Thursday, March 28, 2013

Aνάκληση εις Mετάνοια ( Γ.Ιωσήφ του Ησυχαστή)




Μεταπτωτικά ο άνθρωπος ευρίσκεται υπό την επιρροή όχι μόνο του νόμου της αμαρτίας του «εν τοις μέλεσι διεσπαρμένου», αλλά ακόμα και υπό την επίδρασι των αλλοιώσεων και των ποικίλων τροπών, πού υπάρχουν και αυτές σαν κακοί γείτονες. Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι εκείνοι πού συνεχώς μας ωθούν, μας αποπλανούν, μας παρασύρουν στο να μην ημπορούμε να φυλάξωμε αυτό πού θέλομε.

Και εξ αίτιας αυτών λοιπόν, ευρισκόμεθα εις συνεχή μετάνοια.

Όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες, έστω και ων είναι μια μόνο ημερα η ζωή του ανθρώπου, δεν τίθεται θέμα αναμαρτησίας. Αυτό το νόημα της μετανοίας, είναι εκείνο πού βασικά μας απασχολεί. Κατά τους Πατέρες, ο Θεός δεν λυπάται τόσο αν ο άνθρωπος, τρόπον τινά, δεν τα κατάφερε και αμάρτησε. Δεν τον κρίνει γι' αυτό. Εκείνο πού λυπεί την Χάρι, είναι όταν ο άνθρωπος δεν θέλει να μετανοήση. Αυτό είναι ένα είδος απογνώσεως, ένα είδος βλασφημίας προς αυτό το Πανάγιο Πνεύμα.

Γι' αυτό πρέπει να εντείνωμε την προσπάθεια μας.

Καί έφ' όσον θέμα αναμαρτησίας δεν τίθεται, να τίθεται θέμα συνεχούς μετανοίας. Να πείθωμε την ενδημούσα σε μας θεία Χάρι, ότι τα σφάλματα τα όποια συμβαίνουν δεν είναι εκούσια. Ποτέ μας δεν θέλομε να αρνηθούμε και να προδώσωμε την αγάπη του Θεού, αλλά μέσα στην αδυναμία, απειρία και αγνωσία, περικλείονται όλα μας τα λάθη. Και συνεχώς πίπτοντες, φωνάζαμε το «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», να επικαλούμεθα νέα μορφή συνεργείας της Χάριτος, ούτως ώστε να ολοκλήρωση την γνώσι μας και τις δυνάμεις μας, για να ιδούμε καλά και να ενεργήσωμε σωστά και έτσι να ημπορέσωμε εις αυτές τις δύσκολες ήμερες να ορθοποδήσωμε. Γιατί κατά τον Παύλο «εγγύτερον ημών η σωτηρία» τώρα, «ή ότε επιστεύσαμεν».

Βλέποντες όλοι μας και έχοντες πείρα των γεγονότων, αντιλαμβανόμεθα «εγγίζουσαν την ημέραν». Παρατηρούμε να δυναμώνη περισσότερο του εχθρού μας η δύναμι, αλλά και η ιδική μας έκτασι να περιορίζεται, λόγω του ότι οι άνθρωποι περισσότερο αποφεύγουν, περισσότερο απομακρύνονται και έτσι το κοινωνικό σύνολο γίνεται και αυτό εμπόδιο· διότι οι άνθρωποι οι πνευματικοί εμειώθησαν, έμεινε το «λείμμα», ελάχιστοι.

Πόσο πρέπει να είμεθα προσεκτικοί και ενωμένοι για να τα βγάλωμε πέρα! Το θέμα της επιτυχίας μας δεν είναι θέμα τεχνικό, ώστε να αποδώσωμε το βάρος στην συμμαχία των συνανθρώπων μας. Χρήσιμο είναι εάν είμεθα σύμφωνοι και ομοϊδεάται. Το κέντρο όμως της επιτυχίας, είναι η συμμαχία της Χάριτος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».

Όλη μας η προσοχή είναι στο πώς να κρατήσωμε μαζί μας την ενέργεια της Χάριτος Του, το «μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας, έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20). Αυτό το «μεθ' υμών ειμί» πρέπει να το προσέξωμε πάρα πολύ, εάν πράγματι είναι «μεθ' ημών». Διότι «δυνάμει» ο Θεός Λόγος είναι «μεθ' ημών». «Δυνάμει» δεν απουσιάζει από πουθενά. Αλλοίμονο αν συμβή τούτο! Εάν απουσιάση κλάσμα δευτερολέπτου από την κτίσι, αυτή θα εξαφανισθή. Αυτός είναι το Πάν του παντός. «Δυνάμει» είναι μαζί μας. Είναι όμως «ενεργεία» μαζί μας;

Λέγει ένα σοφό λόγο ο Ωριγένης: «Τι μοί όφελος, ει ο Λόγος σεσάρκωται καί εγώ Αυτόν ου κατέχω;» Και λέω και εγώ τώρα. Τι θα μας ωφελήση εάν «δυνάμει» είναι μαζί μας ο Θεός Λόγος, αφού «ενεργεία» δεν τον αισθανόμεθα; Και φυσικά δεν πταίει Αυτός. Πταίομε εμείς, μη κάνοντας καλό χειρισμό. Γι' αυτό η προσοχή μας να είναι εις αυτό τον τομέα. Στο πώς ανά πάσαν ώρα να μην χάνωμε τις ευκαιρίες και τα μέσα. πού θέτουν εις ενέργεια την παρουσία της θείας Χάριτος. Μαζί με αυτή, πού «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί» να αξιωθούμε να ολοκληρώσουμε τον σκοπό μας προς επιτυχία, διότι «αι ήμεροι πονηροί είσιν». «Εν σοφία προς τους έξω περιπατείτε».

Κοιτάξετε από που συνιστάμεθα. Από τα έξω, από τα πέριξ, από τα έσω. Πώς επιβουλεύει τον άνθρωπο η αμαρτία; Κεντά από τα έξω, κατ' ευθείαν. Ρίπτει στην οθόνη της διανοίας την εικόνα, οποιανδήποτε εικόνα εφάμαρτη και προκαλεί τον νου. Τον προκαλεί να περιεργαστή την εικόνα. Ο νους πρέπει να προσέξη. Τι είναι αυτή η εικόνα; Χρειάζεται ή όχι; Αν ο νους είναι υγιής, την απορρίπτει αμέσως. «Υπάγε οπίσω μου, σατανά, Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και Αυτώ Μόνω λατρεύσω».

Παρά ταύτα η αμαρτία δεν υποχωρεί και δεν φεύγει μολονότι ηττήθη με τον τρόπο πού εκτύπησε. Αφήνει την κατ' ευθεία κίνησι και παίρνει την πλαγία και κτυπά εν ονόματι της προφάσεως, εν ονόματι των φυσικών νόμων, εν ονόματι της χρείας. Και όμως είναι δόλος.

Παραμερίζει την κατ' ευθεία κρούσι και παίρνει την δολία. Εάν και εις αυτή ο νους προσέξη, το εξετάση καλά - διότι η απόφασι του είναι ο αληθής νόμος της χρείας και όχι της επιθυμίας - τότε αφήνει αυτό τον τρόπο και παίρνει την βία. Ορμά εν ονόματι του πάθους, με σατανική ενέργεια και πιάνει τον άνθρωπο από τον λαιμό, να τον στραγγαλίση. Εκβιάζει πλέον, όπως έκανε ο Ναβουχοδονόσορ- «ή θα προσκυνήσετε την εικόνα μου, διότι το θέλω εγώ, ή θα σας ρίξω στην κάμινο». Και εις αυτές τις φράσεις ευρίσκεται ολόκληρος ο δαίδαλος του σατανικού πάθους, και με αυτό τον τρόπο κτυπά τον άνθρωπο. Γι' αυτό πρέπει ο άνθρωπος να είναι συνεχώς ξύπνιος, να μην παρασυρθή, διότι η αμαρτία δεν υποκύπτει, δεν υποχωρεί, θα μεταχειρισθή όλους τους δόλους και τους τρόπους για να απατήση τον άνθρωπο. Εδώ ακριβώς πρέπει να προσέξωμε, διότι μετά την αμαρτία ακολουθεί απογοήτευσι, όπως μετά το τραύμα ακολουθεί πόνος· δεν είναι φυσικό φαινόμενο, αλλά σύμπτωμα. Έτσι και αυτά πού ακολουθούν την ψυχή, απόγνωσι και αποθάρρυνσι, δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά διαβολικότατα, παρόλο πού παρουσιάζονται με μορφή φυσική! Εδώ λοιπόν χρειάζεται πολλή προσοχή, για να μην χάση ο άνθρωπος το θάρρος του, όταν κάνη λάθος, εφ' όσον αλάνθαστη ζωή, ως γνωστό, δεν υπάρχει.

Ακούμε πολλές φορές ανθρώπους να λέγουν: «Μα είμαι αμαρτωλός και ο Θεός δεν μου ακούει», «μα είμαι αμαρτωλός και δεν έχω θάρρος και δεν τα καταφέρνω· είμαι ανάξιος». Όλα αυτά είναι προφάσεις από τα δεξιά, ενώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο Θεός ήρθε για τους αμαρτωλούς. Δεν τίθεται θέμα αναξιότητος. Όσο πιο ανάξιος είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ ανάγκη έχει να καταφεύγη στον Θεό. Και αυτούς πιο πολύ ο Θεός «προσίεται», γιατί όπως είπε, ήρθε για τους ασθενείς όχι για τους υγιείς.

Επομένως αυτό στην πρακτική μορφή είναι πολύ χρήσιμο, να μένη ο άνθρωπος μετά το λάθος και να μην χάνη το θάρρος του. Και αυτό θέλει ανδρεία και προαίρεσι να το κατορθώση και όμως είναι τόσο απαραίτητο. Όταν όλα αυτά τα προσέχει ο άνθρωπος, τότε ευρίσκεται ο νους του σε μια κατάστασι μαχητικότητος, σε μια κατάστασι εγρηγόρσεως, ούτως ώστε πάντοτε προσέχει και ποτέ δεν απατάται.

Και προσέχοντας έτσι, κατ' ανάγκην ευρίσκεται σε συνεχή μετάνοια, και συνεχής μετάνοια είναι, ανά πάσαν ώρα να ομολογή στον Θεό:

«Ήμαρτον, Κύριε, δεν τα κατάφερα. Βοήθησέ με. Παράμεινε μαζί μου. Συ είπες: χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ακριβώς αυτό το έχω καταλάβει. Το έκαμα συνείδησι. Γι' αυτό επιμένω. Κρούω, ζητώ, αιτώ, δεν θα παύσω να ενοχλώ. Δεν μπορώ χωρίς Εσένα. Δεν πρόκειται να φύγω. Εάν δεν βαρύνονται τα ώτα Σου να με ακούουν, δεν θα βαρεθή και το στόμα μου να φωνάζη. Επιμένω, ειναι αλάνθαστος η κρίσι Σου στο να με ανακαλέσης σε μετάνοια. Τούτο το έκανες Συ, θεία Παναγαθότης, δεν το έκανα εγώ. Ούτε ήξερα τον Θεό, ούτε ήταν δυνατό να τον ανακαλύψω. Συ, Κύριε, Πανάγαθε, ήρθες και με ευρήκες και με εφώναξες να σε ακολουθήσω. Αυτό το επήρα, το θέλω, το επιθυμώ. Δεν τα καταφέρνω όμως. Γι' αυτό επιμένω, θέλω να με βοηθήσης. Πρέπει αυτό που εχάρησες να μην το απολέσω».

Βλέπετε! Σας έκαμα μια εικόνα, πώς είναι ο τρόπος της πραγματικής μετανοίας. Αυτές οι διαθέσεις πρέπει να ευρίσκονται στην ψυχή του ανθρώπου του ευρισκομένου υπό μετάνοια. Εάν αυτό το συνεχίζει ο άνθρωπος πραγματικά, γεννάται μέσα του ένα άλλο είδος θάρρους, το όποιο δεν εγνώριζε πριν. Είναι μια μορφή παρρησίας. Αυτή την παρρησία πού έχουν τα παιδιά προς τον πατέρα τους, την οποία δεν ημπορούν να αποκτήσουν οι υπηρέται και οι υπάλληλοι. Και τούτο γίνεται από το θάρρος αυτό, μέσω του οποίου πολεμά την αμαρτωλότητα και κρατά τον όρο της μετανοίας.

Αυτό στην πρακτική είναι πάρα πολύ απαραίτητο, για όλους μας ανεξαιρέτως, περισσότερο όμως στους αδελφούς μας πού ζουν στην κοινωνία, πού ευρίσκονται πιο εκτεθειμένοι μέσα στα αίτια.

Μετά την πτώσι ο άνθρωπος έχασε την προσωπικότητά του και έγινε επιρρεπής προς τα αίτια πλέον και μάλλον εξαρτάται από αυτά. Εάν, όταν ήταν ολοκληρωμένη προσωπικότης, κατόρθωσαν και τον επλάνησαν, σκεφθήτε τώρα πού δεν έχει προσωπικότητα και ευρίσκεται υπό την επίδρασί των, πόσο ισχυρά είναι αυτά· και επειδή ο άνθρωπος δεν έχει δύναμι, διότι είναι τραυματισμένος από την αμαρτία και με τάς αισθήσεις του καθόλου υγιείς, τότε γίνεται λεία δυστυχώς και θύμα αυτών των παραγόντων. Επομένως έχει ανάγκη να ευρίσκεται υπό συνεχή μετάνοια, η οποία είναι το ταπεινό φρόνημα, διότι η πραγματική μετάνοια είναι η πρακτική ταπεινοφροσύνη.

Η πρακτική ταπεινοφροσύνη και ταπείνωσι, είναι η μόνη θέσι των λογικών όντων, η οποία προκαλεί το θείο έλεος. «Ταπεινοίς δίδωσι χάριν καί υπερηφάνοις αντιτάσεται» ο Θεός.

Εφ' όσον έτσι είναι τα πράγματα, είμεθα υποχρεωμένοι αυτό τον τρόπο να εκμεταλλευθούμε. Το νόημα είναι πλέον σαφές. Χωρίς την συνεργασία της Χάριτος, είναι αδύνατο να τα βγάλωμε πέρα. Πρέπει λοιπόν, να επινοήσωμε τρόπους, να προκαλέσωμε περισσότερο την συμπαράστασι της Χάριτος, ώστε μαζί με αυτή να ημπορέσωμε να επιτύχωμε. Τι λέγει ο Παύλος; «Πάντα Ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Και ο Ιησούς μας λέει: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ο Παύλος έχοντας πείρα της παρουσίας της θείας Χάριτος, ομολογεί και λέει: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Εάν λοιπόν, «πάντα ισχύωμεν» εν
τη ενδυναμούση Χάριτι, αρά όλη μας η προσπάθεια είναι πώς να την τραβήξωμε μαζί μας.

Όλες οι αρετές είναι αφετηρία στο να προκαλέσουν και να συγκρατήσουν την Χάρι.

Η κεντρικωτέρα από όλες, κατά τους Πατέρες μας, είναι η ταπεινοφροσύνη. Αυτήν πάρα πολύ αγαπά η Χάρις, και δεν είναι παράδοξο. Εφ' όσο μας απεκάλυψε ο Ιησούς μας, ότι Αυτός ο ίδιος είναι «πράος και ταπεινός τη καρδία» άρα το θέμα της ταπεινοφροσύνης δεν είναι μια απλή προτίμησι της θείας φύσεως, της θείας απαιτήσεως προς τα λογικά όντα, αλλά είναι κάτι το οποίο προσίεται η θεία φύσι, για λόγους πού ξέρει ο Πανάγαθος Θεός· και εφ' όσον είναι στην ιδιότητα Του, στην οντότητά Του ταπεινός, άρα γεννάται διπλή η υποχρέωσι να είμεθα και εμείς πλέον ταπεινοί.

Εφ' όσον η ταπεινοφροσύνη τόσο πολύ βοηθά, ο πρακτικός τρόπος με τον οποίο συντελείται, είναι η ειλικρινής μετάνοια. Ο ειλικρινώς μετανοών, συνεχώς ευρίσκεται προσπίπτων στον Θεό. Επιρρίπτει τον εαυτό του στον Θεό, και συνεχώς φωνάζει· «ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ», «ελέησόν με, Πανάγαθε, κατά το μέγα Σου έλεος», «συγχώρα με, Κύριε, δεν τα καταφέρνω». «Έλα, Κύριε, παρέμεινε μαζί μου». Και εφ' όσον όπως λέει ο Δαυίδ, «εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος», ιδού ένας απλός τρόπος να έχουμε μαζί μας την συμμαχία της Χάριτος και να επιτύχωμε αρτιώτερα και τελειότερα την σωτηρία μας.

