Thursday, July 18, 2013
Θλίψη, ἄγχος, και μελαγχολία ( Γέρων Πορφύριος )
Τό σπουδαῖο εἶναι νά μποῦμε στήν Ἐκκλησία. Νά ἑνωθοῦμε μέ τούς συνανθρώπους μας, μέ τίς χαρές καί τίς λύπες ὅλων. Νά τούς νιώθουμε δικούς μας, νά προσευχόμαστε γιά ὅλους, νά πονᾶμε γιά τήν σωτηρία τους, νά ξεχνᾶμε τούς ἑαυτούς μας. Νά κάνομε τό πᾶν γι’ αὐτούς, ὅπως ὁ Χριστός γιά μᾶς. Μέσα στήν Ἐκκλησία γινόμαστε ἕνα μέ κάθε δυστυχισμένο καί πονεμένο κι ἁμαρτωλό. Κανείς δέν πρέπει νά θέλει νά σωθεῖ μόνος του, χωρίς νά σωθοῦν καί οἱ ἄλλοι. Εἶναι λάθος νά προσεύχεται κανείς γιά τόν ἑαυτό του, γιά νά σωθεῖ ὁ ἴδιος. Τούς ἄλλους πρέπει νά ἀγαπᾶμε καί νά προσευχόμαστε νά μή χαθεῖ κανείς· νά μποῦν ὅλοι στήν Ἐκκλησία. Αὐτό ἔχει ἀξία. Καί μ’ αὐτή τήν ἐπιθυμία πρέπει νά φύγει κανείς ἀπ’ τόν κόσμο, γιά νά πάει στό μοναστήρι ἤ στήν ἔρημο.
Μέσα στήν Ἐκκλησία, πού ἔχει τά μυστήρια πού σώζουν, δέν ὑπάρχει ἀπελπισία. Μπορεῖ νά εἴμαστε πολύ ἁμαρτωλοί. Ἐξομολογούμαστε, ὅμως μᾶς διαβάζει ὁ παπάς κι ἔτσι συγχωρούμαστε καί προχωροῦμε πρός τήν ἀθανασία, χωρίς καθόλου ἄγχος, χωρίς καθόλου φόβο.
Ὅποιος ζεῖ τόν Χριστό, γίνεται ἕνα μαζί Του, μέ τήν Ἐκκλησία Του. Ζεῖ μιὰ τρέλα! Ἡ ζωή αὐτή εἶναι διαφορετική ἀπ’ τή ζωή τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι χαρά, εἶναι φῶς, εἶναι ἀγαλλίαση, εἶναι ἀνάταση. Αὐτή εἶναι ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ζωή τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστίν» (Λουκ. 17,21). Ἔρχεται μέσα μας ὁ Χριστός κι ἐμεῖς εἴμαστε μέσα Του. Καί συμβαίνει ὅπως μ’ ἕνα κομμάτι σίδηρο πού τοποθετημένο μές στή φωτιά γίνεται φωτιά καί φῶς· ἔξω ἀπ’ τή φωτιά, πάλι σίδηρος σκοτεινός, σκοτάδι.
Ὅσοι κατηγοροῦν τήν Ἐκκλησία γιά τά λάθη τῶν ἐκπροσώπων της, μέ σκοπό δῆθεν νά βοηθήσουν γιά τήν διόρθωση, κάνουν μεγάλο λάθος. Αὐτοί δέν ἀγαποῦν τήν Ἐκκλησία. Οὔτε, βέβαια τόν Χριστό. Τότε ἀγαπᾶμε τήν Ἐκκλησία, ὅταν μέ τήν προσευχή μας ἀγκαλιάζουμε κάθε μέλος της καί κάνομε ὅ,τι κάνει ὁ Χριστός. Θυσιαζόμαστε, ἀγρυπνοῦμε, κάνομε τό πᾶν, ὅπως ἐκεῖνος, ὁ ὁποῖος «τίς λοιδορίες δέν τίς ἀνταπέδιδε, καί ὅταν ἔπασχε δέν ἀπειλοῦσε» (Α΄ Πετρ. 2,23).
Νά προσέχουμε καί τό τυπικό μέρος. Νά ζοῦμε τά μυστήρια, ἰδιαίτερα τό μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας. Σ’ αὐτά βρίσκεται ἡ Ὀρθοδοξία. Προσφέρεται ὁ Χριστός στήν Ἐκκλησία μέ τά μυστήρια καί κυρίως μέ τήν Θεία Κοινωνία.
Γιά πολλούς, ὅμως, ἡ θρησκεία εἶναι ἕνας ἀγώνας, μιὰ ἀγωνία κι ἕνα ἄγχος. Γι’ αὐτό πολλούς ἀπ’ τούς «θρήσκους» τοὺς θεωροῦνε δυστυχισμένους, γιατί βλέπουνε σέ τί χάλια βρίσκονται. Καί πράγματι. Γιατί ἄν δέν καταλάβει κανείς τό βάθος τῆς θρησκείας καί δέν τήν ζήσει, ἡ θρησκεία καταντάει ἀρρώστεια καί μάλιστα φοβερή. Τόσο φοβερή, πού ὁ ἄνθρωπος χάνει τόν ἔλεγχο τῶν πράξεών του, γίνεται ἄβουλος κι ἀνίσχυρος, ἔχει ἀγωνία κι ἄγχος καί φέρεται ὑπό κακοῦ πνεύματος (δηλ. δαιμονικῆς ἐνέργειας). Κάνει μετάνοιες, κλαίει, φωνάζει, ταπεινώνεται τάχα, κι ὅλη αὐτή ἡ ταπείνωση εἶμαι μιὰ σατανική ἐνέργεια. Ὁρισμένοι τέτοιοι ἄνθρωποι ζοῦνε τή θρησκεία σάν ἕνα εἶδος κολάσεως. Μέσα στήν ἐκκλησία κάνουν μετάνοιες, σταυρούς, λένε, «εἴμαστε ἁμαρτωλοί, ἀνάξιοι», καί μόλις βγοῦνε ἔξω, ἀρχίζουν νά βλασφημᾶνε τά θεῖα, ὅταν κάποιος λίγο τοὺς ἐνοχλήσει. Φαίνεται καθαρά ὅτι ὑπάρχει στό μέσον δαιμόνιο.
Στήν πραγματικότητα, ἡ χριστιανική θρησκεία μεταβάλλει τόν ἄνθρωπο καί τόν θεραπεύει. Ἡ κυριότερη, ὅμως, προϋπόθεση, γιά νά ἀντιληφθεῖ καί νά διακρίνει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια, εἶναι ἡ ταπείνωση. Ὁ ἐγωισμός σκοτίζει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τόν μπερδεύει, τόν ὁδηγεῖ στήν πλάνη, στήν αἵρεση. Εἶναι σπουδαῖο νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τήν ἀλήθεια.
Στίς αἱρέσεις πᾶνε ὅλοι οἱ μπερδεμένοι. Μπερδεμένα παιδιά μπερδεμένων γονέων.
Πολλές φορές οὔτε ὁ κόπος, οὔτε οἱ μετάνοιες, οὔτε οἱ σταυροί προσελκύουν τή χάρη. Ὑπάρχουν μυστικά. Τό οὐσιαστικότερο εἶναι νά φύγεις ἀπ’ τόν τύπο καί νά πηγαίνεις στήν οὐσία. Ὅ,τι γίνεται, νά γίνεται ἀπό ἀγάπη.
Ὅταν δέν ζεῖς μέ τόν Χριστό, ζεῖς μές στή μελαγχολία, στή θλίψη, στό ἄγχος, στή στενοχώρια. δέν ζεῖς σωστά. Τότε παρουσιάζονται πολλές ἀνωμαλίες καί στόν ὀργανισμό. Ἐπηρεάζεται τό σῶμα, οἱ ἐνδοκρινεῖς ἀδένες, τό συκώτι, ἡ χολή, τό πάγκρεας, τό στομάχι. Σοῦ λένε: «Γιά νά εἶσαι ὑγιής, πάρε τό πρωί τό γάλα σου, τό αὐγουλάκι σου, τό βουτυράκι σου μέ δύο-τρία παξιμάδια». Κι ὅμως, ἄν ζεῖς σωστά, ἄν ἀγαπήσεις τόν Χριστό, μ’ ἕνα πορτοκάλι κι ἕνα μῆλο εἶσαι ἐντάξει. Τό μεγάλο φάρμακο εἶναι νά ἐπιδοθεῖ κανείς στήν λατρεία τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα θεραπεύονται. Ὅλα λειτουργοῦν κανονικά. Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὅλα τά μεταβάλλει, τά μεταποιεῖ, τά ἁγιάζει, τά διορθώνει, τά ἀλλάζει, τά μεταστοιχειώνει.
