Wednesday, October 31, 2012
Reason for battle against the devil
For what reason do we fight against them?
It is because we have a mighty ally, the Grace of the Holy Spirit ! Thus, we have been
taught the techniques so that we will be able to do battle, not against men, but against
the demons.
St. John Chrysostom, the Devil and Magic pg. 94
Church services
The good chanter and the priest play a great role in good church services.
When chanting, you must understand and feel what you say. Don't get proud that you supposedly chanted beautifully.You must live what you say.
Once I was chanting a hymn of Apostle Peter that was about his denial. Ehen I said
'' ...and he cried bitterly, '' I saw tears coming out from his icon. The saint must have been pleased.
The priest's cassock is superior to trousers, it's got double grace.....
Papa Dimitri Gagastathis
Life, Miracles and Spiritual Counsels of a Simple Priest of Our Days. pg 98..
Struggle for Christ ( Elder Joseph the Hesychast )
Without a struggle and shedding your blood, don’t expect freedom from the passions. Our earth produces thorns and thistles after the Fall. We have been ordered to clean it, but only with much pain, bloody hands, and many sighs are the thorns and thistles uprooted. So weep, shed streams of tears, and soften the earth of your heart. Once the ground is wet, you can easily uproot the thorns.
- Elder Joseph the Hesychast
Πίσω από την δοκιμασία κρύβεται η ευλογία του Θεού ( Γεροντας Εφραιμ Φιλοθεϊτης )
Οι πάντες σχεδόν την μεταστροφή τους
οφείλουν σε κάποια δοκιμασία
Η θλίψις είναι κακό πράγμα. Αλλά πίσω απ’ αυτό, πίσω από τον πόνο, πίσω από την θλίψη, πίσω από την δοκιμασία, κρύβεται η ευλογία του Θεού, κρύβεται η αναγέννησης, η ανάπλασις του ανθρώπου, της οικογενείας. Οι πάντες σχεδόν την μεταστροφή τους την οφείλουν σε κάποια δοκιμασία. Νομίζουν ότι πηγαίνουν όλα ωραία∙ τους παίρνει ο Θεός το παιδί∙ κλάμματα κακό, κ.λ.π. Έρχεται και επισκιάζει έπειτα η χάρις του θεού και ειρηνεύουν οι άνθρωποι∙ και πλησιάζουν την εκκλησία, πλησιάζουν την εξομολόγηση, πλησιάζουν τον ιερέα. Χάριν του παιδιού πάνε στην εκκλησία ο πόνος τους κάνει ν’ αναζητήσουν, να προσευχηθούν υπέρ αναπαύσεως, να κάνουν τις λειτουργίες.
Ο πόνος απαλύνει την καρδιά και την κάνει δεκτική των λόγων του θεού, ενώ πρώτα ήταν σκληρή, δε δεχόταν. π.χ, ένας άνθρωπος στο σφρίγος της νεότητος∙ εγώ είμαι σκέφτεται και κανένας άλλος δεν είναι. Να πτυχία, να και οι δόξες, να κι η υγεία, να κι οι ομορφιές, να κι όλα. Όταν όμως τον ξαπλώσει στο κρεβάτι μία ασθένεια τότε αρχίζει να σκέφτεται διαφορετικά. Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. Μπορεί να πεθάνω. Τι το όφελος όλα αυτά, κι αρχίζει να σκέφτεται διαφορετικά. Έρχεται φερ’ ειπείν ένας άνθρωπος, τον πλησιάζει, διάβασε και αυτό το βιβλίο να δεις τι λέει. Ακούει και ένα λόγο του Θεού και τότε τον ακούει τον λόγου του Θεού. Κι άμα του δώσεις και βιβλίο, ο πόνος ήδη του έχει κάνει την καρδιά του, έτσι κατάλληλη κι ανοίγει και το βιβλίο και το Ευαγγέλιο και το διαβάζει και από εκεί αρχίζει η ανάπλασις του ανθρώπου. Και όταν γίνει καλά, αμέσως πλέον σηκώνεται και ζει προσεκτικά τη ζωή του και δεν ζει όπως πρώτα με την υπηρηφάνεια και τη φαντασία που είχε.
Η ασθένεια και η θλίψη είναι το κατ’ εξοχήν φάρμακο της πρόνοιας του Θεού για να τον φέρει τον άνθρωπο κοντά Του και να αυξήσει την αρετή του
Η ασθένεια και η θλίψη είναι το κατ’ εξοχήν φάρμακο της πρόνοιας του Θεού να φέρει τον άνθρωπο κοντά Του και να αυξήσει την αρετή του. Ο Ιώβ ήταν ο καλύτερος άνθρωπος πάνω στη γη, αλλά ο Θεός ήθελε να τον κάνει ακόμα καλύτερο. Και από τότε που δοκιμάστηκε, από τότε και δοξάστηκε. Ήταν καλός άνθρωπος και ευσεβής κ.λ.π. αλλά χωρίς δοκιμασία δεν ήταν ονομαστός ο Ιώβ. Αφ’ ης στιγμής όμως δοκιμάστηκε και πολέμησε και αγωνίστηκε και στεφανώθηκε και πλούτισε, από κει και ύστερα άρχισε η δόξα του, και απλώθηκε μέχρι σήμερα. Το παράδειγμα του, είναι φωτεινότατο και ενισχύει κάθε άνθρωπο που δοκιμάζεται. Αν αυτός δοκιμάστηκε που ήταν ένας άγιος, πολύ περισσότερο εμείς που είμαστε αμαρτωλοί. Και το αποτέλεσμα ήταν να τον κάμει άγιον και να του δώσει πάλι χρόνια ζωής και να τον ευλογήσει διπλά και τριπλά απ’ ότι έχασε, και έτσι να γίνει ένα φωτεινό παράδειγμα ανά τους αιώνες για κάθε πονεμένο άνθρωπο∙ να προσαρμόζεται και ν’ ακουμπάει σ’ αυτό το παράδειγμα και να ξεκουράζεται και αυτός και να λέει: Ως έδοξε τω Κυρίω, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένο. Σκύβει το κεφάλι και λέει: ο Θεός έδωσε, ο Θεός πήρε. Και το παιδί ακόμα να μου πάρει, ο θεός δεν μου το δώσε; Το πήρε. Που είναι το παιδί μου; Στον ουρανό; Εκεί τι γίνεται; Αναπαύεται εκεί…
Σε κάθε δοκιμασία πίσω κρύβεται το θέλημα του Θεού και η ωφέλεια την οποία φυσικά ίσως εκείνο τον καιρό να μην μπορεί να την δει, αλλά με τον χρόνο θα την γνωρίζει την ωφέλεια. Έχουμε τέτοια παραδείγματα πάρα πολλά.
Όπως και με τους Αγίους Ανδρόνικο και Αθανασία. Αυτοί ήταν αντρόγυνο∙ και ήταν χρυσοχόος ο Ανδρόνικος με πολύ πλούτο κ.λ.π. Το ένα μέρος του κέρδους έτρεφε την οικογένειά του. Το ένας μέρος του κέρδους το έδινε στους φτωχούς και το ένα μέρος του άλλου κέρδους το ένα τρίτο το έδινε άτοκα στους ανθρώπους που δεν είχανε χρήματα. Είχαν δύο χαριτωμένα κοριτσάκια. Και μια μέρα από μία αρρώστια πέθαναν και τα δύο. Πηγαίνουν και τα θάβουν και οι δύο. Η Αθανασία η καημένη πάνω στον τάφο έκλαιγε έκλαιγε, έκλαιγε. Ε ο Ανδρόνικος έκλαιγε και αυτός. Είδε και απόειδε, τράβηξε για το σπίτι. Έμεινε η καημένη η Αθανασία και έκλαιγε πάνω στον τάφο: «Τα παιδιά μου» και «τα παιδιά μου», και κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος και να κλείσει το νεκροταφείο. Για μια στιγμή επάνω στη θλίψη της και στη στεναχώρια της, βλέπει και έρχεται ένα μοναχός και της λέει:
«Κυρά μου γιατί κλαις;»
«Πως να μην κλαίω πάτερ;» (Αυτή νόμιζε πως ήταν ο παπάς του νεκροταφείου). «Έθαψα τα παιδιά μου, τους δυο αγγέλους μου, τους έβαλα μέσα στον τάφο και έμεινα εγώ και ο άντρας μου εντελώς μόνοι. Δεν έχουμε δροσιά καθόλου».
Της λέει: «Τα παιδιά σου είναι στον παράδεισο με τους αγγέλους. Είναι στην ευτυχία και στη χαρά του Θεού και συ κλαις παιδί μου; Κρίμα είσαι και χριστιανή».
«Ώστε ζουν τα παιδιά μου; Είναι άγγελοι;»
«Βεβαίως είναι άγγελοι τα παιδιά σου».
Ήτανε ο Άγιος της εκκλησίας εκεί. Τελικά έγιναν μοναχοί ο Ανδρόνικος και η Αθανασία και αγίασαν….
