Monday, April 22, 2013

Πατέρες της Εκκλησίας



Πατέρες και πατερικότητα της χριστιανικής θεολογίας

Πατέρες και Διδασκάλους της Εκκλησίας (ή, εν συντομία, απλώς Πατέρες της Εκκλησίας) ονομάζουμε τους χριστιανούς ιερείς όλων των βαθμίδων (αλλά και μερικούς που δεν ήταν ιερείς) που αναγνωρίστηκαν ως πνευματικοί διδάσκαλοι και αναδείχθηκαν ως συγγραφείς διατυπώνοντας, οριοθετώντας και υπερασπιζόμενοι το χριστιανικό δόγμα.

Κατά το δυτικό σχολαστικισμό, δηλαδή τη φιλοσοφική θεολογία που αναπτύχθηκε στη δυτική Ευρώπη μετά το Σχίσμα του 1054 και έφτασε στην ακμή της κατά το μεσαίωνα, η πατερική εποχή σταματά στον 6ο αιώνα μ.Χ. για τη δυτική Εκκλησία (τελευταίος δυτικός Πατέρας ο άγιος Ισίδωρος Σεβίλλης) και στον 8ο αιώνα για την ανατολική (τελευταίος ανατολικός Πατέρας ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός). Η νεώτερη ιστορική και φιλολογική έρευνα, που αναπτύχθηκε στη δύση και υιοθέτησε τα κριτήρια του σχολαστικισμού, υιοθέτησε και αυτή την ιδέα και διαχωρίζει την «πατερική γραμματεία» (τα έργα των Πατέρων μέχρι τον 8ο αιώνα) από τη «βυζαντινή γραμματεία», δηλαδή τα έργα των Βυζαντινών συγγραφέων μετά τον 8ο αιώνα.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία όμως θεωρεί ότι η θεολογία της είναι πάντα πατερική και μόνο στο βαθμό που συνεχίζει να είναι πατερική μπορεί να είναι επίσης έγκυρη και αληθής. Έτσι, διακρίνει φορείς του πατερικού της πνεύματος σε όλους τους χριστιανικούς αιώνες, από το 2ο (πρώτη μετά τους αποστόλους γενιά, άγιοι Κλήμης Ρώμης, Πολύκαρπος Σμύρνης, Ιγνάτιος Αντιοχείας ο Θεοφόρος κ.ά.) μέχρι τους υστεροβυζαντινούς χρόνους (π.χ. άγιοι Γρηγόριος Παλαμάς, 14ος αι., Μάρκος Ευγενικός, 15ος αι.) αλλά και μετά το Βυζάντιο (άγ. Νικόδημος ο Αγιορείτης, 18ος-19ος αι., οι Ρώσοι άγιοι του 19ου αι. Ιγνάτιος Μπραντσιανίνωφ και Θεοφάνης ο Έγκλειστος, Ιννοκέντιος Βενιαμίνωφ κ.ά.), ενώ και σήμερα διαφαίνονται έντονα αρκετοί αυθεντικοί φορείς του πατερικού πνεύματος της εκκλησιαστικής θεολογίας, κάποιοι από τους οποίους έχουν αναγνωριστεί επίσημα ως άγιοι [π.χ. οι άγιοι Νεκτάριος Πενταπόλεως, Λουκάς ο Ιατρός, Ιωάννης της Σαγκάης (Μαξίμοβιτς), Νικόλαος Αχρίδος (Βελιμίροβιτς) κ.ά.], ενώ άλλοι, αν και δεν έχουν αναγνωριστεί «επίσημα», με εκκλησιαστική «απόφαση» οποιουδήποτε είδους, αναγνωρίζονται στην πράξη ως τέτοιοι, όπως π.χ. οι άγιοι διδάσκαλοι Ιουστίνος Πόποβιτς, Σωφρόνιος Σαχάρωφ, Φιλόθεος Ζερβάκος κ.ά.

Η εμμονή της Εκκλησίας στην πατερικότητα της θεολογίας της οφείλεται στο ότι θεωρεί τους Πατέρες αγίους, δηλαδή ανθρώπους με αυθεντική, χριστιανικώς εννοούμενη, σχέση με την άκτιστη (θεϊκή) πραγματικότητα, και ως εκ τούτου αξιόπιστους εκφραστές της δογματικής διδασκαλίας της, στην εγκυρότητα της οποίας υπεισέρχεται και ο παράγοντας της «θεοπνευστίας». Το χριστιανικό δόγμα εκφράζεται με το «φωτισμό του Αγίου Πνεύματος» (δηλ. του ίδιου του Θεού) και όχι με διανοητικούς συλλογισμούς -αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη θεολογία.

Για την Εκκλησία, βέβαια, η διαφορά αυτή έγκειται όχι στην επίκληση «αγιοπνευματικού φωτισμού», δηλαδή «θρησκευτικής αυθεντίας», αλλά στην πραγματική ύπαρξη του υπερβατικού αυτού στοιχείου, αλλιώς (αν έχουμε και στις δυο περιπτώσεις οντολογικά και σωτηριολογικά συστήματα κατασκευασμένα με ανθρώπινες διανοητικές διεργασίες, που απλώς επικαλούνται, για λόγους κύρους, κάποια επαφή με το θεϊκό Επέκεινα) αντικειμενική διαφορά μεταξύ θεολογίας και φιλοσοφίας ουσιαστικά δεν υπάρχει.




Πατέρες και φιλοσοφία

Σημειωτέον ότι το πατερικό έργο δεν εξαντλείται στην οριοθέτηση του χριστιανικού δόγματος, αλλά και αναπτύσσεται σε πλήθος ζητημάτων, που αφορούν στη διερεύνηση της ανθρώπινης φύσης, ιδίως της ψυχής, και τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, το συνάνθρωπο, τον κόσμο και το Θεό, δηλαδή στη θεραπεία των συνεπειών του προπατορικού αμαρτήματος για κάθε άνθρωπο, για την ανθρωπότητα και για όλη την κτίση. Επίσης το πατερικό έργο βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με τη φιλοσοφία και την επιστήμη της εποχής του (κάθε φορά). Κατά τούτο έχει νόημα η εξέταση των πατερικών συγγραμμάτων και από φιλοσοφικής απόψεως, καθώς αποτελούν ένα από τα πιο γόνιμα κεφάλαια της παγκόσμιας διανόησης. Δυστυχώς η επιστήμη της ιστορίας της φιλοσοφίας αγνοεί τη συμβολή τους, αν και σήμερα, μετά τις προσπάθειες Ελλήνων ερευνητών (όπως ο Κ. Δ. Γεωργούλης, ο Βασίλειος Τατάκης, ο επίσκοπος Περγάμου π. Ιωάννης Ζηζιούλας, ο Χρήστος Γιανναράς, ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος κ.ά.), η συμβολή τους αρχίζει να βγαίνει στο φως.

«Ένας ορθόδοξος νους στέκεται στο σημείο όπου συναντιούνται όλοι οι δρόμοι. Κοιτά προσεκτικά κάθε δρόμο και, από τη μοναδική του πλεονεκτική θέση, παρατηρεί τις συνθήκες, τους κινδύνους, τις χρήσεις και τον τελικό προορισμό κάθε δρόμου. Εξετάζει κάθε δρόμο από την πατερική σκοπιά, καθώς οι προσωπικές του πεποιθήσεις έρχονται σε πραγματική, όχι υποθετική, επαφή με την περιβάλλουσα κουλτούρα» (Ιβάν Κιρεγιέφσκι, ορθόδοξος Ρώσος συγγραφέας, παράθεμα από το βιβλίο "Η ορθοδοξία και η θρησκεία του μέλλοντος" του π. Σεραφείμ Ρόουζ).

Οι Πατέρες της αρχαίας Εκκλησίας έχουν στο οπλοστάσιό τους ολόκληρη την ελληνική φιλοσοφία, άλλωστε είναι οι ίδιοι και φιλόσοφοι. Μόνο που εκείνοι δεν ενδιαφέρεται να «ερμηνεύσουν τον κόσμο» ή να περιγράψουν τους φυσικούς νόμους και τη λειτουργία τους -φευ για τη σύγχρονη υλιστική μας επιστήμη- αλλά για τη θέωση, που τη θεωρούν απαραίτητη προϋπόθεση για την πλήρη γνώση του κόσμου, δηλαδή σχέση με τον κόσμο. (Φυσικά αυτό για τη σύγχρονη επιστήμη φαίνεται χωρίς νόημα, γιατί είναι μια επιστήμη κατακτητική, όχι αγαπητική. Πώς ν' αγαπήσεις αυτό που πρέπει να κατακτήσεις; Όλος ο πολιτισμός μας -ο δυτικός, που επιβλήθηκε πλέον παγκόσμια- είναι κατακτητικός. Ακόμη και οι μεγάλοι θαλασσοπόροι «εξερευνητές» ακολουθήθηκαν από επιδρομείς κονκισταδόρες, ενώ η εξερεύνηση του διαστήματος ονομάζεται κοινώς «κατάκτηση του διαστήματος»).

Σημειωτέον ότι η Εξαήμερος του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου π.χ. και το Περί κατασκευής του ανθρώπου του αγίου Γρηγορίου Νύσσης, που συνεχίζει την Εξαήμερον, συνοψίζουν επίσης την επιστημονική γνώση της εποχής. Ιδίως ο άγ. Γρηγόριος επιστρατεύει φυσιολογία, ιατρική, ψυχολογία, κάνει λόγο περί ονείρων κ.τ.λ. Και ερμηνεύουν ορθολογικότατα, απορρίπτοντας την αστρολογία και τις λοιπές ανορθόλογες μορφές θρησκευτικότητας.

Ας έχουμε υπόψιν ότι, πριν την εγκληματική μεσαιωνική του διαστρέβλωση, ο χριστιανισμός εκπροσωπούσε τη λογική και την πρόοδο και η ειδωλολατρία τον ανορθολογισμό. Η Εκκλησία, όταν ιδρύθηκε, εναντιώθηκε ανοιχτά στη δεισιδαιμονία του ρωμαϊκού κόσμου θεωρώντας την παράλογη -την αστρολογία, την αστρολατρία, την αγγελολατρία, τη μαγεία, τη μαντεία, την υποταγή στο πεπρωμένο ...;




Οι Πατέρες είναι αλάθητοι;

Εδώ πρέπει να πούμε ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας, αν και άγιοι, δεν θεωρούνται αλάθητοι. Όμως εφαρμόζεται σ' αυτούς ο λόγος του Κυρίου «ευλογημένοι οι καθαροί στην καρδιά, γιατί αυτοί θα δουν το Θεό» (Ματθ. 5, , γίνονται «διδακτοί Θεού» (Ιω. 6, 45), γι' αυτό η γνώμη τους είναι πιο έγκυρη από ενός οποιουδήποτε «επιστήμονα» θεολόγου (τη δική μου π.χ.), που δεν είναι καθαρός στην καρδιά. Τέτοιος έγκυρος ερμηνευτής -άγιος- μπορεί να είναι κι ένας ταπεινός και αγράμματος άνθρωπος (άντρας ή γυναίκα, ή και παιδί), αν η καρδιά του είναι αρκετά καθαρή. Το «μέγα μυστήριο της ευσεβείας» (Α΄ Τιμ. 3, 16) κατανοείται με την κάθαρση της καρδιάς, όχι με τη λογική (καρδιά δεν είναι ο χώρος των συναισθημάτων, αλλά ο τόπος όπου εγκαθίσταται το Άγιο Πνεύμα, αν είναι καθαρή, ή το κακό πνεύμα -μη γένοιτο- αν είναι γεμάτη πάθη, βλ. προς Γαλάτας 4, 6, Λουκ. 22, 3).

