Wednesday, April 17, 2013
Πνευματικός Αγώνας- Αγίου Νεκταρίου Πενταπόλεως
Σκοπός της ζωής μας είναι να γίνουμε τέλειοι και άγιοι. Να αναδειχθούμε παιδιά του Θεού και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Ας προσέξουμε μήπως, για χάρη της παρούσας ζωής, στερηθούμε τη μέλλουσα, μήπως, από τις βιοτικές φροντίδες και μέριμνες, αμελήσουμε το σκοπό της ζωής μας.
Η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή από μόνες τους δεν φέρνουν τους επιθυμητούς καρπούς, γιατί αυτές δεν είναι ο σκοπός της ζωής μας, αποτελούν τα μέσα για να πετύχουμε το σκοπό.
Στολίστε τις λαμπάδες σας με αρετές. Αγωνιστείτε ν' αποβάλετε τα πάθη της ψυχής. Καθαρίστε την καρδιά σας από κάθε ρύπο και διατηρήστε την αγνή, για να έρθει και να κατοικήσει μέσα σας ο Κύριος, για να σάς πλημμυρίσει το Άγιο Πνεύμα με τις θείες δωρεές.
Παιδιά μου αγαπητά, όλη σας η ασχολία και η φροντίδα σ' αυτά να είναι. Αυτά ν' αποτελούν σκοπό και πόθο σας ασταμάτητο. Γι' αυτά να προσεύχεστε στο Θεό.
Να ζητάτε καθημερινά τον Κύριο, αλλά μέσα στην καρδιά σας και όχι έξω από αυτήν. Και όταν Τον βρείτε, σταθείτε με φόβο και τρόμο, όπως τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, γιατί η καρδιά σας έγινε θρόνος του Θεού. Αλλά για να βρείτε τον Κύριο, ταπεινωθείτε μέχρι το χώμα, γιατί ο Κύριος βδελύσσεται τους υπερήφανους, ενώ αγαπάει και επισκέπτεται τους ταπεινούς στην καρδιά.
Αν αγωνίζεσαι τον αγώνα τον καλό, ο Θεός θα σε ενισχύσει. Στον αγώνα εντοπίζουμε τις αδυναμίες, τις ελλείψεις και τα ελαττώματά μας. Είναι ο καθρέφτης της πνευματικής μας καταστάσεως. Όποιος δεν αγωνίστηκε, δεν γνώρισε τον εαυτό του.
Προσέχετε και τα μικρά ακόμα παραπτώματα. Αν σας συμβεί από απροσεξία κάποια αμαρτία, μην απελπιστείτε, αλλά σηκωθείτε γρήγορα και προσπέστε στο Θεό, που έχει τη δύναμη να σάς ανορθώσει.
Μέσα μας έχουμε αδυναμίες και πάθη και ελαττώματα βαθιά ριζωμένα, πολλά είναι και κληρονομικά. Όλα αυτά δεν κόβονται με μια σπασμωδική κίνηση ούτε με την αδημονία και τη βαρειά θλίψη, αλλά με υπομονή και επιμονή, με καρτερία, με φροντίδα και προσοχή.
Η υπερβολική λύπη κρύβει μέσα της υπερηφάνεια. Γι' αυτό είναι βλαβερή και επικίνδυνη, και πολλές φορές παροξύνεται από το διάβολο, για ν' ανακόψει την πορεία του αγωνιστή.
Ο δρόμος που οδηγεί στην τελειότητα είναι μακρύς. Εύχεστε στο Θεό να σάς δυναμώνει. Να αντιμετωπίζετε με υπομονή τις πτώσεις σας και, αφού γρήγορα σηκωθείτε, να τρέχετε και να μη στέκεστε, σαν τα παιδιά, στον τόπο που πέσατε, κλαίγοντας και θρηνώντας απαρηγόρητα.
Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μην μπείτε σε πειρασμό. Μην απελπίζεστε, αν πέφτετε συνέχεια σε παλιές αμαρτίες. Πολλές απ' αυτές είναι και από τη φύση τους ισχυρές και από τη συνήθεια. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, και με την επιμέλεια νικιούνται. Τίποτα να μη σας απελπίζει.
Πειρασμοί
Οι πειρασμοί παραχωρούνται για να φανερωθούν τα κρυμμένα πάθη, να καταπολεμηθούν κι έτσι να θεραπευθεί η ψυχή. Είναι και αυτοί δείγμα του θείου ελέους. Γι' αυτό άφησε με εμπιστοσύνη τον εαυτό σου στα χέρια του Θεού και ζήτησε τη βοήθειά Του, ώστε να σε δυναμώσει στον αγώνα σου. Η ελπίδα στο Θεό δεν οδηγεί ποτέ στην απελπισία. Οι πειρασμοί φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Ο Θεός ξέρει την αντοχή του καθενός μας και παραχωρεί τους πειρασμούς κατά το μέτρο των δυνάμεών μας. Να φροντίζουμε όμως κι εμείς να είμαστε άγρυπνοι και προσεκτικοί, για να μη βάλουμε μόνοι μας τον εαυτό μας σε πειρασμό.
Εμπιστευτείτε στο Θεό τον Αγαθό, τον Ισχυρό, τον Ζώντα, και Αυτός θα σάς οδηγήσει στην ανάπαυση. Μετά τις δοκιμασίες ακολουθεί η πνευματική χαρά. Ο Κύριος παρακολουθεί όσους υπομένουν τις δοκιμασίες και τις θλίψεις για τη δική Του αγάπη. Μη λιποψυχείτε λοιπόν και μη δειλιάζετε.