Γέροντος Εφραίμ (Προηγουμένου Ι. Μονής Φιλοθέου),
Η θλίψις είναι κακό πράγμα. Αλλά πίσω απ’ αυτό, πίσω από τον πόνο, πίσω από την θλίψη, πίσω από την δοκιμασία, κρύβεται η ευλογία του Θεού, κρύβεται η αναγέννησης, η ανάπλασις του ανθρώπου, της οικογενείας. Οι πάντες σχεδόν την μεταστροφή τους την οφείλουν σε κάποια δοκιμασία. Νομίζουν ότι πηγαίνουν όλα ωραία∙ τους παίρνει ο Θεός το παιδί∙ κλάμματα κακό, κ.λ.π. Έρχεται και επισκιάζει έπειτα η χάρις του θεού και ειρηνεύουν οι άνθρωποι∙ και πλησιάζουν την εκκλησία, πλησιάζουν την εξομολόγηση, πλησιάζουν τον ιερέα. Χάριν του παιδιού πάνε στην εκκλησία ο πόνος τους κάνει ν’ αναζητήσουν, να προσευχηθούν υπέρ αναπαύσεως, να κάνουν τις λειτουργίες.
Ο πόνος απαλύνει την καρδιά και την κάνει δεκτική των λόγων του θεού, ενώ πρώτα ήταν σκληρή, δε δεχόταν. π.χ, ένας άνθρωπος στο σφρίγος της νεότητος∙ εγώ είμαι σκέφτεται και κανένας άλλος δεν είναι. Να πτυχία, να και οι δόξες, να κι η υγεία, να κι οι ομορφιές, να κι όλα. Όταν όμως τον ξαπλώσει στο κρεβάτι μία ασθένεια τότε αρχίζει να σκέφτεται διαφορετικά. Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης. Μπορεί να πεθάνω. Τι το όφελος όλα αυτά, κι αρχίζει να σκέφτεται διαφορετικά. Έρχεται φερ’ ειπείν ένας άνθρωπος, τον πλησιάζει, διάβασε και αυτό το βιβλίο να δεις τι λέει. Ακούει και ένα λόγο του Θεού και τότε τον ακούει τον λόγου του Θεού. Κι άμα του δώσεις και βιβλίο, ο πόνος ήδη του έχει κάνει την καρδιά του, έτσι κατάλληλη κι ανοίγει και το βιβλίο και το Ευαγγέλιο και το διαβάζει και από εκεί αρχίζει η ανάπλασις του ανθρώπου. Και όταν γίνει καλά, αμέσως πλέον σηκώνεται και ζει προσεκτικά τη ζωή του και δεν ζει όπως πρώτα με την υπηρηφάνεια και τη φαντασία που είχε.
Η ασθένεια και η θλίψη είναι το κατ’ εξοχήν φάρμακο της πρόνοιας του Θεού για να τον φέρει τον άνθρωπο κοντά Του και να αυξήσει την αρετή του
Η ασθένεια και η θλίψη είναι το κατ’ εξοχήν φάρμακο της πρόνοιας του Θεού να φέρει τον άνθρωπο κοντά Του και να αυξήσει την αρετή του. Ο Ιώβ ήταν ο καλύτερος άνθρωπος πάνω στη γη, αλλά ο Θεός ήθελε να τον κάνει ακόμα καλύτερο. Και από τότε που δοκιμάστηκε, από τότε και δοξάστηκε. Ήταν καλός άνθρωπος και ευσεβής κ.λ.π. αλλά χωρίς δοκιμασία δεν ήταν ονομαστός ο Ιώβ. Αφ’ ης στιγμής όμως δοκιμάστηκε και πολέμησε και αγωνίστηκε και στεφανώθηκε και πλούτισε, από κει και ύστερα άρχισε η δόξα του, και απλώθηκε μέχρι σήμερα. Το παράδειγμα του, είναι φωτεινότατο και ενισχύει κάθε άνθρωπο που δοκιμάζεται. Αν αυτός δοκιμάστηκε που ήταν ένας άγιος, πολύ περισσότερο εμείς που είμαστε αμαρτωλοί. Και το αποτέλεσμα ήταν να τον κάμει άγιον και να του δώσει πάλι χρόνια ζωής και να τον ευλογήσει διπλά και τριπλά απ’ ότι έχασε, και έτσι να γίνει ένα φωτεινό παράδειγμα ανά τους αιώνες για κάθε πονεμένο άνθρωπο∙ να προσαρμόζεται και ν’ ακουμπάει σ’ αυτό το παράδειγμα και να ξεκουράζεται και αυτός και να λέει: Ως έδοξε τω Κυρίω, ούτω και εγένετο. Είη το όνομα του Κυρίου ευλογημένο. Σκύβει το κεφάλι και λέει: ο Θεός έδωσε, ο Θεός πήρε. Και το παιδί ακόμα να μου πάρει, ο θεός δεν μου το δώσε; Το πήρε. Που είναι το παιδί μου; Στον ουρανό; Εκεί τι γίνεται; Αναπαύεται εκεί…
Σε κάθε δοκιμασία πίσω κρύβεται το θέλημα του Θεού και η ωφέλεια την οποία φυσικά ίσως εκείνο τον καιρό να μην μπορεί να την δει, αλλά με τον χρόνο θα την γνωρίζει την ωφέλεια. Έχουμε τέτοια παραδείγματα πάρα πολλά.
Όπως και με τους Αγίους Ανδρόνικο και Αθανασία. Αυτοί ήταν αντρόγυνο∙ και ήταν χρυσοχόος ο Ανδρόνικος με πολύ πλούτο κ.λ.π. Το ένα μέρος του κέρδους έτρεφε την οικογένειά του. Το ένας μέρος του κέρδους το έδινε στους φτωχούς και το ένα μέρος του άλλου κέρδους το ένα τρίτο το έδινε άτοκα στους ανθρώπους που δεν είχανε χρήματα. Είχαν δύο χαριτωμένα κοριτσάκια. Και μια μέρα από μία αρρώστια πέθαναν και τα δύο. Πηγαίνουν και τα θάβουν και οι δύο. Η Αθανασία η καημένη πάνω στον τάφο έκλαιγε έκλαιγε, έκλαιγε. Ε ο Ανδρόνικος έκλαιγε και αυτός. Είδε και απόειδε, τράβηξε για το σπίτι. Έμεινε η καημένη η Αθανασία και έκλαιγε πάνω στον τάφο: «Τα παιδιά μου» και «τα παιδιά μου», και κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος και να κλείσει το νεκροταφείο. Για μια στιγμή επάνω στη θλίψη της και στη στεναχώρια της, βλέπει και έρχεται ένα μοναχός και της λέει:
«Κυρά μου γιατί κλαις;»
«Πως να μην κλαίω πάτερ;» (Αυτή νόμιζε πως ήταν ο παπάς του νεκροταφείου). «Έθαψα τα παιδιά μου, τους δυο αγγέλους μου, τους έβαλα μέσα στον τάφο και έμεινα εγώ και ο άντρας μου εντελώς μόνοι. Δεν έχουμε δροσιά καθόλου».
Της λέει: «Τα παιδιά σου είναι στον παράδεισο με τους αγγέλους. Είναι στην ευτυχία και στη χαρά του Θεού και συ κλαις παιδί μου; Κρίμα είσαι και χριστιανή».
«Ώστε ζουν τα παιδιά μου; Είναι άγγελοι;»
«Βεβαίως είναι άγγελοι τα παιδιά σου».
Ήτανε ο Άγιος της εκκλησίας εκεί. Τελικά έγιναν μοναχοί ο Ανδρόνικος και η Αθανασία και αγίασαν….
Γέροντος Εφραίμ (Προηγουμένου Ι. Μονής Φιλοθέου),
Τι φοβερό, τι ασύλληπτο, τι αδιανόητο πράγμα η συγχωρητικότητα του Θεού!
«Εάν αφήτε τοις ανθρώποις τα παραπτώματα αυτών,
αφήσει και υμίν ο πατήρ υμών ο ουράνιος. εάν δε μη αφήτε τοις ανθρώποις τα
παραπτώματα αυτών, ουδέ ο πατήρ υμών αφήσει τα παραπτώματα υμών» (Ματθ. στ’,
14-15).
Επάνω στη γη κανείς δεν είναι αναμάρτητος. Όλοι
είμεθα αμαρτωλοί και ένοχοι σηκώνοντας ο καθένας μας ένα φορτιο από αμαρτιες,
πάθη, αδυναμίες, απροσεξίες, οι οποίες έχουν επιβαρύνει τη ζωή μας. Φέρουμε όλοι
μας ένα ποινικό με ποικίλες αμαρτιες, βαρειές, ελαφρές, πολλές, λίγες, μηδενός
εξαιρουμένου, εκτός του Θεού. Η ζωή μας ολόκληρη συνεχώς παράγει αμαρτιες.
