
Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου
Εορτάζει στις 12 Δεκεμβρίου εκάστου έτους.
Ο θαυματουργός καν τέθνηκε Σπυρίδων,
Του θαυματουργείν ουκ έληξεν εισέτι.
Αμφί δωδεκάτην Σπυρίδων βίοτον λίπε τόνδε.
Βιογραφία
Ο Άγιος Σπυρίδων γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στο τώρα κατεχόμενο χωριό Άσσια (Άσκια) της Κύπρου (και όχι στην Τριμυθούντα – σημερινή Τρεμετουσιά – όπως γράφουν πολλοί) από οικογένεια βοσκών, που ήταν κάπως εύπορη. Αν και μορφώθηκε αρκετά δεν άλλαξε επάγγελμα. Συνέχισε και αυτός να είναι βοσκός.
Σαν χαρακτήρας, ο Άγιος, ήταν απλός, αγαθός, γεμάτος αγάπη για τον πλησίον του. Τις Κυριακές και τις γιορτές, συχνά έπαιρνε τους βοσκούς και τους οδηγούσε στους ιερούς ναούς, και κατόπιν τους εξηγούσε την ευαγγελική η την αποστολική περικοπή. Ο Θεός τον ευλόγησε να γίνεται συχνά προστάτης χήρων και ορφανών.
Νυμφεύθηκε ευσεβή σύζυγο και απέκτησε μια κόρη, την Ειρήνη. Γρήγορα, όμως, η σύζυγός του πέθανε. Για να επουλώσει το τραύμα του ο Σπυρίδων αφοσιώθηκε ακόμα περισσότερο στη διδαχή του θείου λόγου.
Μετά από πολλές πιέσεις, χειροτονήθηκε ιερέας. Και πράγματι, υπήρξε αληθινός ιερέας του Ευαγγελίου, έτσι όπως τον θέλει ο θείος Παύλος: «Ανεπίληπτον, νηφάλιον, σώφρονα, κόσμιον, φιλόξενον, διδακτικόν, τέκνα έχοντα εν υποταγή μετά πάσης σεμνότητας» (Α’ προς Τιμόθεον γ’ 2-7). Δηλαδή ακατηγόρητο, προσεκτικό, εγκρατή, σεμνό, φιλόξενο, διδακτικό, και να έχει παιδιά που να υποτάσσονται με κάθε σεμνότητα. Έτσι και ο Σπυρίδων, τόσο σωστός υπήρξε σαν ιερέας, ώστε όταν χήρεψε η επισκοπή Τριμυθούντος στην Κύπρο, δια βοής λαός και κλήρος τον εξέλεξαν επίσκοπο.
Από τη θέση αυτή ο Σπυρίδων προχώρησε τόσο που στην αρετή, ώστε τον αξίωσε ο Θεός να κάνει πολλά θαύματα.
Να σημειώσουμε εδώ ότι ο Άγιος Σπυρίδων με το κύρος της αγίας και ηθικής ζωής του στην Α’ Οικουμενική σύνοδο, που έγινε στη Νίκαια της Βιθυνίας (Μικρά Ασία) και στην οποία συμμετείχε, κατατρόπωσε τους Αρειανούς και αναδείχτηκε από τους λαμπρούς υπερασπιστές της Ορθόδοξης πίστης. Μάλιστα, όπως αναφέρει η παράδοση, αφού μίλησε για λίγο, κατόπιν έκανε το σημείο του Σταυρού και με το αριστερό χέρι, που κρατούσε ένα κεραμίδι, εις τύπον της Αγίας Τριάδος είπε: «Εις το όνομα του Πατρός» και έκανε να φανεί προς τα επάνω απ’ το κεραμίδι φωτιά, δια της οποίας είχε ψηθεί αυτό. Όταν δε είπε: «Και του Υιού», έρρευσε κάτω νερό, δια του οποίου ζυμώθηκε το χώμα του κεραμιδιού. Και όταν πρόσθεσε: «Και του Αγίου Πνεύματος» έδειξε μέσα στη χούφτα του μόνο το χώμα που απέμεινε.
Ο Άγιος Σπυρίδων κοιμήθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 350 μ.Χ.
Τα 648 μ.χ. η Κύπρος αντιμετώπιζε μεγάλες επιδρομές από τους Σαρακηνούς και το λείψανο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τον αυτοκράτορα Ιουστινιανό. Τοποθετήθηκε στον Ναό των Αγίων Αποστόλων μαζί με το λείψανο της Αυγούστας Θεοδώρας (βλέπε 11 Φεβρουαρίου). Παρέμεινε στην βασιλίδα των πόλεων μέχρις ότου ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος λίγες μέρες πριν την πτώση πήρε τα δύο λείψανα και τα μετέφερε μέσω Σερβίας, Θράκης και Μακεδονίας στη Παραμυθιά της Ηπείρου. Τρία χρόνια περιπλανήθηκε από τόπο σε τόπο μέχρις ότου φτάσει στην Κέρκυρα. Όλο αυτό το διάστημα είχε τοποθετήσει τα λείψανα σε σακιά με άχυρα και όποιος τον ρωτούσε τους έλεγε πως είναι τροφή για το υποζύγιό του. Το 1456 μ.Χ. έφτασε στην Κέρκυρα γιατί πίστευε πως τα λείψανα θα ήταν ασφαλισμένα. Τα Επτάνησα εκείνη την εποχή βρίσκονταν κάτω από την εξουσία των Ενετών. Ο ιερέας Γρηγόριος Πολύευκτος βρήκε ένα συμπολίτη του πρόσφυγα τον ιερέα Γεώργιο Καλοχαιρέτη και του κληροδότησε το λείψανο του Αγίου.
Μετά τον θάνατο του ο Γεώργιος Καλοχαιρέτης άφησε κληρονομιά στους γιους του στο Λουκά και Φίλιππο το λείψανο του Άγιου Σπυρίδωνα Οι δύο αδελφοί θέλησαν να μεταφέρουν το λείψανο στην Βενετία. Η υπόθεση μάλιστα εκδικάστηκε από την Ενετική Γερουσία. Το ανώτατο δικαστικό όργανο του κράτους αποφάσισε ότι το λείψανο αποτελεί ιδιοκτησία των αδελφών, άρα διατηρούν το αναφαίρετο δικαίωμα να το μεταφέρουν όπου εκείνοι επιθυμούν. Τελικά όμως η μεταφορά δεν πραγματοποιήθηκε διότι υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από τον Κερκυραϊκό λαό και το ανώτατο δικαστικό όργανο δεν επέμεινε και επικράτησε η σκέψη ότι δεν έπρεπε να δημιουργούνται δυσαρέσκειες στους λαούς οι οποίοι βρίσκονται κάτω από τη Βενετική σημαία. Το 1512 μ.Χ. συντάχθηκε στην Άρτα δωρητήριο συμβόλαιο στο όνομα της Ασημίνας Καλοχαιρέτη, κόρη του Φιλίππου, η οποία παντρεύτηκε τον Σταμάτιο Βούλγαρη και η οποία με τη σειρά της άφησε διαθήκη που χρονολογείται από τις 25 Νοεμβρίου 1571 μ.Χ. και ορίζει πως το Ιερό Λείψανο του Αγίου παραμένει ως κληρονομιά στους γιους της και στους απογόνους τους.
Ο ναός ο οποίος στεγάζει σήμερα το σκήνωμα του σγίου, κτίστηκε στα 1589 μ.Χ. και ανήκει στο ρυθμό της μονόκλιτης βασιλικής. Το ψηλό και πυργωτό καμπαναριό, ως συμπλήρωμα του ναού, κτίστηκε το 1620 μ.Χ. Το σημερινό τέμπλο του ναού, κατασκευασνμένο από μάρμαρο της Πάρου, κατασκευάστηκε το 1864 μ.Χ. και είναι έργο του αυστριακού αρχιτέκτονα Μάουερς. Η ουρανία είναι ζωγραφισμένη από τον Κερκυραίο ζωγράφο Νικόλαο Ασπιώτη το 1852 μ.Χ., ενώ οι εικόνες του τέμπλου είναι φτιαγμένες από τον επίσης Κερκυραίο ζωγράφο, Σπύρο Προσαλένδη. Η σημερινή λάρνακα φτιάχτηκε στη Βιέννη το 1867 μ.Χ. Είναι από σκληρό, πολυτελές ξύλο με εξωτερική ασημένια επένδυση. Βρίσκεται τοποθετημένη μέσα στην κρύπτη, η οποία δημιουργήθηκε ειδικά για να δεχθεί το λείψανο του Αγίου Σπυρίδωνα, το οποίο επισκέπτονται χιλιάδες ξένοι και ντόπιοι επισκέπτες. Είναι ένα από τα τρία άφθορα λείψανα στο Ιόνιο, του Άγιου Σπυρίδωνα, του Άγιου Γεράσιμου και του Αγίου Διονυσίου.
Στην Κέρκυρα το σκήνωμα του Αγίου Σπυρίδωνος λιτανεύεται τέσσερις φορές το χρόνο. Την Κυριακή των Βαΐων για την απαλλαγή του νησιού από επιδημία πανώλης το 1629 μ.Χ. Το Μεγάλο Σάββατο γιατί το έτος 1533 μ.Χ. το νησί επλήγη από μεγάλη καταστροφή της σοδιάς των σιτηρών. Την 11η Αυγούστου για την διάσωση του νησιού από σφοδρή επιδρομή των Τούρκων το 1716 μ.Χ. και την πρώτη Κυριακή του μηνός Νοεμβρίου για δεύτερη επιδημία πανώλης το 1673 μ.Χ.
Θαύματα του Αγίου Σπυρίδωνα
Μια μέρα, ένας πτωχός με πολυμελή οικογένεια κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του Αγίου Σπυρίδωνα. Πλησίασε τον άγιο και με δάκρυα του ζήτησε ένα δάνειο. Το ήθελε για να πληρώσει κάποιο χρέος του σ’ ένα πλούσιο, που απειλούσε να του πωλήσει το σπίτι του. Που να βρει όμως ο άγιος ένα τόσο μεγάλο ποσό;
Στον πόνο που του δημιουργούσαν τα πικρά δάκρυα του πτωχού, που από τη θλίψη σπάραζε, ο στοργικός επίσκοπος καταστενοχωρημένος άρχισε να βηματίζει. Ξάφνου εκεί μπροστά του, πήρε το μάτι του ένα φίδι να σέρνεται μέσα στην πρασινάδα. Σαν αστραπή πέρασε από τον νου του το ραβδί του Ααρών, που στο παλάτι του Φαραώ τ’ αφήκε να πέσει στη γη κι έγινε φίδι. «Ας ήταν, Κύριε, το φίδι αυτό να γινόταν χρυσάφι για τον πτωχό αυτόν οικογενειάρχη, είπε σιγανά. Ναι, Κύριε. Ας γινόταν χρυσάφι, για να βοηθηθεί το δυστυχισμένο αυτό πλάσμα σου», ξανάπε και σήκωσε το χέρι. Το φίδι σταμάτησε. Κι ο άγιος έσκυψε και το πήρε. Στο χέρι του το σιχαμερό ερπετό μεταμορφώθηκε κι άστραψε τώρα χρυσαφένιο. O πτωχός γεμάτος χαρά πήρε το χρυσάφι κι έτρεξε και το ‘δωκε ενέχυρο στον πλούσιο δανειστή.
Όταν αργότερα με τη βοήθεια του Θεού πλήρωσε το χρέος του, ο δανειστής του επέστρεψε το χρυσαφένιο ενέχυρο. Κι ο πτωχός το πήρε και με δάκρυα ευγνωμοσύνης το γύρισε στον άγιο. Αυτός, αφού το έλαβε στα χέρια, έστρεψε τα μάτια στον ουρανό, δόξασε τον Θεό για την άπειρη φιλανθρωπία του κι ύστερα το έρριξε στη γη. Και ω του θαύματος! Το χρυσάφι έγινε και πάλι φίδι κι έφυγε από μπροστά τους.
Κάποια άλλη φορά ο Άγιος Σπυρίδωνας, ύστερα από μακρινή οδοιπορία για διδαχή του λαού του μπήκε κουρασμένος στο σπίτι ενός από τους πιστούς του, για να ξεκουραστεί. Στο άκουσμα της είδησης κόσμος πολύς από τα γειτονικά σπίτια στην αρχή κι έπειτα από όλη την κοινότητα έτρεξαν να τον συναντήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Ανάμεσα στα πλήθη ήταν και μια αμαρτωλή γυναίκα, που ήρθε κι αυτή να δει τον άγιο. Κάποια στιγμή μάλιστα έπεσε και κάτω, για να ασπασθεί τα πόδια του. Με τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος ο άγιος, σαν την κοίταξε, γνώρισε αμέσως την αμαρτία της. Χωρίς να τον ακούσει κανένας, με τρόπο γλυκύ και ταπεινό, ψιθύρισε στη γυναίκα: «Κυρά μου, μη με εγγίσεις». Εκείνη όμως επέμενε. Και τότε ο άγιος με αυστηρότητα φανέρωσε μπροστά σε όλους την αμαρτία της. Η γυναίκα θαύμασε και με συντριβή καρδιάς έσκυψε κι άρχισε με δάκρυα να ζητά το έλεος του Θεού. Μπροστά στη μετάνοια της ο στοργικός πατέρας της είπε με συγκίνηση τα λόγια εκείνα, που κάποτε ο ίδιος ο Κύριος απηύθυνε σε μια τέτοια αμαρτωλή: «Θάρσει, θύγατερ. αφέωνται σοι αι αμαρτίαι». Πήγαινε στο καλό και πρόσεχε μελλοντικά. Με τον τρόπο του ο άγιος βοήθησε την αμαρτωλή εκείνη γυναίκα να μετανοήσει. Αλλά κι έδωκε ένα μάθημα σε όλους. Μόνο η μετάνοια η ειλικρινής ξεπλένει την ψυχή και αποκαθιστά τον άνθρωπο στη θέση την τιμητική, να είναι παιδί του Θεού.
Ο άγιος κατά τη Μεγάλη Σαρακοστή συνήθιζε να νηστεύει απόλυτα. Δεν έτρωγε τίποτα, ούτε αυτός ούτε κι η κόρη του. Κάποια βραδυά, σε περίοδο νηστείας, ένας άγνωστος οδοιπόρος κτύπησε την πόρτα της επισκοπής του. Ο άγιος έσπευσε με προθυμία να του ανοίξει και να τον υποδεχθεί. Του πρόσφερε νερό να ξεπλυθεί και πήγε να βρει κάτι, για να του δώσει να δειπνήσει. Κοίταξε παντού, μα τίποτα δεν βρήκε. Ούτε ψωμί δεν είχε. Στην αμηχανία του ο άγιος θυμήθηκε πως σε κάποια γωνιά βρισκόταν κρεμάμενο ένα κομμάτι διατηρημένο χοιρινό κρέας από τις ημέρες της κρεοφαγίας. Χωρίς να χάσει καιρό, φώναξε την κόρη του να ψήσει λίγο για τον φιλοξενούμενο τους. Η κόρη ετοίμασε το τραπέζι. Έβαλε πάνω το ψητό κρέας και κάλεσαν τον ξένο να φάγει. Ο ξένος, σαν είδε το προσφερόμενο, αρνήθηκε να το δοκιμάσει λέγοντας: «Δέσποτα μου, συγχώρεσε με. Νηστεύω. Είμαι χριστιανός». «Ναι! παιδί μου», είπε ο άγιος, «κι εγώ νηστεύω. Είμαι κι εγώ χριστιανός. Μα μια και δεν έχουμε τίποτε άλλο στο σπίτι κι εσύ πρέπει να τονωθείς ύστερα από την τόση οδοιπορία, θα φας από αυτό που βρίσκεται. Να! εγώ καταλύω πρώτος τη νηστεία. Φάγε, παιδί μου, να τονωθείς». Κι ο άγιος, για να ενθαρρύνει τον ξένο, έφαγε κι έδωσε και σ’ εκείνο λέγοντας του. «Πάντα καθαρά τοις καθαροίς, ο θείος απεφήνατο Λόγος». Την άλλη μέρα φυσικά συνέχισε και πάλι τη νηστεία του.
Το περιστατικό αυτό δείχνει την πλατιά αντίληψη του αγίου για τη νηστεία, που είναι κι η μόνη ορθή. «Το Σάββατον εγένετο δια τον άνθρωπον ουχ ο άνθρωπος δια το Σάββατον». (Μαρκ. β’, 27).
Μια βραδυά, την ώρα που όλοι ησύχαζαν, μερικοί κλέφτες μπήκαν στη μάνδρα, που ήσαν τα πρόβατα που έτρεφε ο άγιος για τις ανάγκες των πτωχών του, για να κλέψουν μερικά. Ξεχώρισαν αυτά που ήθελαν και δοκίμασαν να φύγουν. Άδικα, όμως, προσπαθούν να κινηθούν προς την έξοδο. Τα πόδια και τα χέρια τους δέθηκαν αόρατα από Εκείνο, που όλα τα βλέπει και τα παρακολουθεί, Όλο το βράδυ άγρυπνοι αγωνίζονταν χωρίς να κατορθώσουν αυτό που ήθελαν. Όταν ξημέρωσε και πήγε ο άγιος στη μάνδρα και τους είδε σε κείνα τα χάλια, τους σπλαγχνίστηκε. Τους μίλησε με καλωσύνη και τους συνέστησε να μην επαναλάβουν αυτή την πράξη. Κι εκείνοι ντροπιασμένοι και καταστενοχωρημένοι του το υποσχέθηκαν. Τους έλυσε τα δεσμά, με τα οποία ήσαν δεμένοι, τους ευλόγησε και τους απέλυσε. Την ώρα, που έφευγαν, τους έδωσε κι ένα κριάρι για «τον κόπο της αγρυπνίας». Πόσο δίκαιο έχει ο λαός μας όταν λέγει: «Αγαπά ο Θεός τον κλέφτη· αγαπά όμως και τον νοικοκύρη». Ο Πανάγαθος «θέλει πάντας σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν» (Α’ Τιμοθ. β’ 4).
Στις αρχές του 17ου αιώνα μ.Χ. μια τρομερή ανομβρία κτύπησε τα νησιά του Ιόνιου Πελάγους. Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο λαός πεινά. Υποφέρει. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πως θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί; Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα» (Ησαΐα, ν’ 5) φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στην εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου, ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα.
Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές. «Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα». Σε λίγο, τα καράβια φτάνουν στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί. Δεν πέρασε πολλή ώρα και το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο.
Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της ώρισε κάθε Μεγάλο Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα.
Γύρω στα 1629-30 μ.Χ. καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά. Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική παρουσιάζει ολόκληρο το νησί.
Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να εκζητήσει τη μεσιτεία του.
Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια.
Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε Τότε, μας λέγει, πως η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πως ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων.
Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673 μ.Χ. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους.
Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να εκζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ’, 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ’ αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ’ ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί.
Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της.
Το 1715 μ.Χ. ο καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του σουλτάνου προχωρεί για να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα – πρώτα βαδίζει προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία.
Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 μ.Χ. η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ’ την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σαν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ’ την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι’ αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.
Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του.
Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε’, 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ’ αλήθεια ντροπιάζει η διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πως ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θα τον εγκαταλείψει.
Στον ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.
Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σαν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ’ αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στο μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε;
Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντροπιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!
Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α’ Ίωάν. ε’, 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.
Η Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή: «Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ… δόξα τω ενεργούντι δια σου… Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη Του ενεργείς τα τόσα θαύματα σου».
Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα, και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του.
Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ’ αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία. Στη σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα. Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πως αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι’ αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους. Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαιωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πως δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.
Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 μ.Χ. ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.
Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πως, αν του ξαναμιλούσαν γι’ αυτό το θέμα, θα τους έστελλε φυλακή στη Βενετία.
Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.
Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ’ ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε: «Ποιός είσαι; Πού πάς»; Μια φωνή του απήντησε. «Είμαι ο Σπυρίδων».
Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του.
Η τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.
Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου:
«Ως των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής βαρβάρων απρόσβλητον».
Στον Ελληνοιταλικό πόλεμο του 1940 μ.Χ., η Κέρκυρα δεχόταν επί ένα έτος τις καθημερινές αεροπορικές επιθέσεις των Ιταλών αεροπόρων, εν τούτοις οι ζημιές υπήρξαν ελάχιστες.
Κατά τις επιδρομές αυτές που δεν σταμάτησαν ούτε και τα Χριστούγεννα συνέβαινε κάτι το πολύ περίεργο. Αν και τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν συνήθως πολύ χαμηλά, μια και η Κέρκυρα δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, εν τούτοις οι βόμβες τους κατά κανόνα δεν έπεφταν μέσα στην πόλη, αλλά μακρυά στη θάλασσα. Λες και κάποιο χέρι τις έσπρωχνε εκεί. Κι όταν κάποτε σ’ ένα βομβαρδισμό μια βόμβα έπεσε στον γυναικωνίτη της εκκλησίας του αγίου, που ας σημειωθεί ήταν γεμάτη από γυναικόπαιδα, η βόμβα δεν εξερράγη. Ο πυροδοτικός της μηχανισμός δεν λειτούργησε. Ο άγιος δεν το επέτρεψε. Ποιος μπορεί σ’ αυτή, μα και σ’ άλλη παρόμοια περίπτωση να σιωπήσει και να μην αναφωνήσει: «Δοξασμένον το Πανάγιον Όνομα σου εις τους αιώνας, γλυκύτατε Ιησού».
Απολυτίκιον
Ήχος α’. Του λίθου σφραγισθέντος.
Της Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος, και θαυματουργός θεοφόρε, Σπυρίδων Πατήρ ημών· διο νεκρά συ εν τάφω προσφωνείς, και όφιν εις χρυσούν μετέβαλες· και εν τω μέλπειν τας αγίας σου ευχάς, Αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι Ιερώτατε. Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ· δόξα τω σε στεφανώσαντι· δόξα τω ενεργούντι δια σου, πάσιν ιάματα.
Κοντάκιον
Ήχος β’. Τα άνω ζητών.
Τω πόθω Χριστού τρωθείς, Ιερώτατε, τον νουν πτερωθείς, τη αίγλη του Πνεύματος, πρακτική θεωρία, την πράξιν εύρες θεόπνευστε, θυσιαστήριον θείον γενόμενος, αιτούμενος πάσι θείαν έλλαμψιν.
Κάθισμα
Ήχος πλ. δ’. Την Σοφίαν και Λογον.
Εκ ποιμνίων προβάτων την του Χριστού, Εκκλησίαν ποιμαίνειν προχειρισθείς, ποιμήν θεοπρόβλητος, συ Σπυρίδων ανέλαμψας, κακοδοξίας λύκους, ελάσας τοις λόγοις σου, εν ευσεβείας πόα, αυτήν εκτρεφόμενος· όθεν αναμέσον, θεοφόρων Πατέρων, την πίστιν ετράνωσας, τη σοφία του Πνεύματος, Ιεράρχα μακάριε· Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, των πταισμάτων άφεσιν δωρήσασθαι, τοις εορτάζουσι πόθω, την αγίαν μνήμην σου.
Ο Οίκος
Τον εκ κοιλίας ηγιασμένον Ιεράρχην Κυρίου, ανευφημήσωμεν νυν Σπυρίδωνα, τον της χάριτος πλάκας δεξάμενον θείας δόξης, και εν θαύμασι περιβόητον πάσι, και ως θερμόν και αυτόπτην της θείας ελλάμψεως, ως των πενήτων προστάτην, και των αμαρτανόντων ψυχαγωγόν· ούτος γαρ θύων τω βήματι του Χριστού, Ιεράρχης πιστός αναδέδεικται, αιτούμενος πάσι θείαν έλλαμψιν.
Μεγαλυνάριον
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
Έτερον Μεγαλυνάριον
Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός· Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός· Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Παρακλητικός Κανόνας Αγίου Σπυρίδωνος
Μετά το ευλογητόν, το Κύριε εισάκουσον. Είτα το, θεός Κύριος, και το τροπάριον.
Ήχος δ’. Ο Υψωθείς εν τω Σταυρώ.
Τον ιεράρχην του Χριστού τον πανένδοξον και τροπαιούχον ευσεβείας αήττητον, των ορθοδόξων καύχημα, Σπυρίδων σοφόν, πάντες ανυμνήσωμεν, προς αυτόν εκβοώντες, ρύσαι ικεσίαις σου, πειρασμών και κινδύνων, τους μετα πόθου, Πάνσεπτε, το σον, καταφιλούντας ιερόν εκτύπωμα.
Δόξα. Και νυν. Θεοτόκιον. Τη Θεοτόκω εκτενώς …
Ο Ν’ ψαλμός και ο Κανών
ΩΔΗ Α’ Ήχος πλ. δ’. Υγράν διοδεύσας.
Άγιε του Θεού..
Σπυρίδων Μακάριε των πιστών, αντιλήπτωρ μέγα ,την πρεσβεία σου συνεργόν, ημίν πάσι δίδου τοις εκ πόθου, ασπαζομένοις την θεια Εικονα σου.
Άγιε του Θεού..
Πάσαι ευσεβούντων ω θαυμαστέ, Σπυρίδων αι τάξεις, ανυμνούσι σε αληθώς, Θεός γαρ ο πλάστης και δεσπότης, αξιοχρέως σε πάτερ εδόξασε.
Φωτί τω αυλω εν ουρανώ, Σπυρίδων Παμμάκαρ, συν αγγέλοις συ εντρυφών, ταις προς τον Δεσπότην ευπροσδέκτοις, ημάς λιταίς σου φωταγώγησον.
Θεοτοκίον.
Συνέχομαι κινδύνοις και πειρασμοίς, και προς σε Παρθένε, καταφεύγων επιζητώ, την λύσιν αυτών και σωτήριαν, διο λιταίς σου τον δούλον σόν οίκτηρον.
ΩΔΗ Γ’
Άγιε του Θεού..
Νεκράν συ εφώνησας, εκ του μνημείου Σπυρίδων Όσιε, ούτω καμέ, πταίσμασι θανόντα, σαις λιταίς εξανάστησον.
Άγιε του Θεού..
Κόρος ου προσγίνεται, τοις σε τιμώσι Σπυρίδων Όσιε, Συ γαρ ημών, προστάτης και ρύστης, και τιμή και αντίληψης.
Άπασης με θλίψεως, και εκ κινδύνων, Σπυρίδων Όσιε, σαις προσευχαίς και παντοίων νόσων και κολάσεως λύτρωσε.
Θεοτοκίον.
Έχων την ελπίδα μου εν σοι Πανάσπιλε Δέσποινα όλην προς σε, ανατείλω χαίρων την ψυχήν και διάνοιαν.
ΩΔΗ Δ’
Άγιε του Θεού..
Ώι πολύφωτε ήλιε των Πατέρων κλέος Σπυρίδων Όσιε , τους τιμώντας σε αξίωσον, φωταγωγηθήναι ταις πρεσβείαις σου.
Άγιε του Θεού..
Παρεστώς του Παντάνακτος, θρόνω αιωνίω τους ανυμνούντας σε, ω Σπυρίδων ελευθέρωσον, εκ παντός κινδύνου ικεσίαις σου.
Ως τον όφιν μετέβαλες, εις χρυσόν Σπυρίδων Παναγιώτατε, ούτω δέομαι μετάβαλε, από των κακών με εις μετάνοιαν.
Θεοτοκίον.
Ρύσαι Μήτερ τον δούλον σου, εκ των κατεχόντων δεινών με θλίψεων, επι σοι γαρ ανατίθημι πάσαν την ελπίδαν Αειπάρθενε.
ΩΔΗ Ε’
Άγιε του Θεού..
Λύσον των παθών, την ομίχλη Αγιώτατε, τη φωταγωγία των σεπτών σου λιτών, και προς τρίβους, βίου με οδήγησον.
Άγιε του Θεού..
Νόσων ιατρός, και κινδύνων ρύστης ένθεος, συ ανεδείχθης Σπυρίδων Ιερέ. Διο ψυχήν μου, ταις λιταίς σου νυν θεράπευσον.
Ρυσαι με δεινών, ω Σπυρίδων ιερώτατε τον σοι ευλαβώς καταφεύγοντα και ταις λιταίς σου, πάσης θλίψεως απάλλαξον.
Θεοτοκίον.
Άχραντε ημίν, τοις οικέταις σου χορηγήσον, τοις κατεχομένοις υπο των θλίψεων την σωτηρίαν, μεσιτείαις σου προς Κύριον.
ΩΔΗ ΣΤ’
Άγιε του Θεού..
Νεκρώσας, σου της σαρκός τας κινήσεις, εξανέστησας νεκρούς ω Σπυρίδων, ζωοποιώ και ενθέω σου λόγω. Όθεν καμού την ψυχήν Πάτερ Άγιε, ταις σαις λιταίς ως συμπαθής, νεκρωθείσαν τοις πάθεσι ζώωσον.
Άγιε του Θεού..
Συνέχει με των πταισμάτων θάλασσα, και χειμάζει τρικυμία κινδύνων, και προς βυθόν απωλείας καθέλκει, των ανιάτων παθών η αντίπνοια, Θεόν ο κυρήξας τον Χριστόν, ω Σπυρίδων των κλύδωνα κόπασον.
Προστάτα των θλιβωμένων Σπυρίδων, μολυνθείσαν ηδοναίς την ψυχήν, μου δια λουτρού κατανύξεως Θειας, καθαρτικών τε δακρύων απόλουσον. Και ρύσαι με της φοβεράς ,σαις λιταίς και ασβέστου κολάσεως.
Θεοτοκίον.
Φυγάδευσον εκ της αθλίας σαρκός μου, την ανίατον ασθένειαν Κόρη και των δεινών αλγηδόνων με ρύσαι και θεραπείαν τελείαν μοι δώρησαι και σώσον με τον επι σοι, πεποιθότα ταις θείαις πρεσβείαις σου.
Διάσωσον.
Εκ θλίψεων και εκ παντοίων κινδύνων λύτρωσαι Ιεράρχα τους την θείαν Μνήμην σου θερμώς εορτάζοντας ως ρύστης των θλιβωμένων Σπυρίδων.
Και Θεοτοκίον. Άχραντε…
Ο Ιερεύς μνημονεύει. Είτα το κοντάκιον Ήχος δ’
Τοις λόγοις εκόσμησας ,την εκκλησίαν Χριστού, τοις έργοις ετίμησας το κατ’ εικόνα Θεού, Σπυρίδων Μακάριε. Έλαμψας εν τω κόσμω, τη εν τη σωφροσύνη, χάριτας ιαμάτων απαστράπτων τοις πάσι. Διο και νυν γεραίρομεν πίστει την Μνήμην σου.
Και ευθύς το Προκείμενον. Ήχος δ’
Το στόμα μου λαλήσει σοφίαν και η μελέτη της καρδίας μου σύνεσιν.
Στίχος. Ακούσατε ταύτα πάντα τα έθνη, Ενωτίσασθε πάντες οι κατοικούντες την Οικουμένην.
Ευαγγέλιον.
Εκ του κατά Ιωάννην (ι’ 9-16)
Είπεν ο Κύριος. Εγώ είμι η θύρα, δι εμού εάν τις εισέλθη, σωθήσεται, και εισελεύσεται, και εξελεύσεται, και νομήν ευρήσει. Ο κλέπτης ουκ έρχεται ειμή ίνα κλέψη, και θύση, και απολέση· εγώ ήλθον ίνα ζωήν έχωσι και περισσόν έχωσιν. Εγώ είμι ο Ποιμήν ο καλός· ο Ποιμήν ο καλός την ψυχήν αυτού τίθησιν υπέρ των προβάτων. Ο μισθωτός δε και ουκ ων ποιμήν ου ουκ εισί τα πρόβατα ίδια, θεωρεί τον λύκον ερχόμενον, και αφίησι τα πρόβατα, και φεύγει· και ο λύκος αρπάζει αυτά, και σκορπίζει τα πρόβατα. Ο δε μισθωτός φεύγει, ότι μισθωτός εστί, και ου μέλει αυτώ περί των προβάτων. Εγώ ειμί ο Ποιμήν ο καλός, και γινώσκω τα εμά, και γινώσκομαι υπό των εμών. Καθώς γινώσκει με ο Πατήρ καγώ γινώσκω τον Πατέρα, και την ψυχήν μου τίθημι, υπέρ των προβάτων. Και αλλά πρόβατα έχω, ά ουκ έστιν εκ της αυλής ταύτης, κακείνά με δει αγαγείν, και της φωνής μου, ακούσουσι, και γενήσεται μία ποίμνη, εις ποιμήν.
Δόξα.
Ταις του Ιεράρχου, πρεσβείαις ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη, των εμών εγκλημάτων.
Και νυν.
Ταίς της Θεοτόκου, πρεσβείαις ελεήμον, εξάλειψον τα πλήθη, των εμών εγκλημάτων.
Στίχ. Ελεήμων, ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεος σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου, εξάλειψον το ανόμημά μου.
Προσόμοιον. Ήχος πλ. β’. Όλην αποθέμενοι.
Πλούτον αναφαίρετον έχει σε Κέρκυρα νήσος, ταύτην αξιάγαστε φαεινοίς αυγάζοντα ταις λαμπρότησιν. η και νυν δώρησαι την ειρήνην Πάτερ, και τροπαίων αύτην έμπλησον, εχθρών την έπαρσην και παρεμβολάς κάμψας βέλεσι, Σπυρίδων Θεοδόξαστε και της συμπαθούς μεταδόσεως. πλήσον τας καρδίας, ημών των ανυμνούντων σε πιστώς εν παρρησία δεόμενος υπέρ των ψυχών ημών.
Το «Σώσον ο Θεός τον λαόν σου» κ.τ.λ..
Ωδή ζ’. Οι εκ της Ιουδαίας.
Άγιε του Θεού..
Σώσον τους σε ανευφημούντας ,Οσιώτατε Σπυρίδων Ιεράρχα, και τω θείω φωτί καταύγασον σους δούλους, και ταις λιταίς εξάρπασον, της σατάν μηχανουργίας.
Άγιε του Θεού..
Ρύσαι Σπυρίδων Ιεράρχα, σαις πρεσβείαις, δαιμόνων επηρείας, λογισμών πονηρών σος δούλους και κινδύνων, όπως αει σωζόμενοι, καταχρέως σε υμνώμεν.
Παύσον, Σπυρίδων σαις πρεσβείαις, της ψυχής μου την άρρητον οδύνην, και δεινών συμφορών σον δούλον και κινδύνων, και των παθών απάλλαξον, ως πατήρ των θλιβομένων.
Θεοτοκίον.
Έμμονον έχων την κακίαν, και δουλούμενος ατόποις συνηθείαις, ευσπλαχνία τη ση προστρέχω ανακράζων διάσωσον με, Πάναγνε, Μητρικαίς σου ικεσίαις.
ΩΔΗ Η’
Άγιε του Θεού..
Ασθενειών τε, χαλεπών και κινδύνων, Ιατρόν σε γινώσκω ω Σπυρίδων. Ρύσαι ουν ψυχήν μου, λιταίς σου αθυμίας.
Άγιε του Θεού..
Των κατεχόντων, ανιαρών τους σους δούλους ελευθέρωσον Σπυρίδων Ιεράρχα, θείαις σου πρεσβείαις, αυτοίς διδούς την λύσιν.
Μη διαλείπης, τον Ιησούν ικετεύων, ως προστάτης Πιστών ω Σπυρίδων, διαφυλαχθήναι ημάς εκ πάσης βλάβης.
Θεοτοκίον.
Ίλαθι Κόρη, τω οικτροτάτω σου δούλω, και εκ νόσων ανιάτων με ρύσαι. Ινα σε δοξάζω εις πάντας τους αιώνας.
ΩΔΗ Θ’
Άγιε του Θεού..
Τους πόθω τη ση σκέπη, Άγιε Σπυρίδων καταφυγόντας κινδύνων διάσωσον, και εκ παθών και των νόσων, λιταίς σου λύτρωσαι.
Άγιε του Θεού..
Φρουρών μη διαλίπης, Όσιε Σπυρίδων, τους σε τιμώντας πιστώς και δοξάζοντας, και σαις πρεσβείαις κινδύνων, αυτούς λυτρούμενος.
Λυτρούμενος ως ώφθης, πρότερον Σπυρίδων, τους εν Κερκύρα πιστώς σοι προστρέξαντας. Ούτω και νυν πάσης, ρύσαι με περιστάσεως.
Θεοτοκίον.
Μαρία σωτηρίας, λιμένα σε ειδότες, τη Παναχράντω σου σκέπη προστρέχομεν, και εκ των νόσων, ρυσθήναι σε ικετεύομεν.
Το Άξιον εστί και τα παρόντα Μεγαλυνάρια.
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή, χαίροις ασθενούντων και πασχόντων ο ιατρός, χαίροις των Πατέρων, ωράισμα και κλέος, τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
Πρέσβευε Σπυρίδων Θαυματουργέ, υπέρ Ορθοδόξων, και εμού του αμαρτωλού, όπως των πταισμάτων την λύτρωσιν, λαβόντες παρά Θεού σε πάντες πόθω γεραίρωμεν.
Δέησιν προσάγαγε τω Θεώ, Σπυρίδων Παμμάκαρ, υπέρ δούλων των σων Σοφέ, των τυραννουμένων, υπό παντοίων νόσων, θλίψεων και κινδύνου, και τούτους λύτρωσαι.
Σπυρίδων τα όμματα της εμής, ψυχής τυφλωθέντα, αμαρτήμασι χαλεποίς, φώτισον λιταίς σου, φωτί θεογνωσίας, και ρύσαι με των Άδου, πικρών κολάσεων.
Πάσαι των αγγέλων…
Τρισάγιον. Και το τροπάριον.
Απολυτίκιον Ήχος α’, του λίθου σφραγισθέντος
«Της Συνόδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος,
και θαυματουργός θεοφόρε, Σπυρίδων Πατήρ ηιμών,
διο νεκρά συ εν τάφω προσφωνείς,
και όφιν εις χρυσούν μετέβαλες,
και εν τω μέλπειν τας αγίας σου ευχάς,
Αγγέλους έσχες συλλειτουργούντάς σοι Ιερώτατε,
Δόξα τω σε δοξάσαντι,
δόξα τω σε στεφανώσαντι,
δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα».
Είτα Εκτενής και Απόλυσις, μεθ’ ην το εξής.
Ήχος β’. Ότε εκ του ξύλου.
Σκεύος απετέλεσας σαυτόν, Πνεύματος Αγίου τρισμάκαρ, καθαράς σου την ψυχήν, χρίσμα θείον έλαβες, Αρχιερεύς γεγονώς, και προστάτης θερμότατος, λαού Ορθοδόξου, του εγκαυχωμένου σου. τη παναγία Σωρώ, όθεν ω Σπυρίδων θεόφρον, εύχου τω Θεώ υπέρ πάντων, ημών των τιμώντων και ευφημούντων σε.
Δι ευχών…
Πηγή: Ιερά Μητρόπολη Κέρκυρας, Παξών και Διαποντίων νήσων
Οπτικοακουστικό Υλικό

