Monday, April 27, 2015

Η Παναγία επεμβαίνει στίς πιό δύσκολες στιγμές τής ζωής μας, αρκεί νά ζητήσουμε τήν βοήθειά της.

Ο χώρος τής μονάδας εντατικής θεραπείας είναι ένας χώρος πού γίνεται αγώνας εντατικός εναντίον τού θανάτου. Οι γιατροί καί τό νοσηλευτικό προσωπικό παλεύουν μέ τόν θάνατο ο οποίος διεκδικεί τόν ασθενή, αλλά καί ο ασθενής βρίσκεται σέ δύσκολη κατάσταση. Μπροστά του βλέπει τόν θάνατο νά έρχεται, καί αυτό τού αυξάνει τήν στενοχώρια, συγχρόνως είναι μόνος του, χωρίς τήν ύπαρξη τών αγαπημένων του προσώπων, τά οποία βλέπει ελάχιστα λεπτά τής ώρας. Τότε βρίσκεται απέναντι στά μεγάλα ερωτήματα τής ζωής καί τού θανάτου, τού νοήματος τής ζωής, αλλά εμφανίζονται καί οι τύψεις από γεγονότα τού παρελθόντος.

Στόν θάλαμο εντατικής θεραπείας υπάρχει έντονο ενδιαφέρον γιά τήν υγεία τού σώματος καί τήν διαφυγή τού θανάτου, αλλά δέν υπάρχει παράλληλο ενδιαφέρον γιά τά εσωτερικά υπαρξιακά ερωτήματα καί τίς πνευματικές ανησυχίες τού ασθενούς. Ο Κληρικός δύσκολα μπορεί νά εξασκήση τήν ποιμαντική του διακονία. Έτσι, ο ασθενής μόνος του πρέπει νά ανανήψη πνευματικά, νά δεχθή τίς επισκέψεις τής θείας Χάριτος, ανάλογα μέ τίς προηγούμενες εσωτερικές καταστάσεις.

Στό διαδίκτυο βρήκα ένα κείμενο τού αειμνήστου λαμπρού Εισαγγελικού Λειτουργού Ευάγγελου Κρουσταλάκη, πού έφθασε μέχρι καί τήν θέση τού Εισαγγελέως τού Αρείου Πάγου, μέ τίς νομικές του γνώσεις, αλλά καί τό ήθος του. Ο ίδιος περιγράφει τήν εμπειρία του από τήν μονάδα εντατικής νοσηλείας στήν οποία βρέθηκε μετά από μιά σοβαρή χειρουργική επέμβαση. Γράφει γιά τό «έντονο συναίσθημα απομόνωσης», γιά τήν «αίσθηση τής εγκατάλειψης, «τίς ατέλειωτες ώρες τής μοναξιάς», τίς πολλές σκέψεις πού «κατακλύζουν τό μυαλό τού ανθρώπου», καί πού ταλανίζουν τήν ψυχή του. Στήν αρχή τόν βοήθησαν οι όμορφες αναμνήσεις «από τά προηγούμενα χρόνια», αλλά πάλι τόν κατέκλυσε «τό συναίσθημα τής μοναξιάς καί τής εγκαταλείψεως». Καί στήν συνέχεια γράφει:

«Όπως ήμουν ξαπλωμένος στό κρεβάτι, κοιτάζοντας σχεδόν πάντοτε τό ταβάνι τού δωματίου, άρχισα νά περιφέρω τό βλέμμα μου γύρω-τριγύρω. Καί ξαφνικά ανακάλυψα στόν απέναντι τοίχο, στήν επάνω αριστερή γωνία του, μιά εικόνα τής Παναγίας πού στήν αγκαλιά της κρατούσε τόν Χριστό. Κάποιος καλός άνθρωπος τήν είχε τοποθετήσει εκεί. Από τήν στιγμή αυτή η Παναγία μας έγινε η συντροφιά μου. Αυτή η απλή εικόνα, πού δέν είχε ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία, ήταν μιά πόρτα πού μέ οδήγησε κοντά στήν Παναγία. Κατανόησα καλύτερα τότε τί πάει νά πεί ότι "η τιμή τής εικόνος επί τό πρωτότυπον διαβαίνει", όπως λένε οι Πατέρες τής Εκκλησίας μας.

Συναισθήματα, σκέψεις, αγωνίες μού έγιναν αντικείμενο εκμυστηρεύσεών μου στήν Παναγία. Εκείνη φαινόταν πώς μέ άκουε. Φυσικά δέν μού μιλούσε, έδειχνε όμως ότι κατανοούσε τήν αγωνία μου. Έτσι, μιά ατμόσφαιρα γαλήνης καί ηρεμίας επικράτησε σιγά-σιγά καί ανεπαίσθητα στήν τρικυμισμένη ψυχή μου. Οι ατέλειωτες ώρες τής παραμονής μου στήν εντατική έπαψαν νά είναι εφιαλτικές. Είχα τήν αισθηση πώς κάποιος, πού μέ αγαπούσε πολύ, βρισκόταν δίπλα μου. Ένιωθα τό ζεστό χάδι, από τό χέρι ενός δικού μου ανθρώπου, στό ξερό καί φλεγόμενο από τόν πυρετό μέτωπό μου».

Αυτό τό περιστατικό δείχνει πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στήν ζωή μας η Παναγία, ιδίως άν κανείς είχε παρόμοιες εμπειρίες προηγουμένως. Έπειτα, δείχνει τήν μεγάλη αξία τών εικόνων, τών εκκλησιαστικών συμβόλων πού μπορούν νά βοηθήσουν τόν άνθρωπο σέ στιγμές πού είναι αδύνατη άλλη ανθρώπινη βοήθεια. Σέ κάποιο σημείο τού άρθρου του ο αείμνηστος Ευάγγελος Κρουσταλάκης γράφει:

«Οι αναμνήσεις αυτές, αλλά ιδιαίτερα η εμπειρία μου από τήν Παναγία τής εντατικής, αισθάνομαι πώς μέ έχουν συνδέσει στενά μέ τήν εικόνα τής Παναγίας. Έτσι τώρα μπορώ νά νιώσω καλύτερα γιατί τόσο πολλοί άνθρωποι, σέ δύσκολες στιγμές τής ζωής τους, στήν Παναγία προσφεύγουν καί αυτήν επικαλούνται, προσευχόμενοι μπροστά στήν εικόνα της».

Η Παναγία επεμβαίνει στίς πιό δύσκολες στιγμές τής ζωής μας, αρκεί νά ζητήσουμε τήν βοήθειά της.

Από το περιοδικό: Εκκλησιαστική Παρέμβαση


Every Christian is subjected to some kind of test ( Elder Ambrose of Optina )



The free will of all intelligent beings has been tested and till now is being tested until it is confirmed in goodness. Because without trials, goodness is never firm. 

Every Christian is subjected to some kind of test: one with poverty, another with sickness, a third with various bad thoughts, the fourth with some type of misfortune or humiliation, while another, with perplexities. This tests the strength of one’s faith, and hope, and love for God, that is, shows the person’s inclinations, his attachments, whether he aims for sorrows or is still affixed to earthly things. 

So that through these trials a person-Christian himself could see in what position he is in, what his disposition is, and involuntarily humble himself. Because without humility, as all the holy fathers of Godly wisdom confirm in one voice, all our works are unsettled. Even the free will of Angels was tested. If the Heavenly dwellers could not escape the test, then more so must the free will be tested of those living on earth.

Elder Ambrose of Optina

Sunday, April 26, 2015

Ο Μοναχός που έσωσε την μητέρα του από την κόλαση


Ό επίσκοπος Κύρου Θεοδώρητος, ό όποιος έζησε τον Ε μ.Χ. αιώνα, διηγείται πώς μια φορά τον επισκέφθηκε ένας μοναχός, πού ερχόταν από πολύ μακριά. Τον έβαλε να ξεκουρασθή και να φάγη.

Όταν έτρωγε ό μοναχός, παρατήρησε ότι χρησιμοποιούσε μόνο το αριστερό του χέρι και ότι το δεξί του ήταν τυλιγμένο με ένα παλιόρασο.

Ό επίσκοπος τον ρώτησε, όχι από περιέργεια άλλα από ενδιαφέρον, γιατί είναι τυλιγμένο το χέρι του και μάλιστα με ένα παλιόρασο τριμμένο, ενώ εφαίνετο από την όλη του ενδυμασία ότι δεν ήταν μοναχός ρακένδυτος. Μάλιστα, θέλησε να το τραβήξει για να δη, όπως υποψιαζόταν, αν υπήρχε κάποια πληγή στο χέρι του μονάχου, αλλά αυτός δεν τον άφησε και το σκέπασε γρήγορα, διότι άρχισε να βγαίνει αφόρητη δυσοσμία.

Κι ό μοναχός διηγήθηκε τα έξης στον επίσκοπο:

– Σεβασμιότατε, εγώ είχα μια μητέρα πολύ όμορφη, πάγκαλη, ή οποία, δυστυχώς, από πολύ νωρίς, άφ ότου χήρεψε, παρεσύρθη στον κακό δρόμο κι έγινε πόρνη. Λόγω δε της μεγάλης ωραιότατος πού είχε, απέκτησε πολύ μεγάλη «πελατεία» και έγινε πολύ πλούσια κι έτσι εγώ μεγάλωνα μέσα στη χλιδή και στα πλούτη.
Όταν όμως μεγάλωσα και άρχισα να καταλαβαίνω τί γίνεται, βδελυσσόμενος αυτήν την κατάσταση της μητέρας μου, απομακρύνθηκα για ένα διάστημα από κοντά της και πήγα σε ένα μοναστήρι.