Αμαρτάνουμε με τη σκέψι, με τη καρδιά, με όλες τις αισθήσεις τις σωματικές και
τις πνευματικές της ψυχής. Σκεφθήτε τι μεγάλη παραγωγή αμαρτιας έχουμε! Όλοι
λοιπόν εμείς οι ταλαίπωροι άνθρωποι έχουμε ανάγκη από τη συγχώρησι από το Θεό,
από την ακύρωσι όλης αυτής της παραγωγής των αμαρτημάτων.
Και κάθε χριστιανός λογικά σκεπτόμενος για τη
σωτηρία του, επιποθεί την καταλλαγή του με το Θεό. Επιθυμεί να συγχωρηθή και να
αγαπηθή από το Θεό δια της μετανοίας. Αλλά για να το πετύχη αυτό, να πετύχη την
συγγνώμη υπό του Θεού, να πετύχη την συμφιλίωσι μαζί του, πρέπει να τηρήση τον
όρο, που ο Χριστός μας μας έθεσε στο Ευαγγέλιό Του: «Εάν συγχωρήσουμε, θα
συγχωρηθούμε». Εάν όμως θελήσουμε να αρνηθούμε την συγγνώμη στον πλησίον μας,
στον συγγενή μας, στον συνάνθρωπό μας, που ενδεχομένως κάπου μας έφταιξε, εάν
αποφεύγουμε να του την δώσουμε, διότι δεν θέλουμε να ταπεινωθούμε, δεν πρόκειται
να πάρουμε την συγγνώμη σε καμμιά περίπτωσι από τον Θεό. Όταν φερ’ ειπείν μας
ζητάει κάποιος συγγνώμη, εμείς να μη τον αποστραφούμε γυρνώντας αλλού τα μάτια
μας, επειδή δεν μπορούμε να τον αντικρύσουμε. Βέβαια, επειδή εμείς είμεθα
εμπαθείς και αδύναμοι, τη δύναμι της συγχωρητικότητος πρέπει να τη ζητήσουμε από
τον Θεό με την προσευχή. και τότε θα την πάρουμε θετικά.
Όλοι μας θέλουμε και σ’ αυτή τη ζωή και
ιδιαίτερα στην άλλη, στη μετά θάνατον, να ιδούμε το πρόσωπο του Θεού ιλαρό, να
μη θέλη να μας αποστραφή για τις πολλές μας αμαρτιες. Δεν θέλουμε να ιδούμε τα
γαληνά θεία μάτια να μας αποστρέφωνται για τη βρωμερότητά μας. Επιθυμούμε τα
μάτια του Χριστού να μας κοιτάζουν κατάμματα με πατρική αγάπη, με τρυφερότητα,
ευμενέστατα και να εκφράζουν την επιείκεια, την συγγνώμη και την είσοδο στη
Βασιλεία των ουρανών. Αν θέλουμε να επιτύχουμε αυτή την ασύλληπτη σε πνευματική
αξία επιτυχία και να δεχθούμε από το πρόσωπο του Θεού σε μας αυτά, τα οποία
επιθυμούμε, όταν θα βρεθούμε μπροστά στο φοβερό δικαστήριο, στην κρίση τη
μεγάλη, πρέπει κι εμείς να προσφέρουμε στον πλησίον αυτά τα λίγα πράγματα.
Κι ο Χριστός μας είναι όλος συγγνώμη και άφεσι
αμαρτιών. Όπως θέλουμε να μας αγαπά ο Θεός, να μας συγχωρή, να παραβλέπη τα
σφάλματά μας, να μας παρακολουθή, να μας προστατεύη η πρόνοιά Του, έτσι κι εμείς
να προσφέρουμε αυτά τα ίδια στον αδελφό μας. Η συγγνώμη δεν έχει κόπο, δεν έχει
δυσκολία. Τι χρειάζεται; Χρειάζεται ταπείνωσι. Δίνοντας την συγγνώμη στον άλλο,
θα πάρουμε την συγχώρησι των αναριθμήτων αμαρτημάτων μας και θα έχουμε όλο το
δικαίωμα να πούμε στον Θεό: «Κύριε, ό,τι μου έκαναν οι άνθρωποι τους συγχώρησα,
τους έδωσα ολόκαρδα την συγγνώμη μου και την αγάπη μου κατά το Ευαγγέλιό Σου,
κατά το Λόγο Σου. Τώρα ζητώ κι εγώ να εκφράσης την αγάπη Σου επάνω μου και να
συγχωρήσης τα δικά μου αμαρτήματα».
Πόσες φορές, όταν συναντήσουμε τον άνθρωπο, με
τον οποίο είμεθα στενοχωρημένοι ή έχουμε λογισμούς, γιατι μας κατηγόρησε, μας
κουτσομπόλεψε, μας πρόδωσε και τόσα άλλα, κάνουμε πως δεν καταλαβαίνουμε, πως
δεν τον βλέπουμε, για να μη τον χαιρετισουμε! Λένε οι Άγιοι Πατέρες και οι
Ασκηταί της ερήμου, οι οποίοι εφήρμοσαν με ακρίβεια το Ευαγγέλιο, ότι όταν σε
επισκεφτή ο άνθρωπος, που εσύ γνωρίζεις ότι αυτός πολλά είπε για σένα, μη δείξης
πρόσωπο σκυθρωπό ή ότι κάτι γνωρίζεις. Να τον δεχτής τόσο όμορφα, τόσο καλά, σαν
να σε επήνεσε, σαν να σε εγκωμίασε, σαν να σε ετιμησε ενώπιον των ανθρώπων! Αυτή
η στάσι εκφράζει πολλή πνευματικότητα και απόλυτη εφαρμογή του Ευαγγελικού
πνεύματος.
Το Ευαγγέλιο είναι ο διδάσκαλός μας. Ό,τι και
να μας απασχολή, αν το ανοίξουμε, θα πάρουμε την απάντησι, θα πάρουμε τον
φωτισμό, θα πάρουμε ακριβώς αυτό το φάρμακο, που χρειάζεται για οιανδήποτε
περίπτωσι. Οι εντολές του Χριστού είναι ο νόμος του Ευαγγελίου και όταν η ψυχή
πιαστή ένοχη στην εφαρμογή του Ευαγγελικού νόμου, χωρίζεται από τον Θεό. Ποιος
είναι ο Ευαγγελικός νόμος; «Αγαπάτε τους εχθρούς υμών» (Ματθ. ζε’, 44). Σχετικά
με το θέμα αυτό θα σας πω την εξής ιστορική περίπτωσι από το Μαρτυρολόγιο της
Εκκλησίας μας:
Στα χρόνια των διωγμών υπήρχε ένας ιερεύς, ο
οποίος λεγόταν Σαπρίκιος. Αυτός ο ιερεύς είχε φίλο ένα λαϊκό χριστιανό, που τον
βοηθούσε πολύ. Ήταν πολύ πλησίον του και λεγόταν Νικηφόρος. Ίσως από την πολλή
παρρησία, που είχαν μεταξύ τους, ξεπήδησε ένας πειρασμός κι ο ιερεύς
σκανδαλίσθηκε πολύ με τον αδελφό και δεν τον συγχωρούσε με τιποτα. Ο Νικηφόρος
πήγαινε κατ’ επανάληψιν και του ζητούσε συγγνώμη, αλλά δεν την έπαιρνε από τον
ιερέα. Ήταν ο πειρασμός που δεν τον άφηνε.
Κάποια στιγμή συνέλαβε ο ηγεμόνας της επαρχίας
εκείνης τον Σαπρίκιο, ως ιερέα του Θεού και Χριστιανό. Τον καλεί ενώπιόν του και
τον απειλεί να αρνηθή την πίστι του. Αυτός ωμολογούσε κι έλεγε ότι σε καμμιά
περίπτωσι δεν αρνούμαι τον Χριστό μου. Ο τύραννος επέμενε, επέμενε και ο ιερεύς
Σαπρίκιος. Άρχισαν τα βασανιστήρια. Ο καλός Νικηφόρος γνωρίζοντας ότι μήτε η
ομολογία της πίστεως δεν μπορεί να απαλλάξη τον άνθρωπο από την κόλασι, εάν δεν
έχη αγάπη και συγχωρητικότητα, βλέποντας ότι προχωρεί στο μαρτύριο και συγγνώμη
δεν παρέχει κατά το Ευαγγέλιο, φοβήθηκε ότι δεν πρόκειται το αίμα του να τον
σώση κι έτρεξε στη φυλακή κι έπεσε στα πόδια του κλαίγοντας και ζητώντας
συγγνώμη.
- Συγχώρησέ με, πάτερ, σε ό,τι σου έκανα. εγώ
φταίω.
- Δεν σε συγχωρώ.
Διαβολική ενέργεια εντελώς. Συνέχιζε ο αγαθός
αυτός άνθρωπος, ο Νικηφόρος να ζητή συγγνώμη μετά δακρύων και να φιλάη τα πόδια
του ιερέως.