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου – Julia Hayes© (www.ikonographics.net)

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου – Γεωργία Δαμικούκα© (http://www.tempera.gr)

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου – Τέλη 15ου αι. μ.Χ. Καρουσάδες, ναός Αγίας Αικατερίνης. Νότιος τοίχος.

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου – Λυδία Γουριώτη© (http://lydiagourioti-iconography.blogspot.com)

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου – Μιχαήλ Χατζημιχαήλ© www.michaelhadjimichael.co

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου

Άγιος Σπυρίδων ο Θαυματουργός, επίσκοπος Τριμυθούντος Κύπρου
http://www.diakonima.gr
It is unlawful for us to trust in our own strength.
The prophet Moses is the first to command, "
Watch yourself, that you do not forget the
Lord your God...Do not say in your heart, 'My
strength and the might of my hand gained me this great power.’
Then you shall remember the Lord your God, for He it is Who gives you strength" (Dt. 8:11-18).
The prophet Amos similarly states, "The strong will certainly lose his strength, and the warrior will in no way be able to save his life. The archer
will not stand his ground, and the swift foot will not escape danger, and the horseman will be completely unable to save his life" (Amos 2:14-15).
The prophet Samuel's mother also voiced, “The man of might should not boast in his might; for
not through his own might is man strong.
The bow of mighty men was weakened, and those who areweak were girded with strength”(1 Kg. 2:4-10).
In the book of Proverbs it is written, “The horse is prepared for the day of war, but help comes from the Lord” (Pr. 21:31).
The Psalms note, “He shall not delight in the strength of a horse, nor in the legs of man is He well pleased” (Ps. 146:10). “A king is not saved by great might, nor shall a giant be saved by the magnitude of his own strength” (Ps. 32:16). Furthermore, “Futile is the horse for salvation, nor by the magnitude of his might shall a person be saved” (Ps. 32:17).
“Neither in my bow will I hope, nor shall my
sword save me.” Rather, “You, O Lord, must
save me from them that afflict me”(Ps. 43:6-7). Put to shame them who hate me, because “You alone are able to deliver the beggar from the
hand of them who are stronger than him, and the poor man and pauper from them who despoil him”
(Ps. 35:10).
"For in Thee do we live, and move, and have our being" (Acts 17:28).
"And not even a single hair will fall from our head" (Lk. 21:18) without the will of Thee, our Creator and God.Since we are taught these things
by the Holy Scriptures, let us not even dare to trustin ourselves or gloat in our physical strength, so we do not bring upon ourselves the curse of him who places his hope in the strength of his
own arms: “Cursed is the man who puts his hope in the flesh of his arm” (Jer. 17:5).
monk Antiochos

After a large number of people had gathered around our Lord Jesus Christ, the Lord spoke these words: “What does it profit a man if he gains the whole world and loses his own soul?” In addition, He spoke these words: “What can a man give in exchange for his soul?”
This means that a man’s soul has more value than the whole visible world. And if a man loses his soul, with what can he make payment, with what can he buy it back again? With nothing in the world. Not even if he gives the whole world can he buy his lost soul.
Blessed is he who knows this, and who guards his soul as his greatest treasure. Blessed is he who stands guard over his soul every day and does not permit his soul to suffer harm in any way. For he who saves his soul will save everything, and he who loses his soul will lose everything.
In a small town there once lived a very rich man. He lived in a small dilapidated house. He did not want to renovate his house, but saved and guarded his wealth.
Now this one night his house happened to catch fire and burn down. The man, however, jumped out of bed undressed, searched out his saved-up treasure, and leapt out of the house. His whole house was reduced to ashes, but he did not feel sorry about it at all. Rather, with his wealth he moved to a large city, and in this large city he built a beautiful palace, and there he continued to live cheerfully and free from worry.
What does this story symbolize? The small town represents this world, in which men live as guests for a short time. The small dilapidated house represents man’s body, the home of man’s spirit. The rich man represents a sensible Christian, who has heard, understood, and laid up in his heart the words of Christ: “What does it help a man if he gains the whole world and loses his own soul?”
The great wealth of the rich man represents the rich soul of a sensible Christian, who labored for a whole lifetime to live according to the law of Christ and amass into his soul all those good works which shine more brightly than gold or silver or precious gems. That spiritual gold and silver, that great spiritual treasure is: faith and hope in God, love for God, prayerfulness, mercy, goodness, peace, brotherly love, humility and purity.
What does the burning down of the house represent? It represents bodily death. The unexpected fire in the night represents unexpected bodily death, of which no mortal knows the day or the hour. The awakening of the rich man from sleep at the moment of the fire and the moving to the large city represent the freeing of the soul from the body at the hour of death and the moving to the other world.
The large city represents the eternal kingdom of Christ, in which only the angels and the righteous live. The beautiful palace in the large city represents the dwelling place of every righteous soul in that world, in the eternal and everlasting kingdom.
This story is clear and the moral is beautiful. Whoever has ears to hear, let him hear. Let no one place his hope in this transitory life, which passes as quickly as a cloud driven by the wind from Perister to Oblakov. Let no one take pride in his body, for every human body is a dilapidated house, which death will soon reduce to ashes.
But let every Christian man and woman ceaselessly take thought for their souls, for that unique treasure, which can save them from death and destruction. Whoever takes thought for his soul, listens to Christ’s words and carries out His holy commandments–the meek Christ helps such a man and helps him without ceasing. He watches over him as a mother over a child in a cradle. And He nourishes him and waters him day and night with His Holy Spirit. And He gives him a guardian angel to protect him in all the paths of life and to take away his soul at the hour of death and lead it into the Heavenly Kingdom.
To our God be glory and praise. Amen.
St. Nikolai Velimirovich
"Γιατί δεν επεμβαίνει ο Θεός μέσα στην Ιστορία για να αποδώσει το δίκαιον;
Πού είναι ο Θεός;
Γιατί δεν βοήθησε αυτό το αεροπλάνο που έπεσε με τους 63 ανθρώπους;
Γιατί εκείνο, γιατί εκείνο…;
Γιατί αφήνει να πεθαίνουν παιδιά και να γίνονται σκέλεθρα τα παιδιά από την πείνα;
Γιατί δεν επεμβαίνει ο Θεός; "
και λέγεται Θεοδικία, ως να καλείται σε δίκη ο Θεός, για αυτήν την κατάσταση της Ιστορίας. Γιατί δηλαδή ο Θεός δεν επεμβαίνει μέσα εις την Ιστορία.
Αυτό το πρόβλημα είναι ψευδοπρόβλημα, διότι αν μελετήσει κανείς καλύτερα το λόγο του Θεού, δεν υπάρχει το θέμα της Θεοδικίας, γιατί παρέδωσε στα χέρια μας ο Θεός τη διαχείριση του εαυτού μας και των κοινωνιών μας, και της Ιστορίας.
Ο Θεός αγαπητοί μου δεν είναι χωροφύλακας, να κάθεται από πάνω και να λέει:
Α! Έλα εδώ, έλα εδώ… τι έκανες; τι έκανες; ΜΠΑΠ, Άρπα την!!!
Δεν είναι ο Θεός χωροφύλακας. Θυμηθείτε κάποιες παραβολές που φεύγει, παραδίδει λέγει τα τάλαντα ας πούμε και φεύγει.
Γυρίζει…, για να λογαριαστεί. Θα έρθει ο Κύριος, αλλά τώρα σε αφήνει διαχειριστή! Διαχειριστή της Ιστορίας!!!
Μην λοιπόν φορτώνουμε στον Θεό το γιατί δεν επεμβαίνει. Ο Θεός είναι πανταχού παρών, βλέπει τα πάντα, ξέρει τα πάντα, ξέρει και τους δικούς του.
Αλλά… αλλά δεν επεμβαίνει γιατί δεν είναι χωροφύλακας και ακόμη είναι εκείνο το φοβερό που λέει ο ψαλμωδός:
"Ινα τι ευοδούται ο ασεβής". Για πιο λόγο προκόβει ο ασεβής;
Ο ευσεβής όλο άρρωστος είναι, φτωχός είναι, τούτο, κείνο… Ενώ ο ασεβής; Προκόβει, έχει υγεία. Ξέρετε πόσα σημεία λέγεται αυτό εις την Παλαιά Διαθήκη και ιδίως εις τους ψαλμούς;
Γιατί λοιπόν ο Θεός δεν επεμβαίνει μέσα στην Ιστορία για να αποδώσει το δίκαιον;
"Ινα τι ευοδούται ο ασεβής;" Είναι ο πειρασμός της "απουσίας" του Θεού.
Τη λέξη απουσία τη βάζω εντός εισαγωγικών. Δεν απουσιάζει ο Θεός, έτσι εμείς το καταλαβαίνουμε ότι απουσιάζει ο Θεός.
Θα ήθελα να σας έλεγα ένα πολύ ωραίο παράδειγμα με τον Μέγα Αντώνιο:
Όταν πρωτοξεκίνησε να γίνει ασκητής είχε πάρα πολλούς πειρασμούς, φοβερούς πειρασμούς. Ήταν 18 χρονών παιδί και πήγε σε ενα τάφο, θολωτόν εννοείται, όπως ήταν την εποχή εκείνη πολλοί θολωτοί τάφοι, για να μείνει εκεί κάποιο καιρό.
Εκεί οι δαίμονες τον ετάραξαν. Μέχρι τον έδερναν, μέχρι τον εξεφόβιζαν με πολλούς τρόπους, με φωνές, με τούτα, με κείνα.
Ο Άγιος Αντώνιος έμενε σταθερός. Τον τρομοκρατούσαν για να γυρίσει πίσω.
Εκεί λοιπόν στον τάφο, που ηγωνίζετο και έτρωγε ξύλο και τα λοιπά, φώναζε: "Χριστέ μου, που είσαι; Χριστέ μου, που είσαι;"Ούτε φωνή ούτε ακρόασης. Πέρασαν αρκετές ημέρες και οι πειρασμοί πέρασαν.
Κάποια στιγμή λέγει:
- Χριστέ μου, που είσαι;
- Εδώ είμαι, Αντώνιε, ακούει μια φωνή, του Χριστού.
- Που ήσουν όταν σε φώναζα;
- Σε έβλεπα να αγωνίζεσαι.
Βλέπετε παρακαλώ; Αυτό το παράδειγμα του Μεγάλου Αντωνίου είναι εύγλωττη απάντηση στο πρόβλημα της Θεοδικίας!
Αρχιμ. Αθαν. Μυτιλιναίου ομιλία
http://iliaxtida.wordpress.com
We must continually protect our heart from unclean thoughts and impressions, according to the words of the author of the book of Proverbs: "Keep thy heart with all diligence; for out of it are the issues of life" (Prov. 4:23).
Purity is born within the heart from extended safekeeping of it, to which the vision of the Lord has access, according to the assurance of eternal Truth: "Blessed are the pure in heart, for they shall see God" (Mt. 5:8).
We should not reveal unnecessarily what is best in the heart, for only then does that which has been accumulated remain in safety from enemies visible and invisible, when it is kept as a treasure in the innermost heart. Do not open the secrets of your heart to everyone.
St. Seraphim of Sarov

