Ἐπιμονή στήν πανίσχυρη νοερά προσευχή
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Ἐφραὶμ
Φιλοθεΐτου:
«Ὁ Γέροντάς μου Ἰωσὴφ ὁ ἡσυχαστὴς καὶ
σπηλαιώτης (1897-1959)»,
ἔκδοσις Ἱ. Μ. Ἁγ. Ἀντωνίου Ἀριζόνας USA
2008,
σελ. 278-279, 280-283, 285.
. Καὶ μετά, ἀπὸ τὴν προφορικὴ ἐπίκλησι, ἡ εὐχὴ
γίνεται ἐσωτερική. Ἀνοίγεται δρόμος μέσα στὸν νοῦ καὶ
τὴν λέγει κατόπιν ὁ εὐχόμενος, χωρὶς νὰ κάνη
προσπάθεια. Σηκώνεται ἀπὸ τὸν ὕπνο καὶ ἀμέσως ἀρχίζει
ἡ εὐχὴ μόνη της! Πρῶτα ἀρχίζει
μὲ τὴν προσπάθεια
νὰ τὴν λέη
προφορικά. Καὶ ἀφοῦ μὲ τὴν μπουλντόζα τῆς
προφορικῆς ἐπίκλησης ἀνοίξη ὁ δρόμος, μετὰ περπατᾶ
ἄνετα μὲ τὸ αὐτοκινητάκι τοῦ νοῦ. Ἡ προφορικὴ
ἐπίκλησις ἀνοίγει τὸν
δρόμο στὸ νοῦ καὶ
ἡ εὐχὴ
ἀρχίζει κατόπιν νὰ
προφέρεται μὲ τὸν
ἐνδιάθετο λόγο ἄνετα.
. Κι ἂν ἡ εὐχὴ
προχωρῆ βαθύτερα καὶ προοδευτικότερα, κάτι ποὺ
ἀνήκει στοὺς κατ᾽ ἐξοχὴν μεγάλους νηπτικοὺς
Πατέρες, ἀνοίγει πλέον ὄχι δρόμος ἀλλὰ κανονικὴ
λεωφόρος μέσα στὴν καρδιά. Ὅταν ἡ καρδιά μελετᾶ τὸ
ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, τότε γίνεται τὸ μεγάλο
πανήγυρι, μὲ μεγάλα ὀφέλη, μὲ μεγάλα πνευματικὰ
πλούτη. Τότε βρίσκει ὁ
μοναχὸς τὸν
κεκρυμμένο μαργαρίτη, τὸν
πνευματικὸ θησαυρὸ
καὶ μοιάζει μὲ
τὸν σοφὸ ἔμπορο
ποὺ ἀντάλλαξε
τὰ πάντα: περιουσίες, μόρφωσι,
κοσμικὴ δόξα, οἰκείους,
πατρίδα καὶ τέλος ἀκόμα
καὶ τὸν ἴδιο
του τὸν ἑαυτό,
γιὰ νὰ ἀγοράση
αὐτὸν τὸν
κεκρυμμένο πολύτιμο μαργαρίτη καὶ
νὰ γίνη πάμπλουτος πνευματικά.
Ἀλλὰ ξεκινάει ἀπὸ μικροπωλητής. Γι’ αὐτὸ
χρειάζεται ἡ προφορικὴ ἐπίκληση τῆς εὐχῆς.