Δεν θέλω να θλίβεστε και να συγχύζεστε για όσα συμβαίνουν αντίθετα στη θέλησή σας, όσο δίκαιη κι αν είναι αυτή. Μια τέτοια θλίψη μαρτυρεί την ύπαρξη εγωισμού. Προσέχετε τον εγωισμό, που κρύβεται κάτω από τη μορφή του δικαιώματος. Προσέχετε και την άκαιρη λύπη, δημιουργείται ύστερ' από έναν δίκαιο έλεγχο. Η υπερβολική θλίψη για όλα αυτά είναι του πειρασμού. Μία είναι η αληθινή θλίψη. Αυτή που δημιουργείται, όταν γνωρίσουμε καλά την άθλια κατάσταση της ψυχής μας. Όλες οι άλλες θλίψεις δεν έχουν καμιά σχέση με τη χάρη του Θεού.
Φροντίζετε να περιφρουρείτε στην καρδιά σας τη χαρά του Αγίου Πνεύματος και να μην επιτρέπετε στον πονηρό να χύνει το φαρμάκι του. προσέχετε! Προσέχετε, μήπως ο παράδεισος, που υπάρχει μέσα σας, μετατραπεί σε κόλαση.
Αγ. Νεκτάριος Πενταπόλεως
Ο Γέροντας Φιλάρετος - Καρούλια Αγίου Όρους
Λίγα χρόνια, πριν να φύγει από τον κόσμο τούτο, ένας κακοποιός άνθρωπος έκλεψε ότι πολύτιμο είχε ό Γέρο - Φιλάρετος στην Καλύβα του, δηλαδή όλα τα Πατερικα βιβλία πού είχε και μελετούσε, του τα έκλεψε. Ή Αστυνομική Αρχή, συνέλαβε τον κλέφτη με τα βιβλία στη Θεσσαλονίκη.
Ό κλέφτης, για να δικαιολογηθεί στην Αστυνομία, είπε πώς αγόρασε τα βιβλία από το Γέρο - Φιλάρετο, που μένει στα Καρούλια. Ή Αστυνομική Αρχή αυτεπάγγελτα κατήγγειλε το Γέρο -Φιλάρετο για αρχαιοκαπηλία, πώς πούλησε τα βιβλία πού είχαν αρχαιολογική αξία και θεωρούνται Κειμήλια. Ήρθαν οι κλήσεις κι έπρεπε να παρουσιαστεί σαν κατηγορούμενος στο δικαστήριο. Οι αδελφοί Δανιηλαίοι έμαθαν το λυπηρό αυτό γεγονός και φρόντισαν αμέσως να ντύσουν με κάπως ευπρεπή ρούχα, να του βγάλουν τα κουρελιασμένα, μπαλωμένα άλλα πεντακάθαρα ρούχα, που φορούσε σ Γέρο - Φιλάρετος. Τέλος τον συνόδευσε ένας από την αδελφότητα μέχρι το δικαστήριο στη Θεσσαλονίκη. Εκεί παρουσιάστηκε στο δικαστήριο χωρίς δικηγόρο.
Ό κακοποιός διέθετε κάποιο, Ιωάννη Λαδά, πολύ δυνατό δικηγόρο, ό οποίος με φοβερό κατηγορητήριο έπεισε τους δικαστές να είναι με το μέρος του κακοποιού. Δυστυχώς πολλές φορές γίνεται ή ανθρώπινη δικαιοσύνη εύκολα να πείθεται στο κακό και πολύ δύσκολα να παραδέχεται το καλό και να απονείμει δικαιοσύνη στο σωστό, γι' αυτό έχομε πολλές άδικες καταδίκες και δικαστικές πλάνες.
Ένας ευσεβής δικηγόρος, πού παρακολουθούσε την υπόθεση, και κατάλαβε την απάτη του κλέφτη και την ψεύτικη ρητορεία του κατηγορούντος δικηγόρου, ό οποίος γνώριζε την αλήθεια, αλλά διέστρεφε αυτήν, ανέλαβε την υπεράσπιση του Γέροντα Φιλάρετου, άνευ αμοιβής, και αγόρευσε υπέρ του αγίου και ευλαβέστατου Γέροντα, ό οποίος ήταν τόσο απλός και αγαθός, πού όταν άκουσε το Δικηγόρο του αυτόν να αγορεύει και να υπερασπίζεται το δίκιο του, θαύμαζε και έλεγε: «Που τα ξέρει όλα αυτά πού λέει, ο ευλογημένος αυτός άνθρωπος; Φαίνεται θα έχει χάρι του Αγίου Πνεύματος, για να τα λέει τόσο ωραία και μάλιστα τα λέει όπως ακριβώς Έγιναν!»
Όταν ό πρόεδρος του δικαστηρίου, κάλεσε το Γέρο - Φιλάρετο να ορκιστεί, τότε αυτός σηκώθηκε από το εδώλιο του κατηγορούμενου, πλησίασε το ιερό ευαγγέλιο, έκαμε το σταυρό του τρεις φορές και ασπάσθηκε με ευλάβεια το ευαγγέλιο.
