Μερικά από τα θαύματα του αυτά θα αναφερθούν κι εδώ για ψυχική ενίσχυση όλων μας και διδασκαλία.
Θαύματα 1. Βρισκόμαστε στίς αρχές του 17ου αιώνα. Τρομερή ανομβρία κτύπησε και του Ιόνιου Πελάγους τα νησιά. Ιδιαίτερα τη νήσο Κέρκυρα. Η δύναμη που κρατούσε κι εξουσίαζε τα νησιά με τους πολέμους που διεξήγαγε εδώ κι εκεί, δεν εύρισκε καιρό να σκεφθεί τους δουλοπάροικους της. Ο λαός πεινά. Υποφέρει. Ό,τι βρίσκει τα τρώγει. Έλειψαν και του βουνού τα λίγα χορταράκια. Στούς δρόμους και τα σπίτια μια παραπονιάρικη φωνή ακουόταν συνεχώς: «Πεινούμε...»
Πεινούσαν τα παιδιά. Πεινούσαν οι νέοι. Πεινούσαν κι οι γέροι. Όλοι πεινούσαν. Κι αυτών των πλουσίων τα κελλάρια άρχισαν να αδειάζουν. Πλησίαζε και το Πάσχα, η Λαμπρή. Πώς θα περνούσε ο κόσμος τέτοιες μέρες χωρίς ψωμί;
Στις δύσκολες αυτές ώρες όλοι θυμούνται τον Θεό. «Η παιδεία Κυρίου ανοίγει μου τα ώτα»1 φωνάζει κι ο λόγος του Θεού. Στήν εκκλησία που φυλάγεται το λείψανο του αγίου,
1.Ησαΐα, ν', 5.
ο λαός αγρυπνεί και παρακαλεί. Κλαίνε τα παιδιά. Σπαράζει η καρδιά των μητέρων. Οι ιερείς ψέλνουν την παράκληση του αγίου. Κι η απάντηση έρχεται τάχιστα.
Το Μέγα Σάββατο τρία πλοία φορτωμένα με σιτάρι πλέουν προς την Ιταλία. Όταν περνούσαν την Κέρκυρα, οι ναύτες βλέπουν ξαφνικά και των τριών πλοίων την πλώρη να στρέφεται πλάγια και προς τον βοριά, όπου ήταν η νήσος. Ο αέρας αλλάζει κατεύθυνση και τα βοηθά. Ένας γέροντας ρασοφόρος προχωρεί μπροστά, λες και τους δείχνει τον δρόμο. Και μια φωνή δυνατή ακούεται και επαναλαμβάνεται πολλές φορές.
- Προς την Κέρκυρα. Πεινούν εκεί οι άνθρωποι. Θα πληρωθείτε. Θα πληρωθείτε. Προς την Κέρκυρα. Τα ιστιοφόρα, γλάροι πετούμενοι προχωρούν. Σε λίγο νάτα στο λιμάνι. Τα έφερε ο άγιος. Ρίχνουν τις άγκυρες και καλούν τον κόσμο να τρέξει να πάρει αυτά που ποθούσε κι είχε τόση ανάγκη. Να πάρει αυτό που στηρίζει την καρδιά του ανθρώπου. Να πάρουν το σιτάρι για να φτιάξουν το ψωμί.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και να. Το λιμάνι γέμισε από κόσμο. Τα σακκιά με τον ξανθό θησαυρό σέρνονται στην ακρογιαλιά και διαμοιράζονται. Οι καρδιές πανηγυρίζουν. Τα δάκρυα του πόνου μεταβάλλονται με μιας σε δάκρυα χαράς. Δοξολογίας και χαράς, μα κι ευγνωμοσύνης στον Μεγάλο Πατέρα, τον Πανάγαθο Θεό και τον προστάτη κι ακοίμητο φρουρό άγιο.
Η Ενετική Κυβέρνηση με θέσπισμά της ώρισε κάθε Μ. Σάββατο να γίνεται λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος του αγίου, για να θυμάται πάντα ο λαός το μεγάλο αυτό θαύμα της σωτηρίας του από την πείνα.
-----------------------------------------------
2. Γύρω στα 1629-30 καινούργια δοκιμασία έπληξε το ευλογημένο νησί της Κέρκυρας. Αρρώστια μεταδοτική και θανατηφόρα, το κτύπησε αυτή τη φορά χωρίς διάκριση και έλεος. Ήταν πανώλης (πανούκλα). Άνδρες και γυναίκες, νέοι και γέροι, πλούσιοι και πτωχοί προσβάλλονται καθημερινά από την επάρατη νόσο και πεθαίνουν τόσο στην πόλη, όσο και στην ύπαιθρο, τα χωριά. Η διοίκηση του νησιού με τα πρώτα κρούσματα σπεύδει να ψηφίσει και να διαθέσει ένα τεράστιο ποσό, για να περιορίσει την εξάπλωση της αρρώστιας. Άδικα όμως αγωνίζεται. Σε λίγο καιρό η ωραία Κέρκυρα πάει να ερημώσει. Τα καταστήματα τόσο στην πόλη, όσο και στα μεγάλα κέντρα έχουν κλείσει. Η αγορά νεκρώθηκε. Οι δρόμοι έχουν αδειάσει. Μονάχα μερικά αλογοσυρόμενα κάρα κινούνται κάπου-κάπου φορτωμένα με πτώματα για να μεταφέρουν το μακάβριο φορτίο τους έξω από την πόλη για ταφή σε ομαδικούς τάφους. Εικόνα τραγική παρουσιάζει στ' αλήθεια ολόκληρο το νησί. Εδώ που άλλοτε έσφυζε η ζωή κι αντηχούσαν τραγούδια χαράς και γέλια, τώρα ακούονται μονάχα κλάματα. Κλάματα από ανθρώπους που λειώνουν από τον πόνο ανάμικτα με κλάματα κουκουβάγιας και κρωγμούς κοράκων.
Κάποια μέρα στη συμφορά αυτή την κοσμογονική ο πιστός και πονεμένος λαός παρά τις συστάσεις των ιατρών να αποφεύγει τον συνωστισμό, τολμά και σπεύδει να κατακλύσει τον ιερό ναό του αγίου και με συντριβή ψυχής και δάκρυα καυτά να εκζητήσει τη μεσιτεία του.
Κι η σωτηρία δεν αργεί. Προσφέρεται γρήγορα και πλούσια.
Ο ιστορικός της Κέρκυρας Ανδρέας Μάρμορας που ζούσε Τότε, μας λέγει, πώς η τρομερή επιδημία, παρά την έλλειψη σχετικών φαρμάκων, σε λίγο περιορίστηκε στο ελάχιστο και μέχρι την Κυριακή των Βαΐων σταμάτησε τελείως. Όλες τις νύκτες κατά τις οποίες η πόλη δοκιμαζόταν από την αρρώστια, πάνω από το ναό του αγίου φαινόταν κάτι σαν φως μιας υπερκόσμιας κανδήλας. Ήταν το σημάδι πώς ο άγιος αγρυπνούσε και φρουρούσε τον λαό του. Έτσι το εξήγησαν οι πιστοί. Το φως το έβλεπαν συνέχεια οι νυχτερινοί σκοποί των φρουρίων.
Η τρομερή αυτή επιδημία, η πανώλης, παρουσιάστηκε και δεύτερη φορά στην Κέρκυρα μετά από σαράντα περίπου χρόνια, το 1673. Και τούτη τη φορά η αρρώστια ξαπλώθηκε γρήγορα σε πόλεις και χωριά. Τα κρούσματα υπήρξαν πάμπολλα. Το δρεπάνι του θανάτου θέριζε κι αυτή τη φορά καθημερινά ένα μεγάλο αριθμό από τους κατοίκους. Στις παρακλήσεις του λαού του ο θαυματουργός άγιος έσπευσε να ανεβάσει και πάλι στον θρόνο της θείας Μεγαλωσύνης, τη συντριβή και τα δάκρυα του πιστού λαού μαζί με τα δικά του και να εκζητήσει και να λάβει τάχιστα το ουράνιο έλεος και τη σωτηρία του. Τα λόγια του Πνεύματος του Θεού «επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (ψαλμ. μθ', 15) βρήκαν και στην περίπτωση αυτή πλήρη την εφαρμογή τους. Στις ικεσίες του θείου ιεράρχη και του μετανοημένου λαού η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Τα κρούσματα μέρα με τη μέρα ελαττώθηκαν στο ελάχιστο και τις τελευταίες μέρες του Οκτώβρη σταμάτησαν απότομα. Κι αυτή τη φορά στην κορυφή του καμπαναριού για τρεις νύχτες έβλεπαν οι πιστοί ένα σταθερό φως, και μέσα σ' αυτό το υπερκόσμιο φως, τον θαυματουργό άγιο να αιωρείται και μ' ένα Σταυρό στο χέρι να καταδιώκει ένα κατάμαυρο φάντασμα, την αρρώστια, που προσπαθούσε να αποφύγει τον άγιο και να σωθεί.
Η ευγνωμοσύνη κι οι ευχαριστίες του πιστού λαού υπήρξαν και πάλι μεγάλες. Με θέσπισμα της Ενετικής διοικήσεως καθιερώθηκε από τότε κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου να γίνεται πανηγυρική και παλλαϊκή λιτάνευση του ιερού Σκηνώματος, για να θυμάται ο λαός κι ιδιαίτερα η νέα γενεά τον αληθινό και άγρυπνο προστάτη και Σωτήρα της.
Άπειρα είναι τα θαύματα του αγίου, όπως είπαμε. Θαύματα μικρά και μεγάλα. Θαύματα που αναφέρονται στη θεραπεία κάποιας ανίατης αρρώστιας, αλλά και θαύματα που αναφέρονται στη βοήθεια και σωτηρία ολόκληρης πόλεως και λαού. Ένα τέτοιο θαύμα είναι και το παρακάτω, που αξίζει πολύ να το προσέξουμε όλοι μας. Ιδιαίτερα οι άρχοντες κι οι αρχόμενοι της μαρτυρικής αυτής νήσου, που φέρει το τιμητικό προσωνύμιο «Νήσος των Αγίων».
Ύστερα από την πτώση της βασιλίδος των πόλεων η τούρκικη βουλιμία προχωρεί και ένα - ένα κατακτά όλα τα τμήματα της Βυζαντινής μας αυτοκρατορίας. Χρόνια δύσκολα για τον Ελληνισμό. Χρόνια δραματικά. Χρόνια για τα οποία ο λαός τραγουδώντας τα θα λέει: «Όλα τάσκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά»...
