
Προοίμιο
Ταιριάζει σέ ὅσα θά πῶ παρακάτω, νά δανεισθῶ τό θρηνητικό ἐκεῖνο ρητό τοῦ προφήτη ῾Ιερεμία καί νά φωνάξω κι ἐγώ μέ ὀδύνη : “Ποιός θά βάλει στά μάτια μου πηγή δακρύων, γιά νά κλάψουν πικρά τό λαό τῶν Χριστιανῶν μέρα καί νύχτα;” Γιατί ποιός μπορεῖ, ἀλήθεια, νά μήν τόν κλάψει, ὅταν σκεφθεῖ πώς, ἐνῶ ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ νίκησε μέ τό σταυρικό Του θάνατο ὅλους τούς δαίμονες, οἱ Χριστιανοί τούς ἀναδεικνύουν πάλι νικητές καί τροπαιούχους μέ τίς διάφορες μαγεῖες τους; Καί ποιός μπορεῖ νά μή χύσει πικρά δάκρυα, ὅταν συλλογισθεῖ πώς, ἐνῶ ὁ Κύριός μας ᾿Ιησοῦς Χριστός ἀπάλλαξε ἀπό τήν τυραννία τοῦ διαβόλου τόν κόσμο καί τούς Χριστιανούς, αὐτοί, μέ τή μαγεία, τόν ξαναφέρνουν στόν κόσμο καί τόν ξανακάνουν τύραννό τους;
Εἶναι ἤ δέν εἶναι, λοιπόν, γιά κλάματα ἡ τωρινή κατάσταση τῶν Χριστιανῶν, ἀφοῦ, μέ τά μαγικά καμώματα καί σατανικά τεχνάσματά τους, ἀναβιώνουν στήν οὐσία τή λατρεία τῶν δαιμόνων; ᾿Ενῶ δηλαδή φανερά λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό, κρυφά τόν ἀρνοῦνται καί λατρεύουν τό διάβολο. Τό μεγαλύτερο μάλιστα κακό εἶναι τοῦτο : Μολονότι χρησιμοποιοῦν ἕνα σωρό μαγικά, οὔτε πού καταλαβαίνουν πώς ἀρνοῦνται ἔτσι τό Θεό, καταφρονοῦν τό Χριστό καί ἀγκαλιάζουν τό διάβολο. Τί μεγάλη πλάνη! Κρυφή καί ἀπατηλή, ψυχώλεθρη καί θανατηφόρα!
Γι᾿ αὐτό, λοιπόν, ἀποφάσισα νά ἐλέγξω τήν πλάνη καί ν’ ἀποδείξω ὅτι οἱ Χριστιανοί οὔτε μάγοι πρέπει νά γίνονται οὔτε κανένα εἶδος μαγείας νά χρησιμοποιοῦν.
Τά εἴδη τῆς μαγείας εἶναι πολλά.
᾿Αφοῦ ὁ διάβολος χωρίστηκε ἀπό τόν ἕνα Θεό, ἔπεσε στά πολλά κι ἔγινε “ποικίλος καί πολυμέριστος”. ῎Ετσι καί τά εἴδη τῆς κακίας καί τῶν μαγικῶν, πού ἐπινόησε καί ἔσπειρε στούς ταλαίπωρους ἀνθρώπους, εἶναι ποικίλα, σχεδόν ἀναρίθμητα.
Καί νά τά βασικότερα εἴδη :
1. ῾Η καθαυτό μαγεία. Εἶναι, θά λέγαμε, μιά τέχνη, μέ τήν ὁποία καλοῦνται οἱ δαίμονες καί ἐρωτοῦνται καί ἀπαντοῦν, φανερώνοντας ἄλλοτε κρυμμένους θησαυρούς, ἄλλοτε ἑρμηνεῖες ὀνείρων καί ἄλλοτε ἄλλα ἀπόκρυφα. ῞Οσοι ἀσκοῦν αὐτή τήν “τέχνη” ὀνομάζονται μάγοι, καί ἰσχυρίζονται ὅτι ὑπάρχουν τρεῖς τάξεις δαιμόνων· οἱ ἐναέριοι, πού τούς θεωροῦν ἀγαθοποιούς· οἱ ἐπίγειοι, πού τούς θεωροῦν καί καλούς καί κακούς· καί οἱ κάτω ἀπό τή γῆ, πού τούς χαρακτηρίζουν ὡς κακοποιούς. Στήν πραγματικότητα, βέβαια, ὅλοι οἱ δαίμονες εἶναι κακοί καί κακοποιοί, ποτέ ἀγαθοποιοί.
2. ῾Η μαντεία. ᾿Ασκεῖται ἀπό τούς μάντεις. Αὐτοί ὑπηρετοῦν τούς δαίμονες, χρησιμοποιώντας τήν παλάμη τοῦ χεριοῦ τους ἤ κάποιες θυσίες ἤ ἀπατηλά ἔμπλαστρα ἤ ἄλλα παρόμοια μέσα. Οἱ μάντεις λένε ὅτι μποροῦν νά γνωρίσουν τό μέλλον.
3. ῾Η γοητεία. ᾿Ασκεῖται ἀπό τούς γόητες. ᾿Ονομάζονται ἔτσι ἀπό τούς “γόους” (θρήνους), πού κάνουν στά μνήματα, ὅταν ἐπικαλοῦνται τούς δαίμονες καί τούς ζητοῦν νά βλάψουν ἕναν ἄνθρωπο - νά τόν παραλύσουν, νά τόν τυφλώσουν, νά τόν ἀρρωστήσουν γενικά. Αὐτοί, ἐπίσης, καμώνονται πώς βγάζουν καί νεκρούς ἀπό τόν ἅδη! Στούς γόητες ἀνήκουν κι ἐκεῖνοι πού “βλέπουν” διάφορα φαντάσματα στούς τάφους καί ἀνοίγοντάς τους, καῖνε δῆθεν τούς βρυκόλακες! Μιά κατηγορία αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, πού λέγονται γητευτές, μαζί μέ τίς ἐπικλήσεις τῶν δαιμόνων ἀνακατεύουν ψαλμούς τοῦ Δαβίδ καί ὀνόματα ἁγίων, τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου.
4. ῾Η φαρμακεία. Οἱ φαρμακοί κατασκευάζουν κάποια “φαρμακερά” ποτά εἴτε γιά νά θανατώσουν κάποιον εἴτε γιά νά σκοτίσουν τό νοῦ του εἴτε γιά νά τόν ἑλκύσουν σέ σαρκικό ἔρωτα. Αὐτά, κατεξοχήν, χρησιμοποιοῦν οἱ γυναῖκες γιά νά “πλανέψουν” καί νά τραβήξουν τούς ἄνδρες πού θέλουν.
5. ῾Η οἰωνοσκοπία. Οἱ οἰωνοσκόποι προλέγουν δῆθεν τά μέλλοντα ἀπό τόν τρόπο πού πετοῦν τά πουλιά, ἀπό τίς φωνές τῶν ζώων κ.λπ. Τέτοιοι, οὐσιαστικά, εἶναι καί οἱ προληπτικοί : Αὐτοί προσέχουν ποιούς θά συναντήσουν, ὅταν μάλιστα πρόκειται νά ταξίδεψουν ἤ νά ψαρέψουν ἤ, τέλος πάντων, νά κάνουν κάποια ἐργασία. ᾿Επίσης πιστεύουν στή μοίρα, στήν τύχη (τό “ριζικό”, τό “γούρι”), σέ οἰωνούς, σέ ποδαρικά καί ὄνειρα. Θεωροῦν ἄλλες ἡμέρες καλές καί ἄλλες κακές, ὅπως λ.χ. τίς Τρίτες, καί φοβοῦνται ν’ ἀρχίσουν ὁτιδήποτε τίς “κακές” ἡμέρες. Τό ᾿χουν “γρουσουζιά” νά δώσουν στούς γείτονες φῶς καί φωτιά. Προσκυνοῦν τό νέο φεγγάρι. Πιστεύουν σέ νεράϊδες καί καλλικάντζαρους. Περιεργάζονται τίς φυσικές ἀντιδράσεις τοῦ σώματός τους καί λένε ὅτι τό τάδε θά τούς συμβεῖ, ἐπειδή λ.χ. τούς τρώει τό χέρι τους ἤ παίζει τό μάτι τους ἤ βουίζει τ᾿ αὐτί τους κ.ο.κ. ῞Οταν θεμελιώνουν σπίτι ἤ ἀρχίζουν τή ναυπήγηση πλοίου, σφάζουν στά θεμέλια ἤ στήν καρίνα ἕναν πετεινό ἤ πρόβατο ἤ ἄλλο ζῶο, προσφέροντας ἔτσι θυσία στό διάβολο.
6. ῾Η ἀστρολογία. Οἱ ἀστρολόγοι λένε ὅτι οἱ κατά προαίρεση ἐνέργειες τῶν ἀνθρώπων ὁρίζονται ἀπό τήν κίνηση τῶν ἄστρων. Στ᾿ ἀστέρια ἀποδίδουν τίς ὁρμές τῆς ψυχῆς καί στούς σχηματισμούς τους τά διάφορα γεγονότα τῆς ζωῆς. ᾿Απ᾿ αὐτά, καί μέ τή συνέργεια τῶν δαιμόνων, μαντεύουν δῆθεν τό μέλλον, ἀντιμετωπίζοντας ἔτσι τ᾿ ἀστέρια σάν ἰδιότυπους “θεούς”.
7. Τά φυλαχτά. Τά χρησιμοποιοῦν οἱ φυλαχτάρηδες, τυλίγοντας σ᾿ αὐτά μεταξωτή κλωστή καί γράφοντας ὀνόματα δαιμονικά. Πολλοί τά κρεμᾶνε ἀπό τό λαιμό ἤ τό χέρι τους γιά νά τούς φυλᾶνε ἀπό τό κακό. ῞Ομοιοι μ᾿ αὐτούς εἶναι κι ἐκεῖνοι πού φτύνουν στόν κόρφο τους, γιά νά ἐμποδίσουν τάχα μέ τό φτύσιμο τή βασκανία.
8. Οἱ κλήδονες. Μέ τούς κλήδονες προσπαθοῦν νά “μαντέψουν” δῆθεν τό μέλλον καί τό “ριζικό” κάθε ἀνθρώπου μέ διάφορους λόγους, κλήσεις καί ἄλλα παρόμοια. Κλήδονες γίνονται μέχρι σήμερα σέ πολλούς τόπους, καί μάλιστα στά νησιά, στό Γενέσιο τοῦ Τιμίου Προδρόμου (24 ᾿Ιουνίου). Συνήθως συνδυάζονται καί μέ φωτιές, πού τίς ἀνάβουν οἱ ἄνθρωποι μπροστά στά μαγαζιά τους καί τίς περνᾶνε ἀπό πάνω.
Αὐτά εἶναι τά κυριότερα εἴδη τῆς μαγείας. ῾Υπάρχουν καί ἄλλα πολλά. Τά περισσότερα ἀναφέρονται στήν ῾Αγία Γραφή καί σέ κανόνες ἱερῶν Συνόδων, (κυρίως τῆς ΣΤ ´ Οἰκουμενικῆς).
Γιατί ὁ Θεός ἀπαγορεύει τά μαγικά;
Καιρός εἶναι τώρα νά ποῦμε, πώς εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτο νά γίνονται ἀπό τούς Χριστιανούς ὅλ᾿ αὐτά τά εἴδη τῶν μαγικῶν. Γιατί ἄν αὐτά ἀπαγορεύονται στούς ῾Εβραίους, πού ἦταν πνευματικά νήπιοι, πόσο μᾶλλον ἀπαγορεύονται στούς Χριστιανούς, τά τέκνα τῆς ἀλήθειας καί τῆς χάριτος τοῦ Εὐαγγελίου;
Στό Δευτερονόμιο ὁ Θεός πρόσταζε τούς ῾Εβραίους·: “Νά μή βρεθεῖ σέ σένα (᾿Ισραήλ) κανένας, πού νά μαντεύει μαντεῖες, πού νά προβλέπει τά μέλλοντα μέ φωνές (κλήδονες) καί παρατηρήσεις σημείων (οἰωνῶν)· μάγος, πού ν᾿ ἀσχολεῖται μέ ἐπαοιδία· ἐγγαστρίμυθος καί τερατοσκόπος, πού νά καλεῖ τούς νεκρούς” (Δευτ. 18:10). Στό Λευϊτικό, μάλιστα, προσθέτει νά μήν πλησιάζει κανένας ἐκείνους πού κάνουν αὐτά τά πράγματα, γιά νά μή μολυνθεῖ: “Νά μήν προσκολληθεῖτε (σέ μάγους) καί μολυνθεῖτε ἀπ᾿ αὐτούς · ἐγώ εἶμαι ὁ Κύριος καί Θεός σας!” (Λευϊτ. 19:26, 31).
῾Ο Θεός ἀπαγορεύει τά μαγικά, ἐπειδή ὁδηγοῦν τόσο ἐκείνους πού τά χρησιμοποιοῦν, ὅσο καί ἐκείνους πού τά ζητοῦν, στήν προσκύνηση καί τή λατρεία τῶν δαιμόνων. Γι᾿ αὐτό καί ἀποτελοῦν θανάσιμη ἁμαρτία. ᾿Από τήν ἄλλη, πάλι, τά μαγικά δέν μποροῦν νά προσφέρουν καμιά ὠφέλεια. “Οἱ μαντεῖες καί οἱ οἰωνισμοί καί τά ὄνειρα εἶναι μάταια”, λέει ἡ Γραφή (Σειράχ 34:5).