Ό πρόεδρος τότε, με αυστηρό ύφος είπε στον Γέροντα, ότι πρέπει να βάλει το χέρι του επάνω στο Ευαγγέλιο και να ορκιστεί. Ό Γέρων Φιλάρετος ρώτησε τον πρόεδρο, Τι είναι αυτό το βιβλίο κι ό πρόεδρος του είπε: «Αυτό είναι το ευαγγέλιο, στο οποίο βάνουν, οί πιστοί χριστιανοί το χέρι και ορκίζονται για να μας βεβαιώσουν πώς λένε την αλήθεια».
Ό Γέρο - Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Αν αυτό όπως λέτε είναι το ιερό Ευαγγέλιο, τότε σας παρακαλώ να ανοίξετε το Ε' κεφάλαιο παράγραφος 34 στο κατά Ματθαίον ευαγγέλιο και θα ιδείτε ότι λέγει επί λέξει: «Εγώ δε δηλαδή ό Χριστός λέγω υμίν μη ομόσαι όλως, μήτε εν τω ούρανω, ότι θρόνος εστί του Θεού μήτε εν τη γη, ότι υποπόδιο εστί των ποδών αυτού μήτε εις Ιεροσόλυμα, ότι πόλις εστί του μεγάλου βασιλέως μήτε εν τη κεφαλή σου ομόσης, ότι ου δύνασαι μίαν τρίχα λευκή ή μέλαιναν ποιήσαι» (Ματθ. Ε' 34 - 37).
Ό πρόεδρος διέταξε τον Κλητήρα να ανοίξει το Ευαγγέλιο, αλλά όταν το άνοιξε διεπιστώθη ότι έλειπε όλο εκείνο το φύλλο πού είχε την περικοπή αυτή της διδασκαλίας του Κυρίου που αναφέρεται στον όρκο και τότε με θάρρος ό Γέρο-Φιλάρετος είπε στον κ. πρόεδρο: «Κύριε πρόεδρε, με τη χάρι του Θεού, -προσπαθούμε να φυλάμε αυτά πού ορίζει το Ιερό ευαγγέλιο του Δεσπότη Χριστού, σαν γνήσιοι χριστιανοί, και έφ' όσον ό ίδιος ό Χριστός μας λέγει να μην ορκιζόμαστε, πώς εμείς να παραβούμε του Θεού την εντολή, για να φυλάξομε «τα εντάλματα των ανθρώπων» (Ματθ. ιέ' 9), πού είναι οι δικές σας εντολές, να ορκίζονται οΐ άνθρωποι -πού λένε, πώς είναι πιστοί χριστιανοί, και οι οποίοι καταπατούν και αθετούν την εντολή Του αυτή, άλλα και. σεις ό ίδιος ορκίζεστε, λυπούμαι κ. πρόεδρε, πού λέγεστε μόνον χριστιανοί, αλλά δεν φυλάττεται τις εντολές του Χριστού.
Ό πρόεδρος και οι δικαστές θίχθηκαν από τα καυτερά λόγια της αλήθειας πού τους είπε ό Γέρο - Φιλάρετος, και για την άρνηση του όρκου τον δίκασαν σε 9 μήνες φυλάκιση.
Ό Γέρων με χαρά δέχθηκε την καταδικαστική απόφαση και ήταν έτοιμος να πάει στη φυλακή, αλλά οι παρευρισκόμενοι στο δικαστήριο ακροατές, αγανακτισμένοι για την άδικη αύτη κρίση του δικαστηρίου, πού δε θέλησε να τιμωρήσει τον κλέφτη και άδικα καταδίκασε τον οσιότατο και άγιο Γέροντα, ενέργησαν αμέσως έρανο μεταξύ τους, πλήρωσαν το δικαστήριο και γύρισε ό Γέρων, αδικημένος μεν, από την ανθρώπινη δικαιοσύνη, νικητής δε και τροπαιούχος και υπέρμαχος της αλήθειας στην ασκητική του Καλύβα, στα Καρούλια.
Όταν ήρθε στα Καρούλια, λέγει ό πάτερ Δανιήλ, τον ρωτήσαμε: «Πώς τα πέρασες Γέροντα στη Θεσσαλονίκη; Πώς είδες τον κόσμο; Τι έγινε με το δικαστήριο;»
Ό Γέρο - Φιλάρετος, με χαρούμενο πρόσωπο και το χαμόγελο στα χείλη, όπως συνήθιζε να είναι πάντα, είπε : «Αδελφοί μου, όλος ό κόσμος τρέχει και προσπαθεί για τη σωτηρία του, εκτός από μένα τον αμαρτωλό», τίποτε άλλο δεν μας είπε και κλείστηκε στον εαυτό του.
Spiritual Study
|
As a novice, when I read something I liked, I wrote it down so as not to forget it, and I would try to apply it to my life. I didn't readjust to pass my time pleasantly. I had a spiritual restlessness and, when I could not understand something, I would ask for an explanation. I read relatively little, but I checked myself a great deal on what I read. ”What point am I at? What must I do?” I would sit myself down and go through such a self-examination. I did not allow what I read to pass me by untaxed.