Αν και δεν είμαι τέλειος γνώστης της πατερικής γραμματείας και, πολύ περισσότερο, δεν είμαι καθόλου άγιος (ώστε να μπορώ να μιλήσω έγκυρα για τους αγίους), τολμώ να πω το εξής: Μερικοί Πατέρες, μέσα στο σύνολο των σπουδαίων συγγραμμάτων τους, υποστήριξαν και κάποιες διδασκαλίες που, κατά την ορθόδοξη θεολογία, είναι λάθος. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο άγιος Αυγουστίνος, όμως υπάρχουν και άλλα παραδείγματα, όπως οι Σύριοι άγιοι Πατέρες Αφραάτης και Ισαάκ, που υποστήριξαν ότι η κόλαση θα είναι προσωρινή (επειδή την εξέλαβαν ως τιμωρία από το Θεό και γνώριζαν ότι ο Θεός της αγάπης δε μπορεί να τιμωρεί κάποιους αιώνια) κ.ά. Έτσι οι άγιοι Πατέρες καλό είναι να διαβάζονται στα πλαίσια της συνολικής διδασκαλίας της Εκκλησίας και να μην απολυτοποιούνται οι απόψεις ενός ή δύο απ' αυτούς. Κάτι το δεχόμαστε ως σωστό, όταν υποστηρίζεται από το σύνολο των αγίων της Εκκλησίας, έστω κι αν ένας δυο Πατέρες συμβεί να έχουν άλλη άποψη [ανάλυση του προβλήματος αυτού βλ. και στο βιβλίο του π. Σεραφείμ Ρόουζ (ενός, ας τολμήσω να πω, Αμερικανού σύγχρονου Πατέρα της Εκκλησίας) Η ψυχή μετά το θάνατο - Οι μεταθανάτιες εμπειρίες στο φως της Ορθόδοξης διδασκαλίας, εκδ. Μυριόβιβλος].




Μερικοί Πατέρες

Μπορούμε να αναφέρουμε πρόχειρα και από μνήμης μερικούς από τους εκατοντάδες Πατέρες της Εκκλησίας:

Αποστολικοί Πατέρες 1ου αι. (Κλήμης Ρώμης, Ιγνάτιος ο Θεοφόρος, Πολύκαρπος Σμύρνης),

Απολογητές (2ος αι.): άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος και μάρτυς, Αθηναγόρας ο Αθηναίος φιλόσοφος, Κοδράτος επίσκοπος Αθηνών, Θεόφιλος Αντιοχείας κ.ά.

Επόμενοι Πατέρες: 2ος αι. Ειρηναίος της Λυών, 3ος αι. Διονύσιος Ρώμης, Διονύσιος Αλεξανδρείας, Κυπριανός Καρχηδόνας κ.ά., 4ος αι. Μ. Αθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Θεολόγος, Γρηγόριος Νύσσης, Αμβρόσιος Μιλάνου, Μαρτίνος της Τουρ, 4ος-5ος αι. Ιωάννης ο Χρυσόστομος, κ.π.ά., 5ος αι. Ιερός Αυγουστίνος, Κύριλλος Αλεξανδρείας, 6ος αι. «Διονύσιος Αρεοπαγίτης», Λεόντιος ο Βυζάντιος, 7ος αι. Μάξιμος Ομολογητής, Ισαάκ ο Σύρος (συριακά), 8ος αι. Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Βονιφάτιος της Γερμανίας, 9ος αι. Θεόδωρος ο Στουδίτης, Μ. Φώτιος ...; 15ος αι. Γρηγόριος Παλαμάς, 16ος αι. Μάρκος Ευγενικός κ.ά.




Ιδιαίτερες ομάδες Πατέρων

Μια ιδιαίτερη ομάδα Πατέρων της Εκκλησίας είναι εκείνοι που δεν άφησαν συγγράμματα, αλλά συνέβαλαν στη διατύπωση της ορθόδοξης θεολογίας με τη συμμετοχή τους σε τοπικές και, κυρίως, οικουμενικές συνόδους, όπως οι μεγάλοι άγιοι της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου Σπυρίδων και Νικόλαος. Γενικά οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων τιμώνται συλλήβδην ως άγιοι, αφού όχι με βάση πολιτικά συμφέροντα και αυτοκρατορικές οδηγίες, αλλά με το φωτισμό του Αγίου Πνεύματος (που δέχτηκαν στην καθαρή καρδιά τους) διατύπωσαν τους όρους και τις διδασκαλίες των Συνόδων.

Υπάρχουν επίσης οι Νηπτικοί Πατέρες (δηλαδή δάσκαλοι της νήψης, της ορθόδοξης «ασκητικής επιστήμης» -αν και όλοι οι Πατέρες είναι και νηπτικοί): Μακάριος ο Αιγύπτιος (4ος αι.), Κασσιανός ο Ρωμαίος, Βενέδικτος της Νουρσίας, Διάδοχος της Φωτικής, Ιωάννης ο Σιναΐτης (Κλίμαξ, 6ος αι.), Συμεών Νέος Θεολόγος (10ος-11ος αι.), Γρηγόριος ο Σιναΐτης, Νικήτας Στηθάτος (11ος αι.), Νικόλαος Καβάσιλας, Νικηφόρος ο Μονάζων κ.λ.π. (βλ. τη μνημειώδη συλλογή Φιλοκαλία των ιερών νηπτικών, που συνέταξαν κατά την Τουρκοκρατία οι άγιοι Πατέρες Μακάριος Νοταράς και Νικόδημος ο Αγιορείτης και μετέφρασε στα ρώσικα ο Ρώσος Πατέρας άγιος Παΐσιος Βελιτσκόφσκυ).

Μια άλλη ιδιαίτερη ομάδα Πατέρων της Εκκλησίας είναι οι Υμνογράφοι Πατέρες: π.χ. οι άγιοι Ρωμανός ο Μελωδός (Χαιρετισμοί της Παναγίας κ.ά., κυρίως κοντάκια), Εφραίμ ο Σύρος (στα συριακά), Ανδρέας Κρήτης («Μέγας Κανών» κ.ά.), Ιω. Δαμασκηνός (κανόνας της νύχτας του Πάσχα κ.ά.), Κοσμάς ο Μελωδός (κανόνας των Χριστουγέννων κ.ά.), Ιωσήφ Υμνογράφος (αμέτρητοι κανόνες), Θεοφάνης και Θεόδωρος οι Γραπτοί (λέγονται έτσι γιατί τους σημάδεψαν το μέτωπο με πυρωμένο σίδερο κατά την Εικονομαχία), Θεόδωρος Στουδίτης, Κασσιανή η Υμνογράφος («Τροπάριο της Κασιανής» [δηλ. δοξαστικό Μ. Τρίτης], μέρος κανόνα Μ. Παρασκευής κ.ά.) κ.π.ά. Σύγχρονος υμνογράφος Πατέρας ήταν ο Αγιορείτης όσιος γέροντας Γεράσιμος από τη Μικρά Αγία Άννα (=Μικραγιαννανίτης).

Υπάρχουν επίσης οι Πατέρες της Ερήμου, που είναι ερημίτες και μοναχοί. Κάποιους τους έχουμε ήδη αναφέρει. Ας δούμε και μερικούς ακόμη. Ας σημειωθεί ότι οι περισσότεροι ήταν απλοί μοναχοί, χωρίς κανένα εκκλησιαστικό «αξίωμα», ούτε καν ιερείς. Επίσης πολλοί δεν άφησαν γραπτά κείμενα, αλλά η προφορική διδασκαλία τους -καθώς και ο βίος τους, που ήταν ίσως πιο σημαντικός κι από τα λόγια τους- καταγράφτηκε από άλλους Πατέρες σε συλλογικά έργα όπως το Λαυσαϊκόν του αγίου Παλλαδίου Ελενουπόλεως, το Λειμωνάριον του αγίου Ιωάννου Μόσχου, τα Αποφθέγματα Πατέρων κ.λ.π.

Αρχαίοι: Αντώνιος ο μέγας («καθηγητής της ερήμου»), Παχώμιος ο μέγας, Σισώης ο μέγας, Ποιμήν ο μέγας, Αρσένιος ο μέγας, Παμφούτιος, Νείλος, Δανιήλ της Σκήτης, Πιτηρούμ, Ζωσιμάς, Ιωάννης ο Πέρσης, Αμμώνιος, Ιωάννης ο Κολοβός, Θεόδωρος της Φέρμης, Αβραάμ ο Ίβηρας, Μωυσής ο Αιθίοπας «ο από ληστών» (πρώην ληστής), Σαρματάς, Παμβώ, Βιαρέ, Ονούφριος ο Αιγύπτιος, Πίωρ, Απφύ, Μάρκος ο Αθηναίος, Θεοδόσιος Κοινοβιάρχης κ.π.ά.

Νεότεροι: Ρώσοι: Σέργιος του Ραντονέζ, Σεραφείμ του Σάρωφ («βρες την ειρήνη και χιλιάδες άνθρωποι θα ειρηνεύσουν μαζί σου»), Αγαπητός ο Ιαματικός, Αλέξανδρος του Σβιρ, Κύριλλος της Λευκής Λίμνης, Νικόδημος της Λίμνης Κόζα, Ιωάννης ο Πολύαθλος, Ιώβ του Ποτσάεφ, Νείλος Σόρσκυ, οι Γέροντες της Όπτινα (Ανατόλιος, Ιωσήφ, Αμβρόσιος, Μωυσής, Βαρσανούφιος, Νεκτάριος κ.ά.), Σεραφείμ της Βίριτσα κ.π.ά. (βλ. γι' αυτούς έργα όπως το Πατερικόν των Σπηλαίων του Κιέβου, η Θηβαΐδα του Βορρά κ.ά.), Άγιο Όρος: Σιλουανός και παπά Τύχων (Ρώσοι), Παΐσιος, Άνθιμος Αγιαννίτης, Πορφύριος Καυσοκαλυβίτης, Ιωσήφ Ησυχαστής ή Σπηλαιώτης, Εφραίμ Κατουνακιώτης κ.ά., Δράμα: Γεώργιος Καρσλίδης, Κρήτη: Ευμένιος και Παρθένιος Κουδουμά (Ηράκλειο), Ιωακειμάκι Κουδουμά (από Ρούπες Μυλοποτάμου), Γεννάδιος Ρεθύμνης, Ευμένιος Ρουστίκων κ.π.ά., Ρουμανία: Κλεόπας Ελίε, Αρσένιος Μπόκας, Παΐσιος Ολάρου, Ιωάννης του Χοζεβά, Ενώχ ο Απλός (Άγιο Όρος) κ.λ.π.