Πληροφορήθηκα όμως κάποια στιγμή ότι ή μητέρα μου αιφνιδίως πέθανε. Και όλη ή τεράστια εκείνη περιουσία, την οποία είχε κάνει από την αμαρτία, ήταν πλέον δική μου. Πήγα λοιπόν και την περιουσία αυτή την μοίρασα όλη, μέχρι και της τελευταίας δραχμής, στους φτωχούς κι έφυγα για την Έρημο ξανά, προσευχόμενος για τη σωτηρία της μάνας μου. Βέβαια και για τον πατέρα μου, πού όταν είχε κοιμηθή, εγώ ήμουν μωρό.

Πάντα προσευχόμουν όμως στον Θεό, σαν μοναχός πού ήμουν, να με πληροφόρηση εάν οι ελεημοσύνες πού δόθηκαν σε όλα τα τότε γνωστά μοναστήρια, για να προσευχηθούν για την ψυχή της μητέρας μου και να κάνουν πολλά-πολλά σαρανταλείτουργα έπιασαν τόπο. Επήγα λοιπόν στα Ιεροσόλυμα, μετά από έναν χρόνο και διηγήθηκα στον τότε Πατριάρχη το όλο γεγονός. Και εκείνος μου είπε:

– Πολύ καλά έκανες βέβαια και μοίρασες όλη αυτή την τεράστια περιουσία στους φτωχούς και έδωσες στα μοναστήρια για να γίνονται Λειτουργίες στο όνομα της μητέρας σου, αλλά για τις πληροφορίες πού μου ζητάς να μάθεις που βρίσκεται ή ψυχή της μητέρας σου, εγώ δεν είμαι άξιος να σου απαντήσω. Ούτε όμως εδώ στα Ιεροσόλυμα και στα περίχωρα υπάρχει κάποιος προορατικός Γέροντας, πού να μπορεί να σε πληροφόρηση για μια τέτοια μεγάλη αποκάλυψη.

Παίρνοντας λοιπόν την ευχή του Πατριάρχου, πήγα στις Σκήτες της Θηβαΐδος της Αιγύπτου.” Εκεί πράγματι γνώρισα πατέρας και ασκητής πολλούς, πού μου υπέδειξαν έναν Γέροντα, πολύ βαθιά στην Έρημο, ικανό να με βοηθήσει. Κι έτσι με έναν ντορβά στον ωμό, με λίγο νερό και ψωμί ξεκίνησα οδοιπορώντας για να βρω τον Γέροντα αυτόν.

Μου είπαν οι πατέρες ότι: «στην πρώτη σπηλιά πού θα συνάντησης, εκεί θα τον βρεις».

Και πράγματι, ύστερα από οδοιπορία τριάντα ήμερων βρήκα τη σπηλιά και τον άγιο εκείνο άνθρωπο, ό όποιος βγήκε στην είσοδο της σπηλιάς και με υποδέχθηκε.
Εκεί έπεσα στα πόδια του, του έβαλα μετάνοια, φίλησα τις άκρες των δακτύλων του και με δάκρυα στα μάτια του ανέφερα τη ζωή της μητέρας μου και ποιες ήταν οι ενέργειες μου για τη σωτηρία της ψυχής της, με τις ελεημοσύνες και τα σαρανταλείτουργα πού έκανα.

– Παιδί μου, λέει, αυτό πού ζητάς να μάθεις από μένα, είναι κάτι πάρα πολύ μεγάλο. “Αλλά όμως, αφού έκανες τόσο μεγάλο κόπο και τόσο μεγάλη πορεία τριάντα ήμερων για να φθάσης μέχρι εδώ, θα παρακαλέσουμε τον Θεό και οι δύο μαζί, να μας πει που περίπου βρίσκετε ι ή ψυχή της μητέρας σου.

Βγήκε λοιπόν έξω, στην πόρτα της σπηλιάς, πήρε μια πετρούλα κι έκανε έναν κύκλο, ό άγιος ασκητής και μου είπε:

– Σ αυτόν τον κύκλο μέσα έλα και στάσου όρθιος. Και θα μείνεις εδώ όρθιος, χωρίς να καθίσεις, επτά ήμερες. Ούτε θα φας ούτε θα πιεις ούτε θα κουνηθείς!” Επτά μέρες κι επτά νύχτες όρθιος και ακίνητος διαρκώς θα προσεύχεσαι να ελεήσει ό Θεός να μάς φώτιση και να μάς αποκάλυψη την κατάσταση της ψυχής της μητέρας σου. Θα παρακαλείς τον Θεό συνεχώς με δάκρυα, τα όποια κάθε μέρα θα πρέπει να γίνονται και πιο πολλά. Θα κάνω κι εγώ ακριβώς το ίδιο μέσα στη σπηλιά.

Και πράγματι, λοιπόν, έγινε αυτό, όπως ακριβώς το είπε ό άγιος εκείνος Γέροντας και φημισμένος ασκητής.

Όταν έφθασε λοιπόν ή νύχτα της έβδομης ημέρας, αρπάχθηκε ό νους του μοναχού στον ουρανό και με έκσταση ψυχής είδε τα φοβερά της Βασιλείας του Θεού. Και ότι ό Θεός ένια ι παρών και στην κόλαση και στον παράδεισο. Στον παράδεισο χαίρονται και στην κόλαση πονούν.

Είδε λοιπόν, ας πούμε, στην αριστερή του πλευρά, μία φοβερή λίμνη, έναν βόρβορο γεμάτο ακαθαρσίες, λάσπη και ανυπόφορη δυσωδία. Ένα φοβερό μείγμα, πού έβραζε και κόχλαζε. Μέσα σ αύτη τη φοβερή λίμνη την καιόμενη του πυρός, όπως μας αναφέρει ή Αποκάλυψις, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης, είδε να ανεβοκατεβαίνουν οι ψυχές. Πότε να βυθίζονται μέσα σ αυτήν και πότε να ανεβαίνουν ψηλά, να ανέρχονται λίγο σαν να παίρνουν μια αναπνοή και ξανά πάλι μέσα και ξανά πάλι έξω, χωρίς τελειωμό. Είχε την αίσθηση, όπως ακριβώς βράζει κανείς τα φασόλια ή τα ρεβίθια και με τον βρασμό ανεβοκατεβαίνουν αυτά, κατά τον ίδιο τρόπο έβλεπε και τις δυστυχισμένες αυτές υπάρξεις να ανεβοκατεβαίνουν.

Κάποια στιγμή λοιπόν, ανεγνώρισε και τη μητέρα του, της οποίας είδε το κεφάλι. Ανεγνώρισε κι αυτή τον γυιό της πού εύρίσκετο στην άκρη της λίμνης και φώναξε:

– Παιδί μου, ΕΛΕΟΣ!!! ΒΟΗΘΕΙΑ!!!

Και ξαναβυθίοτηκε πάλι μέσα. Και ξαναβγήκε πάλι, ξαναφάνηκε, μέχρι τη μέση τώρα. Και ξαναφωνάζη πάλι «έλεος! έλεος! βοήθεια! βοήθεια!»

-Παιδί μου, βοήθησε με, βοήθησε με!!! Καίγομαι, πνίγομαι, βασανίζομαι, υποφέρω!…

Και ξανά πάλι βυθίστηκε. Και ξαναβγήκε για τρίτη φορά.

– Και τόσος ήταν ό πόνος μου, λέει ό μοναχός, τόση ήταν ή οδύνη μου και τόση ή λαχτάρα μου, πού την ώρα πού ξαναβυθιζόταν, βούτηξα το χέρι μου μέσα, την άρπαξα από τα μαλλιά και με πολλή βία την τράβηξα έξω.

Και δίπλα μου βλέπω μία ωραιότατη χρυσή κολυμβήθρα. Από κάποιο σημείο της, από ένα βράχο…πού δεν ήταν και βράχος, δεν ξέρω τί ακριβώς ήταν! έτρεχε γάργαρο νερό και γέμιζε αυτήν την κολυμβήθρα, χωρίς να γεμίζει και χωρίς να αδειάζει ποτέ. Και πήρα τη μητέρα μου και την έβαλα μέσα σ” αυτήν την κολυμβήθρα και πλύθηκε και καθαρίστηκε και έγινε κατάλευκη σαν το χιόνι. Την έβγαλα κατόπιν από την κολυμβήθρα κι εκεί κάποιοι Νέοι, στα ολόλευκα ντυμένοι, έδωσαν λευκά ρούχα, τυλίχτηκε μ” αυτά και εντάχθηκε μέσα στον χορό των Αγίων.

Κι εκείνη, ανάμεσα στους φωτεινότατους εκείνους Νέους, τούς ολόλαμπρους πού χαίρονταν μέσα στη χαρά της Βασιλείας του Θεού, με ευχαριστούσε συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι πού ξαναήλθα στον εαυτό μου. Και βρέθηκα το πρωί πού τελείωνε ή έβδομη ημέρα, να είμαι έξω εκεί, μέσα στον κύκλο, παρακαλώντας θερμά για την κατάσταση της ψυχής της μητέρας μου και βεβαίως ύστερα να ευγνωμονώ τον Θεό συνεχώς.
Όταν ό άγιος εκείνος ασκητής με ρώτησε:

-Τί είδες, παιδί μου, αυτό το βράδυ; διηγήθηκα όλα αυτά. Και βεβαίως αναλύθηκα σε λυγμούς και σε ευχαριστίες προς τον Θεό και Σωτήρα μας, για την άπειρη ευσπλαχνία.

