Sunday, August 31, 2014
Γιά νά φθάσουμε στόν πόθο τοῦ θεοῦ
«Ὅν τρόπον ἐπιποθεῖ ἡ ἔλαφος ἐπί τάς πηγάς τῶν ὑδάτων, οὕτως ἐπιποθεῖ ἡ ψυχή μου πρός Σέ ὁ Θεός». «Πότε ἤξω καί ὀφθήσομαι τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ» λέει ὁ Δαυΐδ. Ὅπως λέγεται, τό ἐλάφι δέν τρώγει μόνο χόρτα, ἀλλά τρώγει καί φίδια καί μάλιστα φαρμακερά. Ὅταν δεχθῆ μέσα του τό φαρμακερό φίδι, τοῦ γίνεται μιά ἀφόρητη δίψα καί αὐτή ἡ δίψα τοῦ δημιουργεῖ τόν πόθο νά τρέξη νά βρῆ πηγή μέ νερό γιά νά πιῆ, ὥστε καί τήν δίψα του νά κορέση, ἀλλά κυρίως νά ἐξουδετερώση τό φαρμάκι τοῦ φιδιοῦ. Διότι ἐάν καθυστερήση ἤ δέν βρῆ ἐγκαίρως τήν πηγή, τό φαρμάκι πού δέχθηκε ἀπό τό φίδι τοῦ δημιουργεῖ τόν θάνατον.
Ἡ ἁμαρτία, ὁ διάβολος, εἶναι ὁ νοητός ὄφις. Αὐτό τό φίδι τῆς ἁμαρτίας μέ τήν ἡδονή δηλητηριάζει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἁμαρτήση, νοιώθει δριμύτατον ἔλεγχο στήν συνείδηση. Ἡ συνείδησις, ἡ στενοχώρια, ὁ πόνος, ἀναγκάζει τόν ἄνθρωπο, τόν ἁμαρτωλό, τόν ἁμαρτήσαντα, νά τρέξη στήν πηγή τῆς αἰωνίου Ζωῆς. Τόν ἀναγκάζει νά τρέξη στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ, νά τρέξη στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, καί ἐκεῖ, στήν πηγή, στό ἐξομολογητήριο, ἐκεῖ ἀποβάλλει τό φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας καί δέχεται τό ὕδωρ ζῶν τό ἀλλόμενον εἰς Ζωήν αἰώνιον. Ἐκεῖ στόν πνευματικό πατέρα δέχεται τήν ἐπανασύνδεση μέ τόν Θεό. Σ΄ αὐτό τό πνευματικό λουτρό ἀποπλύνεται, ἀποβάλλει ὅλα τά ἕλκη τῆς ἁμαρτίας, ὅλες τίς βρωμιές, καί ἐξέρχεται ὁλοκάθαρος ὁ ἄνθρωπος, δροσισμένος στή ψυχή, ἀνάλαφρος στή συνείδηση. Κι΄ ἔτσι γλυτώνει ἀπό τόν ψυχικό θάνατο πού δημιουργεῖ ἡ ἁμαρτία, μέ τό φαρμάκι τῆς ἡδονῆς.
Ὁ ἁμαρτήσας ἄνθρωπος δέν πρέπει νά καθυστερήση νά τρέξη στήν Ἐκκλησία, στήν πηγή τῆς αἰωνίου ζωῆς, διότι ὅσον περισσότερο καθυστερήσει, τοῦ γίνεται ἄμεσος ὁ κίνδυνος τῆς δηλητηριάσεως. Πρέπει νά προστρέξη μέ πόθο πολύ στόν Θεό. Βλέπουμε στό Ἱερόν Εὐαγγέλιον τήν Σαμαρείτιδα, κι΄ αὐτή εἶχε κατά πολύ δεχθῆ τό φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας, ἀλλά χάριτι θείᾳ, χωρίς νά τό γνωρίζη ἐπικοινώνησε μέ τήν Πηγή τῆς Χάριτος καί τοῦ ἐλέους. Ὁ Χριστός τήν πλησίασε. Τῆς ἔδωσε, τήν πότισε μέ τό ὕδωρ τό Ζῶν, κι΄ἔτσι ἡ πρώην ἁμαρτωλή ἔγινε ἰσαπόστολος , ἔγινε φορεύς τοῦ Θεοῦ, καί τελικά ἔγινε Μάρτυς Χριστοῦ.