First one should have a prayer rule that you have developed with your spiritual father. Saint Theophan offers this advice,
Do not make a rule that is too long and drawn out for you. It is better to stand at prayer a little more often and to make a few prostrations during the course of the day, doing this frequently, so that the entire day is filled with prostrations.For those who already have a regular daily prayer routine and a prayer rule they follow and feel the need for more prayers, especially during the Lenten period or other fasting time, he offers this advice,
Pray a little more without the prayerbook, expressing your vital spiritual needs to the Lord in your own words. In the morning and evening, red no more than on ordinary days, but before the beginning of the recited prayer and afterward, pray your own prayers. In between the prayers that you read, insert your own prayer with prostrations, both from the waist and to the ground, and from a kneeling position.Then after you have completed your regular prayers is advises this,
Do some reading with meditation. You need to read, not to pack your mind with diverse information and ideas, but to receive edification and to understand how best to accomplish those things which are necessary for us us...
It goes without saying that he implies spiritual books for this purpose, Scripture, lives of the saints or books by well known spiritual fathers and elders.
Saint Theophan the Recluse

Ένα μικρό αγόρι ρώτησε τη μαμά του: “Γιατί κλαις μαμά;”
-”Γιατί είμαι γυναίκα” του είπε.
-”Δεν καταλαβαίνω” είπε το μικρό.
Η μαμά του απλά το αγκάλιασε και είπε “και ούτε ποτέ θα καταλάβεις….”
Αργότερα το μικρό αγόρι ρώτησε τον μπαμπά του: “Γιατί η μαμά κλαίει χωρίς λόγο;”
-”Όλες οι γυναίκες κλαίνε χωρίς λόγο!” ήταν το μόνο που μπορούσε να πει ο μπαμπάς του.
Το αγοράκι μεγάλωσε και έγινε άντρας, έχοντας ακόμα την απορία για ποιό λόγο κλαίνε οι γυναίκες.
Κάποια στιγμή είχε μια συζήτηση με τον Θεό.
Τότε Τον ρώτησε:
“Θεέ μου, γιατί οι γυναίκες κλαίνε τόσο εύκολα;”
Και τότε ο Θεός του είπε:
- “Όταν δημιούργησα την γυναίκα έπρεπε να είναι ξεχωριστή. Έφτιαξα τους ώμους της δυνατούς αρκετά ώστε να σηκώνουν τα βάρη του κόσμου και απαλά για να προσφέρουν ανακούφιση.
Της έδωσα εσωτερική δύναμη για να μπορεί να υπομένει τις γεννήσεις και την απόρριψη που καμιά φορά προέρχεται από τα παιδιά της. Της έδωσα σκληράδα που της επιτρέπει να συνεχίζει όταν οι υπόλοιποι τα έχουν παρατήσει, και να φροντίζει την οικογένεια της μέσω αρρώστιας και κούρασης χωρίς να παραπονιέται.
Της έδωσα ευαισθησία ώστε να αγαπάει τα παιδιά της κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, ακόμα και όταν αυτά την πληγώνουν. Της έδωσα δύναμη ώστε να αντέχει τον άντρα της με τα ελαττώματα του και την έπλασα από το πλευρό του για να προστατεύσω την καρδιά του.
Της έδωσα σοφία να γνωρίζει ότι ένας σύζυγος ποτέ δεν πληγώνει την γυναίκα του, απλά ελέγχει τις δυνάμεις της και την αποφασιστικότητα της να παραμείνει δίπλα του χωρίς αμφιβολίες.
Βλέπεις γιέ μου ’είπε ο Θεός‘, η ομορφιά της γυναίκας δεν είναι στα ρούχα που φοράει, στη μορφή που έχει ,ούτε στον τρόπο που φτιάχνει τα μαλλιά της…
Η ομορφιά της γυναίκας είναι στα μάτια της… γιατί τα μάτια είναι οι πύλες της καρδιάς… το μέρος που η αγάπη κατοικεί”.
Οι μητέρες ξέρουν πώς να εκφράσουν το άγχος, να παρέχουν συμβουλές και να μιλανε ασταμάτητα, αλλά δεν έχουν μάθει να προσεύχονται. Οι περισσότερες συμβουλές και επικρίσεις κάνουν μια μεγάλη βλάβη σε αυτά. Δεν χρειάζεται να πούμε πολλά για τα παιδιά.
Λέξεις κανουν ζημια στ' αυτιά, αλλά η προσευχή πηγαίνει στην καρδιά. Η προσευχή είναι απαραίτητη, με πίστη και χωρίς άγχος, μαζί με ένα καλό παράδειγμα.
Άγιος Πορφύριος
Mothers know how to express anxiety, offer advice and talk incessantly, but they haven't learned to pray. Most advice and criticism does a great harm to them. You don't need to say a lot to children.
Words hammer at the ears, but prayer goes to the heart. Prayer is required, with faith and without anxiety, along with a good example.
Saint Porphyrios

-Γέροντα, δεν έχω καθόλου κουράγιο.
-Ζηλεύεις, γι' αυτό δεν έχεις κουράγιο. Όταν ζηλεύη κανείς , στενοχωριέται, δεν μπορεί να φάη, οπότε αδυνατίζει και χάνει το κουράγιο του και οι άλλοι μπορεί να νομίζουν πως είναι μεγάλος ασκητής!
-Γέροντα, αισθάνομαι πολύ φτωχή πνευματικά και αδύναμη.
-Εσύ έχεις πολλές δυνάμεις, αλλά τις χαραμίζεις με την χαζή ζήλεια και, ενώ είσαι ένα αρχοντόπουλο, βασανίζεσαι σαν κακόμοιρο γυφτάκι. Θα είχες προχωρήσει πολύ στην πνευματική ζωή, αν δεν σκάλωνες στην ζήλεια. Πρόσεξε, γιατί η ζήλεια σου ρουφάει όλες τις ψυχικές και σωματικές σου δυνάμεις, που θα μπορούσες να τις προσφέρης θυσία στον Θεό. Εάν έδιωχνες την ζήλεια, και η προσευχή σου θα είχε δύναμη.
Με την ζήλεια αποδυναμώνεται κανείς πνευματικά . Γιατί ,νομίζετε, οι Απόστολοι δεν μπόρεσαν να βγάλουν το δαιμόνιο από το δαιμονισμένο παιδί , ενώ είχαν λάβει αυτήν την εξουσία από τον Χριστό και είχαν βγάλει άλλα δαιμόνια;
Επειδή ζήλεψαν, που ο Χριστός πήρε στην Μεταμόρφωση μόνον τους τρεις Μαθητές, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Μπορούσε ο Χριστός να πάρη όλους τους Μαθητές , αλλά δεν ήταν όλοι σε κατάσταση να χωρέσουν αυτό το μυστήριο, γι' αυτό πήρε αυτούς που μπορούσαν να το χωρέσουν.
Λέτε να μην αγαπούσε τους άλλους Μαθητές; Ή μήπως αγαπούσε τον Ιωάννη περισσότερο από τους άλλους; Όχι, αλλά ο Ιωάννης αγαπούσε περισσότερο από τους άλλους μαθητές τον Χριστό και γι' αυτό καταλάβαινε την αγάπη του Χριστού καλύτερα. Είχε πολλή χωρητικότητα η μπαταρία του ήταν μεγάλη.
Βλέπετε πώς η ζήλεια απομάκρυνε την Χάρη του Θεού από τους άλλους Αποστόλους και δεν μπόρεσαν να γιατρέψουν το δαιμονισμένο παιδάκι; Γι' αυτό ο Χριστός είπε: «Ω γενεά άπιστος και διεστραμμένη! έως πότε έσομαι μεθ' υμών; έως πότε ανέξομαι υμών;»!
Γεροντας Παϊσιος΄

Προς τα τέλη Αυγούστου, η κ. Άλκηστις, από τη Μύκονο τηλεφώνησε στην Ιερά Μονή του Αγίου Ραφαήλ στο Άνω Σούλι του Μαραθώνος και ρώτησε πληροφορίες για την πρόσβαση και τη διαμονή στην περιοχή, προκειμένου να παραστεί στη Χάρη του Αγίου Ραφαήλ, στην Ιερά Πανήγυρη του Μοναστηριού της 2ας Σεπτεμβρίου.
Μιλώντας στο τηλέφωνο με κάποιον από τους πατέρες, του ζήτησε να ανάψει ένα κεράκι στον Άγιο Ραφαήλ, για τον αδελφό της γυναίκας που είχε στο σπίτι της για να τη βοηθάει στις δουλειές, ο οποίος είχε πάθει εγκεφαλικό και είχε πέσει τελικά σε κώμα.
Είχε μάθει ότι οι γιατροί είχαν πει ότι είναι σχεδόν αδύνατο να επανέλθει ο ασθενής και είχαν συστήσει στους συγγενείς να ετοιμάζονται για το μοιραίο. Είχαν δε επισημάνει ότι ακόμα και να επανέλθει, πράγμα εντελώς απίθανο, δεν θα μπορεί ούτε να κουνάει χέρια και πόδια, αλλά και ούτε να μιλήσει καλά-καλά και να συντονίσει τη σκέψη του, λόγω της εκτεταμένης εγκεφαλικής βλάβης. Το αποτέλεσμα ήταν όλοι οι συγγενείς του ασθενούς (μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα, όπως και ο ίδιος ο ασθενής) να είναι πολύ στεναχωρημένοι, αλλά και η κ. Άλκηστις επίσης, καθώς συμμεριζόταν τον πόνο τους.
Την ίδια ημέρα, λοιπόν, που η κ. Άλκηστις πήρε τηλέφωνο και οι πατέρες άναψαν ένα κεράκι στον Άγιο Ραφαήλ, ο ασθενής έκανε κάποια κινησούλα. Αυτό το παρατήρησαν οι συγγενείς του. Στις 2 Σεπτεμβρίου, που η κ. Άλκηστις παρευρισκόταν στην Εορτή των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, ο ασθενής κίνησε το χέρι και το πόδι του και άρχισε να δίνει σημεία ζωής. Κι’ αυτό το παρατήρησαν οι συγγενείς του και τους έκανε εντύπωση, διότι συνέπεσε με την Εορτή των Αγίων. Όταν, επέστρεψε η κ. Άλκηστις στο νησί, η αδελφή του ασθενούς, παρότι μουσουλμάνα, ζήτησε από μόνη της την εικόνα του Αγίου Ραφαήλ και άρχισε να την ασπάζεται, κλαίγοντας και παρακαλώντας για τον αδελφό της.
Μετά, λοιπόν, από δεκαπέντε λεπτά, την παίρνουν τηλέφωνο από τη Βουλγαρία, όπου βρισκόταν ο αδελφός και οι υπόλοιποι συγγενείς της και της λένε ότι ο αδελφός της άρχισε ξαφνικά να κινεί το κεφάλι του, ξύπνησε και τους μίλησε ρωτώντας «έρχεστε πολλές μέρες και με βλέπετε;» και ξανάπεσε σε κώμα. Η χαρά και η συγκίνησή της δεν περιγραφόταν. Προσευχόταν με λυγμούς στον Άγιο Ραφαήλ και Του έλεγε ότι πιστεύει σ’ Αυτόν και ότι είναι σίγουρη ότι ο αδελφός της θα γίνει καλά. Υποσχόταν μάλιστα να τον φέρει στο Μοναστήρι του Αγίου Ραφαήλ. Η κ. Άλκηστις της έδωσε και λαδάκι από τον Άγιο Ραφαήλ και της είπε να το στείλει στον αδελφό της μαζί με την εικόνα των Αγίων. Εκείνη αμέσως συμφώνησε και τα έστειλε στον αδελφό της μέσω του γιού της που «κατά σύμπτωσιν» (4 χρόνια και δεν την είχε επισκεφθεί) είχε έρθει να τη δει και θα επέστρεφε στη Βουλγαρία.
Με το που φεύγει η εικόνα και το λαδάκι του Αγίου Ραφαήλ, ο άρρωστος ξύπνησε οριστικά από το κώμα και ζήτησε να φάει και να πάει στο σπίτι του!! Όλοι μείνανε έκπληκτοι και εντυπωσιασμένοι. Ο Άγιος Ραφαήλ είχε κάνει το θαύμα του!! Μάλιστα, μόλις η εικόνα του Αγίου Ραφαήλ έφτασε στο Νοσοκομείο, την ίδια μέρα βγήκε ο ασθενής και πήγε σπίτι του. Οι γιατροί είπαν ότι πρόκειται ξεκάθαρα για θαύμα, ο ασθενής από την εντατική, σε κωματώδη κατάσταση, να πηγαίνει κατευθείαν σπίτι του και πολύς κόσμος έμαθε γι’ αυτό το θαύμα. Και ο ίδιος ο άρρωστος πίστεψε στην θαυματουργική σωτηρία του από τον Άγιο Ραφαήλ και κοιμόταν με την εικόνα του Αγίου πάνω από το κρεβάτι του και μόνος του έλεγε: «Σήμερα δε μου βάλατε λαδάκι… Βάλτε μου λαδάκι!».
Λίγες μέρες μετά μάλιστα είπε στην αδελφή του τα εξής: «Έχω επίγνωση του τι μου συνέβη. Πέθανα και με γύρισε πίσω. Είδα ότι ήμουν νεκρός και με πηγαίναν στο κοιμητήριό μας. Εκεί είδα, όμως, μια χριστιανική εκκλησία και έναν παπά χριστιανό, ο οποίος μου είπε: Εσύ έπρεπε να πεθάνεις τώρα, αλλά εγώ σου κάνω χάρη και σε ξαναγυρίζω πίσω, για το γιό σου και για την κόρη σου…».
Οι ζωές αυτών των ανθρώπων άλλαξαν. Απ’ όποιο σπιτικό πέρασε η εικόνα του Αγίου Ραφαήλ οι άνθρωποι έγιναν πιο δραστήριοι, πιο πρόσχαροι και άρχισαν να δείχνουν περισσότερη αγάπη ο ένας προς τον άλλον και οι ίδιοι αισθανόντουσαν και ομολογούσαν αυτή την αλλαγή και πίστευαν ότι αυτή οφείλεται στον Άγιο Ραφαήλ. Πραγματικά, μεγάλη η Χάρις των Αγίου Ραφαήλ και των συν Αυτώ και πολλές οι ευλογίες του Θεού που μεταφέρουν στους ανθρώπους που Τους επικαλούνται, πιστούς ή και απίστους. Δοξασμένο το όνομά Τους. Να έχομε την ευχή Τους. Και είθε οι άνθρωποι να ανταποκρίνονται με ευγνωμοσύνη στις ευλογίες των Αγίων και να καταλήγουν στη σωτηρία και τον Παράδεισο, δια της Εκκλησίας και των Μυστηρίων της. Αμήν.
Άλκηστις Ρούσση, Μύκονος