Today with so much reading people end up like tape recorders, filling up their cassettes with superfluous matters. According to Abba Isaac, however, Wisdom not based on righteous activity is a deposit of disgrace. [1] You see, many who are interested in sports read sports magazines and newspapers while they are sitting. They may be like the fatted calf, but they still marvel at the athletes. ”Oh he is marvellous! He is great! Bravo!” But they don't work up any sweat, and they don't lose any pounds. They read and read about athletic events, and then they go and lie down; they gain nothing. They are satisfied with the pleasure of reading. Some worldly people read newspapers, others romantic literature or an adventure novel, still others watch a football game at the stadium and pass their time. The same thing is done by some people who read spiritual books. They may spend the whole night reading spiritual books with great intensity and be content. They take a spiritual book, sit comfortably, and begin reading. ”Oh, I profited from that,” they say. It would be better to say, ”I enjoyed myself, I spent my time pleasantly.” But this is not profit.
We profit when we understand what we read, when we censure ourselves and discipline ourselves by applying it: ”What does this mean? Where do I stand in relation to this spiritual truth? What must I do now?” After all, the more we learn, the more responsibility we have to live up to what we have learned. I am not saying that we should not read so that we can plead ignorance and therefore be free of responsibility, for this is a cunning deception; I am saying that we should not read merely to pass our time pleasantly. The bad thing is that if someone reads a lot and has a strong memory, he may remember many things and may even talk a lot about what he has read, and thus deceive himself into thinking that he also personally observes the many things he reads. So he has created an illusion toward himself and others. So don't be comforted by the thought that you read a lot. Instead, turn your attention to applying what you have read. Much reading alone will only educate you encyclopaedically. Isn't that what they call it?
— Yes, Geronda.
— The goal, however, is to be transformed in a God-centred manner. I am not aiming to be a university professor where I would need to know many things. But if I ever need something from this worldly knowledge, I can easily learn it once I have acquired the God-centred knowledge. Do you see what I mean?
— When one has a distraction, is it beneficial to concentrate through study?
— Yes, one should read a little, something very demanding, in order to warm the soul. This keeps distractions and concerns under the lid, and the mind is transposed into a divine realm. Otherwise, the mind is diverted by whatever task is preoccupying it.
— Geronda, when someone is tired or upset, he usually wants to read something light and easy, a short story or a novel, perhaps, or something like that.
— Is there no spiritual book that is appropriate for such times? The purpose is not to forget one's worry, but to be redeemed. Such light reading does not redeem. Novels, newspapers and television have no value in developing a spiritual life. Quite often even some religious periodicals are damaging to Christians, because they stir a foolish zealousness that leads to confusion. Take care. Do not read unnecessary things during your free time. Some reading matter is completely hollow, like a water-pumpkin; it is like looking in a haystack to find a kernel of wheat. Some people say, ”Yes, but they relax me.” But how can they be relaxing, my good man, if they make you dizzy and cause your eyes to ache? It is better to rest by sleeping. You can learn much about a person's spiritual state from what he reads. One who is very worldly will probably be reading indecent magazines. One who is less worldly will read less indecent magazines and newspapers. One who is religious will read religious periodicals, or contemporary religious books or patristic texts, and so on.
— Geronda, which spiritual books are the most helpful?
— The various patristic texts, which thank God are available by the thousands today, are very helpful. One can find whatever one needs and desires in these books. They are authentic spiritual nourishment and a sure guide on the spiritual path. However, in order to be of benefit to us, they have to be read with humility and prayer. Patristic texts reveal the inner spiritual condition of the soul, much as axial tomography reveals the inner structures of the body. Each sentence of the patristic texts contains a multitude of meanings, and each person can interpret them according to their own spiritual state of being. It is better to read the ancient text rather than a translation, because the translator interprets the original verse according to his own spirituality. In any case, in order to understand the writings of the Fathers one must constrain oneself, focus and live spiritually, for the spirit of the Fathers is perceived through and by the spirit only. Especially helpful are the Ascetical Homilies by Saint Isaac the Syrian, but they must be studied slowly so that they can be assimilated little by little as spiritual food. The Evergetinos is truly of great benefit, because it gives us insight into the Whole spirit of the Holy Fathers, it is helpful because it describes the struggles of the Fathers against each and every one of the passions, and, by learning how they worked on the spiritual life, the soul is greatly assisted. Also, the Synaxaria, the Lives of the Saints, are sacred history and very helpful, especially for young people, but they should not be read as stories.
We do not need great knowledge to be devout. If we concentrate and meditate on the few things we know, our heart will be spiritually embroidered. One may be profoundly affected by a single hymn, while another may feel nothing, even though he may know all the hymns by heart, as he has not entered into the spiritual reality. So, read the Fathers, even one or two lines a day. They are very strengthening vitamins for the soul.
An Excerpt from Spiritual Awakening
Elder Paisios
Concerning Humility of Wisdom
One of the elders has said: "Before everything else humility of wisdom is needful for us, so that we may be ready to say to every word which we hear, forgive me; for by humility of wisdom all the arrows of the enemy and adversary are broken." Let us examine what meaning the words of the elder has. Why does he not say that continence (temperance) is needed first of all? For the Apostle says, (I Cor. 9:25) Every man that strivest for the mastery is temperate in all things. Or why did the elder not say that before everything else the fear of God is needful for us? For in the Scriptures it is said: (Ps. 110:10) The fear of the Lord is the beginning of wisdom, and again, (Prov. 15:27) By the fear of the Lord everyone departs from evil. Why did he not say that before everything else alms-giving or faith is necessary for us? For it is said, (Prov. 15:27), By alms and by faithful dealings sins are purged away, and the Apostle says, (Heb. 11:6) Without faith it is impossible to please Him (God).