Μητέρες της Εκκλησίας

Εκτός από τους Πατέρες, υπάρχουν και οι αγίες Μητέρες της Εκκλησίας, που εντάσσονται κυρίως στην τελευταία ομάδα, των διδασκάλων που δεν έγραψαν οι ίδιοι, αλλά ο βίος και τα λόγια τους καταγράφτηκαν και μας μεταφέρθηκαν από άλλους. Τέτοιες μεγάλες διδασκάλισσες της ορθοδοξίας, ανάμεσα σε εκατοντάδες, ήταν:


η αγία μεγαλομάρτυς Αικατερίνα, που, ενώ ήταν ήδη κρατούμενη για την πίστη της, έφερε στο χριστιανισμό 150 ειδωλολάτρες φιλοσόφους και 500 στρατιώτες με το διοικητή τους (όλοι αυτοί εκτελέστηκαν και είναι άγιοι της Εκκλησίας μας),


η αγία Μακρίνα, γιαγιά του Μ. Βασιλείου και του αγίου Γρηγορίου Νύσσης,


η εγγονή της, αγία Μακρίνα επίσης, η «θεολόγος, διδασκάλισσα και φιλόσοφος» (κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης), που έπεισε τη μητέρα της, την αγία Εμμέλεια, να δώσει ίσα δικαιώματα στις υπηρέτριες και τις δούλες της και τελικά να τις απελευθερώσει,


η αγία Μαρία η Αιγυπτία (πλούσια κοπέλα, που ζούσε ως πόρνη για την ηδονή, όχι για τα χρήματα. Πηγαίνοντας να προσκυνήσει στα Ιεροσόλυμα, έκανε έρωτα με όλους τους άντρες που ταξίδευαν στο ίδιο πλοίο. Όταν όμως έφτασε εκεί, μια αόρατη δύναμη την εμπόδιζε να πλησιάσει τον Τίμιο Σταυρό -τότε έφυγε για τα βάθη της ερήμου, όπου και έζησε μέχρι που την ανακάλυψε από θεϊκό όραμα ο άγιος Ζωσιμάς, ο οποίος την κοινώνησε, και αργότερα, με τη βοήθεια ενός λιονταριού, την έθαψε),


η αγία Μελάνη, που, μαζί με τον άντρα της, σκόρπισε την περιουσία της απελευθερώνοντας αιχμαλώτους και κατέληξε πνευματική μητέρα της γυναικείας μοναστικής αδελφότητας, που είχε ιδρύσει στα Ιεροσόλυμα η πρώτη αγία Μελάνη, η γιαγιά της,


η αγία Ειρήνη του Χρυσοβαλάντου, που υψωνόταν στον αέρα όταν προσευχόταν και λύγιζαν τα κυπαρίσσια,


η αγία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα, που έζησε στη Χίο το 15ο αιώνα και τέλεσε αμέτρητα θαύματα και εν ζωή και μετά την κοίμησή της,


οι επίσης μεγάλες ασκήτριες αγίες Συγκλητική, Αναστασία η πρώην πατρικία (έζησε σε μια σπηλιά που τη γνώριζε μόνον ο άγιος Δανιήλ της Σκήτης, τον 6ο αιώνα), Θεοκτίστη της Λέσβου, Σάρρα και Θεοδώρα, Γενεβιέβη του Παρισιού, Ούρσουλα της Γερμανίας, η αγία Γουλινδούχ η Περσίδα (Μαρία μετά τη βάφτισή της),


οι μεγάλες αγίες της φιλανθρωπίας Φιλοθέη η Αθηναία (1589) και Ελισάβετ η Μεγάλη Δούκισσα της Ρωσίας (191, που δαπάνησαν όλη τους την περιουσία για την ίδρυση νοσοκομείων και φιλανθρωπικών ιδρυμάτων και τελικά έδωσαν και το αίμα τους (η πρώτη θανατώθηκε από τους Τούρκους και η δεύτερη από τους κομμουνιστές),


οι αγίες της Ρωσίας Δωροθέα και Άννα του Κασίν, Παρασκευή του Πινέγκα, Αθανασία Λογκάτσεβα, οι διά Χριστόν σαλές αγίες Πελαγία Ιβάνοβνα, Ξένη της Πετρούπολης, κ.π.ά.


οι σύγχρονες αγίες Μητέρες Μεθοδία της Κιμώλου (190, Πελαγία της Καλύμνου, Σοφία η «ασκήτισσα της Παναγιάς» (1974, Καστοριά), Ταρσώ η διά Χριστόν σαλή (Κερατέα Αττικής 1989), Γαβριηλία Παπαγιάννη (1993) κ.π.ά.

On the parable of the talents


“He gave to every man according to his strength”, says the Gospel.

To some, He gave five talents. I assume this is the sum of qualities that God granted to some of us according to our human strengths.

He gave to some two talents, and to others He gave one talent. So everyone received something. There’s not one man in this world, who has not received something from God. No matter how much we like to complain or think that we have no grace or gift from God, yet we were granted something. And a talent doesn’t mean only one gift, for a talent was a coin of great value. Certainly, some have received a little more, and others less. But everyone has received enough for himself.

What does mean to multiply the talents?

In this parable we are told, “to invest them as to acquire interest”. This means to use your gifts for the purposes that God had entrusted you. Every one of us live in a society, is part of a community or a church. All of us strive to do something for the church, for the community and for our fellow man. How we labor with the gifts that God has entrusted us, can gain us double.

Yet, there are some who say: “God gave me a gift, what am I to do with it? I’ll keep it and return it to Him at the last judgment, for what belongs to Him is His. “

These are the people who live in neutrality. In our Christian understanding, the evil in itself did not exist, only the good. When the good is absent, evil is born taking the place of good. So no one can say: “I do not care whether I do good as long as I do not harm anyone. I do not care for my neighbor’ warfare for I do not ask him for help.”

To not do good means to partake of evil, for where goodness is missing, evil takes the lead.

If you do not care that your neighbor is ill, you’re doing the will of Satan. When you do not care that your neighbor lives in poverty and perhaps a little help from you can get him out of his misery, you have committed evil. In the battle between good and evil, salvation or perdition, there is no neutral zone, for we’re all created by God and He is asking us to be His laborers.

Christianity is the religion of active works. Jesus Christ was active. He came into the world wanting to save us all. He did everything that was need: He cared for the spirit but also for the flesh. He healed the sick, gave sight to the blind, cleansed the lepers, raised the dead, raised from the bed of suffering the sinner and the paralyzed. He conversed with the sinful women and with the publican. He called all to salvation. This means there is not one man in this world whom He gave no talent or who is not called to salvation. If one will not be saved, is because he did not want to be saved.

Everyone is called to serve the church, to serve God. Each one of you received one talent and God is asking you to use it. Multiply it by good deeds for your spiritual growth and for your salvation. Win the love of Him Who came into the world and was crucified for us.

So I ask all of you to contribute to the work of the Church by your good deeds, by your words and by your prayers. Preach the word of God outside the Church, oppose the sects that seek to dismantle the true Church of Christ, have love for one other, and live in unity.

Lets put off the quarrels! Lets put off the hatred! Lets renounce criticism!

Each one of us can be honored but also can be subject to condemnation. Lets seek neither praise nor criticism, but (seek) to serve Christ in a complete unity, as St. Paul says, “The Church is the Mystical Body of Christ. The Head of the Church is Christ and we are its members. If one member suffers, the entire body will suffer. If one member rejoices, the whole Church will rejoice”.

This is your talent. These are the five talents we received from our Saviour and we need to multiply them. The Church belongs to you all, it is not solely the priest’ work, and I ask you to sacrifice for the Church, to bear fruit, to use the talent that God has giving you that the church may grow and become to the world that Holy Church where God dwells, and where all can be saved. Amen!


Father George Calciu

The Cave of Saint John of the Ladder


St. John Climacus lived in the late sixth century and the first half of the seventh century; he is remembered by Christians everywhere especially during the Great Fast, for the purity of his life dedicated entirely to Christ. St. John Climacus was born around or before the year 579 and lived until 649. At age of 16 he entered the Sinai Monastery under the supervision of abbot Martyrium. After the death of his abbot, St. John Climacus withdrew into the desert to a cave located at the foot of Mount Sinai, living in meditation, prayer and study for nearly 40 years. In 639 he was named abbot of the monastery of Sinai, but not long after he retired in his old cave where he struggled until falling asleep.
The tradition mentions a cave located in the Valley of Tholas (Wadi Et-Tlah) approximately 8 km from Saint Catherine’s Monastery of Mt. Sinai, as the place where St. John led his ascetic struggle.
The first written document where this cave is mentioned, also remembers it as a place of pilgrimage. In the twentieth century, a monastic settlement was raised near this cave, belonging to the Monastery of Saint Catherine.
Named after the Monastery of Sinai, St. John was also called the Climacus or scholar because of his vast culture, but mostly he was called ‘the Ladder’, due to his work, ‘the Ladder of Divine Ascent’.
the cave of St John Climacus
“The Ladder of Divine Ascent” or the ladder towards Heaven is the most important work of Blessed John, which became an ascetical model for both monks and laymen. In this book St. John describes the spiritual ascent towards heaven as going through 30 steps, a clear reference to the 30 years of the life of Christ, before beginning His public ministry. ‘The Ladder’ begins with an introduction on monasticism, focusing on renouncing the world and on self-denial. The following 23 chapters of this book deal with sins and virtues in a successive order. St John affirms that these steps are not to be regarded as steps that can be left behind, but as spiritual states that need to be maintained and deepened, and to the extent of this understanding, one can advance further.
St. John Climacus is commemorated every year on March 30th, and on the fourth Sunday of Great Lent.

ΘΑΥΜΑ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΘΕΡΑΠΕΥΣΕ ΑΝΑΠΗΡΟ ΠΑΙΔΙ

Στάσου ἐδῶ νὰ γνωρίσῃς τὰ τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου.


Σὲ κάποια χώρα πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὀνομαζομένην Ἄβυδο, κατοικοῦσε ἕνας ὀρθόδοξος καὶ εὐλαβὴς χριστιανὸς μὲ τὴν ἐπίσης ἐνάρετη καὶ θεοφιλῆ σύζυγό του Σοφιανὴ κατὰ τὸ ἔτος 1607.

Κάποια φορὰ ἀσθένησε ἡ Σοφιανὴ καὶ παρέμεινε στὸ κρεββάτι ἐπὶ εἴκοσι ἡμέρες χωρὶς νὰ μπορεῖ νὰ σήκωση οὔτε τὸ κεφάλι της. Κατὰ τὴν δύσι τοῦ ἡλίου τῆς 3ης Αὐγούστου ἅπλωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανὸ καὶ φάνηκε σὰν νὰ ἐξέπνευσε. Ὅλοι οἱ συγγενεῖς της τότε ἑτοίμαζαν τὰ ἁρμόδια γιὰ τὴν ταφὴ χωρὶς νὰ μποροῦν ἀπὸ κανέναν νὰ παρηγορηθοῦν. Διεπίστωσαν ὅμως ὅτι κάτω ἀπὸ τὸν ἀριστερὸ μαστό της τὸ μέρος ἐκεῖνο ἦταν θερμό, ὁπότε καὶ τὴν ἄφησαν ἀσαβάνωτη μέχρις ὅτου τελείως νεκρωθῆ.