-----------------------------------------
3. Το 1715 ο καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του σουλτάνου προχωρεί για να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα - πρώτα βαδίζει προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία.
Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ' την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σάν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ' την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι' αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.
Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του. Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε', 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ' αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θά τον εγκαταλείψει.
Στόν ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.
-Άγιε Σπυρίδων, πατέρα μας. Λυπήσου μας. Λυπήσου τα παιδιά μας, τους γέροντες μας, τις γυναίκες μας... Λυπήσου τις εκκλησιές μας... Με τέτοιες κι άλλες παρόμοιες επικλήσεις περνά η νύχτα. Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ήμερα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σάν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ' αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε;
Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντρο πιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!
Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α' Ίωάν. ε', 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.
Η Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή:
-Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ... δόξα τω ενεργούντι δια σου... Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη Του ενεργείς τα τόσα θαύματα σου.
Τί ευλογία Θεού θα ήταν, αν και οι κάτοικοι της ευλογημένης αυτής νήσου, της μαρτυρικής Κύπρου μας, θυμόντουσαν κάπου - κάπου τις ρίζες τους και ζητούσαν, ναι! και ζητούσαμε όλοι από τις μυριάδες των αγίων μας τις πρεσβείες τους για την ευτυχία και την ελευθερία μας! Τις ζητήσαμε τελευταία το 1955-59 και μας τις πρόσφεραν. Κι η δράκα των πιστών παιδιών μας νίκησε κι εξευτέλισε μια αυτοκρατορία. Σωρεία τα θαύματα που έγιναν τότε. Θαύματα μεγάλα, αφάνταστα, τρανταχτά. Γιατί δεν τις ζητούμε και τώρα; Γιατί δεν μεταβάλλουμε το νησί μας από ένα χώρο αμαρτίας και διαφθοράς σε ένα στρατόπεδο προσευχής; Αλήθεια! Γιατί; Γιατί;
Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα, και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του.
Το θαύμα αυτό της σωτηρίας της νήσου, ακολούθησε κι άλλο θαύμα πολύ μεγάλο κι εξαιρετικό, αλλά και φοβερό στην όλη του εμφάνιση και παρουσία.
----------------------------------------
4. Ο αρχιναύαρχος του Ενετικού στόλου και διοικητής της νήσου Κερκύρας, Ανδρέας Πιζάνης, θέλοντας κατά ένα τρόπο πιο φανερό και πιο θεαματικό να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του στον άγιο για τη σωτηρία, αποφάσισε να στήσει στον ναό ένα θυσιαστήριο ακόμη. Ένα θυσιαστήριο για να γίνεται επάνω σ' αυτό το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας κατά το Λατινικό δόγμα. Το θυσιαστήριο, αλτάριο κατά τους Λατίνους, θα κτιζόταν δίπλα στην Αγία Τράπεζα των Ορθοδόξων κι εκεί θα γινόταν από Λατίνο ιερέα η θεία Λειτουργία. Στή σκέψη του αυτή πολύ ενισχύθηκε ο Ενετός διοικητής και από ένα θεολόγο Λατίνο σύμβουλο του, κάποιο Φραγκίσκο Φραγγιπάνη. Ο τελευταίος θεώρησε την ευκαιρία μοναδική για να τοποθετήσει στο ναό του αγίου αλτάριο, δηλαδή αγία Τράπεζα φράγκικη και να τελείται μέσα στον ορθόδοξο ναό του αγίου η θεία Λειτουργία με άζυμα, κατά το δικό τους το δόγμα. Μετά τη γνωμοδότηση, που πήρε από τον σύμβουλο του ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης, κάλεσε τους ιερείς του Ναού και τους ανακοίνωσε τον σκοπό του και ζήτησε κατά κάποιο τρόπο από αυτούς και τη συγκατάθεση τους. Εκείνοι, όπως ήτο φυσικό, αρνήθηκαν κι υπέδειξαν, πώς αυτό θα ήταν μια καινοτομία ασύγγνωστη και επιζήμια και γι' αυτό δεν έπρεπε να γίνει. Στην άρνηση των ιερέων να συγκατατεθούν στην τοποθέτηση του αλταρίου, ο διοικητής τους απείλησε κι αποφάσισε να προχωρήσει στην εκτέλεση του σχεδίου του χωρίς την άδεια τους. Οι ιερείς στην επιμονή του κατέφυγαν με δάκρυα στον άγιο τους και ζήτησαν με θερμή προσευχή, τη βοήθεια και την προστασία του. Ο διοικητής με το δικαιωμα που του έδινε η εξουσία, προσπάθησε ανεμπόδιστα να προχωρήσει στην εκτέλεση της παράνομης επιθυμίας του. Αλλά και ο άγιος, για να προλάβει μια τέτοια απαράδεκτη πράξη, παρουσιάστηκε δύο κατά συνέχεια νύκτες στον ύπνο του με το ένδυμα ορθόδοξου μονάχου και του συνέστησε να παραιτηθεί από την απόφαση του, διαφορετικά θα το μετάνοιωνε πολύ πικρά. Τρομαγμένος ο διοικητής κάλεσε τον σύμβουλο του και του φανέρωσε και τις δύο φορές την απειλή του αγίου. Ο θεολόγος σύμβουλος γέλασε και τις δύο φορές κι υπέδειξε πώς δεν έπρεπε αυτός ένας μορφωμένος άρχοντας να βασισθεί στα όνειρα, που είναι έργο, όπως του είπε, του διαβόλου και που σκοπό έχουν να παρεμποδίσουν και να ματαιώσουν ένα καλό και θεάρεστο έργο.
Τα λόγια του συμβούλου διασκέδασαν τον φόβο του διοικητού, ο οποίος μάλιστα την επομένη ήμερα 11 Νοεμβρίου 1718 ακολουθούμενος από τη συνοδεία του πρωί-πρωί ξεκίνησε για την εκκλησία του αγίου για να προσκυνήσει τάχατες το λείψανο και να ανάψει το καντήλι του. Ουσιαστικά όμως πήγε εκεί για να καταμετρήσει το μέρος που θα κτιζόταν το αλτάριο και να καθορίσει και τις διαστάσεις του, μήκος, πλάτος και ύψος.
Εκεί στον ναό για μια ακόμη φορά αγωνίστηκαν οι ιερείς με κάθε τρόπο, να τον αποτρέψουν από του να εκτελέσει το σχέδιο του. Άδικα, όμως. Ο άρχοντας, όχι μόνο δεν μεταπείσθηκε, αλλά και με σκληρό και βάναυσο τρόπο τους απείλησε πώς, αν του ξαναμιλούσαν γι' αυτό το θέμα, θα τους έστελλε φυλακή στη Βενετία.
Έφυγε ο διοικητής με τη συνοδεία του, με την απόφαση την επομένη το πρωί, δηλαδή στις 12 του Νοέμβρη, οι άνθρωποι του να ερχόντουσαν να. αρχίσουν το έργο. Οι ιερείς κι ένας αριθμός πιστών έμειναν εκεί, συνεχίζοντας με δάκρυα τις παρακλήσεις τους μπροστά στην ανοικτή λάρνακα, που περιείχε το σεπτό λείψανο.
Πέρασε η μέρα. Νύχτωσε. Κοντά στα μεσάνυχτα, όπως μας διηγείται ο υπέροχος χρονικογράφος Αθανάσιος ο Πάριος, στο βιβλίο του «ΟΥΡΑΝΟΥ ΚΡΙΣΙΣ», βροντές και κεραυνοί συνταράζουν την πόλη. Ο σκοπός, που βρισκόταν στην είσοδο του φρουρίου κοντά στην πυριτιδαποθήκη βλέπει κάποιο μοναχό να προχωρεί μ' ένα δαυλό αναμμένο στο χέρι και να μπαίνει στο Φρούριο. Πρόφτασε και του φώναξε:
-Ποιός είσαι; Πού πάς; Μια φωνή του απήντησε. - Είμαι ο Σπυρίδων.
Την ίδια ώρα τρείς φλόγες βγήκαν από το καμπαναριό της εκκλησίας ενώ ένα χέρι άρπαξε τον σκοπό και τον πέταξε στην άλλη μεριά του κάστρου. Ο σκοπός έπεσε όρθιος χωρίς να πάθει τίποτα. Ταυτόχρονα μια δυνατή, εκκωφαντική έκρηξη ακούστηκε. Και το φρούριο τινάχτηκε στον αέρα με όλα τα γύρω σπίτια. Η καταστροφή υπήρξε τρομερή. Χίλια περίπου πρόσωπα σκοτώθηκαν. Ο διοικητής Ανδρέας Πιζάνης βρέθηκε νεκρός με τον τράχηλο ανάμεσα σε δύο δοκάρια. Και ο θεολόγος σύμβουλος του, νεκρός έξω από το τειχόκαστρο μέσα σε ένα χαντάκι, στο οποίο έτρεχαν τα ακάθαρτα νερά των αποχωρητηρίων της πόλεως. Το ασημένιο πολύφωτο κανδήλι, που έκανε δώρο ο άρχοντας στην εκκλησία του αγίου, κατέπεσε με αποτέλεσμα να καταστραφεί η βάση του. Το κανδήλι κρεμάστηκε πάλι στο ίδιο μέρος, όπου βρέθηκε πεσμένο. Έτσι με αλάλητη φωνή μαρτυρεί ως σήμερα τη συμφορά, που έγινε. Και στη Βενετία, εκεί μακρυά στη Βενετία, την ίδια στιγμή έπεσε κεραυνός στο μέγαρο του Ανδρέα Πιζάνη, τρύπησε τον τοίχο κι έκαψε το πορτραίτο του άρχοντα. Την εικόνα του. Μόνο την εικόνα του.
Ή τιμωρία παραδειγματική. Και το δίδαγμα από το περιστατικό μοναδικό. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να συγχέεται με τον παπισμό. Η Ορθοδοξία είναι φως, αλήθεια, ζωή. Ο παπισμός σκοτάδι, αίρεση, πλάνη.