Thus, if without faith it is impossible to please God, and if by means of almsgiving and faith sins are cleansed, if by the fear of the Lord everyone is brought away from evil, and if the beginning of wisdom is the fear of the Lord, and one who is laboring must be continent in everything, then why did the elder say before everything else that humility of wisdom is needful for us, setting aside everything else which is so needful? The elder wishes to show us by this that neither the very fear of God, nor almsgiving, nor faith, nor continence, nor any other virtue can be perfected without the humility of wisdom. This is why he says, "Before everything else, humility of wisdom is needful to us—so as to be ready to say to every word we hear forgive me; for by humility of wisdom are all the arrows of the adversary broken." And so you see, brethren, how great is the power of humility of wisdom; you see what force the word forgive has. But why is the devil called not only enemy, but also adversary? He is called enemy because he is the hater of mankind, the hater of good, and a slanderer; and he is called adversary because he strives to hinder every good deed. If one should wish to pray, he opposes and hinders him by means of evil remembrances, by means of captivity of the mind and despondency. If one wishes to give alms, he hinders by means of the love of money and stinginess. If one wishes to keep vigil, he hinders by means of laziness and carelessness, and in this way he opposes us in every deed when we wish to do something good. This is why he is called not only enemy, but also adversary. But by humility of wisdom, all the weapons of the enemy and adversary are broken. For in truth, great is humility of wisdom, and every one of the saints has travelled by this path; by labor they have made short their path, as the Psalmist says, Behold my lowliness and my toil, and forgive all my sins; (Ps. 24:18) and I was brought low, and He saved me (Ps. 114:6). And besides, it is humility alone that may conduct us into the Kingdom, as the elder Abba John has said—but only slowly.
Thus, let us also be humbled a little, and we shall be saved. If we who are infirm cannot labor, then let us try to be humbled; and I believe in the mercy of God that for the little we do with humility, even we shall be in the place of the saints who have labored much and worked for God. Even if we are infirm and cannot labor—can it be that we cannot become humble? Blessed, O brethren, is he who has humility. Great is humility! One saint who had true humility said it very well: "Humility does not become angry at anyone and angers no one, and it considers anger completely foreign to itself." Great is humility, for it alone opposes vainglory and preserves a man from it. And do not people become angry also over property and food? But how is it that the elder says that humility does not become angry at anyone and angers no one? Humility is great, as we have said, and it strongly attracts to the soul the grace of God. Having come, the grace of God protects the soul from the two onerous passions mentioned above. For what can be more onerous than to become angry and to anger one's neighbor? As someone has said: "It is not at all the nature of monks to become angry, nor likewise, to anger others." For in truth, if such a one, (i.e. one who becomes angry or angers others) is not soon covered with humility then he, little by little, comes into a demonic state, disturbing others and himself being disturbed. This is why the elder said that humility does not become angry and does not anger. But what am I saying? As if humility protected from only two passions… It protects the soul also from every passion and from every temptation.
When St. Anthony saw all the nets of the devil and, sighing, he asked God: "But who can escape them?" Then God replied to him: "Humility will escape them," and what is even more astonishing, He added: "They will not even touch you." Do you see the grace of this virtue? In truth there is nothing stronger than humility of wisdom—nothing vanquishes it. If something painful should happen to one who is humble, he immediately turns to himself, judges himself that he is worthy of this, and he does not begin to reproach anyone, or lay the blame on anyone else. In this way he bears whatever happens without disturbance, without sorrow, with complete calmness, and therefore he does not become angry, nor does he anger anyone. And thus, before everything else, humility of wisdom is needful for us.
There are two humilities, just as there are two prides. The first pride occurs when one reproaches his brother, when one judges and dishonors him as being of no importance, and deems himself superior. If that person does not soon come to himself and strive to correct himself, little by little comes to the second kind of pride, rising up against God Himself. He ascribes all his labors and virtues to himself and not to God, as if he performed them by himself, through his own reason and efforts, and not with the help of God. In truth my brethren, I know one person who once came to such a pitiable condition. At first when any of the brethren would say something to him, he would belittle each one and reply: "What is the meaning of that? There is no one worthy apart from Zosimas and those like him." Then he began to judge these persons also and say: "There is no one worthy except for Macarius." After a little time he began to say, "Who is Macarius? There is no one worthy except for Basil and Gregory." But soon he began to judge these also, saying: "Who is Basil, and who is Gregory? There is no one worthy except for Peter and Paul." I said to him: "In truth, brother, you will soon begin to belittle them also." And believe me, in a short time he began to say: "Who is Peter? And who is Paul? No one has any significance except for the Holy Trinity." Finally he raised himself up in pride against even God Himself, and in this way he went out of his mind. Therefore, O my brethren, we must labor with all our power against the first pride, so that we may not little by little fall into the second, that is, into complete pride.