Του πού έβγαλε την ψυχή της μάνας μου από τον Αδη. Το χέρι μου όμως πού βούτηξε μέσα σ” αυτή την φοβερή κατακαιομένη λίμνη του πυρός, την βρωμερά και δυσώδη και μάλιστα μέχρι τον αγκώνα, ήταν όχι μόνο καμένο -διότι έκαίετο εκείνη ή λίμνη- αλλά και βρωμούσε απαίσια.

– Πάτερ μου, λέω, στον άγιο εκείνο Γέροντα και ασκητή σε παρακαλώ πάρα πολύ, κάνε κάτι και θεράπευσε το χέρι μου.
Κι εκείνος μου είπε:

– Όχι! Μέχρι πού να πεθάνεις, θα το δείχνεις! Είναι ή απόδειξης, για το πόση δύναμη έχει ή Θεία Λειτουργία, τα μνημόσυνα, τα τρισάγια, οι προσευχές με το κομποσκοίνι και οι ελεημοσύνες για έναν κεκοιμημένο. Και σχίζει το ράσο του ό μεγάλος εκείνος ασκητής και Γέροντας και μου λέει:

-Τύλιξε το. Ό τόπος τώρα θα ευωδιάζει. Και για εκείνους πού θα αμφιβάλλουν, θα το ξετυλίγεις για να αποδεικνύεις την αλήθεια της ιστορίας της ψυχής της μητέρας σου.

-Σεβασμιότατε, το τραβήξατε λίγο. Για δείτε το τώρα ολόκληρο! Και ξετύλιξε ολόκληρο το χέρι του. Κι ό δεσπότης δεν άντεξε την «βρώμα» κι έφυγε από το δωμάτιο. Τόσο φοβερή ήταν ή δυσοσμία. Το ράσο όμως εκείνου του κεχαριτωμένου Γέροντος ήταν ράσο αγιασμένο, γι” αυτό είχε και τόση ευωδία.

http://www.pentapostagma.gr/2012/05/blog-post_2756.html#.VTztDZPXt6I

How do you know whether you are living according to the will of God? ( Elder Siluan )


The most precious thing on earth is to know God and at least in part understand His will. The soul that has felt God must submit to his will in everything and live before Him in fear and love. In love, because the Lord is love. In fear, because it must be afraid to insult God by some evil thought.


How do you know whether you are living according to the will of God? Here is a sign: if you long for some thing, then you have not submitted to the will of God, even though you may think that you live according to His will. Whoever lives according to the will of God does not concern himself with anything. And if he needs some thing, then he submits himself and that thing to God; and if he does not receive it, then he remains content as though he had received it. 


The soul which has submitted to the will of God, fears nothing: neither storm nor bandits; nothing. And whatever should happen, it says, "It is God’s will." If the body is ill, the soul thinks, "Then I am in need of this illness, otherwise God would not have given it to me." And so the body and the soul remain at peace.


Elder Siluan



Saturday, April 25, 2015

Ιερά Λείψανα των Αγίων της Εκκλησίας μας - Holy Relics of the Orthodox Saints




Οδοιπορικό στα ασκητήρια του γέροντα Ιωσήφ του Hσυχαστή




Parents resemble a tree ( St. Kosmas Aitolos )


When you cut down a tree, all its branches immediately whither. Conversely, when a tree is watered at the roots, its branches stand strong and healthy. Parents resemble a tree. The father and mother comprise the roots of the children. When a father and mother are watered with fasting, prayers, almsgiving, and other virtuous deeds, then God protects the children…

When an apple tree produces sour apples, what is to blame? Will we lay blame on the apple tree or the apples? Obviously, the problem lies in the tree. Therefore, you the parents, who constitute the apple tree, must live correctly and virtuously so that the apples that are produced also become sweet.

St. Kosmas Aitolos

Friday, April 24, 2015

Ο κάθε άνθρωπος έχει πάρει μέσα του και τα βιώματα των γονέων του ( Άγιος Πορφύριος )


"Δεν ευθύνεται μονάχα ο άνθρωπος για τα παραπτώματά του. Τα λάθη, οι αμαρτίες και τα πάθη δεν είναι μόνο προσωπικά βιώματα του εξομολογούμενου.

Ο κάθε άνθρωπος έχει πάρει μέσα του και τα βιώματα των γονέων του και ειδικά της μητέρας, δηλαδή το πώς ζούσε η μητέρα, όταν τον κυοφορούσε, αν στενοχωριόταν, τι έκανε, αν κουραζόταν το νευρικό της σύστημα, αν είχε χαρά, αν είχε θλίψη, αν είχε μελαγχολία.
Έ, όλο το νευρικό σύστημα το δικό της επηρέασε το νευρικό σύστημα του εμβρύου της. Οπότε, όταν γεννηθεί το παιδί και μεγαλώσει, παίρνει μέσα του και τα βιώματα της μητέρας του, δηλαδή άλλου ανθρώπου.

Δημιουργείται μια κατάσταση στην ψυχή του ανθρώπου εξαιτίας των γονέων του, που την παίρνει μαζί του σ΄ όλη του τη ζωή, αφήνει ίχνη μέσα του και πολλά πράγματα που συμβαίνουν στη ζωή του είναι απόρροια της καταστάσεως αυτής.

Τα φερσίματά του έχουν άμεση σχέση με την κατάσταση των γονέων του. Μεγαλώνει, μορφώνεται, αλλά δεν διορθώνεται. Εδώ βρίσκεται μεγάλο μέρος από την ευθύνη για την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου.
Υπάρχει, όμως, ένα μυστικό. Υπάρχει κάποιος τρόπος ν΄ απαλλαγεί ο άνθρωπος απ΄ αυτό το κακό. Ο τρόπος αυτός είναι η γενική εξομολόγηση, η οποία γίνεται με την χάρι του Θεού. Μπορεί, δηλαδή, να σου πει ο πνευματικός:

- Πώς θα ήθελα να ήμασταν σ΄ ένα ήσυχο μέρος, να μην είχα ασχολίες και να μου έλεγες τη ζωή σου απ΄ την αρχή, από τότε που αισθάνθηκες τον εαυτό σου, όλα τα γεγονότα που θυμάσαι και ποια ήταν η αντιμετώπισή τους από σένα, όχι μόνο τα δυσάρεστα αλλά και τα ευχάριστα, όχι μόνο τις αμαρτίες αλλά και τα καλά. Και τις επιτυχίες και τις αποτυχίες. Όλα. Όλα όσα απαρτίζουν τη ζωή σου.

Πολλές φορές έχω μεταχειριστεί αυτή την γενική εξομολόγηση και είδα θαύματα πάνω σ΄ αυτό. Την ώρα που τα λες στον εξομολόγο, έρχεται η θεία χάρις και σε απαλλάσσει απ΄ όλα τα άσχημα βιώματα και τις πληγές

και τα ψυχικά τραύματα και τις ενοχές, διότι, την ώρα που τα λες, ο εξομολόγος εύχεται θερμά στον Κύριο για την απαλλαγή σου.΄

Είχε έλθει σ΄ εμένα προ καιρού μια κυρία, που έκανε αυτού του είδους την εξομολόγηση και βρήκε μεγάλη ωφέλεια.

Βελτιώθηκε η ψυχολογική της κατάσταση, διότι τήνε βασάνιζε κάτι. Έστειλε, λοιπόν, αυτή μια φίλη της και πήγαμε έξω στο βράχο, στα Καλλίσια. Καθίσαμε και άρχισε κι εκείνη να μου μιλάει. Της λέω:

- Να μου πεις ό,τι αισθάνεσαι. Αν σε ρωτήσω εγώ για κάτι, να μου πεις. Αν δεν σε ρωτήσω, να συνεχίσεις να τα λέεις, όπως τα αισθάνεσαι.

Όλ' αυτά που μου έλεγε, τα παρακολουθούσα όχι απλώς με προσοχή, αλλά "έβλεπα" μέσα στον ψυχικό της κόσμο την επίδραση της προσευχής.

Την παρακολουθούσα μέσα στην ψυχή της κι "έβλεπα" ότι πήγαινε χάρις μέσα της, όπως τήνε κοίταζα εγώ.

Διότι στον πνευματικό υπάρχει χάρις και στον παπά υπάρχει χάρις. Το καταλαβαίνετε; Δηλαδή, ενώ εξομολογείται ο άνθρωπος, ο ιερέας προσεύχεται γι αυτόν. Συγχρόνως έρχεται η χάρις και τον ελευθερώνει απ΄ τα ψυχικά τραύματα, που για χρόνια τον βασανίζουν, χωρίς να γνωρίζει την αιτία τους. Ω, αυτά τα πιστεύω πολύ!

Στον εξομολόγο μπορείς να μιλήσεις όπως αισθάνεσαι, αλλά δεν είναι αυτό τόσο σημαντικό, όσο είναι το ότι κοιτάζει μέσα στην ψυχή σου προσευχόμενος ο παπάς και βλέπει πώς είσαι και σου μεταδίδει την χάρι του Θεού. Έχει αποδειχθεί ότι αυτό το κοίταγμα είναι πνευματικές "ακτίνες" που σε ξαλαφρώνουν και σε θεραπεύουν, μη νομίσετε ότι είναι ακτίνες φυσικές.

Είναι αλήθεια αυτά τα πράγματα. Και με τον Χριστό τι έγινε; Έπιασε το χέρι της αιμορροούσης και είπε: "Εγώ γάρ έγνων δύναμιν εξελθούσαν απ΄εμού". Θα πεις: "Ναι, μα ήταν Θεός". Ο Χριστός βέβαια ήταν Θεός, αλλά μήπως και οι Απόστολοι δεν κάνανε το ίδιο;

Όλοι οι πνευματικοί, οι εξομολόγοι, έχουν αυτήν την χάρι κι όταν εύχονται, την εκπέμπουν ως αγωγοί. Για παράδειγμα, θέλουμε ν΄ ανάψουμε εδώ πέρα μια θερμάστρα και βάζουμε ένα καλώδιο, αλλά δεν μπορεί να κάνει επαφή, διότι το καλώδιο δεν είναι στην πρίζα. Αν, όμως, το καλώδιο μπει στην πρίζα, μόλις κάνει την επαφή, έρχεται το ρεύμα μέσω αυτού του αγωγού.