Ἐν τῷ μεταξὺ ἦλθε καὶ ἡ κατὰ σάρκα ἀδελφή της καὶ μέσα στὴν ἀπελπισία καὶ τὸν πόνο της ἐπῆρε κρύο νερὸ καὶ ἐράντισε τὴν Σοφιανὴ ἡ ὁποῖα συνῆλθε καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς στὴν ἀδελφή της Ἄννα: «Καλλίτερα νὰ μὴν εἶχες ἔλθει, ἀδελφή μου, ἐδῶ διότι περισσότερη ζημία καὶ θάνατο μοῦ προξένησες, παρὰ ζωὴ πρόσκαιρη, διότι οἱ φωνές σου μὲ ἐξέβαλαν ἀπὸ τὸν φωτεινὸ ἐκεῖνο Παράδεισο καὶ τὴν ἀνέκφραστη δόξα τοῦ Θεοῦ ποὺ ἀπελάμβανα. Ἔπρεπε, ἄθλια, ὅταν μὲ εἶδες νεκρή, νὰ χαιρόσουν περισσότερο καὶ νὰ εὐχαριστοῦσες τὸν Θεό, παρὰ τώρα ὅπου μὲ βλέπεις καὶ ἀνέζησα».

Ἀφοῦ εἶπε καὶ ἄλλα πολλὰ καὶ ἔγινε καλλίτερα τῆς ἐζήτουν οἱ παρευρισκόμενοι νὰ διηγηθῆ τὰ μυστήρια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶδε στὴν ἄλλη ζωή. Ἐκείνη ἐζήτησε Πνευματικὸ νὰ τὰ ἐξομολογηθῆ καί, ἐὰν ἐκεῖνος κρίνη ὅτι εἶναι εὔλογο, νὰ τὰ μάθουν καὶ ἄλλοι. Ἦλθε λοιπὸν ὁ Πνευματικὸς Ἰερόθεος Κουκοζέλης, Προηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου Κύπρου, ὁ ὁποῖος μὲ πατριαρχικὴ προσταγὴ ἦλθε γιὰ νὰ ἐξομολόγηση τὴν Σοφιανή, ἡ ὁποία καὶ διηγήθηκε τὰ ἑξῆς:

«Καθὼς σηκώθηκα καὶ ἀνεκάθισα στὸ κρεββάτι μου, λιποθύμησα καὶ βλέπω μπροστά μου ἕνα ἀστραπόμορφο νεανία, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του ἕνα χρυσὸ δοχεῖο γεμάτο νερὸ καὶ μοῦ εἶπε: Σοφιανή, γνωρίζω ὅτι ἔχεις μεγάλη δίψα καὶ ἡ καρδιά σου φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀσθένεια. Ἂν ὅμως πιῆς αὐτὸ τὸ ζωοπάροχο νερό, θὰ ὑγιαίνης στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα καὶ θὰ ἔχης παντοτεινὴ χαρά. Ἐγώ, ἀκούοντας αὐτά, ἐσκίρτησα ἀπὸ χαρά, καὶ ἄλλο τίποτε δὲν ἤθελα παρὰ νὰ βλέπω τὸν φαινόμενο ἐκεῖνο νέο. Ὅταν ἔλαβα τὸ ποτήρι αὐτὸ στὰ χέρια μου γιὰ νὰ τὸ πιῶ, δὲν ξέρω πῶς, ἁρπάχθηκα ἀπὸ τὴν ζωὴ καὶ ἐπὶ τρία ἡμερονύκτια ἔλειπα ἀπὸ τὸ σῶμα, ἡ δὲ ψυχή μου ἀκολούθησε ἐκεῖνο τὸν νέο καὶ ἀνεβαίναμε στὸν οὐρανό. Ἐπεράσαμε ἑπτὰ σφαιροειδεῖς κύκλους τοῦ οὐρανοῦ μέσα σὲ σκότος βαθὺ καὶ κατόπιν φθάσαμε σ᾿ ἕνα φωτεινὸ καὶ πανευώδη τόπο, πρὸ τοῦ ὁποίου εὑρίσκοντο δυὸ ὑψηλὲς καὶ πανθαύμαστες πύλες. Ἡ δεξιὰ ἦταν κατασκευασμένη ἀπὸ καθαρὸ χρυσὸ καὶ πολύτιμους λίθους, ἐνῶ ἡ ἀριστερὰ ἀπὸ χαλκὸ καὶ ἀναμμένο σίδερο, ποὺ φαινόταν σὰν φλογεροὶ ἄνθρακες. Γύρω ἀπὸ αὐτὴν ἐστέκοντο πλῆθος ἀπὸ φρικωδέστατους ὠπλισμένους γίγαντες ποὺ ἐφύλαττον τὴν πύλη καὶ ἐγὼ τότε ἔμεινα ἄφωνος ἀπὸ τὸν φόβο μου.

- Μοῦ λέγει ὁ ὁδηγός μου: Βλέπεις, ἀδελφή, αὐτὲς τὶς πύλες; Αὐτὲς εἶναι οἱ πύλες τῆς δικαιοσύνης καὶ ἡ μὲν χρυσὴ εἶναι τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἡ δὲ σιδερένια τῆς κολάσεως τῶν ἁμαρτωλῶν.

Ἀφήσαντες αὐτὲς τὶς πύλες ἀνεβήκαμε ψηλότερα σὲ φωτεινότερο τόπο, ὅπου ἐστέκοντο ἄπειρα πλήθη φωτομόρφων ἀνδρῶν τῶν ὁποίων οἱ θέσεις δὲν ἦταν ὅλες σὲ ἕνα τόπο, ἀλλὰ ἄλλου ἦταν ψηλότερα καὶ ἄλλου χαμηλότερα.

Τότε ὁ ὁδηγός μου μὲ τοποθέτησε ἀνάμεσα στοὺς ἀγγέλους καὶ μοῦ εἶπε: Σοφιανή, ἐδῶ σκύψε καὶ προσκύνησε. Ἀμέσως τότε ἐγὼ ἔσκυψα καὶ προσκύνησα μὲ πολὺ φόβο, ἀλλὰ ποιὸν προσκύνησα δὲν εἶδα. Ἐκεῖνος πάλι μ᾿ ἐσήκωσε καὶ μοῦ εἶπε: Στάσου ἐδῶ νὰ γνωρίσης τὰ τεράστια τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, καὶ μετὰ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδα ἕνα πύρινο, λαμπρὸ καὶ βασιλικὸ θρόνο, κάτω ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἦταν ἕνα ἀνθρώπινο χέρι τὸ ὁποῖο κρατοῦσε μία ζυγαριά.

Γύρω ἀπὸ αὐτὸν τὸν θρόνο ἐστέκοντο ἀναρίθμητα πλήθη ἀγγέλων, οἱ ὁποῖοι ἀνέβαιναν ἀπὸ τὴν ὁδὸ ποὺ ἦλθα καὶ ἐγώ, μεταφέροντας ψυχὲς ἀνθρώπων, ἀνδρῶν, γυναικῶν καὶ παιδιῶν καὶ ὅταν τὶς ἀνέβαζαν ἐδῶ, ἔλεγαν: Προσκυνᾶτε, καὶ ἐκεῖνες οἱ ψυχὲς προσκυνοῦσαν, ὅπως δηλαδὴ ἔκανα καὶ ἐγώ. Ἐπάνω στὸν φοβερὸ θρόνο, μέσα σὲ φωτεινὲς νεφέλες, καθόταν ὁ Δεσπότης Χριστός, ἐνδεδυμένος ἕνα γαλαζοπόρφυρο ἔνδυμα. Ἐγὼ ἀπὸ τὴν δυνατὴ λάμψι τοῦ προσώπου Του, δὲν μπόρεσα νὰ Τὸν ἀτενίσω. Οἱ παριστάμενοι ἄγγελοι ἔψαλλαν τό: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος, Κύριος ὁ Ὢν καὶ προὼν καὶ φανεῖς ὡς ἄνθρωπος Θεός, ἐλέησον τὸ πλάσμα σου. Ἐνῶ ἄλλοι ἀγγελικοὶ χοροὶ ἔψαλλαν τό: Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος Κύριος Σαβαὼθ πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης Σου. Ἐκεῖνοι ποὺ ἦταν μαζί μας ἔψαλλαν τό: Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἄνθρωποις εὐδοκίᾳ, ἄλλοι δὲ ἔψαλλαν τό: Ἀλληλούϊα ἀνὰ τρεῖς φορές, ἐνῶ ἄλλοι τό: Ἀμήν, Ἀμήν, Ἀμὴν καὶ οὐδέποτε ἔπαυαν τὴν δοξολογία τους.

Ἀπὸ τὰ δεξιὰ τοῦ Χριστοῦ στεκόταν ἡ Θεοτόκος καὶ ἀριστερὰ ὁ Τίμιος Πρόδρομος, ὅπως τοὺς εἰκονίζουν οἱ ἁγιογράφοι. Οἱ ἄγγελοι, ὅταν ἐτελείωναν τὴν δοξολογία τους, προσκυνοῦσαν τὸν Κύριο κλίνοντες τὶς κεφαλές τους, ὁ δὲ Κύριος ὕψωνε τὰ ἄχραντα χέρια Του καὶ τοὺς εὐλογοῦσε. Ἀπὸ τὰ Δεσποτικὰ δάκτυλα τῶν χεριῶν Του ἔπεφταν ποταμηδὸν πολύτιμοι λίθοι καὶ μαργαρίτες, πράγμα τὸ ὁποῖο βλέποντας ἐγώ, ἔφριξα καὶ ρώτησα τὸν ὁδηγό μου τί εἶναι αὐτὰ τὰ μυστήρια, Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε:

- Βλέπεις, Σοφιανή, τοὺς μαργαρίτες καὶ τοὺς πολύτιμους λίθους ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ δεξὶ χέρι τοῦ Δεσπότου καὶ κατέρχονται στὴν γῆ; Αὐτοὶ εἶναι τὸ ἄφατο ἔλεός Του, ἡ ἄπειρος ἀγάπη, τὴν ὁποία ἔχει πρὸς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ γι᾿ αὐτὸ πέμπει τὴν εὐλογία Του στὰ σπίτια τῶν ἀγαθῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν, ποὺ φυλάττουν ἀπαρασάλευτη τὴν πίστι σ᾿ Αὐτὸν καὶ σὲ ὅσους ἐξομολογοῦνται καθαρὰ τὶς ἁμαρτίες τους, ἐφαρμόζουν τὶς θείες ἐντολὲς καὶ ἀπέχουν ἀπὸ τὰ θελήματα τοῦ διαβόλου, ὅλους αὐτοὺς τοὺς εὐλογεῖ καὶ τοὺς λυτρώνει ἀπὸ κάθε κακό. Αὐτοὶ ποὺ ἐλεοῦν καὶ ἀγαποῦν τὸν πλησίον τους, ἀπολαμβάνουν ζῶντες αὐτὲς τὶς εὐλογίες καὶ μετὰ τὸν θάνατό τους κληρονομοῦν τὴν ἐδῶ διαμονὴ καὶ μακαριότητα.

Οἱ φλογοειδεῖς πύρινοι κόμποι ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ ἀριστερό Του χέρι σημαίνουν τὸν θυμό, τὴν ὀργὴ καὶ τὴν ἀγανάκτησί Του γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κάνουν ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ ἀδικοῦν τὸν πλησίον τους. Αὐτοὶ ὄχι μόνο στεροῦνται τὴν πρόσκαιρη ζωή, ἀλλὰ καὶ παραπέμπονται στὸ αἰώνιο πῦρ γιὰ νὰ κολάζωνται μὲ τοὺς ἀκάθαρτους δαίμονες.

Ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ τὴν ζυγαριά, ποὺ εἴπαμε, διακρινόταν μέγα χάσμα, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἐξερχόταν ἀφόρητη δυσωδία, θειαφώδης αὔρα καπνοῦ καὶ ἀναρίθμητες σπαρακτικὲς φωνὲς ἀνθρώπων ποὺ συνεχῶς ἐφώναζαν τό: «οὐαὶ καὶ τὸ ἀλλοίμονο».

Οἱ ἄγγελοι ἔφερναν τὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων ἀπὸ τὴν γῆ καί, ἀφοῦ προσκυνοῦσαν, τὶς ὡδηγοῦσαν σὲ ἐξέτασι ὅλων τῶν ἔργων τους ποὺ ἔκαναν στὴν γῆ, καὶ τὰ μὲν καλὰ τὰ ἔθεταν στὸ δεξὶ μέρος τῆς ζυγαριᾶς τὰ δὲ πονηρὰ στὸ ἀριστερό της. Κατόπιν τὶς σεσωσμένες καὶ ἅγιες ψυχὲς ἔδινε ἐντολὴ ὁ Χριστὸς καὶ τὶς ὡδηγοῦσαν οἱ ἄγγελοι στὸν τόπο ποὺ εὑρισκόταν ἡ χρυσὴ πύλη, ἐνῶ τὶς ἀμετανόητες καὶ ἁμαρτωλὲς ψυχὲς τὶς ἔρριχναν σὲ ἐκεῖνο τὸ χάος τῆς ἀβύσσου. Τότε οἱ ἄγγελοι ἐχαίροντο καὶ εὐφραίνοντο γιὰ τὶς σεσωσμένες ψυχές, ἐνῶ ἐλυποῦντο καὶ ἐσκυθρώπαζον γιὰ τὶς κολασμένες.

Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔφεραν οἱ ἄγγελοι μία ψυχή, τῆς ὁποίας ἐπλεόναζαν οἱ ἁμαρτίες της ἀπὸ τὰ ἀγαθά της ἔργα καὶ ἐπρόκειτο ὁ Κύριος νὰ κάνη νεῦμα στοὺς ἀγγέλους νὰ τὴν ρίξουν στὸ χάος. Τότε ὅμως παρουσιάσθηκε μπροστὰ ἡ Κυρία Θεοτόκος καὶ ὁ Τίμιος Πρόδρομος καὶ παρακαλοῦσαν τὸν Κύριο λέγοντας: «Οἱ οἰκτιρμοί Σου, Μακρόθυμε, νικοῦν τὴν ὀργή Σου· ἂν καὶ εἶναι ἁμαρτωλὴ αὐτὴ ἡ ψυχή, δὲν ἔπαυσε νὰ φυλάγη τὴν ἀληθινὴ σὲ Σένα πίστι καὶ γι᾿ αὐτὸ Σὲ ἱκετεύουμε νὰ τὴν συγχώρησης». Ἐνῶ αὐτοὶ παρακαλοῦσαν τὸν Χριστό, ἦλθαν καὶ οἱ ἄγγελοι προβάλλοντες τὶς ἐλεημοσύνες, τὶς Λειτουργίες, τὰ κεριά, τὸ λάδι, τὶς προσφορὲς καὶ τὰ μνημόσυνα τὰ ὁποῖα ἔκανε. Ἀκόμη ἀνέβηκαν καὶ οἱ προσευχὲς τῶν ἱερέων, οἱ ὁποῖοι λειτουργοῦσαν γι᾿ αὐτὴ τὴν ψυχὴ καὶ οἱ ἀγαθοεργίες τῶν γονέων καὶ συγγενῶν της ποὺ προσφέρθησαν στοὺς πτωχοὺς γιὰ τὴν ἀνάπαυσί της. Ἐπὶ πλέον ἀκούσθηκαν οἱ δεήσεις τῶν πτωχῶν, ποὺ ἔλαβαν τὶς ἐλεημοσύνες ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς της, λέγοντες τό: «Ὁ Θεὸς νὰ τὴν συγχώρηση».

Τότε ἀκούσθηκε ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου νὰ λέγη: «Ἰδοὺ γιὰ τὴν δέησι τῶν ἱερέων μου καὶ τῶν ἀδελφῶν μου τῶν πτωχῶν, δίνω συγχώρησι σ᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή». Ἐνῶ λοιπὸν ἐπρόκειτο νὰ νεύση ὁ Κύριος μὲ τὸ δεξί Του χέρι νὰ βάλουν οἱ ἄγγελοι τὴν ψυχὴ αὐτὴ μαζὶ μὲ τοὺς δικαίους, ἔφθασαν στὸν Θρόνο Του οἱ ὁδυρμοί, οἱ φωνές, τὰ μοιρολογήματα καὶ οἱ ἀγανακτήσεις τῶν γονέων της καὶ οἱ βλασφημίες κατὰ τοῦ Θεοῦ, τὶς ὁποῖες ἔλεγαν ἐπηρεασμένοι ἀπὸ τὴν θλίψι τους καὶ ἔτσι ἐξεδήλωναν τὴν ἀπιστία τους στὸ ἑνδέκατο ἄρθρο τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν». Ὅταν συνέβησαν αὐτά, ὠργίσθηκε πολὺ ὁ Κύριος καὶ εἶπε: «Ἐπειδὴ δὲν ἀρκέσθηκαν στὶς δεήσεις τῶν ἱερέων μου, ἀλλὰ καὶ ἀντιμάχονται ἐναντίον μου, νὰ σηκώσετε αὐτὴ τὴν ψυχὴ καὶ νὰ τὴν ρίψετε στὸ σκότος τὸ ἐξώτερο». Οἱ ἄγγελοι τότε πολὺ λυπήθηκαν γι᾿ αὐτὴ τὴν ψυχή, ἀλλὰ κάνοντας ὑπακοὴ στὸν Χριστό, ἐπῆραν τὴν ψυχὴ καὶ τὴν ἔριξαν στὸ ἀχανὲς ἐκεῖνο βάραθρο τῆς κολάσεως. Τότε ἔτολμησα καὶ ἐγὼ ἡ ταλαίπωρη νὰ ρωτήσω τὸν ὁδηγὸ ἄγγελό μου: «Γιατί, Κύριέ μου λυποῦνται τόσο πολὺ οἱ ἄγγελοι, ὅταν ρίχνεται κάποια ψυχὴ στὸ βάραθρο τῆς κολάσεως;»

Ἐκεῖνος μοῦ εἶπε: «Αὐτὸ τὸ χάος εἶναι ἐκεῖνο ποὺ χωρίζει τοὺς δικαίους ἀπὸ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ βυθίζει ὅσους πέσουν στὸν ἀφώτιστο αὐτὸ τόπο τοῦ Ἅδου, στὸν ὁποῖο κολάζονται αἰωνίως. Ἐὰν ἔχουμε ὅλοι οἱ ἄγγελοι χαρὰ γιὰ τοὺς σεσωσμένους, πολὺ περισσότερο ἔχουμε λύπη γι᾿ αὐτοὺς ποὺ κολάζονται».

Ἐνῶ μοῦ ἔλεγε αὐτὰ ὁ ἄγγελός μου, ἀκούω ξαφνικὰ μεγάλο θόρυβο, διότι ἤρχοντο ἄγγελοι φέροντες μία ψυχὴ μὲ ψαλμωδίες καὶ θυμιάματα, λαμπάδες καὶ φωτοχυσίες. Αὐτὴ ἡ ψυχὴ ἐρχόταν μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ παρρησία, οἱ δὲ ψυχὲς τῶν δικαίων ἦλθαν γιὰ νὰ τὴν προϋπαντήσουν. Εἶχε ἡ μακάρια αὐτὴ ψυχὴ τὸ ἔνδυμά της λευκὸ καὶ καθαρὸ σὰν τὸν ἥλιο καὶ δὲν ἔφερε καμμία κηλίδα ἢ στίγμα ἁμαρτίας, ὅπως εἶχαν οἱ ἄλλες ψυχές. Τὸ ἔνδυμα αὐτὸ νομίζω ὅτι θὰ ἦταν ἡ στολὴ τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, τὸ ὁποῖο ἐφύλαξε ἀμόλυντο καὶ γι᾿ αὐτὸ ἔλαμπε τόσο πολύ. Ἦλθε λοιπὸν αὐτὴ ἡ ψυχὴ καὶ προσκύνησε, ὅπως ὅλες κατὰ τὴν συνήθειαν. Τότε ὅλοι οἱ ἄγγελοι ἐβόησαν μεγαλόφωνα λέγοντας: «Σὲ εὐχαριστοῦμεν, Παντοκράτωρ Δέσποτα, διότι εἴδαμε ψυχὴ δικαίου καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη ἀπὸ τὴν ἁμαρτία». Τότε ἀκούσθηκε βροντώδης ἡ φωνὴ τοῦ Δεσπότου λέγουσα: «Πάρετε αὐτὴ καὶ νὰ τὴν ἀναπαύσετε μαζὶ μὲ τοὺς ἁγίους». Ἔπειτα στρέφοντας τὸν λόγο του καὶ τὸ χέρι Του πρὸς ἐμένα, εἶπε: «Νὰ ὁδηγήσετε καὶ τὴν Σοφιανὴ αὐτὴ στὶς κατοικίες καὶ μονὲς τῶν ἁγίων μου, γιὰ νὰ τὶς ἰδῆ· ἐπειδὴ ὅμως τὴν ἀναζητοῦν πολλοὶ στὸν κόσμο, νὰ τὴν ἐπιστρέψετε στὸ σῶμα της γιὰ νὰ σωθοῦν καὶ ἄλλοι ἀπὸ τὴν ἐξιστόρησι αὐτῆς τῆς ὀπτασίας ποὺ ἀξιώθηκε ἐδῶ νὰ ἰδῆ. Ἂν ἀγωνισθῆ νὰ ἀπόκτηση καὶ ἄλλες ἀρετὲς καὶ εὐδοκίμηση τελείως, τότε θέλει νὰ ἀξιωθῆ μετὰ ἀπὸ τρεῖς χρόνους ν᾿ ἀπολαύση μεγαλύτερες τιμές».

