Ὁ Πνευματικὸς εἶναι ἕνα ἄλλο πρόσωπο. Δὲν ἔχει καμμία σχέση μὲ τὶς ἐπιστημονικὲς ἐπιδόσεις στὴ ζωὴ αὐτή. Δὲν ἔχει καμμία πληροφορία ἀπὸ τὶς θεωρίες τοῦ κόσμου. Ἴσως πολλὲς φορὲς νὰ τὶς ξέρει, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὶς ἐμπιστευτεῖ, γιατὶ οἱ θεωρίες τοῦ κόσμου ἔχουν καὶ τὶς μεταλλαγές τους καὶ τὶς ἐπιπτώσεις τους. Σήμερα λένε αὐτό, αὔριο λένε τὸ ἄλλο. Τὸ ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ πατρὸς θὰ ἔλεγα τελικὰ εἶναι χάρισμα. Δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ὅπως αὐτὸς ποὺ δωρίζει ἕνα χάρισμα «οὔκ ἐστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου» ὁ Χριστὸς δηλαδή, ποὺ μὲ τὸ Ἅγιό του Πνεῦμα Χριστοποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους, ἔτσι καὶ τὸ χάρισμα ποὺ λαβαίνει ὁ Πνευματικὸς δὲν εἶναι ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, δὲν εἶναι ἔργο τῆς ἐπιστήμης καὶ γνώσεως ἐπιστημονικῆς. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀκολουθεῖ καὶ ἄλλες διαδικασίες.
Πολλοὶ Πνευματικοὶ ἔπεσαν σ᾿ αὐτὴν τὴν πλάνη καὶ νόμισαν ὅτι θὰ προσφέρουν ἔργο Πνευματικὸ μὲ τὸ ν᾿ ἀκολουθήσουν γνωστικὲς μεθόδους τοῦ κόσμου. Καὶ σπούδασαν ψυχολογία καὶ σπούδασαν κοσμικὲς ἐπιστῆμες καὶ μπῆκαν μέσα στὴ διαδικασία τῆς προσφορᾶς καὶ τῆς θεραπείας τῶν ἀνθρώπων καὶ ἐφήρμοσαν μεθόδους ὄχι παραδοσιακούς-ἐκκλησιαστικούς, ὅπως τὶς παραλάβαμε ἀπὸ τὴν δισχιλιετὴ πεῖρα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἀλλὰ ἐφήρμοσαν μεθόδους ἐπιστημονικὲς καὶ στὸ τέλος ἀπέτυχαν.
Γνώρισα κάποιον Πνευματικό, ὁ ὁποῖος ἀποδελτίωνε ὅλες τὶς πράξεις ὅλων τῶν πνευματικῶν του τέκνων. Πῶς κάνουνε μερικὲς φορὲς ὁρισμένοι ἄνθρωποι ποὺ φτιάχνουν καρτέλα καὶ ξέρουν κάθε φορὰ ὅταν ἔρθει ὁ ἐξομολογούμενος, τί ἔχει πράξει στὸ παρελθόν, βγάζει τὴν καρτέλα καὶ προσθέτει ἢ ἀφαιρεῖ στοιχεῖα ποὺ ἀναφέρει ὁ ἐξομολογούμενος. Μέθοδος καὶ μεθόδευση δηλαδὴ σπάνια. Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τελικὰ ἔφτασε νὰ βλάπτει τοὺς ἐξομολογουμένους καὶ βλάφτηκε καὶ ὁ ἴδιος καὶ ἀσθένησε καὶ παρ᾿ ὀλίγο νὰ πεθάνει, ἀπὸ τὴν μεθοδολογία ποὺ χρησιμοποίησε τὴν ἐπιστημονικὴ καὶ τὴν κοσμική.
Ἡ Πνευματικὴ πατρότης εἶναι γέννημα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς. Ἕνας Πνευματικὸς Πατὴρ δὲν μπορεῖ νὰ γεννηθεῖ ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Αὐτὸς θὰ εἶναι ὁ,τιδήποτε ἄλλος πατέρας, ἐκτὸς ἀπὸ Πνευματικὸς Πατέρας.
Καὶ ἔχουμε τέτοιους πατέρες, εἴτε λέγονται Ἐθνοπατέρες, εἴτε λέγονται Ἀποστολικοὶ Πατέρες, εἴτε λέγονται Φυσικοὶ Πατέρες. Δὲν εἶναι ὅμως Πνευματικοὶ Πατέρες.
Ἡ Πνευματικὴ πατρότης, ἐπαναλαμβάνω, προέρχεται ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ζωή.
