Ο Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος γράφει ως εξής για εκείνους που δημιουργούν ταραχή μέσα στην εκκλησία και που αποχωρούν από την εκκλησία πριν ολοκληρωθεί η Θεία Λειτουργία του Θεού:
"Μερικοί δεν πλησιάζουν την Θεία Κοινωνία τρεμάμενοι αλλά με ταραχή, σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον, πυρωμένοι από θυμό, φωνασκούντες, μαλώνοντες, σπρώχνοντες τον διπλανό τους, γεμάτοι ταραχή. Περί αυτού σας έχω μιλήσει πολλές φορές και δεν θα παύσω να μιλώ για αυτό.
Δεν βλέπετε την τάξη στην συμπεριφορά στους παγανιστικούς Ολυμπιακούς αγώνες, όταν ο "Ταξιθέτης" περνά μέσα από την αρένα φορώντας στεφάνι στο κεφάλι, ντυμένος με μακρύ ένδυμα, κρατώντας ραβδί στο ένα χέρι, καθώς ο κήρυκας αναγγέλλει να γίνει ησυχία και τάξη; Δεν είναι χυδαίο, εκεί - όπου κυβερνά ο διάβολος - να γίνεται τόση ησυχία και εδώ, που ο Χριστός μας προσκαλεί σε Αυτόν τον Ίδιον, να γίνεται τόση φασαρία; Στην αρένα, ησυχία - και στην εκκλησία, αναστάτωση! Γαλήνη στην θάλασσα, και φουρτούνα στο λιμάνι!
Όταν σας προσκαλούν σε γεύμα, δεν πρέπει να αποχωρείτε πριν από τους άλλους, παρ' ότι έχετε χορτάσει πριν από τους άλλους, και εδώ, που τελείται το γεμάτο δέος μυστήριο του Χριστού, και ενώ ακόμη συνεχίζουν οι ιερατικές πράξεις, εσύ φεύγεις εν μέσω αυτών και εξέρχεσαι; Πώς μπορεί να συγχωρηθεί αυτό; Πώς μπορεί να δικαιολογηθεί αυτό;
Ο Ιούδας, μόλις εκοινώνησε στον Μυστικό Δείπνο εκείνη την τελευταία βραδιά, έφυγε βιαστικός ενώ οι υπόλοιποι παρέμειναν στο τραπέζι. Βλέπετε, ποίων το παράδειγμα ακολουθούν εκείνοι που βιάζονται να αποχωρήσουν πριν από την τελευταία ευχαριστία;"
In order to live a Christian life and sustain the spirit within us, private and communal prayers are essential. Just as it is necessary to add oil to an image-lamp so that it does not go out, so is it essential to attend church services and pray there with faith, understanding and fervor. Because through self-restraint a prayer becomes more sincere and fervent, it is necessary to live in moderation and to fast. Nothing extinguishes the spirit within us as quickly as immoderation, overindulgence and a dissipated way of life.
Κάποτε, σ’ ένα εκκλησιαστικό βιβλιοπωλείο μπήκε μια γριούλα για να ψωνίσει!
Κατευθύνθηκε προς τον υπάλληλο του βιβλιοπωλείου και ζήτησε την Καινή Διαθήκη! Ο υπάλληλος πρόθυμος, την εξυπηρέτησε αμέσως! Στο κατάστημα εκείνη τη στιγμή έτυχε να βρίσκεται και κάποιος ιερέας! Βλέποντας την γριούλα να αγοράζει την Καινή Διαθήκη αναρωτήθηκε αν την ήθελε για την ίδια ή για κάποιον άλλον, καθώς την θεώρησε αρκετά μεγάλη για να ξέρει να διαβάζει! Πήρε το θάρρος λοιπόν, και την ρώτησε:
-Γιαγιάκα, για σένα την θέλεις την Καινή Διαθήκη; -Μάλιστα, πάτερ μου, απάντησε εκείνη!
-Αλήθεια; Ξέρεις να διαβάζεις; -Όχι! Απάντησε η γριούλα, εντελώς φυσιολογικά! -Και τότε τι θα την κάνεις την Καινή Διαθήκη αν δεν μπορείς να την διαβάσεις; την ξαναρώτησε ο ιερέας! -Να παιδί μου, του απάντησε η γριούλα! Την κρατάω αγκαλιά, πάω μπροστά στην εικόνα του Χριστού, του δείχνω την Καινή Διαθήκη και του λέω: “Χριστέ μου δεν ξέρω να διαβάζω, αλλά ότι λες σε αυτό το βιβλίο, βάλτο εδώ μέσα” και με ένα ελαφρύ χτύπο του χεριού της, έδειξε την καρδιά της!