Την άλλη μέρα, μετά από αυτά που συνέβησαν, ο Λατίνος επίσκοπος διέταξε να σηκώσουν τα υλικά, που μετέφεραν από μπροστά στην εκκλησία και να ματαιώσουν το έργο που σκέφθηκαν να εκτελέσουν. Την ίδια μέρα ο λαός της Κέρκυρας, μαζεμένος στον ιερό ναό του αγίου ψάλλει με αγαλλίαση και χαρά στον ακοίμητο προστάτη της νήσου:
Ως των Ορθοδόξων υπέρμαχον, και των κακοδόξων αντίπαλον, Παμμακάριστε Σπυρίδων, ευφημούμεν oι πιστοί και υμνούμέν σε, και δυσωπούμέν σε, φυλάττειν τον λαόν και την πάλιν σου, πάσης κακοδοξίας και επιδρομής βαρβάρων απρόσβλητον...
Θα ήταν αληθινή ευλογία από τον Θεό, αν οι λέξεις αυτές τούτου του ύμνου γίνονταν για τον κάθε κάτοικο αυτής της νήσου μήνυμα προσευχής και καθημερινό βίωμα. Μήνυμα προσευχής... Η επανάληψη κάποιων αληθειών, μπορεί να είναι μερικές φορές κουραστική κι ανιαρή. Οπωσδήποτε, όμως, ωφέλιμη.
Στήν προς Φιλιππησίους επιστολή του, κεφάλαιο γ' και στίχος 1 ο θείος Παύλος χρησιμοποεί την επανάληψη λέγοντας: «Το λοιπόν, αδελφοί μου, χαίρετε εν Κυρίω' τα αυτά γράφειν υμίν εμοί μεν ουκ οκνηρόν, υμίν δε ασφαλές». Δηλαδή, αδελφοί μου, η προτροπή, που υπολείπεται να σας κάμω, είναι τούτη. Χαίρετε πάντα τη χαρά, που φέρνει στον καθένα η στενή σχέση και επικοινωνία με τον Κύριο. Σάς το είπα και προηγουμένως. Το να σας το ειπώ και πάλι γράφοντας σας τα ίδια, σε μένα τούτο δεν προκαλεί ενόχληση' ούτε και βαριέμαι να το κάμω. Σε σας, όμως, τούτο είναι ασφάλεια.
Γράψαμε πιο πάνω πόσο μεγάλη τιμή είναι για την Κύπρο μας να έχει κοντά στον Κύριο ένα τέτοιο πρεσβευτή σαν τον άγιο Σπυρίδωνα. Γεννάται, όμως, το ερώτημα:
Συνειδητοποιούμε όλοι οι χριστιανοί αυτή την τιμή; Φροντίζουμε με έργα και την όλη ζωή μας να δείχνουμε τον σεβασμό και την εκτίμηση μας στον μεγάλο άγιο μας και προστάτη μας; Γιορτάζουμε καθώς πρέπει τη μνήμη του; Κι ακόμη φροντίζουμε στις ποικίλες μας περιστάσεις και δυσκολίες να προστρέξουμε με πίστη φλογερή στον Κύριο και να εκζητούμε δια των πρεσβειών των Αγίων της Κύπρου μας κι ιδιαίτερα δια των πρεσβειών του αγίου Σπυρίδωνος το έλεος του Κυρίου; Η πραγματικότητα δυστυχώς, όπως τη ζούμε, μας διαψεύδει. Κι όμως είναι καιρός να συνέλθουμε. Άς είναι και τη δωδέκατη παρά... είναι ανάγκη να συνέλθουμε και να καταφύγουμε στον «δυνάμενον σώζειν» και με καρδία «συντετριμμένην και τεταπεινωμένην» να ζητήσουμε τη βοήθεια του. Και θα μας ακούσει ο Κύριος. Ναι! Θα μας ακούσει.
Γιατί, όπως ψάλλει κι ο θεοφώτιστος ψαλμωδός, ο Κύριος είναι πάντα κοντά σ' εκείνους που τον επικαλούνται. «Εγγύς Κύριος πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν, πάσι τοις επικαλουμένοις αυτόν εν αλήθεια. Θέλημα των φοβούμενων αυτών ποιήσει κοίτης δεήσεως αυτών εισακούσεται και σώσει αυτούς» (Ψαλμ. ρμδ', 18-19). Ακούει ο Κύριος εκείνους που τον επικαλούνται με ειλικρίνεια και αγνά ελατήρια. Τους ακούει και τους προσφέρει αυτό που του ζητούν. Κι εμάς θα μας ακούσει και θα μας δώσει αυτό που θα του ζητήσουμε: Τη λύτρωση από τα δεινά, την ποθητή ελευθερία. «Πιστός ο Θεός, ός ουκ εάσει ημάς πειρασθήναι υπέρ ο δυνάμεθα, αλλά ποιήσει συν τω πειρασμώ και την έκβασιν του δύνασθαι ημάς υπενεγκείν» (Α' Κορ. ι', 13). Είναι άξιος κάθε εμπιστοσύνης ο Θεός. Και, σύμφωνα με τις υποσχέσεις του, δεν θα μας αφήσει να δοκι μασθούμε παραπάνω από ό,τι αντέχουμε. Κάτι περισσότερο. Μαζί με τη δοκιμασία θα φέρει και το τέλος της, καθώς και τη δύναμη να την αντέξουμε. Αλλά και κάτι άλλο, που πρέπει πάντα να το θυμόμαστε. Ο ίδιος ο Κύριος μας βεβαιώνει πώς πάντα ακούει τις προσευχές των πιστών παιδιών του. «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν» μας λέγει. «Ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν» (Ματθ. ζ', 7).
Είναι καιρός το νησί μας, «η Νήσος των Αγίων» να ξαναγίνει ένα στρατόπεδο προσευχής, αν θέλουμε να ιδούμε καλύτερες μέρες. Είναι καιρός να σταματήσει από όλους η ανόητη συνήθεια, που δέρνει τα τελευταία χρόνια τούτο τον μαρτυρικό τόπο «των οικιών ημών εμπιπραμένων» εμείς να μην έχουμε άλλη έγνοια παρά μόνον τα καρναβάλια και τις δισκοθήκες!
Είναι καιρός πια να συνέλθουμε. Είναι καιρός να ανανήψουμε. Είναι καιρός όσοι ποθούμε να ιδούμε καλύτερες μέρες να φροντίσουμε να παραδειγματισθούμε από τη ζωή των άλλων, σε παρόμοιες σαν και τη δική μας περιστάσεις. Αυτό που έγινε στην Κέρκυρα το 1940-41 είναι όχι απλώς ενδεικτικό, αλλά αποδεικτικό της αξίας της μετανοίας και επιστροφής στον Χριστό. Αναφέρουμε το παράδειγμα αυτό, όχι γιατί είναι μοναδικό, άλλα μια και μιλούμε για το καύχημα της Ορθοδοξίας, τον άγιο Σπυρίδωνα και το ευλογημένο νησί που κατέχει το άγιο Σκήνωμά του, το βρίσκουμε επίκαιρο.
Όταν στις 28 του Οκτώβρη του 1940 μας κτύπησαν οι Ιταλοί, οι Κερκυραίοι έβαλαν τελεία και παύλα, όπως λέμε στην προηγούμενη ζωή τους. Με συντριβή ψυχής στράφηκαν προς την Εκκλησία και με βαθιά πίστη άρχισαν να επιζητούν από τον Προστάτη τους τον άγιο Σπυρίδωνα, τις ικεσίες και τη βοήθεια του για τη σωτηρία της Ελλάδος μας, και ιδιαίτερα της νήσου των. Το αποτέλεσμα της αλλαγής της ζωής τους, έφερε το ποθούμενο. Μολονότι τρείς μέρες μετά την επίθεση ενάντια στην Ελλάδα μας η Κέρκυρα δεχόταν την πρώτη και επί ένα έτος τις καθημερινές αεροπορικές επιθέσεις των Ιταλών αεροπόρων, εν τούτοις οι ζημιές υπήρξαν ελάχιστες.
Κατά τις επιδρομές αυτές που δεν σταμάτησαν ούτε και τα Χριστούγεννα συνέβαινε κάτι το πολύ περίεργο. Άν και τα Ιταλικά αεροπλάνα πετούσαν συνήθως πολύ χαμηλά, μια και η Κέρκυρα δεν διέθετε αντιαεροπορική άμυνα, εν τούτοις οι βόμβες τους κατά κανόνα δεν έπεφταν μέσα στην πόλη, αλλά μακρυά στη θάλασσα. Λες και κάποιο χέρι τις έσπρωχνε εκεί. Κι όταν κάποτε σ' ένα βομβαρδισμό μια βόμβα έπεσε στόν γυναικωνίτη της εκκλησίας του αγίου, που ας σημειωθεί ήταν γεμάτη από γυναικόπαιδα, η βόμβα δεν εξερράγη. Ο πυροδοτικός της μηχανισμός δεν λειτούργησε. Ο άγιος δεν το επέτρεψε. Ποιος μπορεί σ' αυτή, μα και σ' άλλη παρόμοια περίπτωση να σιωπήσει και να μην αναφωνήσει: «Δοξασμένον το Πανάγιον Όνομα σου εις τους αιώνας, γλυκύτατε Ιησού».