Μπαίνει κανεὶς ἀπὸ τὰ μικρά του χρόνια, μέσα στὴν Ὀρθόδοξη ζωή. Συνηθίζει νὰ κολυμπᾷ μέσα στὴν πεῖρα τῆς ζωῆς αὐτῆς καὶ μὲ τὸν χρόνο καὶ μὲ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, μπαίνει στὴ διαδικασία μετὰ τῆς καθάρσεως τῶν ἄλλων. Γνωστὸ εἶναι τὸ κλασσικὸ χωρίο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου: «Εἶναι ἀδύνατον νὰ καθάρεις ἕναν ἄνθρωπο, ἂν δὲν καθαρθεῖς ἐσύ. Εἶναι ἀδύνατον νὰ τὸν φωτίσεις, ἂν δὲν ἔχεις τρόπο καὶ μέσο φωτισμοῦ». Δηλαδὴ πρῶτα καθαρθεῖναι καὶ ὕστερα καθάραι, πρῶτα φωτισθῆναι καὶ ὕστερα φωτῖσαι.
Αὐτὴ εἶναι ἡ μέθοδος τῆς Ὀρθόδοξης ζωῆς γενικά.
Εἰδικώτερα δὲ διὰ τὸ χάρισμα τοῦ Πνευματικοῦ πατρός, ὄχι μόνον αὐτὸς πρέπει νὰ ἔχει αὐτὴν τὴν προετοιμασία, νὰ μπεῖ δηλαδὴ μέσα στὴ διαδικασία τῆς ὑπακοῆς στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες εἶναι ἀπέραντες μέσα στὶς Γραφὲς καὶ ἴσως δὲν μπορεῖ νὰ βγεῖ εἰς πέρας μερικὲς φορές, γιαυτὸ καὶ μπαίνει κάτω ἀπὸ τὴν Πνευματικὴ πατρότητα καὶ αὐτὸς καὶ τηρεῖ τὶς ἐντολὲς τοῦ Πνευματικοῦ πατρὸς αἰσθητὰ γιὰ νὰ μπορέσει κι αὐτὸς νὰ κόψει τὸ θέλημά του, κι ὅπως ἀναφέρει ἕνας Ἅγιος εἶναι κοινὴ πεῖρα τῶν Πατέρων, ὅτι μέσα στὸν ἄνθρωπο κυκλοφοροῦν τὰ ἑξῆς τρία θελήματα:
Τὸ ἕνα θέλημα εἶναι τὸ θέλημα τῆς καρδίας μας, τὸ δεύτερο θέλημα εἶναι τὸ θέλημα τοῦ σατανᾶ καὶ τὸ τρίτο θέλημα εἶναι ἡ σποραδικὴ παρουσία κατ᾿ ἀρχὰς καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸ μόνιμο δένδρο, τὸ θαλερό, τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τοῦ Πνεύματος τῆς Ἁγίας Τριάδος ποὺ ἔρχεται μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν. Λέει σ᾿ ἕνα σημεῖο ἡ Γραφή: «Ἐὰν τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσετε, ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ εἰσελευσόμεθα καὶ Μονὴ παρ᾿ ἐμοὶ ποιήσωμεν». Ἐγὼ καὶ ὁ Πατὴρ καὶ τὸ Πνεῦμα.Λέει ἕνας Ἅγιος: Προέλαβε τὸ Πνεῦμα μόλις μπῆκε στὸν κόπο ὁ ἄνθρωπος νὰ θελήσει νὰ τηρήσει τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, προέλαβε τὸ Πνεῦμα καὶ ἐπισκέφθηκε τὸν ἄνθρωπο καὶ βοηθὸς πλέον τοῦ ἀνθρώπου στὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν, περιμένει τὴν ἔλευση τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ὁπότε βρίσκεται μέσα στὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου ἡ ἐνέργεια τῆς Ἁγίας Τριάδος, μ᾿ ἕναν τρόπο θαυμαστὸ καὶ μὲ ἀρχικὴ πρόθεση νὰ τηρήσουμε τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν γίνει αὐτό, ἂν δὲν μπεῖ μέσα σ᾿ αὐτὴ τὴν διαδικασία κανείς, μὴν περιμένει νὰ ἔχει ἐμπειρία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ κατὰ συνέπεια δὲν θἄχει τὴν δυνατότητα νὰ βοηθήσει κι᾿ ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο.
Μετάνοια κατὰ τοὺς Πατέρες εἶναι ἡ μεταστροφὴ τοῦ νοὸς ἀπὸ τὰ χείρονα στὰ κρείττονα. Ἐὰν δὲν συμβεῖ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει κάθαρση.
Ἡ διαδικασία τῆς καθάρσεως ἀρχὴ ἔχει τὴν μετάνοια. Ἡ μετάνοια εἶναι ἕνα ἔργο ποὺ ξεκινάει ἀπὸ τὴν αἴσθηση τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Ὅτι ἐγὼ δὲν μπορῶ νὰ ἐκριζώσω τὸ κακό, γι᾿ αὐτὸ καὶ μπαίνω μέσα στὸ Θεό, ὁ ὁποῖος εἶναι δυνατὸς νὰ ἐκριζώσει τὸ κακό.