Ὁ ἔρωτας πρός τόν Χριστό εἶναι κάτι ἄλλο. Δέν ἔχει τέλος, δέν ἔχει χορτασμό. Δίνει ζωή, δίνει σθένος, δίνει ὑγεία, δίνει, δίνει, δίνει… Κι ὅσο δίνει, τόσο πιό πολύ ὁ ἄνθρωπος θέλει νά ἐρωτεύεται. Ἐνῶ ὁ ἀνθρώπινος ἔρωτας μπορεῖ νά φθείρει τόν ἄνθρωπο, νά τόν τρελάνει. Ὅταν ἀγαπήσομε τόν Χριστό, ὅλες οἱ ἄλλες ἀγάπες ὑποχωροῦν. Οἱ ἄλλες ἀγάπες ἔχουν κορεσμό.. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει κορεσμό. Ἡ σαρκική ἀγάπη ἔχει κορεσμό. Μετά μπορεῖ ν’ ἀρχίσει ἡ ζήλια, ἡ γκρίνια, μέχρι κι ὁ φόνος. Μπορεῖ νά μεταβληθεῖ σέ μίσος. Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη δέν ἀλλοιώνεται. Ἡ κοσμική ἀγάπη λίγο διατηρεῖται καί σιγά σιγά σβήνει, ἐνῶ ἡ θεία ἀγάπη ὁλοένα μεγαλώνει καί βαθαίνει. Κάθε ἄλλος ἔρωτας μπορεῖ νά φέρει τόν ἄνθρωπο σέ ἀπελπισία. Ὁ θεῖος ἔρως, ὅμως, μᾶς ἀνεβάζει στή σφαίρα τοῦ Θεοῦ, μᾶς χαρίζει γαλήνη, χαρά, πληρότητα. Οἱ ἄλλες ἡδονές κουράζουν, ἐνῶ αὐτή διαρκῶς δέν χορταίνεται. Εἶναι μία ἡδονή ἀκόρεστος, πού δέν τήν βαριέται κανείς ποτέ. Εἶναι τό ἄκρον ἀγαθόν.
Ὅταν ἀγαπᾶς τόν Χριστό, παρόλες τίς ἀδυναμίες καί τή συναίσθηση πού ἔχεις γι’ αὐτές ἔχεις τή βεβαιότητα ὅτι ξεπέρασες τόν θάνατο, γιατί βρίσκεσαι στήν κοινωνία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
Τόν Χριστό νά τόν αἰσθανόμαστε σάν φίλο μας. Εἶναι φίλος μας. Τό βεβαιώνει ὁ ἴδιος, ὅταν λέει: «Ἐσεῖς εἶστε φίλοι μου…» (Ἰω. 15,14). Σάν φίλο νά τόν ἀτενίζομε καί νά τόν πλησιάζομε. Πέφτομε; Ἁμαρτάνομε; Μέ οἰκειότητα, μέ ἀγάπη κι ἐμπιστοσύνη νά τρέχομε κοντά του· ὄχι μέ φόβο ὅτι θά μᾶς τιμωρήσει ἀλλά μέ θάρρος, πού θά μᾶς τό δίδει ἡ αἴσθηση τοῦ φίλου. Νά τοῦ ποῦμε: «Κύριε, τό ἔκανα, ἔπεσα, συγχώρεσέ με». Ἀλλά συγχρόνως νά αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἀγαπάει, ὅτι μᾶς δέχεται τρυφερά, μέ ἀγάπη καί μᾶς συγχωρεῖ. Νά μή μᾶς χωρίζει ἀπ’ τόν Χριστό ἡ ἁμαρτία. Ὅταν πιστεύουμε ὅτι μᾶς ἀγαπάει καί τόν ἀγαπᾶμε, δέν θά αἰσθανόμαστε ξένοι καί χωρισμένοι ἀπ’ Αὐτόν, οὔτε ὅταν ἁμαρτάνουμε. Ἔχουμε ἐξασφαλίσει τήν ἀγάπη Του κι ὅπως καί νά φερθοῦμε, ξέρομε ὅτι μᾶς ἀγαπάει.
Τό Εὐαγγέλιο, βέβαια, λέει μέ συμβολικές λέξεις γιά τόν ἄδικο ὅτι θά βρεθεῖ ἐκεῖ, ὅπου ὑπάρχει «ὁ τριγμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων», διότι μακράν τοῦ Θεοῦ ἔτσι εἶναι. Καί ἀπό τούς νηπτικούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας πολλοί ὁμιλοῦν γιά φόβο θανάτου καί κολάσεως. Λένε: «Ἔχε μνήμη θανάτου πάντοτε». Αὐτές οἱ λέξεις, ἄν τίς ἐξετάσομε βαθιά, δημιουργοῦν τόν φόβο τῆς κολάσεως. Ὁ ἄνθρωπος προσπαθώντας ν’ ἀποφύγει τήν ἁμαρτία, κάνει αὐτές τίς σκέψεις, γιά νά κυριευθεῖ ἡ ψυχή του ἀπ’ τό φόβο τοῦ θανάτου, τῆς κολάσεως καί τοῦ διαβόλου.
Ὅλα ἔχουν τή σημασία τους, τό χρόνο καί τήν περίστασή τους. Ἡ ἔννοια τοῦ φόβου εἶναι καλή γιά τά πρῶτα στάδια. Εἶναι γιά τούς ἀρχάριους, γι’ αὐτούς πού ζεῖ μέσα τους ὁ παλαιός ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος ὁ ἀρχάριος, πού δέν ἔχει ἀκόμη λεπτυνθεῖ, συγκρατεῖται ἀπ’ τό κακό μέ τό φόβο. Καί ὁ φόβος εἶναι ἀπαραίτητος, ἐφόσον εἴμαστε ὑλικοί καί χαμερπεῖς. Ἀλλ’ αὐτό εἶναι ἕνα στάδιο, ἕνας χαμηλός βαθμός σχέσεως μέ τό θεῖον. Τό πᾶμε στή συναλλαγή, προκειμένου νά κερδίσομε τόν Παράδεισο ἤ νά γλιτώσομε τήν κόλαση. Αὐτό, ἄν τό καλοεξετάσομε, δείχνει κάποια ἰδιοτέλεια, κάποιο συμφέρον. Ἐμένα δέ μοῦ ἀρέσει αὐτός ὁ τρόπος. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος προχωρήσει καί μπεῖ στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τί τοῦ χρειάζεται ὁ φόβος; Ὅ,τι κάνει, τό κάνει ἀπό ἀγάπη κι ἔχει πολύ μεγαλύτερη ἀξία αὐτό. Τό νά γίνει καλός κάποιος ἀπό φόβο στόν Θεό κι ὄχι ἀπό ἀγάπη δέν ἔχει τόση ἀξία.
Ὅποιος θέλει νά γίνει χριστιανός, πρέπει πρῶτα νά γίνει ποιητής. Ἄν στραπατσαρισθεῖ ἡ ψυχή καί γίνει ἀνάξια τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, διακόπτει ὁ Χριστός τίς σχέσεις, διότι ὁ Χριστός «χοντρές» ψυχές δέν θέλει κοντά Του.
Κανείς νά μή σᾶς βλέπει, κανείς νά μήν καταλαβαίνει τίς κινήσεις τῆς λατρείας σας πρός τό θεῖον. Ὅλ’ αὐτά κρυφά, μυστικά, σάν τούς ἀσκητές. Θυμάστε ποὺ σᾶς ἔχω πεῖ γιά τ’ ἀηδονάκι; Μές στό δάσος κελαϊδάει. Στή σιγή. Νά πεῖ πὼς κάποιος τ’ ἀκούει, πὼς κάποιος τό ἐπαινεῖ; Πόσο ὡραῖο κελάηδημα στήν ἐρημιά! Ἔχετε δεῖ πῶς φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του; Ἔτσι γίνεται καί μ’ αὐτόν πού ἐρωτεύεται τόν Χριστό. Ἅμα ἀγαπάει, «φουσκώνει ὁ λάρυγγας, παθαίνει, μαλλιάζει ἡ γλώσσα». Πιάνει μιὰ σπηλιά, ἕνα λαγκάδι καί ζεῖ τόν Θεό μυστικά, «στεναγμοῖς ἀλαλήτοις».
