Wednesday, May 15, 2013

Ο ουράνιος μισθός από την αρρώστια

- Τι κάνει η μητέρα σου;

- Δεν είναι καλά, Γέροντα. Ανεβάζει κατά διαστήματα ψηλό πυρετό και τότε χάνεται. Το δέρμα της γεμίζει πληγές και τις νύχτες πονάει.

- Ξέρεις; Αυτοί είναι μάρτυρες· αν δεν είναι ολόκληροι μάρτυρες, είναι μισοί.

- Και όλη η ζωή της, Γέροντα, ήταν μια ταλαιπωρία.

- Επομένως ο μισθός της θα είναι διπλός. Πόσα έχει να λάβη! Τον Παράδεισο τον έχει εξασφαλισμένο. Όταν ο Χριστός βλέπη ότι κάποιος αντέχει μια βαρειά αρρώστια, του την δίνει, ώστε με την λίγη ταλαιπωρία στην επίγεια ζωή να ανταμειφθή πολύ στην ουράνια, την αιώνια, ζωή. Υποφέρει εδώ, αλλά θα ανταμειφθή εκεί, στην άλλη ζωή, γιατί υπάρχει Παράδεισος, υπάρχει και ανταμοιβή.

Σήμερα μου είπε μια νεφροπαθής που χρόνια τώρα κάνει αιμοκάθαρση: «Παππούλη, σταυρώστε, σας παρακαλώ, το χέρι μου. Οι φλέβες είναι όλο πληγές και δεν μπορώ να κάνω αιμοκάθαρση». «Αυτές οι πληγές, της είπα, στην άλλη ζωή θα είναι διαμάντια μεγαλύτερης αξίας από τα διαμάντια αυτού του κόσμου. Πόσα χρόνια κάνεις αιμοκάθαρση;» «Δώδεκα», μου λέει. «Δηλαδή δικαιούσαι ένα ‘’εφάπαξ’’ και μία σύνταξη μειωμένη», της είπα. Μετά μου δείχνει μια πληγή στο άλλο χέρι και μου λέει: «»Παππούλη, αυτή η πληγή δεν κλείνει· φαίνεται το κόκκαλο». «Ναι, αλλά από εκεί μέσα φαίνεται ο Ουρανός, της λέω. Άντε, καλή υπομονή. Εύχομαι ο Χριστός να σου αυξάνη την αγάπη Του, για να ξεχνιέται ο πόνος σου. Φυσικά υπάρχει και η άλλη ευχή, να εξαλειφθούν οι πόνοι, αλλά τότε εξαλείφεται και ο πολύ μισθός. Επομένως, η προηγούμενη ευχή είναι καλύτερη». Παρηγορήθηκε η καημένη.

Όταν το σώμα δοκιμάζεται, τότε η ψυχή αγιάζεται. Με την αρρώστια πονάει το σώμα μας, το χωματόκτιστο αυτό σπίτι μας, αλλά έτσι θα αγάλλεται αιώνια ο νοικοκύρης του, η ψυχή μας, στο ουράνιο παλατάκι που μας ετοιμάζει ο Χριστός. Με αυτήν την πνευματική λογική, που είναι παράλογη για τους κοσμικούς, χαίρομαι και εγώ και καμαρώνω για τις σωματικές βλάβες που έχω. Το μόνο που δεν σκέφτομαι είναι ότι θα έχω ουράνια ανταμοιβή. Καταλαβαίνω ότι εξοφλώ την αχαριστία μου στον Θεό, αφού δεν έχω ανταποκριθή στις μεγάλες Του δωρεές και ευεργεσίες. Γιατί στην ζωή μου όλα γλέντι είναι· και η καλογερική και οι αρρώστιες που περνώ. Όλο φιλανθρωπίες μου κάνει ο Θεός και όλο οικονομίες. Ευχηθήτε όμως να μη με ξοφλάη με αυτά σ’ αυτήν την ζωή, γιατί τότε αλλοίμονό μου! Μεγάλη τιμή μου έκανε ο Χριστός να υπέφερα ακόμη περισσότερο την αγάπη Του, αρκεί να με ενίσχυε, ώστε να αντέχω, και μισθό δεν θέλω.