Λέει ὁ Ἅγιος Μακάριος, ὅτι ἔργο δικό μας εἶναι νὰ πολεμοῦμε τὸν διάβολο καὶ νὰ τὸν ἀντιμαχόμαστε καὶ νὰ ἀντιπαλεύουμε καὶ νὰ ἀντιπολεμούμεθᾳ ἀπ᾿ αὐτόν. Ἔργο τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ ἐκριζῶσαι τὸ κακό. Ἂν δὲν ἔχει κανεὶς αἴσθηση αὐτῆς τῆς ἀδυναμίας του, δὲν μπορεῖ νὰ πιστέψει στὸν Θεό, ὅτι θὰ τὸν κάνει καλά. Καὶ ἡ πεῖρα τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἔρχεται ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρᾶγμα ἀκριβῶς.
Ἦρθε κάποιος καὶ μοῦ εἶπε, χωρὶς νὰ καταλάβω τί συνέβη μέσα στὴν ψυχή του, μπαίνει στὸ ἐξομολογητήριο καὶ κάθησε καὶ μοῦ λέει: «Ἐπιτέλους θὰ τὰ πῶ», χαρούμενος,- δὲν μποροῦσε νὰ τὰ πεῖ καὶ ν᾿ ἀναφέρει τὶς ἁμαρτίες του – «ἐπιτέλους τὰ ἔγραψα». Γιατὶ τὴν ὥρα ποὺ ἄρχισε νὰ γράφει τὶς ἁμαρτίες του, ἄρχισε καὶ μέσα του ἡ χαρὰ καὶ ᾖρθε τρέχοντας νὰ πεῖ τὶς ἁμαρτίες του.
Ἡ μετάνοια δηλαδή, ἀρχίζει ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ μέσα στὸ νοῦ μας ἀντιλαμβανόμαστε τὴν ἀδυναμία μας καὶ τὴν ἀνάγκη καθάρσεως καὶ μπαίνουμε σ᾿ αὐτὴν τὴν διαδικασία καὶ ἐν συνεχείᾳ τὸ τέλος της εἶναι ἡ συντριβὴ τῆς καρδίας καὶ τὰ ἔργα τῆς μετάνοιας, ποὺ οὐσιαστικὰ εἶναι ἡ προσπάθεια νὰ μὴν ἐπανέλθουμε καὶ πέσουμε ξανὰ στὶς ἁμαρτίες.
Θὰ σᾶς ἀναφέρω πάλι μία γνώμη ἑνὸς Ἁγίου Πατρός: "Ἡ μετάνοια εἶναι ἀνεκτίμητο δῶρο πρὸς τὴν ἀνθρωπότητα. Ἡ μετάνοια εἶναι τὸ θεῖο θαῦμα διὰ τὴν ἀποκατάστασιν ἡμῶν μετὰ τὴν πτῶσιν. Ἡ μετάνοια εἶναι ἔκχυση θείας ἐμπνεύσεως ἐφ᾿ ἡμᾶς, δυνάμει τῆς ὁποίας ἀνυψούμεθα εἰς τον Θεό, τὸν Πατέρα ἡμῶν, ἵνα ζήσουμε αἰωνίως ἐν τῷ φωτὶ τῆς Ἀγάπης Αὐτοῦ. Διὰ τῆς μετανοίας συντελεῖται ἡ θέωσις ἡμῶν, τοῦτο εἶναι γεγονὸς ἀσυλλήπτου μεγαλείου. Ἡ δωρεὰ αὐτὴ κατέστη δυνατὴ διὰ τῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ Γεθσημανῇ, διὰ τοῦ θανάτου ἐπὶ τοῦ Γολγοθᾶ καὶ διὰ τῆς Ἀναστάσεως".
Εἴδατε ὅλα αὐτὰ βρίσκονται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη ζωή. Ἔξω ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη ζωὴ δὲν μποροῦμε νὰ βροῦμε μετάνοια. Μεταμέλειες ὑπάρχουν, μετάνοιες δὲν ὑπάρχουν. Ἄλλο μεταμέλεια, ἄλλο μετάνοια. Μεταμελήθηκε ὁ Ἀδὰμ ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο. Δὲν μετανόησε ὅμως ὅταν προσκλήθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ μέσα στὸν Παράδεισο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἐπέφερε τὶς συνέπειες στὸ ἀνθρώπινο γένος.
