Ἡ ἀγάπη πρός τόν κόσμο, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, δέν εἶναι δυνατόν νά συνδυαστεῖ καί νά συνυπάρχει μέ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Ἰσαάκ τόν Σύρο:Ὁ λόγος τοῦ Κυρίου ὁ ἀληθινός ὅν εἴρηκεν, ὅτι οὐ δύναταί τις μετά τοῦ πόθου τοῦ κόσμου τήν ἀγάπην κτήσασθαι τοῦ Θεοῦ, οὐδέ μετά τῆς κοινωνίας αὐτοῦ δυνατόν κοινωνίαν κεκτῆσθαι πρός τόν Θεόν, οὐδέ σύν τῇ μερίμνῃ αὐτοῦ ἔχειν τήν μέριμναν τοῦ Θεοῦ[1].
Σύμφωνα μέ διήγηση τοῦ Παλλαδίου Ἑλενοπόλεως, ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε στό Μέγα Παχώμιο (292-346) καί τοῦ φανέρωσε, γραμμένους σέ μία χάλκινη πλάκα, τούς κανόνες πού ἔπρεπε νά θεσπίσει γιά τήν ἐπιτυχή λειτουργία τῶν μοναστηριῶν πού αὐτός εἶχε ἱδρύσει[2]. Σχετική μάλιστα μέ τά παραπάνω εἶναι καί ἡ ἀπεικόνιση τοῦ περιστατικοῦ μέ τόν ἄγγελο νά εἶναι ντυμένος τό Μέγα Σχῆμα, ἐνῶ στό εἰλητάριο πού κρατᾶ, φέρεται νά λέει στόν ὅσιο Παχώμιο: Ἐν τούτῳ τῷ σχήματι σωθήσεται πᾶσα σάρξ. Τό Σχῆμα κατά τόν ἅγιο Συμεών Θεσσαλονίκης γίνεται αἴτιον μνήμης ἀνεπιλήστου θείας καί ἑνώσεως Θεοῦ καί πρός αὐτόν παρρησίας καί θάρρους[3].
Μικρό καί Μέγα Σχῆμα;
Ἤδη πρό τῆς ἐποχῆς τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, τό μοναχικό σχῆμα, τό τῆς ὑποταγῆς ἔνδυμα ἤ τό τῆς ὑποταγῆς ἱμάτιον, ὅπως ἀλλοιῶς ἀναφέρεται σέ χειρόγραφα Εὐχολόγια, εἶχε διαιρεθεῖ σέ δύο· στό μικρό καί στό μέγα. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἐκφράζοντας τίς ἐπιφυλάξεις του γιά τόν χωρισμό τοῦ μοναχικοῦ σχήματος σέ δύο, γράφει: Τοῦτο ἐστι τό μέγα καί μοναχικόν σχῆμα· μικρόν δέ σχῆμα μοναχικόν οἱ Πατέρες οὐκ ἴσασιν, οὐδέ παραδεδώκασιν, ἀλλά τινες τῶν ὀψιγενεστέρων ἔδοξαν μέν τό ἕν εἰς δύο διελεῖν, ἀλλ’ οὐδ’ αὐτοί διεῖλον ὡς ἀληθῶς· τάς αὐτάς γάρ ἀποταγάς εὑρήσεις ἐπ’ ἀμφοτέρων σκοπήσας[4]. Σύμφωνα μάλιστα μέ τόν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη (Πηδάλιον), ὁ ὁποῖος ἐπικαλεῖται προγενέστερους Πατέρες, τό σχῆμα τῶν μοναχῶν εἶναι ἕνα καί μόνο: τό Μέγα Σχῆμα δηλαδή. Ἡ ρασοφορία καί τό μικρό σχῆμα, ὅπως συγκεκριμένα γράφει, «ἐπινοήθηκαν» ἀπό κάποιους ὑστερινούς Πατέρες γιά τήν «ἀσθένεια» τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Ἔτσι, τό μοναχικό σχῆμα «ἀπό τοῦ ἐλλάτονος ἐπί τό τελειότερον προχωρεῖ».