Είναι πνευματικά πράγματα της θρησκείας μας αυτά. Μπορεί να λέμε για καλώδιο, αλλά στην πραγματικότητα αυτή είναι "η θεία ψυχανάλυση".

Kindness is one of God’s many qualities ( St. Paisios )


Kindness is one of God’s many qualities; therefore, it always spreads joy, drives away the clouds, and opens up hearts like the spring sunshine which makes the earth blossom. It even warms up snakes and takes them out of their cold holes so they, too, can enjoy God’s kindness.


St. Paisios

Δια της ευχής καθαρίζεται ο άνθρωπος, λαμπρύνεται, αγιάζεται (Γέροντας Αμφιλόχιος)


Δια της ευχής “Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με” θα κερδίσεις το παν. Δια της ευχής καθαρίζεται ο άνθρωπος, λαμπρύνεται, αγιάζεται. Η ευχή είναι το σωσίβιο της ψυχής και του σώματος. Η ευχή είναι η βάση της τελειότητας. Θα λεπτυνθείτε και θα πετάτε με την ευχή. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος σωτηρίας, καθαρισμού και αγιασμού από την νοερά προσευχή. Αυτή γέμισε τον παράδεισο από άγιους ανθρώπους.
 

Γέροντας Αμφιλόχιος

Thursday, April 23, 2015

Η ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων. (Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ)


Η ευχή του Ιησού είναι εργασία κοινή των αγγέλων και των ανθρώπων. Με την προσευχή αυτή οι άνθρωποι πλησιάζουν σύντομα την ζωή των αγγέλων. 


Η ευχή είναι η πηγή όλων των καλών έργων και αρετών και εξορίζει μακριά από τον άνθρωπο τα σκοτεινά πάθη. Σε σύντομο χρόνο κάνει τον άνθρωπο ικανό να αποκτήσει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Απόκτησε την, και πριν πεθάνεις θα αποκτήσεις ψυχή Αγγελική. Η ευχή είναι θεϊκή αγαλλίαση.

 Κανένα άλλο πνευματικό όπλο δε μπορεί να αναχαιτίσει τόσο αποτελεσματικά τους δαίμονες. Τους κατακαίει όπως η φωτιά τα βάτα.

(Οσίου Παϊσίου Βελιτσκόφσκυ)

The mastery of the soul over the body is proved by the obedience of the body ( St. Nektarios of Aegina )


The mastery of the soul over the body is proved by the obedience of the body when it is being led with self-denial to sacrifice for the sake of the abstract ideas of the soul. The domination by the soul for prevalence of its principles, ideas, and views would have been entirely incomprehensible if the soul died together with the body. But a mortal soul would never have risen to such a height, would never have condemned itself to death along with the body for the prevalence of abstract ideas that lacked meaning, since no noble idea, no noble and courageous thought has any meaning for a mortal soul.



St. Nektarios of Aegina

Wednesday, April 22, 2015

Περί εκτρώσεων (π. Επιφανίου Θεοδωρόπουλου)


 

Κάποτε, διηγείτο ο ίδιος (ο γέροντας), μου ήλθαν στο εξομολογητήριο μια μητέρα με την κόρη της. Άρχισαν να μου αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους η κόρη είχε κάνει άμβλωση. Τις άκουγα ενώ η οργή άρχισε να με κυριεύει.

Προσπαθούσα να τις πείσω πως ό,τι πιο φοβερό είχαν να κάνουν το έκαναν. Έδωσαν τη χειρότερη λύση που θα μπορούσαν να δώσουν ποτέ. Ότι είχαν κάνει φόνο! Εκείνες αμετάπειστες. Κάποια στιγμή η μητέρα άρχισε να μου λέει ότι έπραξαν σωστά διότι η κοινωνική τους θέση και οι σχέσεις τους με ανθρώπους κάποιας κοινωνικής στάθμης, δεν τους επέτρεπαν να γεννήσει η κόρη τους ένα… νόθο.
Όταν είδα ότι, αντί να ταπεινώνονται, αποθρασύνονται, πετάγομαι πάνω. Βγάζω το πετραχήλι και τους λέω: «Φύγετε γρήγορα, διότι αν συνεχίσετε, θα σας βάλω τέτοιο κανόνα που θα πεταχτείτε στο ταβάνι! Τέτοιο κανόνα που κανείς δεν θα σας τον λύσει!»
Σηκώθηκαν κατατρομαγμένες και το’ βαλαν στα πόδια.


http://agiameteora.net/index.php/gerontes-tis-epoxis-mas/6926-peri-ektroseon-p-epifaniou-theodoropoulou.html

Good people do not keep evil in their hearts ( St. Paisios )


Good people do not keep evil in their hearts, but neither do they keep their kindness to themselves. For this reason, they do not possess elegant things and are not moved by the world’s beauties. In this, their fervent faith in God as well as their great love is made manifest.

St. Paisios

Ευλογία του Θεού ( π. Ιωήλ Κωνστάνταρου )


Αρκετές φορές γίνεται λόγος περί της “ευλογίας τού Θεού”. Η δε φράσις “να έχεις την ευλογία τού Θεού” θεωρείται και φυσικά είναι κάτι το δεδομένο και απολύτως φυσικό που αποτελεί μια των καλυτέρων ευχών που εκφράζουν οι πιστοί. Αλλά τι ακριβώς είναι αυτή η ευλογία; Επί της ουσίας τι εννοούμε με τον όρο “ευλογία Θεού”;

Σε αυτό το σημείο θα στρέψουμε την σκέψη μας, αφού η αποστολική περικοπή σε αυτό ακριβώς το θέμα τής “ευλογίας” αναφέρεται. Βλέπουμε τον Θεό να υπόσχεται ενόρκως μάλιστα στον πιστό Αβραάμ ότι θα τον ευλογήσει. Θα τον ευλογήσει πλουσίως και θα τον αναδείξει γενάρχη τού εκλεκτού Του λαού. Του λαού ο οποίος στον χώρο τής Χάριτος εντάσσεται στο Σώμα τής Ορθοδόξου Εκκλησίας.

Και ναι μεν όπως μελετούμε, στην Παλαιά Διαθήκη η “ευλογία τού Θεού” και ως ευχή υπονοεί και κυρίως ως πραγματικότης εμπεριέχει τον υλικό πλούτο με την ευημερία και μάλιστα την μακροζωία. Προσεκτική μελέτη των ιερών κειμένων αποδεικνύει του λόγου το αληθές και ταυτοχρόνως διαφαίνεται πως από γενεά σε γενεά εθεωρείτο ως δεδομένη αυτή η ευλογία σε όσους ανήκαν στον εκλεκτό, δηλ. τον εκλεγμένο λαό τού Θεού.

Κορύφωμα αυτής τής βεβαιότητος, η οποία αποτελεί θεολογική θέση ένεκα της μοναδικής και αληθινής πίστεως, αποτελεί η πίστη τού Προφητάνακτος ο οποίος στον πρώτο του κιόλας ψαλμό μελωδεί ότι “μακάριος ανήρ” και “πάντα, όσα αν ποιή, κατευοδωθήσεται” (Ψαλμ. α' 3).

Όμως, δια της ενανθρωπήσεως και αφού “παρήλθε η σκιά τού νόμου της Χάριτος ελθούσης”, η “ευλογία” συγκεκριμενοποιείται σε περισσότερο πνευματικές καταστάσεις, δίχως τούτο βεβαίως να σημαίνει ότι ρητώς αποκλείεται το συναμφότερο της ευλογίας, στον άνθρωπο της πίστεως. Τώρα πλέον όχι ο υλικός πλούτος αλλ' αυτή η Χάρις κατέχει τα πρωτεία στις “διεκδικήσεις” τού αγώνος και στις προσδοκίες των συνειδητών πιστών. Εάν δε θελήσουμε να μελετήσουμε την ευλογία αυτή όπως καταγράφεται θεοπνεύστως στα Καινοδιαθηκικά κείμενα, με μεγάλη ευκολία θα παρουσιαστούν ενώπιόν μας η ειρήνη, η χαρά, η πίστις, η αγάπη αλλά και τόσες άλλες δωρεές ευλογίας που συγκεντρώνει ο Απόστολος Παύλος στον “καρπόν τού Πνεύματος” (Γαλ. Ε΄ 22-23).

Η Χάρις επίσης που ως μοναδική ευλογία εκπήγασε εκ του ξύλου τού Τιμίου Σταυρού εξαιτίας τής απολυτρωτικής Θυσίας, με όλες τις παραμέτρους τής πνευματικής ζωής που ξεκινά από το πρώτο επίπεδο της καθάρσεως και τα δυσθεώρητα ύψη τού φωτισμού αλλά και αυτής τής θεώσεως που βλέπουμε στα πρόσωπα των μεγάλων Αγίων μας, τι άλλο είναι παρά η “ευλογία” τού Θεού που διά των ιερών μυστηρίων τής Ορθοδόξου Εκκλησίας μας λαμβάνει ο πιστός ως άκτιστη και ουσιώδη ενέργεια αυτού τού Τριαδικού Θεού! Ναι, η ζωή τού συνειδητού πστού παρά τις αντιξοότητες, τις αδυναμίες και τους ποικίλους πειρασμούς που αντιμετωπίζει, επί της ουσίας καλύπτεται και κινείται μέσα σ' αυτή την μοναδική “ευλογία” τού Θεού.