Περιφρονῆστε τά πάθη, μήν ἀσχολεῖσθε μέ τόν διάβολο. Στραφεῖτε στόν Χριστό.
Ἡ θεία χάρις μᾶς διδάσκει τό δικό μας χρέος. Γιά νά τήν προσελκύσουμε, θέλει ἀγάπη, λαχτάρα. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ θέλει θεῖο ἔρωτα. Ἡ ἀγάπη ἀρκεῖ, γιά νά μᾶς φέρει σέ κατάλληλη «φόρμα» γιά προσευχή. Μόνος Του θά ἔλθει ὁ Χριστός καί θά ἐγκύψει στήν ψυχή μας, ἀρκεῖ νά βρεῖ ὁρισμένα πραγματάκια πού νά Τόν εὐχαριστοῦν· ἀγαθή προαίρεση, ταπείνωση καί ἀγάπη. Χωρίς αὐτά δέν μποροῦμε νά ποῦμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με»
Ὁ παραμικρός γογγυσμός κατά τοῦ πλησίον ἐπηρεάζει τήν ψυχή σας καί δέν μπορεῖτε νά προσευχηθεῖτε. Τό Πνεῦμα τό Ἅγιον, ὅταν βρίσκει ἔτσι τήν ψυχή, δέν τολμάει νά πλησιάσει.
Νά ζητᾶμε νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτό εἶναι τό πιό συμφέρον, τό πιό ἀσφαλές γιά μᾶς καί γιά ὅσους προσευχόμαστε. Ὁ Χριστός θά μᾶς τά δώσει ὅλα πλούσια. Ὅταν ὑπάρχει ἔστω καί λίγος ἐγωισμός, δέν γίνεται τίποτα.
Ὅταν ὁ Θεός δέν μᾶς δίδει κάτι πού ἐπίμονα ζητᾶμε, ἔχει τό λόγο Του. Ἔχει κι ὁ Θεός τά «μυστικά» Του.
Ἄν δέν κάνετε ὑπακοή (σέ ἱερέα-πνευματικό) καί δέν ἔχετε ταπείνωση, ἡ εὐχή (δηλ. τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με) δέν ἔρχεται καί ὑπάρχει καί φόβος πλάνης.
Νά μήν γίνεται ἡ εὐχή (τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με) ἀγγαρεία. Ἡ πίεση μπορεῖ νά φέρει μία ἀντίδραση μέσα μας, νά κάνει κακό. Ἔχουν ἀρρωστήσει πολλοί μέ τήν εὐχή, γιατί τήν ἔκαναν μέ πίεση. Καί γίνεται, βέβαια, κι ὅταν τό κάνεις ἀγγαρεία· ἀλλά δέν εἶναι ὑγιές.
Δέν εἶναι ἀνάγκη νά συγκεντρωθεῖτε ἰδιαίτερα γιά νά πεῖτε τήν εὐχή. Δέν χρειάζεται καμιά προσπάθεια ὅταν ἔχεις θεῖο ἔρωτα. Ὅπου βρίσκεσθε, σέ σκαμνί, σέ καρέκλα, σέ αὐτοκίνητο, παντοῦ, στόν δρόμο, στό σχολεῖο, στό γραφεῖο, στή δουλειά μπορεῖτε νά λέτε τήν εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἁπαλά, χωρίς πίεση, χωρίς σφίξιμο.
Σημασία στήν προσευχή ἔχει ὄχι ἡ χρονική διάρκεια ἀλλά ἡ ἔνταση. Νά προσεύχεσθε ἔστω καί πέντε λεπτά, ἀλλά δοσμένα στό Θεό μέ ἀγάπη καί λαχτάρα. Μπορεῖ ἕνας μία ὁλόκληρη νύχτα νά προσεύχεται κι αὐτή ἡ προσευχή τῶν πέντε λεπτῶν νά εἶναι ἀνώτερη. Μυστήριο εἶναι αὐτό βέβαια, ἀλλά ἔτσι εἶναι.
Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ ὅλα τά κάνει προσευχή. Καί τή δυσκολία καί τή θλίψη, τίς κάνει προσευχή. Ὅ,τι καί νά τοῦ τύχει ἀμέσως ἀρχίζει: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…». Ἡ προσευχή ὠφελεῖ σέ ὅλα, καί στά πιό ἁπλά. Γιά παράδειγμα, πάσχεις ἀπό αὐπνία· νά μή σκέπτεσαι τόν ὕπνο. Νά σηκώνεσαι, νά βγαίνεις ἔξω καί νά ἔρχεσαι πάλι μέσα στό δωμάτιο, νά πέφτεις στό κρεβάτι σάν γιά πρώτη φορά, χωρίς νά σκέπτεσαι ἄν θά κοιμηθεῖς ἤ ὄχι. Νά συγκεντρώνεσαι, νά λές τή δοξολογία καί μετά τρεῖς φορές τό «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ…» κι ἔτσι θά ἔρχεται ὁ ὕπνος.
Ὅλα εἶναι μέσα μας, καί τά ἔνστικτα καί τά πάντα, καί ζητοῦν ἱκανοποίηση. Ἄν δέν τά ἱκανοποιήσομε, κάποτε θά ἐκδικηθοῦν, ἐκτός καί τά διοχετεύσομε ἀλλοῦ, στό ἀνώτερο, στόν Θεό.
Δέν γίνεσθε ἅγιοι κυνηγώντας τό κακό. Ἀφῆστε τό κακό. Νά κοιτάζετε πρός τόν Χριστό κι Αὐτός θά σᾶς σώσει. Ἀντί νά στέκεσθε ἔξω ἀπό τήν πόρτα καί νά διώχνετε τόν ἐχθρό, περιφρονῆστε τον. Ἔρχεται ἀπό δῶ τό κακό; Δοθεῖτε μά τρόπο ἁπαλό ἀπό ἐκεῖ. Δηλαδή ἔρχεται νά σᾶς προσβάλει τό κακό, δῶστε ἐσεῖς τήν ἐσωτερική σας δύναμη στό καλό, στόν Χριστό. Παρακαλέστε: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Ξέρει ἐκεῖνος πῶς νά σᾶς ἐλεήσει, μέ τί τρόπο. Κι ὅταν γεμίζετε ἀπ’ τό καλό, δέν στρέφεσθε πιά πρός τό κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, καλοί. Ποῦ νά βρεῖ τόπο τότε τό κακό; Ἐξαφανίζεται!
Σᾶς πιάνει φοβία κι ἀπογοήτευση; Στραφεῖτε στόν Χριστό. Ἀγαπῆστε τον ἁπλά, ταπεινά, χωρίς ἀπαίτηση καί θά σᾶς ἀπαλλάξει ὁ Ἴδιος.
Νά μή διαλέγετε ἀρνητικούς τρόπους γιά τή διόρθωσή σας. Δέν χρειάζεται οὔτε τόν διάβολο νά φοβάσθε, οὔτε τήν κόλαση, οὔτε τίποτα. Δημιουργοῦν ἀντίδραση. Ἔχω κι ἐγώ μία μικρή πείρα σ’ αὐτά. Ὁ σκοπός δέν εἶναι νά κάθεσθε, νά πλήττετε καί νά σφίγγεσθε, γιά νά βελτιωθεῖτε. Ὁ σκοπός εἶναι νά ζεῖτε, νά μελετᾶτε, νά προσεύχεσθε, νά προχωρᾶτε στήν ἀγάπη, στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, στήν ἀγάπη τῆς Ἐκκλησίας.