Μὲ αὐτὸ τὸ λόγο τοῦ Δεσπότου μὲ ἅρπαξε ὁ ἄγγελος καὶ ἀκολουθήσαμε ἐκείνη τὴν δικαία ψυχή, ἑνωθέντες μὲ ἄλλες σεσωσμένες ψυχές. Φθάσαμε μπροστὰ ἀπὸ τὴν χρυσὴ ἐκείνη πύλη τοῦ Παραδείσου. Ξαφνικὰ εἶδα μπροστά μου τὴν Κυρία Θεοτόκο μὲ ἀνέκφραστη δόξα καὶ μαζί της ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὁ ὁποῖος κρατοῦσε στὰ χέρια του κλειδιά. Ἄνοιξε τὴν ὡραία ἐκείνη πύλη καὶ μπῆκε πρώτη ἡ Θεοτόκος κατόπιν ὁ Πέτρος καὶ μετὰ οἱ ἄγγελοι μὲ τὶς ψυχὲς ποὺ μετέφεραν. Μὲ αὐτοὺς ἐπήγαινα καὶ ἐγὼ βιαζόμενη νὰ συμπορεύωμαι μὲ τὴν Θεοτόκο. Ὁ τόπος αὐτὸς ἦταν τόσο φωτοστόλιστος καὶ πανευώδης, ὥστε ἐθαύμαζα καὶ ἐχαιρόμουν ἀνεκδιήγητα. Τὸ ἔδαφος ἐκεῖνο δὲν ὠμοίαζε μὲ τὴν στερεὰ γῆ τὴν δική μας, ἡ ὁποία ἔχει ἀνηφόρες, κατηφόρες, πέτρες, ποτάμια καὶ ὅσα ἄλλα βλέπουμε, ἀλλὰ ἦταν λευκὴ σὰν τὸ καθαρὸ βαμβάκι ἢ χρυσὸ ὕφασμα στολισμένο μὲ ποικίλους πολύτιμους λίθους καὶ μαργαριτάρια. Εἶδα ἐπίσης δένδρα ὑψηλά, εὐώδη καὶ κατάφορτα ἀπὸ ἄνθη καὶ ὡραιότατους καρπούς, ποὺ ὠμοίαζαν μὲ ρόδα καὶ κρίνα. Κάτω ἀπὸ τὰ δένδρα ἐφαίνοντο ὅτι ἦταν χρυσοπόρφυρα στρώματα ἐπάνω στὰ ὁποῖα ἀναπαύοντο ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἐγνώρισα πολλοὺς ἀπὸ τὴν πατρίδα μου τὴν Ἄβυδο καὶ ἀπὸ τὴν πόλι αὐτή, οἱ ὁποῖοι εἶχαν πεθάνει.

Ἐκεῖ εἶδα τὸν ἱερέα πατέρα μου Ἰωάννη καὶ τὴν μητέρα μου Ἀναστασία καὶ μία ἀδελφή μου, πλὴν ὅμως δὲν μπόρεσα νὰ τοὺς πλησιάσω καὶ νὰ τοὺς μιλήσω. Οἱ κατοικίες τους δὲν ἦταν ὅμοιες, ὅπως δὲν ἦταν ὅμοιες οἱ ἀρετὲς καὶ τὰ ἔργα τους ἐδῶ στὴν γῆ. Βαδίζοντας ἀκόμη πρὸς τὰ ἐμπρὸς εἶδα καὶ τοὺς Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ἦταν σὲ ὑψηλὸ καὶ φωτεινώτερο τόπο καὶ περιπατοῦσαν ὅλοι λευκοφορεμένοι καὶ ἐνδεδυμένοι μὲ λαμπρότατο φῶς. Ἐνῶ τότε ἀναρωτιόμουν μὲ τὸν ἑαυτό μου, ποιοὶ νὰ εἶναι ἄραγε αὐτοί, ἐστράφη ἡ Θεοτόκος πρὸς ἐμένα καὶ μοῦ εἶπε: «Σοφιανή, βλέπεις τὶς ἀναπαύσεις τῶν Ἁγίων; Βάδιζε γρήγορα νὰ προφθάσης καὶ προσκύνησης τὸν δίκαιο Ἀβραάμ, διότι δὲν θὰ τὸν ἰδῆς καθὼς τὸ ποθεῖς». Τότε ἔτρεξα ἐγὼ καὶ εἶδα ἀπὸ μακριὰ τὸν Ἀβραάμ νὰ κάθεται σ᾿ ἕνα ὡραιότατο θρόνο καὶ γύρω του ἀναρίθμητες ψυχὲς μὲ πολλὴ εὐφροσύνη καὶ χαρά. Ἐγὼ ἔτρεχα νὰ τὸν ἰδῶ καὶ νὰ τὸν ἀπολαύσω, ὁπότε μὲ εἶδε ἐκεῖνος καὶ μοῦ ἔνευσε νὰ τὸν πλησιάσω. Παίρνοντας περισσότερο θάρρος ἔτρεχα γιὰ νὰ τὸν φθάσω, ἀλλὰ ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἄκουσα τὶς φωνὲς τῆς ἀδελφῆς μου καὶ μὲ τὸ κρύο νερὸ ποὺ ἐράντισε τὸ πρόσωπό μου, ἐπανῆλθα στὸν ἑαυτό μου καὶ αἰσθάνθηκα μεγάλο βάρος καὶ ψυχρότητα στὸ σῶμα μου, ὡσὰν νὰ μοῦ ἦταν πάγος. Σιγὰ-σιγὰ ἐμψυχώθηκε τὸ σῶμα καὶ συνῆλθα τελείως».

Ἀφοῦ ἄκουσε αὐτὰ μὲ προσοχὴ ὁ Πνευματικός της τὴν ἐρώτησε:

- Εἶδες κανένα ἄλλο μυστήριο, παιδί μου; Εἶδες δαιμόνια τελωνιακά, κολάσεις ἁμαρτωλῶν, ὅπως βλέπουν πολλοὶ ἄλλοι;

Ἡ Σοφιανὴ ἀποκρίθηκε:

- Δὲν εἶδα τίποτε περισσότερο, πάτερ μου.

- Γνωρίζεις κανένα ἀγαθό, τὴν ἐρωτᾶ ὁ ἱερεύς, ποὺ νὰ ἔπραξες στὴν ζωή σου;

- Τί καλὸ ζητεῖς ἀπὸ ἐμένα τὴν ἁμαρτωλή, πάτερ; Ἀλλά, ἐπειδὴ μὲ ἀναγκάζεις, θὰ σοῦ εἰπῶ αὐτὸ ποὺ γνωρίζω. Πρὶν τρία χρόνια, ἐκεῖ ποὺ ἔγνεθα στὸ πατρικό μου σπίτι, μία μεσημβρία ἄκουσα μεγάλη βοὴ καὶ ταραχή, ὡσὰν νὰ συνέβαινε σεισμὸς καὶ τότε βλέπω μὲ τὰ μάτια μου τρεῖς ἱεροπρεπεῖς ἄνδρες μὲ ἀρχιερατικὲς στολές, οἱ ὁποῖοι, καθὼς γνωρίζω ἀπὸ τὶς εἰκόνες τους, ἦταν οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι, Μέγας Βασίλειος, Γρηγόριος ὁ Θεολόγος καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἐγὼ παρέλυσα ἀπὸ τὸν φόβο μου, ἔκανα τὸν σταυρό μου καὶ τοὺς προσκύνησα μὲ μεγάλο φόβο. Ἐκεῖνοι τότε μοῦ εἶπαν:

- Μὴ φοβεῖσαι, Σοφιανή, ἐμεῖς εἴμεθα οἱ Τρεῖς Ἱεράρχαι καὶ θέλουμε νὰ ἀφιέρωσῃς στὸν Θεὸ τὸ σπίτι σου γιὰ νὰ γίνη ἐκκλησία στὸ ὄνομά μας καὶ ἐμεῖς θὰ πρεσβεύουμε γιὰ τὴν σωτηρία σου.

Ἐγὼ ἐτόλμησα καὶ τοὺς εἶπα:

- Ἅγιοι Δεσπόται μου, εἶναι αὐτὸ τὸ σπίτι κατάλληλο γιὰ δοξολογία Θεοῦ καὶ κατοικία ἰδική σας, ἀφοῦ μάλιστα καὶ ἐμεῖς εἴμεθα πτωχοὶ ἄνθρωποι καὶ δὲν ἔχουμε τὸν τόπο νὰ κάνουμε ἐκκλησία, ὅπως ὁρίζετε; Ἐκτὸς ἀπὸ αὐτὰ δὲν γνωρίζω καὶ τὴν γνώμη τοῦ συζύγου μου, ἀκόμη καὶ ἂν θὰ μπορέσουμε νὰ πάρουμε βασιλικὴ ἄδεια γιὰ τὴν ἀνοικοδόμησι αὐτῆς τῆς ἐκκλησίας.

Ἐκεῖνοι μοῦ εἶπαν:

- Μὴ στενοχωρῆσαι ποὺ εἶναι ὁ χῶρος ἀκάθαρτος καὶ κοπρώδης, οὔτε νὰ φοβῆσαι γιὰ τὴν βασιλικὴ ἄδεια, μόνο φρόντισε ἐσὺ νὰ μᾶς τὸν ἀφιερώσῃς καὶ ἐμεῖς ὅλα τὰ ἄλλα θὰ τὰ τακτοποιήσουμε. Διότι κατὰ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ ὁ ἀχυρώνας αὐτὸς ἦταν ναὸς ἰδικός μας. Ἂν ὅμως ἀμελήσῃς καὶ δὲν κάνῃς, ὅπως σοῦ λέγομε, θὰ παρακαλέσουμε τὸν Θεὸ νὰ σοῦ ἀφαιρέσῃ τὴν ζωή σου ὡς παρήκοη.

Μόλις εἶπαν αὐτὰ οἱ Ἅγιοι, ἔγιναν ἄφαντοι. Ὅταν τὸ βράδυ ἦλθε ὁ ἄνδρας μου τοῦ ἀνήγγειλα ὅλα τὰ γενόμενα. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς ἡμέρες, μετὰ τὸ ἀπόδειπνο καὶ τὴν μικρὴ προσευχή μας, ἐφάνηκαν πάλι οἱ Ἅγιοι μὲ σεισμὸ καὶ μοῦ εἶπαν μεγαλόφωνα:

- Σοφιανή, γιατί δὲν ἔκανες αὐτὸ ποὺ σὲ ὡρίσαμε καὶ μέλλεις νὰ πεθάνῃς μὲ αἰφνίδιο θάνατο;

Ἐγὼ λέγω τότε τοῦ ἀνδρός μου:

- Ἀκοῦς τί προστάζουν οἱ Ἅγιοι;

Αὐτὸς ἀποκρίθηκε καὶ τοὺς εἶπε:

- Ἅγιοι Δεσπόται μου, μοῦ τὰ εἶπε ὅλα ἡ Σοφιανή, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἴμεθα πτωχοὶ καὶ δὲν ἔχουμε τὰ μέσα, φοβούμεθα δὲ καὶ τὴν ἐξουσία τοῦ κράτους, γι᾿ αὐτὸ δὲν ἐκάναμε τίποτε. Ἐπειδὴ ὅμως ὁρίζετε νὰ τὸν ἀφιερώσουμε στὸν Θεὸ καὶ τὴν ἁγιωσύνη σας, ἀπὸ σήμερα νὰ γίνη δικός σας ὁ τόπος αὐτός.

Οἱ Ἅγιοι τοῦ εἶπαν:

- Αὔριο τὸ πρωὶ θὰ σκάψῃς μέσα στὸν ἀχυρώνα καὶ θὰ εὕρης μάρμαρα, σταυρούς, ἀκόμη καὶ τὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ θὰ πεισθῆς ἔτσι στὰ λόγια μας. Πήγαινε καὶ στὸν Σουλτάνο καὶ ζήτησέ του τὴν ἄδεια καὶ ἐμεῖς θὰ τὸν καταπείσουμε νὰ σᾶς τὴν δώσῃ.