Αλλά η ευλογία δεν τελειώνει στην παρούσα ζωή και δεν ολοκληρώνεται μπροστά στον ανοιχτό τάφο. Όχι, η “ευλογία” ως ελπίδα αλλά και ως βεβαίωσις περνά τα όρια του προσκαίρου βίου και διαπορθμεύει τον πιστό στον χώρο τής επουρανίου Εκκλησίας “ένθα ουκ έστι πόνος, ου λύπη, ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος”, δηλ. στον παράδεισο ο οποίος αποτελεί τον πόθο μας και την λαχτάρα μας.

Η πραγματικότης την οποία καταγράφει στους Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος, περί του τι αναμένει ως ευλογία τούς πιστούς, προσφέρει την δωρεά τής ελπίδος, όπου ως αρραβώνα δέχεται η ζωή που αγαπά τον Ιησού και λαχταρά την βασιλεία Του. Έτσι λοιπόν, μαζί με την ευλογία τής πίστεως, βιώνεται και η ευλογία γι΄αυτά τα οποία “οφθαλμός ουκ είδε και ους ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη” (Α' Κορ. Β' 9).

Ευλογίες λοιπόν. Ευλογίες Θεού από τα μικρότερα έως τα μεγαλύτερα και αυτή την ίδια την σωτηρία μας, η οποία αποτελεί το ύψιστον αγαθόν αλλά και το περιεχόμενον και την ουσία τής ελπίδος μας. Αλλά η “ευλογία” για να αποδώσει τους ευκλεείς της καρπούς, εννοείται ότι χρειάζεται και το κατάλληλον έδαφος της ψυχής μα και τον ιερό αγώνα ώστε να καρποφορήσει και να αποδώσει το ποθούμενο. Πώς τώρα θα γίνει αυτό;

Ας ανοίξουμε τα της καρδίας ώτα στην Γραφή, και ας ακούσουμε στην Παλαιά μεν οικονομία το “εάν της φωνής μου ακούσετε τα αγαθά της γης φάγετε”, στην δε Καινή, στο νόμο της Χάριτος και μέσα στο σώμα της Εκκλησίας, Αυτόν τον ίδιο τον Κύριο μας και Θεό μας ο οποίος μας θέλει εγκεντρισμένους μαζί Του και καρποφορούντες στην πίστη, στην πραότητα και στην ελεημοσύνη. Να είμαστε με δυο λόγια οι “πεινώντες και διψώντες την δικαιοσύνην” όχι απλώς για να γευθούμε, αλλά για να χορτάσουμε την “δικαιοσύνην του Θεού”.

Την “δικαιοσύνην” η οποία συνοψίζει ολόκληρο το περιεχόμενο της “ευλογίας” για την οποία και εδημιουργήθη ο άνθρωπος ως “εικών της εικόνος του Θεού”, τουτέστιν Αυτού του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού.

Αλλά χρειάζεται να αμφιβάλλει κανείς για τις αλήθειες αυτές όταν φάλαγγα αναρίθμητη αγίων και ηρώων της πίστεως επιβεβαιώνει τις ευλογίες του Θεού; Δεν υπάρχει άγιος που να αγωνίστηκε σε αυτές τις ουράνιες προδιαγραφές και που να μην έζησε και απόλαυσε στο έπακρο αυτά που ποθεί ο κάθε λογικός άνθρωπος δηλ. ο κάθε πιστός, ο οποίος ταυτοχρόνως αισθάνεται την καρδιά του ως ηφαίστειο να ξεχειλίζει από την γλυκιά λάβα της θεϊκής Αγάπης.

Όμως επιβάλλεται να κλείσουμε με τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος, που την Κυριακή η Εκκλησία μας τιμά και γεραίρει την μνήμη του.

Λέγει λοιπόν μεταξύ των άλλων ο μεγάλος αυτός πρακτικός αλλά και θεωρητικός Όσιος: “Μακάριος εκείνος που προσπαθεί συνεχώς να περιποιείται και να αναπαύει τον Κύριον όπως έτυχε να περιποιηθεί και να αναπαύσει (σεβαστούς) ανθρώπους. Δεν προσκολλάται τόσο πολύ η μητέρα στο βρέφος που θηλάζει, όσο ο υιός της Αγάπης στον Κύριο”. 


π. Ιωήλ Κωνστάνταρου 

Tuesday, April 21, 2015

Άγιος Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος ( Η μνήμη του εορτάζεται την 23ην Απριλίου )


ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Ο Άγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος ανήκει στη χορεία των μεγαλομαρτύρων και είναι από τους λαοφιλεστέρους Αγίους της Εκκλησίας μας. Έζησε κατά τα τέλη του 3ου αιώνος μ.Χ. και τας αρχάς του 4ου επί της βασιλείας του Διοκλητιανού.

Η εποχή του υπήρξε εποχή σκληρών διωγμών και εξοντωτικών κατά της Χριστιανικής Πίστεως. Ο Γεώργιος είχε μεγάλο αξίωμα. Ήτο κόμης και διακρινόταν σ' όλες τις στρατιωτικές επιχειρήσεις για την γενναιότητά του και την ανδρεία του.

Παρ' όλη τη δόξα όμως και τις τιμές δεν αρνήθηκε να θυσιάση τα πάντα και να ομολογήση με παρρησία ενώπιον του αυτοκράτορος και πολλών αρχόντων την χριστιανική του πίστιν. Υπέμεινε βασανιστήρια πολλά και φρικτά που στο τέλος τον ανέδειξαν Μεγαλομάρτυρα.

Πολλά είναι τα θαύματα του Αγίου Γεωργίου. Όχι μόνον αυτά που αναφέρονται στο μικρό αυτό φυλλάδιο, αλλά και πολλά άλλα που πάντοτε και σήμερα εκτελεί σ' όσους προσφεύγουν με πίστι στις πρεσβείες του. Πολλοί ναοί τιμώνται επ' ονόματι του Αγίου Γεωργίου, δείγμα κι' αυτό της αγάπης του λαού προς τον Άγιον, και πολλοί φέρουν το όνομά του. Δείγμα τιμής από μέρους μας προς τον Άγιον, αγαπητέ αναγνώστα, είναι βέβαια και ο εορτασμός της μνήμης του και αι πανηγύρεις, αλλά πιο μεγάλο δείγμα τιμής είναι η μίμησις της αγίας ζωής του, γιατί «τιμή μάρτυρος» είναι η «μίμησις μάρτυρος». Μίμησις της ομολογίας, της μαρτυρικής, της αγίας ζωής του.


Ομολογητής ο κόμης Γεώργιος

Ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος γεννήθηκε στην Καππαδοκία από ευσεβείς γονείς, και έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικίαν δέκα ετών. Η μητέρα του τον έφερε μαζί της στην Παλαιστίνη όπου ήταν η Πατρίδα της και είχε και τα κτήματά της. Ο Γεώργιος καίτοι νεαρός κατατάχθηκε στο στρατό, όπου μάλιστα προήχθη σε μεγάλα αξιώματα, ώστε να παίρνη μέρος και στις συνελεύσεις των ανωτάτων αξιωματούχων του Κράτους. Ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ.

Από την εποχή του αυτοκράτορος Δεκίου μέχρι την εποχή που ανέλαβε τον θρόνον ο Διοκλητιανός, το 284 μ. Χ., η Χριστιανική Εκκλησία επειδή είχεν ειρήνη αυξήθηκε πάρα πολύ. Οι Χριστιανοί είχαν πάρει πολλές δημόσιες θέσεις, είχαν κτίσει πολλούς και μεγάλους ναούς, είχαν κτίσει σχολεία και είχαν οργανώσει και την διοίκηση και την διαχείρισι των εκκλησιών και της Φιλανθρωπίας.

Ο Διοκλητιανός όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του εργάσθηκε στην αρχή για την οργάνωσι του αχανούς Κράτους του. Προσέλαβε στρατηγούς ως βοηθούς του και τους ωνόμασε αυτοκράτορας και Καίσαρας και αφού επέτυχε να υποτάξη τους εχθρούς του Κράτους του, και να σταθεροποιήση τα σύνορά του, στράφηκε στα εσωτερικά ζητήματα. Δυστυχώς στράφηκε εναντίον της Χριστιανικής θρησκείας για ν' ανορθώση την ειδωλολατρίαν και θεοποιήση την ιδέα του αυτοκράτορος. Γι΄ αυτό λοιπόν τον λόγον εκάλεσε τους βοηθούς του Καίσαρα το 303 μ. Χ. και τους στρατηγούς στην πρωτεύουσα του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους σε τρεις γενικές συγκεντρώσεις. Μεταξύ τους βρισκόταν και ο Γεώργιος που διακρίθηκε πολλές φορές στους πολέμους.

Συγκεντρώθηκαν λοιπόν όλοι, για να πάρουν αποφάσεις για την εξόντωσι και τον αφανισμό της χριστιανικής πίστεως. Πρώτος εμίλησε ο Διοκλητιανός και επέβαλε σ' όλους ν' αναλάβουν τον εξοντωτικό αγώνα εναντίον του Χριστιανισμού. Όλοι υποσχέθηκαν ότι θα καταβάλουν κάθε προσπάθεια, για να εξαλείψουν την Χριστιανική θρησκεία από το Ρωμαϊκό Κράτος. Τότε ο γενναίος Γεώργιος στάθηκε στον μέσον του συνεδρίου και είπε: Γιατί, βασιλεύ και άρχοντες, θέλετε να χύσετε αίμα δίκαιον και άγιον και να εξαναγκάσετε τους χριστιανούς να προσκυνούν και να λατρεύουν τα είδωλα; Και διεκήρυξε την αλήθεια της Χριστιανικής θρησκείας και την Θεότητα του Χριστού.

