Περί τής Συνεχούς Μεταλήψεως τών Αχράντων τού Χριστού Μυστηρίων Αγίου Αναστασίου Αντιοχείας
«Δοκιμαζέτω δε άνθρωπος εαυτόν, και ούτως εκ του Άρτου εσθιέτω και εκ του Ποτηρίου πινέτω» (Αʹ Κορινθ. ιαʹ 28)
Οι άγιοι Μακάριος Κορίνθου και Νικόδημος Αγιορείτης, οι γνωστοί αυτοί υπέρμαχοι της Συνεχούς Μεταλήψεως των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων, στο περίφημο σχετικό βιβλίο τους αντιμετωπίζουν την ένστασι και απορία των καλοπροαιρέτων κατά τα άλλα εκείνων Χριστιανών, οι οποίοι διαμαρτύρονται και λέγουν για όσους μεταλαμβάνουν συχνά:
«Τάχα και αυτοί ως άνθρωποι δεν ενοχλούνται από τα πάθη γαστριμαργίαν, κενοδοξίαν, γέλωτα, αργολογίαν και όσα όμοια; Πώς λοιπόν θέλουν να κοινωνούν συχνά;» (Ενστασις Ηʹ).
Οι Άγιοι απαντούν στην ένστασι αυτή, επικαλούμενοι ένα θαυμάσιο κείμενο του Αγίου Αναστασίου Αντιοχείας, το οποίο παραθέτουν πρώτα αυτούσιο και κατόπιν απλοποιημένο γλωσσικώς.
Ας προσέξουμε ιδιαιτέρως την γνώμη αυτή του Αγίου Αναστασίου, η οποία εκφράζει με συντομία μία βαθειά πτυχή της Ορθοδόξου Πνευματικότητος:
Διάκρισις τών αμαρτημάτων σε «ευσυγχώρητα» και «βαρέα», ύπαρξις «διαφόρων θυσιών», που μάς «προκαθαίρουν» για να προσέλθουμε στα Ιερά Μυστήρια...
Και βίωσις της Συνεχούς Μετανοίας, ως απαραιτήτου προϋποθέσεως της Συνεχούς Μεταλήψεως.
Ας εντρυφήσουμε όμως στο ευλογημένο κείμενο του Αγίου Αναστασίου:
"Είναι πολλοί, οι οποίοι επειδή κοινωνούσιν αργά, κρημνίζονται εις αμαρτίας, άλλοι δε πάλιν, μεταλαμβάνοντες συχνότερα, φυλάττουσιν εαυτούς πολλάκις από πολλά κακά, επειδή φοβούνται από την Αγίαν Μετάδοσιν («το κρίμα της Μεταλήψεως»).
Λοιπόν, ανίσως σφάλλωμεν με κάποια παραμικρά και συγγνωστά αμαρτήματα καθό άνθρωποι («μικρά τινα και ευσυγχώρητα»), λόγου χάριν κλεπτόμεθα ή με την γλώσσαν ή με την ακοήν ή με τούς οφθαλμούς ή απατώμενοι πίπτομεν εις κενοδοξίαν ή λύπην ή θυμόν ή άλλο τοιούτον, ας κατακρίνωμεν τον εαυτόν μας και ας ομολογώμεν ενώπιον τού Θεού την αμαρτωλότητά μας («καταμεμφόμενοι εαυτούς και εξομολογούμενοι τω Θεώ») και ούτως ας μεταλαμβάνωμεν, πιστεύοντες ότι η Θεία Κοινωνία μάς γίνεται εις άφεσιν αμαρτιών και αποκάθαρσιν.
Ει δε και κάμνομεν αμαρτήματα βαρέα τινά πονηρά σαρκικά και ακάθαρτα και έχομεν με τον αδελφόν μας μνησικακίαν, μέχρις ου μετανοήσωμεν από τα τοιαύτα αμαρτήματα, ας μη τολμήσωμεν να πλησιάσωμεν εις τα θεία Μυστήρια («έως αξίως μετανοήσωμεν, μηδαμώς εφαψώμεθα»).