Ὁ Πνευματικὸς ποὺ ἔχει αὐτὴ τὴν ἀρχὴ ἐργάζεται κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ ποὺ τελικὰ δὲν αὐτοκαλεῖται, ἀλλὰ καλεῖται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Αὐτὸς ὁ Πνευματικὸς μόλις μπαίνει μέσα στὴν γνώση τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς, μπαίνει σ᾿ ἕνα δίλημμα. Βλέπει τὴν ἐξωτερικὴ γενικὴ ἀποστασία, βλέπει τὴν ἐσωτερικὴ κακοποίηση καὶ βλέπει καὶ τὴν ἀδυναμία διορθώσεως καὶ πάρ᾿ ὅλο ποὺ πολλὲς φορὲς ἀνθρωπίνως ἢ καὶ μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος προσπαθεῖ, βλέπει πάρα πολλὲς φορὲς ἀναποτελεσματικότητα στὸ ἔργο του, γι᾿ αυτὸ καὶ μπαίνει στὸ δίλημμα: Νὰ προχωρήσει ἢ νὰ σταματήσει;
Οἱ Ἅγιοι λένε ὅτι εἶναι προτιμώτερο νὰ σῴζεις τὴν ψυχή σου παρὰ νὰ προσπαθεῖς νὰ σῴζεις τοὺς ἄλλους. «Τί γὰρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδίσῃ τὸν κόσμον ὅλον, ζημιωθῇ δὲ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ;»
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ λέει ὅτι ἐὰν θὰ μπεῖς στὴν ἔρημο νὰ ἐργαστεῖς τὴν Ὀρθόδοξη ζωὴ διὰ τῆς Προσευχῆς, εἶναι χίλιες φορὲς καλύτερο ἀπὸ τὸ νὰ μπεῖς μέσα στὴ ζοῦγκλα τῶν παθῶν, γιὰ νὰ σώσεις ἀνθρώπους.
Καὶ γνωρίζοντας αὐτὰ τὰ μηνύματα καὶ τὶς διδασκαλίες τῶν Πατέρων ἕνας Πνευματικὸς μπαίνει σ᾿ αὐτὸ τὸ δίλημμα.
Τί νὰ κάνει;Ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ βλέπει τὶς ἀσθένειες καὶ γνωρίζει ὅτι οἱ ἀσθένειες αὐτές, οἱ περισσότερες ἀπὸ αὐτές, θεραπεία βρίσκουν μόνο μέσα ἀπὸ τὴν διαδικασία ἐπανασυνδέσεως μὲ τὸν Θεὸ τοῦ ἀνθρώπου.
Ὅπως λέει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος σ᾿ ἕνα σημεῖο ὅτι: δὲν ὑπάρχει τίποτε ποὺ νὰ μένει ἀθεράπευτο, ἐὰν μπεῖ μέσα στὸν ἄνθρωπο ὅλος ὁ Χριστός. «Ἐὰν ὅλος εἰσδέξῃς τὸν Χριστὸν πάσας τὰς Χριστοῦ θεραπείας ἐπὶ τὰς σεαυτὸν συνάξεις τῆς ψυχῆς, ἂς κατὰ μέρος ἕκαστος θεθησαύρισαι».
Δὲν θὰ μπορεῖς νὰ βρεῖς ἀλλιῶς θεραπεία, τὴν πᾶσα θεραπεία, ἐὰν δὲν δεχθεῖς μέσα σου ὅλον τὸν Χριστόν. Αὐτὴ εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων. Γι᾿ αὐτὸ βλέπετε μερικοὺς Γεροντάδες ποὺ ἔχουν Πνεῦμα Ἅγιον, δὲν ἔχουν ἀσθένειες καὶ σωματικές.Ἀσφαλῶς θὰ ὑπάρχουν ἀντιρρήσεις ἐδῶ θὰ τὶς συζητήσουμε μετά.
Τί θὰ κάνει λοιπόν;Κι ἐγὼ προσωπικὰ ἔχω ἔρθει πολλὲς φορὲς σαυτὸ τὸ δίλημμα. Νὰ συνεχίσω ἢ νὰ μὴ συνεχίσω;
Γιατὶ βλέπω τὶς προσωπικές μου ἀδυναμίες. Ὅταν πάω ν᾿ ἀντιμετωπίσω ἕναν ἄνθρωπο ἀνακαλύπτω τὶς δικές μου δυσκολίες. Καὶ ὅταν μάλιστα μὲ ψυχολογικὲς μεθόδους, δηλαδὴ μὲ συζητήσεις, μὲ ἐπιχειρήματα, μὲ ἐξαγορεύσεις κλπ. ποὺ πολλὲς φορὲς ἐπιχειροῦμε στοὺς ἐξομολογουμένους μας, βλέπω αὐτὴν τὴν ἀναποτελεσματικότητα καὶ λέω: Τί συμφέρει νὰ συνεχίσω ἢ νὰ ὑποχωρήσω;
Ὁ Πατὴρ Σωφρόνιος λέει ἕνα τρομακτικὸ ἐδῶ: «Ἐάν, λέει, μπεῖς στὴ διαδικασία τῆς τελείας σταυρώσεως, διὰ τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν ἄλλον, ἔστω κὶ ἂν χάνεις μερικὲς φορὲς τὶς ὡραῖες ἐμπειρίες τῆς προσευχῆς, βγαίνεις στὸ ἴδιο ἀποτέλεσμα τῆς σωτηρίας. Γιατὶ ἡ Γραφὴ λέει ἐὰν ἐξαγάγεις ἄξιον ἐξ ἀναξίου οὗτος ὡς τὸ στόμα μου ἐστί.». Σὰν τὸ στόμα μου εἶναι αὐτός..