Πολύ χαρακτηριστικό είναι το του Παροιμιαστού. Και αξίζει να το ενθυμούμαστε πάντοτε. «Εγώ τους εμέ φιλούντας αγαπώ. οι δε εμέ ζητούντες ευρήσουσι χάριν». Όσους με αγαπούν, δηλαδή, εγώ τους αγαπώ. Κι όσοι με ζητούν θα βρουν μεγάλη χάρη και ευλογία. Καιρός να το καταλάβουμε. Καιρός ακόμη να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας, ότι αληθινή ευτυχία και χαρά, χαρά ατομική και εθνική, μόνον κοντά στον Χριστό μπορεί να υπάρξει. Οι κάτοικοι της Κέρκυρας σε κάθε δυσκολία δεν παραλείπουν από του να καταφεύγουν στον άγιο και να εκζητούν με πίστη φλογερή τη μεσιτεία του. Σ' αυτή τους τη ζηλευτή συνήθεια ας τους μιμηθούμε κι εμείς. Μεγάλο θα είναι το κέρδος μας. Το μαρτυρεί η πίστη μας. Το βεβαιώνει η ιστορία του αγίου. --------------------------------------------------------
Άπειρα είναι τα θαύματα του. Γι' αυτό και δεκάδες πολλές τα χρυσά κανδήλια, δώρα ευλαβών ψυχών που κρέμονται πάνω και γύρω από τη λάρνακα, που φιλοξενεί το άγιο λείψανο Του. Όλα αυτά δείχνουν και μαρτυρούν τη βαθιά εκτίμηση κι ευλάβεια στο πρόσωπο του αγίου μας από μέρους των ευεργετηθέντων. Ογδόντα ναοί στην Ελλάδα μας διακηρύττουν τον σεβασμό του φιλόθρησκου Ελληνικού λαού στη μνήμη του. Από όλα τα μέρη του κόσμου χιλιάδες πιστοί αναλαμβάνουν ταξίδια μακρινά κάθε χρόνο για να πάνε στη χάρη του, να προσκυνήσουν το άγιο Σκήνωμά του και να παρακολουθήσουν τις συγκινητικές και θεαματικές λιτανεύσεις του. Τέτοιες λιτανεύσεις γίνονται τέσσερις τον χρόνο. Μια κατά το Μ. Σάββατο σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από τη σιτοδεία. Δεύτερη κατά την Κυριακή των Βαΐων σε ανάμνηση της απαλλαγής της νήσου από την τρομερή επιδημία της πανώλους (πανούκλας). Τρίτη η λιτανεία της 11ης Αυγούστου για ανάμνηση της σωτηρίας της νήσου από την τουρκική εκστρατεία. Και τέταρτη κάθε πρώτη Κυριακή του Νοεμβρίου για να θυμούνται τη δεύτερη θαυμαστή απαλλαγή της νήσου από την πανώλη.
Με πίστη βαθιά κάθε φορά κι ευλάβεια συγκινητική τρέχει ο κόσμος στη χάρη του να προσκυνήσει το άγιο λείψανο του και με δάκρυα να εκζητήσει τη μεσιτεία του. Νοερά ας μεταφερθούμε κι εμείς ως εκεί. Κι αφού με σεβασμό κλίνουμε το γόνυ της ψυχής μπροστά στην άγια μορφή του, ας του ψιθυρίσουμε ικετευτικά:
Άγιε Σπυρίδων Πατέρα μας. Ένα μεγάλο μέρος του νησιού μας, της μαρτυρικής Κύπρου μας, στενάζει σήμερα κάτω από τα πόδια του βάρβαρου Αγαρηνού. Η εκκλησία σου στην Τριμυθούντα, στο χωριό που έζησες και υπηρέτησες δεν λειτουργιέται πια. Είναι κλειστή. Στόν τάφο σου να πάμε και με κλάματα να σε παρακαλέσουμε να μας βοηθήσεις, δεν μπορούμε. Λυπήσου μας. Πατέρα, κι άκουσε την ικεσία μας! Φταίξαμε τ' ομολογούμε. Παρασυρθήκαμε... Όμως, με σπαραγμό ψυχής το συναισθανόμαστε και μετανοούμε. Μετανοούμε και με δάκρυα ζητούμε το έλεος του Κυρίου μας. Δεήσου κι εσύ, Άγιε μας, να μας λυπηθεί Να μας λυπηθεί και για χάρη σου να μας σπλαγχνιστεί Και να μας συγχωρήσει. Ζήτησε του να μας φωτίσει, ώστε στο μέλλον να μη παρασυρόμαστε. Μα να μένουμε μέχρι θανάτου πιστοί στο θέλημα του. Κι όπως άλλοτε για χάρη σου έσωσε την αγαπημένη σου Κέρκυρα, έτσι και τώρα για χάρη δικιά σου, να σώσει κι εμάς. Στο ζητούν, Άγιε Πατέρα, οι χαροκαμένες μάνες. Στο ζητούμε τα παιδιά σου! Σε Ικετεύουμε οι πατριώτες σου! Δώσε πια να λυτρωθούμε από τα δεινά, που μας βρήκαν κι από τη σκλαβιά του Τούρκου κατακτητή. Δώσε ακόμη να ενωθούμε και με τη Μάνα μας, την Ελλάδα, για να μπορούμε όλοι μαζί οι Πανέλληνες να σου ψάλλουμε ευλαβικά:
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή. Χαίροις Κερκυραίων ο σοφώτατος ιατρός. Χαίροις της Τριάδος ο Θείος μυστολέκτης. Κυπρίων μέγα κλέος. Σπυρίδων Άγιε.
Απολυτίκιο Ήχος α' Της Συνώδου της πρώτης ανεδείχθης υπέρμαχος, και θαυ ματουργός, θεοφόρε Σπυρίδων, Πατήρ ημών διό νεκρό; συ εν τάφω προσφωνείς, και όφιν είς χρυσούν μετέβαλες και εν τω μέλπειν τάς αγίας σου ευχάς, Αγγέλους έσχες συλλειτουργούν τάς σοι, Ιερωτάτε. Δόξα τω σε δοξάσαντι δόξα τω σε στεφανώ σαντι δόξα τω ενεργούντι δια σου πάσιν ιάματα.
Εξήγηση:
Άγιε Σπυρίδων, Πατέρα μας, ανίκητος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας αναδείχθηκες στην Α' Οικουμενική Σύνοδο, μα και θαυματουργός. Ναι! θαυματουργός. Γιατί και με νεκρή κόρη, που ήταν στον τάφο συνομίλησες και φίδι μετέβαλες σε χρυσάφι. Αλλά και όταν, Ιερώτατε, έψαλλες τις αγίες προσευχές σου, Άγγελοι κατέβαιναν και λειτουργούσαν μαζί σου. Δοξασμένος να 'ναι ο Θεός που σε δόξασε δοξασμένος να 'ναι ο Θεός, που σε τίμησε με το στεφάνι της αγιωσύνης δοξασμένος να ναι ο Θεός, που με τις προσευχές σου δίνει σε όλους μας θεραπείες.
Μεγαλυνάριο
Χαίροις των θαυμάτων ο ποταμός Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός Χαίροις των λογίων του Πνεύματος ο σπόρος, Σπυρίδων Τριμυθούντος, ποιμήν τρισόλβιε.
Χαίροις Τριμυθούντος η καλλονή, Χαίροις ασθενούντων, και πασχόντων ο ιατρός, Χαίροις των Πατέρων, ωράϊσμα και κλέος, Τρισόλβιε Σπυρίδων, σε μεγαλύνομεν.
Πρέσβευε Σπυρίδων θαυματουργέ,
υπέρ Ορθοδόξων, και εμού του αμαρτωλού, όπως των πταισμάτων, την λύτρωσιν λαβόντες, παρά Θεού σε πάντες, πόθω γεραίρομεν.
Η αγάπη του Γέροντα Παΐσιου για όλο τον κόσμο είναι γνωστή. Ο Γέροντας, έχει βοηθήσει πλήθος ανθρώπων και πριν και μετά την κοίμησή του. Από πού ελάμβανε τη δύναμη να στηρίζει τους ανθρώπους αλλά και να θαυματουργεί; Από την θερμή του προσευχή προς το Θεό.
Η παρακάτω προσευχή είχε δοθεί σε κάποιο γυναικείο μοναστήρι, που του είχε ζητήσει κάποιο “τυπικό” για την αγρυπνία τους στο κελλί. Είναι από τα τελευταία έτη της ζωής του. Σε αυτό κυριαρχεί η αγάπη του για όλο τον κόσμο.
Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και από τον κάθε πιστό, αφού καλύπτει όλες τις περιπτώσεις των ανθρώπων που έχουν ανάγκη από προσευχή. Ακόμα και τα παιδιά την κατανοούν, γιατί είναι γραμμένη με απλά λόγια και έτσι μπορεί να διαβάζεται κατά την οικογενειακή βραδινή προσευχή.
Κύριε ημών Ιησού Χριστέ,
Μην εγκαταλείπεις τούς δούλους Σου πού ζουν μακριά από την Εκκλησία, ή αγάπη Σου να ενεργήσει και να τούς φέρει όλους κοντά Σου. – Μνήσθητι, Κύριε, των δούλων Σου πού υποφέρουν από τον καρκίνο. – Των δούλων Σου πού υποφέρουν από μικρά ή μεγάλα νοσήματα. , – Των δούλων Σου πού υποφέρουν από σωματικές αναπηρίες. – Των δούλων Σου πού υποφέρουν από ψυχικές αναπηρίες. – Μνήσθητι των αρχόντων και βοήθησον αυτούς να κυβερνούν χριστιανικά.
– Μνήσθητι, Κύριε, των παιδιών πού προέρχονται από προβληματικές οικογένειες. – Των προβληματικών οικογενειών και των διαζευγμένων. – Μνήσθητι, Κύριε, των ορφανών όλου του κόσμου, όλων των πονεμένων και των αδικημένων στην ζωή, όσων έχουν χάσει τούς συζύγους τους.
– Μνήσθητι, Κύριε, όλων των φυλακισμένων, των αναρχικών, των ναρκομανών, των φονέων, των κακοποιών, των κλεφτών, φώτισον και βοήθησον αυτούς να διορθωθούν.
– Μνήσθητι όλων των ξενιτεμένων. – Όλων όσων ταξιδεύουν στην θάλασσα, στην ξηρά, στον αέρα και φύλαξον αυτούς. – Μνήσθητι της Εκκλησίας μας, των πατέρων (κληρικών) της Εκκλησίας και των πιστών. – Μνήσθητι, Κύριε, όλων των μοναστικών αδελφοτήτων, ανδρικών και γυναικείων, των γερόντων και των γεροντισσών και όλων των αδελφοτήτων και των αγιορειτών πατέρων. – Μνήσθητι, Κύριε, των δούλων Σου πού είναι σέ καιρό πολέμου. – Όσων καταδιώκονται στα βουνά και στους κάμπους.
– Όσων είναι σαν κυνηγημένα πουλάκια. – Μνήσθητι των δούλων Σου πού άφησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και ταλαιπωρούνται. – Μνήσθητι, Κύριε, των φτωχών, αστέγων και προσφύγων.
– Μνήσθητι, Κύριε, όλων των εθνών, να τα έχεις στην αγκαλιά σου, να τα σκεπάζεις με την αγία Σου Σκέπη, να τα φυλάγεις από κάθε κακό και από τον πόλεμο. Και την αγαπημένη μας Ελλάδα μέρα και νύκτα να την έχεις στην αγκαλιά σου, να την σκεπάζεις με την αγία Σου Σκέπη, να την φυλάγεις από κάθε κακό και από τον πόλεμο.