Γι᾿ αὐτό τό λόγο οἱ ἅγιοι ᾿Απόστολοι δίνουν ἐντολή στούς Χριστιανούς νά μή χρησιμοποιοῦν κανενός εἴδους μαγικά· “οὐ μαγεύσεις, οὐ φαρμακεύσεις” (Διαταγ. 7,3)· “φεύγετε.....ἐπαοιδάς, κλήδονας, μαντείας, καθαρισμούς, οἰωνισμούς, ὀρνιθοσκοπίας, νεκρομαντείας, ἐπιφωνήσεις” (δ.π. 2,62)
Σκεφθεῖτε, Χριστιανοί, πώς ὅταν λάβατε τό ἅγιο Βάπτισμα, σᾶς ρώτησε ὁ ἱερέας - ἤ μᾶλλον ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: “᾿Αποτάσσῃ τῷ σατανᾷ καί πᾶσι τοῖς ἔργοις αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ λατρείᾳ αὐτοῦ καί πάσῃ τῇ πομπῇ αὐτοῦ;”. Καί ὁ καθένας ἀπό σᾶς, μέ τό στόμα τοῦ ἀναδόχου του, ἀπάντησε: “᾿Αποτάσσομαι”. ῞Οχι μόνο τό σατανά, ἀλλά καί ὅλα τά ἔργα του καί τή λατρεία του καί τήν πομπή του. ᾿Αλλά ποιά εἶναι ἡ λατρεία τοῦ σατανᾶ; ῾Ο ἅγιος Κύριλλος ῾Ιεροσολύμων ἀπαντάει, πώς εἶναι οἱ μαντεῖες, οἱ φαρμακεῖες καί ὅλα τά ἄλλα εἴδη τῶν μαγικῶν, πού ἀπαριθμήσαμε. Καί ποιά εἶναι ἡ πομπή του; ῾Ο ἱερός Χρυσόστομος λέει, πώς εἶναι τά θέατρα, οἱ ἱπποδρομίες, οἱ κλήδονες καί κάθε ἁμαρτία.
Δέν καταλαβαίνετε λοιπόν, ἀδελφοί, πώς γιά ἐκείνη τήν ὁμολογία καί ὑπόσχεσή σας τήν ὥρα τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, θά σᾶς ζητηθεῖ λόγος τήν ἡμέρα τῆς Κρίσεως; Δέν ξέρετε ὅτι πρέπει νά τηρήσετε ἀπόλυτα τή συμφωνία, πού κάνατε μέ τό Θεό; Πῶς ἀφήνετε τό Χριστό καί πηγαίνετε στούς μάγους καί τίς μάγισσες, δηλαδή στόν ἴδιο τό διάβολο;
Αὐτός ὁ λόγος “ἀποτάσσομαί σοι, σατανᾶ, καί πάσῃ τῇ λατρείᾳ σου καί πάσῃ τῇ πομπῇ σου”, ἄς εἶναι πάντα στό στόμα σας καί στό νοῦ σας, σάν χαλινάρι καί ἐμπόδιο ἀπό κάθε εἴδος μαγείας. Αὐτός ὁ λόγος θά σᾶς κάνει νά μή φοβᾶστε τά “κακά συναπαντήματα”(!) τῶν ἀνθρώπων, οὔτε κρωγμούς καί πετάγματα πουλιῶν καί ἄλλα παρόμοια, ὅταν βγαίνετε ἀπό τό σπίτι σας. Αὐτός ὁ λόγος, συνδυασμένος μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, θά σᾶς κάνει να μή φοβᾶστε οὔτε τόν διάβολο μέ ὅλη του τή δαιμονική παράταξη. Μόνο μήν παύετε νά τόν ἐπαναλαμβάνετε παντοῦ καί πάντοτε, ὅπως συμβουλεύει ἡ χρυσόλαλη γλώσσα τοῦ ἁγίου ῾Ιωάννου: “Παρακαλῶ νά μένετε καθαροί ἀπό τήν ἀπάτη τῆς μαγείας, ἔχοντας σάν στήριγμα αὐτό τό λόγο. Καί ὅπως δέν θά πηγαίνατε ποτέ στήν ἀγορά χωρίς ροῦχα ἤ παπούτσια, ἔτσι νά μήν πηγαίνετε πουθενά καί χωρίς νά λέτε, ξεκινώντας, τή φράση: “᾿Αποτάσσομαί σοι, σατανᾶ, καί τῇ πομπῇ σου καί τῇ λατρείᾳ σου, καί συντάσσομαί σοι, Χριστέ”. Ποτέ μή βγεῖς ἀπό τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ σου χωρίς τά παραπάνω λόγια. Γιατί εἶναι τό στήριγμά σου, τό ὅπλο σου, τό ἄπαρτο κάστρο πού σέ περιτειχίζει. Παράλληλα σφραγίσου καί μέ τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. ῎Ετσι, ὄχι μόνο ἄνθρωπος, μά οὔτε κι αὐτός ὁ διάβολος δέν θά μπορέσει νά σέ βλάψει, βλέποντάς σε παντοῦ μ᾿ αὐτή τήν πανοπλία”.
Γιατί οἱ Χριστιανοί ἔπεσαν στά μαγικά.
῾Η αἰτία πού οἱ σημερινοί Χριστιανοί ἔπεσαν στά ἔργα τοῦ διαβόλου, καί μάλιστα στά μαγικά, εἶναι τό ὅτι δέν συλλογίζονται τίς ὑποσχέσεις ἐκεῖνες πού ἔδωσαν στό Χριστό ὅταν βαπτίσθηκαν, ἀλλά τίς ξέχασαν καί τίς ἔσβησαν τελείως ἀπό τή μνήμη τους καί τήν καρδιά τους. Γι᾿ αὐτό καί πραγματοποιοῦνται σ᾿ αὐτούς τά λόγια πού εἶπε ὁ Κύριος: “῞Οταν τό ἀκάθαρτο πνεῦμα (τό δαιμόνιο) βγεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο, περιδιαβαίνει σέ τόπους ἄνυδρους ζητώντας ἀνάπαυση, μά δέν βρίσκει. (Γιατί ἀνάπαυση βρίσκει μόνο ὅταν κυριεύει τόν ἄνθρωπο καί τοῦ κάνει κακό). Τότε λέει: “᾿Ας γυρίσω πάλι στό σπιτάκι μου (δηλαδή στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου), ἀπ᾿ ὅπου ἔφυγα”. Κι ὅταν ἔρθει, βρίσκει τό σπίτι ἀφύλαχτο, σκουπισμένο, στολισμένο, ἕτοιμο. (Βρίσκει δηλαδή τόν ἄνθρωπο ἀμέριμνο καί διατεθειμένο νά τόν δεχθεῖ πάλι). Τότε πηγαίνει, φέρνει κι ἄλλα ἑπτά δαιμόνια, πονηρότερα μάλιστα, μπαίνει μαζί τους στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου καί κατοικεῖ ἐκεῖ μόνιμα πιά.῎Ετσι ἡ κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου γίνεται τελικά χειρότερη ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν πρίν (κι ἀπό τό Βάπτισμα!).” (Ματθ. 12:43-45).
῞Οσοι λοιπόν Χριστιανοί ἀσχολοῦνται μέ τά μαγικά, διώχνουν ἀπό τίς καρδιές τους τή θεία χάρη, τό Πνεῦμα τό ῞Αγιο, καί βάζουν μέσα τους τό ἀκάθαρτο πνεῦμα, τό δαιμόνιο. Μέ τή δαιμονική ἐνέργεια τότε, κάνουν κάθε τι σατανικό καί περίεργο.
Πῶς μποροῦν, ἑπομένως, ὅσοι ἀσχολοῦνται μέ τά μαγικά, νά εἶναι ἤ νά λέγονται Χριστιανοί; Χριστιανοί καί μάγοι; Χριστιανοί καί δαιμονολάτρες; ᾿Ανήκουστο! ᾿Αδύνατο! Πῶς νά συμφωνήσουν τό φῶς μέ τό σκοτάδι, τά τέκνα τοῦ Θεοῦ μέ τά τέκνα τοῦ διαβόλου;... Μάταια λένε αὐτοί οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι Χριστιανοί. Μέ τά λόγια μόνο εἶναι Χριστιανοί, μά μέ τά ἔργα τους προδότες τοῦ Χριστοῦ, ἀσεβεῖς εἰδωλολάτρες καί σατανολάτρες.
Οἱ δαίμονες δέν θεραπεύουν ἀλλά θανατώνουν.
᾿Αλλά τί προφασίζονται μερικοί Χριστιανοί;
᾿Εμεῖς, λένε, καταφεύγουμε στούς μάγους (δηλαδή στούς δαίμονες!) ἐπειδή
α) βρίσκουμε γιατρειά στίς ἀρρώστιες μας,
β) μαθαίνουμε τό μέλλον καί ἄλλα κρυφά πράγματα,
γ) φοβόμαστε τούς δαίμονες καί θέλουμε, διαμέσου τῆς μαγείας, νά τούς ἐξευμενίσουμε.
᾿Απαντοῦμε λοιπόν σ᾿ αὐτά·
α) Μόνο ὁ Θεός θεραπεύει ἀληθινά.
᾿Ανόητε ἄνθρωπε, καταφεύγεις στούς μάγους γιά νά γιατρευτεῖς; Καί πιστεύεις, πώς ὁ διάβολος θά γιατρέψει πραγματικά τήν ἀρρώστια σου; ᾿Εκεῖνος “ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ᾿ ἀρχῆς” (᾿Ιω. 8:44), καί θανάτωσε ὅλο τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Πῶς τώρα θά γίνει γιατρός σου; Δέν εἶδες, πού οἱ δαίμονες δέν μπόρεσαν νά γιατρέψουν οὔτε τούς δικούς τους μάγους ἀπό τίς πληγές πού τούς προξένησε ὁ Μωϋσῆς στήν Αἴγυπτο; (᾿Εξόδ. 9:11). Καί τώρα θά κάνουν καλά ἐσένα; Καί ἄν οἱ δαίμονες δέν λυποῦνται τήν ψυχή σου, πῶς θά λυπηθοῦν τό σῶμα σου; ᾿Αστεῖα πράγματα! Γιατί δέν ὑπάρχει τίποτα γλυκύτερο γιά τό διάβολο ἀπό τό νά τυραννάει τόν ἄνθρωπο μέ κάθε τρόπο. Εὐκολότερο εἶναι νά δώσει κρύο ἡ φωτιά καί φλόγα τό χιόνι, παρά νά γιατρέψει ὁ διάβολος πραγματικά. Οὔτε μπορεῖ οὔτε θέλει οὔτε ξέρει πῶς νά γιατρεύει. ᾿Αλλά κι ἄν ὑποτεθεῖ ὅτι καί μπορεῖ καί θέλει καί ξέρει, ὅμως ἄν δέν τοῦ ἐπιτρέψει ὁ Θεός, ἀπό μόνος του δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτα.
Πίστεψε λοιπόν, ἀδελφέ, ὅτι μόνο ὁ Θεός εἶναι ὁ ἀληθινός γιατρός ψυχῶν καί σωμάτων. Οἱ μάγοι καί οἱ δαίμονες γιατρεύουν ὄχι στ᾿ ἀλήθεια ἀλλά φανταστικά. Μά κι ἄν θελήσουν νά γιατρέψουν τό σῶμα σου μέ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ, νά ξέρεις ὅτι τό γιατρεύουν μέ σκοπό νά θανατώσουν τήν ψυχή σου. Πῶς; Τραβώντας σε ἀπό τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ καί πείθοντάς σε νά πιστεύεις σ᾿ ἐκείνους. Ποιά λοιπόν ἡ ὠφέλειά σου, ἄν ἐδῶ ἔχεις πρόσκαιρη ὑγεία, ἐκεῖ ὅμως κολαστεῖς αἰώνια; Νά χαθεῖ τέτοια ὑγεία! Νά χαθεῖ τέτοια ζωή!
῾Ο διάβολος, ἀδελφοί μου, εἶναι ἕνας ψαράς πολύ πανοῦργος. Βάζει μικρό δόλωμα καί θέλει νά πιάσει μεγάλο ψάρι. Μέ χάρα σᾶς δίνει λίγη ὑγεία, μόνο καί μόνο γιά νά σᾶς στερήσει τόν παράδεισο, γιά νά σᾶς κολάσει αἰώνια!
Πῶς μπορεῖτε λοιπόν, γιά τό παραμικρό πρόβλημα, νά ἐγκαταλείπετε τό γλυκύτατο Χριστό - τόν ποιητή, τό λυτρωτή, τόν ἀληθινό γιατρό σας - καί νά πηγαίνετε στόν καταραμένο διάβολο - τό φονιά καί τύραννό σας; Πῶς σᾶς κάνει καρδιά νά καταφρονεῖτε τόσους ἁγίους, πού εἶναι φίλοι καί εὐεργέτες καί θεραπευτές σας, καί νά καταφεύγετε στούς μάγους καί τούς δαίμονες, πού εἶναι οἱ πιό ἄσπονδοι ἐχθροί σας;
Μά πιστεύετε στ᾿ ἀλήθεια, πώς αὐτά πού κάνει μιά ἀλλοπαρμένη κακόγρια, μιά τσιγγάνα, μιά μάγισσα, δέν μπορεῖ νά τά κάνει καί ὁ Χριστός; Πιστεύετε πώς μέ τά κάρβουνα καί τά πέταλα καί τά διαβολικά φυλαχτά δέν ἔχουν ἴση τουλάχιστο δύναμη ὁ Σταυρός, ὁ ἁγιασμός καί τά ἄλλα σωτήρια ἰαματικά μέσα τῆς πίστεώς μας; ῎Αχ, ἀχάριστα πλάσματα! ῎Αχ, γενεά ἄπιστη καί σκληρόκαρδη! Πόσο δίκιο ἔχει ὁ Χριστός μας νά λυπᾶται καί νά φωνάζει παραπονετικά μαζί μέ τόν προφήτη ῾Ησαΐα: “῎Ακουε, οὐρανέ, καί ἐνωτίζου, γῆ... υἱούς ἐγέννησα καί ὕψωσα, αὐτοί δέ με ἠθέτησαν” (῾Ησ.1:2).