Γιά νά φθάσουμε στόν πόθο τοῦ θεοῦ, καί νά φθάσουμε στήν καρδιακή ἀναζήτηση τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ, χρειάζεται ἀπό μέρους μας νά τρέξουμε σάν τήν διψῶσα ἔλαφο, νά ἀναζητήσουμε τήν αἰώνια θεϊκή πηγή, νά ζητήσουμε τῷ προσώπῳ τοῦ Θεοῦ. Ὁ πόθος καί τά δάκρυα νά εἶναι ἡ ἀναζήτησις. Ὅταν κανείς ἀναζητήση τόν Θεό μ΄ αὐτό τόν τρόπο, ὁ Θεός σέ κάποιο χρόνο θά τοῦ δείξη τήν ὡραιότητα τοῦ προσώπου Του. Ἐμεῖς ἰδιαίτερα οἱ μοναχοί ἔχουμε διδαχθεῖ τό νά ἐπικαλούμεθα τό ὅνομα τοῦ Χριστοῦ. Κι΄ αὐτό εἶναι μία ἀναζήτησις, μία ἐπιπόθησις τοῦ ἰδεῖν τό πρόσωπον Κυρίου τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Γι΄ αὐτό θά χρειαστῆ νά μνημονεύουμε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἰ δυνατόν συνέχεια ἀναπνευστί. Ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζῶσα Πηγή τῆς Χάριτος. Τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι σάν τό δικό μας ὄνομα, τό ὁποῖο δέν ἔχει καμμία χάρη. Τοῦ Χριστοῦ τό ὄνομα ἐμπερικλείει ὅλες τίς θεϊκές χάριτες. Εἶναι θεοστολισμένο. Ὅταν τό ἐπικαλούμεθα, νοιώθουμε βοήθεια ἀνάλογα μέ τήν ἀνάγκη πού ἔχουμε. Ὅταν Τοῦ φωνάζουμε τοῦ Χριστοῦ, ὁ Χριστός εἶναι πάντα ἕτοιμος νά μᾶς προσφέρη τόν Ἑαυτό Του. Ὅπως ἀκριβῶς πιστεύουμε ὄτι ὁ Θεός εἶναι Πνεῦμα καί πάνω ἀπό πνεῦμα, εἶναι ὑπεράγνωστος, δέν Τόν βλέπουμε μέ τά μάτια τά σωματικά ἀλλά πιστεύουμε ἀπόλυτα ὅτι εἶναι πανταχοῦ Παρών. Εἶναι μία φύσις ἀκατάληπτη. Ὅπως ἀκριβῶς πιστεύουμε σ΄ αὐτήν τήν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ἔτσι πρέπει νά πιστεύουμε ὄτι καί τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ εἶναι πλουτισμένο μέ ὄλη τήν θεϊκή ἰσχύ καί δύναμη. Αὐτό μᾶς τό ἀποδεικνύουν καί οἱ δαίμονες πού δέν μποροῦν νά ἀκούσουν τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ Γραμματεῖς καί οἱ Φαρισαῖοι ὅταν συνέλαβαν τούς Ἀποστόλους, τούς εἶπαν: - Μή ἐπί τῷ ὀνόματι τούτῳ κηρύττετε. Ἀλλά πολύ θαρραλέα τούς ἀπήντησε ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: - Ἅ εἴδομεν καί ἠκούσαμεν, οὐ δυνάμεθα σιωπᾶν. Πειθαρχεῖν δεῖ Θεῷ μᾶλλον ἤ ἄνθρώποις. Καί ἡμεῖς πρέπει νά πειθαρχήσουμε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντί εὐχαριστεῖτε· τοῦτο γάρ θέλημα Θεοῦ εἰς ὑμᾶς». Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι νά προσευχώμεθα συνεχῶς.