Ζούσε στην Αθήνα πρό ετών κάποιος άνθρωπος πού τον έλεγαν Νικόλαο. Ταπεινός, ευσεβής, με τη νηστεία του, την αγρυπνία του και με «Θεϊκές καταστάσεις» όπως γράφει στις άγιες προσευχές του. Είχε μάλιστα και την αρετή της ελεημοσύνης.
Στα 35 χρόνια του, εφόσον τακτοποίησε τις άγαμες αδελφές του, απεφάσισε κι΄ αυτός να παντρευτεί. Όπως ήταν φυσικό, εφόσον ήταν και ευσεβής, θα έπρεπε να ψάξει να βρεί μία κοπέλα μέσα από την Εκκλησία, και πιθανόν να πείτε και μέσα από τις αδελφότητες, και οπουδήποτε αλλού υπήρχε ευλάβεια και ευσέβεια σε χώρους χριστιανικούς.
Αλλά όμως εκείνος διάλεξε κάτι άλλο…
Πήγε λοιπόν στην πλατεία Βάθης και πήγε σε ένα σπίτι της αμαρτίας. Και την πρώτη κοπέλα που τον υποδέχτηκε, της είπε : -«Σήκω και έλα μαζί μου. Έταξα στο Θεό να γλυτώσω μια ψυχή από τη λάσπη. Έλα να σε βγάλω από δω μέσα. Θέλεις να γίνεις γυναίκα μου;» Βέβαια κεραυνός να έπεφτε στο κεφάλι εκείνης τής κοπέλας, δεν θα ξαφνιάζονταν τόσο πολύ, όπως ξαφνιάστηκε εκείνη τη στιγμή. Την ευκαιρία βέβαια δεν την έχασε και έτσι δέχτηκε. Την δέχτηκε με την προϋπόθεση ότι θα εξομολογείτο και θα άρχιζαν μία καινούργια ζωή, όπως και πράγματι έγινε.
Η πρώην άσωτη γυναίκα ήταν πλέον στο πλευρό του Νικόλα σαν αγνότατο ρόδο. Φρόνιμη και σιωπηλή με τα νεανικά της χρόνια φωτεινά πλέον, απ’ τη μετάνοια και την εξομολόγηση στο καθαρό της πρόσωπο. Πέρασε έτσι αρκετός καιρός. Αλλά η αμαρτία όμως είναι δυνατή, και δεν παρατάει εύκολα τα πλάσματα που δουλέψανε γι’ αυτήν, και για το μεγάλο αφεντικό της αμαρτίας που λέγεται διάβολος. Έτσι λοιπόν η γυναίκα του Νικόλα, κύλισε ξαφνικά στην παλιά αμαρτία, και έγινε τώρα πλέον μοιχαλίδα. Σαν να την έπιασε βέβαια ένα είδος τρέλας.
Της μίλησε ο Νικόλας, ο καλός εκείνος σύζυγος, -«Κοίταξε», της είπε, «δεν σου κρατάω καμιά κακία. Θα σ’ αφήσω όσα λεφτά έχω και το σπίτι ακόμα, και εγώ θα πάω στο Άγιο Όρος. Και αν με κρατήσουν εκεί θα γίνω μοναχός, αν όχι, θα γυρίσω πίσω, και θα δούμε τι θα κάνουμε.» Και έφυγε… Φτάνοντας ο Νικόλας στο Άγιο Όρος, έψαξε και έμαθε για έναν περίφημο και άγιο πνευματικό, ας τον πούμε παπα-Σάββα, και πήγε να τον συμβουλευτεί. Σαν τον άκουσε εκείνος, πήρε αυστηρή όψη και του είπε: -«Δεν έχεις καμιά δουλειά εδώ πέρα. Αμαρτάνεις μόνον που το σκέπτεσαι. Έταξες να σώσεις την γυναίκα σου. Να πας πίσω να την ξαναπάρεις κοντά σου. Και προσπάθησε με τη ζωή σου, με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή και ελεημοσύνη να την σώσεις…»
Αποσβολώθηκε ο Νικόλας, κοντοστάθηκε, του φάνηκε πολύ βαριά αυτή η εντολή του πνευματικού, κατάλαβε όμως ύστερα από προσευχή που έκαμε κατά την διάρκεια της αγρυπνίας εκεί στο κελάκι εκείνου του αγιασμένου γέροντος και πήρε την απόφαση να γυρίσει πίσω. Άνοιξε την αγκαλιά του, άνοιξε το σπιτικό του και την ξαναπήρε μέσα. Εκείνη ύστερα από την όλη αυτή διαδικασία, συγκινήθηκε, εξομολογήθηκε και έβαλε καινούργια αρχή. Μα η αμαρτία είναι και γλυκιά και δυνατή και ισχυρή. Και η γυναίκα ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε, και ξαναέπεσε… Ο Νικόλας υπέμενε, καρτερούσε, αγρυπνούσε ώρες, γονατιστός προσευχόταν γι’ αυτήν, σιωπούσε και νήστευε, νήστευε εξαντλητικά.