Ἀφοῦ εἶπαν αὐτὰ οἱ Ἅγιοι, ἀνεχώρησαν. Ἐμεῖς ὅλη ἐκείνη τὴν νύκτα τὴν περάσαμε μὲ δοξολογίες στὸν Θεὸ καὶ τὸ πρωὶ ἀνακοινώσαμε τὸ γεγονὸς στοὺς συγχωριανούς μας καὶ ὅλοι ἔτρεξαν μὲ σκαπτικὰ ἐργαλεῖα νὰ βοηθήσουν στὸ σκάψιμο. Πράγματι, εὑρήκαμε τὴν Ἁγία Τράπεζα ἀπὸ λευκὸ μάρμαρο καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ ἀντικείμενα ποὺ ἦταν χωμένα. Ἐπήραμε μὲ εὐκολία καὶ τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Σουλτάνο καὶ ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμησις τῆς ἐκκλησίας. Ἐμεῖς εἴχαμε μερικὰ χωράφια, τὰ πουλήσαμε καὶ ἀγοράσαμε διάφορα ἀναγκαῖα πράγματα γιὰ τὴν ἐκκλησία καὶ ἀφοῦ τελείωσαν οἱ δουλειές, μὲ πατριαρχικὴ ἄδεια, ἦλθε ὁ Ἅγιος μητροπολίτης Κίτρους καὶ τὴν ἐγκαινίασε. Ἐμεῖς κατόπιν ἐφύγαμε ἀπὸ τὸ χωριό μας καὶ ἐγκατασταθήκαμε στὴν Κωνσταντινούπολι παίρνοντας σπίτι μὲ ἐνοίκιο. Ὅμως σὲ παρακαλῶ, ἅγιε Πνευματικέ μου, νὰ πείσης τὸν ἄνδρα μου νὰ μοῦ ἐπιτρέψη νὰ γίνω μοναχὴ γιὰ νὰ κλάψω τὶς ἁμαρτίες μου αὐτὰ τὰ τρία ἔτη ποὺ μοῦ ὑποσχέθηκε ὁ Κύριος ὅτι θὰ μείνω ἀκόμη σ᾿ αὐτὴ τὴν ζωή

Ὁ Πνευματικός της ἄκουοντας αὐτά, εἶπε στὸν ἄνδρα της νὰ μὴ τὴν ἐμποδίσῃ νὰ πραγματοποιήσῃ τὸν διακαῆ της πόθο. Ἐκεῖνος τοῦ εἶπε ὅτι μετὰ ἀπὸ δυὸ χρόνια θὰ πᾶνε μαζὶ στοὺς Ἁγίους Τόπους νὰ προσκυνήσουν τὰ Ἱερὰ Προσκυνήματα καὶ νὰ ἀφιερωθοῦν στὸν Θεό.

Πράγματι, ἀφοῦ πούλησαν τὰ ὑπάρχοντά τους, ἔφυγαν γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἐκεῖ ἐξωμολογήθηκαν τὰ πάντα στὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο. Μετὰ κοινώνησαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καὶ ἡ μὲν Σοφιανὴ ἐπῆγε σὲ μοναστήρι καὶ ἔγινε μοναχὴ μὲ τὸ ὄνομα Σωφρονία, ὁ δὲ ἄνδρας της ἐπῆγε σὲ ἀνδρικὸ καὶ ἀπὸ Χρῆστος ἐπωνομάσθηκε Χαρίτων.


Τὰ διδακτικὰ καὶ θαυμαστὰ ἱστορικὰ αὐτὰ γεγονότα τοῦ τεύχους αὐτοῦ προέρχονται ἀπὸ τὸ ψυχωφελεστατο βιβλίο ΟΠΤΑΣΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ τῶν ἐκδόσεων Ὀρθοδόξου Κυψέλης.


Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος




Sorrow



There never was, and there never will be, a place on earth free
from sorrows. The only sorrow-less place possible is the heart,
when the Lord is present there.

St Nikon of Optina

Love



We know that the greater the love, the greater the sufferings of the 
soul. The fuller the love, the fuller the knowledge of God. The more
ardent the love, the more fervent the prayer.The more perfect the
love, the holier the life.

St. Silouan the Anthonite

St. John Chrysostom on Repentance



Jesus Christ, Pantocrator
St. John Chrysostom on Repentance (amateur translation)
All those who, through stumbling into offenses, have corrupted the temple of God, do not loose hope to the end among yourselves, but through repentance, again renew it. For like a wise man who out of negligence allowed his home to become soiled and corrupted, he properly returns to refashion it, that it might be like a house that was unspoiled from the beginning. In like manner, the inhabitant that is our soul, though it might be soiled and fallen, again is renewed through repentance. Repentance, therefore, raises up the fallen soul, which has been estranged from God, and again becomes His friend. Repentance protects the soul's essence from the darkness, and drives away death. Repentance raises again the fallen soul, lifts up the destitute, heals the broken, and gives health to the traumatized. Let us hasten towards repentance, the promise of the Kingdom, the laver of sins, the mother of salvation. Repentance, the persecution of the devil, the snare for the demons. O repentance, for which Jonah the prophet fled from the face of God, so that he would not be shown a false preacher of death at the turning back of God's fatal condemnation. For you, therefore, met the command of God against the Ninevites, and turned it back, springing forth an uncorrupted spring of life for the Ninevites. Repentance, together with tears, importunes God, and granted to Hezekiah the King life instead of death. O repentance, which hastens from earth to heaven, and surpasses the angelic powers, and approaches the divine Spirit of the Lord's throne, and makes one a communicant with God, and makes one receives gifts from God's very treasury, granting to those who possess you with boldness. O repentance, the physician of the passions, the softener of danger, and the quencher of the fire of anger, and the temperance of wrath, and possessing the unquenchable lamp of love. O repentance, which is born within the heart of man, and as payment pastures one in the heavens. The blessed David, though having fallen into the dual sins of murder and adultery, fled the just punishment. O repentance, dissolving the bonds of sins, and ensures the salvation of souls. Repentance, within a groaning heart, refers back to and entreats God. Repentance, watered with fervent tears from the eyes, makes radiant the baptismal [garment] of souls. O repentance, becoming the medicine that causes man to transform from mortality to immortality.



Through the prayers of our Holy Fathers, Lord Jesus Christ our God, have mercy on us and save us! Amen!



http://full-of-grace-and-truth.blogspot.ca/

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΣ: Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΑΡΧΙΖΕΙ ΑΠΟ ΔΩ



   Με τη λατρεία του Θεού ζεις στον Παράδεισο. Άμα γνωρίσεις και αγαπήσεις τον Χριστό, ζεις στον Παράδεισο. Ο Χριστός είναι ο Παράδεισος. Ο Παράδεισος αρχίζει από δω. Η Εκκλησία είναι ο επί γης Παράδεισος ομοιότατος με τον εν ουρανοίς.
Ο Παράδεισος που είναι στον ουρανό ο ίδιος είναι κι εδώ στη γη. Εκεί όλες οι ψυχές είναι ένα, όπως η Αγία Τριάδα είναι τρία πρόσωπα, αλλά είναι ενωμένα κι αποτελούν ένα.
Κύριο μέλημά μας είναι να αφομοιωθούμε στον Χριστό, να ενωθούμε με την Εκκλησία. Αν μπούμε στην αγάπη του Θεού, μπαίνομε στην Εκκλησία. Αν δεν μπούμε στην Εκκλησία, αν δεν γίνομε ένα με την εδώ, την επίγεια Εκκλησία, υπάρχει φόβος να χάσομε και την επουράνια. Όποιος ζει τον Χριστό, γίνεται ένα μαζί Του, με την Εκκλησία Του. Ζει μια τρέλα! Η ζωή αυτή είναι διαφορετική απ’ τη ζωή των άλλων ανθρώπων. Είναι χαρά, είναι φως, είναι αγαλλίαση, είναι ανάταση. Αυτή είναι η ζωή της Εκκλησίας, η ζωή του Ευαγγελίου, η Βασιλεία του Θεού. «Η Βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν». Έρχεται μέσα μας ο Χριστός κι εμείς είμαστε μέσα Του. Και συμβαίνει όπως μ’ ένα κομμάτι σίδηρο που τοποθετημένος μες στη φωτιά γίνεται φωτιά και φως· έξω απ’ τη φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι.
Στην Εκκλησία γίνεται η θεία συνουσία, γινόμαστε ένθεοι. Όταν είμαστε με τον Χριστό, είμαστε μέσα στο φως· κι όταν ζούμε μέσα στο φως, εκεί δεν υπάρχει σκότος. Το φως όμως δεν είναι παντοτινό· εξαρτάται από μας. Συμβαίνει όπως με το σίδηρο, που έξω απ’ τη φωτιά γίνεται σκοτεινός. Σκότος και φως δεν συμβιβάζονται. Ποτέ δεν μπορεί να έχομε σκοτάδι και φως συγχρόνως. Ή φως ή σκότος. Όταν ανάψεις το φως, πάει το σκότος. }205}
Για να διατηρήσουμε την ενότητά μας, θα πρέπει να κάνομε υπακοή στην Εκκλησία, στους επισκόπους της. Υπακούοντας στην Εκκλησία, υπακούομε στον ίδιο τον Χριστό. Ο Χριστός θέλει να γίνομε μία ποίμνη μ’ έναν ποιμένα.

Να πονάμε την Εκκλησία. Να την αγαπάμε πολύ. Να μη δεχόμασθε να κατακρίνουν τους αντιπροσώπους της. … Και με τα μάτια μας να δούμε κάτι αρνητικό να γίνεται από κάποιον ιερωμένο, να μην το πιστεύομε, ούτε να το σκεπτόμαστε, ούτε να το μεταφέρομε. Το ίδιο ισχύει και τα λαϊκά μέλη της Εκκλησίας και για κάθε άνθρωπο. Όλοι είμαστε Εκκλησία.

Να προσέχομε και το τυπικό μέρος. Να ζούμε τα μυστήρια, ιδιαίτερα το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας. Σ’ αυτά }206} βρίσκεται η Ορθοδοξία. Προσφέρεται ο Χριστός στην Εκκλησία με τα μυστήρια και κυρίως με την Θεία Κοινωνία. Να σας πω για μια επίσκεψη του Θεού σ’ εμένανε τον ταπεινό, για να δείτε την χάρι των μυστηρίων.
Έτσι όπως πονούσα, μου σταυρώσανε το σπυράκι με ευχέλαιο κι αμέσως έσβησε ο πόνος.
Την Πεντηκοστή εξεχύθη η χάρις του Θεού όχι μόνο στους αποστόλους αλλά και σ’ όλο τον κόσμο που βρισκόταν γύρω τους. Επηρέασε πιστούς και απίστους.
Ενώ ο Απόστολος Πέτρος ομιλούσε τη δική του γλώσσα, η γλώσσα του μετεποιείτο εκείνη την ώρα στο νου των ακροατών. Με τρόπο μυστικό το Άγιον Πνεύμα τους έκανε να καταλαβαίνουν τα λόγια του στη γλώσσα τους, μυστικά, χωρίς να φαίνεται. Αυτά τα θαύματα γίνονται με την επενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Παραδείγματος χάριν, η λέξη «σπίτι» σ’ αυτόν που ήξερε γαλλικά θ’ ακουγόταν «la maison». Ήταν ένα είδος διοράσεως· άκουγαν την ίδια τους τη γλώσσα. Ο ήχος χτυπούσε στο αυτί, αλλά εσωτερικά, με τη φώτιση του Θεού, τα λόγια ακούγονταν στη γλώσσα τους. Οι Πατέρες της Εκκλησίας αυτή την ερμηνεία της Πεντηκοστής δεν την αποκαλύπτουν πολύ φανερά, φοβούνται τη διαστρέβλωση. Το ίδιο συμβαίνει και με την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Οι αμύητοι δεν μπορούν να καταλάβουν το νόημα του μυστηρίου του Θεού.