Οἱ θεοφόροι Πατέρες μᾶς δίδαξαν τό πῶς νά προσευχώμεθα μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς ἔχουν διδάξει ἐπίσης καί τούς καρπούς τῆς νοερᾶς προσευχῆς. Ὁ ἄνθρωπος μέ τήν προσευχή αὐτή κατά Χάριν θεώνεται. Γίνεται ἕνας Ἄγγελος ἐπί τῆς γῆς. Ὅπως οἱ Ἄγγελοι ὑμνολογοῦν ἀκατάπαυστα τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί ὁ Μοναχός ἤ ὁ Χριστιανός ὄταν μνημονεύη τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μέ πόθο, ἀξιώνεται ἀγγελικῆς Χάριτος. Ἁγνίζεται ὁ ἄνθρωπος σύν τῷ χρόνῳ. Γίνεται καθαρός ψυχοσωματικά, καί ἡ καρδιά του κατά τήν ὥρα τῆς ἐνέργειας τῆς προσευχῆς γίνεται σάν ἕνα ἄλλο Χερουβείμ καί ψάλλει καί ὑμνολογεῖ τόν Θεό σιωπηλά.
Ἡ καρδιά τοῦ Μοναχοῦ διά τῆς προσευχῆς γίνεται θρόνος τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ Χριστός μας πιστεύουμε ὅτι κάθεται ἐπάνω εἰς τόν θεῖον Του θρόνον καί βασιλεύει σέ ὅλο τό Σύμπαν, ἔτσι ἐπίσης κάθεται καί ἀναπαύεται στόν θρόνον τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου πού μνημονεύει μέ πόθον καί χάριν τό Πανάγιον Ὄνομά Του.
Οἱ δαίμονες τό γνωρίζουν αὐτό πού γίνεται, γι΄ αὐτό κάνουν μεγάλη προσπάθεια, καταβάλλουν πολύ κόπο γιά νά ἐμποδίσουν αὐτήν τήν ἐνθρόνιση τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου. Μᾶς σκορποῦν τόν νοῦ μας ἐδῶ κι΄ ἐκεῖ. Δέν μᾶς τόν ἀφήνουν ἥσυχο. Χίλιες-δυό σκέψεις μᾶς ἀπασχολοῦν, μέ σκοπό ὁ νοῦς μας νά μήν ἐντοπιστῆ στήν καρδιά διά τῆς προσευχῆς. Σκορπιζόμενος ἐδῶ κι΄ ἐκεῖ εἶναι ἐκτός τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου. Κι΄ ὄταν γυρίζη στά διάφορα μέρη, στίς διάφορες ὑποθέσεις, δέν μπορεῖ νά δεχθῆ τήν Χάριν τοῦ Θεοῦ.
Ὅπως καί ἡ κλώσσα μέ τ΄ αὐγά της, ὅταν συχνά σηκώνεται, τά αὐγά κάποια μέρα θά βγοῦν ἄχρηστα, κλούβια. Ἔτσι καί ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὅταν συχνά σκορπᾶται ἐδῶ κι΄ ἐκεῖ, δέν θά γεννήση μέσα στήν καρδιά τούς πνευματικούς νεοσσούς. Τά θεῖα νοήματα πού φέρουν τήν Θεολογία τοῦ Θεοῦ δέν μποροῦν νά σταθοῦν στήν καρδιά πού ὁ νοῦς ἀπουσιάζει. Αὐτή τήν προσπάθεια τῶν δαιμόνων νά τήν ἐξουδετερώσουμε μέ τήν ἀδιάλειπτη προσοχή στήν προσπάθεια τῆς περισυλλογῆς τοῦ νοῦ διά τῆς μελέτης τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά.