Τίς ἀδυναμίες ἀφῆστε τις ὅλες, γιά νά μήν παίρνει εἴδηση τό ἀντίθετο πνεῦμα (δηλ. ὁ διάβολος) καί σᾶς βουτάει καί σᾶς καθηλώνει καί σᾶς βάζει στή στενοχώρια. Νά μήν κάνετε καμιά προσπάθεια ν’ ἀπαλλαγεῖτε ἀπό αὐτές. Ν’ ἀγωνίζεσθε μέ ἁπαλότητα καί ἁπλότητα, χωρίς σφίξιμο καί ἄγχος. Μή λέτε: «Τώρα θά σφιχτῶ, θά κάνω προσευχή ν’ ἀποκτήσω ἀγάπη, νά γίνω καλός κ.λπ.». Δέν εἶναι καλό νά σφίγγεσαι καί νά πλήττεις, γιά νά γίνεις καλός. Ἔτσι θ’ ἀντιδράσετε χειρότερα. Ὅλα νά γίνονται μέ ἁπαλό τρόπο, ἀβίαστα καί ἐλεύθερα. Οὔτε νά λέτε: «Θεέ μου, ἀπάλλαξέ με ἀπ’ αὐτό», παραδείγματος χάριν, τόν θυμό, τήν λύπη. Δέν εἶναι καλό νά προσευχόμαστε ἤ καί νά σκεπτόμαστε τό συγκεκριμένο πάθος. κάτι γίνεται στήν ψυχή μας καί μπλεκόμαστε ἀκόμη περισσότερο. Ρίξου μέ ὁρμή, γιά νά νικήσεις τό πάθος καί θά δεῖς τότε πώς θά σ’ ἀγκαλιάσει, θά σέ σφίξει καί δέν θά μπορέσεις νά κάνεις τίποτα.
Ἡ ἐλευθερία δέν κερδίζεται, ἄν δέν ἐλευθερώσομε τό ἐσωτερικό μας ἀπ’ τά μπερδέματα καί τά πάθη.
Αὐτό εἶναι ἡ Ἐκκλησία μας, αὐτή εἶναι ἡ χαρά μας, αὐτό εἶναι τό πᾶν γιά μᾶς. Καί ὁ ἄνθρωπος σήμερα αὐτό ζητάει. Καί παίρνει τά δηλητήρια καί τά ναρκωτικά, γιά νά ἔλθει σέ κόσμους χαρᾶς. ἀλλά ψεύτικης χαρᾶς. Κάτι αἰσθάνεται ἐκείνη τή στιγμή καί αὔριο εἶναι τσακισμένος. Τό ἕνα τόν τρίβει, τόν τρώει, τόν τσακίζει, τόν ψήνει. Ἐνῶ τό ἄλλο, δηλαδή τό δόσιμο στόν Χριστό, τόν ζωογονεῖ, τοῦ δίνει χαρά, τόν κάνει νά χαίρεται τή ζωή, νά νιώθει δύναμη, μεγαλεῖο.
Εἶναι μεγάλη τέχνη νά τά καταφέρετε νά ἁγιασθεῖ ἡ ψυχή σας. Παντοῦ μπορεῖ ν’ ἁγιάσει κανείς. Καί στήν Ὁμόνοια μπορεῖ ν’ ἁγιάσει, ἄν τό θέλει. Στήν ἐργασία σας, ὅποια καί νά εἶναι, μπορεῖτε νά γίνετε ἅγιοι. Μέ τήν πραότητα, τήν ὑπομονή, τήν ἀγάπη. Νά βάζετε κάθε μέρα νέα σειρά, νέα διάθεση, μέ ἐνθουσιασμό καί ἀγάπη, προσευχή καί σιωπή. Ὄχι νά ἔχετε ἄγχος καί νά σᾶς πονάει τό στῆθος.
Νά ἐργάζεσθε μέ ἐγρήγορση, ἁπλά, ἁπαλά, χωρίς ἀγωνία, μέ χαρά κι ἀγαλλίαση, μέ ἀγαθή διάθεση. Τότε ἔρχεται ἡ θεία χάρις.
Ὅλα τά δυσάρεστα, πού μένουν μέσα στήν ψυχή σας καί φέρνουν ἄγχος, μποροῦν νά γίνουν ἀφορμή γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ καί νά παύσουν νά σᾶς καταπονοῦν. Νά ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν Θεό.
Δέν εἶναι ἀνάγκη νά προσπαθεῖτε καί νά σφίγγεσθε. Ὅλη σας ἡ προσπάθεια νά εἶναι ν’ ἀτενίσετε τό φῶς, νά κατακτήσετε τό φῶς. Ἔτσι, ἀντί νά δίδεσθε στή στενοχώρια, πού δέν εἶναι τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, νά δίδεσθε στή δοξολογία τοῦ Θεοῦ.
Ἡ στενοχώρια δείχνει ὅτι δέν ἐμπιστευόμαστε τή ζωή μας στόν Χριστό.
Ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Χριστό, ὅταν γίνεται ἁπλά, ἁπαλά, χωρίς πίεση, κάνει τόν διάβολο νά φεύγει. Ὁ σατανᾶς δέν φεύγει μέ πίεση, μέ σφίξιμο. Ἀπομακρύνεται μέ τήν πραότητα καί τήν προσευχή. Ὑποχωρεῖ, ὅταν δεῖ τήν ψυχή νά τόν περιφρονεῖ καί νά στρέφεται μέ ἀγάπη πρός τόν Χριστό. Τήν περιφρόνηση δέν μπορεῖ νά τή ὑποφέρει, διότι εἶναι ὑπερόπτης. Ὅταν, ὅμως, πιέζεσθε, τό κακό πνεῦμα σᾶς παίρνει εἴδηση καί σᾶς πολεμάει. Μήν ἀσχολεῖσθε μέ τόν διάβολο, οὔτε νά παρακαλεῖτε νά φύγει. Ὅσο παρακαλεῖτε νά φύγει, τόσο σᾶς ἀγκαλιάζει. Τόν διάβολο νά τόν περιφρονεῖτε. Νά μήν τόν πολεμᾶτε κατά μέτωπον. Ὅταν πολεμᾶς μέ πεῖσμα κατά τοῦ διαβόλου, ἐπιτίθεται κι ἐκεῖνος σάν τίγρης, σάν ἀγριόγατα. Ὅταν τοῦ ρίχνεις σφαῖρες, αὐτός σοῦ ρίχνει χειροβομβίδα. Ὅταν τοῦ ρίχνεις βόμβα, σοῦ ρίχνει πύραυλο. Μή κοιτάζετε τό κακό. Νά κοιτάζετε τήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ καί νά πέφτετε στήν ἀγκαλιά Του καί νά προχωρεῖτε.
Ὁ ταπεινός ἔχει συνείδηση τῆς ἐσωτερικῆς του καταστάσεως καί, ὅσο κι ἄν εἶναι ἄσχημη, δέν χάνει τήν προσωπικότητά του. Δέν χάνει τήν ἰσορροπία του. Τό ἀντίθετο συμβάνει μέ τόν ἐγωιστή, τόν ἔχοντα αἰσθήματα κατωτερότητος. Στήν ἀρχή μοιάζει μέ τόν ταπεινό. Λίγο, ὅμως, ἄν τόν πειράξει κανείς, ἀμέσως χάνει τήν εἰρήνη του, ἐκνευρίζεται, ταράζεται.
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ χωρίς Θεό, χωρίς γαλήνη, χωρίς ἐμπιστοσύνη, ἀλλά μέ ἄγχος, ἀγωνία, κατάθλιψη, ἀπελπισία, ἀποκτάει ἀσθένειες σωματικές καί ψυχικές. Ἡ ψυχασθένεια, ἡ νευρασθένεια, ὁ διχασμός εἶναι δαιμονικές καταστάσεις. Δαιμόνιο εἶναι ἐπίσης καί ἡ ταπεινολογία. Τό λένε αἴσθημα κατωτερότητος. Ἡ ἀληθινή ταπείνωση δέν μιλάει, δέν λέει ταπεινολογίες, δηλαδή, «εἶμαι ἁμαρτωλός, ἀνάξιος, ἐλάχιστος πάντων…». Φοβᾶται ὁ ταπεινός μήπως μέ τίς ταπεινολογίες πέσει στήν κενοδοξία. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ δέν πλησιάζει ἐδῶ. Ἀντίθετα, ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ βρίσκεται ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή ταπείνωση, ἡ θεία ταπείνωση, ἡ τέλεια ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Ἡ ἐξάρτηση ἀπό Ἐκεῖνον.
