνιώντας, ξανακάνοντας προσευχή.
Κατά τις 11:30 η ώρα το βράδυ ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο.
- Κυρία μου είμαστε από το αστυνομικό τμήμα Κάτω Πατησίων. Έχετε ένα αυτοκίνητο άσπρο, τάδε μάρκα με τάδε νούμερα. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει.
Ναι. Τι έγινε• Έχουμε εδώ δυο άτομα που είχαν το αυτοκίνητό σας• τους σταματήσαμε για έλεγχο και βρήκαμε το δίπλωμα και τα χαρτιά σας. Ελάτε αμέσως.
Έτρεξα κατευθείαν εκεί. Ήταν δυο νεαροί -όχι κακά παιδιά- με σκυμμένο το κεφάλι.
Κυρία μου, μου λέει ο διοικητής τι είχατε στο αυτοκίνητό σας εκτός από τα χαρτιά σας; Χρήματα κύριε διοικητά. Πόσα; 14.000 ευρώ. Καλά κυρία μου, αφήνουμε τόσα λεφτά στο αυτοκίνητο; Τι να του πω δίκιο είχε. Βγάζει τότε από το συρτάρι του ένα φάκελο, τον φάκελο της υπηρεσίας μου, που είχα βάλει μέσα τα χρήματα και μου λέει. Μετρήστε τα. Κοπήκανε τα πόδια μου. Μα ήταν δυνατόν; Αρχίζω και μετράω.
Τα χρήματα ήταν όλα εκεί δεν έλειπε ούτε ένα ευρώ. Δεν είναι δυνατόν λέω. Πως έγινε αυτό; Ρωτάει τότε ο διοικητής τους νεαρούς. Τι έγινε παιδιά; Πως και δεν πειράξατε τα χρήματα; Δεν τα βρήκατε;
Όχι απαντάει ο ένας. Δηλαδή βρήκαμε τον φάκελο, αλλά δεν τον ανοίξαμε. Γιατί τους ρωτά ο αστυνομικός. Να καθώς ψάχναμε το αυτοκίνητο, στο ντουλαπάκι μπροστά, του συνοδηγού βρήκαμε τα διπλώματα της κυρίας και των παιδιών της, την άδεια του αυτοκινήτου και βρήκαμε κι έναν φάκελο ίδιο που είχε μέσα ένα κομμάτι ψωμί από την εκκλησία, ξερό.
- Αντίδωρο το λένε , του λέει ο άλλος.
- Ναι αντίδωρο. Ε, και καθώς ψάχναμε βρήκαμε στο τσεπάκι στο πλάι του αυτοκινήτου και αυτό τον φάκελο και είπαμε ότι αντίδωρο θα ’χει πάλι μέσα αυτή, όπως είχε στο άλλο. Φαίνεται ότι θα ’ναι καμιά θρήσκα… Και έτσι δεν ανοίξαμε τον φάκελο..
Μείναμε όλοι άφωνοι. Μαζεύτηκαν όλοι οι αστυνομικοί γύρω-γύρω και κοιτούσαν παραξενεμένοι. Κανείς δε μιλούσε.
Δεν θα σας κουράσω με άλλες λεπτομέρειες. Σε λίγο ήρθαν οι γονείς τους -καλοί άνθρωποι- απέσυρα τη μήνυση και γύρισα σπίτι. Εκεί έγινε πάλι άλλο σκηνικό. Τα παιδιά μου δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι το αυτοκίνητο βρέθηκε άθικτο, μόνο η βενζίνη είχε τελειώσει, και τα χρήματα όλα. Ήταν συγκλονιστικό. Δηλαδή ένα μικρό κομματάκι αντίδωρο μπόρεσε να ανατρέψει μια σειρά γεγονότων. Γιατί, αν είχαν βρει τα χρήματα, σίγουρα τα πράγματα θα έβαιναν αλλιώς. Και πότε το είχα βάλει εκεί το αντίδωρο ούτε που θυμόμουν. Εκείνο το ντουλαπάκι σπάνια το ανοίγω. Και το αντίδωρο θα το είχα από το καλοκαίρι ίσως, που πηγαίνω καμιά φορά σε κάποιο προσκύνημα. Αλλά πάλι πως το έβαλα μέσα στο φάκελο. Ούτε που μπορώ να θυμηθώ.