There is a worldly pride and a monastic pride: worldly pride is when one becomes proud before his brother that he is richer or more handsome than he, or that he wears better garments than he or that he is more nobly born than he. When we see that we are becoming vainglorious over such qualities, or because our monastery is larger or richer than others, or because there are many brethren in it, then we must know that we are still in worldly pride. It likewise happens that one becomes vainglorious because of some kind of natural gifts: one, for example, is vainglorious because he has a good voice and sings well, or because he is modest, works zealously, and is efficient in service. These qualities are better than the first ones mentioned, however this is also worldly pride. Monastic pride, on the other hand, is when one becomes vainglorious because he is exercising himself in vigils, in fasting, that he is devout, that he lives well and is careful. It likewise happens that one might become humble for the sake of glory. All this has to do with monastic pride. It is possible for us not to become proud at all; but if one is unable to escape this entirely, then at least let him become proud over the qualities of monastic deeds, and not over something worldly.
We have talked about the first kind of pride is and what is the second. We have likewise talked about worldly pride and monastic pride. Let us examine now the two kinds of humility. The first kind of humility consists in respecting one's brother as more intelligent than oneself and more excellent in every way, and in a word, as the Holy Fathers have said, it consists in considering that one is lower than all." The second kind of humility consists in ascribing one's labors to God—this is the perfect humility of the saints. It is naturally born in the soul from the fulfillment of the commandments. It is just as with a tree—when there is much fruit on it, the fruits themselves bend the branches down; and the branches on which there is no fruit strive upwards and grow straight. There are certain trees which do not give fruit; but if someone were to take a stone and hang it to the branch and bend it down, then it would give fruit. The soul also, when it is humble, produces fruit, and the more fruit it produces, the humbler it becomes; and the nearer the saints came to God, the more they saw themselves as sinners.
I recall that once we were conversing about humility, and when one of the well-known citizens of Gaza heard us say that the closer one comes to God, the more one sees himself as a sinner, he was astonished and said: "How could this be?" Not understanding, he wished to know what these words meant. I said to him: "Noble citizen, tell me what you consider yourself to be in your city." He replied, "I consider myself to be great and the first one in the city." Then I said to him, "But if you were to go to Caeserea, then whom would you consider yourself to be there? He replied, "To be the last of the nobles who are there." "And if," I said, "you were to go to Constantinople, and come near to the Emperor, whom would you consider yourself to be there?" He replied, "Almost as a beggar." Then I said to him, "Even so, the nearer the saints came to God, the more they considered themselves to be sinners. So, when Abraham saw the Lord, he called himself earth and ashes. (Gen. 18:27); and Isaias said I am wretched and unclean (Isa. 6:5); and likewise Daniel, when he was in the pit with the lions and Habakkuk brought him bread saying: Receive the meal which God hath sent thee, replied: Thou has remembered me, O God (Dan. 14:36, 37). What humility his heart had! He was in the pit in the midst of the lions and was unharmed by them, and not once only, but twice, and after all this he was astonished and said, And thus God hath remembered me.
Do you see the humility of the saints and how their hearts were? They even refused out of humility what was sent from God to help them, fleeing glory. Just as one who is clothed in a silk garment would run away if someone were to throw an unclean garment at him, so as not to soil his own precious garment, so also the saints, being adorned with virtues, flee human glory so as not to be defiled by it. One who seeks glory is like a naked man who desires to find some shirt or anything else with which to cover his shame; so also one who is not clothed in virtue seeks human glory. Thus the saints, sent by God to help people, in their humility refused glory. Moses said (Exod. 4:10, 12), I beg Thee to place another one who is able, for I am a stutterer. Jeremiah said: I am the youngest one (Jer. 1:6). In a word, each of the saints acquired this humility, as we have said, through the fulfillment of the commandments. But what precisely this humility is and how it is born in the soul, no one can express in words, unless a man learn this by experience; for it is impossible to learn it from words alone.
Once Abba Zosimas spoke about humility, and a certain sophist who was present heard what he said and desired to understand it precisely. He asked him, "Tell me, why do you consider yourself sinful? Do you not know that you are holy? Do you not know that you have virtue? After all, you see how you fulfill the commandments—so how can you consider yourself sinful when you act in this way?" The elder did not know what answer to give him, but only said: "I do not know what to say to you, but I consider myself sinful." The sophist insisted, desiring to know how this could be. Then the elder, not knowing how to explain this to him, began to say to him in his holy simplicity, "Do not upset me; in truth I consider myself to be sinful."
Seeing that the elder was perplexed as to how to reply to the sophist, I said to him: "Does not the same thing happen in the arts of both sophistry and medicine? When someone has studied an art well and is practicing it, then according to the measure of his practice the physician or sophist acquires a certain habit, but he cannot say and does not know how to explain how he became experienced. In fact, the soul acquires the habit gradually and imperceptibly, through practice in the art. So it is also with humility—from the fulfillment of the commandments there comes a certain habit of humility, but it is impossible to express this in words." When Abba Zosimas heard this he rejoiced, immediately embraced me and said, "You have understood that matter, it is precisely as you have said." Having heard these words, the sophist was satisfied and agreed.
The elders also have told us something which helps us to understand humility. No one can explain the very condition into which the soul comes from humility. Thus, when Abba Agathon was near death and the brethren asked him, "Are you also afraid, Father?" he replied, "As much as I was able, I forced myself to keep the commandments, but I am a man, and how can I know if what I have done is pleasing to God? For one is the judgment of God, and another the judgment of man." Behold how he opened our eyes to understand humility and showed us the path whereby we acquire it. But how it is in the soul, as I have already said many times, no one can say or aphrehend through words alone—the soul can learn this but a little, and only from life. However, the Fathers have told us what brings us to humility, for in the Patericon it is written: "A certain brother asked an elder, "What is humility?" The elder replied, "Humility is a great and divine matter. Serving as a path to humility are bodily labors, performed reasonably. Also, it is when one considers himself below everyone else and constantly prays to God—this is the path to humility. But humility itself is divine and beyond understanding."