Ὁ κενόδοξος τήν ψυχή του τήν ἀποξενώνει ἀπ’ τήν αἰώνια ζωή. Τελικά ὁ ἐγωισμός εἶναι σκέτη κουταμάρα! Ἡ κενοδοξία μᾶς κάνει κούφιους. Ὅταν κάνομε κάτι γιά νά ἐπιδειχθοῦμε, καταντοῦμε ἄδειοι ψυχικά. Ὅ,τι κάνομε, νά τό κάνομε γιά νά εὐχαριστήσομε τόν Θεό· ἀνιδιοτελῶς, χωρίς κενοδοξία, χωρίς ὑπηρηφάνεια, χωρίς ἐγωισμό, χωρίς, χωρίς…
Δέν πρέπει ἡ ψυχή μας ν’ ἀντιστέκεται καί νά λέει, «γιατί τό ἔκανε αὐτό ὁ Θεός, γιατί τό ἄλλο ἀλλιῶς, δέν μποροῦσε νά τό κάνει διαφορετικά;». Ὅλ’ αὐτά δείχνουν μία ἐσωτερική μικροψυχία καί ἀντίδραση. Δείχνουν τήν μεγάλα ἰδέα πού ἔχομε γιά τόν ἑαυτό μας, τήν ὑπερηφάνειά μας καί τόν μεγάλο ἐγωισμό μας. Αὐτά τά «γιατί» πολύ βασανίζουν τόν ἄνθρωπο, δημιουργοῦν αὐτό πού λέει ὁ κόσμος «κόμπλεξ». παραδείγματος χάριν, «γιατί νά εἶμαι πολύ ψηλός» ἤ – τό ἀντίθετο – «πολύ κοντός;». Αὐτό δέν φεύγει ἀπό μέσα. Καί προσεύχεται κανείς καί ἀγρυπνεῖ, ἀλλά γίνεται τό ἀντίθετο. Καί ὑποφέρει καί ἀγανακτεῖ χωρίς ἀποτέλεσμα. Ἐνῶ μέ τόν Χριστό, μέ τήν χάρη φεύγουν ὅλα. Ὑπάρχει αὐτό τό «κάτι» στό βάθος, δηλαδή τό «γιατί», ἀλλ’ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἐπισκιάζει τόν ἄνθρωπο κι ἐνῶ ἡ ρίζα εἶναι τό κόμπλεξ, ἐκεῖ πάνω φυτρώνει τριανταφυλλιά μέ ὡραῖα τριαντάφυλλα κι ὅσο ποτίζεται μέ τήν πίστη, μέ τήν ἀγάπη, μέ τήν ὑπομονή, μέ τήν ταπείνωση, τόσο παύει νά ἔχει δύναμη τό κακό καί παύει νά ὑπάρχει· δηλαδή δέν ἐξαφανίζεται, ἀλλά μαραίνεται. Ὅσο δέν ποτίζεται ἡ τριανταφυλλιά, τόσο μαραίνεται, ξηραίνεται, χάνεται καί ἀμέσως ξεπετάγεται ἀγκάθι.
Ἐκπειράζουμε τόν Θεό, ὅταν ζητοῦμε κάτι ἀπό Ἐκεῖνον, ἀλλά ἡ ζωή μας εἶναι μακράν τοῦ Θεοῦ. Τόν ἐκπειράζομε, ὅταν ζητοῦμε κάτι, ἀλλά ἡ ζωή μας δέν εἶναι σύμφωνη μέ τό θέλημά Του-πράγματα, δηλαδή, ἐνάντια στόν Θεό. ἄγχος, ἀγωνία, ἀπ’ τό ἕνα μέρος, κι ἀπ’ τό ἄλλο παρακαλοῦμε.
Μπορεῖ νά σοῦ πεῖ ὁ πνευματικός: «Πῶς θά ἤθελα νά ἤμασταν σέ ἕνα ἥσυχο μέρος, νά μήν εἶχα ἀσχολίες καί νά μοῦ ἔλεγες τή ζωή σου ἀπό τήν ἀρχή, ἀπό τότε πού αἰσθάνθηκες τόν ἑαυτό σου· ὅλα τά γεγονότα πού θυμᾶσαι καί ποιά ἦταν ἡ ἀντιμετώπισή τους ἀπό σένα, ὄχι μόνο τά δυσάρεστα ἀλλά καί τά εὐχάριστα, ὄχι μόνο τίς ἁμαρτίες ἀλλά καί τά καλά. Καί τίς ἐπιτυχίες καί τίς ἀποτυχίες. Ὅλα. Ὅλα ὅσα ἀπαρτίζουν τήν ζωή σου».
Πολλές φορές ἔχω μεταχειρισθεῖ αὐτή τή γενική ἐξομολόγηση καί εἶδα θαύματα πάνω σ’ αὐτό. Τήν ὥρα πού λές στόν ἐξομολόγο, ἔρχεται ἡ θεία χάρις καί σέ ἀπαλλάσσει ἀπό ὅλα τά ἄσχημα βιώματα καί τίς πληγές καί τά ψυχικά τραύματα καί τίς ἐνοχές· διότι, τήν ὥρα πού τά λές ὁ ἐξομολόγος εὔχεται θερμά γιά τήν ἀπαλλαγή σου.
Ἄς μή γυρίζουμε πίσω στίς ἁμαρτίες πού ἔχουμε ἐξομολογηθεῖ. Ἡ ἀνάμνηση τῶν ἁμαρτιῶν κάνει κακό. Ζητήσαμε συγγνώμη; Τελείωσε. Ὁ Θεός ὅλα τά συγχωρεῖ μέ τήν ἐξομολόγηση. Κι ἐγώ σκέπτομαι ὅτι ἁμαρτάνω. Δέν βαδίζω καλά. Ὅ,τι ὅμως μέ στενοχωρεῖ, τό κάνω προσευχή, δέν τό κλείνω μέσα μου, πάω στό πνευματικό, τό ἐξομολογοῦμαι, τελείωσε! Νά μή γυρίζομε πίσω καί νά λέμε τί δέν κάναμε. Σημασία ἔχει τί θά κάνομε τώρα, ἀπ’ αὐτή τή στιγμή καί ἔπειτα.
Ἡ ἀπελπισία καί ἡ ἀπογοήτευση εἶναι τό χειρότερο πράγμα. Εἶναι παγίδα τοῦ σατανᾶ, γιά νά κάνει τόν ἄνθρωπο νά χάσει τήν προθυμία του στά πνευματικά καί νά τόν φέρει σέ ἀπελπισία.
Ὅλες σχεδόν οἱ ἀρρώστιες προέρχονται ἀπό ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν Θεό καί αὐτό δημιουργεῖ ἄγχος. Τό ἄγχος τό δημιουργεῖ ἡ κατάργηση τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος. Ἄν δέν ἔχετε ἔρωτα γιά τόν Χριστό, ἄν δέν ἀσχολεῖσθε μέ ἅγια πράγματα, σίγουρα θά γεμίσετε μέ μελαγχολία καί κακό.
Ἕνα πράγμα πού μπορεῖ νά βοηθήσει τόν καταθλιπτικό εἶναι καί ἡ ἐργασία, τό ἐνδιαφέρον γιά τή ζωή. Ὁ κῆπος, τά φυτά, τά λουλούδια, τά δέντρα, ἡ ἐξοχή, ὁ περίπατος στήν ὕπαιθρο, ἡ πορεία, ὅλ’ αὐτά βγάζουν τόν ἄνθρωπο ἀπ’ τήν ἀδράνεια καί τοῦ δημιουργοῦν ἄλλα ἐνδιαφέροντα. Ἐπιδροῦν σάν φάρμακα. Ἡ ἀσχολία μέ τήν τέχνη, τή μουσική κ.λπ. κάνει πολύ καλό. Σ’ ἐκεῖνο, ὅμως, πού δίδω τή μεγαλύτερη σημασία εἶναι τό ἐνδιαφέρον γιά τήν Ἐκκλησία, γιά τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, γιά τίς ἀκολουθίες. Μελετώντας τά λόγια τοῦ Θεοῦ, θεραπεύεται κανείς χωρίς νά τό καταλάβει.
Νά μήν ἀποθαρρυνόμαστε, οὔτε νά βιαζόμαστε, οὔτε νά κρίνομε ἀπό πράγματα ἐπιφανειακά καί ἐξωτερικά. Ἄν, γιά παράδειγμα, βλέπετε μιὰ γυναίκα γυμνή ἤ ἄσεμνα ντυμένη, νά μή μένετε στό ἐξωτερικό, ἀλλά νά μπαίνετε, στό βάθος, στήν ψυχή της. Ἴσως νά εἶναι πολύ καλή ψυχή κι ἔχει ὑπαρξιακές ἀναζητήσεις, πού τίς ἐκδηλώνει μέ τήν ἔξαλλη ἐμφάνιση. Ἔχει μέσα της δυναμισμό, ἔχει τή δύναμη τῆς προβολῆς, θέλει νά ἐκλύσει τά βλέμματα τῶν ἄλλων. Ἀπό ἄγνοια, ὅμως, ἔχει διαστρέψει τά πράγματα. Σκεφθεῖτε νά γνωρίσει αὐτή τόν Χριστό. Θά πιστέψει, κι ὅλη αὐτή τήν ὁρμή θά τή στρέψει στόν Χριστό. Θά κάνει τό πᾶν, γιά νά ἑλκύσει τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Θά γίνει ἁγία.