- Πάτερ, δεν θα σε σώση το μαρτύριο. χύνεις το
αίμα σου, σε λίγο αποκεφαλίζεσαι. δεν θα στεφανωθής, εάν δεν με
συγχωρέσης.
Αυτός δεν του έδινε παντελώς σημασία.
Προχωρώντας στον τόπο της θανατώσεως, ο ταπεινός Νικηφόρος ακολουθούσε πίσω από
τους δημίους επαναλαμβάνοντας τις παρακλήσεις του μετά δακρύων. Ο Σαπρίκιος
συνέχιζε να είναι άκαμπτος. Τότε συνέβη κάτι το τρομακτικό. Την ώρα του
αποκεφαλισμού, κατά παραχώρησιν Θεού, η θεία Χάρις εγκατέλειψε τον ιερέα
Σαπρίκιο, σκοτισθηκε το μυαλό του και αρνήθηκε τον Χριστό. Την τελευταία στιγμή
έχασε το στεφάνι του μαρτυρίου εξ αιτιας της μνησικακίας του. Και στη θέσι του
αποκεφαλίζεται ο καλός Νικηφόρος, ο οποίος τώρα συγκαταλέγεται μεταξύ των Αγίων
της Εκκλησίας μας. ενώ ο Σαπρίκιος τιμωρήθηκε με αιώνια κόλασι.
Τόσο δύσκολο ήταν να πη: «Αδελφέ μου, εντάξει,
ο Χριστός ας σε συγχωρέση»; Μα, το Ευαγγέλιο δίδασκε ως ιερεύς. δεν ήξερε ότι
πρέπει να δώση συγχώρεσι, δεν ήξερε ότι ούτε το μαρτύριο δεν σώζει τον άνθρωπο,
χωρίς την αγάπη; Κι όμως κατά διαβολική ενέργεια δεν την έδωσε κι έχασε τη
Βασιλεία του Θεού.
Μα, κι όταν ρίξουμε μια ματιά, ένα βλέμμα στην
Σταύρωσι του Χριστού μας, υπάρχει δυνατώτερο παράδειγμα παροχής συγγνώμης από το
αγιώτατο παράδειγμά Του; Επάνω στους μεγάλους Του πόνους, επάνω στη μεγάλη Του
εγκατάλειψι από κάθε ανθρώπινη βοήθεια, δεν εξέφρασε καν παράπονο, δεν είπε
κανένα κακό λόγο για τους σταυρωτάς Του, που εκείνη την ώρα Τον βασάνιζαν το
Θείο Λυτρωτή. Μόνον έστρεψε τα μάτια Του προς τον Ουράνιο Πατέρα Του και είπε:
«Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (Λουκ. κγ’, 34). (Συγχώρησέ τους
Πατέρα μου, αυτό το μέγιστο έγκλημα, που κάνουν. Δεν ξέρουν τι κάνουν. Είναι
έρημοι και φτωχοί και το κάνουν από άγνοια). Κι ο Ουράνιος Πατέρας τους
συγχώρησε. Νομίζετε ότι εάν μετανοούσε αληθινά ο μεγάλος προδότης, ο Ιούδας, ο
Χριστός μας δεν θα τον συγχωρούσε; Βεβαιότατα.
Εάν υποθετικά αυτή τη στιγμή βάλουμε στη σκέψι
μας ότι ο Εωσφόρος, τα δαιμόνια μετανοήσουν, θα πάρουν την συγχώρησι από τον
Θεό. Ηξεύρετε έστω και στο ελάχιστο, πόσο μεγάλη και αφάνταστη είναι η ενοχή
τους απέναντι στον Θεό για όλα τα φοβερά εγκλήματα, και για τα προσωπικά τους
και γι’ αυτά που έχουν κάνει στους ανθρώπους. Αυτοί έχουν κηρύξει ανοιχτά τον
πόλεμο και την επανάστασι απέναντι στον Θεό και βλασφημούν εκατομμύρια φορές στο
λεπτό το όνομα του Θεού. Παρ’ όλα αυτά, εάν μετανοήσουν για όλα όσα έχουν κάνει,
ο Θεός θα τους ανοίξη τη Βασιλεία Του και θα τους δώση την πρώτη θέσι, την οποία
είχαν προ της πτώσεως. Ποία συγχωρητικότητα έχει ο Θεός! Σκεφθήτε τι Θεό έχουμε!
Τι απέραντη καρδιά έχει! Τι ευσπλαχνία έχουμε μπροστά μας! Ο Θεός είναι ωκεανός
απέραντος, απέραντη η αγάπη Του, απέραντη η ευσπλαχνία Του, απέραντη η
συγχωρητικότητά του, απέραντα όλα! Κι έρχεται τώρα ο φτωχός άνθρωπος, ο
χωματένιος, ο ένοχος, ο αποστάτης, ο βαρυποινίτης να μη θέλη να συγχωρήση του
συνανθρώπου του, του χρεωφειλέτου του το χρέος μιας δεκάρας, και ζητάει από τον
Θεό να του λύση το χρέος ολόκληρου θησαυρού.
Ας υποθέσουμε ότι σε κάποιον άνθρωπο χάρισε ο
Θεός χίλια χρόνια ζωής. Όλα αυτά τα χίλια χρόνια τα γέμισε με αμαρτια. το κάθε
λεπτό της ώρας με ένα φοβερό αμάρτημα, βλασφημίες, φόνους, αδικίες, κ.λπ. Χίλια
χρόνια ζωή γεμάτη εγκλήματα. Με τις φτωχές μας γνώσεις και χωρίς το πνεύμα του
Ευαγγελίου, θα πούμε ότι αυτός ο άνθρωπος αποκλείεται να μετανοήση και να σωθή.
Αλλά, να! Έρχεται η θεία φώτισι, έρχεται κι ανοίγει ο Θεός την καρδιά του και
βλέποντας ότι τελειώνει η ζωή του, ότι φεύγει για την άλλη ζωή -γιατι έρχεται
αυτή η αίσθησι στον ετοιμοθάνατο- σκέπτεται όλα αυτά τα φοβερά εγκλήματα των
χιλίων χρόνων κι αρχίζουν τα μάτια του να τρέχουν. Μετανοεί και ζητεί συγγνώμη
από τον Θεό. Νομίζετε ότι δεν θα την πάρη; Θα την πάρη και πλούσια!
Έχουμε και τους ληστάς εκατέρωθεν του
Εσταυρωμένου Κυρίου μας. Ο ένας λέει: «Αν είσαι Θεός κατέβα από τον Σταυρό και
κατέβασε κι εμάς!». Έρχεται κι ο άλλος ο ληστής ο ευγνώμων και λέει: «Μα, γιατι
μιλάς έτσι; Γιατι προσθέτεις στις πληγές αυτού του Αγίου τα πικρά σου λόγια;
Αυτός δεν έκανε κανένα κακό. εμείς κάναμε φόνους και εγκλήματα και άξια ων
επράξαμε απολαμβάνουμε. Αυτός ο άνθρωπος ουδέν κακόν εποίησεν». Κι αμέσως με την
ομολογία, που έκανε, έρχεται και η φώτισι της θεολογίας και στρέφει ικετευτικά
τα μάτια του στον Χριστό μας και του λέει: «Μνήσθητι μου, Κύριε, όταν έλθης εν
τη Βασιλεία Σου» (Λουκ. κγ’, 41-42). Εφ’ όσον θα πέθαινε, σε ποια βασιλεία
ζήτησε να εισέλθη μαζί Του; Εγνώρισε θεολογικά ότι Αυτός, που σταυρώνεται, είναι
Θεός και έχει τη Βασιλεία Του στον Ουρανό. Κι ο Χριστός μας στρέφει το πρόσωπό
Του και τα γαληνά Του μάτια και του λέει: «Απ’ αυτή τη στιγμή θα είσαι μαζί Μου
στη Βασιλεία Μου». Και είναι ο ληστής ο πρώτος άνθρωπος, που εισήλθε στη
Βασιλεία του Θεού. Ο λόγος του Θεού δεν πέφτει έξω. Εάν ο ληστής με το κλειδί
του «μνήσθητι» άνοιξε την πύλη του Παραδείσου, πολλώ μάλλον η μετάνοια, η
επιστροφή, τα δάκρυα θα ανοίξουν ευκολώτατα την πύλη της Βασιλείας των ουρανών
στον κάθε αμαρτωλό! Τι φοβερό, τι ασύλληπτο, τι αδιανόητο πράγμα η
συγχωρητικότητα του Θεού!