But why did the elder say that bodily labors bring a soul to humility? In what way do bodily labors become spiritual virtues? By considering himself below everyone, as we have already said, one opposes the demons and the first kind of pride—for how can one consider himself greater than his brother, or become proud towards another or reproach or belittle anyone, if he considers himself below everyone? Likewise, to pray without ceasing also clearly opposes the second kind of pride, for it is evident that one who is humble and reverent, knowing that it is impossible to perform any kind of virtue without the help and protection of God, does not cease always to pray to God that He might have mercy on him. For one who is ceaselessly praying to God, even if he should be able to do something, knows why he did this and cannot become proud. He does not ascribe this to his own power, but he ascribes all his success to God, always gives thanks to Him, and always calls upon Him, trembling lest he be deprived of such help and his infirmity and powerlessness be discovered. And thus with humility he prays, and by prayer he becomes humble, and the more he advances always in virtues, the more he always becomes humble. And to the degree he becomes humble he receives help and advances through humility of wisdom. But why does the elder say that bodily labors bring one to humility? What relation do bodily labors have to the disposition of the soul? I will explain this for you. After transgressing the commandments the soul was given over, as St. Gregory says, to the deception of the love of pleasure and self-will and came to love the bodily. It became, as it were, united or one with the body, and everything became flesh as, is written, (Gen. 6:4) My spirit shall not remain among these men, for they are flesh. The poor soul then sympathizes with the body and with everything which is done with the body. This is why the elder also said that bodily labor also brings the soul to humility. For there is one disposition of soul in a healthy man and another in a sick man; one disposition in one who is hungry and another in one who is full. Likewise, there is one disposition of soul in a man who is riding upon a horse, another in one who is sitting on a throne, and yet another in one who is sitting on the earth; there is one disposition in one who wears beautiful clothing and another in one who wears poor clothing. Thus, labor humbles the body; and when the body is humbled, the soul is also humbled with it. So, the elder said well that bodily labor leads to humility. Therefore, when Agapius was subjected to warfare from blasphemous thoughts, knowing as a wise man that the blasphemy proceeded from pride, and that when the body is humbled then the soul is also humbled with it, he spent forty days in the open air so that his body, as the writer of his life says, began to bring forth worms as happens with wild animals. He undertook such a labor not for the sake of the blasphemy, but for the sake of humility. Thus, the elder said truly that bodily labors also lead to humility. May the good God grant us humility, for it delivers a man from many evils and protects him from great temptations. May there be glory and dominion to God forever. Amen.
Abba Dorotheos
Ο διάβολος κάνει το παν για να μη βοηθηθεί ο άνθρωπος
Ο διάβολος είναι τεχνίτης. Αν φέρει λ.χ. την ώρα της Θείας Λειτουργίας σε έναν πνευματικό άνθρωπο έναν ελεεινό λογισμό, εκείνος θα τον καταλάβει, θα τιναχθεί και θα τον διώξει. Γι' αυτό του φέρνει έναν πνευματικό λογισμό. «Το τάδε βιβλίο, του λέει, γράφει αυτό για την Θεία Λειτουργία». Μετά θα του τραβήξει την προσοχή λ.χ. στον πολυέλαιο. Θα αναρωτηθεί ποιος άραγε να τον έφτιαξε. Ή θα του θυμίσει έναν άρρωστο που πρέπει να πάει να τον δει. «Α! έμπνευση, λέει, την ώρα της Θείας Λειτουργίας», ενώ είναι ο διάβολος που μπαίνει ενδιάμεσος και πιάνει ο άνθρωπος την συζήτηση με τον λογισμό του. Οπότε ακούει τον ιερέα να λέει «Μετά φόβου ...;» και τότε καταλαβαίνει ότι τελείωσε η Θεία Λειτουργία και εκείνος δεν συμμετείχε καθόλου.
Να, και εδώ στον Ναό. πηγαίνει η εκκλησάρισσα να ανάψει τα κεριά στον πολυέλαιο και έχω παρατηρήσει ότι και μεγάλους ακόμα τους αποσπά ο πειρασμός εκεί πέρα και χαζεύουν την αδελφή πως ανάβει τα κεριά. Αυτό είναι τελείως παιδικό. Μόνον τα μικρούτσικα παιδάκια χαίρονται με κάτι τέτοια και λένε: «Τα άναψε!». Δηλαδή, αυτό για τα μικρά παιδάκια είναι δικαιολογημένο, αλλά για τους μεγάλους; Ή, ενώ πρέπει να αποφεύγουμε τις κινήσεις την ώρα της Θείας Λειτουργίας, ο πειρασμός μπορεί να βάλει εκείνη την ιερή ώρα μια αδελφή να γυρίζει στο αναλόγιο τα φύλλα του βιβλίου, να κάνει θόρυβο και να αποσπά τους άλλους.