Πολλές φορές μέ τήν ἀγωνία μας καί τούς φόβους μας καί τήν ἄσχημη ψυχική μας κατάσταση, χωρίς νά τό θέλομε καί χωρίς νά τό καταλαβαίνομε, κάνομε κακό στόν ἄλλον, ἔστω κι ἄν τόν ἀγαπᾶμε πάρα πολύ, ὅπως, γιά παραδείγματος χάριν, ἡ μάνα τό παιδί της. Ἡ μάνα μεταδίδει στό παιδί ὅλο τό ἄγχος της γιά τή ζωή του, γιά τήν ὑγεία του, γιά τήν πρόοδό του, ἔστω κι ἄν δέν τοῦ μιλάει, ἔστω κι ἄν δέν ἐκδηλώνει αὐτό πού ἔχει μέσα της. Αὐτή ἡ ἀγάπη, ἡ φυσική ἀγάπη, μπορεῖ κάποτε νά βλάψει. Δέν συμβαίνει, ὅμως, τό ἴδιο μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού συνδυάζεται μέ τήν προσευχή καί μέ τήν ἁγιότητα τοῦ βίου. Ἡ ἀγάπη αὐτή κάνει ἅγιο τόν ἄνθρωπο, τόν εἰρηνεύει, διότι ἀγάπη εἶναι ὁ Θεός.
Γέρων Πορφύριος
How To Set Up An Icon Corner at Home
Quantity and quality are two different things. It would be naive to assume that the more sacred images there are in an Orthodox Christian’s home, the more pious his life. A disorganized collection of icons, reproductions, and religious wall calendars covering a significant amount of living space can often have a contrary effect on one’s spiritual life.
A poorly thought-out collection of icons can turn into something simple and meaningless, in which the prayerful purpose of the icon has no place whatsoever.
Nonetheless, it is essential to have icons in one’s home in sufficient numbers, but within reasonable limits.
In the past, whether on a farm or in the city, every Orthodox family’s home would always have a shelf with icons, or an entire home iconostasis, located in the most visible place. The place where the icons were installed was known as the front corner, the beautiful corner, the holy corner, God’s place, or the kiot.
For Orthodox Christians, an icon is not just a depiction of the Lord Jesus Christ, the Mother of God, the Saints, or events from Sacred and Church History. An icon is a sacred image, i.e., it is outside the realm of ordinary reality; it is not to be confused with ordinary daily life; and it is intended only for communion with God. Thus, the primary purpose of icons is prayer. An icon is a window from our world, the earthly world, into the world above. It is God’s revelation in form and color.
In this way, an icon is not simply a family relic to be passed on from generation to generation, but a holy thing that unites all family members during communal prayer – for prayer in common can take place only if those standing before the icons have mutually forgiven one another’s offenses and achieved unity.
Today, of course, when the television set – which is itself a kind of a window into the motley world of human passions – has taken the place of icons in the home, the purpose of the family icon, the tradition of common prayer at home, and the consciousness of the family as the “little Church” have been lost.
Therefore, an Orthodox Christian today might ask: What icons should I have in my home? How should they be arranged? Can I use reproductions of icons? What do I do with old, dilapidated icons?
Some of these questions merit an unequivocal answer, while others do not demand any kind of strict recommendations.
Where should one place icons at home?
In a free and accessible place.
The terse nature of such an answer is prompted by the realities of life, rather than by the absence of canonical requirements.
Of course, it is preferable to place icons on the eastern wall of the room, because the “East” as a theological concept has special significance in Orthodoxy.
And the Lord God planted a garden eastward in Eden; and there he put the man whom he had formed (Genesis 2:8).
O Jerusalem, look about thee toward the east, and behold the joy that cometh unto thee from God (Baruch 4:36).
Moreover the spirit lifted me up, and brought me unto the east gate of the Lord’s house, which looketh eastward (Ezekiel 11:1).
For as the lightning cometh out of the east, and shineth even unto the west; so shall also the coming of the Son of man be (Matthew 24:27).
But what should one do if there are windows or doors on the eastern side of one’s home? In that case, use the southern, northern, or western walls.
One should not combine icons with decorative objects of a secular nature, such as statuettes, various types of pictures, etc.
It is inappropriate to put icons on a bookshelf next to books having nothing in common with the Orthodox faith or that conflict with Christian teaching on love and charity.
It is absolutely impermissible to have icons next to posters or calendars depicting rock musicians, athletes, or politicians – the idols of the current age. This not only diminishes reverence for the holy images to an unacceptable degree, but also puts holy icons on par with the idols of the contemporary world.
The home icon corner can be decorated with live flowers. Traditionally, larger icons are often framed with towels. This tradition dates back to antiquity and has a theological basis. According to tradition, an image of the Savior miraculously appeared on a towel during His earthly life to help a suffering man. After washing His Face, Christ wiped His Face with a clean towel, on which an image of His Face appeared. The towel was sent to King Abgar, who was afflicted with leprosy, in the city of Edessa in Asia Minor. Upon healing, the ruler and his subjects adopted Christianity and the Image-Not-Made-By-Hands of Jesus Christ was affixed to a “permanent panel” and raised above the city gates.
In times past, August 29 (new style), the day the Church commemorates the translation of the Image Not-Made-By-Hands of our Lord Jesus Christ from Edessa to Constantinople in 944, was known among the people as the feast of the “canvas” or “linen Savior,” and in some places fabric and towels made of homespun yarn were blessed.
These richly embroidered towels were reserved for use in the icon corner. Likewise, icons were framed by towels for use during weddings and the Blessing of Waters. Thus, for example, after the service for the Blessing of Waters, when the priest sprinkled the icons with abundant Holy Water, people would wipe the icons with special towels that they would incorporate into the icon corner.
There is a tradition that, following the celebration of the Lord’s Entry into Jerusalem (Palm Sunday), pussy willow branches that have been blessed in church are kept near the icons until the following Palm Sunday.
It is customary that on Pentecost, the Day of the Holy Trinity, homes and icons are decorated with birch branches as a symbol of the flourishing Church, bearing the grace-filled power of the Holy Spirit.
Which icons should you have at home?
It is essential to have icons of the Savior and the Mother of God. The Image of the Lord Jesus Christ, which bears witness to the Incarnation and to the salvation of mankind, and of the Theotokos – the most perfect of those who have lived on earth, who was made worthy of deification, and who is venerated as more honorable than the Cherubim and beyond compare more glorious than the Seraphim – are an essential part of the Orthodox Christian home. The icon of Christ ordinarily selected for prayer at home is a waist-length depiction of Christ Pantocrator.
Those with room for a greater number of icons in the home may supplement their icon corner with depictions of various revered saints.
Russian Orthodoxy has a strong tradition of special veneration for St. Nicholas the Wonderworker; almost every Orthodox family has an icon of him. One should note that, together with the icons of the Savior and the Mother of God, the image of St. Nicholas the Wonderworker has always occupied a central place in Orthodox Christian homes. People revere St. Nicholas as a saint endowed with special grace. This stems in large part from the fact that, according to the Church’s Typikon, every Thursday, when the Church offers up prayers to the Holy Apostles, is also dedicated to St. Nicholas the Wonderworker, Archbishop of Myra in Lycia.
Among the icons of the Holy Prophets of God, that of the Prophet Elias holds a prominent place; prominent among the icons of the Holy Apostles is that of the Sts. Peter and Paul, the chiefs among the Apostles.
Among the images of martyrs for Christian Faith, those encountered most often are icons of the Holy Great Martyr and Trophy-bearer George and the Holy Great Martyr and Healer Panteleimon.
It is recommended to have depictions of the Holy Evangelists, of St. John the Baptist, of the Holy Archangels Gabriel and Michael, as well as icons of the Feasts, to make a home icon corner complete.
The selection of icons for one’s home is always an individual matter. The best person to help one make these choices is one’s priest – the family’s spiritual father – and it is to him, or to another clergyman, that one should turn for advice.
As for icon reproductions and color photographs, sometimes it makes more sense to have a good reproduction than a painted icon of poor quality.