Αλλ' επειδή και είμεθα άνθρωποι σαρκικοί και ασθενείς και μολυνόμεθα με πολλά αμαρτήματα, έδωκεν εις ημάς ο Θεός διαφόρους θυσίας εις άφεσιν των αμαρτιών μας, τας οποίας ανίσως και τας προσφέρωμεν εις Αυτόν, μάς καθαρίζουσι και μάς κάμνουσιν επιτηδείους δια να μεταλάβωμεν («προκαθαίρουσιν ημάς εις το προσελθείν τοις Μυστηρίοις»).
Δια τούτο η ελεημοσύνη είναι «θυσία», ήτις καθαρίζει τον άνθρωπον από αμαρτίας. Είναι και άλλη «θυσία» σωτηριώδης εις άφεσιν αμαρτιών, δια την οποίαν λέγει ο Προφήτης Δαβίδ:
«θυσία εις τον Θεόν ευάρεστος είναι η ταπεινή του ανθρώπου προαίρεσις και διάθεσις· την καρδίαν την ταπεινήν και συντετριμμένην με την κατάνυξιν ο Θεός ποτέ δεν την παραβλέπει».
Ανίσως αυτάς τας «θυσίας» προσφέρωμεν εις τον Θεόν, έστω και αν έχωμεν μικρά τινα ελαττώματα ως άνθρωποι, θέλομεν δυνηθή να πλησιάσωμεν εις την Αγίαν Κοινωνίαν με φόβον και τρόμον, κατάνυξιν και ομολογίαν της αμαρτωλότητός μας, καθώς η αιμορροούσα επλησίασεν εις τον Χριστόν κλαίουσα και τρέμουσα.
Διότι υπάρχει αμαρτία προς θάνατον («θανάσιμος»).
Και υπάρχει αμαρτία προς μετάνοιαν («συγγνωστή»).
Και υπάρχει αμαρτία προς έμπλαστρον.
Η αληθινή όμως μετάνοια όλα δύναται να τα ιατρεύση.
Διότι, άλλην συγχώρησιν έχει εκείνος, όστις με φόβον και τρόμον και ομολογίαν της αμαρτωλότητός του και κατάνυξιν πλησιάζει εις τα Μυστήρια και μεταλαμβάνει· και άλλην τιμωρίαν έχει, όστις μεταλαμβάνει χωρίς φόβον και με καταφρόνησιν.
Εις εκείνους, όσοι καταφρονητικώς και αναξίως μεταλαμβάνουσιν, όχι μόνον δεν δίδεται άφεσις αμαρτιών, αλλά και ο διάβολος περισσότερον πηδά εναντίον των («αλλά και επί πλείον ο διάβολος αυτοίς επεισπηδά»).
Οσοι δε με φόβον μεταλαμβάνουσιν, όχι μόνον αγιάζονται και λαμβάνουσιν άφεσιν αμαρτιών, αλλά και τον διάβολον διώκουσιν από λόγου των («αλλά και τον διάβολον εξ εαυτών διώκουσιν»)."
[Π.κοινωνία] Συμπληρωματικά σχόλια: Απάντηση στο θέμα αυτό έχουν δώσει, και οι άγιοι Κολλυβάδες (αγ. Αθανάσιος ο Πάριος). Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να την αναζητήση στο ομώνυμο του αγίου (Αθανασίου) βιβλίο "Δήλωσις της εν τω Αγείω Όρει ταραχών Αληθείας", το οποίο επιμελήθηκε ο μακαριστός Ιερομόναχος π. Θεοδώρητος.
Όπως σημειώνει ο αγ. Αθανάσιος ο Πάριος "δεν χρειάζεται πάρα πολύ δια να καταλάβωμεν, πώς το οσάκις, δεν θέλει να ειπή τοσάκις ... το οσάκις ομολογουμένως αδιώριστον καρόν δηλοί " ( βλέπε σελ. 117 του αναφερθέντο βιβλίου "Δήλωσις της εν τω Αγείω Όρει ... ").