Βέβαια δέν θά τήν φανταζώμεθα τήν καρδιά, ἀλλά θά νοοῦμε τήν καρδιά ἐκεῖ πού εἶναι. Ἡ σωματική, ἡ σάρκινη καρδιά ἐμπερικλείει μέσα της τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τήν καρδιά τῆς ψυχῆς. Ἐμεῖς, πνευματικῷ τῷ τρόπῳ θέλουμε νά ἐπικοινωνήσουμε μέ τήν καρδιά τῆς ψυχῆς, κι΄ ἑπομένως ἡ φαντασία τῆς καρδιᾶς πρέπει νά μήν ὑπάρχη. «Πνεῦμα ὁ Θεός, καί τούς προσκυνοῦντας Αὐτόν, ἐν Πνεύματι καί Ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν».
Ἄπειρος ὁ νοῦς τοῦ Θεοῦ. Ὅλος ὁ Θεός εἶναι Νοῦς. Ὁ ἀνθρώπινος εἶναι πεπερασμένος, περιορισμένος, μέ μιά Α δυνατότητα. Ὅταν ὁ μικρός νοῦς ἐπικοινωνήση, εἰσέλθη μέσα στόν ἄπειρο Νοῦ, δηλαδή στόν Θεό, τότε γίνεται μία ἐπαφή, μία σωματική συνουσία, μέ μία ἀνέκφραστη πνευματική καί μυστηριώδη ἡδονή. Βέβαια αὐτό εἶναι ἕνα μέτρο πολύ ὑψηλό. Ἐμεῖς δέν ἔχουμε φθάσει σ΄ αὐτό τό μέτρο, ἀλλά ἐάν ἐπιποθήσουμε τόν πλησιασμό τῆς ψυχῆς μας μέ τόν Θεό διά τῆς προσευχῆς, ὁ Θεός θά χαρίση κι΄ αὐτό τό μέτρο τῆς χάριτος. Ἀρκεῖ νά Τόν ἀναζητοῦμε μέ πολλή ταπείνωση. Ἐάν ἡ προσευχή μας δέν ἔχη ταπείνωση, εἶναι ὕπαρξις σωματική χωρίς ψυχή, δηλαδή δέν φέρνει ἡ προσευχή καρπόν πνευματικόν ἐάν μή τήν συνοδεύση σέ ὅλη τήν πορεία της ἡ ταπείνωσις.
Πρέπει νά προσπαθήσουμε νά φθάσουμε σ΄ αὐτή τή χάρη τῆς προσευχῆς. Ὁ Θεός μέ τό ἄπειρο ἔλεός Του, μᾶς βοήθησε, μᾶς ἐλέησε, μᾶς ἀγάπησε ἰδιαίτερα, μᾶς ἔφερε ἀπό τόν κόσμο, μᾶς ἔβγαλε ἀπό τήν ἁμαρτία, μᾶς ἔβαλε σ΄ αὐτόν τόν καθαρό τόπο, μᾶς ἔβαλε σέ μιά ζωή ἁγία, μᾶς προίκισε μέ δυνατότητες, κι΄ ἄν ὅλα αὐτά δέν μᾶς βοηθήσουν ἤ μᾶλλον ἐμεῖς δέν τά μεταχειριστοῦμε, δέν τά μετέλθουμε, δέν τά ἀξιοποιήσουμε γιά νά γνωρίσουμε τόν Θεό, γιά νά δοῦμε τό θεῖον Του Πρόσωπο, τότε ματαίως ἤλθαμε ἐδῶ καί θά βρεθοῦμε ὑπόχρεοι στόν Θεό γι΄ αὐτήν τήν μεγάλη Του ἐλεημοσύνη. Δέν θά πρέπη αὐτόν τόν χρόνο τόν πολύτιμο τῆς θείας βοηθείας νά μήν τόν ἐκμεταλευτοῦμε. Θά εἴμεθα ὑπόλογοι καί πρῶτος ἐγώ.