Γιά νά μή λυπᾶται λοιπόν ὁ Ἰησοῦς ἐξαιτίας σας, γιά νά μή φαίνεστε κι ἐσεῖς ἀχάριστοι στό μεγάλο αὐτό Εὐεργέτη σας, σᾶς παρακαλῶ ἀδελφοί μου, μήν πηγαίνετε σέ μάγους καί μάγισσες καί τσιγγάνες. Κι ὅταν ἀρρωσταίνετε, νά προστρέχετε στό Χριστό μέ ζωντανή πίστη καί νά ζητᾶτε ἀπ᾿ Αὐτόν τή γιατρειά σας. Γιατί Αὐτός εἶναι ὁ φιλόστοργος πατέρας σας. Κι ἄν σᾶς ἔδωσε τήν ἀρρώστια, σᾶς τήν ἔδωσε γιά νά δοκιμάσει τήν ὑπομονή σας, γιά νά σᾶς στεφανώσει περισσότερο καί γιά νά δεῖ ἄν τόν ἀγαπᾶτε γνήσια. Νά προστρέχετε ἀκόμα στήν Κυρία Θεοτόκο, πού θεραπεύει τούς ἀσθενεῖς καί παρηγορεῖ τούς λυπημένους. Νά προστρέχετε, τέλος, στούς ἀγίους Πάντες καί νά τούς παρακαλεῖτε μέ θέρμη. ῎Ετσι θά πετύχετε τήν ἀληθινή θεραπεία σας.
Κι ἄν ὅμως δέν βρεῖτε τήν πολυπόθητη ὑγεία, κι ἄν ὁ Θεός σᾶς ἀφήσει νά ταλαιπωρεῖστε, ἐπειδή αὐτό συμφέρει τήν ψυχή σας, και πάλι πρέπει νά στέκεστε ἀνδρεῖοι καί στερεοί στήν πίστη. Χίλιες φορές νά προτιμήσετε τό θανάτο, παρά νά καταφύγετε σέ μάγους καί ν᾿ ἀρνηθεῖτε ἔτσι τό Χριστό.
β) Μόνο ὁ Θεός γνωρίζει τά ἀπόκρυφα.
῞Οσοι θέλουν νά μάθουν τό μέλλον ἤ διάφορα κρυφά πράγματα, ἄς γνωρίζουν, ὅτι μόνο ὁ Θεός ξέρει ὅλα τά ἀπόκρυφα καί μόνο ὁ Θεός προγνωρίζει τά μέλλοντα. Οἱ ἄγγελοι καί οἱ ἄνθρωποι γνωρίζουν κάποτε τά μυστικά αὐτά πράγματα, ὄχι ὅμως ἀπό μόνοι τους, ἀλλ’ ἀπό ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ. Οἱ μάγοι καί οἱ δαίμονες, πάντως, ἐπειδή εἶναι σκοτισμένοι καί δέν ἔχουν τό φωτισμό τοῦ Θεοῦ, δέν μποροῦν νά γνωρίζουν τίποτε κρυφό, οὔτε τί μέλλει νά συμβεῖ στόν κάθε ἄνθρωπο. Γιατί ὁ ἄνθρωπος εἶναι αὐτεξούσιος. ῎Αν θέλει, κλίνει στό καλό· ἄν δέν θέλει τό καλό, κλίνει στό κακό. ῎Αρα εἶναι ἄγνωστη ἡ ἐξέλιξη καί κατάληξή του. Γι᾿ αὐτό καί ὁ Θεός περιγελᾶ τή Βαβυλώνα, πού οἱ κάτοικοί της πίστευαν στούς ἀστρολόγους καί στούς δαίμονες, καί τῆς λέει: “῎Ας σέ σώσουν τώρα οἱ ἀστρολόγοι, ἄς προβλέψουν τί πρόκειται νά σοῦ συμβεῖ!” (῾Ησ. 47:13).
Προγνωρίζουν, βεβαία, πολλά οἱ δαίμονες, ἀλλά τά ἐξωτερικά καί φυσικά, συμπεραίνοντας τά γεγονότα ἀπό τούς νόμους τῆς φύσεως. ῞Οπως, ἄλλωστε, καί πολλοί ἄνθρωποι σοφοί καί ἐπιστήμονες. Αὐτά ὅμως πού βρίσκονται στό βάθος τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου καί ἐξαρτῶνται ἀπό τήν προαίρεσή του, μόνο ὁ Θεός τά γνωρίζει μέ ἀκρίβεια. ᾿Εκεῖνοι συμπεραίνουν μερικά ἀπό τίς κινήσεις τοῦ σώματος καί τήν ἐξωτερική συμπεριφορά τοῦ ἀνθρώπου. ῎Ετσι, καί ὅσα φαίνονται νά προγνωρίζουν, τά γνωρίζουν σκοτεινά, ἀσαφή καί λοξά. Γι᾿ αὐτό καί οἱ χρησμοί τῶν μαντείων ἦταν διφορούμενοι, καί μποροῦσαν νά ἑρμηνευθοῦν καί ἔτσι καί ἀλλιῶς.
῎Ας ἔρθουν τώρα ἐδῶ οἱ Χριστιανοί, πού πηγαίνουν στούς μάντεις καί τίς μάντισσες εἴτε γιά νά τούς ποῦν τό μέλλον εἴτε γιά νά τούς ἐξηγήσουν τά ὄνειρά τους εἴτε γιά νά τούς φανερώσουν χαμένα πράγματα ἤ κρυμμένους θησαυρούς. ῎Ας ἔρθουν, λέω, γιά νά τούς πῶ ὅ,τι εἶπε καί ὁ προφήτης ῾Ησαΐας κάποτε στόν ᾿Ισραήλ: ᾿Ανόητοι ἄνθρωποι, ὥς πότε θά κουτσαίνετε κι ἀπό τά δυό σας πόδια; ῞Ως πότε θά πιστεύετε καί στό Χριστό καί στούς μάντεις, δηλαδή τούς δαίμονες; Γιατί ἄν πιστεύετε πώς ὁ Χριστός, ὡς Θεός πού εἶναι, γνωρίζει τά πάντα καί τά φανερώνει σέ ὅσους ᾿Εκεῖνος θέλει, πῶς τρέχετε στούς μάντεις; ῎Αν, ἀντίθετα, πιστεύετε πώς οἱ μάντεις ἔχουν τήν γνώση τῆς ἀλήθειας, πῶς προσκυνᾶτε τό Χριστό καί ὀνομάζεστε μάταια Χριστιανοί; Δέν ξέρετε, πώς δέν μπορεῖτε νά δουλεύετε σέ δυό κυρίους;
Γιατί ὅμως, θά ρωτήσετε, κάποτε βγαίνουν ἀληθινά μερικά πράγματα, πού προλέγουν οἱ δαίμονες;
α) ᾿Επειδή δέν πιστεύετε ἀκράδαντα στόν Κύριο καί μόνο, ἀλλά καί στούς δαίμονες. ῎Ετσι, γιά τήν ἀπιστία σας, ὁ Θεος παραχωρεῖ νά γίνονται αὐτά πού ἐκεῖνοι προλέγουν.
β) ᾿Επειδή, πηγαίνοντας στούς δαίμονες καί ζητώντας τήν βοήθειά τους, γίνεστε μόνοι σας δοῦλοι τοῦ διαβόλου, μπαίνετε κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του. ῎Ετσι, μπορεῖ πιά νά σᾶς κάνει ὅ,τι θέλει. ῎Αρα, ὅ,τι σᾶς πεῖ τό πραγματοποιεῖ κιόλας, ὅπως ἕνας κακοῦργος πού σκλαβώνει κάποιον ἄνθρωπο· ἄν τοῦ πεῖ ὅτι θά ζήσει, θά ζήσει· ἄν τοῦ πεῖ πώς θά πεθάνει, θά πεθάνει. Γιατί εἶναι στό χέρι τοῦ κακούργου νά κάνει εἴτε τό ἕνα εἴτε τό ἄλλο. Λέει σχετικά ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος: “῎Ας ὑποθέσουμε, πώς ἕνα βασιλόπουλο ἐγκαταλείπει τό παλάτι του, πάει σέ τόπο ἔρημο καί μπαίνει θεληματικά κάτω ἀπό τήν ἐξουσία ἑνός λήσταρχου. Πές μου, μπορεῖ αὐτός ὁ λήσταρχος νά τοῦ πεῖ ἀπό πρίν μέ βεβαιότητα ἄν θά ζήσει ἤ θά πεθάνει; Καί βέβαια μπορεῖ! ῎Οχι ὅμως ἐπειδή προεῖδε τό μέλλον, ἀλλ᾿ ἐπειδή, ἔχοντας γίνει κύριος τοῦ βασιλόπουλου, ἔχει τή δυνατότητα νά τοῦ κάνει ὅ,τι θέλει - εἴτε νά τό θανατώσει εἴτε νά τοῦ χαρίσει τή ζωή”.
Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου Χριστιανοί, μήν πιστεύετε στήν πρόγνωση τῶν δαιμόνων, γιατί στήν πραγματικότητα δέν προγνωρίζουν τίποτα. Στόν Κύριο μόνο νά ἔχετε πίστη βαθειά, κι ᾿Εκεῖνος θά σᾶς φανερώσει ἐκεῖνα πού πρέπει νά γνωρίζετε.
γ) Οἱ Χριστιανοί δέν πρέπει νά φοβοῦνται τό διάβολο καί τούς δαίμονες.
Γιατί, Χριστιανοί μου, μέ τά διάφορα μαγικά κάνετε τά χατήρια τοῦ διαβόλου; Αὐτός δέν ἔχει ἐξουσία καί δύναμη νά προκαλέσει οὔτε τόν παραμικρό πειρασμό. ᾿Αφ᾿ ὅτου ὁ Χριστός σαρκώθηκε, ὁ διάβολος ἔχασε τήν τυραννική του ἐξουσία. ῾Ο ἐνανθρωπήσας Κύριος τοῦ συνέτριψε τήν κεφαλή κι ἄφησε μόνο τήν οὐρά του νά σαλεύει, ἔτσι, γιά νά γυμνάζονται καί νά στεφανώνονται οἱ πιστοί. Τώρα μόνο μέ ἀπάτες παγιδεύει τούς ἀνθρώπους στήν κακία καί ὄχι τυραννικά, ὅπως πρίν. Δηλαδή μόνο κακές σκέψεις μπορεῖ νά μᾶς βάζει, ἀλλ᾿ ἀπό τή δική μας θέληση ἐξαρτᾶται ἄν θά τίς δεχθοῦμε ἤ θά τίς διώξουμε. Κανένας πειρασμός, δέν μπορεῖ νά συμβεῖ στόν ἄνθρωπο, ἄν δέν τό ἐπιτρέψει ὁ Θεός. Μάταια, λοιπόν, καλοπιάνετε τούς δαίμονες μέ τίς μαγεῖες, γιατί δέν μποροῦν νά κάνουν τίποτα χωρίς τήν ἄδεια τοῦ Θεοῦ.
Πῶς τιμωρεῖ ὁ Θεός τούς μάγους καί ὅσους προστρέχουν σ᾿ αὐτούς.
Μετά ἀπ᾿ ὅσα εἴπαμε, εἶναι εὐνόητο γιατί ὁ Θεός τιμωρεῖ αὐστηρά ὅσους ἀσχολοῦνται μέ τά μαγικά ἤ τά χρησιμοποιοῦν.
Στήν Παλαιά Διαθήκη πρόσταζε νά θανατώνονται μέ λιθοβολισμό ὅσοι γίνονταν μάγοι, φαρμακοί κ.λπ. (Λευϊτ. 20:27). ᾿Αλλά καί πλήθη ὁλόκληρα ἀνθρώπων, πόλεις μεγάλες καί ἔνδοξες, παραδόθηκαν σέ πεῖνες καί σφαγές καί ἀφανισμούς ἐξαιτίας τῶν μαγικῶν, ὅπως ἡ Νινευΐ (Ναούμ 3:1), ἡ Βαβυλώνα (῾Ησ. 47:1-9), ἀκόμα καί ἡ ῾Ιερουσαλήμ (῾Ιερ. 14:14).
῾Η ᾿Εκκλησία μας, ἐπίσης ὁρίζει μεγάλες τιμωρίες (ἐπιτίμια). Γιά παράδειγμα, ἡ ΣΤ ´ Οἰκουμενική Σύνοδος (ξα´ καν.) κανονίζει μέ ἑξάχρονη ἀποχή ἀπό τή θεία Κοινωνία, ὅσους καταφεύγουν σέ μάντεις, ὅσους “λένε τή μοίρα” καί ὅσους κάνουν γητέματα. ῎Αν ἐπιμείνουν στά πονηρά τους ἔργα, τούς χωρίζει τελείως ἀπό τήν ᾿Εκκλησία.
῾Η τοπική Σύνοδος τῆς ᾿Αγκύρας (κδ´ καν.) κανονίζει μέ πέντε χρόνια στέρηση τῆς θείας Κοινωνίας, ὅσους φέρνουν μάγους στά σπίτια τους, γιά νά βροῦν τά μάγια πού τούς ἔκαναν ἄλλοι.
῾Ο Μέγας Βασίλειος (ξε´ καν.) βάζει τούς γόητες καί φαρμακούς στήν ἴδια μοίρα μέ τούς φονιάδες, ἐπιτιμώντας τους μέ εἰκοσάχρονη ἀποχή ἀπό τή θεία Κοινωνία.
Πῶς νά φυλάγονται οἱ Χριστιανοί ἀπό τά μαγικά.