An iconographer should maintain a very demanding attitude toward his work. Just as a priest does not serve the Liturgy without due preparation, the iconographer must approach his service with full awareness of his responsibility. Unfortunately, both in the past and today, one often encounters vulgar examples of images that bear no resemblance to icons. Thus, if a given depiction does not evoke a sense of piety and a sense of contact with the holy, or if it is theologically suspect and its technical execution is unprofessional, it would be best not to purchase such an item.
However, reproductions of canonical icons, mounted on a firm backing and blessed in church, can occupy a place of honor in the home iconostasis.
How and in what order should icons be arranged?
Are there strict rules in that regard?
In church, yes. As to the home prayer corner, we may limit discussion to a few principal rules.
For example, a collection of icons hung without a sense of symmetry, without a well thought-out arrangement, evokes a constant sense of dissatisfaction with the arrangement and a desire to change everything – something that often distracts from prayer.
It is likewise essential to remember the principle of hierarchy: for example, do not place an icon of a locally-venerated saint above an icon of the Holy Trinity, the Savior, the Mother of God, or the Apostles.
Just as on a classic iconostasis, the Icon of the Savior should be to the right, and the Mother of God to the left.
What should be our attitude toward holy things?
As one of the attributes of God (Isaiah 6:3), holiness is also reflected in God’s saints and in physical objects. Therefore, reverence for holy people and sacred objects and images, as well as personal striving for authentic communion with God, are manifestations of a single order.
And ye shall be holy unto me: for I the Lord am holy (Leviticus 20: 26).
Family icons have always been held in particular reverence. Following baptism, an infant was brought before and icon and the priest or master of the house would read prayers. Parents blessed their children with an icon to pursue studies, to go on extended journeys, or to engage in public service. As a sign of their approval of a wedding, parents likewise blessed newlyweds with icons. Moreover, a person’s departure from this life took place in the presence of icons.
It is improper to have arguments or to engage in rowdy or otherwise improper behavior before the images of the saints.
One should instill proper reverence for holy images in children from a very early age.
What should you do if an icon’s condition has rendered it unfit for use and it cannot be restored?
Under no circumstance should such an icon, even one that has not been blessed, simply be thrown away. A holy item, even if it has lost its original appearance, should always be treated with reverence.
If the condition of the icon has deteriorated with age, it should be taken to church to be burned in the church furnace. If that proves impossible, you should burn the icon yourself and bury the ashes in a place that will not be sullied or disturbed, e.g., in a cemetery or under a tree in the garden.
The faces that look at us from icons belong to eternity. Gazing upon them, raise up your prayers to them, asking for their intercessions. We, the inhabitants of the earthly world, should never forget our Savior’s eternal call towards repentance, perfection, and the deification of every human soul.
WE MUST ENDURE LIFE'S DIFFICULTIES WITH JOY(PART 1)—from the book The Salvation of Sinners—
No one is exempt from sorrows and difficulties in this life. Therefore, we must try to endure life's difficulties joyfully because there is no other more
beneficial road leading to the salvation of our soul as the narrow and sorrowful path of hardships, through which we mimic and follow our Lord Jesus Christ, Who suffered so much in this life. He chose this path for both Himself as well as His followers, and advised us that we cannot become His disciples if we do not carry our cross and follow Him:
"And whosoever doth not bear his cross, and
come after me, cannot be my disciple" (Lk. 14:27).
We cannot hope to make progress in the spiritual life and become Christ's co-heirs along with all the Saints in Paradise if we do not first swim through the waters of sorrow, just as our Lord and all the Saints were glorified after first carrying their Cross. This cross of suffering is so noble and so highly regarded by the Lord that He Himself promises to be next to the person who suffers, to deliver him from his affliction, and to glorify him in a wondrous manner: "I will be with him in affliction; I will deliver him, and glorify him" (Ps. 91:15).
Who then will not embrace life's difficulties with joy and not seize the opportunity to acquire such a sweet, faithful, and almighty Companion? God, in His compassion and wisdom, allows us to be faced with these small and transient sorrows in order to
grant us the indescribable and eternal riches in His heavenly Kingdom.
Truly, we must thank them who harm and ridicule us more than them who help and support us. They who wrong us become purifying agents of our soul,
through which we receive forgiveness of our sins. When our merciful Lord allows us to be confronted with difficulties and sorrows, He expresses greater love for us than when He grants us temporary enjoyment and spiritual consolation.
Indeed, we should despise them who impede us from the Cross and love them who grieve us, just as the Holy Gospel teaches. When Peter, moved by
love for Christ and not wanting to see his Master suffer, urged Him not to die on the Cross, the Lord rebuked him, "Get thee behind me, Satan: thou art an offence unto me:for thou savourest not the things that be of God, but those that be of men" (Mt.16:23).
From this, we mustrealize that sorrows are pleasing to the Lord; moreover, that we must shun them who advise us to forsake our cross, whereas thank them who harm us.This is precisely what the Lord did:
He referred to Judas as His "friend"(Mt. 26:50)
when he betrayed Christwith a kiss, showing us in this manner that we must consider our persecutors as friends and agents of our salvation.
Πιστεύω στον Θεό αλλά δεν πηγαίνω στην «εκκλησία».
Πιστεύω στον Θεό αλλά δεν πηγαίνω στην «εκκλησία».
Την παραπάνω φράση την ακούμε συχνά πυκνά από γνωστούς, φίλους, συγγενείς καθώς η συζήτησή μας θα στραφεί λίγο σε πιο πνευματικά ζητήματα.
Το βασικό λοιπόν επιχείρημα των ανθρώπων που λένε ότι από την μία πιστεύουν στον Θεό και από την άλλη δεν πηγαίνουν στον Ιερό Ναό για να συμμετάσχουν στα Μυστήρια της Ορθοδόξου Εκκλησία μας είναι διότι τους ενοχλούν κάποια πράγματα όπως η πολυτέλεια των ναών... οι αντιπαθητικοί παπάδες, οι ψάλτες, η αρχαία γλώσσα (δεν την καταλαβαίνουν), τα μικρόφωνα, τα φώτα, το παγκάρι (ρίχνουν λεφτά για κερί), η ώρα τέλεσης της Θείας Λειτουργίας, κ.α.
Οι αφορμές σίγουρα είναι πολλές όταν κάποιος ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ να ζήσει όπως λέει η Εκκλησία. Δυστυχώς οι άνθρωποι αυτοί, θεωρούν τους εαυτούς τους έξω από την Εκκλησία μιας και δεν αποδέχονται το βασικό συστατικό της εν Χριστώ ζωής, δηλαδή της συμμετοχής του χριστιανού στα Μυστήρια της Εκκλησίας. Οι άνθρωποι αυτοί δεν είναι χριστιανοί, τουλάχιστον ορθόδοξοι, διότι ενώ (δήθεν) πιστεύουν δεν ακολουθούν κανένα λόγο του Χριστού.
Το θέμα βεβαίως είναι ότι οι περισσότεροι βαπτισμένοι χριστιανοί δεν ξέρουν τι είναι ο Χριστός και τι είναι η Εκκλησία και τι προσφέρουν ο Χριστός και η Εκκλησία στον άνθρωπο. Έτσι δεν εκκλησιάζονται, διότι ουσιαστικά δεν ξέρουν τι χάνουν, δεν γνωρίζουν τι μπορεί να τους προσφέρει η μυστηριακή ζωή.
Η Εκκλησία μας λοιπόν με όλα τα μυστήριά της μας μεταμορφώνει, μας αγιάζει, μας φέρνει σε κοινωνία με τον Θεό. Η συμμετοχή μας λοιπόν στα μυστήρια της Εκκλησίας είναι το κλειδί θα λέγαμε για αυτήν την προσωπική μας ανάσταση.
Η Εκκλησία δεν έρχεται να πάρει απλώς τη θέση της ιατρικής που εξάντλησε όλες της δυνατότητές της, όπως κάποιοι κακώς την αντιμετωπίζουν. Η Εκκλησία έρχεται για να οδηγήσει τον άνθρωπο, τον πιστό, στην Αγάπη, στο Φώς και στην Ζωή του Χριστού δια των μυστηρίων.
Το να λέμε ότι πιστεύουμε στον Θεό είναι εύκολο, το να πιστεύουμε όμως στον Θεό ορθόδοξα και να πράττουμε και τα ανάλογα έργα αυτό είναι δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο.