Γι' αυτό κανείς από μας τους πιστούς να μην φεύγη από τα περιθώρια της ταπεινοφροσύνης.

Η σωτηρία μας είναι και λέγεται «δωρεάν σωτηρία». Γιατί είναι γεγονός ότι όλες οι αρετές είναι χρήσιμες, αλλά πάρα πολλές από αυτές έχουν μια αγωνιστικότητα, την οποία δεν διαθέταμε όλοι μας. Διότι η πρακτική αγωνιστικότητα χρειάζεται αυθορμητισμό, πολλή αποφασιστικότητα, πολλή φιλοπονία, συνεχή επαγρύπνησι, πράγματα τα όποια δεν έχομε πάντοτε.

Το να κρατήσωμε την ταπεινοφροσύνη - και αυτό είναι κουραστικό - δεν είναι όμως υπέρ την φύσι μας, πράγμα δηλαδή ακατόρθωτο. Διότι το να σκέπτεται κανείς ταπεινά, είναι το πιο απλό πράγμα. Αλλά μήπως δεν είμεθα και ταπεινοί; Δηλαδή, είμεθα κατά κυριολεξία ταπεινοί, εφ' όσον η αμαρτία μας συνέτριψε. Αν φρονούμε ταπεινά, είμεθα αληθεύοντες, διότι ανακαλύψαμε την πραγματική μας προσωπικότητα, πού την συνέτριψε η αμαρτία. Διότι ούτε το «κατ' εικόνα και ομοίωσι» το όποιο μας εχάρισε ο Θεός στην δημιουργία αξιοποιήσαμε, ούτε το θέμα της Χάριτος και της υιοθεσίας, το οποίο μας έδωσε ο Θεός με την παρουσία του, έχομε. Το να σκέπτεται λοιπόν κανείς ταπεινά τι είναι; Η ανακάλυψι της αλήθειας, της πραγματικότητος.

Αυτές οι θεωρίες είναι φυσικές και πάρα πολύ βοηθούν. Είναι εύκολο ο καθένας με αυτές να ασχολήται, έως ότου εύρη πράγματι, συν τη Χάριτι, την πνευματική ταπείνωσι, οπότε ολοκληρώνεται εκεί η προσωπικότητα του. Η ειλικρινής μετάνοια απεκάλυψε την ταπεινοφροσύνη, η δε ειλικρινής ταπεινοφροσύνη έδωσε την ολοκληρωμένη μετάνοια. Το ένα γεννά το άλλο.

Όπως είπαμε και πριν, εφ' όσον αναμαρτησία δεν υπάρχει, τίθεται μόνο θέμα ειλικρινούς μετανοίας.

Συνεργούσης της Χάριτος, αρχίζει στον άνθρωπο (εκεί οπού η αμαρτία είχε άλλοτε επίδρασι δυναστική και τον εξεβίαζε είτε κατά διάνοια, είτε από μέρους των αισθήσεων, σαν αιχμάλωτο) μετά από ειλικρινή μετάνοια, να εξασθενή μέσα του η δύναμί της και εκεί πού άλλοτε τον εστραγγάλιζε και τον απασχολούσε, σιγά-σιγά παραμένει μόνο μια ψιλή μνήμη. Και αν αγωνισθή ο άνθρωπος , αυτή η ψιλή μνήμη χάνεται και του έρχεται αηδία προς την αμαρτωλότητα, διότι στην πραγματικότητα η αμαρτωλότης είναι παραφροσύνη, γιατί η αμαρτία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ά-λογο πράγμα, παράλογο, «παρά φύσι». Ούτε φυσικό, ούτε χρειώδες είναι. Είναι παράνοια, ένας παραλογισμός, μια παρερμηνεία. Δεν έχει φύσι, ούτε θέσι. Δημιουργείται ελλείψει του καλού. Όταν κανείς εξυγιανθή, βλέπει αυτό το τέρας και το απεχθάνεται. Τον καιρό όμως της αμετανοησίας του, του επιβάλλεται και τον στραγγαλίζει.

Έχομε την ανάγκη της συμπαραστάσεως της Χάριτος, για να ημπορέσωμε σιγά-σιγά με την βοήθεια της να αποφύγωμε την αμαρτωλή διάθεσι. Να αποφύγωμε πρώτα την «κατ' ενέργεια αμαρτία», μετά την «κατ' ενέργεια επιθυμία και σκέψι», ούτως ώστε να εξαλειφθή τελείως από την διάνοια μας. Τότε καθαρίζει ο νους και γίνεται πλέον ελεύθερος στο να σκέπτεται και να λογίζεται πάντα αυτά τα όποια θέλει ο Θεός.

Συνεχίζοντας - συν τη Χάριτι - γίνεται και «τη καρδία καθαρός», οπότε ολοκληρώνεται πλέον μέσα στα περιθώρια του αγιασμού και επιτυγχάνει τις θειες επαγγελίες, όπως μας παραδίδουν οι Πατέρες μας. Γι' αυτό χρειάζεται προσοχή, ούτως ώστε να αξιολογούνται ο χώρος, ο χρόνος, ο τόπος, τα μέσα, οι δυνάμεις, τα πάντα. Να μην χάνεται τίποτε.

Για να γίνονται όλα αυτά, πρέπει να ευρίσκεται ο νους στην βάσι του. Και ο νους κρατείται στην βάσι του μόνο με την μνήμη του Θεού. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η «ευχή». Γι' αυτό ο Παύλος επιμένει στο «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Εάν ο νους ευρίσκεται υπό την επίδρασι της μνήμης του Θεού, όλα τελειώνουν, δεν ημπορεί να παρασυρθή.

Η αμαρτία μη έχοντας πρόσωπο, ούτε φύσι, ούτε θέσι, μόνο δια της απάτης, του δόλου και του εκβιασμού εισέρχεται. Όταν ο νους όμως ευρίσκεται στην θέσι του, είναι αδύνατο να πλανεθή. Δεν μπορεί η αμαρτία τίποτε να κάνη, στέκεται μόνο σε μια ψιλή υπόμνησι και τίποτε άλλο.

Παράδειγμα ο Ιησούς μας. Μετά το βάπτισμα απεσύρθη στην έρημο και ενήστευε. Εκεί εδέχθη την επίθεσι του σατανά, με τους τρεις κορυφαίους πειρασμούς. Υπό απλή υπόμνησι μόνο, τίποτε παραπάνω.

Τον προκαλεί πρώτα στην φιλαυτία. «Αφού επείνασες, δεν τρως;» «Ναι - λέει - θα φάω όποτε θέλω εγώ. Τότε μόνο». Τι νόημα έχει αυτό; Δεν θα υποκύψω στη φιλαυτία της ορέξεως, θα υποκύψω στους όρους της χρείας μόνο. «Θα φάω οπότε θέλω εγώ, όχι όποτε μου πεις εσύ». Είναι η ελευθερία της χρήσεως, όχι της παραχρήσεως. Αποδεικνύει δηλαδή, ότι ο άνθρωπος τρώει για να ζή και δεν ζή για να τρώη.

Έρχεται ο δεύτερος πειρασμός, του εγωισμού. Του λέει: «Αφού είσαι Υιός του Θεού, βάλε σε πειρασμό, εις ενέργεια την Χάρι, να απόδειξης ότι αφού είναι θέλημα του Θεού θα σε σώση». «Ναι - άπαντα - έτσι είναι. Αλλά δεν θα πειράξω τον Θεό. Ξέρω ότι ο Θεός είναι Πατέρας και προνοεί, θα προνοήση Εκείνος, γιατί ξέρει πότε έχω χρεία, δεν θά τον βάλω εγώ σε πειρασμό».

Αυτή ήταν η δύναμι του σατανά. Και έφυγε, «και άγγελοι προσήλθαν και διηκόνουν Αυτώ» (Ματθ. 4,11). Εδώ εννοείται η Χάρις του αγιασμού. Υπό μορφή, λοιπόν, μόνο προσβολής έρχεται η αμαρτία. Όταν όμως ηττηθή ο άνθρωπος κατ' επανάληψι, τότε πηγαίνει δυναστικά και τον δένει και τον σέρνει. Αυτή είναι αιχμαλωσία πλέον.

Είπαμε όμως προηγουμένως πώς γίνονται όλα αυτά.

Για να ημπορέση ο νους μας, με ανοικτά τα μάτια να παρακολουθή πόθεν του έρχονται οι προσβολές και να έχη την δυνατότητα να αμύνεται, πρέπει να τον κρατήσωμε στη μνήμη του Θεού. Ευκολώτερος τρόπος της μνήμης του Θεού από την προσευχή, δεν υπάρχει· γι' αυτό και ενομοθετήθη υπό του Παύλου το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Και δεν είναι παράξενο ότι το ευρίσκαμε αυτό και στους αγίους Αγγέλους, όπου εις όλους τους αιώνας της υπάρξεως τους, ένα έχουν να κάνουν συνεχώς να υμνούν τον Θεό. Αλλά και όλα τα λογικά όντα στην αιωνιότητα, στην παλιγγενεσία, μεταφερόμενα στην βασιλεία του Θεού, αυτό θα κάνουν. Και εδώ για να χαρακτηρισθή ένας άνθρωπος ότι είναι αληθινά πνευματικός, πρέπει να έχη μέσα του συνεχή ευχή. Αυτό είναι το τρανό δείγμα ότι πρόκοψε πνευματικά.

Άρα η ζωή του μέλλοντος είναι η συνεχής ευχή, συνεχής ανακύκλησι του θείου Ονόματος μέσα μας. Και αυτό είναι η δόξα μας και η ανάπαυσί μας.

Όλα αυτά τα είπα, για να μην μας φανή παράξενο για την εντολή πού έχομε να είμεθα συνεχώς «ευκτικά όντα», να προσευχώμεθα πάντοτε. «Τις σοφός και συνήσει ταύτα και φυλάξει τα ελέη του Κυρίου;» Ο καθένας από μας, έχομε επιτακτικό καθήκο να εξασκήσωμε την προσευχή μέσα μας, όσο εξαρτάται από μας.

Κρατώντας ο νους την προσευχή, είναι ξύπνιος και βλέπει πόθεν έρχονται οι λογισμοί και τι σκοπό έχουν τα ποικίλα τεχνάσματα της αμαρτίας, πού προσπαθούν να τον απατήσουν.

Η μετάνοια ανακαλεί τον άνθρωπο από την εμπαθή κατάστασι και τον φέρνει στην φυσική. Όταν έλθη ο άνθρωπος στην φυσική κατάστασι, μακράν των παθών και των επιθυμιών, τότε τον τραβά η θεία Χάρις στο «υπέρ φύσιν», πού είναι ο αγιασμός.

Είναι αδύνατο όμως να επιδράση πάνω του η Χάρις και να παραμείνη μαζί του εάν αμαρτάνη, διότι η αμαρτωλότης είναι «παρά φύσιν» και ο Θεός «εν σώματι καταχρέω αμαρτίας ουκ εισελεύσεται». Επομένως πάση δυνάμει, κάθε άνθρωπος, κάθε πιστός, πρέπει να συγκρουστή με την αμαρτία και ό,τι έχει γίνει μέχρι τώρα κατά λάθος, να μην επαναληφθή να φθάση στην κατάστασι να μην αμαρτάνη πρακτικά και να κλαίη για τις περασμένες αμαρτίες.

Μη αμαρτάνοντας πρακτικά, παύει να δανείζεται.

Κλαίοντας για τις περασμένες αμαρτίες, πληρώνει τα παλαιά και τότε ισορροπούν οι σχέσεις του με τον Θεό. Αυτός είναι ο πρακτικός τρόπος της μετανοίας. Αφού ισορροπήσουν οι σχέσεις μας με τον Θεό, τότε επιδρά επάνω μας η θεία Χάρις, διότι «τους δοξάζοντας με δοξάσω και οι εξουθενούντες με ατιμασθήσονται».

Είναι αδύνατο η θεία Χάρις, η όποια είναι μέσα μας, όταν της δοθούν οι προϋποθέσεις, να μην ενεργήση. Γι' αυτό εξ άλλου υπάρχει και η Εκκλησία, η προέκτασι του Ιησού μαζί μας, πού λέει ότι «μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας». Δια της Εκκλησίας και των μυστηρίων προεκτείνεται μαζί μας και συνεχίζει να ευρίσκεται πάντοτε μαζί μας, οποιανδήποτε ώρα επικαλεσθούμε την συμπαράστασί Του.

Είναι τόσο απλό. Αρκεί ο άνθρωπος να αξιολόγηση τις ενέργειες του στην ζωή αυτή και να μην χάνη ούτε χρόνο, ούτε χώρο, ούτε πρόφασι, ούτε δύναμι από όσας διαθέτει η ψυχοσωματική του οντότης και με την βοήθεια της Χάριτος θα επιτυχή την σωτηρία του.

Η σωτήρια δεν είναι φυσικά αποτέλεσμα των έργων μας, αυτή είναι «Ρωμαιοκαθολική» θέσι. Η σωτηρία πηγάζει μόνο από τον Σταυρό, δωρεάν και τα έργα πού κάνομε δεν είναι για να την αγοράσωμε. Αλλοίμονο. Είναι βλάσφημο και να το σκεφθή κανείς.

«Το αίμα του Υιού του Θεού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α' Ιωάν. 1,7), όχι τα ιδικά μας έργα. Η αντίστασι προς την αμαρτία και αμαρτωλότητα, δεν είναι προς εξαγορά της σωτηρίας, αλλά είναι στο να δείξωμε χαρακτηριστικά την προσωπικότητα μας, ότι είμεθα λογικά όντα και δεν υποκύπταμε στην παρά φύσι ζωή.

Η αρετή είναι φυσικό φαινόμενο, δεν είναι επιβεβλημένο. Και αν απαίτησε ο Θεός να γίνουμε ενάρετοι από αμαρτωλοί, αυτό είναι υποβιβασμός για μας, διότι αυτό το περιέχει η φύσι μας. Η αρετή είναι κατά φύσι μέσα στην προσωπικότητα του ανθρώπου σαν «κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού». Έξω από την αρετή, δεν είναι κανείς άνθρωπος, είναι υπάνθρωπος. Οι αρετές πού κάναμε, είναι για να ελευθερωθούμε από την παρά φύσι ζωή, πού μας παρέσυρε η αμαρτία και μας έρριξε εκεί μέσα. Τώρα πρέπει να ανασυρθούμε από τον βόθρο της κτηνώδους καταστάσεως και γι' αυτό ακριβώς αγωνιζόμενα και όχι για να αγοράσωμε την σωτηρία.

Αυτή πηγάζει από τα μυστήρια και τον Σταυρό του Χριστού. Αυτή είναι η ορθή θέσι της θεολογίας πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, οι όποιοι ερμηνεύουν πολύ καλά και το θέμα, τον τρόπο πού ο σατανάς προβάλλει την αμαρτωλότητα. Δεν είναι για να μετρήση την έκτασι της αμαρτίας, όση και αν είναι. Ξέρει αυτός, ότι αν γυρίση ο πιστός και πη στον Θεό «ήμαρτον», τότε αμέσως τον συγχωρεί. Η δύναμι του σατανά και η επιμονή του στο να ρίξη τον άνθρωπο στην αμαρτία, είναι οτι μετά από αυτή θα έλθη η απόγνωσι, και η απόγνωσι κρατά την κεφαλή, πού είναι η προθυμία και παραδίδεται πλέον ο άνθρωπος άνευ όρων.

Και τώρα καταλήγαμε να πούμε, ότι η απογοήτευσι, μετά την αμαρτία, είναι μεν επακόλουθο φαινόμενο, αλλά «παρά φύσι»! Είναι αναγκαίο κακό. Είναι όπως συμβαίνει στο παράδειγμα του τραύματος και του πόνου. Μετά το τραύμα ακολουθεί πόνος. Πρέπει, πάση σπουδή, ο άνθρωπος να θεραπεύση και το τραύμα και τον πόνο. Αλλοιώς θά φθαρή.