Ο άνθρωπος, όταν είναι τελείως καλά στην υγεία του, δεν είναι καλά. Καλύτερα να έχη κάτι. Εγώ, όσο ωφελήθηκα από την αρρώστια, δεν ωφελήθηκα από όλη την άσκηση που είχα κάνει μέχρι τότε. Γι’ αυτό λέω, αν δεν έχη κανείς υποχρεώσεις, να προτιμά αρρώστιες παρά υγεία. Από την υγεία του είναι χρεώστης, ενώ από την αρρώστια, όταν την αντιμετωπίζη με υπομονή, έχει να λάβη. Όταν ήμουν στο Κοινόβιο[, είχε έρθει μια φορά ένας άγιος Επίσκοπος, πολύ γέρος, ονόματι Ιερόθεος, που ασκήτευε στην Σκήτη της Αγίας Άννης. Την ώρα που έφευγε, όπως πήγε να ανεβή στο ζώο, τραβήχτηκε το παντελόνι του και φάνηκαν τα πρησμένα του πόδια. Οι Πατέρες που πήγαν να τον βοηθήσουν, τα είδαν και τρόμαξαν. Εκείνος το κατάλαβε και τους είπε: «Αυτά είναι τα καλύτερα δώρα που μου έδωσε ο Θεός. Τον παρακαλώ να μη μου τα πάρη».



Γεροντας Παϊσιος

Η ομορφιά της αθέατης αγιότητας (Γέροντας Πορφύριος )




Μιά μερα, ένα πρωινό προχώρησα μόνος μου στο παρθένο δάσος. Όλα, δροσισμένα από την πρωινή δροσιά,λαμπύριζαν στον ήλιο. Βρέθηκα σε μια χαράδρα. Την πέρασα. Κάθισα σ’ ένα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλούσαν ήσυχα κι έλεγα την ευχή. Ησυχία απόλυτη.Τίποτα δεν ακουγόταν. Σε λίγο, μέσα στην ησυχία ακούω μια γλυκιά φωνή,μεθυστική, να ψάλλει, να υμνεί τον Πλάστη. Κοιτάζω, δεν διακρίνω τίποτα.Τελικά, απέναντι σ’ ένα κλαδί βλέπω ένα πουλάκι· ήταν αηδόνι. Κι ακούω το αηδονάκι να κελαηδάει, να σχίζεται· μάλλιασε, που λέμε, η γλώσσα του, φούσκωσε απ’ τους λαρυγγισμούς ο λαιμός του. Αυτό το πουλάκι το μικροσκοπικό να κάνει κατά πίσω τα φτερά του, για να έχει δύναμη και να βγάζει αυτούς τους γλυκύτατους τόνους, αυτή την ωραία φωνή και να φουσκώνει ο λάρυγγάς του! Πώ,πώ, πώ! Να ’χα ένα ποτηράκι με νερό, για να πηγαίνει να πίνει και να ξεδιψάει!

Μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Τα ίδια εκείνα δάκρυα της Χάριτος που κυλούσαν αβίαστα και τα οποία απέκτησα απ’ τον γερο- Δημά. Ηταν η δεύτερη φορά που το δοκίμαζα.

Δεν μπορώ να σας μεταφέρω αυτά που ένιωσα. Αυτά που αισθάνθηκα. Σας φανερωσα, όμως, το μυστήριο. Και σκεπτόμουν. «Γιατί το αηδονάκι να βγάζει αυτούς τους λαρυγγισμούς; Γιατί να κάνει αυτες τις τρίλιες; Γιατί να ψάλλει αυτό το υπέροχο άσμα; Γιατί, γιατί,γιατί… γιατί να ξελαρυγγιάζεται; Γιατί, γιατί, για ποιό σκοπό; Μήπως περιμένει να το επαινέσει κανείς; Όχι, βέβαια, εκεί κανείς δεν θα το κάνει αυτό». Μόνος μου φιλοσοφούσα. Αυτό τ’ απέκτησα μετά το γεγονός με τον γερο-Δημά. Πριν απ’ αυτό δεν το έκανα. Πόσα δεν μου είπε το αηδονάκι! Και πόσα του είπα μες στη σιωπή: «Αηδονάκι μου, ποιός σου είπε οτι εγώ θα περνούσα από δώ; Εδώ κανείς δεν πλησιάζει. Είναι τόσο απρόσιτο το μέρος. Πόσο ωραία κάνεις χωρίς διακοπή το καθήκον σου, την προσευχή σου στον Θεό! Πόσα μου λες, αηδονάκι μου, πόσα με διδάσκεις! Θεέ μου, συγκινούμαι. Αηδόνι μου, μου δείχνεις με το κελάηδημά σου πώς να υμνώ τον Θεό, μου λες χίλια, πολλά, πάρα πολλά…».