Θα σας πω ένα παράδειγμα μιας ψυχής, που κι εγώ
ο ίδιος έμεινα έκθαμβος μπροστά στο μεγαλείο της. Εδώ στο εξωτερικό πριν μερικά
χρόνια ήταν μία ψυχή, την οποία εγκατέλειψε ο άνδρας της. Μπήκε ένα άλλο πρόσωπο
μέσα στο σπίτι της, της πήρε τον άντρα και έφυγε. Αυτή η γυναίκα κάποια μέρα
προσήλθε στο χώρο, που εξομολογούσα με πολλή αγάπη και σεβασμό. Γονάτισε κι
έκλαιγε. Της λέω:
- Παιδί μου, ποια είναι η αιτια των δακρύων
σου; Τι σου συμβαίνει;
- Ξέρετε, Πάτερ, δεν κλαίω για κάποιο αμάρτημα,
αλλά κλαίω για να φωτισθή ο άντρας μου, να μετανοήση, γιατι έκανε το σφάλμα κι
έφυγε από το σπίτι με άλλη γυναίκα κι αμάρτησε στον Θεό. Και έρχεται στο σπίτι
μου με τη γυναίκα, που έχει τώρα, τους φιλοξενώ, τους κάνω τραπέζι, κοιμούνται
και μετά φεύγουν. Φιλάω τον άντρα μου, φιλάω τη γυναίκα αυτή, τους κάνω δώρα,
τους ξεπροβοδίζω, τους δίνω ευχές και πηγαίνουν. Και ξαναέρχονται.
- Και γιατι παιδί μου, το κάνεις αυτό;
- Μα, δεν το λέει ο Χριστός αυτό στο Ευαγγέλιο,
να αγαπάμε τους εχθρούς μας; Αυτή η γυναίκα για μένα είναι ο μεγαλύτερός μου
εχθρός, αφού μου πήρε τον άντρα. αλλά πρέπει να την αγαπώ. Κι αφού ο Χριστός
ζητεί να αγαπάμε τους εχθρούς μας και να δίνουμε όλο τον εαυτό μας και την αγάπη
μας, αυτό κάνω κι εγώ. Και κλαίω να τους φωτιση ο Θεός και να τους δώση
μετάνοια. Προσευχηθήτε κι εσείς γι’ αυτό.
Μπορείτε να μετρήσετε την αρετή αυτής της
γυναίκας; Μπορεί ο Θεός τώρα αυτήν την γυναίκα, ό,τι κι αν έκανε σαν άνθρωπος,
να μην την έχη συγχωρήσει; Και τα δάκρυά της δεν ήταν για τίποτε άλλο, παρά το
βραβείο, που της είχε δώσει, για τη μεγάλη αυτή νίκη της αγάπης. Να, η εφαρμογή
του Ευαγγελίου τι ανθρώπους κάνει! Και δεν είναι καθόλου χαζή, είναι λογικωτάτη
γυναίκα και πάρα πολύ δυνατός άνθρωπος. Μια αφανής ηρωίδα του Ευαγγελίου, χωρίς
κανείς να το γνωρίζη αυτό.
Ενώ εμείς οι ταλαίπωροι άνθρωποι, και πρώτος
εγώ, ποτέ δεν θα το έκανα αυτό. Μπορεί να έβριζα, μπορεί να συκοφαντούσα, μπορεί
να τον έδερνα, να τον καταριόμουν κι αυτόν κι εκείνη κ.λπ. Και βλέπεις από την
άλλη πλευρά το Ευαγγέλιο να κάνη ένα τέτοιον ωραίο άνθρωπο. Αυτή η γυναίκα εν
ημέρα Κρίσεως θα κρίνη μία άλλη γυναίκα με το ίδιο ιστορικό, αλλά με διαφορετική
αντιμετώπισι του θέματος. Και δεν θα έχη δικαιολογία να πη στον Θεό: «Αφού ήταν
τόσο μεγάλο το αδίκημα απέναντι μου, τι μπορούσα να κάνω;» «Να τι έκανε αυτή η
γυναίκα. αυτό μπορούσες να κάνης κι εσύ, αν τηρούσες το Ευαγγέλιο».
Το Ευαγγέλιο μπορεί να εφαρμοσθή από κάθε
άνθρωπο. Κι όποιος το τηρήση στην ουσία του, μπορεί να γίνη μία εξαίρετη
προσωπικότητα. Δεν μπορούμε να πούμε ότι σε ωρισμένους ο Θεός δίνει τη δύναμι
και σε άλλους όχι. Το Ευαγγέλιο λάμπει όπως ο ήλιος λάμπει για όλους. Ανάλογα
όμως με την υγεία των ματιών μας βλέπουμε τον ήλιο. Έχεις υγιή μάτια; Βλέπεις
ολοφώτεινο τον ήλιο. Δεν έχεις; Αναγκάζεσαι να φορέσης γιαλιά.
Θυμάστε το ιστορικό εκείνο από τον βίο του
Αγίου Διονυσίου της Ζακύνθου:
Κάποια νύχτα χτυπάει κάποιος την πόρτα του
Αγίου και του λέει:
- Σε παρακαλώ, Άγιε του Θεού, κρύψε με.
- Γιατι τι έκανες, παιδί μου;
- Σκότωσα άνθρωπο, κρύψε με.
Τον κρύβει ο Άγιος. Μετά από λίγο βλέπει
ανθρώπους του νησιού να τρέχουν και να αναζητούν το φονιά. Φτάνουν στον Άγιο και
του λένε:
- Μήπως πέρασε από δω κάποιος άνθρωπος, γιατι
κάποιος σκότωσε τον αδελφό σου και τον ψάχνουμε.
- Δεν ξέρω, δεν πέρασε κανείς από δω. Αλλά
γιατι σκότωσε τον αδελφό μου; Κοιτάξτε κάπου αλλού να τον βρήτε.
Και τον φονιά του αδελφού του τον είχε κρυμμένο
ο Άγιος. Φύγανε αυτοί οι άνθρωποι και φυσικά δεν τον βρήκανε. Πηγαίνει μέσα και
λέει στον φονιά:
- Τι σου έκανε αυτός ο καλός άνθρωπος και τον
σκότωσες; Ξέρεις ότι ήταν αδελφός μου;
Σκεφθείτε και φαντασθήτε την κατάστασι του
φονιά εκείνη τη στιγμή!
- Άνθρωπε, θα σου δείξω ένα δρόμο, για να
φύγης, να μη σε πιάσουν και μετανόησε γι’ αυτό που έκανες.
Και τον ωδήγησε κρυφά και τον φυγάδευσε.
Σκεφθήτε ανεξικακία, μακροθυμία κι Ευαγγελική αγάπη!
Εκείνο που πρόσεξαν πολύ και προσπάθησαν οι
Άγιοι και οι Ασκηταί και οι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν να αγαπήσουν τον πλησίον
τους με όλη την αγάπη του Ευαγγελίου. Κι έτσι πέτυχαν την αγιότητα. Και σε μας
τους αμαρτωλούς με τα τόσα βάρη, που σηκώνουμε επάνω στην πλάτη μας, μας δίδεται
η ευκαιρία, μας δίδεται η εγγύησι από τον Θεό, ότι μπορούμε όλο αυτό το φορτιο
να το πετάξουμε, να γίνουμε ελεύθεροι, να ανεβούμε με φτερά στον ουρανό. Μη
λογίζεσθε κακό, ό,τι κι αν ακούσετε, ότι σας έκαναν. Συγχωρείτε με όλη την
καρδούλα σας, με όλη την ψυχή σας και να ξέρετε, πως θα είσθε συγχωρημένοι από
τον Θεό.
Πήγαν κάποτε κάποιοι στον Μέγα Θεοδόσιο και του
είπαν:
- Μεγαλειότατε την προτομή σας κάτω εκεί στην
Αντιόχεια, την χτύπησαν, την μωλώπισαν, την κατέστρεψαν. Διατάξτε τιμωρία για
τους υπευθύνους.
Τι έκανε τότε ο βασιλεύς; Αυτός που είχε
βασιλική καρδιά, αυτός που είχε το Ευαγγέλιο μέσα του, τι τους απάντησε;
-Μήτε μώλωπα έχω, μήτε τα μάτια μου βγήκαν,
μήτε η μύτη μου έπαθε τιποτα. Αν έκαναν κάτι το έκαναν σε πράγμα άψυχο. δεν
είναι τιποτα κακό. Γιατι να τους κάνουμε κακό; Να είναι συγχωρημένοι.
Γι’ αυτό, παιδιά όταν μας κατηγορούν, όταν μας
συκοφαντούν, όταν μας πειράζουν, όταν μας ταπεινώνουν, όταν μας αδικούν, πρέπει
κι εμείς να συγχωρούμε. Με όποια καρδιά, με όποια δύναμι, με όποια διάθεσι
προσφέρουμε τη συγχωρητικότητά μας, όχι εκατονταπλάσια, άλλα μυριοπλάσια θα
είναι τα αντίστοιχα αγαθά, που θα λάβουμε από τον Θεό. Να ο δρόμος! Να, πώς
ακριβώς μπορούμε να σωθούμε! Να, η πύλη από την οποία θα εισέλθουμε στη Βασιλεία
των ουρανών!