Ὁπότε βάζουμε τὸν ἑαυτό μας στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ οὔτε ἀποφασίζουμε ἐμεῖς, ἀλλὰ οὔτε καὶ ἀρνούμαστε καὶ παρατηροῦμε μέσα στὴ διαδρομὴ τῆς πορείας μας σὰν Πνευματικοὶ ἂν τὸ θέλει ὁ Θεὸς νὰ προχωρήσουμε ἢ ὄχι. Κι ἀπὸ τὴν στιγμὴ ποὺ θὰ ἀντιληφθοῦμε ὅτι δὲν τὸ θέλει ὁ Θεὸς καὶ θὰ δώσει τρόπο ὁ Θεὸς νὰ τὸ ἀντιληφθοῦμε, πρέπει νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ ποῦμε: ΣΤΟΠ! Εἶσαι ἀνάξιος νὰ προχωρήσεις. Καὶ ὅποιος προχωρεῖ ἀντιλαμβανόμενος αὐτὴν τὴν ἀναξιότητα, σίγουρα θὰ κάνει πολὺ κακὸ ἀντὶ νὰ κάνει καλό. Γιατὶ ὑπάρχουν καὶ πολλὲς ἐκτροπὲς γύρω ἀπὸ τὸ θέμα αὐτό. Καὶ ἀντὶ νὰ ὠφελήσει καὶ νὰ θεραπεύσει θὰ φτάσει στὴν ἀντίστροφη κατάσταση νὰ βλάψει καὶ νὰ πάει μαζὶ μὲ τοὺς ἐξομολογούμενούς του στὴν κόλαση καὶ ὁ ἴδιος.
Ἑπομένως, λέει, ὁ Πατὴρ Σωφρόνιος, σ᾿ ἕνα ἄλλο σημεῖο, ὅτι χρειάζεται νὰ ἔχουμε μία εὐκτικὴ προσοχή. Μία προσοχή, δηλαδή, ποὺ νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴν συνεχῆ εὐχή.
Ἀπὸ τὶς λεπτομέρειες ποὺ θ᾿ ἀντιμετωπίσουμε στὸν ἐξομολογούμενο, μέχρι τὰ γενικότερα θέματα ὅλης της ἀνθρωπότητας ὁ Χριστὸς ἀνέλαβε νὰ σώσει τὴν ἀνθρωπότητα χωρὶς νὰ προστρέξει σὲ διδασκαλία πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους.
Ἀλλὰ μὲ τὴν προσευχὴ τῆς Γεθσημανῆς, ποὺ ἦταν ἔμπονη καὶ ἔμπυρη καὶ μὲ τὴν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης ὅλων τῶν ἀνθρώπων καὶ τὴν τιμωρία ποὺ ὑπέστη οἰκειοθελῶς χάριν τῶν ἀνθρώπων, ἔσωσε τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἔτσι θέλει καὶ τοὺς Πνευματικούς. Ὁ Πνευματικὸς δὲν μπορεῖ ἀλλιῶς νὰ ζήσει καὶ νὰ δώσει ὠφέλεια στοὺς ἀνθρώπους ἂν δὲν μπεὶ μέσα σ᾿ αὐτὴν τὴν διαδικασία τῆς θυσίας.
Καὶ εἶναι μία μεγαλειώδης κατάσταση αὐτή, ὅταν ἀρχίζουμε ν᾿ ἀντιμετωπίζουμε τὸν ἄνθρωπο ξεκινώντας ἀπὸ τὸ συμφέρον τοῦ ἐαυτοῦ μας, χωρὶς πρόθεση νὰ θυσιαστοῦμε γιὰ τὸν ἄλλον σὲ κάθε στιγμή, εἴτε μέρα εἶναι, εἴτε νύκτα, εἴτε μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἄλλου, εἴτε μὲ τὴν ἀπουσία τοῦ ἄλλου διὰ τῆς προσευχῆς, ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ πρόθεση, ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ τόλμη νὰ μπεῖ μέσα σ᾿ αὐτὴν την θυσία, σίγουρα δὲν θὰ μπορέσει νὰ κάνει δουλειά.
Γιατὶ μέσα στὸν Πνευματικὸ Πατέρα ὑπάρχουν δυὸ στοιχεῖα: Τὸ ἕνα στοιχεῖο εἶναι τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης, ποὺ φέρει καὶ τὴν δυνατότητα τῆς θεραπείας καὶ τὸ ἄλλο στοιχεῖο εἶναι ἡ προσωπικὴ μετοχὴ στὴν χάρη ποὺ φέρει καὶ μέσῳ τῆς ἱερωσύνης, ἀλλὰ καὶ μέσῳ τῆς πίστεώς του στὸν Θεό. Ἐὰν τὸ χάρισμα τῆς ἱερωσύνης συνοδεύεται μὲ τὴν ῥᾳθυμία τοῦ πνευματικοῦ, ὅταν θὰ ἐξομολογεῖται, ὁ ἄλλος θ᾿ ἀπαλλάσσεται μὲν ἀπὸ τὶς ἐνοχές, δὲν θὰ οἰκοδομεῖται ὅμως στὴν πνευματικὴ ζωή. Ὁπότε θὰ εἶναι, κάθε μέρα καὶ κάθε ὥρα, εὔκολη λεία τοῦ διαβόλου, κάθε ἄνθρωπος, ἔστω καὶ ἂν καθαίρεται.
