Καί μέσα σ’ αυτό τό μοναδικό πανηγύρι της χαράς, δηλαδή τη Θεία Λειτουργία, βρισκόμαστε όλοι, «ζώντες καί κεκοιμημένοι».
Είναι κοινή χαρά των ετησίων καί των ουρανίων, των ζώντων καί των τεθνεώτων, των αγγέλων καί των ανθρώπων.
Μέσα λοιπόν σέ μιά τέτοια άτέρμονη ευτυχία, πατρική, θεϊκή, λειτουργΐκή καί πρό πάντων ευχαριστιακή, πρέπει νά ζούμε, νά αναπνέουμε καί νά πορευόμαστε.
Καί τότε νά είμαστε βέβαιοι, ότι καί αυτός ό βαρύς πόνος τοϋ θανάτου θά γλυκαίνει, θά νοηματίζεται, καί πολλές φορές θά δίνει καί καρπούς πνευματικούς, αιώνιους καί εύεργετικούς.
Αλλωστε εμείς «ούκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, άλλά τήν μέλλουσαν επιζητούμεν» (Έβρ. 13,14).
Θά μπορούσαμε λοιπόν νά πούμε ότι ό πιστός πού περνά τό βίο του μέσα στή λειτουρχική καί μυστηριακή ζωή τής ’Εκκλησίας μας, δέ θά πρέπει νά φοβάται ύπερβολικά καί νά τρομάζει μέ τό θάνατο. Γιατί μέσα σ’ αύτή τήν εκκλησιαστική ζωή ζεΐ ήδη τήν άτελεύτητη ζωή.
Καί ή χαρά αύτής τής πραγματικής ζωής καί ή εύφροσύνη καί ή άχαλλίαση πού πλημμυρίζει τήν καρδιά, περιπαίζει τό θάνατο.
Καί ό θάνατος, ό "Αδης δέν τόν κυριεύει, χιατί αυτή ή χαρά είναι ατελείωτη. Καί έτσι ό θάνατος χιά τόν πιστό είναι ό τοκετός τής νέας τής καινής ζωής.
«Ό δε τοκετός μοι έπίκειται», έγραφε ατούς πιστούς τής Ρώμης ό άχιος Ίγνάτιος ό Θεοφόρος, όταν τόν όδήγησαν στό μαρτύριο.
Με τό θάνατο λοιπόν δύουμε άττ’ αύτό τόν κόσμο πρός τό Θεό, γιά νά άνατείλουμε εμπρός του.
Έτσι ό θάνατος άντιμετωπίζεται άττό τόν πιστό σάν προοίμιο ζωής καλύτερης καί πνευματικότερης.
Καί άκόμη σάν δρόμος καί άρχή πρός την όντως Ζωή, τό Χριστό καί Χωτήρα μας, πρός τή χώρα των ζώντων.
Αύτό εκφράζει καί φανερώνει καθαρά τό κείμενο πού άκολουθεϊ:
«Ό Νήφωνας ήταν λευκός, κατάλευκος, κι ολοένα περισσότερο κυρτωμένος. Οι νύκτες κυλούσαν άχρυπνες κι οί μέρες κουραστικές.
Τώρα σκάλιζε λΐγώτερους σταυρούς, πού τού θύμιζαν τό σταυρό τού Κυρίου του.
Έτρωχε λιγώτερο παξιμάδι καί τά κουκιά δέν τάβραζε στή φωτιά, μόνο πού τά μούσκευε, χιά νά ξεφλουδίζουν.
Μάζευε τή βροχή μέ τό λούκι σ’ ένα πιθάρι καί τό νερό εύώδιαζε σάν άχιασμός.
Τό πρόσωπο τού γέροντα ήταν ήρεμο κι ένιωθε χαρούμενος, όσο ποτέ άλλοτε δέν είχε νιώσει στή ζωή.
Τήν Κυριακή σκαρφάλωνε στό βράχο, ν’ άνεβεί στά Κατουνάκια νά λειτουρχηθεϊ, νά κοινωνήσει.
Τίς άλλες μέρες διάβαζε μόνος του τά χράμματα, όπως πάντα. Έλεγε καί τήν ευχή άσταμάτητα.