Τελειώνοντας σας δίνω όλες τις καλύτερες ευχές
από την καρδιά μου την ταπεινή κι ελάχιστη και βρώμικη για πνευματική προκοπή
και πρόοδο. Εάν σε κάτι σας σκανδάλισα να με συγχωρήσετε, διότι είμαι άνθρωπος
και σαν άνθρωπος κάνω σφάλματα. Εύχομαι ταπεινά αυτά τα ολίγα, τα οποία εδώ
μιλήσαμε από τα λόγια του Ευαγγελίου, αυτός ο θείος σπόρος, που σπείρεται στις
καρδούλες σας, να μη πέση σε πέτρα, μήτε σε λίγο χώμα, μήτε στο δρόμο, που δεν
φυτρώνει τιποτα, αλλά να βρη γη αγαθή και να καρποφορήση εκατονταπλασίονα, εις
ζωήν αιώνων. Αμήν.
(Ομιλία σε σύναξι πιστών στο εξωτερικό το
1989)
Γέροντος Εφραίμ Φιλοθεϊτου, “Πνευματικές
Ομιλίες”, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη
The Joyous Feast of Pumpkin
It is that time of the year when the secular society in which we live is preparing for the festival of Halloween. Many do not know its spiritual roots and history, and why it contradicts the teachings of the Church. The feast of Halloween began in pre-Christian times among the Celtic peoples of Great Britain, Ireland and northern France. These pagan peoples believed that life was born from death. Therefore they celebrated the beginning of the "new year" in the fall (on the eye of October 31 and into the day of November 1) when, as they believed, the season of cold, darkness, decay and death began. A certain deity whom they called Samhain was believed by the Celts to be the Prince of Death and it was he whom they honored at their New Year's festival*.
From an Orthodox Christian point of view, we can see many diabolical beliefs and practices associated with this feast which have endured to this time. On the eve of the New Year's festival, the Druids, who were the priests of the Celtic cult, instructed their people to extinguish all hearth fires and lights. On the evening of the festival, a huge bonfire built from oak branches (oak was regarded by the Celts as sacred) was ignited. Upon this fire sacrifices were burned as an offering in order to appease and cajole Samhain, the Prince of Death. It was also believed that Samhain, being pleased by the offerings, allowed the souls of the dead to return to their homes for a festal visit on this day. It is from this belief that the practice of wandering about in the dark dressed up in costumes imitating ghosts, witches, hobgoblins, fairies, etc. grew up. For the living entered into fellowship and communion with the dead by what was, and still is, a ritual act of imitation, through costume and the activity of wandering around in the dark of night, even as the souls of the dead were believed to wander.
The dialogue of trick or treat is also an integral part of this system of beliefs and practices. It was believed that the souls of the dead who had entered into the world of darkness, decay and death, and therefore into total communion with and submission to Samhain, bore the affliction of great hunger on their festal visit. Out of this grew the practice of begging, which was a further ritual enactment and imitation of what the Celts believed to be the activities of the souls of the dead on their festal visit. Associated with this is the still further implication that if the souls of the dead and their imitators were not appeased with "treats", i.e., offerings, then the wrath and anger of Samhain would be unleashed through a system of "tricks", i.e. curses. Such is the true meaning of this pagan feast. It is then evident that for an Orthodox Christian participation at any level is impossible and idolatrous, resulting in a genuine betrayal of God and Church. If we participate in the ritual activity of imitating the dead and wandering in the dark asking for treats or offering them to children, we then have willfully sought fellowship with the dead, whose Lord is not Samhain, but rather Satan. It is to Satan then that these treats are offered, not to children.
There are other practices associated with Halloween from which we must stay away, such as sorcery, fortune telling, divination, games of chance, witchcraft and the carving of an ugly face upon a pumpkin and then placing a lit candle within the infamous Jack O' Lantern. The pumpkin (in older days other vegetables were used) was carved by the Celts in imitation of the dead and used to convey the new light (from the sacred oak fire) to the home where the lantern was left burning through the night. This "holy lantern" is no other than an imitation of the truly holy votive light (lampada) offered before an icon of Christ and the saints. Even the use and display of the Jack O'Lantern involves participation in this "death" festival honoring Satan.
The Holy Fathers of the first millennium (a time when the Church was one and strictly Orthodox) counteracted this Celtic pagan feast by introducing the Feast of All Saints. It is from this that the term Halloween developed. The word Halloween has its roots in the Old English of All Hallow E'en, i.e., the Eve commemorating all those who were hallowed (sanctified), i.e. Halloween Unfortunately, either due to lack of knowledge or understanding, the Celtic pagan feast being celebrated on the same day as the Christian feast of All Saints (in western Christiandom) came to be known as Halloween.
The people who remained pagan and therefore anti-Christian reacted to the Church's attempt to supplant their festival by celebrating this evening with increased fervor. Many of these practices involved desecration and mockery of the Church's reverence for Holy Relics. Holy things, such as crosses and the Reserved Sacrament, were stolen and used in perverse and sacrilegious ways. The practice of begging became a system of persecution designed to harass Christians who were, by their beliefs, unable to participate by making offerings to those who served the Lord of Death.
One can see in contemporary Western society that the Western Church's attempt to supplant this pagan festival with a Christian feast failed. How then did something that is so obviously contradictory to the Holy Orthodox faith gain such acceptance among Christian people?
The answer is spiritual apathy and listlessness which are the spiritual roots of atheism and turning away from God. Today's society urges one that Halloween and other such festivities, notwithstanding their apparent pagan and idolatrous origin, are nonetheless harmless and of no consequence. Upon closer consideration these pagan festivals are the source for destroying any kind of spiritual foundation and lead to disbelief and outright atheism.
Halloween undermines the very basis of the Church which was founded on the blood of martyrs who had refused, by giving up their lives, to partake in any form of idolatry
Holy Mother Church must take a firm stand in counteracting any such (pagan) events. Christ taught us that God is the judge in all our actions and beliefs and that we are either FOR GOD or AGAINST GOD. There is no neutral or middle of the road approach.
Today we witness a revival of satanist cults; we hear of satanic services conducted on Halloween night. Children are kidnapped by satanists for their ritualistic sacrifices. Orthodox clergy are ritualistically killed as has happened more than once in California. Everywhere Satan reaches out to ensnare as many innocent people as possible. The newsstands are filled with material on spiritualism, supernatural phenomena, seances, prophesies and all sorts of demonically inspired works. These works all serve Satan, for they are not the fruit of the Holy Spirit, but the fruit of the spirit of this world.
by Archbishop Kyrill
Spiritual Exercises for the Will ( St. Theophan the Recluse )
Developing the will involves training it to be oriented to the virtues––humility, meekness, patience, continence, submissiveness, helpfulness and others. This activity is primarily directed against self-will.
Saint Theophan says,
"This infirmity is healed by submission to the will of God, with denial of your own and of any other."
This includes the following:
1. Obedience to God's commandments according to each person's duty or calling.
2. Submission to the whole church rubrics or rule
3. Submission to civil order, or to family duty, for they are conduits of God's will.
4. Obeying to God's will as manifested in your fate.
5. Subjecting yourself to the spirit that is zealous to fulfill its vows.
The challenge is to determine what is possible for you to do. It is important to do everything with discernment. Each day go over all the possible opportunities and the deeds done.
Saint Theophan says,
"Those who are used to doing righteous deeds never pre-determine what they are going to do, but do always what God sends them, for everything comes from God. He reveals His own determinations to us through different occurrences... Do everything with humility and fear of God according to God's will and to His glory."
His next point is an important one. The spirit with which we do good deeds is most important.
"He who does something out of self-reliance, with boldness and audacity, out of self-gratification or man-pleasing, no matter how righteous the works may be, only fosters within himself an evil spirit of self-righteiousness, arrogance and pharisaism."
To often we find ourselves caught up in our self-directed works. We may attend a charity ball, tournament, or dinner, or serve at a soup kitchen thinking we are dong good, when in fact we are acquiescing to social norms or pressures, acting out of a human-pleasing duty, seeking recognition or simply engaging in personal pleasure.
Begin with the small acts and to ascend to what is higher, he says. "It is good to choose one outstanding virtuous work according to your character and station, and stick with it unswervingly... Everything should be done in moderation... The most reliable of all is almsgiving..."
Ref: Path to Salvation, p 250-255
Saint Theophan says,
"This infirmity is healed by submission to the will of God, with denial of your own and of any other."
This includes the following:
1. Obedience to God's commandments according to each person's duty or calling.
2. Submission to the whole church rubrics or rule
3. Submission to civil order, or to family duty, for they are conduits of God's will.
4. Obeying to God's will as manifested in your fate.
5. Subjecting yourself to the spirit that is zealous to fulfill its vows.
The challenge is to determine what is possible for you to do. It is important to do everything with discernment. Each day go over all the possible opportunities and the deeds done.
Saint Theophan says,
"Those who are used to doing righteous deeds never pre-determine what they are going to do, but do always what God sends them, for everything comes from God. He reveals His own determinations to us through different occurrences... Do everything with humility and fear of God according to God's will and to His glory."
His next point is an important one. The spirit with which we do good deeds is most important.