Η μετά την αμαρτία απογοήτευσι, όσο μεγάλη και αν είναι η αμαρτία, είναι διαβολικό φαινόμενο. Διότι θέμα αναμαρτησίας δεν υπάρχει, αφού ήλθε ο Θεός ξέροντας, ότι ο άνθρωπος είναι παναμαρτωλός, απωλεσμένος και υποβιβασμένος στον θάνατο και την καταστροφή. Ήλθε εκουσίως εξ αγάπης, μόνος Του και τον αγκάλιασε και τον εσήκωσε. Τώρα πώς ημπορούμε να πούμε «είμεθα αμαρτωλοί και δεν είμεθα Άγιοι, γι' αυτό και απελπιζόμαστε». Αφού Αυτός για τους αμαρτωλούς ήλθε και όχι για τους δικαίους. Μόνος του το ομολογεί. Απόδειξι ότι έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας στον Πέτρο, πού τον αρνήθηκε τρεις φορές και δεν τα έδωσε στον Ιωάννη, τον επιστήθιο και ηγαπημένο.

Όχι γιατί υποβιβάζει ο Θεός την αρετή, αλλά περισσεύει, ξεχειλίζει η πατρική του στοργή στον αδύνατο και τον συντετριμμένο και στο απολωλός. Και υπό το νόημα αυτό πρέπει κανείς να μην φοβάται και να μην παραδέχεται την απογοήτευσι και αποθάρρυνσι σαν επακόλουθο της αμαρτίας, αλλά όπως το ελατήριο να πετάγεται επάνω πάλι και να λέγη; «Ήμαρτον,Θεέ μου, μη μου το γραφής, μετανοώ». Και έτσι με θάρρος να συνεχίζη τον καλό αγώνα του, με ακλόνητη την πίστι στην Παναγάπη και αγαθότητα του Ιησού μας.


Αμήν


Γέροντος Ιωσήφ του ησυχαστή

΄Εμμετρα ποιήματα Γέροντα Ιωσήφ Ησυχαστή- Προς τον Ιησούν


Γλυκύτατε μου Ιησού, βάλσαμον της ψυχής μου,

αγάπη της καρδίας μου, αέρας της πνοής μου.

Φως νοητόν, γλυκύτατον, ο έρως, η ισχύς μου,

αγάπη πολυθαύμαστος, ο πόθος της ζωής μου.

Η πίστις μου και η ελπίς, αγάπη μου γλυκεία,

Σωτήρα ποθεινότατε, γλυκειά παρηγορία"

ελθέ, γλυκεία μου πνοή, ελθέ, ζωή μου θεία,

ελθέ, φως των ομμάτων μου, γλυκειά μου θυμηδία

και φώτισον τα σπλάγχνα μου, τον νουν και την καρδίαν

και πάρασχε στο σώμα μου απάθειαν τελείαν,

διαύγασον εν τω νοΐ τον θείον φωτισμόν σου,

την λαμπροτάτην κίνησιν των θείων γνώσεων σου,

δος μου, αγάπη μου γλυκειά, αυτά που σου ζητάω,

τους πόδας σου ν΄ ασπάζομαι και να γλυκοφιλάω.

Ζητώ, γλυκεία μου πνοή, αιτώ ο υπεσχέθης

και κρούω με κατάνυξιν κι επιθυμώ να έλθης

και συν Πατρί και Πνεύματι μέσα μου να εισέλθης·

μονήν αγίαν ποίησον, να λειτουργής ως θέλης

και ως ευαρεστήσαι συ, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα"

αξίωσον να σε υμνώ απαύστως νύκτα, μέρα

και μην χωρίζεις απ΄ εμού, μη μ΄ αποδοκιμάσεις,

αφού 'δες, πως είμαι, ασθενής, μη θες να με πειράζης·

δεν υποφέρω, δεν βαστώ στιγμή τον χωρισμό σου,

διότι καταφλέγομαι από του έρωτος σου.

Φλεγόμενος σ' αναζητώ στους ουρανούς να σ' εύρω

κι' αφού σκιρτάς κατανοώ πως μέσα μου σε έχω.

Το σκίρτημά σου φλέγει με, πλέον δεν υποφέρω,

να βρίσκωμαι εδώ στην γή, σώμα βαρύ να φέρω.

Πολλάκις πταίω, σε λυπώ και σε παραπικραίνω,

πλην πάλιν συ με αγαπάς, δεν στέκεις πικραμένος.

Πόσον γλυκύς, γλυκύτατος, είσαι αγαθέ Χριστέ μου

αλλ' αν μ΄ αφήνης, σύντομα σ΄ αλησμονώ Θεέ μου.

Αν μ΄ αγαπάς, σε αγαπώ, κι΄ αν με βαστάζης, στέκω·

αν δε μικρόν απέρχεσαι, ευθύς ως χόρτον πέφτω.

Ο έρωτας μου είσαι συ, η φλόγα της αγάπης,

ο ζήλος και η όρεξις κι΄ η προθυμία αύθις

και πάλιν όλα ίστανται, εάν μένης μαζί μου·

ει δε μικρόν αναχωρείς, σκοτίζεται η ψυχή μου.

Μέσα μου σε κατανοώ και έξωθεν σε βλέπω,

σε θεωρίαν έλκεις με, θαυμάζω τούτο βλέπων.

Όπου να ιδώ, παντού Χριστός, πάσα την γην πληρώνης

εις έκπληξιν ανάγεις με, τας φρένας μου αλλοιώνεις.

Στην Λειτουργία έρχομαι, διά να σε κοινωνήσω

και στην καλύβη στρέφομαι, πάλιν εκεί σε βρίσκω.

Μελίζεσαι, μερίζεσαι, εσθίεσαι απ΄ όλους

τους ευσεβείς χριστιανούς και πάλιν μένεις σώος.

Μετά Πατρός ευρίσκεσαι, μέσ΄ τους αγίους είσαι,

στον κόσμον όλον ευρίσκεσαι, ποσώς δεν περικλείσαι.

Στις εκκλησίες θύεσαι, μέσα μου σώος είσαι

και τόπος δεν ευρίσκεται, όπου συ να μην είσαι.

Μονάχα στους αγαπητούς, μόνον στους σε ειδότες

δεικνύεις την αγάπην σου, δυνάμεις σου τας τόσας·

θαυμάζομαι, εξίσταμαι, εκπλήττομαι και φρίττω,

πως όλα ταύτα γίνονται δεν ημπορώ να είπω.

Κι΄ αφού στο βάθος χάνομαι των θείων νοημάτων,

στρέφω και πάλιν όπισθεν και την αγάπην πιάνω

και φθέγγομαι πως σ΄ αγαπώ, γλυκύτατε Χριστέ μου,

Ιησού μου και Σωτήρα μου, Πανάγιε Θεέ μου.

Μη παύσης να διδάσκης με, μη παύσης να φωτίζης,

στο θέλημά σου οδήγησε, εσύ καθώς γνωρίζεις

και πλούτιζέ με συνεχώς στην ιδικήν σου αγάπην

και βάσταζε να βρίσκωμαι διά παντός με ταύτην.

Και πέπεισμαι πως αληθώς αυτή θα μ' όδηγήση

και μέσα στας άγκάλας σου θα φέρη να με ρίψη"

να χαίρω», να ευφραίνομαι με σένα τον Χριστόν μου,

τον Κύριόν μου και Θεόν, εις αιώνας αιώνων.

Αμήν.


 Γέροντα Ιωσήφ Ησυχαστή

The Tears of Repentance ( Elder Paisios )



-Geronda,for years now I have not wept for any of
my faults;I have not shed a single tear.Does this meanthat i am not truly repentant?
-Don't you grieve for a mistake you made?
-I do but perhaps the pain is shallow.
-Don't draw conclusions from tears.Certainly,tears
are a sign of repentance,but not the only one.Some people will cry,and then laugh just as easily.Pain of heart and the inner sigh are inner tears,which are superior tothe external ones.There was a poor man who used to say,
'O Father,I'm so hardhearted!I don't have a single tear!
My heart is like a stone.There is such  hardheartedness in me!"Although he was in fact very sensitive,he felt himself to be hardhearted because he didn't weep.He sighed,however,deeply over his sinfulness,and one could see that he was sighing from the depths of his heart!On the other hand,another person can cry and then laugh,back
and forth,his emotions as changeable as spring weather.
For example, seeing an unfortunate person, someone may be moved to tears and then pat himself on the back;"Oh,how I share in the sufferings of other people!"Or,if one prays and sheds a few tears,he'll say,"Oh,God hears my
prayer because it is accompanied by tears" and he finds comfort in his emotions and sentimentality.
There are also the inconsolable tears. these
come from the devil.These have no repentance in them; rather,they indicate a bruised ego.Such a person is weeping egotistically for his fall.He is wounded because his carelessness has caused him to lose face in the eyes of others, and not because he has grieved God,and thus he suffers doubly;loss of face,and loss of consolation from true repentance.
Such tears are selfish tears,resembling the change
of judas's heart,,who betrayed Christ and then went to the Pharisees and told them,I have sinned.But they responded mockingly,What is that to us?See thou to that.
Offended by this response,Judas threw the money angrily at them and hanged himself out of pride.However if he had gone back to Christ and said,"Forgive and bless me,Lord,"he would have been saved.
Taken from, Spiritual Counsels Vol3 "SPIRITUAL STRUGGLE"


Elder Paisios

How to Influence Others With Love ( Saint Porphyrios )




In debates, if you say a few words about religion you will prevail. Let the person who has a different opinion give free reign to his thoughts and speak as much as he likes…
Let him sense that he is addressing himself to a calm and uncontentious person. Influence him though your graciousness and prayer and then speak briefly. You achieve nothing if you speak heatedly and tell him, for example, ‘What you are saying is untrue, a downright lie!
What will you achieve? Be ‘as sheep among wolves’ (Matt 10:16). What should you do? Show indifference outwardly, but be praying inwardly.
Be prepared, know what you are talking about and speak boldly and to the point, but with saintliness, meekness and prayer. But in order to be able to do this you must become a Saint. 


Saint Porphyrios

The ‘slogan’ of Great Lent







 let us therefore cast off the works of darkness, and let us put on the armor of light”

The so called ‘slogan’ which we hear throughout Great Lent is the recommendation by Paul the Apostle, who calls upon us to cast off all our dark deeds and dress into the armor of light. “Let us therefore cast off the works of darkness, and let us put on the armor of light.” (Rom. 13, 12)

The first thing the Apostle points out is that we ought to accept that we often fall under the spell of darkness, namely of sin, and therefore our deeds are sinful. Indeed there is no man, particularly no Christian, who does not readily confess in a general and vague manner, that he is a sinner.

“Is there anyone who is not a sinner?’ we are often asked when we engage in this kind of talk. Nevertheless, such a general and vague acknowledgement is not what the Apostle seems to have had in mind. Because the vague recognition of our sinful condition most probably serves as an alibi of sin itself in the sense that we are all in the same boat so… In other words, we profess the sinfulness of human nature in order to justify it as something normal!

The Apostle however gives a dramatic tone to his call that we need ‘to cast off the works of darkness’ and of sin: Namely that whatever we do, whatever we talk about or even think about, if it is cut off from Jesus, who is the source of light, constitutes a sin and therefore is darkness. At the end of the day, he who does not act and live Jesus’ life, he lives a nonexistent life, even if his deeds seem great and important.

Our times are probably described by spiritual nonexistence since, not only those outside the Church but also we, the devout Christians, live in a manner which has nothing to do with Jesus; it is as if we are still living in the pre-Christ era. This been described as the ‘secular’ condition long ago; i.e. our lives are disengaged from Jesus’ presence. Therefore, practical atheism is distinctive of our era.

However, this tragic condition has already been pointed out by the Lord Himself. We are living dead. He, whose life is not distinguished by the Lord’s preconditions, is dead. Jesus’ words sound loudly and morbidly: “let the dead bury their dead” ( Matt.8,22). He, who does not receive Him and does not wish to become His disciple, is dead.

Therefore, ‘casting off the works of darkness’ means: we ought to cast off everything which causes our spiritual death and deprives us of the vitality of life. How is this possible? How can we get away from the snares of death? The Apostle says so clearly and precisely: by turning towards the light- “…putting on the armor of light”. We are only able to overcome what is negative by adopting what is positive. We cannot overcome darkness by shooting at it! It just naturally disappears when light approaches. The darkness of the night always gives way as soon as dawn and sunlight approach. Similarly, the darkness of sin disappears as soon as man turns towards the spiritual light- the Sun of Righteousness, the Lord, Jesus Christ. As the Apostle says: turning towards the light means: to ‘put on Jesus Christ’. “But put on the Lord Jesus Christ” (Rom. 13, 14).

However, there is a problem here. How am I being asked to put on Jesus Christ, since I have already done that through my baptism? The Word of the Lord has already stipulated that “For as many of you as have been baptized into Christ have put on Christ” (Gal. 3, 27). How am I to put on the same cloth that I am already dressed into? St Paul’s call means that all Christians who are already clothed into Jesus Christ ought to restore their garments. For we unfortunately continue to commit trespasses even after we have been baptized. Our negligence causes the dilapidation of that which ought to have been preserved as new.

Therefore ‘putting on Jesus’ means: that I, being baptized, ought to live in repentance. I am being asked to live a life of repentance in order to cleanse the cloth I have put on during my baptism. This is the reason why the Holy Fathers have described ‘repentance’ as a ‘second baptism’. Therefore, I stop being in the darkness if I chose the path of repentance, which assists me to restore my true self; to regain the light which flooded me on the day of my regeneration and my initial integration into the Church.

He, who manages to restore his cloth through repentance, lives a powerful and authoritative life. He says: ‘put on the armor of light”. Jesus’ light gives us the necessary armor and signifies the authority we have been given as children of God. “But to all who did receive him, who believed in his name, he gave the right to become children of God” (John 1, 12).

What kind of armor are we talking about? We are talking about the armor of the Lord’s grace, the armor of the Cross. The hymnographer of our Church, guided by a similar description by St Paul, says: “The stadium where virtue is being accomplished has been opened. Those who wish to take up the fight against the enemy may enter… By taking on the whole armor of the Cross, let us fight the enemy. Let us use faith like an unreachable wall, prayer like a breastplate and alms giving like a helmet. Let us use fasting in the place of the knife, since it rips out any vice from the heart”.

Faith, prayer, love and alms giving and fasting: These are the weapons which belong to our spiritual armor. We ought to take them up not only during the blessed period of the Great Lent but also throughout our entire lives.

The only thing we have to do is to recognize the authority which was given to us and use it. Our final destination peers from afar full of glory and grace. This is where we will fully participate in the Resurrection; we will enter the Kingdom of Heaven which is our true abode!

Have a Great Lent and Happy Easter!