Γιά νά φυλάγεσθε ἀπό τά μαγικά καί τήν ἐνέργεια τῶν δαιμόνων, νά ἔχετε ὅλοι - μικροί καί μεγάλοι, ἄνδρες καί γυναῖκες - κρεμασμένο στό λαιμό σας τόν τίμιο Σταυρό. Τρέμουν οἱ δαίμονες τόν τύπο τοῦ Σταυροῦ καί φεύγουν μακριά ὅταν τόν βλέπουν. ῎Αλλωστε, ὅπως ὁμολόγησαν οἱ ἴδιοι στόν ἅγιο ᾿Ιωάννη τόν Βοστρινό, πού εἶχε ἐξουσία κατά τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων, τρία πράγματα φοβοῦνται περισσότερο· τό Σταυρό, τό ἅγιο Βάπτισμα καί τή θεία Κοινωνία.
Νά ἔχετε ἐπίσης στό σπίτι σας, ἀλλά καί μαζί σας, τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Καί φυσικά νά τό μελετᾶτε. Σ᾿ ὅποιο σπίτι ὑπάρχει Εὐαγγέλιο δέν μπαίνει ὁ διάβολος.
Τά ἀνδρόγυνα, γιά νά μή φοβοῦνται τό “δέσιμο”, πρίν παντρευτοῦν πρέπει νά ἐξομολογοῦνται, νά νηστεύουν τρεῖς ἡμέρες, νά συνδυάζουν τό μυστήριο τοῦ γάμου μέ τήν τέλεση θείας Λειτουργίας καί νά μεταλαμβάνουν ἔτσι τά ἄχραντα Μυστήρια. Προπαντός τά ἀνδρόγυνα νά ἔχουν πίστη στερεή καί ἀκλόνητη στόν Κύριο, κι Αὐτός θά διαλύσει τίς ἐνέργειες τῶν δαιμόνων.
῎Αν, γιά τήν ὀλιγοπιστία μερικῶν Χριστιανῶν, οἱ δαίμονες παρουσιάζουν διάφορα φαντάσματα, εἴτε σέ τάφους εἴτε σέ σπίτια εἴτε ἀλλοῦ, νά καλεῖται ἱερέας, νά γίνεται ἁγιασμός καί νά ραντίζεται ὁ τόπος. ῎Ετσι, μέ τή θεία χάρη, διαλύεται κάθε δαιμονική ἐνέργεια.
Τέλος, ὅταν ἕνας Χριστιανός πρόκειται νά χτίσει σπίτι ἤ νά κατασκευάσει καΐκι κ.τ.ὅ., ἄς προσκαλεῖ ἕναν ἱερέα νά τοῦ κάνει ἁγιασμό καί νά διαβάσει τήν κατάλληλη γιά τήν περίσταση εὐχή τῆς ᾿Εκκλησίας μας.
᾿Επίλογος
Οἱ μάγοι, οἱ μάγισσες καί ὅσοι καταφεύγουν σ᾿ αὐτούς δέν ἔχουν θέση στήν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Χάνουν τόν παράδεισο. Καί ποῦ στέλνονται; ᾿Αλλοίμονο! Στήν αἰώνια κόλαση μαζί μέ τούς ἄπιστους, τούς ἀσεβεῖς καί τούς εἰδωλολάτρες (᾿Αποκ. 21:8). Νά πῶ καί κάτι φοβερότερο; Θά κολάζονται χειρότερα κι ἀπό τούς εἰδωλολάτρες. Γιατί αὐτοί, ἔτσι γεννήθηκαν στήν ἀσέβεια, ἔτσι καί πέθαναν. Δέν βαπτίσθηκαν στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος. Δέν πίστεψαν στό Χριστό. Οἱ Χριστιανοί ὅμως, οἱ βαπτισμένοι, πού ἔγιναν παιδιά τοῦ Θεοῦ “κατά χάριν”, πού τράφηκαν μέ τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου, πῶς τόλμησαν κατόπιν καί τά καταφρόνησαν καί τ᾿ ἀρνήθηκαν καί καταπιάστηκαν μέ τά μαγικά;
Γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, καί γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς σας, φυλαχθεῖτε, ἀδελφοί μου, φυλαχθεῖτε ἀπό τή μαγεία. Καί πάλι σᾶς λέω, φυλαχθεῖτε! Μήν πηγαίνετε σέ μάγους καί μάγισσες. Σ᾿ ὅλες τίς περιστάσεις καί γιά ὅλες σας τίς ἀνάγκες νά προστρέχετε στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στήν προστασία τῆς Θεοτόκου καί στίς πρεσβεῖες τῶν ἁγίων. ῎Ετσι καί ἀπό τίς ἀσθένειες καί τίς ἀνάγκες σας θά ἐλευθερωθεῖτε, καί ἀπό τήν αἰώνια κόλαση θά λυτρωθεῖτε, καί τήν οὐράνια βασιλεία θά κληρονομήσετε, “ἧς γένοιτο ἀξιωθῆναι πάντας ἡμᾶς χάριτι τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αμήν”.
Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης
True perfection consists...in having but one fear, the loss of God's friendship..
St Gregory of Nyssa
People can do me no evil, as long as I have no wounds.
St Nicholas Velimirovich
When there is no patience, all goodness in the soul is quickly suppressed and
sin grows...
St Raphael of Lesvos
For while a man is still competing in the arena he cannot be sure of victory...
St Isaiah the Solitary
Interpreting matters of faith, one must speak after careful consideration, clearly, distinctly, as briefly as possible, otherwise your preaching will be of little success...
St. Innocent of Moscow

A meditation for those preparing to stand before the Creator and Church community in the awesome Mystery of Holy Confession, thereby being given the renewal of a second baptism.
I, a sinful soul, confess to our Lord God and Savior Jesus Christ, all of my evil acts which I have done, said or thought from baptism even unto this present day.
I have not kept the vows of my baptism, but have made myself unwanted before the face of God.
I have sinned before the Lord by lack of faith and by doubts concerning the Orthodox Faith and the Holy Church; by ungratefulness for all of God's great and unceasing gifts; His long-suffering and His providence for me, a sinner; by lack of love for the Lord, as well as fear, through not fulfilling the Holy Commandments of God and the canons and rules of the Church.
I have not preserved a love for God and for my neighbor nor have I made enough efforts, because of laziness and lack of care, to learn the Commandments of God and the precepts of the Holy Fathers. I have sinned: by not praying in the morning and in the evening and in the course of the day; by not attending the services or by coming to Church only halfheartedly.
I have sinned by judging members of the clergy. I have sinned by not respecting the Feasts, breaking the Fasts, and by immoderation in food and drink.
I have sinned by self-importance, disobedience, willfulness, self-righteousness, and the seeking of approval and praise.
I have sinned by unbelief, lack of faith, doubts, despair, despondency, abusive thoughts, blasphemy and swearing.
I have sinned by pride, a high opinion of my self, narcissism, vanity, conceit, envy, love of praise, love of honors, and by putting on airs.
I have sinned: by judging, malicious gossip, anger, remembering of offenses done to me, hatred and returning evil for evil; by slander, reproaches, lies, slyness, deception and hypocrisy; by prejudices, arguments, stubbornness, and an unwillingness to give way to my neighbor; by gloating, spitefulness, taunting, insults and mocking; by gossip, by speaking too much and by empty speech.
I have sinned by unnecessary and excessive laughter, by reviling and dwelling upon my previous sins, by arrogant behavior, insolence and lack of respect.
I have sinned by not keeping my physical and spiritual passions in check, by my enjoyment of impure thoughts, licentiousness and unchastity in thoughts, words and deeds.
I have sinned by lack of endurance towards my illnesses and sorrows, a devotion to the comforts of life and by being too attached to my parents, children, relatives and friends.
I have sinned by hardening my heart, having a weak will and by not forcing myself to do good.
I have sinned by miserliness, a love of money, the acquisition of unnecessary things and immoderate attachment to things.
I have sinned by self-justification, a disregard for the admonitions of my conscience and failing to confess my sins through negligence or false pride.
I have sinned many times by my Confession: belittling, justifying and keeping silent about sins.
I have sinned against the Most-holy and Life-creating Mysteries of the Body and Blood of our Lord by coming to Holy Communion without humility or the fear of God.
I have sinned in deed, word and thought, knowingly and unknowingly, willingly and unwillingly, thoughtfully and thoughtlessly, and it is impossible to enumerate all of my sins because of their multitude. But I truly repent of these and all others not mentioned by me because of my forgetfulness and I ask that they be forgiven through the abundance of the Mercy of God.
Prayer
May Almighty God, by His Holy Spirit, inspire the sincere image of repentance in all our hearts so that we may learn the standards of God, truly face our sins and humbly confess them to Him, both in our private prayers and in public Confession, and so be unburdened, relieved and freed from guilt, and reunited to the Body of Christ - the Church. How great a gift is the mystery of Confession!
St John of Kronstadt

Κύριε, Σὺ ποὺ δίδαξες, συγχώρα με ποὺ διδάσκω, ποὺ φέρνω τ' ὄνομα τῆς δασκάλας ποὺ Σὺ ἔφερες στὴ γῆ!
Δός μου τὴ μοναδικὴ ἀγάπη τοῦ σχολειοῦ μου, ὥστε οὔτε τὸ κάμα τῆς ὀμορφιᾶς νὰ μπορεῖ νὰ τῆς κλέψει τὴν τρυφερότητα τῆς κάθε στιγμῆς.
Κάνε μου, Κύριε, παντοτινὴ τὴ ζέση καὶ διαβατικὴ τὴν ἀπογοήτευση. Ξερίζωσε ἀπὸ μένα, τὴν ἀκάθαρτη αὐτὴ ἐπιθυμία δικαιοσύνης ποὺ μὲ ταράζει ἀκόμη, τὴν στενόκαρδη ὑποκίνηση διαμαρτυρίας ποὺ ἀνεβαίνει ἀπὸ μένα ὅταν μὲ πληγώνουν. Νὰ μὴ μὲ πονᾶ ἡ ἀκατανοησία, νὰ μὴ μὲ θλίβει ἡ λησμοσύνη αὐτῶν ποὺ δίδαξα.
Δόσμου νἄμαι μητέρα περισσότερο ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς μητέρες, γιὰ νὰ μπορέσω ν' ἀγαπῶ καὶ νὰ προστατεύω ὅ,τι δὲν εἶναι σάρκα ἀπὸ τὴ σάρκα μου. Δόσμου νὰ πετύχω νὰ τεχνουργήσω μὲ μιὰ ἀπ' τὶς μαθήτριές μου τὸν τέλειο στίχο καὶ νὰ Σοῦ ἀφήσω χαραγμένη σ' αὐτὴ τὴν πιὸ διαπεραστική μου μελωδία, ὅταν τὰ χείλη μου δὲν τραγουδᾶνε πιά.
Δεῖξε μου τὸ Εὐαγγέλιό Σου δυνατὸ στὴν ἐποχή μου, γιὰ νὰ μὴ λιποταχτήσω ἀπὸ τὴ μάχη τῆς κάθε μέρας καὶ τῆς κάθε ὥρας γι' αὐτό.
Φώτισε τὸ σχολειό μου μὲ τὴ λάμψη ποὺ τύλιγε τὴν ὁμάδα τῶν ξυπόλυτων παιδιῶν Σου.
Κάνε με ρωμαλέα ἀκόμα καὶ στὴ γυναικεία μου ἀδυναμία, τῆς φτωχῆς γυναίκας. Δόσμου νὰ περιφρονήσω κάθε δύναμη ποὺ δὲν εἶναι καθαρή, κάθε πίεση ποὺ δὲν εἶναι ἡ πίεση τοῦ θερμοῦ Σου θελήματος στὴ ζωή μου.
Φίλε, συνόδεψε με, στήριξε με! Πολλὲς φορὲς ἄλλον δὲ θάχω στὸ πλευρό μου παρὰ Ἐσένα. Ὅταν γίνει ἡ διδαχή μου πιὸ ἁγνὴ καὶ πιὸ φλογερὴ ἡ ἀλήθειά μου, θὰ μείνω μακριὰ ἀπ' τοὺς θνητούς. Ἀλλὰ τότε Σὺ θὰ μὲ σφίξεις στὴν καρδιά Σου ἐπάνω, αὐτὴ τὴν καρδιὰ ποὺ τόσα ξέρει ἀπὸ μοναξιὰ κι ἐγκατάλειψη. Καὶ τότε ἐγὼ δὲ θὰ γυρέψω παρὰ μονάχα στὸ δικό Σου βλέμμα τὴ γλυκύτητα τῶν δοκιμασιῶν.
Δόσμου ἁπλότητα καὶ βάθος: γλύτωσὲ με ἀπὸ τὸ νἄμαι περίπλοκη καὶ χυδαία στὸ καθημερινό μου μάθημα.
Δόσμου νὰ ὑψώνω τὰ μάτια τοῦ στήθους μου τὰ πληγωμένα ὅταν μπαίνω κάθε μέρα στὸ σχολειό μου. Νὰ μὴ φέρνω στὸ τραπέζι τῆς δουλειᾶς μου τὶς ὑλικὲς μικρολαχτάρες μου, τοὺς πενιχροὺς καημοὺς τῆς κάθε μέρας.
Ἀλάφρωσε τὸ χέρι μου στὴν τιμωρία, γλύκανέ το περισσότερο στὸ χάδι. Ἂς μαλώσω πονεμένα γιὰ νὰ ξέρω ὅτι διόρθωσα ἀγαπώντας!
Κάνε νὰ γίνει πνεῦμα τὸ σχολειό μου ἀπὸ τοῦβλα. Νὰ τυλίξει ἡ πυρκαγιὰ τοῦ ἐνθουσιασμοῦ μου τὴ φτωχική του αὐλή, τὴ γυμνή του αἴθουσα. Νἄναι ἡ καρδιά μου γι' αὐτὸ περισσότερο κολώνα καὶ ἡ καλή μου θέληση περισσότερο χρυσάφι ἀπ' τὰ πλούσια σχολειά.