Ερεθισμένη από αυτήν την ανοχή πρόσθεσε στην ντροπή και κάτι άλλο πλέον, την άσχημη συμπεριφορά της. Άρχισε να τον φωνάξει, να τον ξεφτιλίζει, να τον βρίζει, να τον ματώνει καθημερινά με την θηριώδη εκείνη συμπεριφορά της, την διαβολική.
Πόσο θα μπορούσε αλήθεια να βαστάξει ο ανεξίκακος εκείνος άγιος άνθρωπος του αιώνος μας; Περνούσαν τα χρόνια και ο Σταυρός γινόταν όλο και πιο αβάσταχτος. Έδειχνε σιγά σιγά να λυγίζει.
Και ξημέρωνε ημέρα της Καθαράς Δευτέρας.
Την πέρασε γονατιστός, λύγισε μπροστά στην σιωπή του Θεού που έδειχνε πως δεν νοιαζόταν πλέον για το πλάσμα του. Έπεσε μπροστά στο εικονοστάσι και με λυγμούς φώναξε: -«Θεέ μου, ή φώτισέ την και δώσε της μετάνοια αληθινή, ή πάρε με. Δεν αντέχω άλλο τούτο το βάσανο 15 ολόκληρα χρόνια». Δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια! Η γυναίκα του που ήλθε απέξω από την αμαρτία, γιατί είπαμε ήτανε νύχτα και ξημέρωνε η Καθαρά Δευτέρα, ήταν μια τέτοια ημέρα, που τον βρήκε γονατιστό και άκουσε και τα λόγια που έλεγε κλαίγοντας τούτος ο άνθρωπος, τη συγκλόνισε κυριολεκτικά, την πήραν τα κλάματα, … κατάλαβε την άβυσσο των κριμάτων της, … ήταν «η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή», αλλά η μετανοημένη πλέον. Κεραυνοχτυπημένη λοιπόν από την θεία φώτιση, σωριάστηκε στα πόδια του και φώναξε:
«Συγχώρεσέ με, δεν είμαι μόνο τιποτένια, αλλά για τελευταία φορά. Για τελευταία και μοναδική φορά συγχώρεσέ με». Και κείνος πάλι την συγχώρεσε. Και ακολούθησαν μετά από κείνην την βραδιά που ξημέρωνε η Μεγάλη Σαρακοστή και η Καθαρά Δευτέρα, ακολούθησαν χρόνια ευτυχίας, και με παιδιά μέσα στην οικογένεια, δύο αγγελούδια που τους χάρισε ο Πανάγιος Θεός, και ευλογία ήλθε μια για πάντα σε αυτό το σπιτικό, χάρις στην αγία υπομονή, τη μεγάλη καρδιά και την συγχωρητικότητα αυτού του ανθρώπου του Νικολάου, χάρις στην προσευχή του, χάρις στην υπομονή του, την ματωμένη υπομονή του, την πολλή του προσευχή και τα πολλά του τα δάκρυα.
Τελικά έσωσε έναν άνθρωπο !