Σκοπὸς τοῦ Πνευματικοῦ δὲν εἶναι μόνον ν᾿ ἀντιληφθεῖ τὶς ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου, οὔτε εἶναι μόνο νὰ διαβάζει τὴν εὐχή, νὰ τοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες του.
Σκοπὸς τοῦ Πνευματικοῦ εἶναι, νὰ προσπαθήσει μὲ τὴν προσωπικὴ ἐμπειρία, τὴν φυσικὴ καὶ τὴν πνευματικὴ ποὺ ἀποκτᾷ μέσα ἀπὸ τὴν δική του βίωση, τὴν πνευματική, νὰ μπορέσει νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο νὰ βρεῖ τὸν Θεό, νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνει μέτοχος τῶν ἀγαθῶν τοῦ Θεοῦ.
Αὐτὴ ἡ δυνατότης δὲν μπορεῖ ἀνθρωπίνως νὰ ἐπιτευχθεῖ.
Θὰ ἔρθει ἐπὶ παραδείγματι μέσα στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἡ διάκριση καὶ ἡ διείσδυση, ὥστε νὰ μπεῖ καὶ νὰ κατανοήσει στὸ βάθος τὸν ἄνθρωπο;
Ἀνθρωπίνως εἶναι ἀδύνατον.Μπορεῖ ἐξωτερικὰ κάτι ν᾿ ἀντιληφθεῖ ἀπὸ τὶς ἐξαγορεύσεις. Σκοπὸς εἶναι νὰ ἔχει ἕνα χάρισμα, μία δυνατότητα νὰ μπεῖ στὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ τοῦ ἀποκαλύψει καὶ ἀνακαλύψει ἐκεῖνα τὰ βάθη, ποὺ οὔτε ὁ ἴδιος τὰ ἔχει προσεγγίσει ποτὲ καὶ μὲ ἐπιμονὴ τὰ ἀρνεῖται καὶ τὰ ἀπωθεῖ στὸ ὑποσυνείδητο, φοβούμενος οὔτε καὶ νὰ τ᾿ ἀγγίξει. Καὶ τοῦτο ἐδῶ εἶναι ἔργο τοῦ Πνευματικοῦ, νὰ βγάζει τὸν δειλὸ ἄνθρωπο ἀπὸ τὸ βάθος ποὺ συσπειρώνει ὅλες τὶς δυνάμεις του, στὸ βάθος τοῦ ὑποσυνείδητου, νὰ τον βγάλει στὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ τὸν θεραπεύει μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ τὸν ὁδηγεῖ σὲ μία Θεογνωσία τέτοια, ποὺ νὰ τοῦ δίνει τελικὰ τὴν χαρά, τὴν εἰρήνη, τὴν εὐτυχία, μέσα στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς του.
Ἐὰν δὲν ὑπάρχει λοιπὸν αὐτὴ ἡ Ἀγάπη, ἡ θυσιαστικὴ Ἀγάπη, εἶναι ἀδύνατον νὰ μπορέσει κανεὶς νὰ βοηθήσει τὸν ἄνθρωπο. Ἡ Ἀγάπη λέει ὁ Πατὴρ Σωφρόνιος μεταφέρει τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀγαπῶντος προσώπου, εἰς τὸ ἀγαπώμενο ὂν καὶ οὕτως ἀφομοιώνει τὴν ζωὴ τοῦ ἀγαπώμενου. Ἡ Ἀγάπη ἔχει δυνατότητα νὰ μεταφέρει ἀπὸ τὴν καρδιὰ τοῦ ἀγαπῶντος στὴν καρδιὰ τοῦ ἀγαπώμενου νὰ μεταφέρει τὴν ἐνέργεια τῆς Θείας Χάριτος, ποὺ οὐσιαστικὰ διὰ τῆς Ἀγάπης ἐμφανίζεται, χωρὶς νὰ βλάπτει τὸ ἄλλο πρόσωπο. Γιατὶ λέει ὅτι τὸ πρόσωπο εἶναι διεισδυτὸν Ἀγάπης. Δηλαδὴ τὸ πρόσωπο ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἀφομοιώνει αὐτὴν τὴν ἀγάπη, νὰ διαπερνᾷ διὰ τοῦ προσώπου ἡ Ἀγάπη, νὰ εἰσέρχεται στὴν πληγωμένη φύση, χωρὶς νὰ βλάπτει τὴν ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου καὶ νὰ θεραπεύει καὶ νὰ κοινωνεῖ καὶ νὰ ἐπικοινωνεῖ μὲ τὸν ἄλλον ἄνθρωπο διὰ τοῦ Θεοῦ.