Θύμησέ μου, τέλος, ἀπὸ τὴν ὠχρότητα τοῦ πίνακα τοῦ Βελάθκεθ ὅτι τὸ νὰ διδάσκει καὶ ν' ἀγαπάει ἔντονα κανεὶς σ' αὐτὴ τὴ Γῆ, σημαίνει νὰ φτάσει στὴν ἔσχατη μέρα μὲ τὴν κονταριὰ τοῦ Λογγίνου στὴν καρδιὰ ὁλόφλογος ἀπὸ ἀγάπη.
Γεροντισσα Γαβρηλια

Ἡ μεγάλη εἴδηση ποὺ καθημερινὰ εὐαγγελίζεται στὸν κόσμο ὁ χριστιανισμός, εἶναι ὅτι ἕνα πράγμα ἀξιολογεῖται πλήρως ὡς πρὸς τὴν ἀξία του, ἂν κρίνεται ὄχι κατὰ τὰ ἐξωτερικὰ φαινόμενα, ἀλλὰ κατὰ τὴν οὐσία του.
Νὰ ἀξιολογεῖτε τὰ πράγματα, ὄχι ἀνάλογα μὲ τὸ χρῶμα καὶ τὸ σχῆμα τους, ἀλλὰ ἀνάλογα μὲ τὸ νόημά τους. Νὰ ἀξιολογεῖτε τὸν κάθε ἄνθρωπο ὄχι κατὰ τὴν ἰδιότητα καὶ τὴν περιουσία του, κατ’ ὄψιν δηλαδή, ἀλλὰ κατὰ τὴν καρδιὰ του – ἐκεῖ, ὅπου τὰ αἰσθήματα, ὁ νοῦς καὶ ἡ βούλησή του ἑνώνονται.
Μὲ αὐτὸ τὸ μέτρο (ποὺ ἀποτελεῖ πάντοτε ἕνα νέο δίδαγμα γιὰ τὸν κόσμο), ἐκεῖνος ποὺ ἐξωτερικὰ εἶναι ὑποδουλωμένος δὲν εἶναι δοῦλος, καὶ ἐκεῖνος ποὺ ἔχει ἐξωτερικὴ -σωματικὴ- ἐλευθερία, δὲν εἶναι ἐλεύθερος. Ἀνάλογα μὲ τὴν κοσμικὴ κατανόηση, δοῦλος εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀπολαμβάνει ἐλάχιστα τὸν κόσμο καὶ ἐλεύθερος αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἀπολαμβάνει πολὺ τὸν κόσμο.
Ὅμως, κατὰ τὴ χριστιανικὴ ἀντίληψη, δοῦλος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀπολαμβάνει ἐλάχιστα ἀπὸ τὸν ζῶντα Χριστό, ἐνῶ ἐλεύθερος εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἀπολαμβάνει ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερο τὸν ζῶντα Χριστό.
Ἐπίσης, σύμφωνα μὲ τὴν κοσμικὴ κατανόηση τῶν ὅρων, δοῦλος εἶναι ὅποιος συνήθως δὲν κάνει τὸ δικό του θέλημα, ἀλλὰ κάνει τὸ θέλημα τῶν ἄλλων· ἐνῶ ἐλεύθερος εἶναι ὅποιος συνήθως κάνει τὸ δικό του θέλημα καὶ σπανιότερα τὸ θέλημα τῶν ἄλλων.
Κατὰ τὴ χριστιανικὴ ἀντίληψη, δοῦλος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ συνήθως κάνει τὸ δικό του θέλημα καὶ λιγότερο συχνὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ· ἐνῶ ἐλεύθερος ἄνθρωπος εἶναι ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ πιὸ συχνὰ ἀπ’ ὅ,τι τὸ δικό του.
Τὸ νὰ εἶσαι δοῦλος Κυρίου εἶναι ἡ μόνη ἐλευθερία ποὺ ἀξίζει γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἡ μόνη ἀληθινή· ἐνῶ τὸ νὰ εἶσαι δοῦλος τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ σου, δοῦλος τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας, εἶναι ἡ μόνη μοιραία σκλαβιά.
Ἕνας ἄνθρωπος μπορεῖ, ἀναλογιζόμενος τοὺς βασιλιάδες στὸ θρόνο τους, νὰ σκεφθεῖ: ἄραγε ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι πιὸ ἐλεύθεροι ἀπ’ αὐτοὺς σ’ ὅλη τὴ γῆ; Κι ὅμως, πολλοὶ βασιλιάδες ἦταν οἱ πιὸ ποταποὶ καὶ οἱ πιὸ ἀνάξιοι δοῦλοι στὴ γῆ!
Γιὰ τοὺς ἁλυσοδέσμιους χριστιανοὺς στὰ μπουντρούμια, μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νὰ σκεφθεῖ: ἄραγε ὑπάρχουν σκλάβοι πιὸ δυστυχισμένοι ἀπ’ αὐτοὺς σὲ ὅλη τὴ γῆ; Κι ὅμως, οἱ χριστιανοὶ μάρτυρες στὶς φυλακὲς ἔνιωθαν ἐλεύθεροι ἄνθρωποι καὶ ἔσφυζαν ἀπὸ πνευματικὴ χαρά! Ἔψαλλαν ψαλμοὺς καὶ ἀνέπεμπαν προσευχὲς δοξολογίας κι εὐγνωμοσύνης πρὸς τὸ Θεό.
Ἡ ἐλευθερία ποὺ εἶναι συνυφασμένη, μὲ τὴ λύπη, καὶ τὴ δυστυχία, δὲν εἶναι ἐλευθερία, ἀλλὰ δουλεία. Μόνον ἡ ἐλευθερία ἐν Χριστῷ συνυφαίνεται μὲ τὴν ἀνεκλάλητη χαρά. Ἡ ἄληκτη χαρά: αὐτὴ εἶναι ἡ σφραγίδα τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας.
Κύριε Ἰησοῦ, ὁ Μόνος Ἀγαθὸς Κύριος, ποὺ χορηγεῖς τὴν ἐλευθερία ὅταν μᾶς κάνεις δέσμιους σὲ Σένα, κάνε μας δούλους Σου τὸ ταχύτερο δυνατόν, ὥστε νὰ πάψουμε νὰ εἴμαστε δοῦλοι σὲ ἀδυσώπητους καὶ ἀνελεήμονες ἀφέντες.
Γιατί σὲ σένα ἀνήκει ὅλη ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνηση στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.
Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Since our sweet Jesus is so good, compassionate, and kind, why should you despair?
We seek one small thing from Him, and He gives us so much! We ask for one beam
of light, and He gives us Himself as all Light, Truth, and Love.
So humble yourself and rest all your hope in Him.
Lord Jesus Christ Have Mercy On Me...
Elder Joseph the Hesychast
So, morning or evening, immediately before you begin to repeat your prayers, stand a while,
sit for a while, or walk a little and try to steady your mind and turn away from all worldly
activities and objects.
After this, think who He is to whom you turn in prayer, then recollect who you are; who it is,
who is about to start this invocation to Him in prayer. Do this in such a way as to waken in
your heart a feeling of humility and reverent awe that you are standing in the presence of
God.
St. Theophan the Recluse
Πρωί και βράδυ βγάζε το κομποσχοινάκι από το χέρι σου
και κάνε στον κάθε κόμπο μια από τις παρακάτω προσευχές.
01. Μνήσθητι Κύριε υπέρ ειρήνης του κόσμου. 02. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε την Εκκλησία μας και την Ορθοδοξία μας. 03. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τον Επίσκοπο μας και την συνοδεία αυτού. 04. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους απανταχού γης Ορθοδόξους κληρικούς και λαϊκούς. 05. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τον Πνευματικό μας Πατέρα και την συνοδεία αυτού. 06. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τον Ελληνικό Στρατό και τα Σώματα Προστασίας. 07. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους άρχοντες του έθνους μας. 08. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους μισούντας, αγαπώντας και προσευχομένους υπέρ ημών. 09. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους γονείς, αναδόχους και διδασκάλους μας. 10. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους κατά σάρκα και κατά πνεύμα αδελφούς και συγγενείς μας. 11. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τα γηρατειά και τους μοναχικούς ανθρώπους. 12. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τα Βρέφη, τους απροστάτευτους και αδυνάτους. 13. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε την μαθητιώσα νεολαία μας. 14. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους έφηβους νέους και νεανίδες μας. 15. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους ναρκομανείς, αλκοολικούς και καπνίζοντες. 16. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τας συζυγίας των Ορθοδόξων οικογενειών. 17. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τις κυοφορούσες αδελφές μας. 18. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τις χήρες και τα ορφανά. 19. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους εν διαστάσει συζύγους και πειραζομένους αδελφούς και αδελφές μας. 20. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους ασθενείς, ψυχής και σώματος. 21. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους ελεούντας και εργαζομένους των Ί. Μονών και ενοριών. 22. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους ευλαβείς προσκυνητάς των Ί. Μονών και Εκκλησιών. 23. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους πλέοντας, οδοιπορούντας, ιπταμένους, αιχμαλώτους και απελπισμένους. 24. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους πενθούντας και θλιμένους αδελφούς μας. 25. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους δικαστάς και πολιτικούς. 26. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε τους πλανεμένους και βλασφημούντας την Ορθοδοξία μας. 27. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησε μας και δώρησε καιρόν ειρηνικόν. 28. Κύριε Ιησού Χριστέ φύλαξε μας από ασθένεια, οργή, κίνδυνο και φώτιζε τους γιατρούς και νοσοκόμους. 29. Κύριε Ιησού Χριστέ φύλαξε μας από πείνα, ανάγκη και δυστυχία. 30. Κύριε Ιησού Χριστέ φύλαξε μας από καύσωνα, φωτιά και σεισμό. 31. Κύριε Ιησού Χριστέ φύλαξε μας από κατακλυσμό, καταποντισμό και παγετό. 32. Κύριε Ιησού Χριστέ ανάπαυσε και τις ψυχές των πατέρων, μητέρων, αδελφών, συγγενών, πάπων προ πάπων. 33. Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με τον αμαρτωλόν.
(Κάνε και μια μετάνοια με Σταυρό σου στο τέλος)
Ό Απόστολος Παύλος προτρέπει στην Α’ προς Θεσ/κείς 5, 17: ”Αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε’
τούτο γαρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς”

Μένω κατάπληκτος και θαυμάζω το μεγαλείο των αγίων του Θεού Μυστηρίων και την ιδιότητα τους να παρέχουν ζωή.
Υπήρχε κάποια γριούλα, πού είχε αιμόπτυση και είχε ολότελα εξασθενίσει, γιατί δεν έπαιρνε τροφή. Χάρη στη Θεία Μετάληψη των Άχραντων του Χρίστου Μυστηρίων, με τα όποια την κοινώνησα, άρχισε να αναλαμβάνει την ίδια εκείνη ήμερα. Κάποια νεαρή γυναίκα, πού πλησίαζε ν' αποθάνει, κοινώνησε τα 'Αχραντα Μυστήρια και αμέσως μετά, την ίδια εκείνη ήμερα, άρχισε να αναλαμβάνει, να τρώγει, να πίνει και να όμιλεί, ενώ προηγουμένως, ευρισκόμενη σχεδόν σε αμνησία, παράδερνε έντονα και δεν έτρωγε ούτε έπινε οτιδήποτε. Δόξα στα ζωοποιά και φρικτά Σου Μυστήρια Κύριε.
"Ολοι εσείς, πού κοινωνείτε τα άγια "Αχραντα του Θεού Μυστήρια! Να δοκιμάζετε τον εαυτό σας για να βλέπετε και πώς ενώνεστε με τον Κύριο, αν δηλαδή άξια κοινωνείτε. Τί παρρησία έχετε προς τον Κύριο και τη Θεοτόκο! Τί καθαρότητα πρέπει να έχετε, τί πραότητα, ταπείνωση και ακακία! Τί απάθεια προς τα γήϊνα! Και τί φλογερό πάθος για τις ουράνιες τις καθαρώτατες και αιώνιες ηδονές και απολαύσεις!
Οί άνθρωποι, στη διάρκεια ολόκληρης της γήϊνης ζωής τους, αναζητούν τα πάντα, έκτος άπο το Ζωοδότη Χριστό γι' αυτό και δεν έχουνε πνευματική ζωή, γι' αυτό και είναι παραδομένοι σε κάθε λογής πάθη, στην απιστία, την όλιγοπιστία, την ιδιοτέλεια, το φθόνο, το μίσος, τη δίψα για τις γήινες τιμές και τις ηδονές από τα φαγητά και τα ποτά. Μονάχα στο τέλος της ζωής τους αναζητούν το Χριστό —στη θεία Μετάληψη— κι αυτό, άλλοτε από κάποια βοώσα ανάγκη κι άλλοτε από κάποια συνήθεια ήδη αποδεκτή από άλλους ανθρώπους.
"Ω, Χριστέ Θεέ, Ζωή και Ανάσταση μας! Μέχρι ποιου σημείου γίναμε ματαιόδοξοι, μέχρι ποιου βαθμού τυφλωθήκαμε! Τί όμως θα μας συνέβαινε, αν Σέ αναζητούσαμε, αν Σέ είχαμε μέσα στην καρδιά μας; ' Η γλώσσα είναι ανίκανη να εκφράσει τη μακαριότητα, πού γεύονται όσοι Σέ έχουν μέσα στις καρδιές τους. Γι'αυτούς, Κύριε, Εσύ είσαι και στερεή, υγιής βρώση και ανεξάντλητη πόση και ένδυμα φωτεινό και ό ήλιος και «ή ειρήνη... η υπερέχουσα πάντα νουν» (Φλπ. 4,7), ή χαρά ή άφραστη και το καθετί. Μαζί Σου, Κύριε, σαν είμαστε, όλα τα γήινα είναι τέφρα, είναι φθαρτά.