Πολλές φορές σ΄ αὐτόν τόν ὑπολογισμό, σ΄ αὐτή τή σκέψη τῆς τόσης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, καί τῆς ὑποχρεώσεώς μου ἀπέναντι σ΄ αὐτήν τήν προσφορά τοῦ Θεοῦ, ἔχω δριμύτατον ἔλεγχο. Δέν ἀνταποκρίθηκα μέχρις σήμερα σ΄ αὐτή τήν μεγάλη ἐλεημοσύνη. Καί πολλές φορές στήν μνημόνευση τοῦ Ὀνόματος τοῦ Θεοῦ τρέμω, λέω: « Μά εἶμαι ἄξιος νά μνημονεύσω, νά μελετήσω τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ». Μά τί νά πῶ;
Ὁ Θεός εἶναι κάτι πού δέν μπορεῖ νά τό συλλάβη τό ἀνθρώπινο μυαλό. Μόνο νά σκεφθῶ ὅτι διά τοῦ Λόγου Του ἔκτισε, δημιούργησε σέ μηδέν χρόνο ὅλη τήν κτίση, σκέπτομαι τί εἶναι αὐτός ὁ Θεός καί ἀξιώνομαι ἐγώ τόσο ἐλεύθερα, τόσο ἁπλά, νά ἀναφέρω τό ὅνομά Του; Καί ὅμως ὁ Θεός ἔχει ἔμφυτη τήν ταπείνωση. Ἀλλ΄ ὁ ἀνυπερήφανος Θεός δέχεται νά Τόν μνημονεύουμε μέ τόση ἁπλότητα κι΄ ἐλευθερία, ὅπως θά μπορούσαμε νά ἀναφέρουμε ἕνα ὄνομα ἑνός ἁπλοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλά ἐάν τό σκεφθοῦμε πιό σοβαρά, θά δοῦμε ὅτι εἶναι φοβερό νά μνημονεύουμε τό Ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Ὡστόσο ὅμως , ἀφοῦ ἔχουμε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ἄς προχωρήσουμε. Τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θά μᾶς φέρη ὅλες τίς εὐλογίες τοῦ Θεοῦ. Καί πλησιάζοντας τόν Χριστό διά τῆς προσευχῆς θά ἀποβάλουμε ἀπό μέσα μας, ἀπό τήν καρδιά μας, ὅλο τό φαρμάκι τῆς ἁμαρτίας.
Καί ποιός εἶναι ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος πού πλησίασε τόν Θεό καί μέσα του δέν εἶχε μιά ἀνάλογη ποσότητα φαρμάκι ἀπό τήν ἁμαρτία; Δέν μᾶς κατακρίνει ὁ Θεός γιατί πλησιάζοντάς Τον ἔχουμε μέσα μας φαρμάκι, ἐμπάθεια, ἔχουμε ἁμαρτήματα, ἀλλά θέλει καί ἐπιμένει ὅτι πλησιάζοντάς Τον πρέπει ὁ ἄνθρωπος νά τό ἀπόβάλη, νά τό ἐμμέση αὐτό τό φαρμάκι. Δέν θέλει τόν ἄνθρωπο νά μείνη στά πρῶτα, στήν πρώτη του ἐμπάθεια, ἀπό κεῖ πού τόν πῆρε, ἀπό κεῖ πού τόν ξεκίνησε. Θέλει τήν καλυτέρευσή του.