Σημασία βέβαια έχει πως το γεγονός αυτό με έκανε να βλέπω τη ζωή αλλιώς. Να βλέπω με σεβασμό το καθετί και να αποδέχομαι με σεβασμό σχεδόν με ευγνωμοσύνη ακόμα και τα άσχημα, που μου συμβαίνουν στη ζωή.
Το περιστατικό έγινε αιτία να επηρεαστούν αρκετοί άνθρωποι. Πρώτη εγώ. Μετά τα παιδιά μου, που συνήθως με κοντράρουν πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα, τώρα όλο και συζητούν θέματα πνευματικά και ο μικρός -τελειόφοιτος λυκείου- εφέτος για πρώτη φορά νήστεψε. Αυτό τον καιρό συμμετέχω σε κάποιο μεταπτυχιακό πρόγραμμα και επειδή εκείνη την ημέρα δεν πήγα στο μάθημα εξήγησα στον καθηγητή μου τι είχε συμβεί. Την άλλη μέρα, όταν του είπα την συνέχεια, κούνησε σκεφτικός το κεφάλι και με παρότρυνε να πάω να κοινωνήσω, πράγμα που έκανα καθώς πλησίαζε η γιορτή του αγίου Νικολάου. Περιττό να πω ότι ανέφερε το γεγονός σε όλο το τμήμα και έμειναν να με κοιτάζουν όλοι κατάπληκτοι.
Η μητέρα του ενός από τα παιδιά, που είχαν πάρει το αυτοκίνητό μου τηλεφώνησε λίγο μετά τα Χριστούγεννα και μου είπε πως ο γιος της τής ζήτησε να νηστέψει και να πάει να κοινωνήσει, γιατί του έκανε λέει μεγάλη εντύπωση το γεγονός με το αντίδωρο και το ότι δεν είχε συνέπειες η κακή του αυτή πράξη για την οποία και είχε μετανιώσει πικρά… Οι συνάδελφοι στη δουλειά άκουσαν το γεγονός, ορισμένοι μπορεί να το ξέχασαν, ορισμένοι, όμως, που και μου το θυμίζουν και συχνά κουβεντιάζουμε για το αν υπάρχουν δυνάμεις πάνω από μας, που ρυθμίζουν τις ζωές μας. Και ακόμα η διήγηση του γεγονότος αυτού με έκανε να έρθω κοντά με μια φίλη, που με βοηθά να βαδίσω στον δρόμο τον πνευματικό με όλο και πιο σίγουρα βήματα. Τη λένε Αγγελική.
Τα λόγια αυτά του γέροντα, τα λόγια της προσευχής, τα θυμάμαι πάντα στα δύσκολα, αλλά και στα εύκολα. Αυτή η προσευχή τυπώθηκε στο νου και στην καρδιά μου και τη ψιθυρίζω από τότε συχνά, σχεδόν κάθε μέρα…
«Κύριε…Στις απρόοπτες καταστάσεις μη μ’ αφήσεις να ξεχάσω ότι όλα παραχωρούνται από σένα… Δίδαξε με να δέχομαι με ακλόνητη πεποίθηση ότι τίποτε δεν συμβαίνει, χωρίς να το επιτρέψεις εσύ…
Κύριε, δος μου τη δύναμη να υποφέρω τον κόπο της ημέρας αυτής σε όλη τη διάρκειά της. Καθοδήγησε τη θέλησή μου και δίδαξε με να προσεύχομαι, να πιστεύω, να υπομένω, να συγχωρώ και ν’ αγαπώ. ΑΜΗΝ».
Και μέσα στο τρέξιμο της καθημερινότητας δεν βάζει ο νους του ανθρώπου τι μπορεί να του ξημερώσει και τι πράγματα μπορεί να του συμβούν.
«ΕΝΟΡΙΑΚΑ ΝΕΑ» Αγίου Γεωργίου Διονύσου Αττικής
Subscribe to:
Posts (Atom)