Τά καράβια περνούσαν άλάργα, μά δέν ήξερε νά φανταστεί τόν κόσμο καί τούς άνθρώπους, μόνο πού έκανε τό σημείο τού σταυρού στά καράβια πού περνούσαν, νάχουν ταξίδι καλό.»
Είχε άκόμα κι εκείνο τό χαρτί μέ τούς ζώντες καί τούς τεθνεώτες καρφωμένο κάτω άπό τις εικόνες του.
Μόνο πού τώρα δεν μπορούσε νά ξέρει πιά πόσοι άττό τούς άγαπημένους ζούν καί πόσοι έφυγαν.
Γι’ αύτόν ήτανε όλοι ζωντανοί καί τούς μνημόνευε πάντα στούς ζώντες.
Ακόμα καί τόν πατέρα του πού τόν είδε τυλιγμένο στην κουβέρτα, ακόμα καί τόν γέροντα, ττού τόν έθαψε μέ τά χέρια του.»
Ό Νήφωνας έφυγε τη Λαμπρή.
Είχε ανεβεί στά Κατουνάκια νά λειτουργηθεί. Έστησε τη λαμττάδα του άναμμένη στό στασίδι, προχώρησε στό άγιο βήμα καί κοινώνησε.
Ύστερα γύρισε στό στασίδι, σταύρωσε τά χέρια κι έγειρε τό κεφάλι.
Μερικοί είπαν πώς τόν είδαν νά χαμογελάει.
Ή λαμπάδα έκαιγε δίπλα του.
Οί μοναχοί τόν σήκωσαν, τόν έρραψαν στό ράσο του καί τόν κατέβασαν στά Καρούλια.
Λίγα μέτρα άπό τό κελλί του, σ’ ένα μικρό κοίλωμα τού βράχου, έσκαψαν καί τόν άπόθεσαν νά άναπαυτεϊ.
Τόν έβαλαν έτσι σά νά κοιτάζει τό πέλαγο.
Στό βράχο είχαν φυτρώσει άγριολούλουδα.
Βρήκαν μέσα στό κελλί του καί τό σταυρό έτοιμο.
Τόν είχε φτιάξει ό ίδιος. «Νήφων μοναχός» έγραφε.
Όμως αύτό πού έχει σημασία είναι, ότι είχε χαράξει μόνος του τ’ όνομά του στά δίπτυχα των ζώντων».
http://www.paterikiorthodoxia.com
Είναι κοινή χαρά των ετησίων καί των ουρανίων, των ζώντων καί των τεθνεώτων, των αγγέλων καί των ανθρώπων.
Μέσα λοιπόν σέ μιά τέτοια άτέρμονη ευτυχία, πατρική, θεϊκή, λειτουργΐκή καί πρό πάντων ευχαριστιακή, πρέπει νά ζούμε, νά αναπνέουμε καί νά πορευόμαστε.
Καί τότε νά είμαστε βέβαιοι, ότι καί αυτός ό βαρύς πόνος τοϋ θανάτου θά γλυκαίνει, θά νοηματίζεται, καί πολλές φορές θά δίνει καί καρπούς πνευματικούς, αιώνιους καί εύεργετικούς.
Αλλωστε εμείς «ούκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, άλλά τήν μέλλουσαν επιζητούμεν» (Έβρ. 13,14).
Θά μπορούσαμε λοιπόν νά πούμε ότι ό πιστός πού περνά τό βίο του μέσα στή λειτουρχική καί μυστηριακή ζωή τής ’Εκκλησίας μας, δέ θά πρέπει νά φοβάται ύπερβολικά καί νά τρομάζει μέ τό θάνατο. Γιατί μέσα σ’ αύτή τήν εκκλησιαστική ζωή ζεΐ ήδη τήν άτελεύτητη ζωή.
Καί ή χαρά αύτής τής πραγματικής ζωής καί ή εύφροσύνη καί ή άχαλλίαση πού πλημμυρίζει τήν καρδιά, περιπαίζει τό θάνατο.
Καί ό θάνατος, ό "Αδης δέν τόν κυριεύει, χιατί αυτή ή χαρά είναι ατελείωτη. Καί έτσι ό θάνατος χιά τόν πιστό είναι ό τοκετός τής νέας τής καινής ζωής.
«Ό δε τοκετός μοι έπίκειται», έγραφε ατούς πιστούς τής Ρώμης ό άχιος Ίγνάτιος ό Θεοφόρος, όταν τόν όδήγησαν στό μαρτύριο.