Τι είναι η Σαϊεντολογία


Τὴν Κυριακὴ 3 Μαρτίου στὴν αἴθουσα τοῦ «Πειραϊκοῦ Συνδέσμου» ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς διοργάνωσε Ἀντιαιρετικὴ Ἡμερίδα μὲ θέμα: «Σαϊεντολογία, μιὰ πραγματικὴ ἀπειλή». Τὴν ἔναρξη τῆς Ἡμερίδος, στὴν ὁποία ἔλαβαν μέρος πλήθη λαοῦ, ἔκαμε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιῶς κ. Σεραφείμ. Ἀκολούθησαν δύο ἐμπεριστατωμένες ὁμιλίες: Ἡ πρώτη ἀπὸ τὸν κ. Γεώργιο Κρίππα, Διδάκτορα Νομικῆς τοῦ Παντείου Πανεπιστημίου, μὲ θέμα: «Τὸ λογικῶς καὶ νομικῶς ἀβάσιμο τῶν θεωριῶν τῶν Σαϊεντολόγων». Ἡ δεύτερη ἀπὸ τὸν κ. Ἰωάννη Μηλιώνη, εἰδικὸ ἐρευνητὴ ἐπὶ θεμάτων ἀποκρυφισμοῦ καὶ παραθρησκείας, μὲ θέμα: «Μέθοδοι δράσεως καὶ προσηλυτισμοῦ τῶν Σαϊεντολόγων καὶ τρόποι ἀντιμετωπίσεως αὐτῶν».
Καὶ στοὺς δύο ὁμιλητὲς ἔγιναν εὔστοχες ἐρωτήσεις ἀπὸ τοὺς ἀκροατὲς καὶ δόθηκαν πολὺ διευκρινιστικὲς καὶ ἀξιόλογες ἀπαντήσεις. Ἀπὸ τὰ πολὺ ἐνδιαφέροντα Πορίσματα τῆς Ἡμερίδος σημειώνουμε στὴ συνέχεια ὁρισμένα πρὸς ἐνημέρωση τῶν ἀναγνωστῶν μας:

«Ἡ Σαϊεντολογία εἶναι μία διεθνὴς συγκεκαλυμμένη οἰκονομικὴ ἐπιχείρηση μὲ ἀποκρυφιστικὲς καταβολές, πού... στὴ χώρα μας πρωτοπαρουσιάστηκε στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ 1970, μεταμφιεσμένη σὲ φιλοσοφικὸ σωματεῖο, τὸ Κ.Ε.Φ.Ε., ἐνῶ σήμερα αὐτοπροσδιορίζεται ὡς ‘‘ Ἐκκλησία τῆς Σαϊεντολογίας’’. Ὡστόσο ἐπιμελὴς καὶ ἐξονυχιστικὴ ἔρευνα ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον στὶς ἰδικές τους ἐκδόσεις, τὶς πλέον ἐπίσημες... ἀποδεικνύει ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ Σαϊεντολόγοι ρητῶς ὁμολογοῦν καὶ παραδέχονται ὅτι δὲν ἀποτελοῦν θρησκεία.
Ἡ Σαϊεντολογία... ζητᾶ ἀπὸ τὰ μέλη της καθημερινὴ ἀναφορὰ γιὰ τὶς πράξεις καὶ τὶς σκέψεις τους, ποὺ τὶς καταγράφει διατηρώντας φακέλους. Καταγράφει καὶ διατηρεῖ φακέλους καὶ κατὰ τῶν ‘‘ἐχθρῶν’’ της (τῶν ἐπικριτῶν της).
Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος σὲ πρόσφατη σχετικὰ ἀνακοίνωσή της (15-11-2012) ξεσκεπάζει τὶς ποικίλες μεθοδεύσεις ποὺ χρησιμοποιεῖ ἡ ὀργάνωση αὐτή, τὶς ὁποῖες προσπαθεῖ νὰ καλύψει μὲ διάφορα προσωπεῖα, γιὰ νὰ προωθεῖ τοὺς στόχους της σὲ ἀνύποπτους πολίτες... Σύμφωνα μὲ διαπιστώσεις κυβερνητικῶν φορέων καὶ δικαστηρίων, ἑλληνικῶν καὶ ξένων, ἡ ὀργάνωση αὐτὴ ἔχει δεχθεῖ σωρεία καταδικαστικῶν ἀποφάσεων...
Ἡ Συνδιάσκεψη τῶν Ὑπουργῶν Ἐσωτερικῶν τῆς Ὁμοσπονδιακῆς Γερμανίας σὲ ἀνακοίνωσή της χαρακτήρισε τὴ Σαϊεντολογία ‘‘ὀργάνωση ποὺ κάτω ἀπὸ τὸ πρόσωπο μιᾶς θρησκευτικῆς κοινότητος συνδυάζει στοιχεῖα οἰκονομικῆς ἐγκληματι κότητος καὶ ψυχοτρομοκρατίας ἀπέναντι στὰ μέλη της’’! (περιοδ. «Spiegel» 6-3-1995)».
(Περιοδικό «Ο ΣΩΤΗΡ» ,τεῦχος 2065, 15 Ἀπριλίου 2013)



http://aktines.blogspot.ca/2013/03/blog-post_7973.html#more

Wednesday, March 27, 2013

Monastere Saint Antoine le Grand (Ι.Μ.Αγίου Αντωνίου-Γαλλία) Β΄Μέρος.

Νά παρακαλάτε νά γίνω καλός, όχι νά γίνω καλά ( Αγιος Πορφύριος )









Mια πνευματική κόρη του Γέροντος Πορφυρίου, όταν επρόκειτο νά κάνει (ό Γέρων Πορφύριος) εγχείριση καταρράκτη στο μάτι του, έπαιρνε κι άλλες κοπέλες άπ' έδώ και πήγαιναν στο δάσος κι έκλαιαν, παρακαλώντας το Θεό νά κάνει τό Γέροντα καλά.
Τή φωνάζει μιά ήμερα ό Γέροντας: «Έλα έσύ έδώ. Γιατί παίρνεις και τις άλλες και πάτε και κλαίτε μέσα στο δάσος;». «Διότι, Γέροντα», τοϋ απάντησε, «θέλουμε νά γίνετε καλά». Και ξέρετε τί της είπε τότε; Μου τό είπε ή ίδια. Της είπε έπί λέξει: «Νά παρακαλάτε νά γίνω καλός, όχι νά γίνω καλά».
Ό πατήρ 'Ανδρέας, ό όποιος έχει κοιμηθεί τώρα, προτού γίνει μοναχός στο "Αγιον Όρος, ήταν ιατρός δερματολόγος. Μετά, όταν ήρθε έδώ ώς ιερέας στον "Αγιο Γεώργιο στά Νέα Παλάτια Ώρωποϋ, μιά ήμερα ζήτησε άπό τό Γέροντα Πορφύριο τήν άδεια νά δεί, ώς δερματολόγος πού ήταν, τό χέρι του, διότι ό Γέρων Πορφύριος είχε, μεταξύ άλλων, μιά δερματική πάθηση στο χέρι του καί, κάποια περίοδο, είχε τό δεξί χέρι του τυλιγμένο με γάζες. Τό περιστατικό αυτό, πού σάς λέω, μου τό αφηγήθηκε ό ίδιος ό πατήρ 'Ανδρέας.
Πράγματι, τον άφησε νά τού εξετάσει τό χέρι. Ό πατήρ 'Ανδρέας πήγε τότε, αγόρασε μιά αλοιφή καί τήν πήγε στο Γέροντα. «Νά βάζετε αυτή τήν αλοιφή, Γέροντα», τοϋ είπε, «καί σέ λίγες ήμερες θά γίνει τελείως καλά τό χέρι σας».
Τοϋ λέει τότε ό Γέρων Πορφύριος: «Πάτερ 'Ανδρέα, αυτό τό πράγμα στο χέρι μου ό Θεός έμενα μοϋ τό έδωσε. Καί έρχεσαι τώρα έσύ νά μοϋ τό πάρεις;» Καί δέ δέχθηκε νά πάρει τήν αλοιφή.



Αγιος Πορφύριος

If Adam had Repented, he would not have been Exiled(Part 2)





And so, having left from Adam, God proceeded to Eve, wanting to show that she will also be justifiably exiled because she does not want to repent. “Why did you do this?” God asked, so she could admit, “I have sinned.” What reason did God have to speak to Eve using such words, other than to give her the chance to say, “I the lowly wretch acted thoughtlessly, O Master. I disobeyed You, my Lord. Have mercy on me!”?
 



However, she said no such thing. Rather,she said,“the serpent deceived me.” What insensitivity! So, you decided to converse with the serpent who slandered your Master, and you preferred him instead of your God and Creator, and you believed that his words were more true, and you chose to listen to his suggestion instead of the commandment of the Lord? Since she also did not want to say, “I have sinned,” they were both exiled from God’s Paradise. But look at the depth of the compassionate Lord’s mysteries, and learn that if they had repented at this point, they would not have been exiled, they would not have been condemned, they would not have been sentenced to return to the earth from which they were made.
 

How so? Listen.When they were banished and began to experience hunger, thirst, cold, and to suffer all the things that we also suffer today, they sensed their misfortune and plight, but also realized their own imprudence and God’s inexplicable philanthropy. As they walked and lived outside of Paradise,they repented, cried, lamented, beat their face, pulled their hair out, and reproached themselves with sighs for their hardheartedness.
This took place not only for one, two, or ten days, but—believe me—throughout the remainder of their life...When they realized from where they had fallen, they continuously lamented, wept, and appealed to
the mercy and compassion of their Lord.


But what did He Who is abundant in mercy and slow to punish do? When he saw that they had humbled themselves, on the one hand He did not completely revoke His ruling—both so that it may serve as a lesson for us, and so that no one acts arrogantly toward the Creator of all—on the other hand, knowing through His omniscience that they would repent after their fall, He had appointed from the very beginning (even before He created the universe) the time and the way in which He would recall them from exile...And so, He Who
had exiled them from Paradise on account of their impudence and unrepentant heart and disposition
, afterwards when they repented appropriately, humbled themselves sufficiently, and wept and lamented, the Only-begotten Son and Word of the Father Himself not only became a human being like them, but He also consented to die like them. Furthermore He descended into Hades from where He resurrected them. Wouldn’t He Who endured and suffered so many things for them in order to recall them from such a
distant exile have shown mercy and compassion to them if they had repented while still in Paradise? How
could HeWho is by nature a lover of man and Who created them precisely to enjoy all the good things He created in Paradise possibly have done otherwise? Yes, indeed, dear reader, this is what would have happened.





—by St. Symeon the New Theologian—

Ο Θεός γνωρίζεται με το Αγιο Πνεύμα.



Αν δεις φως μέσα σου ή γύρω σου, μην πιστέψεις σ' αυτό αν δεν έχεις συγχρόνως κατάνυξη για τον Θεό και αγάπη για τον πλησίον. Μη φοβηθείς όμως, αλλά ταπείνωσε τον εαυτό σου και το φως εκείνο θα εξαφανιστεί. 

Αν δεις κάποιο όραμα ή εικόνα ή όνειρο, μην το εμπιστεύεσαι, γιατί αν είναι από τον Θεό, θα σε φωτίσει γι' αυτό ο Κύριος. Ψυχή, που δεν γεύθηκε το Αγιο Πνεύμα, δεν μπορεί να διακρίνει από πού έρχεται το όραμα. Ο εχθρός δίνει στην ψυχή μια «γλυκειά αίσθηση» ανακατεμένη με κενοδοξία, και από αυτό γίνεται φανερή η πλάνη. 

Οι Πατέρες λένε ότι, όταν η όραση είναι εχθρική, η ψυχή αισθάνεται σύγχυση ή φόβο. Αυτό, όμως, συμβαίνει μόνο στην ταπεινή ψυχή που θεωρεί τον εαυτό της ανάξιο για όραση. Ο κενόδοξος, όμως, μπορεί να μην αισθανθεί ούτε φόβο ούτε σύγχυση, γιατί επιθυμεί τις οράσεις και θεωρεί τον εαυτό του άξιο, και γι' αυτό τον εξαπατά εύκολα ο εχθρός. 

Τα ουράνια γνωρίζονται με το Αγιο Πνεύμα και τα επίγεια με τη φυσική κατάσταση. Πλανάται όποιος επιχειρήσει να γνωρίσει τον Θεό με τον φυσι
κό νου, με την επιστήμη, γιατί ο Θεός γνωρίζεται μόνο με το Αγιο Πνεύμα.




Γερ.   Σωφρόνιος Σαχάρωφ

Ἑρμηνεία τῆς εὐχῆς τοῦ ἁγίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου» ( Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς )

Με τη βοήθεια του Θεού φθάσαμε στο ξεκίνημα της Μεγάλης Σαρακοστής που θα μας οδηγήσει στη μεγάλη εορτή του Πάσχα. Αυτή η ευλογημένη περίοδος, ειδικά στην εποχή μας και στις δυσκολίες που ζούμε όλοι μας, δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να μας αφήσει ίδιους... Θα ήταν μεγάλη αδικία για καθένα από εμάς να περάσει η Σαρακοστή ανεκμετάλλευτη... Θα πρέπει να κάνουμε κάτι, ώστε να αλλάξει λίγο η πορεία της ζωής μας, να μεταμορφωθεί λίγο η ψυχή μας.
Στόχος τῆς πνευματικῆς μας πορείας εἶναι ἡ ὁμοίωσή μας μὲ τὸν Θεό, ἡ ὁποία ἐπιτυγχάνεται διὰ τοῦ ἐναρέτου βίου. Ἡ ἀρετὴ εἶναι μία γενικὴ λέξη, ποὺ ἀναλύεται ὅμως σὲ ἐπὶ μέρους ἀρετές. Δὲν ἔχει νὰ κάνει τόσο μὲ τὰ βιώματα, τὶς ἐμπειρίες, ἀλλὰ μὲ κάτι κάπως πιὸ πρακτικό, κάπως πιὸ καθημερινό, ποὺ ἀποτελεῖ τὸν καρπὸ τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἡ πνευματική μας ζωὴ μπορεῖ νὰ ἔχει τὰ στοιχεῖα τῆς ἐξωτερικῆς λατρείας, μπορεῖ νὰ διακατέχεται ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ πνευματικοῦ λόγου, μπορεῖ νὰ διαβάζουμε τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ μιλᾶμε γιὰ τὰ πνευματικά, νὰ ἔχουμε συνήθειες πνευματικὲς καὶ γνώσεις θεολογικές, ἀλλά, ἂν τὰ χέρια μας δὲν εἶναι γεμάτα ἀπὸ καρπούς, ἂν ἡ ζωή μας δὲν εἶναι στολισμένη μὲ συγκεκριμένες ἀρετές, τότε μᾶλλον ζημιὰ κάνει ἡ μαρτυρία μας καὶ μᾶλλον καταστροφὴ συμβαίνει στὴν ψυχή μας. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, νὰ ὑπάρχουν τὰ σκαλοπάτια τῶν συγκεκριμένων ἀρετῶν, ποὺ ὁδηγοῦν τὴν ψυχή μας ἀπὸ τὸ ἐπίγειο φρόνημα στὶς οὐράνιες καταστάσεις γιὰ τὶς ὁποῖες διαρκῶς μᾶς μιλάει ἡ Ἐκκλησία μὲ τόση πίστη, μὲ τόση ἀγάπη, μὲ τόση διάθεση νὰ μᾶς κάνει μετόχους αὐτῶν τῶν μεγάλων εὐλογιῶν.
Ἀπὸ ποῦ λοιπὸν νὰ μποῦμε σὲ αὐτὸ τὸ στάδιο τῶν ἀρετῶν, ἀπὸ ποιὰ πόρτα νὰ εἰσέλθουμε σὲ αὐτὸν τὸν χῶρο τοῦ πρακτικοῦ βίου, ἀπὸ ποῦ νὰ ἀρχίσουμε τὴν ἄνοδο, νὰ ἀκολουθήσουμε τὰ σκαλοπάτια ποὺ θὰ μᾶς φθάσουν στὴν κορυφή; Τί νὰ χρησιμοποιήσουμε ὡς ἀφορμή;
Ὑπάρχει μία προσευχή, ποὺ εἶμαι βέβαιος πὼς οἱ περισσότεροι ἀπὸ μᾶς τὴ γνωρίζουν. Εἶναι μία προσευχὴ ποὺ προσδιορίζει τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστή, τὴ λέμε μόνο σὲ αὐτὴν τὴν περίοδο. Μία προσευχὴ μετανοίας, ποὺ ἀνοίγει τοὺς ὁρίζοντές μας. Μία προσευχὴ ἡ ὁποία ὑπάρχει σὲ ὅλες ἀνεξαιρέτως τὶς ἀκολουθίες. Μάλιστα, σὲ μερικὲς ἐμφανίζεται καὶ δύο φορές. Μία πολὺ παλιὰ προσευχὴ , ἡ ὁποία ὅμως πολὺ βαθειὰ περιγράφει τὴν ἀνθρώπινη ψυχὴ καὶ τὸν ἀγώνα της, τὸ μυστήριο καὶ τὴν προοπτική της. Εἶναι ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ.
«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῶς. Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης, χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα, καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητὸς εἶ, εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».
Τόσο μικρὴ ἀλλὰ τόσο περιεκτική! Μάλιστα, κατὰ τὸ τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀπαγγέλλεται ἁπλὰ ἀλλὰ συνοδεύεται ἀπὸ κινήσεις μετανοίας. Στὰ μοναστήρια, ἂν τυχὸν ἔχετε πάει, τηρεῖται ἐπακριβῶς τὸ τυπικὸ αὐτό, ὅπως ἀναγράφεται στὶς φυλλάδες καὶ στὸ Ὡρολόγιο. Λέγει ἐκεῖ ὅτι ποιοῦμε τρεῖς μετανοίας μετὰ ἀπὸ τὸν κάθε στίχο καὶ μετὰ κάνουμε δώδεκα μικρὲς καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὸ τελευταῖο κομμάτι καὶ μετὰ ἄλλη μία μεγάλη.
Δηλαδή, «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...» -τελειώνουμε τὸ πρῶτο κομμάτι- καὶ κάνουμε μία στρωτὴ ἐδαφιαία μετάνοια, ἀπὸ αὐτὲς τὶς μεγάλες, τὶς βαθιές. Συνεχίζουμε: «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης...»· δεύτερη μετάνοια. «Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμᾶ πταίσματα...»· τρίτη μετάνοια. Καὶ μετὰ σιωπηρῶς λέγοντας τὸ «Κύριε ἐλέησον» ἢ τὸ «Ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ» κάνουμε δώδεκα σταυρωτὲς μικρὲς μετάνοιες. Αὐτὸ στὰ μοναστήρια. Καὶ ἐπαναλαμβάνουμε τὸ «Ναί, Κύριε Βασιλεῦ, δώρησαι μοὶ τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα» καὶ κάνουμε ἄλλη μία μεγάλη μετάνοια. Ὅλα αὐτά, ὥστε νὰ τὴν καταλάβει τὴν προσευχὴ ὄχι μόνον ἡ σκέψη μας, ὄχι μόνον ἡ ψυχή μας, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα μας. Νὰ τὴν καταλάβει ὁλόκληρος ὁ ἐαυτός μας. Εἶναι σημαντικὴ προσευχή. Εἶναι πόρτα καὶ ὁδὸς καὶ τέρμα γιὰ ὅποιον ἔχει πνευματικὴ εὐστροφία νὰ ἀξιοποιήσει τὸ περιεχόμενό της καὶ νὰ φιλοτιμηθεῖ στὴ ζωή του.
Ἂς κάνουμε, λοιπόν, μία σύντομη ἑρμηνεία καὶ ἀνάλυση αὐτῆς τῆς προσευχῆς, νὰ καταλήξουμε σὲ τέσσερις παρατηρήσεις ποὺ δὲν εἶναι τόσο ἐμφανεῖς, νὰ κρατήσει ὁ καθένας τὸ μήνυμά του καὶ ἔτσι νὰ τὸ πάρει συνοδὸ.
Ὁ χορηγός, ὁ ὁδηγός, ὁ ὑπερασπιστής, ὁ Κύριος
«Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου...»· ἔτσι προσφωνοῦμε τὸν Θεό. Κύριε, Σὺ ποὺ εἶσαι ὁ κυρίαρχος, ὁ ὁποῖος κυβερνᾶς καὶ δεσπόζεις στὴ ζωή μου. Ἡ ἔκφραση αὐτὴ εἶναι παρμένη ἀπὸ τὸ βιβλίο Σοφία Σειράχ, στὸ ὁποῖο ἐπίσης ὑπάρχει καὶ ἄλλη μία σχετικὴ ἀναφορά: «Κύριε καὶ Θεὲ τῆς ζωῆς μου». Ὁ Κύριος εἶναι ὁ χορηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ δίνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὁδηγὸς τῆς ζωῆς, αὐτὸς ποὺ κατευθύνει τὴ ζωή. Ὁ Κύριος εἶναι ὁ ὑπερασπιστὴς τῆς ζωῆς, ὅπως λέγει ὁ ψαλμωδός (Ψαλμ. 26,1). Ὁ Κύριος εἶναι αὐτὸς στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ ζωή μας.
Ξεκινοῦμε τὴν προσευχὴ μᾶς ὁμολογώντας μὲ ὅλα τὰ κύτταρα τῆς ὑποστάσεώς μας ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι ὁ Κύριος της ψυχῆς μας. Σὰν νὰ λέμε ὅτι ἐγὼ δὲν θέλω νὰ κυβερνῶ τὴν ψυχή μου. Θέλω ὅλες τὶς λεπτομέρειες νὰ τὶς ρυθμίζει ὁ Θεός, ὅλες της τὶς γωνιὲς Αὐτὸς νὰ τὶς φωτίζει. Παντοῦ Αὐτὸς νὰ ἔχει τὸ δικαίωμά Του καὶ σὲ κάθε σημεῖο της νὰ ἐπαληθεύεται ἡ δική Του παρουσία. «Ἐν ταῖς χερσί σου οἱ κλῆροι μου» λέγει κάπου ἀλλοῦ ὁ ψαλμωδός (Ψαλμ. 30,16)· ὅτι στὰ χέρια Σου βρίσκονται οἱ τύχες τῆς ζωῆς μου. Ὅλη μας ἡ ζωή, ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μέχρι καὶ τὸ τέλος της, τὰ γεγονότα τὰ ὁποῖα συμβαίνουν ἐνδιαμέσως, οἱ γνωριμίες ποὺ κάνουμε, οἱ ἀφορμὲς τῆς σωτηρίας ποὺ ἔχουμε, οἱ πειρασμοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους περνᾶμε, ὅλα εἶναι στοιχεῖα τὰ ὁποῖα βρίσκονται κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ ὁποῖα μποροῦμε ἐμεῖς νὰ τὰ ἀναθέσουμε σὲ Ἐκεῖνον, ὥστε Αὐτὸς νὰ φροντίσει τὸ πῶς θὰ τὰ ἀντιμετωπίσουμε, ἢ θὰ τὰ διαχειρισθοῦμε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο.
Ξεκινοῦμε, λοιπόν, τὴν προσευχή μας μὲ αὐτὴν τὴν ὁμολογία, ὅτι ἡ ζωή μας πρῶτον δὲν μᾶς ἀνήκει -φοβερὸ πράγμα· γιὰ σκεφτεῖτε το!- καὶ δεύτερον ὅτι ἀνήκει στὸ σύνολό της, σὲ κάθε λεπτομέρειά της, σὲ κάθε φάση της καὶ ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Θεό. Γιὰ φαντασθεῖτε τὸν ἑαυτό σας καὶ τὴ ζωή σας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σὲ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα, ὅτι ἡ ζωή μου εἶναι ἕνα δῶρο σὲ ἐμένα, τὸ ὁποῖο τὸ ἐπιστρέφω αὐτοβούλως καὶ αὐτεξουσίως στὸν Δωρητή μου, ποὺ εἶναι ὁ Χριστός. Καὶ Αὐτὸς τὴν κυβερνᾶ! Πέφτω τὰ βράδια καὶ κοιμᾶμαι. Δὲν μὲ νοιάζει τίποτα. Δὲν φοβοῦμαι οὔτε τὶς δοκιμασίες μου, οὔτε τοὺς πειρασμούς μου, οὔτε τὸ τέλος μου, οὔτε τὸ τέλος τῶν ἀγαπημένων προσώπων μου, διότι ἡ ζωή τους εἶναι καὶ ζωή μου καὶ ἡ ζωὴ ὅλων μας ἀνήκει στὸν Θεό. Ἔτσι ξεκινοῦμε. Μὲ αὐτὸ τὸ ἄνοιγμα, μὲ αὐτὸ τὸ δόσιμο, μὲ αὐτὴν τὴν ἐλευθερία. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου».
Ἡ ἀργία
Τέσσερα πράγματα νὰ μὴν ἐπιτρέψεις νὰ συμβοῦν μέσα μου. «Πνεῦμα ἀργίας, περιεργίας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας». Μὴν ἐπιτρέψεις νὰ ὑπάρξει μέσα μου μία κατάσταση ἀργίας, τεμπελιᾶς, ραθυμίας, ἀκηδίας, ἀδιαφορίας, ἀνορεξίας. Αὐτὸ θὰ πεῖ ἀργία. Νὰ εἶμαι ἀργός, βραδύς, χωρὶς ἐσωτερικοὺς παλμούς, χωρὶς δυναμικὸ μέσα στὴν ψυχή μου. Ἕνας μουδιασμένος, μαραμένος, χωρὶς ἐνδιαφέρον γιὰ πνευματικά. Φοβερὴ ἀρρώστια, ἰδίως τῆς ἐποχῆς μας. Πολλὲς φορὲς βλέπουμε νέα παιδιὰ ἀνόρεκτα, μᾶλλον κουρασμένα -νὰ τὴν πῶ τὴν λέξη - βαριεστημένα, χωρὶς διάθεση, χωρὶς χυμούς, χωρὶς ἐνθουσιασμό. Δὲν μποροῦμε ἔτσι νὰ προχωρήσουμε. Λέει στὸ σοφὸ βιβλίο τῆς Κλίμακος ὅτι ἡ ἀργία εἶναι περιεκτικὸν τοῦ θανάτου στοιχεῖον, εἶναι κάτι τὸ ὁποῖο θυμίζει τὸν θάνατο στὸν ἄνθρωπο. Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ προχωρήσει στὴ ζωὴ ἕνας ὁ ὁποῖος διακρίνεται ἀπὸ τεμπελιά; Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ἀκηδία, αὐτὴ ἡ περὶ τὰ πνευματικὰ ἀδιαφορία, θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας ὡς ἕνα ἀπὸ τὰ ἑπτὰ θανάσιμα, ὀλέθρια γιὰ τὴν ψυχή μας, ἁμαρτήματα. Αὐτὸ εἶναι ἡ ἀκηδία, ἡ ἀργία. Αὐτὸ θέλει βία καὶ πίεση γιὰ νὰ καταπολεμηθεῖ. «Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν βιάζεται καὶ βιασταὶ ἁρπάζουσιν αὐτὴν» (Ματθ. 11,12).
Αὐτοὶ ποὺ ξέρουν νὰ ζορίζονται, νὰ ἀσκοῦνται, νὰ ἐπιμένουν, νὰ ἀγωνίζονται, αὐτοὶ ἁρπάζουν τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτοὶ ποὺ ἀργοῦν, ποὺ τεμπελιάζουν, ποὺ δὲν μποροῦν, ποὺ παραδίδονται ἔτσι στὸν χαλαρὸ ἑαυτὸ τοὺς αὐτοὶ μένουν δίχως γεύσεις, δίχως καρπούς. Αὐτὸ μὲ δύο λέξεις σημαίνει, χωρὶς ἀγώνα, χωρὶς ἄσκηση, τὰ πράγματα δὲν θὰ μπορέσουν νὰ πάρουν τὴν καλὴ πορεία γιὰ τὴν ψυχή μας. Νά γιατὶ ξεκινοῦμε τὴ σαρακοστιανὴ προσευχή μας ζητώντας νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς τὴν ἀργία καὶ τὴν ἀκηδία καὶ τὴ ραθυμία στὴν ψυχή μας.
Ἡ περιέργεια
«Πνεῦμα», ἐπίσης, «περιεργίας». Ἐὰν ἡ ἀργία εἶναι τὸ νὰ χαθεῖ κάνεις μέσα στὸ τίποτα, ἡ περιέργεια εἶναι τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο: νὰ σκορπίζεται μέσα στὸ παντοῦ, νὰ χώνεται παντοῦ καὶ πάντα. Νὰ θέλει νὰ τὰ μάθει κανεὶς ὅλα. Λέει ἕνας ἀπὸ τοὺς Πατέρες: «μισῶ τὸ χαμερπὲς πάθος τῆς περιεργίας». Αὐτὸ τὸ πάθος τῆς περιεργίας ποὺ μὲ κάνει νὰ σέρνομαι χαμηλά. Αὐτὸ θὰ πεῖ χαμερπές· σημαίνει νὰ ἕρπω χάμω. Αὐτὸ τὸ πάθος ἐνδημεῖ μεταξὺ τῶν χριστιανῶν. Διαβάζουμε πιὸ εὔκολα ἕνα κουτσομπολίστικο θρησκευτικὸ περιοδικὸ παρὰ τὴν Κλίμακα. Παρακολουθοῦμε πιὸ εὔκολα μία σκανδαλιστικὴ ἐκπομπὴ στὴν τηλεόραση παρὰ συμμετέχουμε σὲ μία ἀγρυπνία. Αὐτὴ εἶναι ἡ περιέργεια· νὰ ξέρεις, νὰ ψάχνεις τὴ ζωὴ τοῦ διπλανοῦ σου. Σὰν νὰ τὸν βλέπεις μὲ τὶς πιτζάμες τῆς ὑποστάσεώς του. Νὰ ἀνακαλύπτεις τὰ μυστικά του, χωρὶς κανέναν λόγο. Νὰ ἀφήνεις στὴν ἄκρη τὸν θησαυρὸ καὶ νὰ μπερδεύεσαι μὲ τὰ σκουπίδια.
Αὐτὸ δημιουργεῖ ἕναν σκορπισμό, μία διάχυση καὶ ἔτσι δὲν συγκροτεῖται ἡ ψυχή. Ζητοῦμε, λοιπόν, αὐτὸ τὸ πάθος, τὸ ὁποῖο, πάλι κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, ἀποψύχει τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς, δηλαδὴ ρίχνει τὴ θερμοκρασία της καὶ δὲν μπορεῖ νὰ θερμανθεῖ, ὥστε νὰ λειτουργήσει μὲ ἐνθουσιασμὸ καὶ βάθος, νὰ μὴν ἐπιτρέψει ὁ Θεὸς νὰ φωλιάσει μέσα μας.
Ἡ φιλαρχία
Τρίτο πάθος ἡ «φιλαρχία», ἡ φιλοπρωτία. Κοινὴ ἀρρώστια. Ὅλοι τὴν ἔχουμε μέσα μας. Θέλουμε νὰ εἴμαστε οἱ πρῶτοι. Θέλουμε νὰ εἴμαστε ἐμεῖς οἱ ἀποδέκτες, ὄχι ἁπλῶς τιμῶν, ἀλλὰ τῶν καλυτέρων τιμῶν. Στὴ σύγκριση νὰ εἴμαστε ἐμεῖς ἀπὸ τὸν δεύτερο πιὸ μπροστὰ καὶ μάλιστα μὲ σαφήνεια. Αὐτὸ τὸ πρόβλημα τὸ ἔχουμε καὶ μέσα στὴν Ἐκκλησία. Τόσο συχνὰ τσακωνόμαστε ποιὸς θὰ εἶναι πρῶτος. Μὰ τί σημασία ἔχει αὐτό; Μπορεῖ νὰ εἶσαι ἱερέας καὶ νὰ ἐπιδιώκεις ἐσὺ νὰ διαβάσεις τὸ πρῶτο Εὐαγγέλιο τῆς Μεγάλης Πέμπτης καὶ ὄχι ὁ συνεφημέριός σου. Μπορεῖ νὰ εἶσαι ψάλτης καὶ νὰ διεκδικεῖς ἐσὺ νὰ ψάλεις τὰ καλὰ κομμάτια καὶ ὄχι ὁ ἄλλος, ποὺ μπορεῖ καὶ νὰ ἔχει καλύτερη φωνὴ ἢ περισσότερες γνώσεις ψαλτικῆς. Πῶς μᾶς κυβερνάει ὁ διάβολος! Μὲ ἀνόητα πράγματα!