Νοιώθω ωραία να προσεύχομαι για τους συνανθρώπους μου, όταν κοινωνήσω άξια, δηλαδή ενσυνείδητα και με πλήρη επίγνωση· τότε ό Πατέρας, ό Υιός και το "Αγιο Πνεύμα, ό Θεός μου είναι μέσα μου κι έχω απέναντι Του μεγάλη παρρησία. Ό Βασιλέας των όλων είναι τότε μέσα μου, σαν σε οικητήριό Του. Ζητείς τότε ο,τι θέλεις: «Προς αυτόν έλευσόμεθα», είπε ό Κύριος, «και μονήν παρ' αυτώ ποιήσομεν» (Ίωάν. 14,23)
"Ο εάν θελητε», είπε ακόμα ό Κύριος, «αίτήσασθε, και γενήσεται ύμίν» (Ίωάν. 15,7). Ανοίγουμε στους άλλους τη θύρα εισόδου στη Βασιλεία των Ουρανών μέσω του Βαπτίσματος· κι έμείς οί ίδιοι δε θα εισέλθουμε σ' αυτή; Καθαρίζουμε τους άλλους με τη μετάνοια και προσευχόμαστε για την άφεση των αμαρτιών τους· κι έμείς μήπως δε θα λάβουμε άφεση των αμαρτιών μας; Ενώνουμε τους άλλους με το Χριστό στο άγιο Μυστήριο της Θείας Μεταλήψεως κι έμείς οι ίδιοι μήπως δε θα ενωθούμε μαζί Του «εν τη άνεσπέρω ήμερα της Βασιλείας του Χρίστου»;
Στό άγιο Χρίσμα μεταδίδουμε στους άλλους τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, πού τους ενισχύει και τους αυξάνει πνευματικά· έμείς οι ίδιοι μήπως δε θα λάβουμε ισχύ και δύναμη, από το Πανάγιο Πνεύμα και δε θ' αυξήσουμε τα πνευματικά μας χαρίσματα; Αληθινά, έλπίζούμε στερρά να λάβουμε τα έπηγγελμένα αγαθά κατά τη Χάρη, το έλεος και τη φιλανθρωπία του Σωτήρα μας Θεού. Είθε δε όλοι να τα λάβουν! Μόνο, να μη παραδινόμαστε στη ραθυμία και την άκηδία «και της σαρκός πρόνοιαν μη ποιώμεν εις επιθυμίας» (πρβλ. Ρμ. 13,14) · ας έχουμε «το μυστήριο της πίστεως εν καθαρά συνειδήσει» (Α' Τιμ. 3,9) κι ας προκύπτουμε στην αγάπη προς το Θεό και τον πλησίον.Σ' ευχαριστώ, Κύριε, γιατί μου χαρίζεις νέα ζωή κάθε φορά πού με δάκρυα μετάνοιας και ευχαριστίας τελώ τη Θεία Λειτουργία και κοινωνώ τα 'Αχραντα και Ζωοποιά Σου Μυστήρια. Στά άγια Σου Μυστήρια οφείλω την ως τώρα παράταση της ύπαρξης μου, την καθαρότητα των τρίβων μου και το καλόν όνομα ανάμεσα στο λαό Σου. Γι' αυτό το λόγο, ας αγιάζεται όλο και περισσότερο το 'Ονομα Σου το μέγα μέσα μου και μέσα σ' όλο το λαό Σου, πού φέρει το "Ονομα Σου το άγιο, αλλά και σ' όλο τον κόσμο Σου· ας έλθει ή Βασιλεία Σου, Βασιλεία δικαιοσύνης, ειρήνης και χαράς εν Πνεύματι Άγίω, ας έλθει σ' όλων μας τις καρδιές, καθώς Σύ είπες: « Ένοικήσω εν αύτοίς και έμπεριπατήσω, και έσομαι αυτών Θεός, και αυτοί έσονται μοι εις υιούς και θυγατέρας» (πρβλ. Β' Κορ. 6,16-18 και Λευΐτ. 26,12' Ίερ. 3,19)
Ξέρω ότι είναι δύσκολο. Πριν μερικά χρόνια πέθανε o άνδρας σου. Στενοχωριόσουν το ξεπέρασες. Πάντρεψες τον μοναχογιό σου· η χαρά επέστρεψε. Έπειτα σε χαροποιούσε πάρα πολύ το εγγόνι. Όμως εκείνο που αγαπούσες εσύ αγαπούσε και ο Θεός και το πήρε. Μόλις το εγγόνι σου πέταξε στον αόρατο κόσμο, αρρώστησε και η νύφη σου. Τη στέγνωσε η στενοχώρια και η λύπη κι εκείνη ακολούθησε τον γιό.
Τελικά πίσω τους έφυγε κι ο μοναχογιός σου. Κι εσύ έμεινες μόνη κι έρημη. Προσπάθησες μία φορά να δηλητηριαστείς. Έμεινες ζωντανή. Ετοίμασες έπειτα το σχοινί για να κρεμαστείς. Όμως σε ξάφνιασε η κοπέλα από τη γειτονιά. Βλέποντάς σε κάτω από το ετοιμασμένο σχοινί εκείνη σου είπε, πως άκουσε από τους γέρους, ότι η αυτοκτονία είναι αμαρτία χωρίς συγχώρεση και στους δυο κόσμους.
Καλά σου είπε. Τούτη η κοπέλα σού έσωσε την ψυχή. Όντως, εκείνη είναι η μέγιστη ευεργέτριά σου στον κόσμο. Μόνο χάρη εκείνης μπορείς να ελπίζεις να ιδωθείς στον άλλο κόσμο με τον γιό, τη νύφη, το εγγόνι και τον άνδρα σου. Η Εκκλησία τού Χριστού από την αρχή αντιστάθηκε αποφασιστικά ενάντια στην αυτοκτονία ως υπέρβαρο αμάρτημα. Ο δυτικός διδάσκαλος της Εκκλησίας ο Αυγουστίνος είπε: «Όποιος αυτοκτονήσει, τούτος σκότωσε έναν άνθρωπο».
Ο αυτόχειρας μ’ αυτό, λοιπόν, τοποθετείται ίσα με τον δολοφόνο. Αλλά στη δική μας ανατολική Εκκλησία η αυτοκτονία κρίνεται ακόμα πιο αυστηρά. Κατά τον δέκατο τέταρτο κανόνα του πατριάρχη Τιμοθέου ο αυτόχειρας στερείται της νεκρώσιμης ακολουθίας και του εκκλησιαστικού ενταφιασμού.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία όρισε αυστηρή τιμωρία ακόμα και για την προσπά θεια αυτοκτονίας. Σ’ εκείνον ο οποίος προσπαθήσει να αυτοκτονήσει η Εκκλησία επιβάλλει κανόνα δώδεκα χρόνια. Ξέρω πως εσύ θα σκαφθείς ότι αυτό είναι υπερβολικά αυστηρό. Όμως αυτή η αυστηρότητα κατάγεται από το έλεος. Σου λέω την αλήθεια: η Εκκλησία είναι τόσο αυστηρή στο θέμα τής αυτοκτονίας από καθαρό έλεος απέναντι στους ανθρώπους.
Αφού η Εκκλησία έχει στο πνευματικό της θησαυροφυλάκιο την προορατική εμπειρία, ότι οι αυτόχειρες δεν μπαίνουν στο βασίλειο της αθάνατης ζωής και του αιώνιου ελέους. Και με την αυστηρότητά της η Εκκλησία θέλει να προλάβει τους ανθρώπους από την αιώνια καταστροφή. Στην Αγία Γραφή μόνο δυο άνθρωποι αναφέρονται που πήραν τη ζωή τους από τον εαυτό τους. Ο ένας είναι ο Αχιτόφελ, ο προδότης τού βασιλιά Δαβίδ, και ο δεύτερος είναι ο Ιούδας, ο προδότης τού Κυρίου Ιησού Χριστού. Ας είναι μακριά από σένα και μόνο η σκέψη να βρεθείς σ’ αυτήν την παρέα σ’ εκείνη την πλευρά τού τάφου. «Ο δε υπομείνας εις τέλος, ούτος σωθήσεται» (Ματθ. 10, 22), είπε ο Κύριος.
Είναι πολυάριθμες και διαφορετικές δυσκολίες που ο Θεός επιτρέπει στους ανθρώπους, αλλά ο σκοπός όλων αυτών είναι ο εξής: με την πίκρα να θεραπεύσει τις ανθρώπινες ψυχές από την αμαρτία και να τις προετοιμάσει έτσι για την αιώνια σωτηρία. Όσο και να είναι καμιά φορά δύσκολο για σένα, θυμήσου δυο πράγματα, πρώτο ότι ο ίδιος ο ουράνιος Πατέρας σου ορίζει το μέτρο των παθών, και το δεύτερο ότι Αυτός γνωρίζει τη δύναμή σου. Εάν ποτέ σου έρθει η σκέψη για αυτοκτονία, διώξε την σαν ψιθύρισμα του σατανά. Το έλεος του Θεού να σε δυναμώσει.
(Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, “Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται…”, Ιεραποστολικές Επιστολές Α’, Εκδ. “Εν Πλω”, σ. 181)
http://www.agioritikovima.gr
Atheism is a mental disorder: it is a terrible ailment of the soul that is difficult to cure. Atheism is a passion that severely oppresses whomever it seizes.
It holds in store many misfortunes for its captive, and becomes harmful not only for him but also
for others who come into contact with him.
Atheism denies the existence of God. It denies that there is a divine Creator of the universe. It denies
God’s providence, His wisdom, His goodness, and,
in general, His divine qualities. Atheism teaches a falsehood to its followers and contrives false
theories concerning the creation of the universe. It professes, as Pythia upon a tripod,1 that the creation is an outcome of chance, that it is perpetuated and preserved through purposeless,
random interactions, that its splendor transpired spontaneously over time, and that the harmony, grace, and beauty witnessed in nature are inherent
attributes of natural laws. Atheism detracts from God, Whom it has denied, His divine characteristics
, and, instead, bestows them and His creative power
to lifeless and feeble matter.
Atheism freely proclaims matter to be the cause of all things, and it deifies matter in order to deny the existence of a superior Being, of a supreme, creative Spirit Who cares for and sustains all things.
On account of disbelief, matter becomes the only true entity; whereas the spirit becomes non-existent.
For atheism, the spirit and the soul are egotistical inventions of man, concocted to satisfy his vainglory. Atheism denies man’s spiritual nature. It
drags man down from the lofty height where he has been placed by the Creator’s power and grace, and lowers him amongst the rank of irrational animals,
which he accepts as ancestors of his distinguished and noblelineage. Atheism does all this in order to bear witness to the words of the Psalm:
“Man, being in honor, did not understand; he is
compared to the mindless animals, and is become like unto them” (Ps. 48:20).
Atheism detracts faith, hope, and love from the
world, these life-giving sources of true happiness for man, it expels God’s righteousness from the world, and denies the existence of God’s providence and succor.
Atheism accepts the laws that exist in nature, yet denies Him Who has appointed these laws. Atheism
seeksto lead man to an imaginary happiness;
however, it abandons and deserts him in the middle of nowhere, in the valley of lamentation, barren of all heavenly goods, void of consolation from above,
empty of spiritual strength, bereft of the power of moral virtue, and stripped of the only indispensable
provisions upon the earth: faith, hope, and love.
Atheism condemns poor man to perdition and leaves him standing alone as prey amidst life’s difficulties. Having removed love from within man, atheism subsequently deprives him of the love from others, and it isolates him from family, relatives, and friends.
Atheism displaces any hope of a better future and
replaces it with despair.
Atheism is awful! It is the worst of all spiritual illnesses!
This tripod was a bronze altar at Delphi, in ancient Greece, upon which the priestess of Apollo named
Pythia sat to utter oracles.
St. Nektarios
Even though fasting is clearly documented in the Holy Scriptures, some people still challenge this commandment of God. Often times the words of our Lord “not what goes into the mouth, but what comes out defiles man” are misused to claim that
neither does God require us to fast, nor is it a sin if someone chooses not to fast.
Let us examine this Gospel verse to see what exactly is recorded.The scribes and Pharisees once asked our Lord: “Why do Your disciples transgress
the tradition of the elders? For they do not wash their hands when they eat bread” (Mt. 15:2).
This question evidently refers to why Christ’s
disciples did not wash their hands before eating.
It makes no mention of fasting. Thus Christ
responded: “Hear and understand: not what goes into the mouth defiles a man, but what comes out of the mouth, this defiles a man” (Mt. 15:11).
That is to say, even if the food or our hands are not perfectly clean and we consume foreign particles, this will not render us sinful before God. Why?
Because “whatever enters the mouth goes into the stomach and is eliminated.”
Evil desires, however, which are contrary to the law of God, which originate from within man, and which man externalizes, are what render man sinful before God. “For out of the heart proceed evil thoughts, murders, adulteries, fornications, thefts, false witness, blasphemies. These are the things that
defile a man. But to eat with unwashed hands,”
underlines the Lord, “does not defile a man” (Mt. 15:18-19).
It is thus evident that Christ’s statement that “what goes into the mouth does not defile man” is in no way related to nor negates the commandment of fasting.

Two hundred thirty-five years ago, on November 20th, 1778, Prokhor Moshnin, a tall, blue-eyed, light red-haired youth, the son of a Kursk builder-contractor, entered the Monastery of Sarov. He was leaving the worldly life because he wished to live constantly and wholly in God. He “loved Christ from his youth” and when yet a boy ten years of age was touched by the grace of the Lord: he was healed by the Mother of God, through her miraculous Icon of the Sign. This icon is now with us, in the Russian Diaspora.