Λέγοντας τήν εὐχή θά μᾶς δώση ὁ Θεός τήν πρώτη εὐλογία γιά νά πάη καλά ἠ ἡμέρα μας. Κι΄ ἅμα ἀρχίσουμε μέ τό στόμα νά ψιθυρίζουμε «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησόν με», ἡ προσευχή αὐτή θά βοηθήση καί τόν νοῦ, θά βοηθήση καί τήν διάθεση τῆς ψυχῆς, κι΄ ἔτσι μέ μία καλή διάθεση ἀπό τήν προσευχή, θά ξεκινήσουμε γιά ὄ,τι ἀφορᾶ τήν ἡμέρα. Κι΄ ὅταν ἔτσι κάνουμε κάθε μέρα, στό κάθε ξύπνημά μας, θά βάλουμε τήν καλή ἀρχή πού ἀπαιτεῖται γιά νά ἔχουμε ἕνα πνευματικό, ψυχικό κάλλιστο τέλος.
Βλέπουμε κανέναν ἄνθρωπο νά πέση; Σημαίνει ὅτι δέν ἔβαλε καλή ἀρχή, δέν ἔκτισε ἐπιστημονικά τό σπίτι του. Δέν ἔβαλε καλά θεμέλια. Δέν τό στήριξε καλά καί γι΄αὐτό ἔπεσε. Ἡ καλή ἀρχή εἶναι νά προσευχώμεθα κατ΄ αὐτήν τήν ἔννοιαν, νά ὑπακούωμε κατά πάντα στόν πνευματικό Πατέρα, νά μή κάνουμε τό δικό μας θέλημα, νά μήν κρύπτωμε τούς λογισμούς, νά ἔχωμε πνευματική βία στόν κανόνα μας, στά πνευματικά μας καθήκοντα, στήν Ἐκκλησία, νά ἔχουμε τήν ἀδελφική καί ἄδολη ἀγάπη, νά ἀποφεύγουμε τά ἀργόλογα, νά μήν μιλᾶμε περιττά πράγματα, νά μήν συζητοῦμε ἐκεῖνα πού δέν χρειάζονται, καί νά βλεπη ὁ καθένας μπροστά του. Νά βλέπη τόν ἑαυτό του. Ἐγώ πῶς πάω; Ὄχι πῶς πηγαίνει ὁ ἄλλος. Ἐγώ προσεύχομαι; Ἐγώ ἀργολογῶ; Ἐγω ἀναμιγνύομαι σέ ὑποθέσεις πού δέν χρειάζεται; Τό τί κάνει ὁ ἀδελφός μου εἶναι δική του δουλειά. Ὄχι ὅτι θά τό παραβλέψουμε κι΄ αὐτό, σέ μιά περίπτωση πού μποροῦμε νά βοηθήσουμε πνευματικά, ἀλλά γιά ν΄ ἀποκλείσουμε τήν κατάκριση τοῦ διαβόλου. Γιατί ὀ διάβολος πατῶντας ἐπάνω στόν ἐγωϊσμό τοῦ ἀνθρώπου, τόν σπρώχνει συνέχεια νά βλέπη τί κάνει ὁ ἄλλος. Καί βλέποντας τόν ἄλλο τυφλώνεται στά δικά του. Μή βλέποντας τά δικά του, πέφτει ἀπό τό ἕνα στό ἄλλο παράπτωμα. Κι΄ ἔτσι δέν μπορεῖ νά βάλη τήν καλή ἀρχή.