Τώρα εγώ και σεις, αν ήμασταν στη θέση του, τι θα κάναμε; Γιατί αυτός ο άνθρωπος, όταν αύριο μεθαύριο κοιμηθεί, θα μας κρίνει επάνω στην Βασιλεία των Ουρανών για το πόσο υπήρξαμε ανεκτικοί στα σφάλματα του πλησίον μας. Δεν λέω του συντρόφου μας, λέω του πλησίον μας, του οποιουδήποτε πλησίον μας.
Και πόση προσευχή κάναμε γι’ αυτόν, και πόση νηστεία, και πόσα δάκρυα χύσαμε για να αλλάξει ζωή, για να αλλάξει διαγωγή. Αυτή είναι η αληθινή ζωή του Ευαγγελίου. Αυτή είναι η πράξις των Πράξεων των Αποστόλων, των συμβουλών των Αποστόλων, των εντολών του Αγίου Θεού, αυτή είναι η πράξις, την οποία πρέπει να την δείχνουμε με την ζωή μας κάθε μέρα. Πάντως εκείνο που θέλω να παρακαλέσω όλους σας, είναι να ενθυμούμεθα ότι την αρετήν θα την διαπράττουμε όσο το δυνατόν δύναται στα κρυφά, μέσα στο ταμείον της καρδιάς μας, όπου θα θησαυρίζουμε τις αρετές του Αγίου Θεού, για να ωφεληθούμε…
Να ωφεληθούμε όχι μόνον εμείς προσωπικά, αλλά για να ωφεληθεί και ο σύντροφος της ζωής μας, να ωφεληθούν τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, και να δημιουργήσουμε με την δική μας αγιασμένη ζωή, με τη δική μας ανεξικακία, με την δική μας συγχωρητικότητα, με τη δική μας ολόθερμη αγάπη, όχι την ψεύτικη, όχι την φαινομενική, όχι των χειλέων, την καρδιακή αγάπη, να δημιουργήσουμε μία ασπίδα, ένα προπέτασμα πως θα το πώ, μια ασφάλεια, γύρω από την οικογένειά μας…
Έτσι ώστε χάριν ημών και χάριν των προσωπικών μας αγώνων, και της αγάπης που θα έχομε προς τον Θεόν και τον πλησίον, όταν θα έρθουν οι δύσκολες ώρες, -και έρχονται, δεν καθορίζουμε είπαμε ημερομηνίες, αλλά έρχονται,- να μας ασφαλίσει ο Θεός.
Να πιάνουμε το σάπιο δένδρο και να ζωντανεύει, το ξερό και να βγάζει καρπούς, να σταυρώνουμε το άδειο μπουκάλι και να γεμίζει από λάδι. Θα το κάνει το θαύμα αυτό ο Θεός στούς δικούς Του ανθρώπους, αφού το έκανε και στον άπιστο τον αχάριστο εκείνον Ισραηλιτικό λαό, για σαράντα ολόκληρα χρόνια στην έρημο.
Θα το κάνει και σε μας ο Χριστός όταν έρθουν οι δύσκολες αυτές ώρες, αρκεί να είμεθα από σήμερα και από τούτη τη στιγμή κοντά εις τον Πανάγιο Θεόν. Η αγάπη του Αγίου Θεού, εύχομαι νάναι πάντοτε μαζί σας,
Αγιος Νεκτάριος- θαύμα Το θαύμα της ιάσεως του Αγίου Νεκταρίου. Αφηγείται ο γέρων Νεκτάριος, ηγούμενος του προσκυνήματος Αγίου Νεκταρίου Καμάριζας - Λαυρίου
Μου είπαν κάποτε πώς ένα βράδυ με καθαρό ουρανό αν κοιταξω ψηλά στα αστέρια θα δω χιλιάδες ματάκια να με κοιτάνε. Κι είναι τα φωτάκια αυτά χιλιάδες παιδικές ψυχούλες που δεν πρόλαβαν να φωτίσουν σ' αυτό τον κόσμο κι έμειναν να μας κοιτάζουν από ΄κει πάνω με παράπονο.
Παράπονο βουβό αλλά όχι κατηγορηματικό, κι ας έχουν κάθε δικαίωμα να μας κατηγορήσουν. Να μας ανακηρύξουν φταίχτες που δεν τους δώσαμε την ευκαιρία να δουν το ήλιο μες τα μάτια, να τρέξουν σε καταπράσινα λειβάδια, να αναντέψουν τη θάλασσα, να γελάσουν, να κλάψουν, να χτυπήσουν. Να ζήσουν....