Through the words of Peter of Damascus, while a Christian lives on Earth, his salvation remains between fear and hope. But humans still keep searching for total fulfillment on Earth and that from locations or from people, when Christ Himself says in the Scripture: "You will be sorrowful in this world." These words clearly show that irrespective where a Christian is located, he cannot be without some type of sorrow. There is only one solace – in fulfilling the laws of the Scriptures, just as the Psalm says: "Great peace have those who love Your law, and nothing causes them to stumble." (Psalm 119:165) If something or someone does tempt or confuse us, it clearly shows that we are not relating correctly to God’s laws, among which the greatest one is that of not judging or condemning anyone. On Judgement Day, everyone will either be glorified or shamed by their deeds. The Old Testament decrees that we attend ourselves toward salvation and betterment of our soul. It is towards this that we should concern ourselves mostly.
There isn’t anywhere that God induces us against our will, but rather offers us a choice for our determination, and it is through the personal will that individuals turn out to be either good or evil. Therefore, it is useless to blame those that live with us or surround us as interfering and impeding our salvation or spiritual improvement. Samuel lived and was brought up by the priest Elias, among his debauched sons, yet preserved himself and was a great prophet. Even in Heaven, Eve violated God’s law. While Judas, living three years in the presence of Christ Himself, did not improve even though he saw so many miracles and continually heard the Scriptural sermons, but became worse and sold his Teacher and the world’s Redeemer, for thirty pieces of silver.
Our failure to find spiritual fulfillment emanates from us ourselves, from our ignorance and our incorrect thinking which we are loathe to part with. And it is this that leads us to confusion and doubt and various perplexities; all this torments and weighs us down into a disconsolate circumstance. It would be good if we were able to understand the simple words of a holy father: "If we humble ourselves, and not mentally roam all over places where it will not improve us and maybe make us worse, we will find peace in every situation."
Elder Ambrose of Optina

1. As many lights and burning lamps are kindled by the fire, but all the lamps and lights are lighted up from one nature. Thus Christians also are lighted up from one nature, and shine, from the Divine fire, the Son of God; and have these lamps flaming in their hearts, and shine before him while on earth, even as he himself.
2. Christians therefore are lights that have the oil in themselves, that is, " the fruits of righteousness." But if they are not lighted up from the light of the Godhead in themselves, they are nothing. The Lord was a burning light through the Spirit of the. Godhead abiding substantially in him, and inflaming his heart according to his human part.
3. For as a rotten bag that is filled with pearls, so are Christians also, who being outwardly despicable, have in the " inward man the pearl of great price." But others are like whited sepulchres, without indeed they are beautiful; but within are full of dead mens' bones. They are dead before GOD, and clothed with all manner of shame and filth, and the darkness of the enemy.
4. The Christian ought at all times to be mindful of God. For it is written, " You shall love the Lord thy GOD with all thy heart;" that he may not only love the Lord, when he goes into his oratory, but that even when walking, and in company, and when eating, he may retain the memory of GOD, and a natural affection for him. Indeed to what thing soever the heart of any one is linked, that is his god. If the heart at all times desires GOD, he is the Lord of the heart.
But if any one that has outwardly renounced all, and is stript of his possessions, yet is wedded to himself, or to worldly desires; wheresoever his heart is chained, that is his god. And he is found to have come out of the world indeed through the broad gate, but through a wicket to have gone in again.
5. But if a man at all times cleave fast unto the Lord, and places his confidence and hope upon him; then none can hurt him: for though the devils are strong as the strong mountains, they are burnt by prayer, as wax by fire.. Yet in the mean time great is the struggle and fight that lies upon the soul against them. There are the rivers of dragons, and the mouths of lions. But the fire of love burneth up all.
6. As a man that is a complete worker of evil, is insatiable after mischief; so Christians that have been baptized into the Holy Spirit, are insatiable after God. Yet while they have a mixture of sin, they are liable to fear, and travel through frightful places.
7. For as merchants, though they have now a fair wind, and a smooth sea, are in fear, lest on a sudden there should be a contrary wind, and the sea grow tempestuous: so Christians, though they have in themselves the favorable wind of the Spirit blowing, yet are in concern, lest the wind of the adverse power should rise upon them, and stir up a tempest in their souls.
There is need therefore of great industry, that we may come to the haven of rest, to the perfect world, to eternal life and pleasure, to the " city of the saints, to the heavenly Jerusalem, to the church of the first-born." 8. Nor ought we to be secure. For as a garden that is set with fruit-trees, and sweet-smelling plants, and all well laid out and contrived with beauty, and has withal a little wall for an hedge, to keep it; if -it should so fall out that a rapid river runs by it, and by little and little dissolves the foundation, having once gained entrance, it roots up all that was planted. Even thus is the heart of man; it has good thoughts and desires, but there are rivers of corruption ever approaching. And if the mind but a little give way to unclean thoughts; lo, the spirits of error have entered in, and overturned all the beauties that were there, and laid the soul waste.
9. As the eye is little beyond all the members, and yet contains the heaven, the stars, the sun, the moon, cities, and other creatures; for all these are seen under one, are formed and imagined in the pupil of the eye. Thus also the heart is a little vessel. And yet there are dragons, and there are lions, the poisonous beasts, and all the treasures of wickedness, and there are rugged ways, and precipices. In like manner there is GOD, there are the angels; there is the life and the kingdom; there is the light, there are the treasures of grace: there are all things.
1O. And yet many find them not. For as when the alarm of war is sounding, the wise-men, and the great ones were not there; but the poor, and the unlearned are sent forth; and they work a victory over their enemies, and receive from the king the rewards of their victory, and crowns, and dignities. Thus also is it in heavenly things. It is the poor and unlearned from the beginning, that love the truth, do what it requires, fight the good fight, and receive from GOD the grace of his Spirit. But the wise and great flee the war; neither do they make any progress, and consequently are left behind them who have fought and overcome. And the Lord has promised, a Where I am, there also shall these my servants be." And they shall reign together with the Father, and with the Son, and with the Holy Spirit, even to ages of ages? Amen.
From ,St Macarius the Great Spiritual Homilies

Διηγείται σχετικά ό π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης,
" Στίς 20 Οκτωβρίου 1945, Κυριακή πρωϊ, μόλις κτύπησα τήν καμπάνα τής Εκκλησίας, περικύκλωσε τό χωριό αντάρτικος στρατός μέ εντολή εκκαθαρίσεων...
Άρχισαν νά ρίχνουν πυρά πρός εκφοβισμό. Εγώ μόλις είχα μπεί στήν Εκκλησία, έκανα τόν σταυρό μου, παρακάλεσα τόν Άγιο Νικόλαο νά μάς φυλάξει καί σηκώθηκα νά φύγω. Μού ρίχνανε μέ τό πυροβόλο ταμπουρωμένοι σ΄ ένα φυλάκιο, όμως καμμιά σφαίρα δέν μέ εκτύπησε. Τόν Απόστολο Κατσιμπίρη πού ήταν δίπλα μου τόν έρριξαν κάτω. Έμεινα μόνος καί ακολουθώντας ένα ρέμα μέ έχασαν...
Όμως, κοντά στά σύνορα τών χωριών Ριζώματος - Βασιλικής μέ έφτασαν πάλι.
Ήσαν 10 άτομα καί μέ τόν αρχηγό 11 , τρέχοντας πάνω σέ άλογα γιά νά μέ πιάσουν. Έβριζαν καθώς μέ κυνηγούσαν, καί έρριχναν μέ τά Στέν, χωρίς νά μπορούν νά μέ σκοτώσουν. Οί σφαίρες τρύπαγαν τά ράσα μου, τίς καταλάβαινα, αλλά κυλούσαν στό χώμα χωρίς νά μέ τραυματίζουν...
Μέ πλησίασαν στά 50 μέτρα γύρω - γύρω, μέ περικύκλωσαν φωνάζοντας,
" κερατά τράγο, πού θά μάς πάς ; " βρίζοντάς με χυδαία...
Καί τότε εγώ, ευρισκόμενος έν μέσω κινδύνου ζωής καί θανάτου, σταμάτησα, σήκωσα τά χέρια μου πρός τόν ουρανό, καί από τό βάθος τής ψυχής μου φώναξα,
" Μιχαήλ Αρχιστράτηγε τών Αγγέλων, σώσε με, κινδυνεύω !..."
Καί ώ τού θαύματος !
Σάν αστραπή παρουσιάσθηκε ό Αρχάγγελος Μιχαήλ στόν αρχηγό. Είδε έναν νέο μέ σπαθί, όπως ομολογούσε κι΄ ό ίδιος αργότερα, πού κόβοντας μέ μιά σπαθιά τά σχοινιά από τήν σέλα του, τόν έρριξε κάτω σπάζοντας τήν σπονδυλική στήλη του. Οί υπόλοιποι δέκα, έμειναν ακίνητοι, κεραυνόπληκτοι !...
Οί ενορίτες τού χωριού Βασιλική φύγανε από τήν Εκκλησία καί βγαίνοντας έξω κοιτάζανε τί θά γίνει.
Ακούω μιά φωνή. Ήταν τού αρχηγού τους,
" Νά μάς συγχωρέσεις παπά μου, είπε, καί νά πάς στό καλό. Έχεις όριο ζωής καί υψηλούς προστάτες..."
Ευχαριστώ, τούς απάντησα. Τούς συγχώρεσα, καί τούς ευχήθηκα ό Θεός νά τούς φωτίσει, νά μετανοήσουν καί νά γίνουν καλοί άνθρωποι. Νά λέτε τήν αλήθεια, τούς είπα, καί νά έχετε τόν Θεό βοήθεια. Πήραν τόν τραυματισμένο συντροφό τους καί έφυγαν μαζεμένοι...
Μού έκαναν μεγάλη υποδοχή οί χωριανοί σάν έφτασα στήν Εκκλησία.
Τούς λέγω, πρώτα νά προσκυνήσουμε καί νά ευχαριστήσουμε τόν Θεό, πού μέ έσωσε από τόν μεγάλο αυτό κίνδυνο. Είμαστε ευτυχείς, πού ή θρησκεία μας είναι ζωντανή..."
Γέροντας Δημήτριος Γκαγκαστάθης