Βεβαίως και οσάκις (όσες φορές) δεν σημαίνει τοσάκις (τόσες φορές, συγκεκριμένο αριθμό δηλαδή).
Κριτήριο της προσέλευσης στη Θεία Ευχαριστία είναι η καθαρή συνείδηση κατά τους Πατέρες. Ακριβώς για αυτό έγραψε και ο Ιερός Χρυσόστομος πως "κύριον εποίησε τον προσιόντα, πάσης ημερών παρατηρήσεως απαλλάξας αυτόν".
Christ appeared in the world, and, bringing beauty out of disarray, gave it luster and joy. He bore the world’s sins and crushed the world’s enemy. He sanctified the fountains of waters and enlightened the minds of men. Into the fabric of miracles he interwove ever greater miracles. For on this day land and sea share between them the grace of the Savior, and the whole world is filled with joy. Today’s feast of the Theophany manifests even more wonders than the feast of Christmas. On the feast of the Savior’s birth, the earth rejoiced because it bore the Lord in a manger; but on today’s feast of the Epiphany it is the sea that is glad and leaps for joy; the sea is glad because it receives the blessing of holiness in the river Jordan. At Christmas we saw a weak baby, giving proof of our weakness. In today’s feast, we see a perfect man, hinting at the perfect Son who proceeds from the all-perfect Father. At Christmas the King puts on the royal robe of his body; at Epiphany the very source enfolds and, as it were, clothes the river. Come then and see new and astounding miracles: the Sun of righteousness washing in the Jordan, fire immersed in water, God sanctified by the ministry of man. Today every creature shouts in resounding song:
Blessed is he who comes in the name of the Lord. Blessed is he who comes in every age, for this is not his first coming. And who is he? Tell us more clearly, I beg you, blessed David:
The Lord is God and has shone upon us. David is not alone in prophesying this; the apostle Paul adds his own witness, saying:
The grace of God has appeared bringing salvation for all men, and instructing us. Not for some men, but for all. To Jews and Greeks alike God bestows salvation through baptism, offering baptism as a common grace for all. Come, consider this new and wonderful deluge, greater and more important than the flood of Noah’s day. Then the water of the flood destroyed the human race, but now the water of Baptism has recalled the dead to life by the power of the one who baptized. In the days of the flood the dove with an olive branch in its beak foreshadowed the fragrance of the good odor of Christ the Lord; now the Holy Spirit, coming in the likeness of a dove reveals the Lord of mercy.
Through the prayers of our Holy Fathers, Lord Jesus Christ our God, have mercy on us and save us! Amen! http://full-of-grace-and-truth.blogspot.ca/2014/01/homily-on-theophany-by-st-proclus-of.html
Ήταν τότε, πρίν από χρόνια, το παιδί άρρωστο. Η μάνα σαν είδε κι απόειδε πώς οι γιατροί δεν το γιάνανε, έβγαλε την ποδιά της, εύπρέπισε τον κότσο της, στέριωσε τη μαντήλα στο κεφάλι της. Απέ άναψε την καντήλα και παρακαλέθηκε.
Χριστέ μου, να γιάνει ό Στράτος μου! Σώσε τον, Παναγία μου! Τάμα σου κάνω, εννιάχρονος να πέσει για τη χάρη Σου στη θάλασσα, να βουτήξει ανήμερα τα Φώτα να πιάσει τον τίμιο Σταυρό Σου.