Βλέπετε καὶ τοὺς Μαθητές, ἐνῶ ὁ Κύριος τους ἀναγγέλλει περὶ τοῦ πάθους Του, τὴν ἴδια ὥρα, ἀρχίζουν οἱ δύο, ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, νὰ ζητοῦν πρωτοκαθεδρίες στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Καὶ τὸ φοβερὸ ποιὸ εἶναι; Ὅτι δὲν ἔμειναν μόνοι αὐτοὶ οἱ δύο νὰ διεκδικοῦν τὰ πρωτεῖα, ἀλλὰ ἐνοχλήθηκαν καὶ οἱ ὑπόλοιποι καὶ στράφηκαν ἐναντίον τους. Προφανῶς γιατὶ καὶ αὐτοὶ ἤθελαν ἀπὸ μέσα τους νὰ εἶναι πρῶτοι. Οἱ ἥρωες αὐτοὶ τῆς πίστεως, αὐτοὶ ποὺ διώχθηκαν καὶ μετὰ μαρτύρησαν, αὐτοὶ οἱ ἴδιοι ἀρνήθηκαν, οἱ ἴδιοι ἐγκατέλειψαν, οἱ ἴδιοι τσακώθηκαν λίγο πρὸ τοῦ πάθους ποιὸς θὰ εἶναι πρῶτος. Ὁ Κύριος ὅμως τοὺς δίνει τὸ μάθημα τὴ νύχτα τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου λέγοντας ὅτι πρῶτος πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ποὺ ἐπιλέγει μετὰ ἐσωτερικῆς ἐλευθερίας καὶ ἀνέσεως τὴ θέση τοῦ τελευταίου. Τί ὡραῖο πράγμα! Νὰ μπεῖς σὲ ἕναν χῶρο ποὺ θὰ διαδραματιστεῖ μία ἐκπληκτικὴ σκηνή, ὅπου ἀπὸ μέσα σου νὰ θέλεις νὰ βλέπεις καὶ νὰ ἀκοῦς. Καὶ ἐκεῖ νὰ σοῦ προτείνουν νὰ διαλέξεις ὅποια θέση θέλεις, ἀκόμη καὶ τὴν καλύτερη. Κι ἐσὺ νὰ ἐπιλέγεις εὔκολα τὴν τελευταία. Νὰ εἶσαι μέσα ἀλλὰ κρυμμένος στὴν ἄκρη. Καὶ αὐτὸ γιὰ νὰ μποῦν οἱ ἄλλοι πρὶν ἀπὸ ἐσένα, γιὰ νὰ ἀπολαύσουν αὐτοὶ πιὸ πολὺ ἀπὸ ὅσο ἐσύ. Γιὰ νὰ εἶναι μεγαλύτερη χαρά σου ἀπὸ τὴν ἀπόλαυση τῆς παραστάσεως ἡ χαρά τους.
«Τὴ τιμὴ ἀλλήλους προηγούμενοι» (Ρωμ. 12,10), λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ὄχι φιλοπρωτία, ὄχι πρωτοκαθεδρία. Ὄχι αὐτὸ τὸ φίλαρχο φρόνημα, νὰ εἶμαι ὁ πρῶτος, ἀλλὰ νὰ θέλω νὰ τιμήσω τὸν ἄλλο, νὰ θέλω νὰ τιμηθεῖ ὁ ἄλλος. Νὰ τοῦ ἐκχωρήσω τὰ δικαιώματα, νὰ εἶμαι ὁ διακονῶν, νὰ εἶμαι ὁ εὐτυχισμένος ἔσχατος, ὁ εὐλογημένος οὐραγός, ἀναπαυμένος στὴ θέση μου, στὴν ἄκρη τῆς οὐρᾶς. Αὐτὸς ὅμως ποὺ θὰ εἶναι μέσα στὴν ἀγκαλιά, ὅπου ὅλοι οἱ ἄλλοι θὰ εἶναι καλύτεροί μου. Τί ὡραῖο πράγμα! Νὰ χαίρομαι τὴν εὐλογία τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀρετῶν τῶν ἀδελφῶν. «Πνεῦμα», λοιπόν, «φιλαρχίας»,νὰ θέλω νὰ ὑπερέχω ἐγώ, καὶ φιλοπρωτίας,«μή μοι δῶς».
Ἡ ἀργολογία
«Πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας» καὶ τέταρτον «ἀργολογίας». Τί θὰ πεῖ ἀργολογία; Κουτσομπολιό. Ἀχρηστολογία. Ὑπάρχει κάτι ποῦ λέγεται περιαυτολογία· νὰ μιλᾶς γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Κακὸ πράγμα! Ὑπάρχει κάτι ἄλλο ποὺ λέγεται καυχησιολογία· νὰ ἀρχίσεις νὰ καυχᾶσαι γιὰ τὸν ἑαυτό σου. Ἄλλη ἀρρώστια! Ὑπάρχει ἄλλο ἕνα πάθος ποὺ λέγεται πολυλογία· νὰ μιλᾶς ἀκατάσχετα καὶ ὁ ἄλλος νὰ μὴν μπορεῖ νὰ πάρει σειρὰ νὰ πεῖ κάτι. Καὶ ὑπάρχει καὶ αὐτὸ ποὺ λέγεται ἀργολογία, τὸ ὁποῖο σημαίνει νὰ λὲς ἀνοησίες ἢ ἄχρηστα πράγματα. Λόγια ποὺ δὲν χρειάζονται, ποὺ δὲν προσφέρουν τίποτα. Συχνὰ ὁμολογοῦμε ὅτι «πῆγα καὶ σκότωσα τὴν ὥρα μου. Εἴπαμε καὶ κανένα χαζό». Ὄχι τέτοιο πράγμα. Ἀπὸ τὸ στόμα μας «λόγος ἀργός», δηλαδὴ μὴ ζωντανός, μὴ οὐσιαστικὸς «μὴ ἐκπορευέσθω» (Ἐφεσ. 4,29), νὰ μὴν βγαίνει, μᾶς προτρέπει ἡ Ἐκκλησία μας καὶ οἱ ἅγιοί μας. Γιὰ φαντασθεῖτε πάλι τὴ ζωή μας νὰ οἰκοδομεῖται πάνω σε περιεκτικούς, οὐσιαστικοὺς λόγους. Νὰ μὴν ἔχει, λοιπόν, οὔτε τὸ ἀγκάθι τοῦ ἄχρηστου, ἀνόητου λόγου, οὔτε τοῦ περίεργου λόγου, οὔτε τοῦ κατακριτικοῦ λόγου, οὔτε τοῦ ὑπεροχικοῦ λόγου, ἀλλὰ νὰ εἶναι στόμα καθαρό, λόγος παστρικός, πεντακάθαρος. «Εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ», λέει στὴν ἐπιστολὴ τοῦ Ἰακώβου (Ἰακ. 3,1). Αὐτὸς ποὺ ἔχει καθαρὸ στόμα καὶ δὲν φταίει μὲ τὸ στόμα του αὐτὸς ἐγγίζει πλέον τὴν κατάσταση τῆς τελειότητος.
Καθώς, λοιπόν, ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ μὴν ἐπιτρέψει στὴν ψυχή μας τὴν παρουσία αὐτῶν τῶν τεσσάρων ἀδυναμιῶν, στὴν οὐσία, μὲ τὴν προσευχὴ αὐτή, ζητοῦμε τὴν ὑποκατάστασή τους ἀπὸ τέσσερις ἀρετές: ἀντὶ τῆς ἀργίας, τὸ φιλότιμο καὶ τὸν ἅγιο ζῆλο. Στὴ θέση τῆς περιέργειας, τὸ ἀπερίεργον, τὸ ἀπερίσπαστον καὶ τὴ σύνεση. Ἀντὶ τῆς φιλαρχίας, τὴν ὑποχωρητικότητα καὶ τὴν εὐγενῆ συστολὴ . Καί, τέλος, ἀντὶ τῆς ἀργολογίας, τὴ σιωπὴ καὶ τὸν «ἅλατι ἠρτυμένον λόγον» (Κολ. 4,6).
Ὁ ὅσιος, ὅμως, Ἐφραὶμ στὴν περίφημη προσευχή του δὲν ζητάει μόνον τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ τέσσερα μεγάλα πάθη ποὺ προαναφέραμε, ἀλλὰ ζητάει ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὸ δῶρο τεσσάρων μεγάλων ἀρετῶν: «Πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης». Τέσσερις ἐκπληκτικὲς ἀρετές!
Ἡ Σωφροσύνη
Πρώτη ἀρετή, ἡ σωφροσύνη. Σωφροσύνη βγαίνει ἀπὸ τὶς λέξεις σῶος καὶ φρὴν-φρενός, καὶ σημαίνει ἔχω σώας τὰς φρένας, ἀκέραιο τὸν νοῦ μου. Σωφροσύνη μὲ τὴν εἰδικὴ ἔννοια τοῦ ὅρου σημαίνει ἐγκράτεια, ἁγνότητα, καθαρότητα στὸ σῶμα καὶ στὴν ψυχή. Μὲ τὴν εὐρύτερη ὅμως ἔννοια σωφροσύνη σημαίνει γενικευμένη ἀκεραιότητα. Τὸ νὰ μὴν ἔχει κανεὶς στὸ μυαλό του τὴν ἀρρώστια τῶν μειονεκτικῶν λογισμῶν, τῶν νοσηρῶν σκέψεων.
Στὴν ἀντίθετη περίπτωση, ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει σώας τὰ φρένας του. Νομίζει ὅτι ὅλοι τὸν κυνηγοῦν, ὅτι ὅλοι τοῦ δημιουργοῦν προβλήματα, ὅτι ὅλοι ἔχουν παράπονα. Καὶ δὲν ἔχει κανένας. Δὲν ἀσχολοῦνται μαζί του. Δὲν ἔχει σώας τὰ φρένας, λένε. Τὰ ἔχασε. Εἶναι διαταραγμένη ἡ ἰσορροπία τῆς σκέψης του. Σωφροσύνη, λοιπόν, σημαίνει καθαρότητα καὶ ἀκεραιότητα. νὰ εἶναι κανεὶς ἰσορροπημένος πνευματικά, νὰ μπορεῖ ὁ λογισμός του νὰ λειτουργεῖ μὲ σαφήνεια, χωρὶς ἀρρώστιες ψυχολογικοῦ τύπου, μειονεξία ἢ καχυποψία ἢ κυκλοθυμία κ.ο.κ.
Ἡ πρώτη, λοιπόν, ἀρετὴ εἶναι ἡ καθαρότητα, ἡ καθαρότητα τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς. Ἡ ἐποχὴ ποὺ ζοῦμε εἶναι ἡ ἐποχὴ ποὺ μολύνει αὐτὴν τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς. Εὔκολα τὸ μάτι μας ἀρχίζει νὰ κλέβεται ἀπὸ ψευτοέρωτες -«ἐκ τοῦ ὁρᾶν τίκτεται τὸ ἐρᾶν»- καὶ τὸ σῶμα μας νὰ ἑλκύεται ἀπὸ λάθος ἱκανοποιήσεις καὶ κάνουμε τὶς ὀλέθριες ὑποχωρήσεις, ποὺ τὶς σκεπάζει μετὰ ὁ συμβιβασμὸς μίας δύσκολης ἐποχῆς, ἡ ὁποία ὅλα ξέρει νὰ τὰ δικαιολογεῖ. Χριστιανὸς ὅμως σημαίνει πεντακάθαρη κατάσταση. Ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος γιὰ τοὺς Ἱερεῖς, καὶ γιατί ὄχι γιὰ κάθε χριστιανό, πρέπει νὰ εἶναι καθαρότερος ἀπὸ τὶς ἀκτίνες τοῦ ἡλίου. Ὄχι τὸ μυαλὸ συνέχεια στὸ πονηρό, στὸ σαρκικό, στὸ ρυπαρό, ἀλλὰ νὰ ἀναπαύεται ἡ σκέψη καὶ ἡ διάθεση σὲ ὅ,τι εἶναι καθαρό, διότι μόνον ἡ καθαρότητα τῆς ψυχῆς ἐγγυᾶται τὴ θέα τοῦ Θεοῦ: «Μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί, τὸν Θεὸν ὄψονται» (Ματθ. 5,8).
Ἡ πρώτη, λοιπόν, ἀρετὴ ποὺ προσευχόμαστε καὶ ζητοῦμε ὡς δῶρο ἀπὸ τὸν Θεὸ εἶναι ἡ σωφροσύνη, αὐτὴ ἡ ἀκεραιότητα ποὺ κάνει τὸν ἄνθρωπο νὰ μὴν εἶναι σὰν ραγισμένο βάζο, οὔτε σὰν λεκιασμένο σεντόνι, ἀλλὰ σὰν σῶμα χωρὶς οὐλή, σὰν κρύσταλλο χωρὶς σημάδι, σὰν κάτι ποὺ δὲν ἔχει ποτὲ συγκολληθεῖ, ἀλλὰ διατηρεῖ τὴν ἀρχική του ἀκεραιότητα. Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη ἀρετή.
Ἡ ταπεινοφροσύνη
Δεύτερη ἀρετή, ἡ ταπεινοφροσύνη. Τί ὡραία, τί μεγάλη ἀρετή! Ἀκούσαμε στὴν Ἐκκλησία μας, στὴν ἀρχὴ τοῦ Τριωδίου, τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου καὶ ἐκεῖ ἔλεγε ὁ εὐαγγελιστὴς ὅτι «ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται» (Λουκ. 18,14). Ἐπίσης, ὁ πρῶτος μακαρισμὸς ἀφιερώνεται στοὺς ταπεινούς: «Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. 5,3). Πτωχὸς τῷ πνεύματι εἶναι αὐτὸς ποὺ εἶναι ταπεινός, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει σὲ καμία ἰδιαίτερη ὑπόληψη τὸν ἑαυτό του. Λέγουν κάποιοι -χωρὶς κατ᾿ ἀνάγκην αὐτὸ νὰ εἶναι σωστὸ - ὅτι ἡ λέξη ταπεινὸς προέρχεται ἀπὸ τὸν τάπητα, τὸ χαλί. Ταπεινὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δέχεται νὰ τὸν πατᾶς χωρὶς νὰ διαμαρτύρεται. Καὶ καμιὰ φορὰ εἶναι μερικὰ χαλιὰ ποὺ τὰ πατᾶς καὶ ζωντανεύουν πιὸ πολύ. Ἔτσι εἶναι ὁ ταπεινὸς ἄνθρωπος. Ὁ ταπεινὸς εἶναι εἰκόνα τῆς Θεοτόκου· παραδίδεται στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ὑποδέχεται τὴ μεταμορφωτικὴ χάρι Τοῦ μέσα στὴν ψυχή του.
Ἡ ὑπομονή
Ἂς πλησιάσουμε τὴν τρίτη ἀρετή. «Πνεῦμα ὑπομονῆς». «Ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν» (Λουκ. 21,19), λέγει ὁ Κύριος στοὺς μαθητές Του. Ἄλλη μία ἀρετὴ ποὺ τόσο χρειάζεται, ἀλλὰ τόσο τὴν ἀγνοεῖ ἡ ἐποχή μας. Στὶς μέρες μας δὲν κάνουμε ὑπομονή.
Θέλουμε τὸν Θεὸ νὰ ἀπαντήσει ἐδῶ καὶ τώρα. Καὶ Αὐτὸς δὲν ἀπαντᾶ. Ἔχει τοὺς λόγους Του. Αὐτὸ ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ κάνουμε ὑπομονή, γιὰ νὰ ἔλθει ἡ ὥρα τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή μας· ὄχι ὁ χρόνος τῆς δικῆς μας ἐπιλογῆς.
Ἄλλοτε πάλι παίρνουμε μία ἀπόφαση καὶ θέλουμε ἐδῶ καὶ τώρα νὰ καταφέρουμε τὸν στόχο μας. Χρειάζεται ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἑαυτοῦ μας, νὰ ὑπομείνουμε τὸν ἑαυτό μας. Νὰ τὸν περιμένουμε, νὰ ἔλθει καὶ ἐκείνου ἡ ὥρα.
Τρίτη περίπτωση, ἡ ὑπομονὴ τοῦ ἀδελφοῦ μας, τοῦ διπλανοῦ μας. Ἔχουμε τὸ παιδί μας. Παίρνει ἕναν ἄλλο δρόμο, κάνει ἄλλες ἐπιλογὲς στὴ ζωή του ἀπὸ αὐτὲς ποὺ ἐμεῖς θὰ θέλαμε. Τρέμει τὸ φυλλοκάρδι μας. Τὸ καλοῦμε, τοῦ κάνουμε μία ἐπίθεση ἐλέγχου, δίνουμε καὶ μερικὲς συμβουλὲς καὶ ἀπαιτοῦμε νὰ διορθωθεῖ. Μὰ δὲ γίνεται ἔτσι. Ἐμεῖς τόσο εὔκολα διορθωνόμαστε; Ἐδῶ χρειάζεται νὰ κάνουμε ὑπομονὴ γιὰ τὸ παιδί μας. Νὰ τὸ περιμένουμε. Γι᾿ αὐτὸ λέγει «ἐν τῇ ὑπομονῇ ὑμῶν κτήσασθαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν». Μὲ τὴν ὑπομονή σας θὰ ἀποκτήσετε τὸν ἔλεγχο τῶν ψυχῶν σας. Μὲ τὴν ὑπομονὴ θὰ πιάσεις τὴν ψυχή σου καὶ θὰ τὴν κυβερνήσεις, θὰ κρατήσεις τὸ τιμόνι της. Ἔτσι, μὲ τὴν ὑπομονή μας, περιμένοντας τὸν Θεό, δίνοντας χρόνο στὸν ἑαυτό μας, ἀναγνωρίζοντας στὰ παιδιά μας καὶ στοὺς συνανθρώπους μας τὸ δικαίωμα τοῦ χρόνου τους, θὰ κερδίσουμε καὶ τὶς δικές τους ψυχές, θὰ ἀποκτήσουμε καὶ τὶς δικές μας. Θὰ τὶς κατακτήσουμε ἐν Χριστῷ καὶ ἐν ἀγάπῃ.
Ἡ ἀγάπη
Τέλος, ζητοῦμε «πνεῦμα ἀγάπης». Στὴν Κλίμακα τῶν ἀρετῶν, ὅπως τὴν παρουσιάζει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἐμφανίζεται ἡ διάκριση ὡς «ἡ μείζων τῶν ἀρετῶν». Στὸ τέλος ὑπάρχει ἕνα κεφάλαιο γιὰ τρεῖς ἀρετές: τὴν πίστη, τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη. «τὰ τρία ταῦτα», ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη» (Α´ Κορ. 13,13). Ἀγάπη γενική: καὶ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ πρὸς τὸν ἀδελφὸ καὶ πρὸς ὅλο τὸν κόσμο. Δὲν ὑπάρχει ἀγαπῶ ἕναν, δυό, πέντε, τὴν οἰκογένειά μου, τοὺς φίλους μου καὶ δὲν ἀγαπῶ τοὺς ἄλλους. Ἀγάπη ἔχει αὐτὸς ποὺ ἀγαπᾶ ὅλη τὴν κτίση. Ἀγαπᾶ τὰ ζῶα, ἀγαπᾶ τοὺς ἐχθρούς, ἀγαπᾶ τοὺς γνωστοὺς καὶ τοὺς ἀγνώστους, ἀγαπᾶ τοὺς εὐεργέτες καὶ αὐτοὺς ποὺ τὸν ἀντιπαθοῦν, ὅπως ὁ Θεὸς «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους». Ἀγάπη μεριζομένη καὶ μὴ καθολικὴ δὲν εἶναι ἀγάπη.