Για τον εαυτό του ό Γέροντας δεν νοιαζόταν καθόλου ούτε και φοβόταν, γιατί
είχε πολύ φόβο Θεού (θεία συστολή) και ευλάβεια. Επειδή αγωνιζόταν και με
πολλή ταπείνωση, δεν διέτρεχε ούτε τον πνευματικό κίνδυνο της πτώσεως.
Επομένως, πώς να φοβηθή και τι να φοβηθή; Τους δαίμονες, πού τρέμουν από
τον ταπεινό άνθρωπο, ή τον θάνατο, πού συνέχεια τον μελετούσε και
ετοιμαζόταν χαρούμενος γι' αυτόν; Μάλιστα, είχε ανοίξει και τον τάφο του
μόνος του, για να είναι έτοιμος, και έμπηξε και τον Σταυρό, πού και αυτόν τον
είχε κάνει ο ίδιος, και έγραψε τα εξής, αφού είχε προαισθανθή τον θάνατο του:
«Αμαρτωλός Τυχών, Ιερομόναχος, 60 χρόνια στο Άγιον Όρος. Δόξα σοι ο Θεός».
Πάντα με το Δόξα σοι ο Θεός θα άρχιζε και με το Δόξα σοι ο Θεός θα
τελείωνε ο Γέροντας. Είχε συμφιλιωθή πια με τον Θεό, γι' αυτό
χρησιμοποιούσε περισσότερο το Δόξα σοι ο Θεός παρά το Κύριε Ιησού
Χριστέ, ελέησον με. Κινείτο, όπως είδαμε, στον θείο χώρο, αφού λάμβανε
μέρος και στην ουράνια δοξολογία με τους Αγίους Αγγέλους την ώρα της
Θείας Λειτουργίας.
Επειδή είχε ανάψει πια η φλόγα του θείου έρωτος μέσα στην καρδιά του, γι'
αυτό και δεν τον συγκινούσαν τα μάταια πράγματα,
όπως ανέφερα. Το κελλί του ήταν και αυτό μικρό. Είχε
ένα τραπεζάκι πού ακουμπούσε εικόνες, καθώς και το
ακοίμητο κανδήλι και το θυμιατήρι. Δίπλα είχε το
Αγγελικό του Σχήμα και το τριμμένο του ράσο. Από την
άλλη πλευρά του τοίχου είχε τον Εσταυρωμένο και σε
μια άκρη είχε τρεις σανίδες για κρεβάτι με μια
κουρελιασμένη κουβέρτα απλωμένη για στρώμα. Για
σκέπασμα είχε ένα παλιό πάπλωμα με τα βαμβάκια άπ'
έξω, από το όποιο έπαιρναν και τα ποντίκια βαμβάκι,
για να κάνουν τις φωλιές τους. Επάνω στο δήθεν
μαξιλάρι του είχε το Ευαγγέλιο και ένα βιβλίο με
ομιλίες του Αγίου Χρυσοστόμου. Το δε πάτωμα του
κελλιού του ήταν μεν από σανίδες, αλλά φαινόταν σαν σουβαντισμένο,
επειδή δεν σκούπιζε ποτέ, και οι λάσπες, πού έμπαιναν από έξω, με τα γένια
και τα μαλλιά, πού έπεφταν κάτω χρόνια ολόκληρα, είχαν σχηματίσει
κανονικό σουβά.
Ό Παπα - Τυχών δεν έδινε καμιά σημασία στο καθάρισμα του κελλιού του
αλλά στο καθάρισμα της ψυχής του, γι' αυτό και κατόρθωσε να γίνη δοχείο
της Χάριτος του Θεού. Συνέχεια έπλενε την ψυχή του με τα πολλά του
δάκρυα και χρησιμοποιούσε χονδρά προσόψια, επειδή τα συνηθισμένα
μανδήλια δεν τον εξυπηρετούσαν.
Eίχε φθάσει σε μεγάλη κατάσταση πνευματική ο Γέροντας! Η ψυχή του είχε
γίνει πολύ ευαίσθητη, αλλά για να βρίσκεται ο νους του συνέχεια στον Θεό,
είχε φθάσει και σε αναισθησία σωματική. Αφού δεν αισθανόταν πια καμιά
ενόχληση από τις μύγες, τα κουνούπια και τους ψύλλους, πού είχε χιλιάδες.
Το κορμί του ήταν κατατρυπημένο και τα ρούχα του γεμάτα από κόκκινα
στίγματα. Μου λέει ο λογισμός μου ότι και με τις σύριγγες να του τραβούσαν
το αίμα του τα ζουζούνια, πάλι δεν θα το αισθανόταν. Μέσα στο κελλί του
κυκλοφορούσαν όλα ελεύθερα, από ζουζούνια μέχρι ποντίκια.
Κάποτε του είπε ένας Μοναχός, επειδή έβλεπε τα ποντίκια να χοροπηδούν:
- Γέροντα, θέλεις να σου φέρω μια γάτα;
Εκείνος απάντησε:
- Όχι, παιδί μου. Εγώ έχω μια γάτα, μιάμιση φορά μεγαλύτερη από την γάτα.
Έρχεται εδώ, την ταΐζω, την χαϊδεύω, και μετά πηγαίνει στην καλύβα της
κάτω στο λάκκο και ησυχάζει.
Ήταν μια αλεπού, ή οποία επισκεπτόταν τον Γέροντα τακτικά, σαν καλός
γείτονας.
Είχε επίσης και ένα θηλυκό αγριόχοιρο, πού γεννούσε κάθε χρόνο κοντά στο
φράχτη του κήπου του, για να την προστατεύει ο Γέροντας. "Όταν έβλεπε
κυνηγούς να περνούν από την περιοχή του, τους έλεγε ο Παπα - Τυχών:
- Παιδιά μου, εδώ δεν υπάρχουν μεγάλα γουρούνια. Φύγετε.
Οι κυνηγοί νόμιζαν ότι δεν υπάρχουν αγριόχοιροι στην περιοχή του και
έφευγαν.
Ό άγιος Γέροντας σαν καλός πατέρας τους μεν ανθρώπους έτρεφε
πνευματικά, τα δε μεγάλα άγρια ζώα τα ταΐζε από την λίγη τροφή πού είχε
και τα χόρταινε περισσότερο από την πολλή του αγάπη, και τα μικρά
ζουζούνια τ' αφήνε να θηλάζουν από το λίγο του αίμα.
Είχε γερή κράση ο Γέροντας, αλλά από την πολλή άσκηση είχε έξαντληθή.
"Όταν τον ρωτούσε κανείς «τι κάνεις, Γέροντα, είσαι καλά», απαντούσε:
- Δόξα σοι ο Θεός, καλά είμαι, παιδί μου. Εγώ δεν είμαι άρρωστος, αλλά αδυναμία έχω.
Γέροντας Τύχων

Όλο τον Οκτώβρη πονούσε και υπέφερε αφάνταστα. Γινότανε κάτωχρος, έχανε από το πρόσωπο κάθε ίχνος ζωής, τον ενόμιζε κανείς νεκρό. Του απαγόρευαν κάθε απασχόληση, να μην εξομολογεί, ούτε στην Ακολουθία να κατεβαίνει. Εκείνος, μόλις λίγο συνερχόταν, και εξομολογούσε και στην Ακολουθία κατέβαινε.
Προπαντός προσευχότανε για τα προβλήματα των ανθρώπων, που του το ζητούσαν. Οι θεραπείες πλήθαιναν, και ο κόσμος όλο και περισσότερο κατέφευγε στο Μοναστήρι. Αλλά δεν ήτανε μόνο οι φρόνιμοι και ευσεβείς. Κάποιοι σκέφτονταν και λέγανε δυσάρεστα για το γέροντα, που με το δικό του τρόπο τα επληροφορείτο. Στεναχωριότανε γι’αυτά και μια μέρα αφέθηκε:
–Πάτερ μου, με νομίζουνε χαζό, τρελό… άμα πεθάνω θα δούνε ποιος είναι ο Ιάκωβος… Δεν τα λέω από εγωισμό και υπερηφάνεια, αλλά τα λέω προς δόξαν Θεού αυτά!
Και πράγματι, όσο πλησίαζε το τέλος του, ενώ ικέτευε για το έλεος του Θεού, ενώ έλεγε και ξανάλεγε ότι «δεν έχω κάνει τίποτα για το Χριστό», αφηνότανε καμιά φορά κι έλεγε για τα χαρίσματα, που του έδωσε ο Θεός:
–Έχω την υπακοή και την ταπεινοφροσύνη, γιατί να μην το πω… αφού ο Θεός μου τα έδωσε!
Άλλοτε πάλι, με λίγο πλάγιο τρόπο, θέλοντας να πείσει ότι λησμονεί όσα του εξομολογούνται, είπε:
–Θεέ μου, μου έχεις δώσει πολλά χαρίσματα. Σε παρακαλώ να μου δώσεις κι άλλο ένα? να ξεχνώ αυτά που μου λένε στην εξομολόγηση.
Και κάτι πολύ περισσότερο. Μεταξύ 15 και 20 Οκτωβρίου, τον άκουσε ο π. Κύριλλος να μονολογεί:
–Στην κηδεία μου θα μαζευτεί κόσμος, θά ’ρθουνε φύλλα και χορτάρια (= πολλοί άνθρωποι)… Θα ’ρθει πολύς κόσμος κι αν κάνω πως τους ευλογώ κιόλας…
Πράγματι, όταν έξω από το ναό σηκώσανε ψηλά το φέρετρο, να δουν το γέροντα οι χιλιάδες κόσμου, κάποιοι δήλωσαν ότι τον είδανε όρθιο να ευλογεί τους παρόντες.
Τον τελευταίο τούτο καιρό είχε την αγωνία του οικείου επισκόπου. Είχε καιρό να επικοινωνήσει με το Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Χαλκίδας Χρυσόστομο και αναζητούσε την ευκαιρία να το κάνει. Επικοινώνησε με τον επίσκοπό του, ζήτησε την ευχή του κι ένιωσε γι’ αυτό πολύ βαθιά χαρά. Ο μακαριστός γέροντας ζούσε γνήσια και παραδοσιακή εκκλησιαστικότητα. Είχε συνείδηση του λειτουργήματος του επισκόπου και σεβότανε όλους τους επισκόπους. Τον στενοχωρούσαν και καταδίκαζε τις ασχήμιες εις βάρος επισκόπων, οποιοιδήποτε και αν ήσαν. «Είναι επίσκοπος», έλεγε, «δεν παύει να είναι αρχιερέας». Χρησιμοποιούσε πολύ τη λέξη αρχιερέας? και μόνο ο τρόπος που την πρόφερε έδειχνε ότι κατανοούσε το βάθος της. Γι’αυτό και όλες τις ενδοεκκλησιαστικές ταραχές των τελευταίων μηνών τις καταδίκαζε.
Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης
Σκοπός της ζωής μας είναι να γίνουμε τέλειοι και άγιοι. Να αναδειχθούμε παιδιά του Θεού και κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών. Ας προσέξουμε μήπως, για χάρη της παρούσας ζωής, στερηθούμε τη μέλλουσα, μήπως, από τις βιοτικές φροντίδες και μέριμνες, αμελήσουμε το σκοπό της ζωής μας.
Η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή από μόνες τους δεν φέρνουν τους επιθυμητούς καρπούς, γιατί αυτές δεν είναι ο σκοπός της ζωής μας, αποτελούν τα μέσα για να πετύχουμε το σκοπό.
Στολίστε τις λαμπάδες σας με αρετές. Αγωνιστείτε ν' αποβάλετε τα πάθη της ψυχής. Καθαρίστε την καρδιά σας από κάθε ρύπο και διατηρήστε την αγνή, για να έρθει και να κατοικήσει μέσα σας ο Κύριος, για να σάς πλημμυρίσει το Άγιο Πνεύμα με τις θείες δωρεές.
Παιδιά μου αγαπητά, όλη σας η ασχολία και η φροντίδα σ' αυτά να είναι. Αυτά ν' αποτελούν σκοπό και πόθο σας ασταμάτητο. Γι' αυτά να προσεύχεστε στο Θεό.
Να ζητάτε καθημερινά τον Κύριο, αλλά μέσα στην καρδιά σας και όχι έξω από αυτήν. Και όταν Τον βρείτε, σταθείτε με φόβο και τρόμο, όπως τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ, γιατί η καρδιά σας έγινε θρόνος του Θεού. Αλλά για να βρείτε τον Κύριο, ταπεινωθείτε μέχρι το χώμα, γιατί ο Κύριος βδελύσσεται τους υπερήφανους, ενώ αγαπάει και επισκέπτεται τους ταπεινούς στην καρδιά.
Αν αγωνίζεσαι τον αγώνα τον καλό, ο Θεός θα σε ενισχύσει. Στον αγώνα εντοπίζουμε τις αδυναμίες, τις ελλείψεις και τα ελαττώματά μας. Είναι ο καθρέφτης της πνευματικής μας καταστάσεως. Όποιος δεν αγωνίστηκε, δεν γνώρισε τον εαυτό του.
Προσέχετε και τα μικρά ακόμα παραπτώματα. Αν σας συμβεί από απροσεξία κάποια αμαρτία, μην απελπιστείτε, αλλά σηκωθείτε γρήγορα και προσπέστε στο Θεό, που έχει τη δύναμη να σάς ανορθώσει.
Μέσα μας έχουμε αδυναμίες και πάθη και ελαττώματα βαθιά ριζωμένα, πολλά είναι και κληρονομικά. Όλα αυτά δεν κόβονται με μια σπασμωδική κίνηση ούτε με την αδημονία και τη βαρειά θλίψη, αλλά με υπομονή και επιμονή, με καρτερία, με φροντίδα και προσοχή.
Η υπερβολική λύπη κρύβει μέσα της υπερηφάνεια. Γι' αυτό είναι βλαβερή και επικίνδυνη, και πολλές φορές παροξύνεται από το διάβολο, για ν' ανακόψει την πορεία του αγωνιστή.
Ο δρόμος που οδηγεί στην τελειότητα είναι μακρύς. Εύχεστε στο Θεό να σάς δυναμώνει. Να αντιμετωπίζετε με υπομονή τις πτώσεις σας και, αφού γρήγορα σηκωθείτε, να τρέχετε και να μη στέκεστε, σαν τα παιδιά, στον τόπο που πέσατε, κλαίγοντας και θρηνώντας απαρηγόρητα.
Αγρυπνείτε και προσεύχεστε, για να μην μπείτε σε πειρασμό. Μην απελπίζεστε, αν πέφτετε συνέχεια σε παλιές αμαρτίες. Πολλές απ' αυτές είναι και από τη φύση τους ισχυρές και από τη συνήθεια. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, και με την επιμέλεια νικιούνται. Τίποτα να μη σας απελπίζει.
Πειρασμοί
Οι πειρασμοί παραχωρούνται για να φανερωθούν τα κρυμμένα πάθη, να καταπολεμηθούν κι έτσι να θεραπευθεί η ψυχή. Είναι και αυτοί δείγμα του θείου ελέους. Γι' αυτό άφησε με εμπιστοσύνη τον εαυτό σου στα χέρια του Θεού και ζήτησε τη βοήθειά Του, ώστε να σε δυναμώσει στον αγώνα σου. Η ελπίδα στο Θεό δεν οδηγεί ποτέ στην απελπισία. Οι πειρασμοί φέρνουν ταπεινοφροσύνη. Ο Θεός ξέρει την αντοχή του καθενός μας και παραχωρεί τους πειρασμούς κατά το μέτρο των δυνάμεών μας. Να φροντίζουμε όμως κι εμείς να είμαστε άγρυπνοι και προσεκτικοί, για να μη βάλουμε μόνοι μας τον εαυτό μας σε πειρασμό.
Εμπιστευτείτε στο Θεό τον Αγαθό, τον Ισχυρό, τον Ζώντα, και Αυτός θα σάς οδηγήσει στην ανάπαυση. Μετά τις δοκιμασίες ακολουθεί η πνευματική χαρά. Ο Κύριος παρακολουθεί όσους υπομένουν τις δοκιμασίες και τις θλίψεις για τη δική Του αγάπη. Μη λιποψυχείτε λοιπόν και μη δειλιάζετε.
Δεν θέλω να θλίβεστε και να συγχύζεστε για όσα συμβαίνουν αντίθετα στη θέλησή σας, όσο δίκαιη κι αν είναι αυτή. Μια τέτοια θλίψη μαρτυρεί την ύπαρξη εγωισμού. Προσέχετε τον εγωισμό, που κρύβεται κάτω από τη μορφή του δικαιώματος. Προσέχετε και την άκαιρη λύπη, δημιουργείται ύστερ' από έναν δίκαιο έλεγχο. Η υπερβολική θλίψη για όλα αυτά είναι του πειρασμού. Μία είναι η αληθινή θλίψη. Αυτή που δημιουργείται, όταν γνωρίσουμε καλά την άθλια κατάσταση της ψυχής μας. Όλες οι άλλες θλίψεις δεν έχουν καμιά σχέση με τη χάρη του Θεού.
Φροντίζετε να περιφρουρείτε στην καρδιά σας τη χαρά του Αγίου Πνεύματος και να μην επιτρέπετε στον πονηρό να χύνει το φαρμάκι του. προσέχετε! Προσέχετε, μήπως ο παράδεισος, που υπάρχει μέσα σας, μετατραπεί σε κόλαση.
Αγ. Νεκτάριος Πενταπόλεως
Why is a guide necessary? Because you can easily be lead astray. In prayer, you may experience visions or lights which are demonic and lead you to pride. A guide can help you deal with such such experiences. He can help you avoid being trapped by your pride and self will. He can guide you in a progressive way, growing step by step to the stage where you will see the true light.
Elder Porphyrios speaks of the danger of delusion,
And if in this spiritual dimension desire is enkindled, not by your good self, but by the other self, the egotistical self, then undoubtably you will begin to experience a pseudo-joy. But in your outward life you will be ever more aggressive and irascible, more quick-tempered and fretful. These are the signs of a person who is deluded.
A guide must be a person who is experienced in the prayer of the heart. It cannot be someone who prays mechanically and has not experienced prayer with the grace of God. Such a person will only be able to tell you what he has read in books.
A spiritual guide will keep you out of danger of delusion.
The Elder advises,
This is the teaching. We say that prayer cannot be taught, but in point of fact it can be taught when you live with someone who truly prays. When you take a book about prayer and read it, it may be that you don't understand anything. But when you have an elder next to you who prays, whatever he tells you about prayer you understand and take to heart.
Saint Porphyrios
Reference: Wounded By Love, pp 124 - 126