Years passed. The youth Prokhor passed through all the monastic obediences, and eight years later was tonsured a monk with the name Seraphim; later, he was ordained to the rank of hierodeacon, and finally, when he had reached the age of 34, he was elevated to the rank of hieromonk, on the very day, the 20th of November, when he had entered the monastery. He withdrew to a cell in the forest wilderness and began the great, mystical life of a hermit, a man of silence, a stylite. But seventeen years after this, he returned to the monastery and began the new, even more difficult struggle of a recluse, which he bore for ten years. In 1820, he opened the door of his recluse’s cell, but lived for several more years in silence, after which, finally, he began his ultimate struggle of elder, teacher and comforter of the Russian people.
But on January 2nd, 1833, he left Sarov and the people entirely and departed to the Lord God. He serenely, blessedly, fell asleep during prayer, kneeling before the image of the Mother of God. Peacefully did “wretched Seraphim,” as that humble hieromonk of the Monastery of Sarov called himself, leave us, in bast sandals or leather stockings, in a sackcloth cassock, with a leather mantle on his shoulders, a brass cross on his breast, bent over, leaning on a hatchet. Seventy years after his repose, on July 19th, 1903, around his grave gathered, perhaps for the last time, Holy Russia, with its pious Tsar. It gathered there reverently to bow down and kiss the holy relics of “wretched Seraphim.” In ecstasy, Holy Russia chanted “Christ is risen!” and glorified the venerable Seraphim, the beloved chosen one of the Mother of God, who had acquired the love of Christ, the great ascetic and prophet, wonder-worker and theologian, comforter and healer, man of prayer who wept for the Russian people.
St. Seraphim of Sarov
Many times did people come to him, and we would teach them attentively and carefully, like a mother, about the kingdom of God, life in God, the meaning of life on earth, and through those with whom he conversed with such love he now tells us that we should live in continual fellowship with God, the Holy Spirit. Faith in God is faith in what He is, and that He is love; and also that there exists an invisible, divine world, eternal and more real than the visible world, and in assuming its nature man prepares himself for life everlasting: “he will not come to judgment, but will pass from death to life.” Man must come to know this world, to become aware of it every time he is touched by it. This touching comes like a good gift, and the venerable Seraphim called this touch “grace.”
The meaning of life, in his words, consists of the acquisition of grace, so that, more and more frequently, and finally as an exalted attainment, we may be ever with God the Holy Spirit, abiding in Him always, becoming His child, a fellow heir with our Lord Jesus Christ. “But how can I know if the divine world has touched me? How can I learn to recognize the grace of the Holy Spirit?,” they would ask the venerable one; and he would point directly at the person he was conversing with and say: “We are in the midst of grace right now,” and he taught them and us that it is recognized by spiritual peace, because the heart is warmed by perfect love, by peaceful, humble, spiritual compunction. “They always said to you, reverend sir, that the meaning of life consists of doing good deeds, keeping the fasts, going to church; but this is not how they taught you,” said the venerable one; and he explained that “these works are only the means for living life in God; these works are merely the oil in the lamp which the flame burns, only the wares we trade in; to amass the capital of grace we must perfect those virtues from which the fire of love will burn more brightly.”
This is the meaning of life, and this is what guided the venerable one. The peace of God, the fire of divine love, the venerable one loved with all his soul, and to live in it and only in it the saint departed for the monastery, for the wilderness hut, for the recluse’s cell; and while he was thus making himself steadfast in spirit, he did not wish either to see or speak with men, avoiding all contact with them. We can conjecture that he so carefully and humbly approached his final struggle as elder, consoler and healer of the people because he had tested himself as to whether he could live with men and among men without breaking his fellowship with God.
When the venerable one ended his reclusion, the faithful, Holy Russia, began to descend upon him from all the ends of the land. He stood before it as a living witness to the peace of God, one who shared therein, a living bearer of the fire of grace and the light of divine love. He received the people with a kiss, blessing them and saying, “Christ is risen!,” and calling them “my joy, my treasure.” In the bright light of love, tender, burning love for the people, his image stands forth in our heart. But while rejoicing in this his love, we must remember that in this feeling there lurks the danger that we will oversimplify his image and liken it more closely to ourselves, to our shallow, short-sighted understanding. Do we not, in rejoicing in his love, begin to forget that this was the love of Christ?
Yes, the last years of his life he lived with us and among us; but let us not forget that for thirty years before this he was not only not with us, but with all his loving closeness to us did not want to speak or even to see us. He is not only “ours,” because he was not raised in our midst. He came to us not because he had any need of us: he came to us for the sake of Christ. In the vision he received during his illness, the Mother of God came to him and aid, “This man is one of us.”
We ought never to forget this. On the day when the doors of his cell were opened, there stood before us both a man and a denizen of heaven, because he lived in the divine world, and from thence he brought his own greetings, his own love and care for sick, weeping and loving hearts. His love, compassion and joy are in no way similar to the analogous moods of ordinary men who are good, yet of the soul, not the spirit. Such men easily fall into sentimentality. In the saint there was not the slightest trace of this feeling. He imposed upon people such struggles, the fulfillment of which, as for example the struggle of voluntary poverty on Manturov, for many long years elicited tears and sufferings from those close to him.
Yet the venerable one was not troubled by such tears. Hearing of the sufferings of the fool-for-Christ’s-sake Pelagia Ivanovna, how neither beatings, nor torments of which it is difficult to hear, were able to break her resolve to be a fool-for-Christ’s-sake, he rejoiced in her strength, but did not embitter her with afflictions. The venerable one not only did not approach life like an ordinary man. He lived as though the laws of natural life had lost their power over him. At a distance of seven miles, he saw how a girl was giving alms, and he prayed, falling prostrate on the ground. This is revealed to us by a witness to this miracle, and we are determined to believe that it was given by the Lord to teach us to glorify the saint in a fitting manner.
Yet this picture of the venerable one will not be complete if we do not consider his encounter with a young officer, traditionally held to be one of the Decembrists, when the saint angrily pushed his hands away: “You plotted such a thing, and now you come to me for a blessing? Get away from me!,” he said to him. This meeting is an encounter between revolution and Holy Russia more than a hundred years ago. And how wrathful Saint Seraphim was, seeing the beginning of that villainy! This was a collision of two world views. “One thing is needful: seek ye first the kingdom of God and His righteousness; and all these things shall be added unto you,” says the icon of the venerable one. “Nay,” the face of the officer replies to him, “what is secondary to you is what is most important for us. What you must hold to, we fashion ourselves, in our own way. You submit yourself and your life to God; we do not submit ourselves to anything or anyone.”
This movement prevailed in Russia for a hundred years. The Tsar was slain; the Patriarch was tortured; the people enslaved. But why did this have to be so? Where was the Holy Russia which so loved the venerable one? Its history and life were pushed into the background by secular Russia. This was also Russia, but not profoundly so: a Russia of the soul, not the spirit; of the secular world, not the Church. The venerable Seraphim was a contemporary of Pushkin, Lermontov, Tiutchev, and others. Studying their lives, one would never know that the venerable Seraphim lived at that time, and that Holy Russia, many millions strong, knew him and journeyed thousands of miles to meet him. The writers and poets did not know him as a living man; but seventy years passed, and all of Holy Russia came together with the pious Tsar to kiss his bones and chant in ecstasy, “Christ is risen!”
This secular, soulful Russia, is not alien to the Church. In the writings of Pushkin and Lermontov there are moments of religious inspiration; but all of these are lacking in depth. The Lord Jesus Christ said: “He who is not against you, is for you.” Who will say that this Russia was against? Nay, but on another occasion the Lord also said: “He who is not with you, is against you.” This means that if at the moment when the confession of the Faith is required, a man or society or nation does not have the strength to say, “Yes, I am with you, Lord!” They have apostasized from Him, they are against Him. Soulful, shallow Russia, spiritually indolent, lukewarm, and not fiery, was unable to say this “Yes.”
The venerable one foresaw the great storm and trials of Russia, and said that the Lord would save Russia. He said that, in the eyes of the Lord, there is no better national life than that which is governed by a pious, Orthodox king, that for such a Russia do all the martyrs, righteous ones and saints pray. Of such a Russia did the venerable one speak in spiritual ecstasy, leaping about and clapping his hands, as King David did before the Ark of the Covenant. Such a Russia does not now exist. Or have these men of prayer turned away from us? But what do they want from us? They want what the venerable Seraphim desired and taught. He expected faith from us; he wanted, first and foremost, that we seek the divine world, the kingdom of God and His righteousness, as Christ said in the Gospel (Mt. 6:33). He wants us to submit to this goal ourselves, our thoughts and desires, so that in our life we are not guided by our senses, by our passions and sympathies, but on the contrary, that we eradicate or recast them according to the voice of the righteousness of God. He expects struggle from us, expects commitment to God, expects that we will be fiery, and not lukewarm, spiritual, and not merely soulful. The Lord God has need of men! The righteous pray for us; the venerable Seraphim prays for Russia, and the Lord wishes to save it; but He has need of men, and all the more of Orthodox men, because without them Orthodox Holy Russia cannot be established.
The venerable one calls us to the straight path which is faithful and without compromise. Let us follow him. And when questioned, “Are you with the Church? Are you on the side of righteousness?,” let us answer steadfastly in the affirmative, “Yes!” This is the first and only thing needful, and everything else “will be added unto us,” says Christ.
The content, in brief, of a speech delivered in Belgrade at the solemn assembly of the Brotherhood of Saint Seraphim, on January 15th, 1933.

1. Lord, deprive me not of Thy heavenly and eternal goods.
2. Lord, deliver me from the eternal torments.
3. Lord, if I have sinned in word or deed, with my mind or in thought, forgive me.
4. Lord, deliver me from every need, all ignorance, forgetfulness, indolence, and stony-hearted insensitivity.
5. Lord, deliver me from every temptation and abandonment.
6. Lord, enlighten my heart which evil desires have darkened.
7. Lord, I as a human continuously sin, but Thou as a generous God, have mercy on me.
8. Lord, look upon the weakness of my soul and send Thy grace to help me, so that Thy
holy Name may be glorified in me.
9. Lord Jesus Christ, write the name of Thy servant in the Book of Life, and grant me a
good end to my life.
10. O Lord my God, I have done nothing good in Thy sight; but through Thy compassion,
allow me to make a beginning.
11. Lord, sprinkle into my heart the dew of Thy grace.
12. O Lord, the God of heaven and earth, remember me the sinner, the indecent, the evil
and unclean when Thou comest in Thy kingdom, according to Thy great mercy.
13. O Lord, receive me in repentance and do not abandon me.
14. O Lord, lead me not into temptation.
15. O Lord, grant me good thoughts.
16. Lord, grant me tears, remembrance of death, and compunction.
17. Lord, grant me to confess my thoughts.
18. Lord grant me humility, to cut off my will, and obedience.
19. Lord, grant me patience, long-suffering, and meekness.
20. Lord, plant within me the root of all blessings, Thy fear.
21. Lord, allow me to love Thee with all my soul and mind and heart, and always to do Thy
will.
22. Lord, protect me from evil people, the demons, and passions, and from every inappropriate thing.
23. Lord, as you command; Lord, as you know; Lord as you wish, may Thy will be done in
me.
24. Lord, may Thy will be done, and not mine; through the intercessions and prayers of the
Most-Holy Theotokos and all Thy saints. For Thou are blessed unto the ages. Amen.

Lord Jesus Christ, my God: Thou didst weep for Lazarus and shed tears of sorrow
and compassion for him. Accept my bitter tears also.
Heal my passions through the suffering of Thine holy Passion. Heal the wounds
of my soul through the wounds which Thou didst suffer. Cleanse my blood with Thine
holy blood and unite my body with the fragrance of Thy life-giving body. May the gall
which Thou wast given to drink by Thine enemies sweeten my soul from the bitterness
that the devil has given me to taste. May Thy most-holy body that was stretched upon
the Cross elevate my mind, which has been lowered unto the earth by the demons.
May Thy most-holy head, which Thou didst bow upon the Cross raise my head, which
has been humiliated by the opposing demonic powers. May Thy most-holy hands
which were nailed to the Cross by the transgressors raise me to Thee from the depth of
destruction, just as Thy most-holy mouth hast promised. May Thy face which received
blows and spitting by the impious Jews illumine my face which has been defiled by sin.
May Thy soul, which was upon the Cross and which Thou didst hand to the Father,
lead me to Thee through Thy Grace.
A contrite heart that is required to seek Thee have I not. I have no repentance.
Neither have I compunction nor the tears that return children to their own homeland.
O Master, I have no tears with which to beseech Thee. My heart has become cold from
the multitude of temptations, incapable of being warmed with the tears of Thy love.
But Thou, O Lord Jesus Christ my God, the treasure of all good things: Grant
Thou me perfect repentance and a fervent heart that I may wholeheartedly come forth
to seek Thee. Without Thee, I will become estranged from all good things. Therefore,
grant Thou me Thy Grace, O Good One. May the Father Who didst beget Thee from
His bosom recreate in me the image of Thine icon. I have abandoned Thee; do not
forsake me. I have separated myself from Thee; come forth to find me. And when Thou
findest me, lead me into Thy pastures, and number me amongst the sheep of Thy select
flock, and nurture me with Thy divine mysteries, which dwell within a pure heart,
wherein the brilliance of Thy revelations are made manifest. This brilliance serves as
consolation and refreshment for them who toil in sorrows and various dishonors on
account of Thee. May we all be worthy of receiving this illumination, through Thy grace
and compassion, O Jesus Christ our Savior, unto the ages of ages. Amen.
Βουντού ονομάζεται μια μορφή αφροαμερικανικής μαγικής λατρείας
Η λέξη “Vodoun” (γνωστή και ως: Vu, Vodun, Vudu, Vodou)
Η κυριολεκτική σημασία είναι “αντλώ νερό” και χρησιμοποιείται για να υποδείξει την πλήρη διαδικασία του κύκλου της γέννησης, ζωής, θανάτου και αναγέννησης
Αρχικά παρουσιάστηκε τον 18ο αιώνα στα νησιά της Καραϊβικής και κυρίως στην Αϊτή μεταξύ των μαύρων
Σήμερα συναντά κάποιος τη λατρεία Βουντού εκτός από τα νησιά της Καραϊβικής, κυρίως στις Η.Π.Α.