Απέ ή μάνα - ή καπετάνισσα- έβαλε σαράντα μέρες το εικόνισμα της Μεγαλόχαρης πάνω στην Αγία Τράπεζα. Έκανε και το σαρανταλείτουργο. Καί τώρα πού έγιανε το παιδί καί τώρα πού τα 'κλεισε πια τα εννιά του χρόνια, καιρός να γίνει καί το τάμα. Τα φώτα ήταν αύριο... Οι νοικοκυρές είχαν ασπρίσει αυλές, πρεβάζια, σκάλες, γλάστρες. Μύρισε το νησί πάστρα κι ασβέστη. Τα παιδιά ολημερίς είπαν τα κάλαντα. Τώρα πρίν καλοπέσει το σκοτάδι μαζεύτηκαν στα σπίτια τους. Απόμεινε έρημο το λιμάνι. Τα καΐκια καλοπλυμένα, στολισμένα, γιορτινά με σημαίες λικνίζονται καθώς παίζει μαζί τους το ελαφρύ κυματάκι. Αναμμένα τα φωτάκια της πρύμνης καί της πλώρης ξενύχτησαν καθώς λαγοκοιμόταν το νησί.Ύπνος βαθύς δεν μπόραγε να πιάσει τους νησιώτες από την έγνοια του Σταυροϋ. Γιατί το ξέρουνε άπ' τους πατέρες τους, κι αυτοί άπ' τους δικούς τους τους πατέρες: Καλότυχο το σπιτικό, καλότυχο καί το καΐκι ό καπετάνιος καί το τσούρμο καλότυχο αν δικός ήταν αυτός πού θα 'πιανε τον Σταυρό από τη θάλασσα αυτή τη μέρα! Γιατί μεγάλη ή μέρα «των Θεοφανείων» για το νησί... Κατά τα μεσάνυχτα γύρισε ό καιρός. Ένας μανιασμένος μαΐστρος ήρθε καί σβούρηξε το νησί.Λυσσοκόπησε ό τόπος, αναστέναξε. Ό Στρατής κάτω άπ' τη βελέντζα αφουγκράστηκε τον καιρό, το τριζοβόλημα του σπιτιού,τον βόγγο της θάλασσας. Το νησί δεν είναι απάνεμο. Το χτυπούν οι άγέρηδες. Μ' αυτούς τους ήχους μεγάλωσαν τα παιδιά του νησιού. Όπως καί τα γονικά τους. Ή φύτρα είναι μουσκεμένη στην αρμύρα. Άνεμοδαρμένη φύτρα, περήφανη. Αφουγκράστηκε το παιδί καί φοβήθηκε. Ξέρει για το τάμα της μάνας του, για την τιμή καί για την ευλογία. Μα όσο να πεις, παιδί πράμα είναι, φοβάται. Καί με τούτον τον καιρό... Αξημέρωτα πετάχτηκε επάνω. Έσπρωξε τα παντζούρια καί λιγοστό αχνό φως μπήκε στην κάμαρη. Ό καιρός είχε αγριέψει κι άλλο. Ή θάλασσα έβραζε, δερνότανε στους βράχους, καβαλούσε τα καΐκια, τις ψαρόβαρκες. Ή καπετάνισσα άναψε την καντήλα της,θύμιασε, έκανε τίς μετάνοιες της, ετοίμασε τις γιορτινές άλλαξιές. Καί τότε ακούστηκε ό πρώτος ήχος της καμπάνας. Στήν αρχή απόμακρος. Ήταν σαν ή καμπάνα να δοκίμαζε τη φωνή μα καί τη δύναμη της. Γλυκός σαν βραχνός ό πρώτος ήχος. Μετά θαρρείς ξεθάρρεψε. Καί άρχισαν παρέα να της κάνουν οι καμπάνες άπ' όλο το νησί. Να παραβγαίνουν σε φωνή, σε κάλεσμα, σε μελωδία. Σκεπάσαν έτσι τη βοή της θάλασσας. Το καταλάβανε τούτο το παιχνίδι τα κύματα κι αγρίεψαν. Μα οι καμπάνες δυνατότερα χτυπήσανε. Κι ό ουρανός χαμογέλασε καί σαν να μέρωσε