Ἄν καί καταβλήθηκε προσπάθεια ἀπό τόν ὅσιο Θεόδωρο Στουδίτη καί ἄλλους Πατέρες νά καταργηθεῖ αὐτή ἡ διάκριση ὡς ἀντικειμένη στίς μοναχικές παραδόσεις, στήν πράξη ἐπικράτησε ἡ συνήθεια τῆς μέ ξεχωριστές εἰδικές ἀκολουθίες διακρίσεως τῶν μοναχῶν σέ μικροσχήμους καί μεγαλοσχήμους[5]. Ὁ ἴδιος ὁ θεμελιωτής τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ στό Ἅγιον Ὄρος, ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ἐνῶ στό Τυπικόν του υἱοθέτησε ὅλες τίς ἐντολές πού ὑπῆρχαν στή Διαθήκητοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, δέν ἔκανε τό ἴδιο, ἀναφορικά μέ τό μοναχικό σχῆμα. Ὁ ἴδιος μάλιστα, κατά τόν ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἔλαβε πρῶτα τό μικρό καί ἔπειτα τό μέγα σχῆμα[6]. Στή σημερινή πρακτική, τό σέ χρήση Μέγα Εὐχολόγιον ἀναφέρει τρεῖς ἀκολουθίες μοναχικῆς κουρᾶς: τοῦ ρασοφόρου, τοῦ μικροσχήμου (σταυροφόρου) καί τοῦ μεγαλοσχήμου.
Ἡ διαχρονική ἐξέλιξη τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Σχήματος
Τά κείμενα τῶν Εὐχῶν καί γενικότερα ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου καί Ἀγγελικοῦ Σχήματος, πέρασαν διάφορα ἐξελικτικά στάδια, ἀπό τήν πρώϊμη φάση τῆς διαμόρφωσης τοῦ μοναχικοῦ θεσμοῦ, ὡς τά μεταβυζαντινά χρόνια, πού φαίνεται ὅτι ἔλαβαν τή σημερινή μορφή τους. Αὐτό εὔκολα διαπιστώνεται ἀπό τή μελέτη τόσο ἀρχαίων Εὐχολογίων πού ἔχουν δεῖ τό φῶς τῆς δημοσιότητας ἀπό τούς εἰδικούς ἐπιστήμονες λειτουργιολόγους[7] ὅσο καί χειρογράφων Εὐχολογίων, πού ἀπόκεινται στίς Βιβλιοθῆκες, μοναστηριακές καί ἄλλες[8].
Στήν Ὑποτύπωση (Τυπικό) τῆς μονῆς Στουδίου στήν Κωνσταντινούπολη, ἡ εἰς μεγαλόσχημον κουρά[9] (ἤ τό μυστήριον τῆς μοναχικῆς τελειώσεως ἡ ὁμολογία τῶν συνθηκῶν ἤ ἡ ἱερολογία τῆς μοναχικῆς ἐπικλήσεως ἤ τῶν μοναχῶν ἡ ἱερά τελετή, ὅπως ἀλλοιῶς ὀνομάζεται σέ χειρόγραφα Εὐχολόγια) γινόταν κατά τήν Τρίτη τοῦ Πάσχα: «Δεῖ εἰδέναι, ὅτι τῇ τρίτῃ τῆς διακαινησίμου δίδομεν εἰς τούς ὁριζομένους λαβεῖν τό ἅγιον καί μέγα σχῆμα ἀδελφούς»[10]. Στή σημερινή πρακτική τοῦ ἑλληνορθόδοξου μοναστικοῦ χώρου, ἡ Ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Σχήματος γίνεται συνήθως κατά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή, πού θεωρεῖται ἡ καθ’ ἑαυτό περίοδος μετανοίας.
Ἀπό τίς Εὐχές πού ἀκολούθως παραθέτουμε, καί τῆς ἐν γένει Ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Σχήματος, εἶναι φανερό τό ὕψος καί ἡ ἀποστολή τοῦ Μυστηρίου αὐτοῦ, τό ὁποῖο ἐθέσπισε ἡ τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησία καί τό ἐμπλούτισε μέ ἐμπνευσμένες εὐχές, ὕμνους[11], ἐρωταποκρίσεις καί κατηχήσεις πρός ἔνδειξη τῆς κανονικότητός του. Γράφει συγκεκριμένα ὁ βυζαντινός λόγιος Γεώργιος Παχυμέρης (+περ. 1308), παραφράζοντας τόν Ἀρεοπαγίτη Διονύσιο: Διά τήν τοιαύτην τελείωσιν ἠξιώθη ἡ τοιαύτη τάξις καί ἱερατικῆς τελετῆς, καί τῆς διά τῶν εὐχῶν ἐπικλήσεως· ὥστε μή μόνους ἀφ’ ἑαυτῶν ἀμφιένυνυσθαί τινας τό σχῆμα, ἀλλά χερσίν ἱερατικαῖς καί θείᾳ ἐπικλήσει γίνεσθαι τήν εἰς τοῦτο τελείωσιν· πλήν χερσίν οὐκ ἀρχιερέων, ἀλλά χερσίν ἱερέων…[12].