Δεν είμαι καλά από υγεία, να τα πώ όπως τα νιώθω. Θα μπορούσε να γραφεί ένα ολόκληρο πεζογράφημα. Το αγάπησα πολύ το αηδόνι. Το αγάπησα και μ’ ενέπνευσε. Σκέφτηκα: «Γιατι εκείνο κι όχι κι εγώ; Γιατί εκείνο να κρύβεται κι όχι κι εγώ;». Και μου ήρθε στο νου ότι πρέπει να φύγω, πρέπει να χαθώ, πρέπει να μην υπάρχω. Είπα: «Γιατί; Είχε αυτό κόσμο μπροστά του; Ήξερε οτι ήμουν εγώ και τ’ άκουγα; Ποιός τ’ άκουγε που ξελαρυγγιαζόταν; Γιατί πήγαινε σε τέτοια κρυφά μέρη; Αλλά κι εκείνα τ’ αηδόνια μές στο λόγγο, μές στη ρεματιά που βρισκόντουσαν τη νύκτα και την ημέρα, το βράδυ και το πρωί, ποιός τ’ άκουγε που ξελαρυγγιαζόντουσαν όλα;Και γιατι το κάνανε αυτό το πράγμα; Και γιατι πηγαίνανε σε τέτοια κρυφά μέρη;Γιατι σπάζανε το λάρυγγά τους; Ο σκοπός ήταν η λατρεία, το ψάλσιμο στον Δημιουργό τους, η λατρεία στον Θεό». Έτσι τα εξηγούσα.

Όλα αυτά τα θεώρησα οτι ήταν του Θεού άγγελοι, δηλαδη πουλάκια που δοξάζανε τον Θεό, τον Πλάστη των πάντων και δεν τ’ άκουγε κανείς. Ναι, κρύβονταν, να μην τ’ ακούει κανείς,πιστέψτε με! Δεν τα ενδιέφερε να τ’ ακούνε, αλλά ποθούσαν μές τη μοναξιά,μές την ησυχία, μές την ερημιά, μές την σιωπη να τ’ ακούει ποιος άλλος; Ο Πλάστης των πάντων, ο Δημιουργός του παντός. Αυτός που τους χάριζε ζωή και πνοή και φωνή. Θα ρωτήσετε: «Είχανε μυαλό;». Τι να πω, δεν ξέρω αν το εκαναν συνειδητά ή όχι. Δεν ξέρω. Γιατί αυτά είναι πουλάκια. Μπορεί τώρα να είναι στη ζωή και μετά να μην υπάρχουν, όπως λέει η Αγία Γραφή. Δεν πρέπει εμείς να σκεπτόμαστε διαφορετικά απ’ ο,τι λέει η Αγία Γραφή. Ο Θεός μπορεί να μας παρουσιάσει ότι όλοι αυτοί ήταν άγγελοι του Θεού. Εμείς δεν τα ξέρουμε αυτά.Πάντως κρύβονταν, να μην ακούσει κανείς τη δοξολογία τους.

Έτσι και για τους μοναχούς η ζωή εκεί, στο Άγιον Όρος, είναι άγνωστη. Ζείς με τον Γέροντα, τον αγαπάς. Οι μετάνοιες, οι ασκήσεις, όλα γίνονται, αλλά ούτε τις θυμασαι, ούτε κανείς λέει για σένα: «Τι είναι αυτός;». Ζείς τον Χριστό, είσαι του Χριστού. Ζείς μέσα σ’όλα και ζείς τον Θεό, εν ω τα πάντα ζουν και κινούνται, εν τω οποίω και διά του οποίου – είναι δικές μου ελληνικούρες αυτές. Μπαίνεις μες την άκτιστη Εκκλησία και ζεις εκεί ως άγνωστος. Κι ενώ αναλύεσαι για τους συνανθρώπους σου προσευχόμενος, μένεις άγνωστος σ’ όλους τους ανθρώπους, χωρίς ίσως ποτέ να σε γνωρίσουν.