Επιστολή στην κοπέλα που δεν μπορεί να αποφασίσει αν πρέπει να παντρευτεί ή να πάει στο μοναστήρι
“Εφόσον αμφιταλαντεύεσαι, κόρη, να ξέρεις ότι είσαι περισσότερο για γάμο παρά για μοναστήρι. Για μοναχικό βίο είναι εκείνοι στους οποίους δεν υπάρχει αμφιβολία. Ο άγιος Σάββας δεν δίσταζε, ούτε η αγία Θεοδώρα, ούτε η αγία Ξένια, ούτε η Ευφημία, ούτε τόσες πολλές άλλες, οι οποίες υπήρξαν πραγματικές καλλιτέχνιδες του μοναχικού βίου.
Επειδή ” ού πάντες χωρούσι τον λόγον τούτον, αλλ΄οις δέδοται. ”
Εσύ λές πως συχνά τα βράδια κάθεσαι μαζί με τη μητέρα σου δίπλα στη φωτιά, και απαριθμείτε λόγους υπέρ και λόγους κατά. Ενώ εγω σου λέω: όσοι λόγοι και να είναι, και πάλι δεν θα αποφασίσουν οι λόγοι σε ποια πλευρά θα γύρεις αλλά η έλξη.
Η αγάπη στέκει πάνω από όλους τους λόγους.
Και εάν δεν σε οδηγήσει η αγάπη προς τον Χριστό στη μοναχική ησυχία του μοναστηριού, τότε η αγάπη για τον κόσμο θα σε κρατήσει στον κόσμο και θα σε καθοδηγήσει στο γάμο. Όμως και σ΄αυτή την δεύτερη περίπτωση εσύ μπορείς να είσαι ευλογημένη με την ευλογία της Σάρας και της Ραχήλ, μα και της ίδιας της μητέρας σου.
Η μεγάλη αγάπη προς τον Θεό δεν αντέχει τον κόσμο, δεν αγαπά συντροφιές, ζητά την μοναξιά.
Τούτη η αγάπη κίνησε χιλιάδες ψυχές, ώστε να απομακρυνθούν από τον πλατύ δρόμο του κόσμου στις βουβές ερημιές. Ώστε να συναντηθούν μόνες με τον αγαπητό Κύριο. Ώστε να έχουν μυστική συνάντηση με τον Δημιουργό τους, ο Οποίος είναι όλος αγάπη και κατ΄ όνομα και κατ΄ ουσία. Όμως πριν απ΄όλα, για να αξιωθούν αυτού του οράματος και τούτης της συνάντησης. Οι μοναχοί και οι μοναχές επωμίζονται και την νηστεία και τον κόπο, και την ταπείνωση και την αγρυπνία, και την φτώχεια και την υπακοή και όλες τις άλλες ασκήσεις μόνο και μόνο για να αξιωθούν αυτής της πνευματικής συνάντησης με τον Κύριο τους.
Και σ΄αυτό τον στενό δρόμο η ψυχή αξιώνεται αυτής της συνάντησης όταν απελευθερωθεί, καθαριστεί και στολιστεί. Από τί έχει απελευθερωθεί η ψυχή των απομονωμένων; Από όλους τους γήινους δεσμούς και την μεροληψία. Από τί να καθαριστεί; Από κάθε σωματική και γήινη αγάπη, από την αγάπη για το σώμα, για τους συγγενείς και τους φίλους, για το χωριό τους ή την πόλη, για την περιουσία, τα ενδύματα, τα φαγητά, τα κοσμήματα κλπ.
Με τί η ψυχή να στολιστεί; Μόνο με την αγάπη προς τον Χριστό, η οποία περιέχει μέσα της όλα τα άλλα στολίδια, όλο το μαργαριτάρι της πίστης, όλο τον άργυρο της ελπίδας και όλα τα πολύτιμα πετράδια όλων των άλλων αρετών.
Το σώμα που νηστεύει εξυπηρετεί τον μοναχό μόνο ως καθαρισμένο και ελαφρύ σκέπασμα τούτου του απέραντου ουράνιου πλούτου.