Μόλις ετελείωσε, συγχύσθηκαν όλοι με την ομολογία του αυτή, και προσπάθησαν να τον πείσουν να μετανοήση για όσα είπε για να καταπραϋνθή και ο Διοκλητιανός. Αλλά ο Γεώργιος ήταν σταθερός και με θάρρος διεκήρυττε την χριστιανικήν πίστιν του.

Στη φυλακή. Βασανιστήρια

Ωργισμένος ο Διοκλητιανός διέταξε να τον κλείσουν στην φυλακή και να του περισφίξουν τα πόδια του στο ξύλο και πάνω στο στήθος του να του βάλουν μεγάλη και βαρειά πέτρα, αφού τον ξαπλώσουν ανάσκελα.

Το άλλο πρωί ο Διοκλητιανός διέταξε να του παρουσιάσουν τον Γεώργιον, για να τον ανακρίνη. Και πάλιν ο Γεώργιος έμεινε ακλόνητος στην ομολογία του, και παρ' όλες τις κολακείες και τις υποσχέσεις που του έδωσε ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός, διεκήρυττε την πίστι του και μιλούσε για τους ουράνιους θησαυρούς. Τότε, αφού ωργίσθηκε ο Διοκλητιανός, διέταξε τους δημίους να δέσουν τον Άγιον σ' ένα μεγάλον τροχόν για να κομματιασθή το σώμα του. Μάλιστα ειρωνεύθηκε την ανδρεία του Αγ. και τον κάλεσε να προσκυνήση τα είδωλα. Ο Άγιος Γεώργιος ευχαρίστησε τον Θεόν που τον αξίωνε να δοκιμασθή και δέχθηκε με ευχαρίστησι να υποστή το φοβερό αυτό μαρτύριο, με το οποίον θα κομματιαζόταν σε μικρά και λεπτά κομμάτια ολόκληρο το σώμα του, επειδή γύρω - γύρω από τον τροχόν υπήρχαν μπηγμένα κοφτερά σίδερα, που έμοιαζαν με μαχαίρια. Πράγματι μόλις ο τροχός κινήθηκε, τα κοφτερά σίδερα άρχισαν να κόβουν το σώμα του. Τότε ακούσθηκε μια φωνή από τον ουρανόν που έλεγε: «Μη φοβάσαι Γεώργιε, γιατί εγώ είμαι μαζί σου» και αμέσως ένας άγγελος ελευθέρωσε τον άγιον, αφού τον έλυσε από τον τροχόν και θεράπευσε όλο το καταπληγωμένο σώμα του.

Ο Γεώργιος αφού απέκτησε το θαυμάσιο παράστημά του και με αγγελικήν όψι παρουσιάστηκε στο Διοκλητιανό που με άλλους είχε πάει να κάνη θυσία. Μόλις τον είδαν, έμειναν όλοι έκθαμβοι και απορημένοι. Μάλιστα μερικοί ισχυρίζοντο ότι είναι κάποιος που του μοιάζει, και άλλοι ότι είναι φάντασμα. Όπως εσχολίαζαν το γεγονός εμφανίσθηκαν μπροστά στο βασιλιά δύο από τους αξιωματικούς του, ο Πρωτολεών και ο Ανατόλιος με χίλιους στρατιώτες και ωμολόγησαν την πίστι τους στον Χριστό. Ο Διοκλητιανός θύμωσε τόσο που έγινε έξαλλος και διέταξε να τους σκοτώσουν, πράγμα που έγινε.

Έπειτα διέταξε να γεμίσουν αμέσως ένα λάκκον με ασβέστη και νερό και να ρίξουν μέσα τον Γεώργιον και να τον αφήσουν τρεις ημέρες και τρεις νύκτες, έτσι που να διαλυθούν και αυτά τα κόκκαλά του.

Οι δήμιοι πράγματι έρριξαν τον Άγιο στο ζεματιστό ασβέστη και έκλεισαν και το στόμιο του λάκκου. Ύστερα από τρεις ημέρες ο Διοκλητιανός έστειλε στρατιώτες ν' ανοίξουν τον λάκκο, οπότε βρήκαν τον Άγιον Γεώργιον όρθιον μέσα στον ασβέστη και προσευχόταν. Το γεγονός εντυπωσίασε και προκάλεσε θαυμασμό και ενθουσιασμό στο λαό που εφώναζε ότι «ο Θεός του Γεωργίου είναι Μεγάλος». Και ο Διοκλητιανός ζήτησε εξηγήσεις από τον Γεώργιον, πού έμαθε τις μαντικές τέχνες και πώς τις χρησιμοποιεί. Ο Γεώργιος τότε του απάντησε ότι ήταν τα γεγονότα αποτελέσματα της Θείας Χάριτος και Δυνάμεως και όχι έργα μαγείας και γοητείας.

Ο Διοκλητιανός ωργισμένος διέταξε να του φορέσουν πυρακτωμένα παπούτσια με σιδερένια καρφιά και να τον εξαναγκάζουν να περιπατή. Και ο άγιος προσευχόταν και περιπατούσε χωρίς να πάθη τίποτα. Πάλιν διέταξε να τον φυλακίσουν και σκέφθηκε να συγκαλέση τους άρχοντες, για να συσκεφθούν τι έπρεπε να κάμουν στον Γεώργιον. Και αφού τον έδειραν τόσον πολύ με μαστίγια και κατεπλήγωσαν ολόκληρο το σώμα του αγίου, τον παρουσίασαν στον Διοκλητιανό, ο οποίος έμεινε έκπληκτος βλέποντας τον Γεώργιον να λάμπη σαν Άγγελος. Σκέφθηκε λοιπόν, ότι αυτό το φαινόμενο γίνεται με τις μαγείες. Γι' αυτό κάλεσε τον μάγον Αθανάσιον, για να λύση τα μάγια του Γεωργίου.

Μένει αβλαβής απ' το δηλητήριον

Ήλθε πράγματι ο μάγος Αθανάσιος και κρατούσε στα χέρια του δυο πήλινα αγγεία, στα οποία υπήρχε δηλητήριον. Μάλιστα στο πρώτον υπήρχε το δηλητήριον που αν το έπινε κανείς θα τρελαινόταν και στο δεύτερο, τέτοιο, ώστε πίνοντάς το να πεθάνη.

Πράγματι ωδήγησαν τον άγιο στο Διοκλητιανό και στον μάγο Αθανάσιον. Ο βασιλεύς διέταξε να του δώσουν να πιη το πρώτον δηλητήριον. Και ο άγιος χωρίς δισταγμό ήπιε το δηλητήριον του πρώτου δοχείου αφού προηγουμένως προσευχήθηκε λέγοντας «Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ημών, ο ειπών καν θανάσιμόν τε πίωσιν ου μη αυτούς βλάψη θαυμάστωσον νυν τα ελέη σου». Και δεν έπαθε τίποτα απολύτως.

Μόλις είδαν ότι δεν έπαθε τίποτα, ο βασιλεύς διέταξε να του δώση ο μάγος και το δεύτερον το θανάσιμον. Το ήπιε και αυτό χωρίς να πάθη το παραμικρό. Τότε όλοι έμειναν έκπληκτοι μόλις είδαν το θαύμα αυτό. Ο Διοκλητιανός εξακολουθούσε να επιμένη ότι για να μην πεθάνη ο Γεώργιος είχε δικά του μάγια. Ο μάγος Αθανάσιος που ήξερε πόσο δραστικά ήταν τα δηλητήρια που έδωσε στον Άγιο Γεώργιο αφού εγονάτισε μπροστά στον μάρτυρα ωμολόγησε την Πίστιν του στον Αληθινόν Θεόν. Τότε ο Διοκλητιανός διέταξε και εφόνευσαν τον Αθανάσιον αμέσως. Εκείνη την στιγμή έφθασε και η γυναίκα του Διοκλητιανού Αλεξάνδρα, η οποία ωμολόγησε την πίστιν της στον Αληθινόν Θεόν. Και ο σκληρός και άκαρδος Διοκλητιανός διέταξε να την φυλακίσουν και την επομένην να της κόψουν το κεφάλι. Η Αλεξάνδρα ενώ προσευχόταν στην φυλακή παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού.

Μαρτυρικόν τέλος του Μεγαλομάρτυρος

Ο άγιος Γεώργιος κλείσθηκε στην φυλακή και την νύκτα είδε στο όνειρό του τον Χριστόν, ο οποίος του ανήγγειλε ότι θα πάρη τον στέφανον του μαρτυρίου και θα αξιωθή της αιωνίου ζωής. Σαν εξημέρωσε διατάχθηκαν οι στρατιώτες να παρουσιάσουν μπροστά του τον άγιον. Πράγματι ο Άγιος Γεώργιος εβάδιζε γεμάτος χαρά προς τον βασιλέα, επειδή προγνώριζε ότι έφθασε το τέλος του. Μόλις λοιπόν τον αντίκρυσε ο Διοκλητιανός του πρότεινε να πάνε στο ναό του Απόλλωνος για να θυσιάση στο είδωλόν του. Αφού μπήκε ο Γεώργιος στο ναό εσήκωσε το χέρι του και αφού έκανε το σημείο του σταυρού διέταξε το είδωλον να πέση. Αμέσως το είδωλον έπεσε και κομματιάσθηκε.

Ο ιερέας των ειδώλων και ο λαός τόσον πολύ εθύμωσαν που φώναζαν στον Βασιλέα να θανατώση τον Γεώργιον. Ο Διοκλητιανός εξέδωκε τότε διαταγήν, και ο δήμιος του απέκοψε την κεφαλήν.