http://vatopaidi.wordpress.com

Θέα του παραδείσου- Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης



Δεν του λείψανε του γέροντα και άλλου είδους δωρεές. Είχε μικρή γεύση του παραδείσου με θέα φυσικών καλλονών και εσωτερική ευφροσύνη. Αυτό έγινε, μάλλον για πρώτη φορά, το 1989. Τον παίδευε λογισμός και ζητούσε από το Θεό να καταλάβει τη σημασία του Κυριακού λόγου «εν τη οικία του Πατρός μου πολλαί μοναί εισίν». Ο Θεός του απάντησε και, μέσα στο κελί, σταυροπόδι και με σταυρωμένα τα χέρια, διηγήθηκε με άφατη αγαλλίαση και συνοπτικά στον Δ. Τ.:
–Χθες, κύριε Δημήτρη μου, έβλεπα ότι ήμουνα στους ουρανούς, σ’ ένα ωραίο κήπο. Και υπήρχανε βιολέτες διαφόρων χρωμάτων και διάφορα άνθη. Εκεί βρισκόμουν μετέωρος, δεν πάταγα. Και ήταν ένας άλλος μοναχός με ράσο, που μου έδειχνε ωραία σπιτάκια και μού ’λεγε «προχώρα Ιάκωβε». Μα πώς να προχωρήσω, δεν έχει δρόμο, θα πατήσω τα λουλούδια, θα τα χαλάσω. Ένας άλλος με ράσο μου είπε? «μη φοβάσαι, αυτά τα λουλούδια δεν χαλάνε, προχώρα». Προχωρούσα, τα λουλούδια δε χαλούσανε!
Η φωνή του, λέει ο Δ. Τ., ήταν αλλιώτικη, το πρόσωπό του ήταν όλο ειρήνη και δοξολογία, με κείνο το αλησμόνητο ιλαρό χαμόγελο. Τέτοιες θείες εμπειρίες του χαρίστηκαν πολλές, όσο πλησίαζε το τέλος της φθαρτής του ζωής. Κι ενώπιόν τους αψηφούσε κάθε ανθρώπινη απόλαυση… και την πιο αυτονόητη, την πιο ακίνδυνη. Του πήγε ο Λ. από ευγνωμοσύνη και του ’βαλε χαλάκι μπροστά στον Εσταυρωμένο. Πληγιάζανε πλέον και πονούσανε τα γόνατά του, τόσες ώρες που στεκόταν εκεί γονατιστός, Μόλις το είδε ο γέροντας θύμωσε και το ’βγαλε έξω:
–Εγώ είμαι καλόγερος! 40 χρόνια ο Ιάκωβος… και τώρα θα βάλει χαλί;


Ο Μακαριστός Ιάκωβος Τσαλίκης

΄Εμμετρα ποιήματα Γέροντα Ιωσήφ Ησυχαστή- Προς τον Ιησούν




Γλυκύτατε μου Ιησού, βάλσαμον της ψυχής μου,

αγάπη της καρδίας μου, αέρας της πνοής μου.

Φως νοητόν, γλυκύτατον, ο έρως, η ισχύς μου,

αγάπη πολυθαύμαστος, ο πόθος της ζωής μου.

Η πίστις μου και η ελπίς, αγάπη μου γλυκεία,

Σωτήρα ποθεινότατε, γλυκειά παρηγορία"

ελθέ, γλυκεία μου πνοή, ελθέ, ζωή μου θεία,

ελθέ, φως των ομμάτων μου, γλυκειά μου θυμηδία

και φώτισον τα σπλάγχνα μου, τον νουν και την καρδίαν

και πάρασχε στο σώμα μου απάθειαν τελείαν,

διαύγασον εν τω νοΐ τον θείον φωτισμόν σου,

την λαμπροτάτην κίνησιν των θείων γνώσεων σου,

δος μου, αγάπη μου γλυκειά, αυτά που σου ζητάω,

τους πόδας σου ν΄ ασπάζομαι και να γλυκοφιλάω.