Έτσι σου γράφω όχι για να σε προσελκύσω στην μοναχική ζωή αλλά περισσότερο να σε αποτρέψω απ΄αυτήν. Επειδή εάν με ταλαντευμένο πνεύμα απομακρυνθείς από τον κόσμο, η λαχτάρα για τον κόσμο θα δυναμώσει μέσα σου και φοβάμαι θα σε καταβάλει. Και θα είσαι με το σώμα στο μοναστήρι και με την ψυχή στον κόσμο. Και ο κόσμος περισσότερο βασανίζει στον καθρέφτη της ψυχής παρά στην πραγματικότητα.
Να ευχαριστείς τον Θεό που εκτός από τον στενό δρόμο των μοναχών έδειξε και ένα λίγο πλατύτερο δρόμο προς την σωτηρία και την αιώνια ζωή. Ξεκίνα κόρη αυτόν τον πλατύτερο δρόμο, που αρμόζει περισσότερο στην κλίση σου. Ξεκίνα αυτόν τον δρόμο αλλά και πάλι με φόβο Θεού και εξ ολοκλήρου με εμπιστοσύνη στον Θεό. Αφού να ξέρεις και αυτός ο ευκολότερος δρόμος, δίχως Θεό δεν αντέχεται.
Τούτες τις μέρες που την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, μεγάλη ώριμη γυναίκα με δική της τώρα οικογένεια, φέρνει στο νου της τη συγχωρεμένη τη γιαγιά της. Χρυσούλα την έλεγαν κι εκείνη, με παππού ιερέα ευλαβικό τον ονομαστό παπα-Γιώργη τον Διακουμάτο στην περιοχή της Οιτύλου στη Λακωνία.
Απ' το στόμα του παπα-Γιώργη έβγαινε πάντα χρυσάφι ο θείος λόγος του Ευαγγελίου. Αυτόν έσπερνε παντού και γλύκαινε τους πονεμένους. Στη μικρή του τη Χρυσούλα έκανε μαθήματα μέσα από την Αγία Γραφή, το Οκτωήχι και το Ψαλτήρι. Τι στιγμές ήταν εκείνες! Σμίλευε ο ακούραστος λευΐτης με τη σμίλη του Πνεύματος την άκακη και αθώα ψυχή της εγγονούλας του, την μάθαινε να αγαπά τον Θεό, να συγχωρεί τους ανθρώπους, να σκορπίζει καλοσύνες σε εχθρούς και φίλους. Ποτέ δεν ξεχνούσε -η μακαρίτισσα τώρα- γιαγιά τη μεγάλη μορφή του ιερέα παππού της που για το χωριό δεν ήταν μόνο παπάς αλλά και δάσκαλος και συμφιλιωτής και παρηγορητής, άγγελος ήταν για όλο το χωριό τους ο παπα-Γιώργης.
Μεγάλωσε κάποτε η μικρή Χρυσούλα. Έκανε τη δική της οικογένεια, και έμενε στο Ελαιοχώρι. Τέσσερα κορίτσια και ένα αγόρι της είχε χαρίσει ο Πανάγαθος. Μικρά ήταν όλα τότε. Πού να τ' αφήσει; Τα χωράφια τους είχαν απαιτήσεις. Ήθελαν χέρια δυνατά και σκληρά να τα δουλεύουν. Και κείνα άμειβαν. Και δίναν πλούσιο τον καρπό τους για να τρέφουν τη φτωχή οικογένειά τους. Η Χρυσούλα ήταν πρώτη στο νοικοκυριό. Δεν υστερούσε όμως και στα αγροτικά. Ποτέ δεν ήθελε ν' αφήνει τον άνδρα της μόνο του. Έτρεχε και αυτή από κοντά του. Πρωί-πρωί, πριν ακόμη καλά-καλά φέξει ο ήλιος, ξεκινούσε με τη δροσιά. Από κοντά και τα παιδιά τους, μικρούλια τότε. Τ' άφηνε ξένοιαστα να παίζουν με τα χώματα ή να κυνηγάνε πεταλούδες ή άλλοτε να παίζουν κρυφτό στα χαλάσματα του φράχτη του κτήματος.
Και κατά το μεσημεράκι όταν έφθανε η ώρα του φαγητού, μάζευε γύρω τα μικρά της. Έκαναν όλοι μαζί το σταυρό τους κι έλεγαν το «Πάτερ ημών». Σε κάποιο γεύμα έβγαλε από το ταγάρι της το καλοζυμωμένο καρβέλι και κοίταξε τα παιδιά της στα μάτια. Πάντα είχε ένα μικρό λόγο σοφό να τους πει την ώρα εκείνη. Αυτή τη φορά όμως τους είπε κάτι άλλο: «Αυτό το καρβέλι είναι δικό σας!