. Ἅμα δὲν ἐπιμέναμε στὴν προφορικὴ εὐχὴ καὶ τὴν
σιωπή, σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολή τοῦ Γέροντος, ὁ νοῦς
μας θὰ γύριζε ὅλα τὰ σοκάκια καὶ θὰ ἐφερνε ὅλα τὰ
σκουπίδια τῆς φαντασίας στὴν καρδιά. Ἂν δὲν μᾶς
ἔφερνε ὁ γλυκύτατος Θεός μας σ᾽ αὐτὸν τὸν μεγάλο
Γέροντα, μόνο ἀκολουθίες θὰ διαβάζαμε. Καὶ ναὶ
μὲν οἱ ἀκολουθίες
εἶναι ἐξαιρετικὰ
ὠφέλιμες γιὰ τὴν
πνευματικὴ ἀσθένειά
μας, ἀλλὰ δὲν
ἔχουν τὴν δύναμι
νὰ κατευνάσουν τὰ
πάθη, ὅπως ἡ
νοερὰ προσευχή. Κι
αὐτὸ γιὰ τρεῖς λόγους:
. – Πρῶτον, διότι μὲ τὴν
Νοερὰ Προσευχὴ
ὁ νοῦς δὲν
περισπᾶται σὲ
πολλὰ λόγια ὅπως στὶς
ἀκολουθίες, ἀλλὰ
συγκεντρώνεται μόνο σὲ λίγες
λέξεις. Ἔτσι ὁ νοῦς ἀπορροφᾶ τὴν εὐχὴ
μὲ περισσότερη ἄνεσι καὶ εἰσέρχεται μαζί της μέσα
στὸ βαθας τῆς καρδιᾶς. [ΣΧΟΛΙΟ «ΧΡ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: Κι ἐμεῖς ἄγευστοι καὶ φτωχοὶ
ἔχουμε ἀφηνιάσει νὰ “μεταφράσουμε” τὰ
λειτουργικὰ κείμενα γιὰ νὰ… περιπλανᾶται καὶ
περισπᾶται ὁ νοῦς σὲ πολλὲς “κατανοήσεις”. Τί
ἄτσαλη ἡμιμάθεια!]
. - Δεύτερον, διότι τὴν εὐχούλα
ὁ καθένας, ἀνεξαρτήτως
μορφώσεως καὶ πνευματικοῦ
ἐπίπεδου, μπορεῖ νὰ τὴν
λέγη. Οὔτε γράμματα χρειάζεται νὰ ξέρης οὔτε τὸ
τυπικὸ οὔτε μουσική. [ΣΧΟΛΙΟ «ΧΡ. ΒΙΒΛΙΟΓΡ.»: οὔτε
“μεταφράσεις”] Ἔτσι εἶναι ἄμεσα προσπελάσιμη σ᾽
ὅλους.
. - Καὶ τρίτον, διότι τὴν
εὐχὴ μπορεῖς
νὰ τὴν λὲς
ὅλη μέρα καὶ ὁπουδήποτε.
Δὲν ὑπάρχει τόπος, χρόνος ἡ κατάστασις, κατὰ τὴν
ὁποία δὲν μπορεῖς νὰ προσευχηθῆς. Μὰ στὴν ἐκκλησία
εἶσαι, μὰ στὸ κελλί σου εἶσαι, μὰ στὴν δουλειά
εἶσαι, μὰ στὸν δρόμο εἶσαι, μὰ στὸ νασοκομεῖο
εἶσαι, μὰ στὴν φυλακή, ἡ εὐχούλα ἀπὸ τίποτα δὲν
ἐμποδίζεται, τὰ πάντα ἁγιάζει καὶ τὰ δαιμόνια τὴν
φοβοῦνται.
. Συνέβη τὸ ἀκόλουθο γεγονὸς ποὺ ἐνίσχυσε μέσα μου
τὴν πίστι στὴν δύναμι καὶ τὴν ἀξία τῆς προφορικῆς
εὐχῆς. Κάποτε ἦρθε κοντά μας ἕνας δαιμονισμένος.
Καθὼς δουλεύαμε μαζί, τὸν δίδαξα νὰ λέη τὴν
εὐχούλα προφορικά, κυρίως γιὰ νὰ ἀποφύγω τὴν
ἀργολογία. Πράγματι ἄρχισε ὁ ἀσθενὴς νὰ λέει τὴν
εὐχούλα. Καὶ πάνω ποὺ ἄρχισε νὰ τὴν λέη τὸν ἔπιασε
τὸ δαιμόνιο καὶ φώναζε:
-Πήγαινε στὸν Ἑσπερινοοοό, ἄσε τὸ κομποσχοίνιιιιι!