Ζητώ, γλυκεία μου πνοή, αιτώ ο υπεσχέθης

και κρούω με κατάνυξιν κι επιθυμώ να έλθης

και συν Πατρί και Πνεύματι μέσα μου να εισέλθης·

μονήν αγίαν ποίησον, να λειτουργής ως θέλης

και ως ευαρεστήσαι συ, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα"

αξίωσον να σε υμνώ απαύστως νύκτα, μέρα

και μην χωρίζεις απ΄ εμού, μη μ΄ αποδοκιμάσεις,

αφού 'δες, πως είμαι, ασθενής, μη θες να με πειράζης·

δεν υποφέρω, δεν βαστώ στιγμή τον χωρισμό σου,

διότι καταφλέγομαι από του έρωτος σου.

Φλεγόμενος σ' αναζητώ στους ουρανούς να σ' εύρω

κι' αφού σκιρτάς κατανοώ πως μέσα μου σε έχω.

Το σκίρτημά σου φλέγει με, πλέον δεν υποφέρω,

να βρίσκωμαι εδώ στην γή, σώμα βαρύ να φέρω.

Πολλάκις πταίω, σε λυπώ και σε παραπικραίνω,

πλην πάλιν συ με αγαπάς, δεν στέκεις πικραμένος.

Πόσον γλυκύς, γλυκύτατος, είσαι αγαθέ Χριστέ μου

αλλ' αν μ΄ αφήνης, σύντομα σ΄ αλησμονώ Θεέ μου.

Αν μ΄ αγαπάς, σε αγαπώ, κι΄ αν με βαστάζης, στέκω·

αν δε μικρόν απέρχεσαι, ευθύς ως χόρτον πέφτω.

Ο έρωτας μου είσαι συ, η φλόγα της αγάπης,

ο ζήλος και η όρεξις κι΄ η προθυμία αύθις

και πάλιν όλα ίστανται, εάν μένης μαζί μου·

ει δε μικρόν αναχωρείς, σκοτίζεται η ψυχή μου.

Μέσα μου σε κατανοώ και έξωθεν σε βλέπω,

σε θεωρίαν έλκεις με, θαυμάζω τούτο βλέπων.

Όπου να ιδώ, παντού Χριστός, πάσα την γην πληρώνης

εις έκπληξιν ανάγεις με, τας φρένας μου αλλοιώνεις.

Στην Λειτουργία έρχομαι, διά να σε κοινωνήσω

και στην καλύβη στρέφομαι, πάλιν εκεί σε βρίσκω.

Μελίζεσαι, μερίζεσαι, εσθίεσαι απ΄ όλους

τους ευσεβείς χριστιανούς και πάλιν μένεις σώος.

Μετά Πατρός ευρίσκεσαι, μέσ΄ τους αγίους είσαι,

στον κόσμον όλον ευρίσκεσαι, ποσώς δεν περικλείσαι.

Στις εκκλησίες θύεσαι, μέσα μου σώος είσαι

και τόπος δεν ευρίσκεται, όπου συ να μην είσαι.

Μονάχα στους αγαπητούς, μόνον στους σε ειδότες

δεικνύεις την αγάπην σου, δυνάμεις σου τας τόσας·

θαυμάζομαι, εξίσταμαι, εκπλήττομαι και φρίττω,

πως όλα ταύτα γίνονται δεν ημπορώ να είπω.

Κι΄ αφού στο βάθος χάνομαι των θείων νοημάτων,

στρέφω και πάλιν όπισθεν και την αγάπην πιάνω

και φθέγγομαι πως σ΄ αγαπώ, γλυκύτατε Χριστέ μου,

Ιησού μου και Σωτήρα μου, Πανάγιε Θεέ μου.

Μη παύσης να διδάσκης με, μη παύσης να φωτίζης,

στο θέλημά σου οδήγησε, εσύ καθώς γνωρίζεις

και πλούτιζέ με συνεχώς στην ιδικήν σου αγάπην

και βάσταζε να βρίσκωμαι διά παντός με ταύτην.

Και πέπεισμαι πως αληθώς αυτή θα μ' όδηγήση

και μέσα στας άγκάλας σου θα φέρη να με ρίψη"

να χαίρω», να ευφραίνομαι με σένα τον Χριστόν μου,

τον Κύριόν μου και Θεόν, εις αιώνας αιώνων.

Αμήν.