Εάν ο άνθρωπος θέλει όντως να γνωρίσει τον Χριστό μπορεί να το καταφέρει μέσα από τον δρόμο της μυστηριακής ζωής που προσφέρει η Εκκλησία Του, εάν θέλει να κοροϊδεύει τον εαυτό του μπορεί να υποστηρίζει ότι μπορεί να το πετύχει και μόνος του. Πάντως εγώ κανέναν δεν γνωρίζω ο οποίος να αγίασε εκτός Εκκλησίας…(το τρελό είναι ότι μερικοί άνθρωποι αποδέχονται σαν αγίους: τον γέροντα Παϊσιο, τον γέροντα Πορφύριο κ.α. όμως δεν αποδέχονται την ζωή τους!!! Μπερδεμένοι άνθρωποι..)
Όλα αυτά συμβαίνουν για έναν και μόνο λόγο. Εγωισμός. Όταν ό εκάστοτε άνθρωπος πιστεύει ότι μόνος του μπορεί καλύτερα να ερμηνεύσει τις Γραφές, όταν πιστεύει ότι οι Θεοφόροι Πατέρες της Εκκλησίες είναι κατώτεροί του, όταν πιστεύει ότι είναι εξυπνότερος, αξιότερος και αγιότερος από τους «θρησκόληπτους» ηλικιωμένους όπως τους ονομάζει, όταν πιστεύει ότι δεν χρειάζεται να μετανοήσει για τίποτα διότι δεν έχει αμαρτίες(!!!) , όταν πιστεύει ότι ο μόνος του θα σωθεί (ότι κι αν σημαίνει αυτό γι’ αυτόν), τότε το κείμενο αυτό μάλλον δεν θα τον προβληματίσει καθόλου, μάλλον έχει εδώ και καιρό πέσει στο βάραθρο της φιλαυτίας και της πλάνης.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο, που δεν επιτρέπει στο σύγχρονο άνθρωπο να φθάσει στη κοινωνία μετά του Θεού είναι ακριβώς αυτό: ότι προσπαθεί να Τον γνωρίσει με λάθος τρόπο, χρησιμοποιώντας λανθασμένα μέσα, εκτός Εκκλησίας. Απορρίπτει το μυστήριο της αγάπης και παραμένει θεληματικά στην επιφάνεια μιας στείρας πίστης η οποία στην καλύτερη περίπτωση σημαίνει απλά «παραδοχή της ύπαρξης του Θεού» και όχι εμπιστοσύνη και παράδοση στη Θεία Του Πρόνοια.
Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος
http://www.agioritikovima.gr/diafora/theologikos-log/diafora/25204-piteu%CE%BF-ton-the
ΠΟΣΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΝ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ
Γεννάται λοιπόν το ερώτημα εμείς είμεθα προετοιμασμένοι για μία Εκκλησία κατακομβών; Όταν πέσει το κόσκινο του διωγμού, όπως στην Αλβανία και σε άλλες χώρες, πόσοι θα μείνουμε;
Μία κορυφή του Θαβώρ είναι εδώ πέρα, αλλά θα λείψει αυτή η κορυφή. Τώρα είστε πολλές. Όταν αρχίσει ο διωγμός, από τις ογδόντα – εκατό που είστε εδώ, -να μη σας φανεί παράξενο– ζήτημα αν μείνετε δέκα πέντε. Θα φύγουν, θα φύγουν, θα φύγουν. Θα τα δείτε αυτά. Εγώ δε θα ζω πλέον, για να δω αυτά τα τραγικά γεγονότα. Τα έζησα αυτά τα γεγονότα και τα ξέρουν εδώ πέρα όλοι όσοι είναι μεγάλοι. Θα βγει ένα βιβλίο, το οποίο θα περιγραφεί τα προ σαράντα ετών συμβάντα, όχι για τη δόξα τη δική μου, αλλά για να τιμήσουμε τας περιστάσεις εκείνας. Ήρθε ημέρα κατά την οποία, ενώ είχα σαράντα – πενήντα κοντά μου, όλοι με εγκατέλειψαν – πλην ενός προσώπου, του Γεωργίου Παφίλη(*). Μόνο αυτός δεν με εγκατέλειψε έμεινε σταθερός και ακλόνητος. Όλοι με εγκατέλειψαν.
Λοιπόν, μη νομίζετε ότι στο Θαβώρ θα περάσετε όλη σας τη ζωή. Θα έρθει η εγκατάλειψη και ο διωγμός. Και θα πεινάσωμε και θα γυμνητεύσωμε, τα πάντα θα υποστούμε για το Χριστό. Θα έχωμε εμείς τον ηρωϊσμόν των μαρτύρων αυτών; Τότε θα παρουσιασθούν και νέοι νεομάρτυρες. Τοιούτοι νεομάρτυρες παρουσιάζονται στην Ρωσία και στην Αλβανία. Το τι συμβαίνει στις χώρες αυτές είναι άγνωστον.
Τώρα εμείς πήγαμε στην εκκλησία, λειτουργηθήκαμε, ακούσαμε το Ευαγγέλιο και το κήρυγμα και επιστρέψαμε στα σπίτια μας υπό ελεύθερον ήλιον τέλος πάντων. Μολονότι έμμεσος είναι ο διωγμός εναντίον των ιδεών του Ευαγγελίου. Μετά θα αρχίσει και ο άμεσος διωγμός. Πάς Χριστιανός θα διώκεται, ακόμα και το σημείο του σταυρού αν θα κάνει.
Δεν τα λέγω αυτά δια να σας σκορπίσω την απογοήτευση. Σας τα λέω, γιατί είναι καθρέφτης αυτός εις τον οποίο καθρεφτιζόμεθα, για να φθάσομε και εμείς στα ύψη των αγίων αλλά και γιατί πρέπει να ξέρετε την αλήθεια.
Πολλά λόγια έχομε πει, πάρα πολλά λόγια και ολίγη ουσία υπάρχει. Δεν μιλούσαν για το Χριστό εκείνοι και όμως η συναναστροφή των ήτανε καθαρώς χριστιανική. « Άνευ λόγου κερδηθήσονται ». Αυτό είναι. Επήλθε μία κρυάδα στους Χριστιανούς, ψυγείο έγινε ο τρόπος της ζωής τους. Τις οίδε τας βουλάς του Θεού; Τις οίδε απ’ αυτή τη νέκρα που υπάρχει σήμερα στην Ελλάδα τι θα βγάλει ο Θεός;
____
(*) Ο Γέροντας αναφέρεται στα χρόνια τα δύσκολα της Κατοχής στην Κοζάνη.
Οι συνεργάτες του, του είπαν· Μη κάνετε κηρύγματα που ερεθίζουν τους Γερμανούς, γιατί κινδυνεύουμε και εμείς. Εμείς έχουμε και παιδιά. Και ο Γέροντας τους απάντησε· Δεν θα αλλάξω τον τρόπο του κηρύγματος, επειδή εσείς φοβάστε. Ομως θα κάνουμε κάτι άλλο. Θα υπογράψετε ένα χαρτί που θα γράφει· Για ότι λέει και κηρύττει ο ιεροκήρυκας Αυγουστίνος Καντιώτης είναι υπεύθυνος αυτός και μόνος. Αν συμβεί κάτι και κινδυνεύσετε, θα δείξτε το χαρτί και θα απαλλαγείτε.
Τότε συνέταξε το έγγραφο και το υπέγραψαν όλοι οι συνεργάτες, πλην ενός. Ο Γεώργιος Παφίλης αντέδρασε και είπε· Η δική μου η ζωή δεν έχει μεγαλύτερη αξία από την δική σου και δεν υπογράφω τέτοιο χαρτί.
Εκείνο το διάστημα, έλεγε ο Γέροντας, ήταν ένας κομμουνιστής που έγραφε δυνατά άρθρα στις εφημερίδες. Και για να μη συλληφθεί βρισκόταν πολλοί ιδεολόγοι κομμουνισταί που ζητούσαν να βάλλουν τ” όνομά τους ως συντάκτες του κειμένου. Μετά την δημοσίευση ανακρίνονταν και φυλακίζονταν αυτός που υπέγραφε το δημοσίευμα και ο πραγματικός αρθρογράφος έμεινε ασύλληπτος. Ενω Γέροντας που έπαιζε τη ζωή του κορώνα γράμματα στην Κοζάνη την Κατοχή, δεν είχε γενναίους συνεργάτας.
Aπο το βιβλίο Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου
«ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΤΟΥΣ ΕΣΧΑΤΟΥΣ ΚΑΙΡΟΥΣ», εκδοση Β΄, 2008, σελ. 34-35
http://www.pentapostagma.gr/2013/07/esxatoi-kairoi.html?showComment=1374093638920
Subscribe to:
Posts (Atom)