. Ὁ ἴδιος ὁ δαίμονας, δηλαδή, φανέρωσε
πὼς μὲ τὴν εὐχούλα μιλᾶμε δυναμικὰ μὲ τὸν Θεό.
Βέβαια, κανεὶς δὲν πρέπει νὰ πολυδίνη σημασία στὰ
λόγια τῶν δαιμόνων, καὶ τοῦτο διότι οἱ δαίμονες
εἶναι ψεῦτες καὶ ἀνθρωποκτόνοι καὶ σπανίως λένε
κάποια ἀλήθεια, ἀναμεμιγμένη μὲ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν
ἀπάτη. Ἔτσι ἔγινε φανερὸ πὼς τὰ δαιμόνια δὲν
συμπαθοῦν καθόλου νὰ προφέρεται μὲ ζέσι καρδιᾶς τὸ
ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μας.
. …Πολλὲς φορὲς ὅταν προσευχόμουν νοερά,
ἀκολουθώντας πιστὰ τὴν διδασκαλία τοῦ Γέροντός
μας, ἄλλοτε ὁ νοῦς μου μὲ ἀσύλληπτη ταχύτητα
εἰσχωροῦσε σὲ οὐράνιες πνευματικὲς θεωρίες, ποὺ
ξεπερνοῦσαν τὴν ὑλικὴ φύσι καὶ ἄλλοτε ἔνοιωθα σὰν
νὰ μὴν μπορῆ ἡ προσευχή μου νὰ ξεπεράση τὸ ταβάνι
τοῦ κελλιοῦ μου.
. Καὶ ἔχοντας αὐτὴ τὴν ἀπορία ρώτησα:
- Γέροντα καμμία φορὰ στὴν προσευχή μου, δὲν
μπορεῖ ὁ νοῦς μοῦ νὰ ξεπεράση τὴν σκέπη τοῦ
κελλιοῦ μου. Γιατί αἰσθάνομαι αὐτὸ τὸ ἐμπόδιο;
-Τὰ δαιμόνια, παιδί μου, ποὺ ἀοράτως βρίσκονται
γύρω μας, αὐτὰ ἐμποδίζουν, κατ᾽ οἰκονομία Θεοῦ καὶ
παραχώρησι, γιὰ νὰ διδαχθοῦμε ἐκ πείρας τὸν ἀόρατο
πόλεμό τους. Παιδί μου καὶ ὁ βαρκάρης ἔτσι κάνει,
ὅταν ἔχει ἀεράκι, προχωράει ἀκόπως μὲ τὰ πανιά,
ὅταν ὅμως πέση ἄπνοια, νηνεμία, τότε πιάνει τὰ
κουπιά. Καὶ τότε κοπιάζει, ἱδρώνει καὶ προχωράει.
Ἔτσι κι ἔμεις. Ὅταν ἔρχεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ τότε
ἡ εὐχὴ μόνη της λέγεται. Ὅταν ὅμως, γιὰ λόγους
θείας οἰκονομίας, ἀποσυρθῆ τότε πρέπει νὰ πιάσουμε
τὰ κουπιά, νὰ ἀγωνισθουμε, νὰ ἱδρώσουμε καὶ νὰ
δείξουμε τὴν προαίρεσί μας.
. Ἔτσι ἡ διδασκαλία τοῦ Γέροντός μας ἦταν ἡ
ἐπιμονὴ στὴν προσευχή. Εἴτε εἴχαμε πολλὴ βροχὴ
εἴτε ὑπερβολικὴ παγωνιὰ εἴτε μανιώδεις ἀνέμους,
ἐμεῖς ἔπρεπε νὰ βιάζουμε τὸν ἑαυτό μας στὴν
σωτήρια ἐπίκλησι τοῦ Χριστοῦ μας.