Ακούνε «κριτς-κριτς», «τι γίνεται;» λένε και φεύγει έτσι ο νους από τον Θεό και χαίρεται το ταγκαλάκι. Γι' αυτό να προσέχουμε να μη γινόμαστε εμείς αιτία να αποσπάται η προσοχή των άλλων την ώρα της θείας λατρείας. Κάνουμε ζημιά στον κόσμο και δεν το καταλαβαίνουμε. Ή παρατηρήστε σε καμία ανάγνωση. Όταν φθάσει ο αναγνώστης στο πιο ιερό σημείο, από το οποίο θα βοηθηθούν οι άνθρωποι, τότε ή θα χτυπήσει δυνατά από το αέρα η πόρτα ή θα βήξει κάποιος και θα αποσπασθεί η προσοχή τους και δεν θα ωφεληθούν από αυτό το ιερό σημείο. Έτσι κάνει την δουλειά του το ταγκαλάκι.
Ω, αν βλέπατε τον διάβολο πως κινείται! Δεν τον έχετε δει, γι' αυτό δεν καταλαβαίνετε μερικά πράγματα! Κάνει το παν, για να μη βοηθηθεί ο άνθρωπος. Το έχω παρατηρήσει στο Καλύβι, όταν συζητώ. Μόλις φθάσω ακριβώς στο σημείο που θέλω, στο πιο ευαίσθητο, για να βοηθήσω αυτούς που με ακούν, τότε ή κάποιος θόρυβος γίνεται ή έρχονται άλλοι και διακόπτω. Τους βάζει προηγουμένως ο διάβολος να χαζεύουν απέναντι την Σκήτη ή να βλέπουν κάτι, και κανονίζει να έρθουν στο πιο λεπτό σημείο της συζητήσεως για να αλλάξω θέμα και να μην ωφεληθούν. Γιατί, όταν αρχίσει η συζήτηση, ξέρει ο διάβολος που θα καταλήξει και, επειδή βλέπει ότι θα πάθει ζημιά, στέλνει κάποιον ακριβώς στο πιο ευαίσθητο σημείο, για να με διακόψει. «Ε, Πάτερ, από πού να μπούμε;», φωνάζει. «Πάρτε λουκούμια και νερό και ελάτε από 'κει», τους λέω. Άλλοι μπαίνουν εκείνη την στιγμή μέσα, οπότε με διακόπτουν, γιατί πρέπει να σηκωθώ να χαιρετήσω.
Άλλοι έρχονται μετά από λίγο και πρέπει πάλι να σηκωθώ, αρχίζουν και την κουβέντα «από πού είσαι κ.λπ.» ...; Οπότε είμαι αναγκασμένος να αρχίσω πάλι από την αρχή, να ξαναπώ φερ' ειπείν το παράδειγμα που έλεγα. Μόλις προχωρώ, φωνάζει από κάτω άλλος: «Ε, Πάτερ Παϊσιε, που μένεις; Από 'δω είναι η πόρτα;». Άντε ξανά να σηκωθείς ...; Βρε τον πειρασμό! Έξι-επτά φορές μια μέρα μου έκανε το ίδιο, μέχρι που αναγκάσθηκα και έβαλα μερικούς ...; φρουρούς! «Εσύ κάθισε εκεί και κοίταζε να μην έρθει κανένας από 'κει. Εσύ κάθισε εδώ, μέχρι να τελειώσω την δουλειά μου». Έξι-επτά φορές να αρχίζεις ολόκληρη ιστορία, να τους φέρνεις στο σημείο που θα βοηθηθούν, και τα ταγκαλάκια να δημιουργούν σκηνές!
Βρε τον πειρασμό τι κάνει! Γυρίζει το κουμπί συνέχεια σε άλλη συχνότητα. Μόλις ο αγωνιζόμενος πάει να συγκινηθεί λίγο από κάτι, τακ, του γυρίζει το κουμπί αλλού και ξεχνιέται με εκείνο. Θυμάται πάλι κάτι πνευματικό; Τακ, του θυμίζει κάτι άλλο. Τον κάνει όλο τούμπες. Ο άνθρωπος, αν μάθει πως εργάζεται ο διάβολος, θα απαλλαγεί από πολλά πράγματα.
-Γέροντα, πως θα μάθει;
-Να παρακολουθεί. Άμα παρακολουθεί κανείς, μαθαίνει. Βλέπεις, οι τσοπαναραίοι είναι οι καλύτεροι μετεωρολόγοι, γιατί παρακολουθούν τα σύννεφα, τον αέρα.
Γεροντας Παϊσιος
Η προσευχή θα σας κρατάει σε επαφή με το Θεό
Ρίξτε το
μεγαλύτερο βάρος του αγώνος σας στην προσευχή, γιατί αυτή θα σας κρατάει
σε επαφή με το Θεό. Και η επαφή αυτή πρέπει να είναι συνεχής.
Η προσευχή είναι το οξυγόνο της ψυχής,είναι ανάγκη της ψυχής και δεν πρέπει να θεωρείται αγγαρεία.
Η προσευχή για να εισακουστεί από το Θεό, πρέπει να γίνεται με ταπείνωση, με βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητάς μας και να είναι καρδιακή.
Εάν δεν είναι καρδιακή, δεν ωφελεί. Ο Θεός πάντοτε ακούει την προσευχή του ανθρώπου, που είναι πνευματικά ανεβασμένος.
Η μελέτη της Αγίας Γραφής βοηθάει πολύ την προσευχή, γιατί θερμαίνει την ψυχή και την προετοιμάζει".
Γεροντας Παϊσιος
Subscribe to:
Posts (Atom)