-Tο Βουντού αποτελεί απ’ τον Απρίλιο του 2003 επίσημη θρησκεία στην Αϊτή.
Σε τι πιστεύουν οι οπαδοί του Βουντού;
-Οι οπαδοί του Βουντού πιστεύουν σε μία υπέρτατη θεότητα το Αγαθό πνεύμα, σε διάφορους αφρικανικούς θεούς που θεωρούνται κατώτερες θεότητες και σε θεοποιημένα πνεύματα προγόνων. Αυτοί οι θεοί και τα πνεύματα ονομάζονται Λόα (Loa).
-Τα Λόα, απαιτούν πιστότητα και αφοσίωση από τους λάτρεις τους. Τα πιο φοβερά και πλέον δαιμονικά Λόα ονομάζονται Guede και έχουν σχέση με το θάνατο, το σεξ, τη μαύρη μαγεία.
-Κάθε οικογένεια ή επιμέρους ομάδες ανθρώπων, συγκροτούν λατρευτικούς κύκλους ενός ή πολλών Λόα, με υποχρεωτική την παρουσία κάποιου ιερέα
Γνωρίσματα της λατρείας Βουντού
-Ο εξαιρετικά έντονος φρενήρης και εκστατικός τελετουργικός χορός.
Η έκχυση αίματος κατά τη διάρκεια της τελετουργίας συνήθως μέσω θυσίας ζώου.
-Η παρουσία ιερέως”χάνγκαν” ή ιέρειας”μάμπο” ως ενδιάμεσου για προστασία.
-Η κατάληψη κυριολεκτικώς των οπαδών -λάτρεων κατά την έκσταση από τα πνεύματα (Λόα).
-Η επικοινωνία ενός πιστού με ένα πνεύμα είναι τιμή για τον πιστό, καθώς το πνεύμα μπορεί την στιγμή της έκστασης να του αποκαλύψει κάτι απ’ το μέλλον του, να δώσει μια προφητεία, έναν οιωνό, ένα σημάδι, μια συμβουλή.
-Η έκδηλη παρουσία του μαγικού – δαιμονικού στοιχείου.
-Δεν είναι σπάνια η ταύτιση με την άσκηση μαύρης μαγείας.
-Ιδίως στις Η.Π.Α. και κυρίως στη Νέα Ορλεάνη, είναι γνωστές οι κούκλες Βουντού, που στις διάφορες αποκρυφιστικές και μαγικές τελετές χρησιμοποιούνται ως υποκατάστατα και ομοιώματα των ανθρώπων, στους οποίους θέλουν να προξενήσουν πόνο, ασθένεια ή κακό.
-Τον τελευταίο καιρό πολλά ηλεκτρονικά παιχνίδια έχουν παιχνίδια Βουντού όπου όταν χάνεις κάτι παθαίνεις
-Επιχειρείται έτσι η εξοικείωση ακόμη και των παιδιών με αυτή τη μορφή μαγείας έτσι ώστε όταν κάποιος έρθει στην πραγματικότητα σε επαφή με -παρόμοιες καταστάσεις να τις θεωρεί γνωστές και ακίνδυνες
Η αγορά γέμισε από κουκλάκια Βουντού
-Και από σχετικά «φυλαχτά»
Μπορεί κάποιος με Βουντού να μου κάνει κακό;
-Όχι……..εάν
-Συμμετέχω συνειδητά στο μυστήριο της εξομολόγησης kαι της Θείας Ευχαριστίας
-Είναι σημαντικό να φορώ πάντοτε σταυρό και να αποφεύγω να φορώ σύμβολα που δεν γνωρίζω
Του τομέα αιρέσεων και παραθρησκείας Ι.Μητροπόλεως Καστοριάς
http://iliaxtida.wordpress.com

«Η αυθεντικώς αγία έμπνευσις, η Άνωθεν εκ του Πατρός εκπορευομένη, εις ουδένα επιβάλλεται δια της βίας, αλλ’ αποκτάται, ως και παν άλλο δώρον του Θεού, δι’ εντατικού αγώνος προσευχής.
Τούτο δεν σημαίνει ότι ο Θεός, τρόπον τινά, αμείβει δια τους κόπους, αλλ’ ότι παν το δια συνέσεως και δια παθημάτων αποκτώμενον γίνεται αναφαίρετον κτήμα του ανθρώπου δια την αιωνιότητα.
Είναι απαραίτητον εις πάντας ημάς, όπως αναγεννηθώμεν πλήρως δια της ενεργείας της χάριτος και αποκαταστήσωμεν εν ημίν την ικανότητα να προσλάβωμεν την θέωσιν…Ο Θεός παραδίδει όντως εις ημάς την ζωήν Αυτού, ως προσωπικόν ημών κτήμα, υπό την πλήρη έννοιαν της λέξεως.
Η προαιώνιος Θεία δόξα κατοικεί εντός των λελυτρωμένων υπ’ Αυτού, και τούτο, ουχί ως τι επιπρόσθετον –αλλότριον της φύσεως ημών-, ουχί ως παρουσία εν ημίν πράγματος «ξένου» και «αδίκου». Ουχί. Η αληθής θέωσις έγκειται εις το ότι η λογική φύσις μετέχει της ανάρχου ζωής του Ιδίου του Θεού κατά τρόπον ενεργόν και αναφαίρετον εις τους αιώνας. Εν άλλαις λέξεσιν, η ζωή του Θεού «υποστασιούται» εν τω ανθρώπω δια του αυτού τρόπου, δι’ ου σαρκωθείς ο Θεός ενυποστασίασε –προσέλαβεν εν τη υποστάσει Αυτού- την κτισθείσαν υπ’ Αυτού μορφήν της υπάρξεως ημών.
Εν τω μέλλοντι αιώνι η ενότης του Θεού μετά του ανθρώπου θα καταστή πλήρης εν παντί τω περιεχομένω του Είναι Αυτού, εκτός, εννοείται, της ταυτότητος κατά την Ουσίαν. Η τελευταία αύτη είναι αμέθεκτος υπό των κτισμάτων και παραμένει πάντοτε απρόσιτος εις πάσαν κτισθείσαν ύπαρξιν: Αγγέλους και ανθρώπους. Δια της συνεπούς διαμονής εν τη σφαίρα των εντολών του Χριστού θεραπεύεται ο εκ της αμαρτίας ημών θάνατος, και η ζωή ημών άπασα διαπεράται υπό του Ακτίστου Φωτός της Θείας Αιωνιότητος.
Όταν η ψυχή κατά τρόπον υπαρκτικόν άπτηται της αιωνιότητος ταύτης, τότε εκπίπτουν αφ’ ημών τα χαμερπή πάθη. Απαλλασόμεθα της αδελφοκτόνου πάλης προς απόκτησιν επιγείων προνομίων, κατέρχεται εφ’ ημάς η «ειρήνη του Χριστού» και λαμβάνομεν την δύναμιν «να αγαπώμεν τους εχθρούς»… Η ειρήνη του Χριστού είναι πολυτιμοτέρα παντός θησαυρού, πάσης χαράς και απολαύσεως επί της γης. Είναι αρκετόν εις ημάς να έχωμεν ολίγην τροφήν, να είμεθα υπό στέγην και το σώμα ημών να είναι κεκαλυμμένον ένεκα του ψύχους και της αιδούς, προκειμένου ο νους ημών –το πνεύμα ημών- να είναι ελεύθερος να βυθίζηται εν τη μελέτη του Θείου Είναι, του υπό του Χριστού αποκαλυφθέντος εις ημάς».
(Απόσπασμα από το βιβλίο του γέροντα Σωφρόνιου Σαχάρωφ, «Οψόμεθα τον θεό καθώς εστί»)
http://www.agioritikovima.gr
Lord Jesus Christ, sweetest Father, God and
Lord of mercy, and Creator of the entire universe:
Look upon my humility and forgive all my sins
which I have committed all the years of my life up
to this very day and hour. Send forth Thine All-
Holy Spirit, the Comforter, so that He may teach,
illuminate, and safeguard me so that I no longer
sin, so that with a pure soul and heart I may adore,
worship, glorify, thank, and love Thee with all my
soul and heart, my sweetest Savior, Benefactor, and
God, Who is worthy of all love and worship. Yes,
good eternal Father, co-eternal Son, and All-Holy
Spirit, count me worthy of enlightenment and
divine spiritual knowledge, so that by beholding
Thy sweet grace I may bear the burden of this vigil
tonight, and render unto Thee my prayers and
thanksgiving, through the intercessions of the
Most Holy Theotokos and all the Saints. Amen.

Schema-Archimandrite Gabriel (Bunge)
You’ve asked me to speak to you about prayer. It’s doubtlessly one of the most important subjects in a Christian’s life, because when one scrutinizes the Holy Fathers’ doctrine on prayer, one notes very quickly that the human person is only himself in the act of prayer. I shall return to this aspect.
Like everything else in life, prayer is a process that grows and evolves according to the rhythm of our human life. Therefore, I’d first like to speak to you about the ages of the spiritual life. I’ll base myself essentially on the teaching of Evagrius of Pontus, because I know him the best and also because he was one the first Desert Fathers to synthesize and put into writing the doctrine of the first monastic Fathers about prayer.
You might know that Evagrius was the disciple par excellence of Macarius the Great, who was himself the disciple of Anthony the Great. Therefore we are at the third generation of monasticism, which had already accumulated a rich experience. Thanks to his exceptional philosophical, theological, and spiritual culture, Evagrius was able to present the process of the spiritual life in a coherent manner. Evagrius had first been a disciple of Basil the Great, and then of Gregory the Theologian, and later in the desert – as I’ve already said – of Macarius the Great, as well as of other Fathers of this era. Thus, one simultaneously finds in him the stamp of the theology of the Cappadocian Fathers and the spiritual, and even mystical, experience of the Desert Fathers.
In a manner that might at first glance appear a bit unsophisticated, Evagrius defines Christianity as the doctrine of Christ our Savior that is divided into praktike [ascetic discipline], physike [natural contemplation], and theologike [theology].
Praktike is the practice of the Evangelical commandments. Physike – physis is “nature” – is the indirect contemplation of God by means of His works, of His creatures. Finally, theologike – theology – is the immediate knowledge of God Himself and coincides with what we today call, using a modern term, “mysticism.”
In modern terms, we can speak of three different ages because, as in normal physical life, we pass from one phase to another. Man progresses slowly but, contrary to normal physical life, there is nothing automatic between the various stages of the spiritual life. That is to say, many people remain their entire lives at the level of the practice of the Evangelical commandments.
The goal of this first stage or age – which is that of infancy or childhood – is to attain, with God’s grace, purity of heart. Therefore, this is a very important aspect, because one cannot speak of the spiritual life and of the following stages – contemplation of God, first indirect and then immediate – without purity of heart.
Thus, with the grace of God, man can arrive at purity of heart (this is also referred to using a term from ancient philosophy: apatheia), which itself has Christian charity as its daughter. Thus, freedom from the passions (apatheia) is the fruit of praktike, but also has a daughter: Christian charity (agape), which is the Christian virtue par excellence. This charity, Evagrius says, is the door to natural contemplation, that is, to the contemplation of God’s works.
But the next step or age – that of seniority or wisdom, of the contemplation of God’s works – is not arrived at automatically, because for man to be able to know God immediately, God must reveal Himself to him; He is free, He is a Person. He does so only when He judges man to be worthy of such a revelation.
All of this might seem a bit abstract to you, and you might pose some questions about it. But I think that it’s important in the spiritual life to know the road; not to believe, for example, that one can satisfy oneself for one’s entire life only reciting or listening to the Psalms or to conventional prayers.
You can also easily imagine that corresponding to these three ages of the spiritual life are three manners of praying. At first, man recites the Psalms and conventional prayers – which is, of course, excellent. But when he is called to ascend higher, when he contemplates the works of God, then his prayer, which had previously been supplication (as it is in the Psalms), becomes a prayer of praise. Man sings the praises of God for all that He has done. Then at the summit of this height something very mysterious takes place, about which one can no longer speak with the usual words and concepts. Evagrius does not do this; he speaks in Biblical images. This is a highly symbolic language, which one needs to known how to decode. And even if you have decoded it, ultimately you can understand exactly what it means only if you’ve had this experience.
But one can say – and Evagrius does say – that this is a dialogue or conversation with God without any intermediaries. What are these intermediaries? Above all, the creatures that speak about God, but aren’t God. These are the concepts that our spirit forges through its contact with reality. These are concepts or ideas about God, but which aren’t God.
I will stop here, but something very mysterious then happens, something in which God completely takes the initiative. Evagrius’ language on this subject is very significant: he speaks of manifestation, apparition, visit, et cetera, on God’s part. All this language indicates that there’s someone, the supreme Person of God, Who reveals Himself to His creature and makes Himself known and understood by him. But the curious thing – which is where I’ll stop – is that the man who has reached this stage is not conscious. The contemplative – the one who sees God – is, as it were, in a state of sleep. When we sleep, we do not know that we’re asleep. Thus, curiously, the contemplative doesn’t know; he finds himself in an entirely peculiar state; he is here and is not here. He isn’t conscious. It’s not ecstasy, in which man goes out of himself or where he loses his consciousness. It’s nothing like that.
I will conclude this short exposition with a word from the Curé d’Ars, whom you might not know. He was a French priest of the nineteenth century, a saint of the Catholic Church. One day he found an old man, an old peasant, in his church, sitting on a bench and not appearing to be doing anything; he wasn’t even praying the rosary. He asked him: “What are you doing here?” In his old French, he said: “I’m looking at Him; and He’s looking at me.” That is the mystery.