Μ᾿ ἕνα παράδειγμα: Ὅπως ἡ ἀτμόσφαιρα ἔχει τὴν δυνατότητα νὰ ἀφομοιώνει τὸν ἥλιο καὶ νὰ διεισδύει ὁ ἥλιος μέσα ἀπὸ τὴν ἀτμόσφαιρα καὶ νὰ διαπερνᾷ τὶς ἀκτῖνες του σὲ ὅλα τὰ ὄντα, χωρὶς νὰ παθαίνει τίποτα ἡ ἀτμόσφαιρα, ὄχι μόνο δὲν παθαίνει, ἀλλὰ φωτίζεται περισσότερο καὶ ὅπως ἡ ἀκτίνα τοῦ ἡλίου ἀκόμα καὶ μέσα ἀπὸ τὸ νερὸ περνᾷ, χωρὶς τὸ νερὸ νὰ παθαίνει τίποτα, ἔτσι ἀκριβῶς καὶ ἢ Ἀγάπη, ἡ Εὐαγγελικὴ ὅμως Ἀγάπη, τοῦ Θεοῦ ἡ Ἀγάπη, διεισδύει ἀπὸ τὸ ἕνα πρόσωπο στὸν ἄλλο χωρὶς νὰ καταργεῖ τὸ ἄλλο πρόσωπο, χωρὶς νὰ δεσμεύει καὶ χωρὶς νὰ αἰχμαλωτίζει τὸ πρόσωπο, ἀλλὰ νὰ τὸ ἑνώνει Θεοπρεπῶς καὶ νὰ γίνονται ταυτόχρονα δυὸ πράγματα. Νὰ ἑνώνεται ἡ φύσις ἡ μία, γιατὶ οὐσιαστικά, ὅπως εἴπαμε, μία εἶναι ἡ φύσις τοῦ ἀνθρώπου, νὰ ἑνώνεται ἐν Χριστῷ, διατηρώντας τὴν προσωπικὴ ὕπαρξη καὶ ἐλευθερία ποὺ ἔχει ὁ καθένας ἀπὸ ἐμᾶς.
Αὐτὸ εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη ἑνότητα.
Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι προσπαθοῦν νὰ ἑνωθοῦν καὶ δημιουργοῦν προϋποθέσεις ἑνότητας, ἀλλὰ οἱ προϋποθέσεις ἑνότητας συνήθως καταλήγουν στὴν ἐπιβολὴ τῆς μίας θελήσεως πάνω στὴν ἄλλη καὶ μάλιστα τὴν βίαιη. Ἔχουμε παραδείγματα τὶς δικτατορίες, τὰ ἀπολυταρχικὰ καθεστῶτα, τὰ θρησκευτικὰ καθεστῶτα, προσπαθοῦν διὰ νόμου νὰ ἐπιβάλλουν τὶς θελήσεις τους. Ἔχουμε ἀκόμη καὶ τὰ χριστιανικὰ καθεστῶτα, τὸ ἀπολυταρχικὸ καθεστὼς τοῦ Παπισμοῦ, ποὺ μ᾿ ἕνα τρόπο πρωτοφανῆ στὴν ἱστορία, πολλὰ ἀπολυταρχικὰ καθεστῶτα ἔρχονται καὶ φεύγουν καὶ αὐτὸ δὲν φεύγει καὶ διατηρεῖται καὶ δίνει καὶ τὴν αἴσθηση αὐτῆς τῆς ἐμπειρίας του καὶ σ᾿ ὅλες τὶς Δυτικὲς κοινωνίες καὶ ποὺ πάρ᾿ ὅλο ποὺ πᾶνε νὰ ἐφαρμόσουν δημοκρατικοὺς θεσμούς, γιὰ νὰ ἐπιβάλλουν τάχα στὴν ἀνθρωπότητα ἐλεύθερα καὶ δυναμικὰ τὶς θελήσεις τους, οὐσιαστικὰ δεσμεύουν μ᾿ ἕναν ἄλλο τρόπο δικτατορικὸ τὶς θελήσεις τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ὥστε νὰ κάνουν τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους νὰ γράψουν ἀκόμη καὶ βιβλία καὶ νὰ μιλᾶμε γιὰ τὴν τυραννία τῆς σύγχρονης Δημοκρατίας, τῆς σύγχρονης πλειοψηφίας.
Ἡ ἑνότητα τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ στὴν Ὀρθόδοξη Ζωὴ ἐπιτυγχάνεται μ᾿ ἕνα τέτοιο θαυμαστὸ τρόπο, ὥστε νὰ ἑνώνεται ἡ φύσις καὶ ἑνωμένη ἡ φύσις νὰ ἀποκτᾷ εἰδικές, θὰ λέγαμε ἑνωμένες δυνάμεις μία θέληση, μία καρδία, μία ἀγάπη, μία πορεία, ἕνα συγχνωτισμὸ καὶ ταυτοχρόνως νὰ μὴν βλάπτεται ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ προσώπου.
Αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ γίνει ἀλλιῶς ἂν δὲν μπεῖ σ᾿ αὐτὴν τὴν διαδικασία τῆς καθάρσεως, νὰ φύγουν τὰ σκουπίδια ποὺ ἔχουν συσσωρευτεῖ στὸ βάθος τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου, νὰ καθαριστεῖ ἡ φύσις, νὰ μπορεῖ νὰ ἑνωθεῖ ἡ φύσις ἐν Χριστῷ καὶ νὰ διατηρηθεῖ καὶ τὸ πρόσωπο, μὲ ἕναν τρόπο μυστηριακό, αὐτὸν ποὺ ἔχουμε παραλάβει ἐμεῖς ἀπὸ τοὺς Πατέρες μας καὶ τοὺς Ἀποστόλους μας. Καὶ δὲν προσπαθεῖ κανεὶς μὲ ἄλλον τρόπο νὰ ἑλκύσει τὸν ἄλλον σ᾿ αὐτὴν τὴν ἑνότητα, παρὰ διὰ τῆς προβολῆς αὐτῆς τῆς ἀνιδιοτελοῦς καὶ Εὐαγγελικῆς Ἀγάπης.
Ἄλλο νὰ ἐπιβάλλεις τὸ καλὸ καὶ ἄλλο νὰ προβάλλεις τὸ καλὸ καὶ ἄλλο νὰ διεισδύεις δι᾿ αὐτῆς τῆς προβολῆς στὸ βάθος τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου θὰ τὸν «ἀναγκάζεις», ἐντὸς εἰσαγωγικῶν, μ᾿ ἕναν ἐλεύθερο τρόπο νὰ ἑνώνεται μαζί σου καὶ μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ γίνεται ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα μία φύσις διατηρώντας τὶς ἰδιαιτερότητές της.
Αὐτὴ λοιπὸν ἡ παράδοση ἡ δισχιλιετὴς ποὺ φέρουμε ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ δημιουργεῖ καὶ τὴν Πνευματικὴ οἰκοδομή.
Ἐμεῖς σὰν Ὀρθόδοξοι δὲν μποροῦμε νὰ λειτουργήσουμε διαφορετικά, δὲν μποροῦμε νὰ πιέσουμε συνειδήσεις, μποροῦμε ὅμως διὰ τῆς Ἀγάπης νὰ προκαλέσουμε τὸν ἄλλον ἄνθρωπο σὲ κοινὴ ζωὴ καὶ αὐτὴ ἡ κοινὴ ζωὴ συσπειρώνεται στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μέσα στὸ θυσιαστήριο.
Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ζωὴ χωρὶς θυσιαστήριο γίνεται κατακερματισμένη. Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ζωὴ μὲ τὴν πεῖρα τοῦ θυσιαστηρίου, μὲ ὅλα τὰ μυστήρια καὶ μ᾿ ὅλη τὴν προσευχὴ ποὺ παρέδωσαν οἱ Πατέρες εἶναι ἡ ζωὴ μέσα στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁπότε εἶναι ζωὴ χαρούμενη, εἶναι ζωὴ εἰρηνική, ἔστω καὶ ἂν πιέζεται ἐκ τῶν ἔξω, ἀπὸ τὶς δυνάμεις τοῦ κακοῦ, ν᾿ ἀλλάξει πορεία.
Κι ἀκολουθώντας αὐτὲς τὶς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, ἀποκαλύπτονται, ὅπως εἶπα προηγουμένως, μέσα μας, αὐτὰ τὰ ἰδιώματα τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, τῆς ἐνέργειας τῆς Ἁγίας Τριάδος, τῆς δημιουργικῆς ἐνέργειας τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ βλέπουμε στὸ βάθος μας, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα Ὂν Θεοειδές, ὅτι εἶναι ἕνα πρόσωπο ποὺ ἔχει μία πρωταρχικὴ ὕπαρξη, εἶναι μία εἰκόνα ποὺ μόνο ἀποκαλύπτεται ἡ ἀξία της, ὅταν ἀντιπαραβληθεῖ πρὸς τὸ πρωτότυπο. Γι᾿ αὐτὸ κι᾿ ἔχει ἀνάγκη τῆς παρουσίας τοῦ πρωτοτύπου, γιὰ ν᾿ ἀξιολογηθεῖ ἡ εἰκόνα Ἀλλιῶς ὅταν ἀπομακρύνουμε τὸ πρωτότυπο, τότε μειώνουμε τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου καὶ ἡ μείωση αὐτῆς τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ ἔχει μικρότερη ἀξία κι ἀπὸ τὸ ἄλογο ζῷο.
Καὶ γι᾿ αὐτὸ καὶ σήμερα μία ἐμπειρία τῆς σύγχρονης ζωῆς περὶ τῆς ἀξίας τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι αὐτὴ ἀκριβῶς καὶ ἀπ᾿ ἐδῶ μποροῦμε νὰ καταλάβουμε πόσο μακριὰ ἀπὸ τὶς κοινωνίες μας εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός.
τοῦ Ἀρχιμανδρίτου Μαξίμου Κυρίτση
Απόσπασμα από ὁμιλία που δόθηκε στὴν αἴθουσα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης στὶς 15.12.1997
Πηγή