Ἡ ἀγάπη δὲν διαιρεῖ οὔτε ξεχωρίζει τοὺς ἀποδέκτες της, ἀλλὰ κομματιάζει τὴν πηγή της. Ἂν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἀγάπη ποὺ μᾶς κάνει νὰ κομματιαζόμαστε, γιατὶ ὁ διπλανὸς εἶναι ὁ ἀδελφός, ἡ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, δὲν θὰ μπορέσουμε νὰ περάσουμε στὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀπὸ τὴν εἰκόνα περνᾶμε στὸ πρωτότυπο. Ἀπὸ τὸν ἀδελφὸ στὸν Θεό. Τὸν ἀδελφὸ ἔβαλε ὁ Θεὸς δίπλα μας, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει ὅτι ἡ πόρτα τῆς σωτηρίας μας εἶναι ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης. Τί φοβερὴ ἀρετή! Ἀλλὰ τί δύσκολη ποὺ μᾶς φαίνεται! Πόσο ὅμως διαφορετικὴ δὲν θὰ ἦταν ἡ κοινωνία μας, ἂν μπορούσαμε νὰ εἴχαμε αὐτὴν τὴν ἐλευθερία, τὴν πληρότητα, τὴ θυσιαστικότητα τῆς ἀγάπης, τὴν ὑπερβολὴ τῆς ἀγάπης! Νὰ ἀγαπᾶμε τοὺς ἄλλους ὄχι σὰν τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ πιὸ πολὺ καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, γιατὶ ὁ ἄλλος, ὁ πλησίον, εἶναι κομμάτι μας, εἶναι ὁ καλύτερος ἐαυτός μας, εἶναι παιδὶ καὶ ἀδελφός του Χριστοῦ, εἶναι ὁ ὁρατὸς Θεὸς ἐκείνης τῆς στιγμῆς· εἶναι ἡ ἀφορμὴ γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὸν ἐγωισμό μας, εἶναι ἡ εὐκαιρία γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸν Θεό μας.
Νά, λοιπόν, τί ζητοῦμε. Νὰ μᾶς ἀπαλλάξει ὁ Θεὸς ἀπὸ «πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας» καὶ νὰ φυτέψει στὴν καρδιὰ μας «πνεῦμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης».
Τὰ «ἐμὰ πταίσματα» καὶ ἡ κατάκριση τοῦ ἀδελφοῦ
Καὶ συνεχίζει ἡ προσευχή: «Ναί, Κύριε, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου». Δῶσ᾿ μου τὴ μεγάλη εὐλογία ἀντὶ νὰ ἀσχολοῦμαι μὲ τὰ ὑποθετικὰ ἐλαττώματα καὶ τὶς ἀδυναμίες τοῦ ἀδελφοῦ μου, νὰ κοιτάξω τὰ πραγματικὰ δικά μου πταίσματα. Λέει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅτι ἀκόμα κι ἂν ζοῦσες ἑκατὸ χρόνια καὶ κάθε μέρα ἔριχνες δάκρυα ὅσο εἶναι τὸ νερὸ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, δὲν θὰ μποροῦσες νὰ ξεπλύνεις τὰ πραγματικά σου ἐλαττώματα, ποὺ ὅμως ποτὲ δὲν θὰ μπορέσεις νὰ διακρίνεις. Ἂς ἔχει καθένας μας τὴν αἴσθηση μίας στοιχειώδους αὐτογνωσίας, πῶς διακατεχόμεθα ἀπὸ ἀδυναμίες, ἀπὸ πάθη, ἀπὸ ἁμαρτίες τὶς ὁποῖες συνεχῶς διαπράττουμε. Ὁ καθένας μας ἔχει τὸ δικό του φορτίο τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀδυναμιῶν. Μὲ αὐτὸ νὰ ἀσχοληθεῖ. Αὐτὸ θὰ πεῖ αὐτογνωσία. «Δώρησαί μοι, Κύριε, τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα». Νὰ ἀντικρύζω τὰ δικά μου πταίσματα καὶ νὰ μὴν κατακρίνω τὸν ἀδελφό μου καὶ νὰ μὴν τὸν καταδικάζω μέσα μου εἴτε μὲ τὸν λόγο, εἴτε μὲ τὴν ἐσωτερικὴ σκέψη καὶ κρίση μου.
Ὑπάρχει ἕνας ἅγιος ἀπὸ τοὺς πιὸ γλυκοὺς καὶ ἀγαπημένους πρόσφατους ἁγίους, ὁ ἅγιος Σάββας ὁ Νέος της Καλύμνου. Ἕνας ἅγιος, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τὸ 1948. Πέρασε καὶ ἕνα διάστημα τῆς ζωῆς του στὴν Ἀθήνα. Τὸν τιμᾶ ἰδιαίτερα ἡ Κάλυμνος. Σύγχρονος ἅγιος! Λίγο μετὰ τὸν ἅγιο Νεκτάριο. Ἕνας γλυκύτατος ἄνθρωπος. Ἕνας ἐπιεικέστατος ἅγιος. Παραμυθητικός, φιλάνθρωπος, γεμάτος συμπάθεια καὶ κατανόηση, ἐπιείκεια καὶ συγχωρητικότητα. Συνέρρεε ὁ κόσμος γιὰ ἐξομολόγηση. Ὅλα τὰ συγχωροῦσε. Γιὰ δύο ὅμως ἁμαρτίες ἦταν ἀδυσώπητος. Ἡ μία ἡ βλασφημία, καὶ τὸ καταλαβαίνουμε. Ἡ δεύτερη ἡ κατάκριση. Κατέκρινες τὸν ἀδελφό σου καὶ τοῦ τὸ ἔλεγες; Αὐστηρὸ κανόνα ἔβαζε. Ἀκοινωνησία! Νηστεύεις; Ρωτοῦσε. Μὰ ἐσὺ καταβροχθίζεις τὶς σάρκες τοῦ ἀδελφοῦ σου. Ὁ ἅγιος αὐτός, αὐτὸ τὸ ἀρνάκι, δὲν μποροῦσε νὰ δεχθεῖ τὸ πάθος τῆς κατάκρισης. Μεγάλη ἁμαρτία ποὺ ροκανίζει τὴν ἴδια τὴν ὑπόσταση τῆς κοινωνίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ. Ὁ ἕνας νὰ φάει τὸν ἄλλον. Νὰ τὸν κουτσομπολέψει, νὰ τὸν καταδικάσει. Μέσα στὴν ἴδια τὴν ἐνορία, στὰ σπίτια μας, στοὺς χώρους ἐργασίας μας. Σκληροὶ ἐπικριτές, ἀνυποχώρητοι θεατὲς ἐλαττωμάτων, ἐπίμονοι ἐρευνητὲς σφαλμάτων. Δυστυχῶς, ἡ ἀρρώστια αὐτὴ εἶναι καὶ παλιὰ καὶ βαθειὰ καὶ διαδεδομένη.
Θὰ κάνω μία σύνοψη ποὺ περιγράφει τὸ βαθύτερο ἦθος καὶ τὸν λόγο αὐτῆς τῆς προσευχῆς, μέσα ἀπὸ τέσσερις παρατηρήσεις. Ἂν προσέξουμε, παρουσιάζει μερικὰ πολὺ ἐνδιαφέροντα κρυμμένα χαρακτηριστικά.
Ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ ἑστιάζει μέσα μας
Τὸ πρῶτο εἶναι ὅτι στὴν ἀπαρίθμηση τῶν παθῶν τῆς προσευχῆς ἀποφεύγονται τὰ θανάσιμα λεγόμενα πάθη, ὅπως τὸ μίσος, ἡ φιληδονία, ὁ θυμός, ἡ φιλαργυρία καὶ ἄλλα, καὶ ἀναφέρονται μερικὰ ποὺ μᾶλλον συνήθεις ἀνθρώπινες ἀδυναμίες εἶναι παρὰ ἔντονα διαστροφικὲς καταστάσεις. Ποιὸς ὁ λόγος ποὺ ἐπιλέγονται αὐτὰ καὶ ὄχι τὰ πρῶτα; Ἡ ἀργία, ἡ ἀργολογία δὲν βλάπτουν κανέναν ἄλλον παρὰ μόνον τὸν ἄνθρωπο ποὺ τὶς ἔχει. Καὶ εἶναι τόσο ἀνθρώπινο νὰ εἶναι κανεὶς περίεργος ἢ ἔστω νὰ ἐπιζητεῖ τὰ πρωτεῖα. Ποιός, ἀλήθεια, δὲν τὰ ἔχει κάπως μέσα του αὐτά; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ὅτι ἐδῶ προσευχόμαστε ὄχι γιὰ διαστροφὲς ποὺ μόνοι μας πρέπει νὰ καταπολεμήσουμε ἀλλὰ γιὰ ἐσωτερικὲς ἀδυναμίες ποὺ ἐνδόμυχα καλλιεργοῦμε καὶ πνίγουν τὴν ἐλευθερία μας καὶ μᾶς χρειάζεται τόσο ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἔχει σὰν στόχο τὸ συμμάζεμα τοῦ ἑαυτοῦ, τὸ νὰ ἔλθει κανεὶς «εἰς ἑαυτόν». Ἐὰν ὁ σκοπός μας εἶναι ἡ στροφή μας πρὸς τὸν Θεό, τότε πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ προηγηθεῖ ἡ στροφὴ πρὸς τὰ μέσα μας: «Νοῦς μὴ σκεδαννύμενος ἐπὶ τὰ ἔξω, ἐπανεισι εἰς ἑαυτὸν καὶ δι᾿ ἑαυτοῦ πρὸς τὸν Θεόν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ τὰ τέσσερα πάθη γιὰ τὰ ὁποῖα μιλάει εἶναι πάθη ποὺ δὲν φαίνονται μεγάλα, ἀλλὰ ἔχουν καταστροφικὴ δράση μέσα μας. Εἶναι πάθη διασπορᾶς τῆς σκέψης καὶ σκορπισμοῦ τῆς καρδιᾶς, πάθη ποὺ ξοδεύουν τὸν πλοῦτο της: Ἡ ἀργία τὸν χρόνο της· ἡ περιέργεια τὴν ἀλήθειά της, τὴν στροφὴ στὸ ἕνα «οὔκ ἐστι χρεία»· ἡ φιλαρχία τὴν ἀγάπη της, τὴ σχέση της μὲ τὸν ἀδελφό· καὶ ἡ ἀργολογία τὸν λόγο της. Ὅλα μαζὶ τὴν περιουσία τῆς πνευματικῆς οὐσίας της. Καταναλώνουν τὸ δυναμικὸ τῆς ψυχῆς στὰ μὴ οὐσιώδη. Τότε γίνεται πολυπόρευτος ἡ διάνοια καὶ στὴ συνέχεια ὀλισθηρά, ὅπως λέγει ἀλλοῦ ὁ ὅσιος Ἐφραίμ. Γλιστράει, ξεφεύγει, χάνεται, καταστρέφεται.
Ἂν ὅμως συμμαζευτεῖ ὁ νοῦς, τότε μπορεῖ νὰ κάνει προσευχὴ καὶ νὰ στραφεῖ πρὸς τὸν Θεό. Βλέπετε καὶ ἀπὸ τὶς ἀρετὲς δὲν ἐπιλέγει τὴν προσευχή, τὴ μετάνοια, τὴν πίστη, τὴν ἐγκράτεια, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ νηστεία. Ἀλλὰ διαλέγει ἀρετὲς ποὺ ἡσυχάζουν τὸν ἔσω ἄνθρωπο καὶ τὸν συμμαζεύουν, ὅπως ἡ σωφροσύνη καταστέλλει τὶς κινήσεις τῆς σάρκας, ἡ ταπεινοφροσύνη τὰ πετάγματα τοῦ ἐγωισμοῦ, ἡ ὑπομονὴ τὰ ξαφνιάσματα τοῦ χρόνου καὶ ἡ ἀγάπη τὶς ἐνοχλήσεις τῶν ἀδελφῶν. Κάποιες διαλέγει ἀπὸ τὶς ἀρετὲς καὶ κάποια ἀπὸ τὰ πάθη. Αὐτὰ τὰ πάθη τὰ ὁποῖα εἶναι πολὺ λεπτὰ καὶ ἀποτελοῦν τὴ βάση τῆς ἀρρώστιας τῆς ψυχῆς καὶ αὐτὲς τὶς ἀρετὲς ποὺ ἀποτελοῦν τὸ θεμέλιο τῆς ἀνάστασης καὶ τῆς ἀνάτασής της. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἕνα.
Οἱ ἀρετὲς ὡς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ
Τὸ δεύτερο. Οἱ ἀρετὲς σὲ αὐτὴν τὴν προσευχὴ δὲν ἐμφανίζονται σὰν κατάκτηση, σὰν ἀνθρώπινο κατόρθωμα, ἀλλὰ σὰν δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ ρῆμα ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ τὴν ἀπόκτησή τους εἶναι τὸ «Δώρησαί μοι», χάρισέ μου. Δὲν λέει ὅτι θὰ προσπαθήσω νὰ τὰ ἀποκτήσω, ἀλλὰ τὰ ζητάει ὁ προσευχόμενος ἀπὸ τὸν Θεὸ ὡς δῶρα. Οἱ ἀρετὲς εἶναι δῶρα. Δὲν εἶναι κατορθώματα. Εἶναι καρπὸς τῆς χάριτος· ὄχι τοῦ ἀγώνα. Ὁ ἀγώνας ἁπλὰ ἐκφράζει τὸ φιλότιμό μας. Εἶναι τὸ ἀναγκαῖο ἔλασσον. Ἡ χάρις εἶναι τὸ ἐνεργοῦν μεῖζον. Ὅσο κι ἂν προσπαθήσουμε, χωρὶς τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, τίποτα δὲν θὰ καταφέρουμε. Καὶ ἂν δὲν ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος καὶ τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ στὴ ζωὴ μᾶς αὐτὲς οἱ ἀρετές, τότε ὅποιος τὶς εἶχε θὰ δικαιοῦτο νὰ καυχᾶται. Ἐνῶ τώρα, κι ἂν τὶς ἔχεις, δὲν δικαιοῦσαι νὰ καυχηθεῖς, γιατί καὶ ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη καὶ ἡ σωφροσύνη καὶ ἡ ταπεινοφροσύνη εἶναι μείζονα δῶρα ποῦ τελικῶς τὰ χορηγεῖ ὁ Θεὸς σὲ αὐτοὺς οἱ ὁποῖοι ἔχουν καταθέσει ὡς ἐλάχιστη προϋπόθεση τὴ συγκατάθεσή τους: «τί δὲ ἔχεις ὃ οὐκ ἔλαβες; εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών;» (Α´ Κορ. 4,7).
Τὸ «πνεῦμα» ὡς φρόνημα
Ἂς προχωρήσουμε στὴν τρίτη παρατήρηση, στὴ λέξη πνεῦμα. Ὁ ὅσιος προτάσσει τῶν παθῶν καὶ τῶν ἀρετῶν αὐτὴ τὴ λέξη: «πνεῦμα ἀργίας», δὲν λέγει ἀργία. Καὶ μετὰ λέγει «πνεῦμα σωφροσύνης». Τί σημαίνει αὐτὴ ἡ λέξη; Σημαίνει νὰ μοῦ δώσει ὁ Θεὸς τὴ διάθεση, τὸ φρόνημα, τὸν πόθο νὰ λαχταρήσω αὐτὲς τὶς ἀρετές, νὰ μισήσω αὐτὲς τὶς ἀδυναμίες, ὥστε πάνω σ᾿ αὐτὴν τὴν ἐσωτερικὴ κατάσταση καὶ ἐπιθυμία, στὸ ἔδαφος αὐτό, νὰ μπορέσει Ἐκεῖνος νὰ φυτεύσει τὸν σπόρο τῆς ἀρετῆς. Αὐτὸ ποὺ μᾶς χρειάζεται, λοιπόν, καὶ προσευχόμαστε εἶναι τὸ φρόνημα τῆς ἀρετῆς, τὸ πνεῦμα τῆς ἀρετῆς, γιὰ νὰ μπορέσει ὁ Κύριος νὰ μᾶς δώσει τὴν ἴδια τὴν ἀρετή, τὸν καρπὸ τῆς ἀρετῆς.
Δοῦλος καὶ ἀδελφός
Καὶ τὸ τέταρτο εἶναι πολὺ ὡραῖο. «Κύριε καὶ Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας, περιεργείας, φιλαρχίας καὶ ἀργολογίας μή μοι δῶς». Δὲν θὰ τὸ σχολιάσουμε αὐτό. «Πνεῦμα δὲ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καὶ ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῶ δούλῳ. Ναί, Κύριε, δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ μὴ κατακρίνειν τὸν ἀδελφόν μου».
Ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ ὁ χριστιανὸς εἶναι δοῦλος καὶ δίπλα στὸν πλησίον εἶναι ἀδελφός. Σὲ αὐτὸ μας καλεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὄχι μόνον τὴ Μεγάλη Τεσσαρακοστὴ ἀλλὰ πάντοτε. Νὰ λέμε «δοῦλοι ἀχρεῖοί ἐσμεν, ὅτι ὃ ὠφείλομεν ποιῆσαι πεποιήκαμεν» (Λουκ. 17,10). Τελικά, καὶ τὰ καλὰ ποὺ κάνουμε εἶναι αὐτὰ ποὺ πρέπει νὰ κάνουμε, γιατὶ εἴμαστε ἄχρηστοι δοῦλοι. Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Νὰ αἰσθανθεῖ καθένας ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὴν ταπείνωση τοῦ δούλου καὶ δίπλα στὸν πλησίον τὴ χαρὰ τοῦ ἀδελφοῦ.
Ἔτσι ἂν ξεκινήσουμε τὴν πορεία μας τὴν πνευματική, μὲ αὐτὸ τὸ φρόνημα καὶ σὲ αὐτὸ τὸ πνεῦμα ἂν τὴν ἀναβαπτίσουμε, θὰ μπορέσουμε, νὰ προχωρήσουμε ἀπὸ τὸ ἦθος, ὅπως εἴπαμε προηγουμένως, στὴν κατάσταση τῶν ἀρετῶν. Τότε ὁ Θεὸς θὰ δώσει αὐτὲς οἱ ἀρετὲς νὰ διακρίνουν καὶ τὴ ζωὴ τοῦ καθενός μας σὲ κάποιο βαθμό, ἀλλὰ κυρίως θὰ δώσει νὰ ἀνθίσουν στὸ ἔδαφος τῶν πνευματικῶν κοινοτήτων μας, τῆς ἴδιας μας τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν ζούσαμε ὡς Ἐκκλησία αὐτὴν τὴ καθαρότητα, δὲν θὰ χρειαζόταν νὰ μιλᾶμε γιὰ κάθαρση. Ὅταν στὴν Ἐκκλησία μας κυριαρχεῖ ἡ σωφροσύνη, ἡ ταπεινοφροσύνη , ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ἀγάπη, τότε τί θέση ἔχει ἡ λεγόμενη κάθαρση; Τότε δὲν θὰ ἤμασταν Ἐκκλησία ποὺ τῆς ἀπαιτοῦν κάθαρση , ἀλλὰ θὰ ἤμασταν κοινωνία ποὺ θὰ χόρταινε ἀπὸ γνήσια μαρτυρία.
Νὰ δώσει ὁ Θεὸς ἡ προσευχὴ τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ νὰ εἶναι μία προσευχὴ ποὺ αὐτὸς μὲν τὴν ἔγραψε, ἐμεῖς ὅμως ὡς Ἐκκλησία καὶ πρόσωπα τὴ ζοῦμε. Μία προσευχὴ ποὺ θὰ βγαίνει ἀπὸ τὴν καρδιά μας, θὰ βγαίνει ὅμως καὶ ἀπὸ τὴ ζωή μας.
Τότε, καθὼς θὰ φθάνουμε στὸ Πάσχα, ἡ ψυχή μας θὰ εἶναι ἕτοιμη καὶ καθαρὴ σὰν τὸν κενὸ τάφο νὰ δεχθεῖ τὸν Ἀναστημένο Χριστό. Νὰ δώσει λοιπὸν ὁ Θεὸς πλούσια τὴν εὐλογία Του καὶ κατὰ τὸ ὑπόλοιπο διάστημα τῆς Τεσσαρακοστῆς, καὶ ὅλους νὰ μᾶς ἀξιώσει πανέτοιμοι, ἢ μᾶλλον ὅσο τὸ δυνατὸν ἕτοιμοι, νὰ μποῦμε μέσα στὸ κανάλι αὐτὸ τὸ εὐλογημένο , σὲ αὐτὸν τὸν μετασχηματιστὴ τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδος, γιὰ νὰ φθάσουμε ἑνωμένοι καὶ ἀγαπημένοι ἐνώπιόν του Θεοῦ ὡς δοῦλοι καὶ μεταξὺ μας ὡς ἀδελφοί,γιὰ νὰ μπορέσουμε ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας ξεχωριστὰ νὰ τὸν ἀντικρύσουμε Ἀναστάντα. Ἀμήν.
πηγή: Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς, «Ἀπὸ τὸ καθ᾿ ἡμέραν στὸ καθ᾿ ὁμοίωσιν», ἐκδ. Ἐν πλῷ, 2008 (Αποσπάσματα)