"He who does something out of self-reliance, with boldness and audacity, out of self-gratification or man-pleasing, no matter how righteous the works may be, only fosters within himself an evil spirit of self-righteiousness, arrogance and pharisaism."
To often we find ourselves caught up in our self-directed works. We may attend a charity ball, tournament, or dinner, or serve at a soup kitchen thinking we are dong good, when in fact we are acquiescing to social norms or pressures, acting out of a human-pleasing duty, seeking recognition or simply engaging in personal pleasure.
Begin with the small acts and to ascend to what is higher, he says. "It is good to choose one outstanding virtuous work according to your character and station, and stick with it unswervingly... Everything should be done in moderation... The most reliable of all is almsgiving..."
Ref: Path to Salvation, p 250-255
http://orthodoxwayoflife.blogspot.ca/2010/02/spiritual-exercises-for-will.html
Spiritual Exercises For the Heart ( St. Theophan the Recluse )
The challenge for developing the heart is to gain an orientation towards holy, divine and spiritual things. This is important because the heart is the center of our spiritual activities.
Here are the main exercises for the heart:
1. Attending holy Church services
2. Prayer, as specified by the Church; home prayer rule
3. Using holy crosses, icons and other sacred substances and objects
4. Observing holy customs established by the Church.
One of the major exercises is attending church services.
Saint Theophan says,
"Church services, that is, all the daily services, together with the entire arrangement of the church's icons, candles, censing, singing, chanting, movements of the clergy, as well as the service for various needs; then services in the home, also using ecclesiastical objects such as sanctified icons, holy oil, candles, holy water, the Cross, and incense––all of these holy things together acting upon all the senses––sight, smell, touch, and taste––are the clots that wipe clean the sense of a deadened soul."
But prayer is at the heart of our effort, he tells us. Prayer is the "Yearning of the mind and heart towards God."
Saint Theophan says,
"Prayer is an all-encompassiong obligation, as well as an all-effective means. through it the truths of the faith are impressed in the mind and good morals into the will. But most of all it enlivens the heart in its feelings....Therefore prayer should begin to be developed before anything else, and continued steadily and tirelessly until the Lord grants prayer to the on who prays."
Reference: Path to Salvation, pp 253-255
Saint Theophan says,
"All of man's spiritual activity centers in the heart. The truths are impressed in it, and good dispositions are rooted into it. But its main work is developing a taste for the spiritual..."
Here are the main exercises for the heart:
1. Attending holy Church services
2. Prayer, as specified by the Church; home prayer rule
3. Using holy crosses, icons and other sacred substances and objects
4. Observing holy customs established by the Church.
One of the major exercises is attending church services.
Saint Theophan says,
"Church services, that is, all the daily services, together with the entire arrangement of the church's icons, candles, censing, singing, chanting, movements of the clergy, as well as the service for various needs; then services in the home, also using ecclesiastical objects such as sanctified icons, holy oil, candles, holy water, the Cross, and incense––all of these holy things together acting upon all the senses––sight, smell, touch, and taste––are the clots that wipe clean the sense of a deadened soul."
But prayer is at the heart of our effort, he tells us. Prayer is the "Yearning of the mind and heart towards God."
Saint Theophan says,
"Prayer is an all-encompassiong obligation, as well as an all-effective means. through it the truths of the faith are impressed in the mind and good morals into the will. But most of all it enlivens the heart in its feelings....Therefore prayer should begin to be developed before anything else, and continued steadily and tirelessly until the Lord grants prayer to the on who prays."
Reference: Path to Salvation, pp 253-255
http://orthodoxwayoflife.blogspot.ca/2010/02/spiritual-exercising-for-heart.html
Spiritual Exercises for the Mind ( St. Theophan the Recluse )
The following exercises are for the mind:
1. Reading and hearing the Word of God, the writings of the Holy Fathers and the lives of the God-pleasers
2. Studying and impressing upon yourself all the God-given truths in brief statements (the catechesis).
3. Asking questions of those older and more experienced.
4. Mutual informative discourse with friends.
A rule for reading:
• Before reading empty your soul of everything.
• Arouse the desire to know about what is being read.
• Turn prayerfully to God.
• Follow what you are reading with attention and place everything in your open heart.
• If something did not reach the heart, stay with it until it reaches.
• You should read quite slowly.
• Stop reading when the soul no longer wants to nourish itself with reading. That means it is full. If the soul finds one passage utterly stunning, stop there and read no more.
The best time to read the Word of God is in the morning.
Read the lives of the Saints is after mid-day meal.
Read the Holy Fathers before gong to sleep.
Remember the goal is impressing the truth on yourself and awakening the spirit.
Clarify the truth, hold it in your mind until they bond. Make no deductions or limitations.
"We can see the rule for everyone is this: impress the truth in a way that will awaken you."
St. Theophan
Ref: Path to Salvation, pp 242, 248
1. Reading and hearing the Word of God, the writings of the Holy Fathers and the lives of the God-pleasers
2. Studying and impressing upon yourself all the God-given truths in brief statements (the catechesis).
3. Asking questions of those older and more experienced.
4. Mutual informative discourse with friends.
A rule for reading:
• Before reading empty your soul of everything.
• Arouse the desire to know about what is being read.
• Turn prayerfully to God.
• Follow what you are reading with attention and place everything in your open heart.
• If something did not reach the heart, stay with it until it reaches.
• You should read quite slowly.
• Stop reading when the soul no longer wants to nourish itself with reading. That means it is full. If the soul finds one passage utterly stunning, stop there and read no more.
The best time to read the Word of God is in the morning.
Read the lives of the Saints is after mid-day meal.
Read the Holy Fathers before gong to sleep.
Remember the goal is impressing the truth on yourself and awakening the spirit.
Clarify the truth, hold it in your mind until they bond. Make no deductions or limitations.
"We can see the rule for everyone is this: impress the truth in a way that will awaken you."
St. Theophan
Ref: Path to Salvation, pp 242, 248
http://orthodoxwayoflife.blogspot.ca/2010/02/exercises-for-mind.html
Vision of Another World
As we enter into this realm within our heart we are able to see the heavenly temple.
"Strive to enter the temple within yourself, and you will see the heavenly temple," Saint Isaac the Syrian
This vision is one that is indescribable and it impresses itself on the consciousness. It with this vision that we are left to our free will to act and live "on earth as in heaven," as the Lord taught us in the Lord's Prayer.
When one enters within, the entire structure of the spiritual realm is revealed. Here is how Saint Theophan describes it:
"God is One, worshiped in Trinity, the Creator and Upholder of all things," or as Lord Jesus Christ through the Holy Spirit, active in the Holy Church, which, having perfected the faithful, transports them to another world. This world will continue until the fullness of time, or the end of time, when, at the resurrection and judgment all will receive according to their deeds––some will descend into hell, while others will dwell in paradise, and "God will be all in all" (1Cor 15:28).
This is the vision that we should all impress on our mind. St. Theophan asks us to establish ourselves in this paradigm. He says,
It is the same as viewing oneself as being in an acknowledged peaceful co-relationship with everything around. This means establishing oneself within the reign of the Almighty God at His right hand, the feeling of being upheld by Him, absorbed in Him and observed by Him...
Seeking salvation as a member of His Church Saint John Chrysostom advises us to develop a feeling that you are a warrior for Christ and a citizen of His city, remembering that you are established in death and judgment, with your eye turned toward either heaven or hell.
St. Theophan tells us that establishing this vision in our minds takes some effort. Here is how.
It consists entirely in simply straining the mind's eye to see these subjects. See yourself upheld by the right hand of God and as seen by God's eye, saved in the Lord, standing after death before the judgment which will determine whether you will be received into Paradise or swallowed up by hell. Apply all you labor to first just see this. Once this vision has been achieved the first time, it becomes easier and more frequent. Whoever will do this forcefully and without distraction will quickly attain an unceasing vision, or, what is the same, he will stand in the spiritual world, in the presence of God, in the church, at the hour of death and judgment, at the threshold of hell or Paradise.
Once this vision is established in the mind the the last effort is feeling that you are there. He says,
It is feeling yourself upheld in the almighty reigning power of God as a child in its mother's arms; to be in the presence of God's all-seeing power as one presented before a King; to fit yourself into the paradigm of salvation as a soldier in formation, or a son in his father's house, or an expert at his work, or a comrade in his circle of friends, or amongst your own family members; to relate death and judgment as a criminal each minute awaits a sentence; to look at heaven and hell as one standing on the narrowest plank––on onside is the abyss, roiling with flames, on the other side is a lovely garden.
Remember that the Lord told us, "The kingdom of God is within you (Lk 17:21). The transition from this world into the other is your goal and the object of all your seeking.
"The vision of the other world can hold ad enkindle the spirit of zeal..." St.Theophan
"You do not belong here but to another world... " St. John Chrysostom
Ref: Path to Salvation pp 226-232
"Strive to enter the temple within yourself, and you will see the heavenly temple," Saint Isaac the Syrian
This vision is one that is indescribable and it impresses itself on the consciousness. It with this vision that we are left to our free will to act and live "on earth as in heaven," as the Lord taught us in the Lord's Prayer.