Τα θαύματα του Αγίου μετά το μαρτύριον

1) Το θαύμα της μεταφοράς της κολώνας

Μια γυναίκα αγόρασε μια κολώνα και δεν μπορούσε να τη στείλη στην Ρώμη που κτιζόταν εκεί μια εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Είδε λοιπόν στο όνειρό της τον Άγιον ο οποίος μαζί της εσήκωσε την κολώνα και την έρριξαν στη θάλασσα. Η κολώνα βρέθηκε στη Ρώμη με μια επιγραφή, να τεθή στο δεξί μέρος της εκκλησίας.


2) Σωτηρία του αιχμαλώτου στρατιώτου

Στην Παφλαγονίαν του Πόντου τιμούσαν πολύ τον Άγιον και μάλιστα είχαν κτισθή προς τιμήν του πολλοί ναοί. Όλοι ετιμούσαν τον Άγιον τόσο ώστε κάθε οικογένεια να ονομάζη ένα από τα άρρενα παιδιά της Γεώργιον. Αυτό συνέβη και σε μια καλή και ευσεβή οικογένειαν. Εμεγάλωσε το παιδί της το οποίον ήταν φρόνιμο, ηθικό, συνετό και σε ηλικία είκοσι χρονών το κάλεσαν στον στρατόν. Στις μάχες που έγιναν εναντίον των βαρβάρων πολλοί χριστιανοί έπεσαν σε ενέδρα των βαρβάρων, μεταξύ των οποίων και ο νεαρός Γεώργιος, και άλλους κατέσφαξαν, άλλους εκράτησαν ως υπηρέτας και άλλους επώλησαν ως δούλους. Ο Γεώργιος έγινε υπηρέτης κάποιου αξιωματικού, ο οποίος τον εξετίμησε πολύ.

Οι γονείς του Γεωργίου για ένα ολόκληρο χρόνο επενθούσαν και έκλαιγαν απαρηγόρητοι για το χαμένο τους παιδί. Καθημερινά επήγαιναν στην εκκλησίαν και γονατιστοί παρακαλούσαν με θερμή πίστι τον θεόν να τους φανερώση τι απέγινε ο αγαπημένος τους υιός.

Και ο Γεώργιος από την εξορίαν του προσευχόταν στον Θεό να τον απαλλάξη από την σκλαβιά και να τον αξιώση να συναντηθή με τους αγαπημένους του γονείς. Επέρασε λοιπόν ένας χρόνος από τότε που εξαφανίσθηκε. Έφθασε μάλιστα και η γιορτή του Αγ. Γεωργίου, και οι γονείς που πάντα είχαν την ελπίδα ότι ο υιός τους ζη εκάλεσαν τους συγγενείς τους για δείπνον.

Ο αξιωματικός αφέντης του Γεωργίου εζήτησε πριν από τον δείπνον να του πλύνη τα πόδια και γι' αυτό ο Γεώργιος εζέσταινε νερό. Ολόκληρη την ημέρα ο Γεώργιος έκλαιγε και παρακαλούσε τον Άγ. Γεώργιον που γιόρταζε, να τον ελευθερώση και να τον οδηγήση κοντά στους γονείς του. Μόλις το νερό έβρασε και το έβαλε στην στάμνα και το ετοίμασε για τον κύριόν του, εμφανίσθηκε μπροστά του ο Άγ. Γεώργιος έφιππος σ' ένα άσπρο άλογο και ανέβασε τον νέον στο άλογο και αμέσως τον έφερε στο σπίτι του την ώρα που ευρίσκοντο όλοι οι καλεσμένοι στο τραπέζει. Έμειναν όλοι έκθαμβοι και όταν συνήλθαν ερωτούσαν τον Γεώργιον να τους πη πως βρέθηκε εκεί. Και εκείνος τους αφηγήθηκε το θαύμα με κάθε λεπτομέρεια. Και όλοι γεμάτοι χαρά, εδόξαζαν τον Θεόν και τον Μεγαλομάρτυρα Γεώργιον.
Υπάρχει και Βυζαντινή παράστασις του θαύματος αυτού, που έχει τον Άγιον στο άλογο και ένα νέον που κρατά την αργυράν στάμναν.


3) Το θαύμα της επιστροφής του υιού της χήρας

Ένα παρόμοιον θαύμα με το προηγούμενον είναι και αυτό με τον υιόν της χήρας.

Εις την Μυτιλήνην ήλθαν πειρατές από την Κρήτην για να κλέψουν, λεηλατήσουν και αιχμαλωτίσουν όσον το δυνατόν περισσότερους ημπορούσαν. Εσκέφθησαν να κάνουν την επιδρομή τους την ημέρα της γιορτής του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου που όλοι θα ευρίσκονταν στην εκκλησία συγκεντρωμένοι. Πράγματι οι κουρσάροι έκαναν την επίθεσίν τους και μεταξύ των αιχμαλωτισθέντων ήταν και ένας ωραιότατος νέος, ο υιός μιας πλουσίας χήρας.

Οι κουρσάροι τον εχάρισαν στον Αμμούν της Κρήτης ο οποίος τον έβαλε υπηρέτην της τραπέζης του.

Η μάνα του από τη στιγμή που χάθηκε ο γυιός της έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεόν και τον Άγ. Γεώργιον να της φανερώση το χαμένο της παιδί. Ο μεγαλομάρτυς Γεώργιος δεν εβράδυνε να εκπληρώση τον πόθον της πονεμένης εκείνης μάνας. Και ενώ ετοιμαζόταν ο νέος να προσφέρη στον Αμιράν κρασί, τον άρπαξε ο Άγ. Γεώργιος και τον μετέφερε στην μάνα του. Και οι δύο δεν επίστευαν στα μάτια τους για το συμβάν και όταν συνήλθαν εδόξαζαν τον Θεόν και τον Άγιον για τον παράξενον τρόπον της απελευθερώσεως.


4) Το θαύμα της ευεργεσίας του Αγίου προς το ευσεβές παιδί και η τιμωρία των ασεβών

Στην Παφλαγονία υπήρχε ένας μεγάλος Ναός προς τιμήν του Αγίου Γεωργίου, και στην πλατεία του ναού τα παιδιά έπαιζαν διάφορα παιγνίδια. Ένα από τα παιδιά αυτά δεν μπορούσε να νικήση σε κανένα από τα πολλά αγωνίσματα γι' αυτό το ειρωνεύονταν και το περιγελούσαν. Τότε στράφηκε προς την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και τον παρεκάλεσε να τον βοηθήση να νικήση και υποσχέθηκε ότι θα του πρόσφερε ένα σφουγγάτον, δηλαδή φαγητό από αυγά τηγανισμένα με κρεμμύδια και μυρωδικά.

Μόλις έκανε το τάξιμο άρχισε να παλαίη με άλλα παιδιά τα οποία και ενίκησε. Αμέσως επήγε στο σπίτι του μόνος του έφτειαξε το σφουγγάτον και το έβαλε μπροστά στην εικόνα του Αγίου. Ύστερα από λίγη ώρα έφθασαν εκεί τρεις νέοι για να προσκυνήσουν και μόλις είδαν το σφουγγάτον σκέφθηκαν να το φάνε. Και είπαν μεταξύ τους: «Ο Άγιος τί τα θέλει αυτά; Μήπως πρόκειται να τα φάη;». Εκάθισαν λοιπόν και έφαγαν το σφουγγάτον στα σκαλοπάτια της εκκλησίας. Όταν θέλησαν να φύγουν δεν ημπορούσαν να σηκωθούν, διότι είχαν κολλήσει στα μαρμάρινα σκαλοπάτια. Έκαμαν τότε φτηνά τάματα στον Άγιον για να ξεκολλήσουν αλλά τίποτα. Όταν έκαμαν ακριβό τάμα, ήτοι να δώση ο καθένας από ένα φλωρί, τότε μόνο μπόρεσαν να ξεκολλήσουν και ν' απελευθερωθούν. Μόλις λοιπόν βγήκαν από την εκκλησία και πήραν θάρρος, είπαν προς τον Άγιον: «Άγιε Γεώργιε, τα σφουγγάτα σου τα πωλείς ακριβά και γι' αυτό και εμείς τίποτα πια δεν θα αγοράσουμε από σένα».