– Μνήσθητι, Κύριε, των ταλαιπωρημένων εγκαταλελειμμένων, αδικημένων, δοκιμασμένων οικογενειών και δώσε πλούσια τα ελέη σου σ΄αυτές. – Μνήσθητι των δούλων σου πού υποφέρουν από ψυχικά και σωματικά προβλήματα πάσης φύσεως. – Μνήσθητι oσων βρίσκονται σέ απόγνωση, βοήθησε και γαλήνευσε τους.
-Μνήσθητι, Κύριε, των δούλων Σου πού ζήτησαν τις προσευχές μας. -Μνήσθητι και πάντων των απ” αιώνος κεκοιμημένων και ανάπαυσον αυτούς.
Η Αδελφή Maria Hayat, μια 30χρονη ιρακινή μοναχή, ζούσε μια ήσυχη ζωή αφοσίωσης ως ηγουμένη σε ένα μοναστήρι κοντά στη Μοσούλη του Ιράκ. Φρόντιζε παιδιά σε ορφανοτροφείο και επίσης δίδασκε ανθρωπολογία σε ένα τοπικό πανεπιστήμιο. Μετά όμως οι μαχητές του ISIS κατέλαβαν την πόλη….
«Όταν συνειδητοποιήσαμε ότι η φυγή ήταν η μόνη μας επιλογή, όλες οι μοναχές μαζέψαμε τα πράγματά μας», είπε. "Συναντηθήκαμε στην εκκλησία και προσευχήθηκαμε, φιλώντας το πάτωμα για μια τελευταία φορά και κλείνοντας την πόρτα του μοναστηριού πίσω μας."
Λίγες ημέρες μετά την φυγή, ο διοικητής των τζιχαντζιστών του ISIS που κατέλαβαν το μοναστήρι κάλεσε την ηγουμένη, Αδελφή Μαρία, για να την χλευάσει. "Για να σας ενημερώσουμε, κάθομαι στην καρέκλα σας και τώρα εγώ κάνω κουμάντο εδώ", είπε. Στη συνέχεια, ο ίδιος απαίτησε να μάθει που οι αδελφές είχαν κρυμμένα τα όπλα… Δεν μπορούσε να αντιληφθεί ότι ένα τόσο σημαντικό κτίριο στην κοινότητα θα ήταν χωρίς ένα οπλοστάσιο.
Η Αδελφή Μαρία τον κατεύθυνε στη βιβλιοθήκη. Αλλά παρά την προσεκτική αναζήτησή του δεν βρήκε αυτό που έψαχνε και εκείνος της ξανατηλεφώνησε εκνευρισμένος.
"Δεν υπάρχουν όπλα εδώ, μόνο τα βιβλία" φώναξε ο τζιχαντζιστής από το τηλέφωνο.
Τότε η αδελφή Μαρία του εξήγησε ότι η Βίβλος είναι η μάχαιρα του Πνεύματος και είναι σε θέση να αλλάξει ένα πρόσωπο εσωτερικά. "Η Αγία Γραφή είναι το μόνο όπλο που χρησιμοποιούμε," του είπε η ηγουμένη και συμπλήρωσε "Σας ενθαρρύνω να ξεκινήσετε την ανάγνωση."!
Emperor Nicephorus (Botaniates) of Constantinople reigned from 1078 until 1081. He had decided to build a cathedral that would be almost as grand as St. Sophia. When it was ready, the patriarch of Jerusalem, the patriarch of Alexandria as well as the patriarch of Constantinople were all invited to consecrate the beautiful new church built by the emperor. Announcements had been made about the consecration for several months in advance so that everyone would have time to travel to the great city of Constantinople; remember that during that time there were no cars, planes or trains. Everyone had to travel either in carts pulled by oxen, horses or donkeys, and those from great distances had to cross the sea in boats. When Nicephorus’ cathedral was ready to be consecrated there were three patriarchs, forty metropolitans, and thousands of priests present, since this was an imperial cathedral. Thousands of carts and wagons converged on the city as the faithful came from all around. Everyone brought something for the new cathedral: rugs, barrels of wine, oil, flour, candles, etc. Each person wanted to offer something! At that time there was a widow named Anastasia who lived in Constantinople. For fifty years she had lived faithfully, going to church regularly and praying to God. She lived on the edge of the city, right along the road on which all the carts and wagons of people had to travel to reach the new church. But Anastasia was very poor. Her house was a dilapidated shack, she had no money, no oil, no flour, nothing that she could offer to the new church. As she saw so many oxen pulling wagons of people toward the new church, she decided to give an armful of grass to the poor animals, since she did possess a small sickle and a pitchfork. The widow was poor in material things, but very rich in faith! During the winter months she would spin flax and wool for the people of the town, and in the summer she would take her sickle and glean in the fields after the harvesters had left, then she would wrap the wheat in a rug and beat it to make a little flour for herself. Thus, little by little, she was able to provide herself with some flour for her own meager needs. That is how poor this widow, Anastasia, was! Poor though she was, she had a very merciful heart! What went through her mind as she saw the oxen pulling such heavy loads of goods for the celebration of the new church? -I don’t have any money, or rugs, or oil, nothing. But I can give the animals a little grass. Still, she was afraid because she did not own land, so where would she get the grass without doing something wrong? She took a big sack and went into a field where there was a kind of wild grass growing, called “couch-grass” (a perennial grass that many consider a weed, Ed). She cut a lot of this grass, being careful not to damage the other crops that were growing, and put it into her sack, saying to herself, - I will give the oxen some grass, even if it is not from my own land. She took a walking stick and set off with the sack of grass toward the area near the church where many people had gathered. She found a pair of oxen who had finished eating the little bit of feed that had been set out for them; they were looking about for more food, still hungry, but there was none that they could reach. Anastasia opened her sack of grass and put it in front of the oxen, saying, - Lord, accept this bit of grass, and forgive me, for I have nothing to bring to the church consecration, and even this is not from my own land! She wept as she said these words; then when the oxen had finished eating, she also went to the church for the consecration. She was astounded at what she saw in the church: so many people and such rich adornments for the new temple! The church was prepared like a bride for a wedding with all the embellishments ready for the consecration that was to take place the following day. Anastasia went to an icon in the rear of the church, where women generally would stand; there the poor old woman, her face wrinkled with age, an old scarf on her head, the poorest of sandals on her feet and wearing a raggedy dress, knelt and prayed to the Lord, saying, - Lord, forgive me, for I have not brought any kind of offering for the church! I have nothing. The emperor is a king on earth and will be great in heaven, but I am so poor and have no money, nothing to offer. And as she prayed, her tears dropped to the ground. Then Emperor Nicephorus, with all his entourage and servants, came into the church. His chief minister, Peter was his name, pointed to the dedication plaque—since in churches and monasteries that are historical monuments there are dedication plaques over the doors—and drew the emperor’s attention to it. The plaque was made of marble and the golden inscription read “To the glory of the all holy Trinity of the Father and of the Son and of the Holy Spirit, this holy church was built and provided for by me, the Emperor Nicephorus.” The emperor fully approved of the way the inscription had been executed, since he was the one who had ordered it. Thus, the emperor, empress and a crowd of generals and other officials went into the church to see how it was prepared for the big event of consecration the following day. Everything was in order: beautiful frescoes on the walls, icons with golden risas, fine covers for the icon stands and curtains at the royal doors, gold-embroidered vestments, chandeliers, holy vessels for the altar, Gospel book, everything was in perfect order. While the dignitaries were inspecting everything in the church, the elderly widow Anastasia, who had given an armful of grass to the oxen, was weeping before the icons in the rear of the church. As she prayed, the angel of the Lord changed the inscription on the dedication plaque. The inscription, even more beautifully executed now read, “To the glory of the all holy Trinity of the Father and of the Son and of the Holy Spirit, this holy church was built and provided for by me, the widow Anastasia.” The people in the rear of the church saw the inscription and froze with fear. Before they had clearly read the emperor’s name on the inscription. There were people all around, no scaffolding was in the church for someone to reach the plaque and change the writing; thus, no one could explain how this change had happened. The men read the inscription and began to talk among themselves. - What! What does that say? - What’s there? - Look, it says that a widow built this church! - But just a moment ago when the emperor came in, it had his name on it. - What will the emperor say when he sees this? Those present were afraid to tell the emperor, so they called the head minister, Peter, and showed the inscription to him. Peter read the inscription and said, - But this is a miracle! It’s all right. I will tell the emperor! The emperor listened to Peter. What a sight it was: the emperor and empress both had shining gold crowns on their heads and were dressed in all their royal garments, surrounded by soldiers. - Your Majesty, come into the vestibule a moment. The emperor came and looked at the plaque in amazement. - But, when we came into the church, it was my inscription. - I know that it was yours, Your Majesty. Everyone knows it was yours. But look at what is written there now! - Oh! What a sinner I am! This is a great miracle! No one could have done this except God Himself! This is a wonderful miracle. I lost the church because I made it in my own pride. Now it has been given to a widow! The emperor then called all his chief servants and told them,—This church is not to be consecrated until we find this widow! Once she is found, we will do the consecration in her name because she is greater before God than I am. Then he gave the order to search throughout his entire empire for the widow Anastasia. Now, it was God’s will to reveal this mystery quickly, and He did so through another widow who was about the same age as the blessed Anastasia. This woman was in the crowd, but was not aware that Anastasia was also there. In all the commotion that was going on in the rear of the church, she asked - What is the matter? When someone told her that they were looking for a widow by the name of Anastasia, she said, - I know Anastasia. She lives at the edge of town. - What! You know her! Come here to the emperor! The old woman told the emperor where the widow Anastasia lived, and he then immediately sent servants to find her and bring her to the church. Servants, riders and horses quickly headed off to the edge of Constantinople to find Anastasia and bring her to the emperor. When they reached the place that the old woman had told them, they found some children playing. - Do you children know where an old woman by the name of Anastasia lives? One of the older children pointed and said, - Anastasia lives over there, near the garden. The men went to the house in the untilled garden. What did they find at the widow Anastasia’s door? No lock. No bolts. No latch. When someone has nothing, they are not afraid of thieves. The door was held shut by a string tied onto a nail. It was obvious that the old woman was not home. The few belongings that she had were in plain sight, but there was nothing worth stealing. She had gone to the church for the consecration. The servants said to the children, - The old woman, Anastasia, is not home. - No. Anastasia left with an armful of grass to the farm market, the children answered, not knowing that she had gone to the church. The generals and other men all returned to give their report to the emperor. - Your Majesty, we went and found the small house on the edge of town. There were some children playing and they said that Anastasia is here, in this crowd, somewhere. Someone who knew Anastasia heard this and said that she was in the church, - She is praying to the Savior! - If she is in church, tell her not to be afraid, since she has never met me, said the emperor. Send some elderly women to her to tell her that at the consecration of the church the emperor is going to make a gift of a cow to all the old women. Following the emperor’s order, they found the elderly Anastasia and brought her before the emperor who said, ‘Don’t be afraid, Anastasia. You have been found worthy of a great blessing from God! What offering did you bring this morning for the consecration of the church?’ - I did not bring anything, Your Majesty, because I am so poor! She did not consider the armful of grass that she’d given the oxen as any kind of offering. - ‘Please, think, dear Anastasia. You must have brought a great gift because my church has been given to you!’ - I didn’t bring any gift because I have no money. I have nothing! All I have is a sickle and a pitchfork. During the winter I spin wool for people, and in the summer I use the sickle to glean after the harvesters. I manage to get a little wheat from what I glean. Aside from that, I have nothing. - This is an imperial church and I spent a fortune from my own gold and silver to build it; but look at the inscription that says it was made by Anastasia! What did you give to this church? - I didn’t give anything except for an armful of grass to a yoke of oxen. - Don’t be afraid, Anastasia. The inscription was done by God, not you. God Himself wrote that this church is yours! And there it was on the inscription, To the glory of the all holy Trinity of the Father and of the Son and of the Holy Spirit, this holy church was built and provided for by me, the widow Anastasia. The men had to read it to her, since she was illiterate. - You see, dear woman, you say that you did not bring any thing, but remember that you did bring an armful of grass! - I did bring that, but it was not a real offering from me since I cut it from someone else’s field. - Look, Anastasia, your armful of grass was more precious than all the treasures that I gave. See, the angel of the Lord has put the church in your name and it will remain yours forever. We will consecrate the church with all these patriarchs, with all the pomp and celebration as we planned, but the church will be Anastasia’s forever. The church will be consecrated with your name since the angel has written that both in heaven and here. The poor widow was astounded and exclaimed, - What a miracle! When the blessed Anastasia from Constantinople died, the emperor buried her in the holy altar, with an inscription above her tomb, Here, in the church that God miraculously gave her, is buried the widow Anastasia. An armful of grass, given in the name of the Lord with humility and a sorrowful heart far surpasses all the wealth of the Emperor Nicephorus. That is what God desires! St. Ephraim the Syrian says, God does not look upon the quantity of offerings that you make, but the heart with which you bring these offerings. However small your offering may be, give it with humility and a sorrowful heart that you cannot offer more. That is true almsgiving.