When one enters within, the entire structure of the spiritual realm is revealed. Here is how Saint Theophan describes it:
"God is One, worshiped in Trinity, the Creator and Upholder of all things," or as Lord Jesus Christ through the Holy Spirit, active in the Holy Church, which, having perfected the faithful, transports them to another world. This world will continue until the fullness of time, or the end of time, when, at the resurrection and judgment all will receive according to their deeds––some will descend into hell, while others will dwell in paradise, and "God will be all in all" (1Cor 15:28).
This is the vision that we should all impress on our mind. St. Theophan asks us to establish ourselves in this paradigm. He says,
It is the same as viewing oneself as being in an acknowledged peaceful co-relationship with everything around. This means establishing oneself within the reign of the Almighty God at His right hand, the feeling of being upheld by Him, absorbed in Him and observed by Him...
Seeking salvation as a member of His Church Saint John Chrysostom advises us to develop a feeling that you are a warrior for Christ and a citizen of His city, remembering that you are established in death and judgment, with your eye turned toward either heaven or hell.
St. Theophan tells us that establishing this vision in our minds takes some effort. Here is how.
It consists entirely in simply straining the mind's eye to see these subjects. See yourself upheld by the right hand of God and as seen by God's eye, saved in the Lord, standing after death before the judgment which will determine whether you will be received into Paradise or swallowed up by hell. Apply all you labor to first just see this. Once this vision has been achieved the first time, it becomes easier and more frequent. Whoever will do this forcefully and without distraction will quickly attain an unceasing vision, or, what is the same, he will stand in the spiritual world, in the presence of God, in the church, at the hour of death and judgment, at the threshold of hell or Paradise.
Once this vision is established in the mind the the last effort is feeling that you are there. He says,
It is feeling yourself upheld in the almighty reigning power of God as a child in its mother's arms; to be in the presence of God's all-seeing power as one presented before a King; to fit yourself into the paradigm of salvation as a soldier in formation, or a son in his father's house, or an expert at his work, or a comrade in his circle of friends, or amongst your own family members; to relate death and judgment as a criminal each minute awaits a sentence; to look at heaven and hell as one standing on the narrowest plank––on onside is the abyss, roiling with flames, on the other side is a lovely garden.
Remember that the Lord told us, "The kingdom of God is within you (Lk 17:21). The transition from this world into the other is your goal and the object of all your seeking.
"The vision of the other world can hold ad enkindle the spirit of zeal..." St.Theophan
"You do not belong here but to another world... " St. John Chrysostom
Ref: Path to Salvation pp 226-232
Harmony in Marriage ( Elder Macarius )
In our difficulties we must pray to be shown the way to overcome differences. To ask that we be shown our own faults so we do not dwell only on the faults of the other. We need to pray for the strength to forgive all the trespasses that have been made against us as well as to be forgive our own trespasses. Married life is a continual test of our Christian values n action.
Prayer is essential for a loving peace. Married couples should pray together
Elder Macarius says,
The joint prayer of a husband and wife is a great force... Remember that under all circumstances, humility is your surest weapon.Reference: Russian Letters of Spiritual Direction, p 89
Το Πάτερ ημών χωρίς αριθμό
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ ΟΛΑΡΟΥ
«Κάθε προσευχή είναι ένα δώρο από το Θεό. Εμείς όμως είμαστε αδύναμοι. Προσευχήσου παιδάκι μου όπως μπορείς.Τ ο πηγάδι είναι βαθύ το σχοινί όμως και ο κουβάς είναι πιο κοντά.
Διάβασε το πρωί τον Ακάθιστο της Παναγίας, ενώ το βράδυ την Παράκλησή της. Οπωσδήποτε το Πιστεύω μία φορά την ημέρα και τον 50ο Ψαλμό τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα.
Από εκεί και πέρα ο κανόνας σου λέει: ”Το Πάτερ Ημών, χωρίς αριθμό. Το Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον με, χωρίς αριθμό. Μετάνοιες, χωρίς αριθμό.
Ο καθένας όσο μπορεί. Και η μέλισσα δεν μπορεί να συλλέξει το νέκταρ απ’ όλα τα λουλούδια. Είναι όμως πολύ καλό να έχεις έναν κανόνα προσευχής…Να κάνεις κάθε μέρα μετάνοιες στην Παναγία λέγοντας όπως οι γριούλες: ”Παναγία μου μη με αφήσεις. Μη με αφήνεις Παναγίτσα μου.”
Γέροντας Εφραίμ Φιλοθεΐτης - Νουθεσίες περί υπακοής
Η υπακοή χαρίζει αμεριμνία,
διότι η μέριμνα είναι μια πνευματική φυματίωση, που σιγα–σιγά, σαν μικρόβιο
φυματιώσεως συνεχώς δηλητηριάζει τη ζωή του ανθρώπου, της ψυχής και του σώματος
και σταδιακά φέρνει το θάνατο. Έτσι και η μέριμνα του βίου σαν ένα άλλο μικρόβιο
φθείρει τον άνθρωπο, την ψυχή του και τον πεθαίνει ψυχικά.
Η υπακοή αναφέρεται στο Χριστό και όχι στον άνθρωπο που υπακούει κανείς. Και όταν ο υποτακτικός υπακούει χωρίς παράσιτα, αλλά για την αγάπη του Χριστού και μόνο, τότε η υπακοή του είναι σωστή μπροστά στα μάτια του Χριστού. Να υπακούμε για την αγάπη του Χριστού και μόνο και έτσι ο δρόμος μας γίνεται σταθερός και ίσιος για το Χριστό.
Ποιος άνθρωπος πάνω στη γη δεν έκανε σφάλματα και δεν τραυματίσθηκε στην πάλη με τους δαίμονες, τα πάθη και τον κόσμο; Δε μιλάμε γι’ αυτά τα τραύματα, αλλά μιλούμε ότι πρέπει να βλέπουμε συνεχώς τον προορισμό μας. Με τις δύο αρετές, της υπακοής για την αγάπη του Χριστού και της προσευχής να πετύχουμε την αγάπη του Χριστού. Κι όταν η αγάπη του Θεού έρθει μέσα στην ψυχή μας, τότε ο δρόμος μας πλέον δέχεται φως. Τότε η αγάπη του Χριστού εξουδετερώνει κάθε δυσκολία και νιώθουμε τη ζωή πάρα πολύ ευτυχισμένη.
Η υπακοή ταπεινώνει τον άνθρωπο και η ταπείνωση εξουδετερώνει κάθε πειρασμική ενέργεια. Όπου ταπείνωση, εκεί ο διάβολος χάνεται. Όπου υπερηφάνεια κι εγωισμός, εκεί η παρουσία των δαιμόνων, οι πειρασμοί και τα πάθη. Γι’ αυτό η υπακοή είναι πολύ χαριτωμένη αρετή, επειδή οπλίζει με τόση ταπείνωση τον άνθρωπο όταν υπακούει εν γνώσει, για την αγάπη του Χριστού.
Η υπακοή αναφέρεται στο Χριστό και όχι στον άνθρωπο που υπακούει κανείς. Και όταν ο υποτακτικός υπακούει χωρίς παράσιτα, αλλά για την αγάπη του Χριστού και μόνο, τότε η υπακοή του είναι σωστή μπροστά στα μάτια του Χριστού. Να υπακούμε για την αγάπη του Χριστού και μόνο και έτσι ο δρόμος μας γίνεται σταθερός και ίσιος για το Χριστό.
Ποιος άνθρωπος πάνω στη γη δεν έκανε σφάλματα και δεν τραυματίσθηκε στην πάλη με τους δαίμονες, τα πάθη και τον κόσμο; Δε μιλάμε γι’ αυτά τα τραύματα, αλλά μιλούμε ότι πρέπει να βλέπουμε συνεχώς τον προορισμό μας. Με τις δύο αρετές, της υπακοής για την αγάπη του Χριστού και της προσευχής να πετύχουμε την αγάπη του Χριστού. Κι όταν η αγάπη του Θεού έρθει μέσα στην ψυχή μας, τότε ο δρόμος μας πλέον δέχεται φως. Τότε η αγάπη του Χριστού εξουδετερώνει κάθε δυσκολία και νιώθουμε τη ζωή πάρα πολύ ευτυχισμένη.
Η υπακοή ταπεινώνει τον άνθρωπο και η ταπείνωση εξουδετερώνει κάθε πειρασμική ενέργεια. Όπου ταπείνωση, εκεί ο διάβολος χάνεται. Όπου υπερηφάνεια κι εγωισμός, εκεί η παρουσία των δαιμόνων, οι πειρασμοί και τα πάθη. Γι’ αυτό η υπακοή είναι πολύ χαριτωμένη αρετή, επειδή οπλίζει με τόση ταπείνωση τον άνθρωπο όταν υπακούει εν γνώσει, για την αγάπη του Χριστού.
Subscribe to:
Posts (Atom)