Με τό θάνατο λοιπόν δύουμε άττ’ αύτό τόν κόσμο πρός τό Θεό, γιά νά άνατείλουμε εμπρός του.
Έτσι ό θάνατος άντιμετωπίζεται άττό τόν πιστό σάν προοίμιο ζωής καλύτερης καί πνευματικότερης.
Καί άκόμη σάν δρόμος καί άρχή πρός την όντως Ζωή, τό Χριστό καί Χωτήρα μας, πρός τή χώρα των ζώντων.
Αύτό εκφράζει καί φανερώνει καθαρά τό κείμενο πού άκολουθεϊ:
«Ό Νήφωνας ήταν λευκός, κατάλευκος, κι ολοένα περισσότερο κυρτωμένος. Οι νύκτες κυλούσαν άχρυπνες κι οί μέρες κουραστικές.
Τώρα σκάλιζε λΐγώτερους σταυρούς, πού τού θύμιζαν τό σταυρό τού Κυρίου του.
Έτρωχε λιγώτερο παξιμάδι καί τά κουκιά δέν τάβραζε στή φωτιά, μόνο πού τά μούσκευε, χιά νά ξεφλουδίζουν.
Μάζευε τή βροχή μέ τό λούκι σ’ ένα πιθάρι καί τό νερό εύώδιαζε σάν άχιασμός.
Τό πρόσωπο τού γέροντα ήταν ήρεμο κι ένιωθε χαρούμενος, όσο ποτέ άλλοτε δέν είχε νιώσει στή ζωή.
Τήν Κυριακή σκαρφάλωνε στό βράχο, ν’ άνεβεί στά Κατουνάκια νά λειτουρχηθεϊ, νά κοινωνήσει.
Τίς άλλες μέρες διάβαζε μόνος του τά χράμματα, όπως πάντα. Έλεγε καί τήν ευχή άσταμάτητα.
Τά καράβια περνούσαν άλάργα, μά δέν ήξερε νά φανταστεί τόν κόσμο καί τούς άνθρώπους, μόνο πού έκανε τό σημείο τού σταυρού στά καράβια πού περνούσαν, νάχουν ταξίδι καλό.»
Είχε άκόμα κι εκείνο τό χαρτί μέ τούς ζώντες καί τούς τεθνεώτες καρφωμένο κάτω άπό τις εικόνες του.
Μόνο πού τώρα δεν μπορούσε νά ξέρει πιά πόσοι άττό τούς άγαπημένους ζούν καί πόσοι έφυγαν.
Γι’ αύτόν ήτανε όλοι ζωντανοί καί τούς μνημόνευε πάντα στούς ζώντες.
Ακόμα καί τόν πατέρα του πού τόν είδε τυλιγμένο στην κουβέρτα, ακόμα καί τόν γέροντα, ττού τόν έθαψε μέ τά χέρια του.»
Ό Νήφωνας έφυγε τη Λαμπρή.
Είχε ανεβεί στά Κατουνάκια νά λειτουργηθεί. Έστησε τη λαμττάδα του άναμμένη στό στασίδι, προχώρησε στό άγιο βήμα καί κοινώνησε.
Ύστερα γύρισε στό στασίδι, σταύρωσε τά χέρια κι έγειρε τό κεφάλι.
Μερικοί είπαν πώς τόν είδαν νά χαμογελάει.
Ή λαμπάδα έκαιγε δίπλα του.
Οί μοναχοί τόν σήκωσαν, τόν έρραψαν στό ράσο του καί τόν κατέβασαν στά Καρούλια.
Λίγα μέτρα άπό τό κελλί του, σ’ ένα μικρό κοίλωμα τού βράχου, έσκαψαν καί τόν άπόθεσαν νά άναπαυτεϊ.
Τόν έβαλαν έτσι σά νά κοιτάζει τό πέλαγο.
Στό βράχο είχαν φυτρώσει άγριολούλουδα.
Βρήκαν μέσα στό κελλί του καί τό σταυρό έτοιμο.
Τόν είχε φτιάξει ό ίδιος. «Νήφων μοναχός» έγραφε.
Όμως αύτό πού έχει σημασία είναι, ότι είχε χαράξει μόνος του τ’ όνομά του στά δίπτυχα των ζώντων».
http://www.paterikiorthodoxia.com