Source: “Elder Cleopa of Sihastria: In the tradition of St. Paisius Velichkovsky,” by Ioanichie Balan.
Εάν θέλεις να δώσεις κάτι σε αυτόν που έχει ανάγκη, δώσε το με όμορφο πρόσωπο, και με λόγια καλά να παρηγορείς την θλίψη του. Kαι αν πράξεις έτσι, νικάει η ομορφιά του προσώπου σου, αυτό που δίνεις, στην καρδία του, περισσότερο την ανάγκη του σώματος του, την ημέρα που θα ανοίξεις το στόμα σου να κατηγορήσεις κάποιον, θεώρησε τον εαυτό σου νεκρό εκείνη την ημέρα, και όλα σου τα έργα μάταια, και αν ακόμη σου φαίνεται, ότι ειλικρινά και προς οικοδομή σε παρακίνησε ο λογισμός σου να μιλήσεις, γιατί ποια η ανάγκη να καταστρέψει κάποιος το σπίτι του, και να διορθώσει το σπίτι του φίλου του;
Την ημέρα που θα λυπηθείς για κάποιον άνθρωπο, ο οποίος ασθενεί ψυχικά ή σωματικά, εκείνη την ημέρα… … θεώρησε τον εαυτό σου μάρτυρα, και ότι έπαθες για τον Χριστό, και αξιώθηκες την ομολογία Του.
Καθότι και ο Χριστός για τους αμαρτωλούς πέθανε και όχι για τους δίκαιους. Σκέψου πόσο μεγάλη είναι αυτή αρετή, στ’ αλήθεια μεγάλη αρετή είναι να λυπάται κάποιος για τους κακούς, και να ευεργετεί τους αμαρτωλούς περισσότερο παρά τους δίκαιους· αυτό ο απόστολος Παύλος το αναφέρει ως άξιο θαυμασμού, εάν σε όλα σου τα έργα μπορέσεις να έχεις την συνείδησή σου καθαρή, μην φροντίσεις να εκτελέσεις άλλη αρετή.
Σε όλα σου τα έργα ας προηγηθεί η σωφροσύνη του σώματος σου και η καθαρότητα της συνείδησής σου, διότι χωρίς αυτά τα δύο κάθε άλλη αρετή θεωρείται μάταια για τον Θεό.
Να γνωρίζεις ότι κάθε έργο που κάνεις χωρίς σκέψη και εξέταση υπάρχει μάταιο, καθώς ο Θεός υπολογίζει την αρετή με την διάκριση και όχι με την αδιάκριτη ενέργεια.
In order for you to have time for prayer you must not concern yourself with things that other people can do. Let's take an example. A doctor should not be concerned with gauzes and bandages. A nurse can do that. The doctor will take care of the serious matters. He'll do the examinations and operations, etc. If he sit to put gauze he won't get to the serious work and then many who have need won't benefit. The same with you. Pray for your suffering parishioners (applied to the correspondent and two other priests) remember their names and note those who have greater need. It's better for you to know what pains each one. That way the prayer is better.
So, the Lord Jesus gives us this possibility to unite with God and return to the primary purpose which God ordained for man. Therefore He is described in Holy Scripture as the way, the door, the good shepherd, the life, the resurrection, the light. He is the new Adam who rights the wrong of the first Adam. The first Adam separated us from God with his disobedience and his egotism. With His love and His obedience to the Father, obedience unto death, to “death on the cross,” the second Adam, Christ, brings us back once more to God. Once again He orients our freedom towards God, so that by offering Him our freedom, we unite with Him.
The work of the new Adam pre-supposes the work of the new Eve, the Panagia who put right the wrong done by the old Eve. Eve drove Adam to disobedience.The new Eve, the Panagia, contributes to the incarnation of the new Adam who will guide the human race towards obedience to God. Therefore, as the first human person who achieved Theosis –in an exceptional and, of course unrepeatable, way– the Lady Theotokos played a role in our salvation which was not only fundamental, but both necessary and irreplaceable.
According to St. Nicholas Cabasilas, the great 14th century theologian, if the Panagia, in her obedience, had not offered her freedom to God, had she not said “yes” to God– God would not have been able to incarnate. Once God had given freedom to man, He would not have been able to violate His gift, so He would not have been able to incarnate if there had not been such a pure, all-holy, immaculate psyche as the Theotokos, who would offer her freedom, her will, all of herself totally to God so as to draw Him towards herself and towards us. We owe so much to Panagia. This is why our Church honours and venerates the Theotokos so much, so that St. Gregory Palamas, summarising Patristic theology, says that our Panagia holds the second place after the Holy Trinity;that she is god after God, the boundary between the created and the uncreated. “She leads those being saved,” according to another fine expression by a theologian of our Church. Recently St.Nicodemus of the Holy Mountain, the steadfast luminary and teacher of the Church, pointed out that the angelic ranks themselves are illumined by the light they receive from the Panagia.
Therefore, she is praised by our Church as “more honourable than the Cherubim and incomparably more glorious than the Seraphim.” The incarnation of the Logos and the Theosis of man are the great mystery of our Faith and Theology. Our Orthodox Church lives this every day with its Mysteries, with its hymns, with its icons, with its whole life. Even the architecture of an Orthodox Church witnesses to this. The great dome of the churches, on which the Pantocrator is painted, symbolises the descent of Heaven to earth; it tells us that the Lord “bent down the Heavens and descended.” The Evangelist St.John writes that God became man “and dwelt among us” (John 1:14). So, we represent the Theotokos in the apse of the altar to show that God comes to earth and to men through her, because He became man through the Theotokos. She is “the bridge by which God descended,” and again, “she who conducts those of earth to Heaven,” the Platytera of the Heavens, the space of the uncontainable,who contained the uncontainable God within herself for our salvation. To continue, our Churches show deified men; those who became gods by Grace because God became man. In our Orthodox Churches we can picture not only the incarnate God, Christ, and His immaculate Mother the Lady Theotokos,but we also show the saints around and below the Pantocrator; on all the walls of the Church we paint the results of God’s incarnation: sainted and deified men.
Thus, when we enter an Orthodox Church and see the beautiful holy icons, this is an immediate experience through which we learn what God’s plan is for man; what is the purpose of our life. Everything in the Church talks to us about the incarnation of God and the Theosis of man.
Taken from"THEOSIS" THE TRUE PURPOSE OF HUMAN LIFE ARCHIMANDRITE GEORGE ABBOT OF THE HOLY MONASTERY OF ST. GREGORIOS ON MOUNT ATHOS
Ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος φιλοξενούμενος στην εκπομπή της κυπριακής τηλεόρασης "Μαζί στο ΡΙΚ", μιλά για τη μετάνοια η οποία είναι το αίτημα του λαού σήμερα και τη σημαντικότητα της για να γνωρίσει κανείς τον Θεό και τον συνάνθρωπό του, αφού με τη μετάνοια αλλάζει η ζωή μας κι έρχεται αμέσως η θεία παρηγοριά με τη Χάρη του Θεού, η οποία αλλοιώνει τον άνθρωπο, όπως έλεγε και ο άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης.
Τότε μαζεύονταν τά πουλιά τοῦ δάσους γύρω του: στό κεφαλάκι του, στούς ὤμους του, στά χέρια του, αὐτός δέ τρυφερά τά χάϊδευε. Τίς περισσότερες φορές, ὅταν ὁ πατήρ Μηνᾶς ἔψελνε, τά πουλιά βουβαίνονταν καί τόν ἄκουγαν.
Ἐπειδή οἱ Λειτουργίες ἄρχιζαν νύχτα καί τελείωναν μέ τό χάραμα, ὤσπου νά κάνη Κατάλυσι καί νά ξεντυθῆ, ξημέρωνε, ἔβγαινε ὁ ἥλιος κι ἔτσι ἔβγαινε πρωΐ – πρωΐ μέσα στό δάσος καί χαιρόταν τή φύσι καί τήν παρουσία τῶν πουλιῶν. Κι ἐκεῖ ὅλοι μαζί αἰνοῦσαν καί δοξολογοῦσαν τόν Θεό.