Ἡ σιωπή, ἡ ἐν γνώσει σιωπή, ὄχι ἡ ἄλογος σωπή γιατί βαριέμαι νά μιλήσω ἤ γιατί δέν λογαριάζω τόν ἄλλον ἤ γιατί ἐξουθενώνω τόν ἄλλον ἤ ἀπό ἐγωϊσμό δέν θέλω νά τοῦ μιλήσω· αὐτή ἡ σιωπή εἶναι βλαβερή καί ὄχι ὠφέλιμη. Ἀλλά ἡ σιωπή πού γίνεται γιατί δέν θέλω νά κατηγορήσω, νά κατακρίνω, νά ἀργολογήσω, γιά νά προσεύχωμαι, γιά νά δημιουργηθῆ μέρα μου τό χαροποιόν πένθος, γιά νά μέ εὕρουν δάκρυα ἀπό τόν Θεό, γιά νά ταπεινώσω τίς σκέψεις μου. Τότε αὐτή ἡ σιωπή εἶναι ἡ ἐν γνώσει πνευματική. Αὐτή ἡ σιωπή εἶναι πάνω ἀπό κάθε ἄλλη ἀρετή. Λένε οἱ Πατέρες πώς ἄν βάλουμε ἀπό τή μιά μεριά τῆς ζυγαριᾶς τήν ἐν γνώσει σιωπή, κι΄ ὅλες τίς ἄλλες ἀρετές ἀπό τήν ἄλλη, τό μέρος τῆς σιωπῆς θά βαραίνη. Καί βλέπουμε ὅτι ἡ σιωπή φέρνει τόσα πολλά καλά καί κυρίως ὅτι δέν ἁμαρτάνει μέ τήν γλῶσσα του καί τήν σκέψη του ὁ ἄνθρωπος.
Ὅταν ὅμως ἀρχίζουμε καί μιλᾶμε, καί συζητᾶμε τό ἔνα τό ἄλλο, τό θέμα ἐκεῖνο, μπλέκει τό πρᾶγμα, κι΄ ἔτσι δέν βάζουμε τήν καλή ἀρχή. Ἡ καλή ἀρχή θά φέρη τό κάλλιστον τέλος. Ἡ κακή ἀρχή τό κάκιστον τέλος. Δηλαδη, τό σπίτι δέν θά κτιστῆ καλά, θά πέση. Ὅταν δοῦμε καί πέσει ἕνας ἄνθρωπος πνευματικά, πρέπει νά γνωρίζουμε ὅτι δέν ἔβαλε καλή ἀρχή, δέν ἔβαλε θεμέλια γερά, βαθειά, δέν στήριξε καλά τό σπίτι του, καί γι΄ αὐτό ἔπεσε. Δέν φταίει κανείς ἄλλος πλήν τοῦ ἑαυτοῦ του. Ὅλες οἱ ἄλλες δικαιολογίες στό πέσιμο εἶναι σφάλμα τοῦ ἐγωϊσμοῦ. Γι΄ αὐτό νά προσέξουμε πάρα πολύ καλά νά ἐπιμεληθοῦμε τήν καλή ἀρχή. Καί ἔτσι θά πετύχουμε νά κτίσουμε ὁ καθένας ἕνα ἀνάλογο ὄμορφο πνευματικό σπίτι. Δηλαδή καί τήν αἰώνια Μονή μας θά τήν κτίσωμε μέ τήν καλή ἀρχή.
Ἄς βιάσουμε τόν ἑαυτό μας γι΄ αὐτή τήν καλή ἀρχή. Ἡ ἀξία της εἶναι αἰώνια. Δέν εἶναι τό ὅτι θά ζήσουμε ἐδῶ μέ τήν καλή ἀρχή, βρίσκοντας τή χάρη τοῦ Θεοῦ καί θά νοιώθουμε πολύ εὐτυχισμένα, ὄχι αὐτήν τήν εὐτυχία τήν πνευματική τήν ἐδῶ, ἀλλά γιά τήν αἰώνια εὐτυχία. Χίλιοι παράδεισοι δέν συγκρίνονται μέ τήν θέα τοῦ θείου Προσώπου. Ἡ καλή ἀρχή εἶναι νά μᾶς ἀποκαλυφθῆ τό θεῖον Πρόσωπο. Ἐδῶ εἶναι ἡ ἀξία τῆς πνευματικῆς ἐπιτυχίας τῆς καλῆς ἀρχῆς. Καί γνωρίζοντας τό μέγεθος τῆς πνευματικῆς ἐπιτυχίας τῆς καλῆς ἀρχῆς, πρέπει, καί πρῶτος ἐγώ, νά βάλουμε προσπάθεια νά πετύχουμε αὐτήν τήν καλή ἀρχή. ΑΜΗΝ.