In our spiritual life we need to be careful about our own judgments, decisions and self-evaluations. Since there are evil powers at work, even with strong faith we can be misled. You should always be aware of this reality.
Saint Theophan writes,
Secretiveness in everyday life is not a bad thing; in spiritual life, however, it is most dangerous. It is indispensable to have someone with whom you may consult about everything that is going on outwardly, and more importantly, inwardly. ...There is some sort of evil power around us and inside us, which through various illusionary qualities leads us into deception and confuses our affairs, directing them to something vain or even bad... Your reasoning does not always work, because the enemy confuses it with his own advice (our elders have nicknamed this "add-vice"). We should keep a journal so that when we see our spiritual father we can relate our difficulties to him and in this way he can best help us. When we are making a big decision, especially those that impact others, in addition to prayer, we should discuss our reasoning with him also. He will not tell you what decision to make, but will help you see if you are being deceived in your analysis. Decision are always up to our own will. Never allow a spiritual father to make your decisions. Any advisor who would do this is not a true spiritual guide. Look to him for advice and not a decision.
For most people your local priest can serve as your guide. But as you progress spiritually you may need to find a new guide. These are often found at monasteries. Visit them and talk with the elders there. A guide always comes naturally when you ask and seek.
Saint Theophan the Recluse
Reference: The Spiritual Life, pp 277-280

Για να νικήσει κανείς τα πάθη του πρέπει να κοιτάζει μόνο τον εαυτό του όχι να βλέπει δεξιά κι αριστερά. Πρέπει να προλαβαίνουμε τα πάθη και τα ελαττώματα που ξεφυτρώνουν στην ψυχή μας γιατί αν μεγαλώσουν δεν θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε εύκολα. Το κάθε πάθος που ξεφυτρώνει θέλει πολύ ταπείνωση για να προχωρήσουμε στο μεγαλείο της αγάπης του Θεού, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί κανείς να στερεωθεί. Εμάς μας έχει προορίσει ο Θεός για την Άνω Ιερουσαλήμ, για να απολαύσουμε τα αγαθά που ετοίμασε.
Μόνο εκείνος που ακουμπάει στο Θεό και τον αγαπάει έχει για λίγο την πνευματική ηδονή και μετά αρχίζουν πάλι οι θλίψεις. Όσοι όμως έχουν θεωρία και ο νους τους είναι στον ουρανό, θέλουν να πάνε στην πραγματική τους πατρίδα έχουν πνευματική ευφροσύνη και εμείς, πολύ ευτυχισμένες είμαστε και να ευχαριστούμε τον Θεό, που μας έφερε στη μάνδρα του.
Να φυλάμε τα μάτια μας, την ακοή μας και να προσευχόμαστε αδιαλείπτως για να έχουμε τη χάρη του Θεού, γιατί, όσο αγωνιζόμαστε, βάζουμε στην άκρη και δεν θα φοβηθούμε ότι κι αν έρθει.
Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται βλέπει το διάβολο από που έρχεται να τον χτυπήσει. Ενώ όταν είναι ξένοιαστος τρυπώνουν τα δαιμόνια μέσα του καθώς έχει αμέλεια και σκληρότητα και κάνουν σαματά και σκοτίζεται ο άνθρωπος και γίνεται σαν τον Διάβολο.
Τα κλειδιά από την πόρτα της ψυχής μας πρέπει να τα 'χουμε στα χέρια. Να μην αμελούμε τα καθήκοντα μας. Να μην δίνουμε σημασία στις επιθυμίες μας (φαγητά, αναπαύσεις κλπ.).
Θέλω να επικρατήσει σιωπή, να λέτε την ευχή, να προσεύχεστε, να μου κάνετε ένα κομποσχοίνι με σταυρό και μια παράκληση, για να 'ναι μια ενίσχυση για μένα αυτό.
Να μην αργολογείτε, συζητάτε, και μεμψιμοιρείτε.
Την ευχή να λέτε για να βρούμε τον Θεό.
Πρέπει να κυνηγήσουμε τον Θεό, να μην αφήνουμε λεπτό να πηγαίνει χαμένο.
Όσο το δυνατόν να πιάσετε τον Θεό, γιατί αυτές τις μέρες που περνούν θα τις αναζητούμε και δε θα τις βρίσκουμε. Με αγάπη και καλοσύνη να μιλάμε.
Είναι λυπηρό να στερούμαστε τη μακαριότητα, την γλυκύτητα του Θεού και την αγάπη Του ενώ βρισκόμαστε στο μοναστήρι. Να μην αμελούμε, να μην κάνουμε διακεκομμένη την προσευχή μας, για να την απολαμβάνουμε κι' αυτή θα φέρει την ανάπαυση της ψυχής και την μακαριότητα.
Συνέχεια την ευχή. Να μην την αφήνουμε από την ψυχή μας. Να έχουμε προσοχή πώς να αρέσουμε στην Παναγία μας. Το βράδυ, που θα κάνουμε προσευχή, να σημειώνουμε τις αμαρτίες μας. Χρειάζεται πολλή υπομονή στη ζωή μας. Ο καθένας έχει τα ελαττώματα του, τα πάθη του και για κάθε ψυχή που πάσχει, που δεν ξέρει πώς να πολιτευθεί, να κάνουμε μια προσευχή για τη σωτηρία της και θα 'ρθει η Θεία Μακροθυμία στην ψυχή μας.
Πιάστε την προσευχή να διορθώσετε τα πάθη και τα ελαττώματά σας.
Η προσευχή μας γαληνεύει. Να συγκεντρώσουμε τον λογισμό μας καλά - καλά και να σκεφτόμαστε το Θεό. Όλα τα άλλα είναι σκουπίδια, να τα πετάμε. Σημασία να μη δίνουμε στις παγίδες του διαβόλου. Τον εαυτό μας να βλέπουμε, που λυπήσαμε τον Θεό, Τον ευαρεστήσαμε. Τότε θα πάμε μπροστά.
Αλλιώς ξεφεύγουμε. Ταπείνωση όσο το δυνατόν.
Τελευταίος άνθρωπος να γίνουμε. Αυτός θα πάει μπροστά.
Να αποφεύγουμε τα λόγια, τις μεμψιμοιρίες. Δεν ταπεινωθήκαμε, δεν θα σωθούμε.
Πρέπει να έχουμε μια δυναμικότητα στον εαυτό μας να στεκόμαστε καλά απέναντι στο Θεό.
Τον νου μας να τον έχουμε βιβλίο ανοιγμένο και να κάνουμε μελέτη την κόλαση και τον Παράδεισο. Άμα σκεφτούμε την αιώνια κόλαση, συγκλονίζεται το εσωτερικό μας όλο. Για σκέψου το πυρ το αιώνιον; Τον σκώληκα τον ακοίμητο; τον βρυγμό των οδόντων;
Αν σκεφθεί κανείς την κόλαση, δεν μπορεί να συγκράτησει τα δάκρυά του.
Όταν ο άνθρωπος έχει στη μνήμη του την κόλαση, τα πάθη του ελαττώνονται, η ψυχή γίνεται μαλακιά σαν το βαμβάκι, τρυφερή. Πονάει, συμπαθεί, ευσπλαχνίζεται.
Όλα μπορεί να τα σηκώσει κανείς, αλλά από την ευσπλαχνία του Θεού καίγεται, διαλύεται, «φθάνει Θεέ μου, λέει, δεν μπορώ άλλο, ελάττωσέ την». Αν ο άνθρωπος, τότε που έρχεται μέσα του η αγάπη του Θεού, πονάει όλο τον κόσμο με τις αμαρτίες του, τα πάθη του, και δε μπορεί να το αντέξει αυτό, για σκέψου την ευσπλαχνία του Θεού. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Για σκέψου, να πορνεύει, να σκοτώνει και εσύ να τον αγαπάς. Αν ξέραμε τι χάνουμε κάθε δευτερόλεπτο δεν θα κοιτάζαμε δεξιά κι αριστερά. Θα κοιτάζαμε όλο το είναι μας να το αφιερώσουμε στο Θεό.
Άμα θα σιωπήσετε κι έχετε τον νου σας στην αδιάλειπτη προσευχή, μια βδομάδα, θα δείτε τη διαφορά τη μεγάλη μέσα στην ψυχή σας. Αλλά κοιτάζουμε τον Α και τον Β και δεν μπορούμε να προοδεύσουμε.
Τότε θα ζητάμε μοναξιά, ησυχία, τόσο πολύ θα νοιώσει η ψυχή μας το μεγαλείο του Θεού. Και μπορούμε μέσα στην κιβωτό να τα απολαύσουμε όλα αυτά.
Όταν βιαστεί κανείς, αισθάνεται τη Θεία Μακαριότητα και θα είναι ήσυχος, ανεύθυνος, χωρίς προβλήματα και το πνεύμα του θα είναι στον ουρανό και θα γεύεται τα μεγαλεία του Θεού.
Το κελί έχει πάρα πολλή χάρη. Είναι μία παλαίστρα που παλεύει κανείς και δίνεται στο Θεό.
Όταν υπάρχει πνευματική ένωση με τους προεστώτας ο υποτακτικός αισθάνεται στην ψυχή του το Θεό χωρίς να κηλιδωθεί ο λογισμός του. Αισθάνεται πώς είναι το ρεύμα, ή πρίζα.
Όταν υπάρχει πνευματική προεργασία στο Χριστό και στους προεστώτας αισθάνεται μεγάλη χαρά, αγαλλίαση παρακαλεί πότε να πεθάνει και λέει ας φύγω.
Θέλει προσοχή στο λογισμό να μην έρθει μώμος ή για τον Γέροντα ή για την Γερόντισσα. Όταν αυτό φυλάξουμε, θαύματα θα δούμε.
Όποιος αγωνίζεται να απολαύσει την αρετή αυτός θα αισθανθεί τα μελίρρυτα άνθη, την γλυκύτητα, το μέλι της χάριτος θα λάβει, όταν προσπαθεί να ενωθεί με τον Θεό, να γίνει ένα.
Να γίνει θέωση μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, να γίνει Θεός κατά χάριν.
Να μην ζούμε κατώτερα, ρηχά, να μη ζούμε τόσο επιπόλαια, να έχουμε σύνεση στην εργασία.
Μας λέει ο λογισμός να κοιμηθούμε πιο πολύ όχι, να λέμε, δεν θα κοιμηθούμε πιο πολύ. Όποτε μας ξυπνάει ο φύλακας άγγελος της ψυχής, προσευχή να κάνουμε εκείνη την ώρα να μην αφήνουμε τον εαυτό μας. Η προσευχή θεραπεύει τα πάθη και τα ελαττώματα. Όταν θα πέσει ο ήλιος μέσα σε μια λάσπη και την αποξηραίνει, την κάνει κόκκαλο και ότι έντομο έχει το αποδιώκει, το φυγαδεύει, το ψοφάει.
Σαν βολίδα έρχεται η χάρις του Θεού.
Εμάς μας πολεμάει πιο πολύ η μεμψιμοιρία και πολλές φορές, πιστέψατε με, βλέπω κοπάδι δαιμόνων και βλέπεις, λοιπόν, άλλος σκουντάει τη μία, άλλος τσιγκλάει την άλλη και γίνεται ένα πράγμα τρομερό. Άλλα αν είναι οπλισμένο το μοναστήρι με προσευχή δεν θα μπορούν να κάνουν κακό, θα στέκονται από μακριά και θα βλέπουν.
Αλλά βρίσκει χώρα και τριγυρνάει και την μια την πιάνει από το πόδι, την άλλη από το λαιμό, την άλλη από τη φωνή, την άλλη από την κραυγή και χαλάει ο κόσμος• εκείνη την ώρα πιστέψετε με βλέπω τους δαίμονες πώς περνάνε εν ριπή οφθαλμού, όπως πετούν τα αεροπλάνα.
Λοιπόν, πολύ προσοχή και προσευχή.

Όταν ο άνθρωπος έχει προσοχή και προσευχή, η χάρις του Θεού τον επισκιάζει. Εάν το ψηλαφήσουμε στη διάνοια μας, ότι ο θάνατος μας είναι και η κρίσης του Θεού, δηλαδή που θα πάμε και που θα σταθούμε, δηλαδή ή στην κόλαση ή στον παράδεισο, θα είμαστε προσεκτικές.
Να μην αντιλογούμε το θέμα της αντιλογίας είναι το πιο φοβερό πράγμα «όχι δεν θα πάω, εκείνη γιατί δεν πάει, γιατί δεν την λες».... Μέσα στον κόπο θα βρείτε το Χριστό σας το λέω από μεγάλη πείρα, επειδή το 'νιωσα αυτό το πράγμα, καίτοι ανάξια είμαι και αμαρτωλή, αλλά επειδή μέσα στον κόπο είδα τον Θεό, γι' αυτό ο κόπος είναι ένα πολύ μεγάλο πράγμα.
Να αγαπούμε πολύ την Παναγία. Να της τραβάτε κομποσχοίνι, να κάνετε κάθε μέρα παράκληση και θα μας πάει όλες στον Παράδεισο. Την είδα σαν μικρό κοριτσάκι 15 χρονών (όπως είναι στην εικόνα στην Γοργοϋπήκοο στο κελί της) την ώρα του Χερουβικού, που ήμουν γονατισμένη.
Στεκόταν όρθια μπροστά στην ωραία Πύλη και κρατούσε πάνω στην κοιλίτσα Της τον Χριστούλη. Δεν θα ξεχάσω τα ματάκια Της εκείνα τα γλυκά, πώς με κοιτούσαν μέχρι μέσα στην καρδιά μου έμπαινε εκείνο το Βλέμμα Της. Ήταν γαλάζια και η Παναγία είχε δύο ξανθές κοτσίδες, αλλά όλη μου η προσοχή είχε συγκεντρωθεί στα μάτια Της.
Και την παρακαλούσα και έλεγα «Παναγία μου τι θα γίνουμε, τι θα γίνει αυτό το μοναστήρι, τίποτε δεν κάνουμε, πώς θα σωθούμε;» Και η Παναγία χαμογέλασε, η διάθεση μου άλλαξε από εκείνη την μέρα μια γαλήνη ήρθε μέσα μου από το βλέμμα της Παναγίας.
Η μονή μας να ξέρετε ότι είναι αγιασμένη.
Το κάθε βήμα που κάνουμε μας το γράφει ο Χριστός. O π. Ιγνάτιος που είναι στα Ιεροσόλυμα έλεγε: πολύ αγιασμένο το μοναστήρι σας, άγια τα χώματα εκεί. Αυτό βέβαια το έχω διαπιστώσει πολλές φορές παρουσιάζεται η χάρις της Παναγίας μας εδώ πέρα και πολλοί άνθρωποι την βλέπουν. Είναι η προστασία της Παναγίας, που μας προστατεύει.
Γι' αυτό, όταν θα έρθει η χάρις του Θεού στην ψυχή σας, θα λέτε: «Κυρία και Δέσποινα του κόσμου, εγώ δεν σου προσέφερα τίποτε, άσε που θα μας τα δώσει στον ουρανό. Θα τα δούμε σωρούδια εδώ, σωρουδάκια παραπέρα, ότι, κι ένα κρεμμύδι να ‘χει δώσει κανείς και μια πατάτα και μια κλωστή, όλα, όλα θα τα δει στον ουρανό.
Και το κάθε βηματάκι πού\υ θα κάνει κανείς η χάρις του Θεού τον πλουτίζει.
Το μοναστήρι δεν είναι δικό μας. Μας φιλοξενεί η Παναγία και σύμφωνα με την φιλοξενία που μας κάνει πρέπει να πολιτευόμαστε.
The elder said: Humility is acquired after struggles. When you know yourself you acquire humility, which become a (permanent) condition. Otherwise one can become humble for a moment, but your thought will say to you that you are something although in reality you're nothing. and you'll be deluded like that to the moment of death. If death finds you with the thought that you are nothing, then God will speak. If however your thought says at the hour of death that you are something and you don't understand it, all your effort goes to waste.
Elder Paisios