Πώς θέλετε, παιδιά μου, να σας το μοιράσω το ψωμί, σαν Θεός ή σαν άνθρωπος;».
Και κείνα μ' ένα στόμα είπαν: «Μαμά, σαν Θεός!». Γιατί ήξεραν, το 'χαν μάθει καλά το μάθημα, ότι ο Θεός είναι Πατέρας καλοκάγαθος που όλα τα μοιράζει δίκαια. Και ήθελαν να απολαύσουν τη δίκαιη μοιρασιά του Θεού.Πήρε λοιπόν το καρβέλι η μάννα, το σταύρωσε, το ασπάστηκε με ευλάβεια (έτσι έκανε πάντα) και άρχισε μετά να κόβει με το χέρι της και να δίνει στο καθένα το μερίδιό του. Τα μικρά πεινασμένα άρπαξαν με λαχτάρα το ψωμάκι και έβαλαν την πρώτη μπουκιά κιόλας στο στόμα. Όμως η μάννα φρόντισε ν' αφήσει εκείνη την ημέρα περίσσευμα το μισό καρβέλι.
Τα μικρά τρώγοντας λοξοκοιτούσαν το ένα το άλλο αν κρατούσαν όλα την ίδια μερίδα. Είδαν μετά τη μητέρα τους που καλοδίπλωσε πίσω τους το υπόλοιπο μισό καρβέλι και το 'βαλε βιαστικά πάλι μέσα στο ταγάρι. Και εκείνα απορημένα ρώτησαν: «Μαμά, γιατί μας στέρησες τη δίκαιη μοιρασιά; Εμείς σου είπαμε να μας μοιράσεις το ψωμί σαν Θεός, όχι σαν άνθρωπος». Κι εκείνη με σοβαρότητα απάντησε: «Καλά μου παιδιά, σαν Θεός σας το μοίρασα. Ο Θεός φροντίζει για όλα τα παιδιά του κόσμου, και για κείνα που δεν έχουν να φάνε. Το υπόλοιπο καρβέλι ο Θεός θέλει να το πάμε στα φτωχά παιδάκια». Έκπληκτα άκουσαν τα μικρά το μεγάλο μάθημα για την αγάπη. Και έτρεξαν αμέσως με χαρά να βοηθήσουν στις φτωχογειτονιές του χωριού όσα παιδάκια δεν είχαν να φάνε. Κι αυτό δεν το 'καναν μόνο μία φορά... Πέρασαν από τότε πολλά χρόνια. Δεν ζουν κείνες οι αγιασμένες μορφές που έζησαν στη φτώχεια αλλά ήταν τόσο πλούσιες. Έφυγαν! Έφυγαν και μας άφησαν κληρονομιά βαριά, ατίμητη σε αξία, παράδειγμα ψυχής αρχοντικής, που ξέρει να αγαπά και να σκορπίζει όπως ο Θεός δώρα και καλοσύνες με δικαιοσύνη σε όλο τον κόσμο.
Τούτες τις μέρες πού την πατρίδα μας τη δέρνει η φτώχεια και η πείνα, η Χρυσούλα, η ώριμη γυναίκα, τα θυμήθηκε όλα. Και τα λέει στις φίλες της όλα όσα ζούσαν και έκαναν τότε οι παλιοί, οι φτωχοί οι δικοί μας πρόγονοι και... η δική της γιαγιά. Σήμερα τα θυμήθηκε όλα ξανά καθώς είδε κάτω από την πόρτα του σπιτιού της προσκλητήριο αγάπης, τυπωμένο χαρτί από τον εφημέριο της ενορίας της, που έλεγε: «Σήμερα κανένας να μη μείνει πεινασμένος στην ενορία μας. Βοήθησε και συ όσο μπορείς». Βούρκωσε!... Είναι και αυτή πνιγμένη στα χρέη, όμως το ψωμί στο φτωχό θα το δίνει και αυτή. Ζυμωμένο από τα δικά της τα χέρια. Κάθε μέρα θα το πηγαίνει στον καλό τους ιερέα πού γνωρίζει καλά τα ανήμπορα σπίτια!...