Παρακάτω λέει, «εγένετο δε πάση ψυχή φόβος …», δηλαδή κατέλαβε φόβος την κάθε ψυχή. Αυτός ο «φόβος» δεν ήταν φόβος. Ήταν κάτι άλλο, κάτι ξένο, κάτι ακατανόητο, κάτι, κάτι που δεν μπορούμε να το πούμε. Ήταν το δέος, ήταν το γέμισμα, ήταν η χάρις. Ήταν το γέμισμα υπό της θείας χάριτος. Στην Πεντηκοστή οι άνθρωποι βρέθηκαν ξαφνικά σε μία τέτοια κατάσταση θεώσεως, που τα χάσανε. Έτσι, όταν η θεία χάρις τους επεσκίαζε, τους ετρέλαινε όλους –με την καλή έννοια – τους ενθουσίαζε.

Η «κλάσις του άρτου» ήταν η Θεία Κοινωνία. Και συνεχώς αυξάνονταν οι σωζόμενοι, εφόσον έβλεπαν όλους τους χριστιανούς να είναι «εν αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας αινούντες τον Θεόν». … Αυτό είναι ενθουσιασμός κι αυτό πάλι τρέλα. Εγώ όταν το ζω αυτό, το αισθάνομαι και κλαίω. Πηγαίνω στο γεγονός, ζω το γεγονός, το αισθάνομαι κι ενθουσιάζομαι και κλαίω. Αυτό είναι θεία χάρις. Αυτό είναι και η αγάπη προς τον Χριστό.

Αυτό που ζούσαν οι απόστολοι μεταξύ τους κι αισθανόντουσαν όλη αυτή τη χαρά, στη συνέχεια έγινε με όλους κάτω από το υπερώον. Δηλαδή αγαπιόντουσαν, χαιρόταν ο ένας τον άλλον, ο ένας με τον άλλον είχαν ενωθεί. Ακτινοβολεί αυτό το βίωμα και το ζούνε κι άλλοι.
Ο απώτερος σκοπός της θρησκείας μας είναι το «ίνα ώσιν έν». Εκεί ολοκληρώνεται το έργο του Χριστού.
Η θρησκεία μας είναι αγάπη, είναι έρωτας, είναι ενθουσιασμός, είναι τρέλα, είναι λαχτάρα του θείου. Είναι μέσα μας όλ’ αυτά. Είναι απαίτηση της ψυχής μας η απόκτησή τους.

Πηγή:ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ



Η Θεοτόκος Μαρία, η πρώτη μεταξύ τών αγίων, ήταν τό πρόσωπο τό «προκατηγγελμένον υπό τών Προφητών» καί «εκλελεγμένον εκ πασών τών γενεών», γιά νά συνεργήσει στό μυστήριο τής ενσαρκώσεως τού Θεού Λόγου.

Τό όνομα Μαρία, τό οποίο δόθηκε στή Θεοτόκο «κατά πρόγνωσιν καί βουλήν τού Θεού», ερμηνεύεται «Κυρία». Ο άγιος Νικόδημος δίνει στό όνομα τριπλή ερμηνεία: κυρία, φωτισμό καί θάλασσα, πού δηλώνουν αντιστοίχως τή δύναμη, τή σοφία καί τήν αγαθότητα τής Θεοτόκου. Από τόν Πατέρα έλαβε τή δύναμη, γιά νά εκπληρώνει σάν Μητέρα στή γή εκείνο πού εκπληρώνει ο Θεός σάν Πατέρας στόν ουρανό. Από τόν Υιό έλαβε τή σοφία σάν Μητέρα Του, γιά νά μπορεί νά συμφιλιώνει τόν Θεό μέ τόν άνθρωπο. Από τό «Άγιο Πνεύμα, τέλος, έλαβε τήν αγαθότητα σάν Νύμφη Του, γιά νά μεταδίδει τά πνευματικά χαρίσματα σέ όλα τά κτίσματα.

Η άγια ζωή τής Θεοτόκου, από αυτή τή γέννησή της, είναι συνυφασμένη μέ θαυμαστά γεγονότα καί γεμάτη από εξαιρετικές ευλογίες. Μόνη αυτή, απ? όλες τίς γυναίκες, γεννήθηκε εξ επαγγελίας, δηλαδή ύστερα από αγγελική πρόρρηση.

Ύστερα από τρία χρόνια οδηγήθηκε κατά θεία νεύση στά «Άγια τών Αγίων «ως τριετίζουσα δάμαλις», όπου, κατά τόν Δαμασκηνό Ιωάννη, «φυτευθείσα καί πιανθείσα τώ Πνεύματι ωσεί ελαία κατάκαρπος, πάσης αρετής καταγώγιον γέγονεν». Εκεί η Θεοτόκος Μαρία παρέμεινε δώδεκα χρόνια καί τρεφόταν υπερφυσικά μέ ουράνια τροφή. Τήν ετοίμαζε έτσι ο Θεός γιά τό μεγάλο υπούργημά της ένσαρκου οικονομίας. Τήν ετοίμαζε γιά νά τήν αναδείξει «κεχαριτωμένη», νά τήν κοσμήσει δηλαδή μέ όλα τά χαρίσματα τού Αγίου Πνεύματος,

Όταν ήρθε τό πλήρωμα τού χρόνου, άγγελος Κυρίου αποστέλλεται πρός τήν Παρθένο καί τής ευαγγελίζεται τή σύλληψη τού Υίού του Θεού. Εκείνη ταπεινά καί υπάκουα δέχεται τήν υψίστη τιμή καί «πλήρης Πνεύματος Αγίου» αναφωνεί: «Μεγαλύνει η ψυχή μου τόν Κύριον καί ηγαλλίασε τό πνεύμα μου επί τώ Θεώ τώ σωτήρί μου, ότι έπεβλεψεν επί τήν ταπείνωσιν τής δούλης αυτού». Μέ καμία άλλη αρετή η Θεοτόκος δέν εϊλκνσε τόσο τή συγκατάβαση τού Θεού, όσο μέ τήν ταπείνωση. Αυτός πού ταπεινώθηκε μέχρι θανάτου σταυρικού, πράγματι τέτοια ταπεινή μητέρα χρειαζόταν.

Η πρωτοφανής αυτή ταπείνωση, κατά τόν άγιο Νικόδημο, δέν έμενε μόνο ριζωμένη στό βάθος τής καρδιάς της, αλλ? από κεί ανάβλυζε καί πλημμύριζε καί στό πανάμωμο σώμα της, στίς κινήσεις, στήν ενδυμασία, στά έργα καί στά λόγια της.

Τήν άκρα ταπεινοφροσύνη τής Θεοτόκου συναγωνίζεται η καθαρότητά της. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναφέρει ότι η Παναγία υπερέβαλλε ακόμη καί τούς αγγέλους στήν καθαρότητα.

Πολλοί επίσης από τούς Πατέρες συμφωνούν ότι η Θεοτόκος ήταν εντελώς ξένη πρός τήν αμαρτία. Ο στίχος τού Άσματος «Όλη καλή η πλησίον μου, καί μώμος ουκ εστίν εν σοί», ταιριάζει καί χαρακτηρίζει απόλυτα τήν καθαρότητα τής Παρθένου.

Στόν Ευαγγελισμό η Θεοτόκος απαλλάσσεται, μέ τήν επέλευση τού Αγίου Πνεύματος, κι απ' αυτόν τόν κοινό ρύπο τής ανθρωπότητας, τό προπατορικό αμάρτημα. Έτσι αξιώνεται νά γίνει θείο κατοικητήριο καί νά διακονήσει στό υπερφυσικό μυστήριο τής ενανθρωπήσεως τού Θεού Λόγου. Τό μυστήριο αυτό συντελείται χωρίς νά φθείρει τήν καθαρότητα τής Παρθένου, διότι η Θεοτόκος συνέλαβε, έκυοφορησε καί εγέννησε τόν Κύριο άσπορως καί άφθορως. Έτσι διατηρήθηκε παρθένος πρό, κατά καί μετά τή γέννηση τού Κυρίου, καί έμεινε Αειπάρθενος.

Ολόκληρη η ζωή τής Παναγίας ήταν μία διαρκής θεία δοξολογία. Αλλά καί η μακαρία κοίμησή της ήταν ένα αντάξιο επισφράγισμα τής ζωής της.

Τρείς ημέρες μετά τόν ενταφιασμό της από τούς αγίους αποστόλους «μετέστη πρός τήν ζωήν», δηλαδή τό θεοδόχο σώμα της μεταφέρθηκε στόν ουρανό, όπου είχε προπορευθεί η αγία ψυχή της, καί όπου τώρα απολαμβάνει τήν εσχατολογική αφθαρσία τής αιωνιότητας.

Ο άγιος Μάρκος Εφέσου μελωδεί επιγραμματικά τό καταπληκτικό αυτό γεγονός: «Νέκρωσιν η τής ζωής Μήτηρ δέχεται, καί τάφω τεθείσα μετά τρίτην ημέραν ευκλεώς εξανίσταται είς αιώνας τώ Υιώ συμβασιλεύουσα καί αιτούσα τήν τών πταισμάτων ημών άφεσιν».

Ο χρυσορρήμων άγιος, κατάπληκτος από τό μεγαλείο τής Θεοτόκου, προκαλεί τόν πιστό νά ερευνήσει καί νά βρεί παρόμοια θαυμαστή ύπαρξη: Ουδέν εν βίω οίον η Θεοτόκος Μαρία. Περίελθε, ώ άνθρωπε, πάσαν τήν κτίσιν τώ λογισμώ καί βλέπε ει εσάν ίσον ή μείζον της αγίας Θεοτόκου Παρθένου. Περινόστησον τήν γήν, περίβλεψον τήν θάλασσαν, πολυπραγμόνησον τόν αέρα, τούς ουρανούς τή διανοία ερεύνησαν, τάς αόρατους πάσας Δυνάμεις ενθυμηθή καί βλέπε εστίν άλλο τοιούτον θαύμα εν πάση τή κτίσει».

Μετά τή θεία μετάσταση η Θεοτόκος συμβασιλεύει μέ τόν Υιό της στούς ουρανούς. Από τήν τιμητική αυτή θέση συμπαρίσταται δυναμικά στό ανθρώπινο γένος. Έχει τό «δύνασθαι τού θέλειν ισοτάλαντον», διό εδάνεισε τή σάρκα τής «τώ παντεχνήμονι Λόγω», ο Οποίος γι? αυτό τής είναι αιωνίως χρεώστης, κατά τόν άγιο Νικόδημο.

Έχοντας τέτοια δύναμη η Θεοτόκος, «διαπορθμεύει» σέ όλους τίς θεϊκές δωρεές, μεσιτεύει μέ τίς σωστικές πρεσβείες τής υπέρ τών ανθρώπων καί επηρεάζει τίς βουλές τού Υίού της. Η θαυματουργική της χάρη, ξεχωριστή καί πιό ισχυρή από τών άλλων αγίων, εκδηλώνεται στούς ανθρώπους μέ πολλούς τρόπους. Έτσι η Παναγία εμφανίζεται σάν υπέρμαχος στρατηγός στούς πολέμους, άμισθος ιατρός στίς αρρώστιες, «ταχεία σκέπη καί βοήθεια» σέ κάθε ανάγκη. 



http://www.agioritikovima.gr/index.php
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...