λίγο... Του καπετάνιου ό γιος, ό Στρατής, γονατιστός στην εκκλησιά παρακαλούσε: «Χριστέ μου, φέτος, μονάχα φέτος να τον πιάσω τον τιμημένο Σου Σταυρό». Κι ή καπετάνισσα -ή μάνα- το ϊδιο παρακάλαγε τον "Αη-Νικόλα. Έχει καί μία σφίξη στην καρδιά" τόσο μικρό παιδί δεν πέφτει τέτοια μέρα μέσ' στη θάλασσα! Πολύ φοβάται ή καπετάνισσα. Μα το 'χει τάμα! Έφτασε ή ώρα πού κατεβαίνουνε στη θάλασσα, να ρίξουν τον Σταυρό. Μπροστά ό Δεσπότης, οι παπάδες, τα έξαπτέρυγα, μετά όλα τα τσούρμα, όλοι οί νησιώτες. Γιόμισε το νησί ψαλμωδία καί θυμίαμα. Ή θάλασσα άναρριγάει από προσμονή. Να πέσει ό Σταυρός, να αγιάσει το νερό, να ημερέψει. Να πέσει ό Σταυρός! Έτοιμοι οί βουτηχτάδες κοιτάν στο στόμα τον Δεσπότη. Άπόσωστα, πρίν καλοπεί το «Εν Ιορδάνη» να πέσουν, να παλαίψουν για τη Χάρη του Χρίστου. Σηκώνει ό Δεσπότης το χέρι του, στράφτει στο φως της μέρας ό Σταυρός. Μεγαλόπρεπα, με δυνατό τίναγμα πετάει ό Δεσπότης στο αφρισμένο κύμα τον Σταυρό. Σφυρίζουν τα καράβια, τρελλαίνονται οί καμπάνες καί τραγουδάνε, τραγουδάνε. Ό κόσμος μόλις πρόκανε κι είδε τα παλληκάρια πού χώθηκαν στη μανιασμένη θάλασσα κάτω άπ' τους αφρούς. Προκάνει ή καπετάνισσα καί βλέπει τον Στρατή πρίν χαθεί κάτω από το κύμα. Σφίγγει το εικόνισμα -αυτό πού σαραντάμερο βλογήθηκε στην "Αγια Τράπεζα- στις χούφτες της, πού ίδρωσαν. Άνασεμιά δεν παίρνει ό κόσμος. Να τα κεφάλια, σα να βγήκαν άπ' τη θάλασσα. Όχι, είναι να πάρουν μια ανάσα να κάνουνε πιο βαθιά βουτιά. Κι εκεί πού είχανε όλοι παγώσει από το κρύο, μα κι άπ' την αγωνία, ένα κεφάλι φάνηκε μέσα άπ' τους αφρούς. Ό Στρατής! Σταυροκοπήθηκε ή μάνα. Το κεφάλι του παιδιού σκεπάσθηκε άπ' το κύμα. Το χέρι μόνο φαίνεται πού κρατάει τον Σταυρό. Παλεύει το καπετανόπουλο, ή θάλασσα θέλει να το αρπάξει, δύσκολο με το ένα χέρι να κολυμπήσει. Ώρες φανήκανε στην καπετάνισσα ότι περάσανε. Το φως λιγόστεψε άπ' τα μάτια της, στηρίζεται στον πιο μεγάλο γιο της. Σάν τα ξανάνοιξε τα βλέφαρα, τον είδε τον Στρατή της εκεί, πλάι στον Δέσποτα να του δίνει τον Σταυρό. Μετά να κάνει μια βαθιά μετάνοια καί πρώτος να τον ασπάζεται. Ξανασφυρίζουν τα καράβια, οί καμπάνες δεν σταμάτησαν στιγμή. «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου σου Κύριε», ψέλνει το νησί ολόκληρο. Κι ό Στρατής, το μικρό καπετανόπουλο, νοιώθει πώς μπλέχτηκε ή αρμύρα με το δάκρυ του καί βιάζεται για να μη το δει κανείς, να ξανακάνει μια μετάνοια. http://agiameteora.net/index.php/theofaneion/3834-kai-ton-stavro-ton-epiase.html