Ένα παιδί…





Γίνε κι εσύ παιδί… και κέρδισε…

Ένα παιδί ποτέ του δεν μισεί, μονάχα ψευτοθυμώνει κι όταν πραγματικά πεισμώνει, πάλι γρήγορα το ξεχνά. Γιατί ένα παιδί ξέρει να συγχωρεί και να ζητάει συγγνώμη.

Ένα παιδί δεν ξέρει τι θα πει ντροπή, ούτε και περηφάνια κι έτσι μπορεί ελεύθερα να κλαίει κι ελεύθερα να γελάει. Γιατί ένα παιδί ξέρει να είναι αυθεντικό κι αυθόρμητο.


Ένα παιδί ποτέ του δεν φθονεί, μονάχα λαχταράει κι ίσως και λιγάκι να ζηλεύει, μα πάλι σπάνια παραπονιέται. Γιατί ένα παιδί ξέρει να κάνει υπομονή, φτάνει να του λες αλήθεια.

Ένα παιδί ποτέ του δεν θα πει λόγια πίσω απ’ την πλάτη σου, μα κι αν παρασυρθεί, πάλι να ξέρεις πως δεν θα το εννοεί. Γιατί, το είπαμε και πριν, ένα παιδί ποτέ του δεν μισεί.

Ένα παιδί μπορεί με μια κούκλα ή ένα τρενάκι να χαρεί κι έναν κόσμο ολόκληρο γύρω του να χτίσει και παντού να ταξιδέψει. Γιατί ένα παιδί έχει φαντασία αμόλυντη από τις βρωμιές του κόσμου μας.


Ένα παιδί ξέρει να χτίζει μια φιλία δυνατή, γεμάτη αγάπη και με κάθε τρόπο να τη στηρίζει και να την προστατεύει. Γιατί ένα παιδί ξέρει να μοιράζεται τον κόσμο με τους γύρω του.
Ένα παιδί μπορεί με τη χαρά σου να χαρεί, χωρίς να το κεράσεις κι αν σου πάρει κάποιο δώρο, μέσα απ’ την καρδιά του θα ‘ναι. Γιατί ένα παιδί ξέρει να είναι πλούσιο στην ψυχή και όχι στο ασήμι.

Ένα παιδί ποτέ του δεν αδιαφορεί στον πόνο και δίπλα σου θα σταθεί και πάντα θα σε ρωτήσει τι έχεις και είσαι λυπημένος και τα πάντα θα κάνει για σένα. Γιατί ένα παιδί έχει καρδιά ευαίσθητη στις δονήσεις που στέλνουνε τα μάτια.

Ένα παιδί ξέρει πραγματικά να ζει κι ό,τι νιώθει να το εκφράζει, τη λύπη, τον πόνο, τη συμπόνια, το γέλιο, τη χαρά, την ευγένεια, την αγάπη. Ένα παιδί… πόσο ευτυχισμένο είναι!!!

Όλοι εμείς παίρνουμε μαθήματα για δύναμη και θάρρος, ελπίδα, χαρά από τα παιδιά που μας κάνουν κάθε στιγμή καλύτερους ανθρώπους, σε μια κοινωνία που επικρατεί το ψέμα και η υποκρισία!
Τα παιδιά είναι η αλήθεια μας και το μέλλον αυτού του κόσμου!

.
Γίνε κι εσύ παιδί… και κέρδισε…


 http://iliaxtida.wordpress.com/2013/03/27/pdi/#more-12261

Ο προκείμενος αγώνας μας




Να ανεχώμεθα λοιπόν τον άλλον όπως είναι.
Ο ένας θα με υβρίση μάλιστα.
Ο άλλος θα με επαινέση μάλιστα.
Ο ένας θα μου δώση μισό ποτήρι νερό· μάλιστα.
Να μην μπερδευώμαστε στην ζωή του άλλου.
Μόνον, όταν μας ζητήσουν την αγάπη μας, να την δώσωμε, όπως την δίνει ο Θεός «επί δικαίους και αδίκους».
Να τηρούμε «την ενότητα του Πνεύματος», ήτοι την πίστι την αγία πού μας έδωσε ο Θεός.
Αυτά είναι ο προκείμενος αγώνας μας, τον οποίον αγαπάει ο Θεός…
 
 

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης

 

Πώς Ζούν οι Άγγελοι;
























 Του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ του Σικάγο
Λίγα γνωρίζουμε για το πώς ο αγγελικός κόσμος ζεί το παρόν και πώς θα ζεί στον μέλλοντα αιώνα. Παρόλ’ αυτά απ’ όσα έχουμε ήδη πει νωρίτερα μπορούμε να δούμε ότι η ζωή των ασωμάτων είναι ποικίλη και το έργο τους μεγάλο.
 Αφού ο Παντοδύναμος Κύριος θεώρησε σωστό να δημιουργήσει μιά ολόκληρη ιεραρχία αγγέλων, και ν’ αναθέσει σε κάθε τάγμα ένα συγκεκριμένο είδος έργου, αυτό από μόνο του καταδεικνύει πόσο πολυάσχολα είναι αυτά τα λειτουργικά πνεύματα.
Μόνο να δούμε τους φύλακες αγγέλους θα διαπιστώσουμε  ότι έχουν μεγάλο έργο να επιτελέσουν με τους προστατευόμενούς τους- τους επιπόλεους και αμαρτωλούς άνθρώπους.
Έχουμε πολλές αποδείξεις στα γραπτά των Αγίων Πατέρων για το πόσο πικρά κλαίνε οι φύλακες άγγελοι όταν βλέπουν την αμαρτωλή συμπεριφορά των ανθρώπων για τους οποίους είχαν σταλεί να προστατέψουν.
Εντούτοις ο ουράνιος κόσμος είναι κυρίως ένας κόσμος χαράς και φωτός και σίγουρα υπάρχει περισσότερη χαρά παρά λύπη στη ζωή των αγγέλων.
Η υπέρτατη χαρά τους έγκειται στο ότι βλέπουν και δοξολογούν την υπέρλαμπρη Τριαδική Θεότητα, ευρισκόμενοι συνεχώς μπροστά στο Θεό.Αν η τέλεση της Θείας Λειτουργίας σ’ αυτόν τον κόσμο είναι ένα πολύτιμο δώρο του Θεού, το οποίο μέσω της εξαγιάζεται και μετουσιώνεται σε μέρος της Αγίας Τριάδος, τότε κάποιος μπορεί με ευσέβεια να ισχυριστεί ότι ούτε τις ασώματες δυνάμεις ο Κύριος δεν τις στέρησε απ’ αυτό το μεγάλο δώρο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι και στον ουρανό οι άγγελοι λαμβάνουν μέρος σε μιά πνευματική Θεία Λειτουργία, κατά την οποία ο Αμνός του Θεού θυσιάζεται προαιωνίως εξ αιτίας της αγάπης Του για τη δημιιουργία Του.
Σ΄αυτήν την εξαίσια, ουράνια Ευχαριστεία οι άγγελοι κυρίως δοξολογούν και ευχαριστούν το Δημιουργό. Οι αναρίθμητες χορωδίες των ουράνιων δυνάμεων προωθούν επίσης τις προσευχές τους. Σε ποιόν? Οχι φυσικά σ΄αυτές αφου οι ίδιες ζούν το πλήρωμα όλων των δώρων που τους είναι προσιτά, αλλά στην αγαπημένη τους ανθρωπότητα, τη μοιχαλίδα και αμαρτωλή, που κολυμπά στην ματαιοδοξία και επομένως χρειάζεται την ουράνια βοήθεια.
Η συνεχής συμμετοχή των αγγέλων στις δικές μας λειτουργίες και ειδικά στη Θεία Ευχαριστεία, λειτουργεί ως εχέγγυο της ουράνιας βοήθειας.
«Νυν αι Δυνάμεις των ουρανών συν ημίν αοράτως λατρεύουσιν» επιβεβαιώνει προφητικά η Εκκλησία μας κατα τη μυσταγωγία των Προηγιασμέων Δώρων, ενώ κατά την καθημερινή θ. Λειτουργία του Αγίου Ιωάννη Χρυσοστόμου ο λειτουργός ως να βλέπει νοερά τους αγγέλους, δηλώνει ότι «Τον επινίκιον ύμνον άδοντα, βοώντα, κεκραγότα, και λέγοντα ‘Άγιος, άγιος, άγιος, Κύριος Σαβαώθ, Πλήρης, ο ουρανός και η γη της δόξης σου’…».

Η Εκκλησία επισης απροκάλυπτα επιβεβαιώνει ότι « Την Ανάστασίν Σου, Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσιν εν ουρανώ..» Υπάρχει πληθώρα τέτοιων αποδείξεων και είναι όλες καλά γνωστές σε όλους τους πιστούς Χριστιανούς.

Το μόνο που μας απομένει είναι να μιλήσουμε για τις ενέργειες των ουρανίων δυνάμεων εδώ στη γη. Και εδώ είναι κυρίως οι φύλακες άγγελοι που ενεργούν.

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΛΕΜΕΣΟΥ: "Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ ΜΟΝΟΥΣ"



"Παρακολουθούμε με αγωνία και στενοχώρια αυτά που συμβαίνουν στον τόπο μας και συνεχίζουμε να βοηθούμε το λαό μας με την προσευχή μας", δήλωσε στο "Μεσημέρι και Κάτι" ο Μητροπολίτης Λεμεσού Αθανάσιος.

"Ο κόσμος εκφράζει αγωνία και ανησυχία για το μέλλον και είναι δικαιολογημένος διότι διαφαίνεται το μέλλον ζοφερό και δύσκολο", είπε ο Μητροπολίτης.

Πρόσθεσε ότι "εμείς πρέπει να βοηθούμε τον κόσμο να έχει εμπιστοσύνη στο θεό. Δεν παραβλέπουμε τη δυσκολία αλλά ο Θεός είναι δυνατότερος. Η ελπίδα κλονίζεται αλλά και ο Χριστός είπε να μην δειλιάζουμε και να μην χάνουμε την πιστή μας".

"Ο Θεός δεν μας εγκατέλειψε", είπε ο Μητροπολίτης Λεμεσού, σημειώνοντας ότι "υπάρχουν άνθρωποι που ελκύουν τη χάρη του θεού και ανατρέπουν τα παγκόσμια δεδομένα".

"Ο Χριστός μας προτρέπει, τις δύσκολες στιγμές να τις αντιμετωπίζουμε με πιστή και με προσευχή. Για το θεό δεν υπάρχουν δύσκολα και δεν θα μας αφήσει μόνους μας", τόνισε ο Μητροπολίτης.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...