Παρατηρήθηκε, λοιπόν, στά τελευταῖα χρόνια τῆς ζωῆς του, ὅτι, ὅταν εἶχαν πανηγυρική Θεία Λειτουργία καί ἀργοῦσε νά τελειώση, καί μάλιστα ἀργοῦσε πολύ μετά τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου, τά πουλιά μαζεύονταν πάνω στήν Ἐκκλησία!
Whose Memory The Holy Church Celebrates On the 5 Of July (New calendar July 5th and old calendar July 18th)
KONTAKION I
Come, all ye who love Christ, and let us offer up a hymn of praise unto the martyred nun Elizabeth, who was chosen by the Lord of hosts to serve as an example of Christian piety and love for those who desire to follow in His steps. For, spurning the vanity of worldly possessions, rank and cares, she dedicated her whole life to the aid of those in need. Wherefore, it hath pleased Christ our God to crown her ascetic labors with the diadem of martyrdom; and, dwelling now in His heavenly kingdom, she maketh supplication unto God, that He deliver from misfortunes and perils all who chant unto her with joy: Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice!
IKOS I
The Creator of the angels and Lord of mankind led thee from the delusion of heresy to the divine knowledge of the Truth, O blessed Elizabeth, that thy loving heart and soul might renew Christian love, which had grown cold in the land of Russia: for through thine efforts the hearts of men again warmed to the word of God, and the Master of all vouchsafed thee to live a life exalted above thy peers, in love, humility and fervent prayer. Wherefore, we ever chant unto thee, as is meet: Rejoice, lamb burning with the love of God; rejoice, handmaid of Christ the Lord! Rejoice, scroll whereon the Holy Spirit inscribed the Christian virtues; rejoice, divinely wise princess and new martyr! Rejoice, daughter who forsook they father’s house and turned to Holy Orthodoxy; Rejoice, vessel wherein the wine of gladness and the oil of healing are mingled together; rejoice, upholder of the traditions of piety! Rejoice, treasure-house of compassion; rejoice, radiant star resplendent with heavenly glory!
Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice! KONTAKION II
Christ found thee a lily among thorns and chose thee to adorn His garden of Holy Orthodoxy, O venerable one: for he Who alone knoweth the hearts of men perceived from on high thy great love for thy neighbor, and bestowed upon thee a wealth of spiritual gifts, that we might come to understand the mystery of God’s great mercy, enabling us to take part with thee therein and to join chorus with thee in chanting unto Him: Alleluia! IKOS II
Knowing in thy heart that God’s will ruleth over all creation, and seeking to obey His will alone, thou was well pleased to shoulder the great cross which He prepared for thee, O holy one: for when thou didst witness the cruel and pitiless slaughter of thy husband, thy heart was pierced with grief and sorrow, as with a two-edged sword; yet thou didst take courage, and uttered the Savior’s own words: “Father, forgive them, for they know not what they do.” And seeking to turn this vile deed to goodness, thou didst beseech him who committed the murder to repent. And we too beg thine intercession before the Lord, that He avert His righteous anger from us who chant to thee such praises as these: Rejoice, thou who didst deem mercy greater than sacrifice; rejoice, thou who prayest for sinners and penitents! Rejoice, thou who didst bear thy cross to a new Golgotha; rejoice, thou who didst not reject the crown of thorns offered thee! Rejoice, thou didst put jealously to flight; rejoice, thou who reprovest thou who fall away from truth and grace! Rejoice, thou who didst not set the love of family above the love of God; rejoice, thou who didst fulfill the words of Christ! Rejoice, thou who didst seek out the good in every man; rejoice, thou who was sent unto Russia, to turn her away from evil to the good! Rejoice, thou who dost ever cry out to Christ: Lord, have mercy; rejoice, thou who standest invisible in our midst as we pray!
Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice! KONTAKION III
The power of the Most High overshadowed thy sorrow and pain, O royal passion-bearer, and finding sweet consolation therein thou didst die to this world, that thou mightest live in Christ: thou didst shun the fleeting pleasures and vanities of this life, didst clothe thyself in garments of joy and salvation, and didst abide in palaces, praying and chanting to God therein: Alleluia! IKOS III
With a fervent desire to serve thy fellow man, thou didst gather a multitude of souls to labor for God; and, raising up a house of mercy, which thou didst dedicate to the Protection of the all-holy Theotokos, O holy Elizabeth, thou didst choose our holy mothers Martha and Mary as the heavenly patrons, emulating them as paragons of piety and good works. And mindful of the magnitude of thy charitable deeds and Christian virtues, we praise thy memory, chanting thus: Rejoice, thou who didst open thy heart to good deeds; rejoice, thou who didst gather the virtues into a spiritual sheaf! Rejoice, thou who hast been reckoned among the friends of Christ; rejoice, thou who didst hearken to His words! Rejoice, thou who dost ever rejoice in thy Lord; rejoice, thou who fillest our hearts with joy when we call upon thy name! Rejoice, thou who rewardest those who seek thy heavenly aid; rejoice, thou who dost speedily fulfill the requests of those who have recourse to thee with faith! Rejoice, thou who has adorned the city of Moscow; rejoice, obedient handmaid of the holy Mary and Martha! Rejoice, thou who didst hide thy good works from the eyes of the haughty; rejoice, thou who dost call all of us to perform deeds of mercy!
Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice! KONTAKION IV
Those who were tempest-tossed amid the tumults of life and foundered upon the floods of the passions didst thou guide to the calm haven of salvation which thou didst establish in the royal city of Moscow, O holy Elizabeth; for having opened thy heart unto God, thou didst open its doors to the children of God, showing them the mercy of their heavenly Father. Wherefore, thou hast now been shown to be the patroness of the forgotten and oppressed. Cover us all with thy holy protection, that we may be moved to cry aloud to our good God: Alleluia! IKOS IV
Accepting the counsel of the elders of the Hermitage of Saint Zosimas, thou didst prove thyself to be an obedient daughter of the Orthodox Faith, O venerable martyr, so that thine own words brought profit and consolation to all who hearkened unto thee. Thou was a most wise abbess and a loving mother, who tended well the flock entrusted to thee, teaching them how to care for the afflicted as a sister of mercy by thine own example, O holy princess. Wherefore, tend thou also the ailments of our souls, that we may cry aloud unto thee: Rejoice, thou who anointest all with the oil of mercy; rejoice, thou who stillest the tempest of sorrows! Rejoice, instruction of those who turn to Orthodoxy! rejoice, pillar of truth set firmly upon the rock of the Faith! Rejoice, thou who dost rescue us from the mire of despondency; rejoice, thou who feedest the orphan and the widow! Rejoice, thou who didst embrace charity with thy whole heart; Rejoice, thou who didst exchange a palace for a poor and humble cell! Rejoice, thou who didst put aside thy royal robes to don the hairshirt of asceticism; rejoice, thou who didst lay thy princely coronet at the feet of the Savior! Rejoice, thou who didst take up the Cross as a kingly scepter; rejoice, thou who didst love God more than earthly honor and glory!
Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice! KONTAKION V
Thou has been revealed to us as a most radiant star adorning the vault of the firmament of the Church, O martyr of Christ. And ever illumined by the effulgence of thy sufferings, unto Christ, the Judge of the contest, do we offer hymnody of thanksgiving for thee, and we chant unto Him: Alleluia! IKOS V
Through the guidance of the heavenly intercessors who shone forth in Russia-the venerable Sergius of Radonezh, and Peter, the divinely eloquent Metropolitan of Moscow, in company with Martha and Mary, the sisters beloved of Christ-the narrow and royal path which alone leadeth to salvation was disclosed to thee, and travelling it thou becamest a model for all Orthodox Christians dwelling in the Russian Empire, showing them how to unite the ideals of ascetic endeavor and charitable acts. Wherefore, for thee grace was added unto grace, and whilst thou was yet alive the report of thy holiness spread far and wide. The pious cried out in wonder to God Who is wondrous in His saints: “Glory b to Thee, O Lord!”; and to thee they uttered such praises as these: Rejoice, scion of a royal house who tended the sores of paupers with thine own hands; rejoice, paragom of monastic virtue and rule of faith! Rejoice, thou who didst reject worldly praise and hast received heavenly rewards; rejoice, thou who dost partake of everlasting splendor on high! Rejoice, thou who didst expose spiritual deception; rejoice, thou who didst strengthen the common folk in the true Faith! Rejoice, thou who dost ever summon the faithful to prayer and vigilance; rejoice, thou who didst adopt the Russian nation as thy homeland! Rejoice, thou who didst spurn the praises of men; rejoice, beacon guiding all to the safe harbor of heaven; Rejoice, thou who didst labor for Christ in the midst of the world!
Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice! KONTAKION VI
How can angels and men refrain from wonderment when they ponder the depths of they love and compassion? For thy convent was not only a spiritual haven for those seeking salvation, but also a well-spring gushing forth torrents of consolation upon those parched by the burning heat of the passions. By thine own examples where thy sisters, the handmaidens of Christ, taught how to comfort the sorrowing, tend the sick, teach the ignorant, correct the erring and prepare the dying for the life which is to come. Wherefore, thy nuns joined chorus with thee to praise the Lord continually, chanting unto Him: Alleluia! IKOS VI
As a true image of piety thou didst venerate the wonder-icons and holy relics enshrined throughout the Russian land. Her monasteries and countless churches witnessed thine ascetic feats and fervent prayers. Thy tears, shed in such profusion, adorned thy person like lustrous pearls and moved to wonder those who beheld thee. And we who cherish thy holy memory exalt in spirit, crying out to thee: Rejoice, image of piety who delighted to venerate the sacred icons of the Mother of God; rejoice, thou who dost ever bless those who have recourse unto thy precious relics! Rejoice, wise pilgrim whose destiny was the kingdom of heaven; rejoice, adornment of Holy Russia! Rejoice, thou who art ever magnified by the Holy Church; rejoice, thou who didst not forsake Russia in her time of tribulation! Rejoice, thou who didst perceive the providence of God in all that befell thee; rejoice, thou who didst teach others to set their hope on Christ alone! Rejoice, thou who wast present when the venerable Seraphim was glorified; rejoice, thou who didst venerate his grace-bearing relics! Rejoice, thou who didst hear the prophecy of that holy father; rejoice, thou who didst prophesy the down-fall of the Orthodox monarchy!
Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice! KONTAKION VII
When those who been told slanderous tales about thee were brought before thee, O royal martyr, they perceived thine innocence and blamelessness and the holiness of thy life, for thou didst sacrifice thyself for the good of others, and thy heart was ever intent upon their needs, so that thou didst ever move them to chant unto God: Alleluia! IKOS VII
“This is no new creation or concept, neither do I depart from the Church traditions,” thou didst declare unto those who sought to discredit thy convent and labors; “I only repeat what the Church teacheth; for it is Christ Who saith: ‘Love thy neighbor’, and the divine Theologian doth manifestly thunder: ‘If ye do not love your neighbor whom ye see, ye cannot love God Whom ye see not.’” Thou didst but renew that which had grown old, and hast revealed to us the essence of true love in the miracle of thy life. Wherefore, we chant to thee thus: Rejoice, thou who dost ever care for our souls; rejoice, holy princess, worthy of all praise! Rejoice, thou who didst unite love and mercy, as a bridge joineth land to land; rejoice, thou who didst know well saving words of grace! Rejoice, thou who wast persecuted for right-teousness’ sake; rejoice, for truly great is thy reward in the heavens! Rejoice, thou who didst silence blasphemy and impiety by thy faith in Christ; rejoice, thou who didst most humbly endure the calumny and slander hurled at thee by thine own countrymen! Rejoice, thou who didst love righteousness and hate falsehood; rejoice, thou who didst not seek to avoid the reproaches of men, that thou mightest receive praise from the Lord! Rejoice, thou who didst love the Gospel above all else; rejoice, thou who didst ever delight in the words thereof!
Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice! KONTAKION VIII
Having beheld a sight strange to all-the fall of an empire once dedicated to God, the desecration of all that is holy, and the public ridicule of the martyred Emperor Nicholas,-thou didst shed endless streams of tears for all the tribulations which had befallen thine adopted homeland. Yet trusting in God, and believing this to be His holy will, thou didst never cease to cry out to Him: Alleluia! IKOS VIII
In a moment, in the twinkling of an eye, the nation was overtake by chaos, thy family was taken away, and all thy friends stood afar off. Only a few fearless hierarchs came to comfort thee and thy sisters, O royal martyr. Thy convent was as a sheep-fold beset by ravening wolves; yet thou didst remain undaunted by their depredations during those violent days, ever preserving thy flock from harm by thy supplications. Wherefore, receive from us these praises: Rejoice, royal servant of the omnipotent King; rejoice, handmaid of the Queen of heaven! Rejoice, thou who with the royal martyrs wast prey to grievous slanders; rejoice, thou who didst find consolation in service of God! Rejoice, thou who didst not judge the sinful lies of men; rejoice, thou who didst refuse to condone their misdeeds! Rejoice, thou who didst uproot the tares of evil growing in the royal garden; rejoice, thou who didst not approve of vile and wicked deeds! Rejoice, thou who ever helpest us to see the will of God in all things; rejoice, thou who didst rebuke the riotous multitude with thy courage! Rejoice, for thou didst not turn away from the hapless Tsar when he was mocked and abused; rejoice, thou who with him and his family dost ever rejoice in heaven!
Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice! KONTAKION IX
The angelic armies on high were stricken with awe, beholding Holy Russia bound and led to bloody slaughter by those who wage war against God; for, bleeding and dying in the arena of martyrdom, the land is dyed red with the blood of the countless new martyrs, who cry out continually to the Lord of hosts: Alleluia! IKOS IX
The vile minions of Satan, sinful men with hands reeking of the blood of the innocent, openly reviled God, and mockingly asked thee how thou who art of royal blood couldst minister to the poor and lowly, O royal passion-bearer. But we marvel at thy patience and humility, and cry out unto thee: Rejoice, thou who didst quench the flames of discontent with thy tears; rejoice, thou who didst lament the woes of Russia, as Martha and Mary wept over Lazarus! Rejoice, thou who didst submit to the will of God; rejoice, thou who didst behold the Savior enthroned on high! Rejoice, venerable martyr of royal birth; rejoice, thou who didst put to shame those who mistreated thee! Rejoice, thou who dost bless those who bless thee; rejoice, thou who wipest the tears away from those who grieve! Rejoice, thou who dost calm our troubled hearts; rejoice, thou who bowest down before the throne of God, offering Him our entreaties! Rejoice, thou who art ever attentive to His decrees; rejoice, thou who dost continually preserve us from all harm!
Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice! KONTAKION X
Wishing to make thee captive, O martyr, evil-minded men arrived at thy convent on the third day of Pascha, to separate thee from thy flock; for after the holy Patriarch Tikhon the Confessor blessed thee and thy nuns, the wicked fell upon thee and took thee away into exile. Yet knowing what was to follow, thou didst take with thee thy faithful companion, the venerable Barbara, and with thee chanted the hymn of victory unto the risen Christ: Alleluia! IKOS X
Banished to the heart of Russia, hidden away from the eyes of the world, with prayer and fasting thou didst prepare for thy departure from this life, O Elizabeth, when Companion Barbara, and with the holy Princes Sergius, John, Igor, Constantine and Vladimir, who were all to share in thy sufferings and receive incorruptible crowns from the hands of the Savior. And sharing together in the delights of heaven, attend ye unto our praises: Rejoice, ye who ever pray for the salvation of Russia; rejoice, ye who, though cast down by the ungodly into the depths, have been raised on high by Christ! Rejoice, ye who shed the scarlet robe of royalty and put on the purple robe of martyrdom; rejoice, ye who where not deceived by the deceit of the evil one! Rejoice, ye who lift up your hands to God in supplication; rejoice, ye who cast away earthly riches to receive treasure in heaven! Rejoice, patient sufferers who endured all for the Lord; rejoice, ye who put to shame those who took your lives, but could not slay your souls! Rejoice, ye who received wreaths of victory fashioned by the hand of the Creator; rejoice, bright constellation of holy stars shining in the firmament of the Church!
Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice! KONTATKION XI
O the glorious wonder! A mine depleted of its ore is shown to be full of the lustrous gold of grace and piety! A shaft sunk deep into the bowels of the earth is shown to be a ladder extending up to heaven, whereby Elizabeth and her companions ascend from the depths unto the heights of paradise! O holy martyrs, ye blessed ones, as ye delight in celestial joys forget not us who celebrate the memory of your godly struggles, that with you we also may chant the angelic hymn: Alleluia! IKOS XI
The minds of men, darkened by their fallen state, are unable to devise for you hymns worthy of the pangs and sufferings ye endured, O holy passion-bearers of Christ; for ye were like unto the youths of Ephesus who fell asleep of death in a shaft sunk into the earth, only to awaken in the splendid mansions of heaven, where ye now receive from us our poor praises: Rejoice, ye seven-branched lampstand burning before the throne of God; rejoice, glory of Alapayevsk! Rejoice, ye who planted the tree of life amid the barren mountains and watered it with your blood; rejoice, royal passion-bearers, adorned with kindly diadems more precious than gold and costly jewels! Rejoice, O Barbara, devoted daughter of thy spiritual mother; rejoice, ye who intercede for your compatriots who find themselves amid suffering and exile! Rejoice, O Sergius, valiant confessor of the true Faith; rejoice, O brethren, equal in number to the Trinity! Rejoice, O Princes John, Igor and Constantine, who were like unto the holy youths in the fiery furnace; rejoice, O Vladimir, prince and martyr, who foresaw thine own suffering and death! Rejoice, ye who have washed your souls clean in the streams of your blood; rejoice, ye who stand before the Savior in the ranks of the new martyrs and confessors!
Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice! KONTAKIOIN XII
With the words of praise shall we weave a wreath of victory to adorn the new passion-bearers of Alapayevsk? For even if we try to recount their manifold labors, our own weakness and hardness of heart puts us to shame. For while they ever sought after the Lord, we ever stray father away from Him. Wherefore, come ye speedily to our aid, and drive our enemies, visible and invisible, far away from us, that unvexed and at peace, we may chant aloud unto God: Alleluia! IKOS XII
We chant your praises, O holy new martyrs of Alapayevsk, for when faced with death, ye manifestly confessed Christ as God in the presence of the ungodly. Wherefore, the martyred nun Barbara received from the hand of God a wreath fashioned of truth and obedience, and her royal companions were endowed with two-fold crowns of majesty and martyrdom for their struggles. And thus hath Christ the Lord, the Judge of the contest, shown us all that it is meet to glorify them with such praises as these: Rejoice, boast of the Urals; rejoice, ye who shone forth like rays out of a dark pit! Rejoice, ye who sanctified a lowly mine-shaft; rejoice, ye who were like unto Joseph, who was likewise cast into a pit by envious brethren! Rejoice, ye who were like unto Daniel, who was thrown into a lions’ den; rejoice, ye who have summoned countless other new martyrs to the banquet of the Bridegroom! Rejoice, ye who were welcomed to the mansions of heaven by your kin, the martyred Tsar and his holy family; rejoice, ye who were slaughtered by the godless and unbelieving! Rejoice, O Elizabeth, who didst bind thy companions’ wounds and tend to their hurts; rejoice, thou who didst encourage and strengthen them until the moment of their soul’s departure! Rejoice, for thou didst chant fitting hymns as their life ebbed away; rejoice, thou who before an icon of the Savior didst surrender thine own soul into His hands!
Rejoice, O venerable martyr Elizabeth, true model of Christian sacrifice! KONTAKION XII
O all-praised and venerable martyr Elizabeth, with the other passions-bearers of Alapayevsk - the martyrs Barbara, John, Igor, Constantine, Vladimir, and Sergius, accept this, our meager hymnody of praise, which we offer to you in honor of the sufferings and violent death ye endured for Christ; and beseech the all-holy Trinity our God, that we be delivered from the perils and evil circumstances which beset us throughout our life: that with you and all the new martyrs and confessors of Russia we may ever chant unto the omnipotent Lord of heaven and earth: Alleluia! Alleluia! Alleluia!
This kontakion is recited thrice; whereupon Ikos I and Kontakion I are repeated.
Holy Royal Martyr Grand Duchess Elizabeth,
Pray Unto God For Us!
Holy New Martyr Barbara And All New Martyrs Of Russia, Pray Unto God For Us!