Ἀπόσπασμα ἀπό τήν μελέτη τοῦ μοναχοῦ Παταπίου Καυσοκαλυβίτου
Η ΕΥΧΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ
ΤΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΣΧΗΜΑΤΟΣ
Ἑρμηνεία καί Θεολογία τῶν Εὐχῶν
[1] Τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰσαάκ ἐπίσκόπου Νινευΐ τοῦ Σύρου, Τά εὑρεθέντα Ἀσκητικά, Λόγος Δ’, Ἀθῆναι 1895, σ. 15.
[2] Παλλαδίου Ἑλενοπόλεως, Λαυσάϊκόν ἤ Ἡ πρός Λαῦσον Ἱστορία (The Lausiac History ofPalladious, τόμ. 2), ἔκδ. Cuthbert Butler, Hildesheim 1967, σ. 206-7.
[3] D. Balfour, ὅ.π., σ. 176
[4] Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἐπιστολή πρός τόν μοναχόν Παῦλον. Δημοσιεύτηκε ἀπό τόνμοναχό Ἀλέξανδρο Λαυριώτη, Ἐκκλησιαστική Ἀλήθεια (1901), σ. 53-55.
[5] Ὁ Εὐστάθιος Θεσσαλονίκης (1175-1195) ἐν τούτοις διακρίνει τούς μοναχούς σέ τρεῖς τάξεις: «εἰς τούς μεγαλοσχήμονας καί εἰς τούς τοῦ μικροῦ σχήματος διά τήν εἰσαγωγήν καί εἰς τούςμέσους μανδυώτας».Ἐπίσκεψις 135, PG 135, σ. 900.
[6] Ζήση Θεοδ., πρωτοπρ., Μοναχισμός. Μορφές καί θέματα, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 164.
[7] J. Goar, Euchologion sive rituale Graecorum, Graz 1960 (ἀνατύπωση τῆς ἐκδόσεως τῆς Βενετίας, 1730), σ. 378-393, L’ Eucologio Barberini gr.336, ἐπιμέλεια Stefan Parenti καί Elena Velkovska, Roma2000 , σ. 224-229.
[8] Γιά παράδειγμα μποροῦμε νά ἀναφερθοῦμε στούς κώδικες 142, 247, 943, 952, 1004 τῆς Μεγίστης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πού εἶναι Εὐχολόγια τά ὁποῖα περιέχουν Εὐχές μέ διαφοροποιημένο περιεχόμενο ἀπ’ ἐκεῖνες τῶν ἐκδεδομένων. Βλ. ἐπίσης τίς Εὐχές πού παρατίθενται στό Ἐπίμετρο τῆς παρούσας μελέτης.
[9] Ἐπίκουρα – ἀποκουρά – ἀπόκαρσις – ἀπόθεσις τῶν τριχῶν, ὅπως ἀλλοιῶς ἀναφέρεται ἡ κουρά σέ χειρόγραφα Εὐχολόγια.
[10] Dmitrievskij A., Typica I, Kiev 1895, σ. 228
[11] Στό Βίο τοῦ ὁσίου Δανιήλ τοῦ Στυλίτου ἀναφέρεται: «…κελεύει κατά τό ἔθος συναχθῆναι πάντας καί μεθ’ ὑμνολογίας δίδωσιν αὐτῷ τό ἅγιον σχῆμα» ( H. Delehaye, Vita S. Danielis Stylitae, Analecta Bollandiana 32 (1913), σ. 125-126. Σημειώνουμε ἐπίσης ἐνδεικτικά ὅτι στά χειρόγραφαΕὐχολόγια Βατοπεδίου 1041 τοῦ Ι-ΙΑ’ αἰ., φ. 21v καί Πάτμου 213 τοῦ ΙΑ’ αἰ. φ. 2v, ὑπάρχει «Ὕμνοςεἰς ὁσίους μοναχούς, ἀσκητάς καί μοναζούσας» μέ ἀκροστιχίδα: Τοῦ ταπεινοῦ Ῥωμανοῦ ὁ ψαλμόςοὗτος.
[12] Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου, Περί Ἐκκλησιαστικῆς ἱεραρχίας, Παράφρασις Παχυμέρη, PG 3, σ. 545 Α
https://fdathanasiou.wordpress.com/