Spiritual love is superior to the love between natural brothers and sisters because one relates to another through Christ and not a common mother. Those who possess this pure (noble) love are full of kindness, because they have Christ inside them and the Godhead is depicted on their faces. Naturally, it is impossible for Christ’s love to enter within us unless we separate our self from our love, offer it to God and His images, and give ourselves to others without wanting them to commit themselves to us.
Those who suffer deeply for the salvation of the whole world and help in their own way (as strugglers) and humbly entrust themselves to the hands of God, feel the greatest joy in the world. Their life is a constant doxology, for they flutter about internally like angels, glorifying God day and night. Those, however, who neglect the salvation of their souls and try to find joy and rest in this vain life, are continually tortured and entangled in endless worldly machinery and live in hell in this life.
Those who have philotimo, because they move within the heavenly sphere of doxology, joyfully accept their trials as well as their blessings, and glorify God for them. Thus, they are continuously receiving God’s blessing from everything and are melting internally out of gratitude towards God, which they express in every spiritual way possible, like children of God.
Although the Good God gives us abundant blessings, acts always for our own good and has made everything to be of service to us and to be sacrificed for us, from plants to animals and birds, whether big or small, and even though God Himself sacrificed His life to redeem man, many of us remain indifferent and wound Him with our great ingratitude and insensitivity. And, all of this even though He has given us our conscience as an inheritance together with all His other blessings.
Conscience is the first law of God, which He deeply carved in the hearts of the First Created, and consequently, each one of us takes it as a "photocopy" from his parents when he is born. Those who have managed to sensitize their consciences through the daily study of themselves feel themselves estranged from this world; and, as a result, worldly people are dumfounded by their discerning behavior. Those, however, who do not examine their consciences are neither benefited by spiritual study nor by the advice of the Elders, nor are they even able to keep God’s commandments, since they quickly become insensitive.
Those who are sensitive and have philotimo, and who observe everything with precision, are usually wronged by the insensitive ones due to the constant concessions they make for them out of love. However, God’s love is always on their side. Oftentimes, they wrong themselves due to their hypersensitivity, overemphasizing their minor sins or bearing the burden of others’ faults; but once again, God comforts them with His heavenly kindness and, at the same time, strengthens them spiritually.
Those who wrong or wound sensitive people inwardly are not human.
Those who claim they are sensitive, loving, and discreet and endure the injustices of others, but say, "Let them receive theirs from God," are fooled by the deceiver without realizing it, since this is a way to curse politely. In this life everyone takes exams in order to pass on to eternal life, Paradise. It is my feeling that this polite curse is below the spiritual passing mark.
Those who wrong others wrong themselves eternally; those who joyfully accept the injustice of others are entitled to an eternal reward with interest.
Naturally, every person will be paid by the boss for whom he worked. Those who work for Christ shall receive a hundredfold now in this time and, in the world to come, eternal life (Mark 10:30); and those who work for the dark boss will receive darkness even now.
Those who work for Christ but are prideful pollute their virtues, just as fried eggs are contaminated when bird’s droppings fall on them. They then can only be thrown in the trash along with the frying pan.
All those, however, who work humbly, acquire virtues and share their hidden experiences out of humility and love, are the greatest benefactors, because they give spiritual charity and positively help souls which are weak and unsound in the Faith. Those who throw even their own selves to the world, out of love, after having driven out the world from within them, fly into Heaven and are not caught by the world.
Love with external poverty greatly assists in acquiring the inner poverty of the passions. These two kinds of poverty make man rich in God’s kindness.
Good people do not keep evil in their hearts, but neither do they keep their kindness to themselves. For this reason, they do not possess elegant things and are not moved by the world’s beauties. In this, their fervent faith in God as well as their great love is made manifest.
There is no man more intelligent than the merciful one who gives away earthly, perishable things and buys imperishable, heavenly things. Likewise, there is no greater fool in the world than the greedy one who gathers things continually and yet is deprived continually, finally buying hell with his collected savings. Those, naturally, who are lost in material things are totally lost, for they have also lost Christ.
Sadness and stress always dominate the person who is dominated by material things, for sometimes he fears that people will take away his possessions, and other times he is afraid they will take away his soul. The miser, whose hand has become numb from squeezing it too hard, has also constricted his heart and turned it into stone. In order to be cured, he must visit destitute people and sympathize with them, so he will be forced to slowly open up his hand. Consequently, his stony heart will soften and become humane, and thus the gates of Paradise will also open for him.
Kindness softens and opens up the heart, as oil opens a rusty lock.
Those who come close to people in pain, naturally draw near to God, because God is always by the side of His children who are in pain.
God spiritually strengthens His children who have philotimo, who help their fellow men carry their crosses, and He relieves them from their own crosses (trials).
Those who think about the heavy crosses of the righteous, never worry about their own small trials, for, although they have made more mistakes in their life, they suffer less than the righteous.
Those who suffer trials unjustly imitate Christ; and those who face hardships due to their sins are blessed, because they are forgiven their sins in this life.
Those who do not co-suffer with those in pain, suffer from a fatal spiritual illness: mercilessness. Those who are annoyed by the moaning of sick people and react angrily because they cannot concentrate, suffer from many spiritual illnesses.
Those who truly love and struggle correctly, can also endure with love, sacrifice themselves, and give rest to their neighbor, who is Christ.
Those who wish others to provide for them but offer nothing in return, are constantly asking things from God without giving anything to Him, not even their sins (by repentance). Such people are completely estranged from God and deliver themselves of their own accord into the hands of the manslayer (the devil). Because they have only cultivated love for their own selves, it follows that great anguish will then develop in them and that they will suffer hell, in part, already in this life.
Those who do not put themselves in the place of their suffering fellow man are deserted by God, experience a terrible fall, and learn to feel pain. Those, on the other hand, who feel compassion, care for other people, and ignore their own selves, are protected by God and are looked after both by God and by men.
When someone gives his heart to God, then the mind of this man is also seized by the love of God. He is indifferent towards worldly things and continually thinks about the Heavenly Father, and being divinely in love, he glorifies his Creator day and night like an angel.
Merely the thought of God’s benevolent acts is enough to make the heart of a person who has philotimo break; yet even more so, when he thinks of his numerous sins and the great mercy of God.
Those who struggle and sense their sinfulness as well as God’s loving-kindness and who trust in His great mercy, elevate their souls to Paradise with great confidence and little physical effort, if they have good intentions.
People who struggle hard, with much devotion, and have reached the angelic state to a certain extent and are nurtured with celestial honey, nevertheless offer nothing significant to God compared with what He has offered us. For they eat honey while offering Him wax. They eat sweet fruits and offer God tree resin with the censer. Therefore, we do nothing and offer nothing to God, compared with His great loving-kindness. For, while the Good God produces beautiful fruit with our rubbish or even with manure, in order to feed us, we wretched people turn beautiful fruit into manure.
As the kindness of God renders everything useful for a good purpose, so too must we, His creatures, make good use of everything in order to be benefited and benefit others.
Kind people naturally derive benefit even from their fellow men’s failings, for they use them as a strong brake on themselves in order to take care not to be derailed. But those who are deceitful, unfortunately, are not benefited, not even by other people’s virtues, because they interpret them with their wily lexicon, being darkened by the gloom of the manslayer. They spiritually wrong themselves and others, and are always upset and continually upset others with their spiritual darkness; whereas, actual cloudy weather causes sadness only to people who suffer from grief.
Kindness is one of God’s many qualities; therefore, it always spreads joy, drives away the clouds, and opens up hearts like the spring sunshine which makes the earth blossom. It even warms up snakes and takes them out of their cold holes so they, too, can enjoy God’s kindness.
Ill-tempered people are always strangled by thoughts, and with their frozen hearts they freeze and choke afflicted people who have come to them for consolation. Good-tempered people, on the other hand, with their spiritual (noble) love, being contrite with pain, strangle demons, liberate souls, and spread divine consolation to their fellow men.
Fervent spiritual love renders sensitive people more sensitive, and makes insolent ones more insolent.
An orphan, especially if it has lost its mother, and even if it is a little porcupine, must be embraced with pain and fervent love, so as to first feel warmth, take courage, and open up its heart.
The fervent love of Christ nourishes more than any other material food and gives many calories to the soul and body. Oftentimes, it even cures incurable diseases without medication and brings rest to souls.
Those who do not sacrifice their physical health for the love of Christ, scorning their bodily rest, will not find spiritual rest, either in this life or in the next, eternal life.
Those who, out of pure love, sacrifice even their own lives to protect their fellow men, imitate Christ. These people are, of course, the greatest heroes, because even death trembles before them, since they defy death out of love. Thus, they triumph with immortality, and, taking the key to eternity out from beneath the gravestone, they proceed freely to eternal blessedness.
It is preferable for a sensitive person to be himself killed once, out of love, in order to protect his fellow man, than to cop out or back out and be constantly slaughtered by his conscience for the rest of his life.
Sacrifice for our fellow man conceals our great love for Christ. Those who have good intentions to give alms, but have nothing and on this account are afflicted, give charity with the blood of their hearts.
Those who want to be martyred for the love of Christ when martyrdom is not an option, can manifest this love that burns within them through bodily asceticism for the sake of the souls of the reposed which are burning, so that these souls will find a little rest.
Indifferent and merciless people, who think only of their own selves, insensitively satisfying themselves, simultaneously fill their hearts with much anguish. Within them works the little worm of a troubled conscience, and they are tormented already in this life. Merciful people, on the other hand, since they are always filling others with love, are always filled with the love of God and His abundant blessings…
Elder Paisios

Ἡ ἀγάπη τοῦ Γέροντα δὲν εἶχε σύνορα, ἦταν ἀπεριόριστη. Ἐπεκτεινόταν σ’ ὅλα τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, σ’ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, φίλους καὶ ἐχθρούς. Μοῦ ἔλεγε:
“Τὸ στεφάνι τῆς ἀγάπης μας στοὺς φίλους μας ἔχει ξένα σώματα (ὑπολογισμό, ἀνταπόδοση, ματαιοδοξία, συναισθηματικὴ ἀδυναμία, ἐμπαθὴ συμπάθεια), ἐνῶ τὸ στεφάνι τῆς ἀγάπης μας στοὺς ἐχθροὺς εἶναι καθαρό”.
Μοῦ ἔλεγε ἀκόμη:
“Ἡ ἐν Χριστῷ ἀγάπη μας πρέπει νὰ φθάνει παντοῦ, ἀκόμη καὶ στοὺς χίπηδες στὰ Μάταλα. Ἤθελα πολὺ νὰ πάω ἐκεῖ, ὄχι γιὰ νὰ τοὺς κάνω κήρυγμα ἢ νὰ τοὺς κατηγορήσω, ἀλλὰ γιὰ νὰ ζήσω μαζί τους “χωρὶς ἁμαρτίες” καὶ ν’ ἀφήσω νὰ μιλήσει μόνη της ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μεταμορφώνει. Εἶδα τοὺς χίπηδες καὶ τοὺς λυπήθηκα. Ἦσαν σὰν “πρόβατα μὴ ἔχοντα ποιμένα”.
Στὸ θέμα τῶν κοινωνικῶν σχέσεων, μὲ συμβούλευε:
“Δὲν πρέπει νὰ κάνεις τὸν χριστιανικό σου ἀγώνα μὲ κηρύγματα καὶ ἀντιδικίες, ἀλλὰ μὲ πραγματικὴ ἀγάπη. Ὅταν ἀντιδικοῦμε, οἱ ἄλλοι ἀντιδροῦν. Ὅταν τοὺς ἀγαπᾶμε, συγκινοῦνται καὶ τοὺς κερδίζουμε. Ὅταν ἀγαπᾶμε, νομίζουμε ὅτι προσφέρουμε στοὺς ἄλλους, ἐνῶ στὴν πραγματικότητα προσφέρουμε πρῶτα στὸν ἑαυτό μας. Ἡ ἀγάπη χρειάζεται θυσίες. Νὰ θυσιάζουμε ταπεινὰ κάτι δικό μας, ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι τοῦ Θεοῦ”.
(Ἀνθολόγιο Συμβουλῶν Γέροντος Πορφυρίου, σελ. 54).

- Γέροντα, πώς επικοινωνούν πνευματικά από μακριά οι άνθρωποι;
- Γράφουν κανένα γράμμα ή με ασύρματο ή με σήματα μορς!...
- Δηλαδή, Γέροντα;
- Για να υπάρξει πνευματική επικοινωνία μεταξύ των ανθρώπων, πρέπει να εργάζωνται στην ίδια συχνότητα. Αυτό δεν μπορούν να το πιάσουν οι επιστήμονες . Θυμάσαι εκείνο το περιστατικό που αναφέρω στους «Αγιορείτες Πατέρες»; Μια μέρα ένας μοναχός θα πήγαινε να επισκεφθή έναν Πατέρα στην Καψάλα και σκεφτόταν: «Τί να του πάω για ευλογία;». Οικονόμησε λοιπόν δύο ψάρια και τα καθάριζε, για να του τα πάη. Εν τω μεταξύ ,ο άλλος είχε λάβει την πληροφορία από τον Θεό για την επίσκεψη του αδελφού και σκεφτόταν: «Τώρα που θα ‘ρθη, τί να τον φιλέψω;». Την ώρα λοιπόν που ο αδελφός καθάριζε ψάρια, ένας κόρακας ήρθε ξαφνικά, του πήρε το ένα ψάρι και το πήγε στον άλλον στην Καψάλα –απόσταση πεντέμισι ώρες. Το καταλαβαίνετε; Ο ένας σκεφτόταν πώς να αναπαύση τον άλλον και ο κόρακας μετά έκανε τον ενδιάμεσο!
Όταν ο άνθρωπος έχη την Αγάπη, τον Χριστό, και βουβός να είναι ,μπορεί να συνεννοηθή με όλα τα δισεκατομμύρια των λαών και με την κάθε ηλικία των ανθρώπων, που έχει και αυτή την δική της γλώσσα.
Βάλε δυο ανθρώπους που δεν έχουν αγάπη μεταξύ τους να καθήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον και να μη μιλούν. Βαλε και δύο άλλους που έχουν αγάπη μεταξύ τους να καθήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον και να μη μιλούν και αυτοί. Πώς θα νιώθουν οι μεν και πώς θα νιώθουν οι δε; Και οι πρώτοι δε θα μιλούν και οι δεύτεροι δεν θα μιλούν. Όμως οι δεύτεροι και με την σιωπή θα «μιλούν», γιατί θα υπάρχη επικοινωνία μεταξύ τους. Αντίθετα οι πρώτοι δεν θα μπορούν να επικοινωνήσουν ,γιατί ανάμεσά τους θα υπάρχη μόνωση. Όταν δεν υπάρχη αγάπη ,μπορεί δυο άνθρωποι να βρίσκωνται κοντά, αλλά να είναι μακριά ο ένας από τον άλλον.
- Γέροντα, στενοχωριέμαι που ήρθε η ημέρα να φύγετε πάλι από κοντά μας.
- Στην πνευματική ζωή δεν υπάρχη «κοντά» και «μακριά». Την αγάπη του Χριστού δεν την χωρίζουν αποστάσεις ,γιατί ο Χριστός με την αγάπη Του καταργεί τις αποστάσεις. Επομένως , είτε κοντά είτε μακριά βρίσκεται κανείς, νιώθει πάντα κοντά , όταν είναι κοντά στον Χριστό και συνδέεται με τον άλλον αδελφικά με αγάπη Χριστού.
Δοξολογώ τον Θεό που η αγάπη μου είναι τέτοιου είδους ,πνευματική, αγγελική, οπότε οι αποστάσεις καταργούνται και η επαφή θα υπάρχη μαζί σας και σ’ αυτήν την ζωή από μακριά και στην άλλη που είναι ακόμη πιο μακριά, γιατί και εκείνη η απόσταση θα είναι πολύ κοντινή, αφού μας ενώνει η Αγάπη, ο Χριστός.
Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Ε΄
ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ»
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
2007