Η εκπομπή "ΑΥΤΟΨΙΑ" στα Μετέωρα

Η προσευχή για τους αρρώστους


- Γέροντα, παρακάλεσαν να σας πούμε να προσευχηθήτε για ένα άρρωστο παιδάκι και ρωτούν αν θα γίνη καλά.Τι να τους πούμε;

- Πέστε τους: «Ο» Γέροντας θα προσευχηθή. Ο Χριστός αγαπάει το παιδί και θα κάνη ό,τι είναι για το καλό του. Αν δη ότι το παιδί, όταν μεγαλώση, θα γίνη καλύτερο, θα ακούση την προσευχή του. Αν δη όμως ότι αργότερα δεν θα είναι σε καλή πνευματική κατάσταση, τότε, επειδή το αγαπάει, θα το πάρη». «Ζήτησε, λέει, και θα σου δώσω». Αλλά θα μου το δώση ο Θεός, αν εγώ είμαι δοσμένος στον Θεό· αλλιώς, τι να μου δώση την ζωή, για να ξεφύγω; Εγώ χαίρομαι, είτε γίνη καλά είτε πεθάνη ένας άρρωστος για τον οποίο προσεύχομαι.

- Γέροντα, είναι καλό να προσευχώμαστε για την υγεία μας;

- Καλύτερα είναι να ζητούμε από τον Θεό να ελευθερωθούμε από τα πάθη μας. Να ζητούμε δηλαδή πρώτα την Βασιλεία του Θεού. Αν παρακαλούμε τον Θεό να μας κάνη καλά, τρώμε την ουράνια περιουσία. Όταν όμως δεν αντέχουμε τους πόνους της αρρώστιας, τότε να παρακαλούμε τον Θεό να μας θεραπεύση, και Εκείνος θα ενεργήση ανάλογα.

- Γέροντα, το αν βοηθηθή ένας άρρωστος από την προσευχή που κάνουμε, εξαρτάται και από το τι ζητάει και ο ίδιος από τον Θεό;

- Ο άρρωστος, αν ζητάη από τον Θεό να γίνη καλά μόνον εκείνος και δεν προσεύχεται να γίνουν καλά και οι άλλοι άρρωστοι, δεν κάνει καλά. Εσύ, αδελφή, όταν ήσουν στον κόσμο και εργαζόσουν στο νοσοκομείο, τι έκανες, όταν ο άρρωστος δεν μπορούσε να λέη την ευχή;

- Την έλεγα εγώ, Γέροντα.

- Καλά εσύ, αλλά και ο άρρωστος έπρεπε να λέη κάποια προσευχή.

- Έλεγε και εκείνος «Παναγία μου» ή «Παναγία μου, σώσε με». Αλλά, Γέροντα, και η υπομονή στον πόνο δεν είναι προσευχή;

- Ναι, μπράβο! Είναι και αυτό! Εσείς, όταν σας ζητάη κάποιος να κάνετε προσευχή, γιατί την τάδε ημέρα θα μπη στο χειρουργείο, να προσεύχεσθε από την στιγμή που σας το ζητάει. Να μην περιμένετε την ώρα που θα μπη στο χειρουργείο να προσευχηθήτε. Και στις ακολουθίες, όταν λέη ο ιερέας «υπέρ των εν ασθενείαις κατακειμένων», να λέτε με πόνο το «Κύριε, ελέησον». Αν κάνετε με το διαπασών «βού...», για να πήτε «Κύριε, ελέησον» μουσικό, ο νους σας θα είναι στο «βού...» και στον χαβά, και οι άρρωστοι οι καημένοι που υποφέρουν θα περιμένουν από σας λίγη βοήθεια! Εκείνοι έχουν τον πόνο τους. Εσύ, που δεν έχεις πόνο, προσευχήσου για εκείνους, να βοηθηθούν. Αφού δεν αναστενάζεις στο κρεβάτι, αναστέναξε τουλάχιστον στην προσευχή για τους αρρώστους. Αν οι υγιείς δεν κάνουν λίγη προσευχή για τους αρρώστους, θα τους πη μεθαύριο ο Χριστός: «Είχατε την υγεία σας και δεν κάνατε προσευχή γι’ αυτούς που υπέφεραν; ‘’Ουκ οίδα υμάς...’’».

Αν για έναν άρρωστο δεν κάνουμε προσευχή, η αρρώστια θα ακολουθήση την φυσική της πορεία. Ενώ, αν κάνουμε προσευχή, μπορεί να αλλάξη δρόμο. Γι’ αυτό πάντα να κάνετε προσευχή για τους αρρώστους.





Γεροντας Παϊσιος


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...