5) Θαύμα του Μεγαλομάρτυρος στον Σαρακηνόν

Κάποιος Σαρακηνός ταξειδιώτης, (ανεψιός του βασιλιά της Συρίας), σαν είδε την θαυμάσια εκκλησία του Αγ. Γεωργίου διέταξε τους υπηρέτες του να μεταφέρουν τις αποσκευές τους και να τις βάλουν στο νάρθηκα της εκκλησίας επειδή θα διέμεναν εκεί για να ξεκουραστούν και ύστερα θα συνέχιζαν το δρόμο τους. Όμως απήτησε να βάλουν και τας δώδεκα καμήλους μέσα στην εκκλησία. Οι ιερείς της εκκλησίας τον παρεκάλεσαν να μη βεβηλώση την εκκλησία τους. Αλλ' αυτός επέμενε και ανέβηκε σ' ένα ψηλό σημείο του ναού για να τις βλέπη και να τις παρακολουθή. Όταν τις ωδήγησαν λοιπόν στην εκκλησία αμέσως απέθαναν όλες. Και τότε το θαύμα διαδόθηκε και αποδόθηκε στον Άγιον Γεώργιον. Και ο Σαρακηνός εντυπωσιάσθηκε και ζήτησε να τις βγάλουν έξω και να τις θάψουν. Έμεινε στην εκκλησία μέχρι που ήλθε το πρωί ο ιερεύς για να λειτουργήση. Παρακολούθησε τότε ο Σαρακηνός τις κινήσεις του ιερέα και κατά την ώρα της μετουσιώσεως των Τιμίων Δώρων, είδεν, ότι ο ιερεύς αφού επήρε στα χέρια του ένα μικρό παιδί το έσφαξε, και το αίμα του χύθηκε στο άγιο Ποτήριον, και το σώμα του αφού το έκοψε σε μικρά τεμάχια το έβαλε στον ιερό δίσκο. Όταν ετελείωσε το Κοινωνικόν και είδε ο Σαρακηνός τον ιερέα να μεταδίδη στο λαό τις σάρκες και το αίμα του παιδιού, εθύμωσε πολύ. Ύστερα από αυτήν την οπτασία ο Σαρακηνός εζήτησε να μάθη λεπτομέρειες και να πάρη εξηγήσεις για τα όσα συνέβηκαν. Και ο ιερέας του εξήγησε σχετικά με την θείαν Ευχαριστίαν και ακόμη του είπε, ότι αξιώθηκε να δη ένα όραμα που μόνον οι Μεγάλοι Πατέρες είδαν. Εγώ, του λέει ο ιερέας, δεν αξιώθηκα ποτέ να δω το φρικτό αυτό Μυστήριον και βλέπω μόνον άρτον και οίνον. Εξήγησε κατόπιν στον άρχοντα Σαρακηνόν το θαυμαστό Μυστήριον. Τότε ο Σαρακηνός θέλησε να βαπτισθή, γιατί πλέον είχε πιστέψει ότι η χριστιανική πίστις ήταν η πιο σωστή και αληθινή. Ο ιερέας τότε του είπε να πάη στα Ιεροσόλυμα να βαπτισθή, γιατί όταν θα το επληροφορείτο ο θείος του Σαρακηνού, που ήταν βασιλιάς της Συρίας, θα τον εσκότωνε, θ' άρχιζε φοβερό διωγμό εναντίον των Χριστιανών και θα κατέστρεφε και όλες τις εκκλησίες. Έτσι λοιπόν ο Σαρακηνός επήγε στην Ιερουσαλήμ όπου υπήρχε άλλος ηγεμόνας και εβαπτίσθη από τον Πατριάρχην. Ύστερα μάλιστα από λίγες ημέρες συμβουλεύθηκε τον Πατριάρχη τι έπρεπε να κάνη για να σωθή. Τότε ο Πατριάρχης τον συνεβούλεψε να γίνη Μοναχός στο όρος Σινά. Πράγματι επήγε στο Σινά και έγινε Μοναχός.

Υστερα από τρία χρόνια επήρε άδεια από τον Ηγούμενόν του και έφυγε για να συναντήση τον ιερέα του Αγ. Γεωργίου που τον είχε συμβουλεύσει να βαπτισθή. Όταν έφθασε εκεί, ο ιερέας δεν τον ανεγνώρισεν. Αφού του απεκάλυψε ποίος ήταν του εξέφρασε την επιθυμίαν και τον πόθον να ιδή τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Ο ιερέας τότε εδόξασε τον Θεόν και του είπε: «Πήγαινε τέκνον μου στο θείο σου Αμιράν και ωμολόγησε την πίστιν σου τόσον σ' αυτόν όσον και σ' όλους τους Σαρακηνούς». O Μοναχός όταν άκουσε τα λόγια του θεοσεβούς ιερέως εσυγκινήθη και εξεκίνησε αμέσως να πάη στην πόλιν, όπου ο θείος του ήταν Άρχοντας. Όταν έφθασε λοιπόν εκεί περίμενε να νυκτώση και ανέβηκε στον μιναρέ του τζαμιού και άρχισε να φωνάζει: «Τρέξετε εδώ, Σαρακηνοί, διότι έχω να σας πω ένα λόγο». Τότε οι Σαρακηνοί έτρεξαν με λαμπάδες και όταν είδαν τον Μοναχόν ερώτησαν τι είχε να τους πη. Ο Μοναχός τους είπε: «Με ερωτάτε τι έχω να σας πω; Λοιπόν σας ερωτώ: Πού είναι ο ανεψιός του Αμιρά που έφυγε κρυφά;» Εκείνοι του απήντησαν: «Αν μας πης που ευρίσκεται θα σου δώσουμε όσα λεπτά θέλεις». Ο Μοναχός τους είπε: «Οδηγήστε με στον Αμιράν για να σας το πω».

Αφού άρπαξαν λοιπόν τον Μοναχόν με μεγάλη χαρά τον ωδήγησαν στον Αμιράν λέγοντες: «Αυτός ο Μοναχός γνωρίζει που είναι ο ανεψιός σου». Ο Αμιράς τότε ρώτησε αν στα αλήθεια ξέρη που ευρίσκεται. Και εκείνος του απεκρίθη: «Ναι, τον ξέρω. Εγώ ο ίδιος είμαι. Όμως τώρα είμαι Χριστιανός και πιστεύω στον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγ. Πνεύμα, την μία Θεότητα και ομολογώ ότι ο Υιός του Θεού εσαρκώθη εκ της Αειπαρθένου Μαρίας και έκαμε στο κόσμο μεγάλα και θαυμάσια και εσταυρώθη και τη Τρίτη ημέρα ανέστη και ανελήφθη στους ουρανούς και εκάθησε εν δεξιά του Θεού και Πατρός και μέλλει να έλθη να κρίνη ζώντας και νεκρούς». Μόλις ήκουσε αυτό ο θείος του ο Αμιράς εξεπλάγη και του είπε: «Τι έπαθες ταλαίπωρέ μου να αφήσης το σπίτι σου, τα πλούτη σου, την δόξαν σου και να περπατής έτσι περιφρονημένος σαν ζητιάνος; Επίστρεψε λοιπόν στη θρησκεία σου και παραδέξου ως προφήτην σου τον Μωάμεθ για να γυρίσης πάλιν στην πρώτην σου κατάστασι». Ο Μοναχός τότε του είπε: «Όσα καλά είχα όταν ήμουν Σαρακηνός, ήταν μερίδα του διαβόλου. Αυτό το τρίχινον ένδυμα που φορώ τώρα είναι τα καύχημα και ο πλούτος μου και κυρίως ο αρραβών της δόξης που πρόκειται ν' απολαύσω για την αληθινήν πίστιν του Χριστού μου. Τον Μωάμεθ που σας επλάνεψε, καθώς και την θρησκείαν του, αναθεματίζω και αποστρέφομαι εντελώς».

Όταν ήκουσε αυτά ο Αμιράς είπε προς τους παρευρισκομένους Σαρακηνούς ότι ο ανεψιός του έχασε τα λογικά του και να τον διώξουν. Αυτό βέβαια το έκανε για να τον γλυτώση από το νόμο που προέβλεπε για τους υβριστές της θρησκείας θανατική ποινή. Εκείνοι μόλις ήκουσαν τον Αμιράν είπαν: «Αφήνεις ελεύθερον αυτόν που ύβρισε τον προφήτην και την θρησκείαν μας; Ας αρνηθούμε και εμείς λοιπόν την θρησκείαν μας και ας γίνωμε Χριστιανοί». Ο Αμιράς επειδή εφοβήθη τον όχλον μήπως εξαγριωθή περισσότερον, έδωκε την άδεια να τον κάνουν ό,τι θέλουν. Εκείνοι τον άρπαξαν ενώ έτριζαν τα δόντια τους με λύσσα και αφού τον ωδήγησαν έξω από την πόλιν, τον ελιθοβόλησαν ενώ εκείνος προσευχόταν και ευχαριστούσε τον Θεόν, γιατί τον ηξίωνε να μαρτυρήση για το όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Αυτό ήταν το τέλος του θαρραλέου ομολογητού Μοναχού ο οποίος εστεφανώθη με τον στέφανον του Μαρτυρίου.

Κάθε νύκτα πάνω από τον σωρό των πετρών φαινόταν ένα άστρον λαμπρόν και εφώτιζε τον τόπον εκείνον. Οι Σαρακηνοί μάλιστα εθαύμαζαν για το γεγονός. Ύστερα από αρκετό καιρό ο Αμιράς έδωκε άδεια στους Χριστιανούς να βγάλουν το άγιο λείψανον του Μάρτυρος από τις πέτρες για να το ενταφιάσουν. Όταν λοιπόν εσήκωσαν τις πέτρες βρήκαν το λείψανον σώον και αβλαβές και ανέδιδε ευωδίαν. Αφού το προσκύνησαν με ευλάβεια το ενεταφίασαν με ύμνους και ψαλμωδίες δοξάζοντες τον Κύριον.


6) Το θαύμα του δράκοντος

Στην Ανατολική επαρχία της Ατταλείας και στην πόλι Αλαγία εβασίλευε κάποιος Σέλβιος που ήταν πολύ χριστιανομάχος. Είχε βασανίσει πολλούς χριστιανούς για ν' αρνηθούν την πίστι τους και έπειτα τους εφόνευε.

Κοντά στην πόλι υπήρχε ένας δράκοντας φοβερός που καθημερινά άρπαζε ανθρώπους ή ζώα και τα κατέτρωγε. Οι κάτοικοι είχαν πανικοβληθή και απέφευγαν να περνούν απ' εκεί. Κάποτε ο βασιλιάς συνεκέντρωσε τον στρατό του και πήγαν για να σκοτώσουν το άγριο θηρίο. Όμως τίποτα δεν επέτυχαν και επέστρεψαν άπρακτοι.

Όταν είδαν οι κάτοικοι ότι ο βασιλιάς απέτυχε να σκοτώση τον δράκοντα, πήγαν να τον ερωτήσουν γιατί δεν μπόρεσε να βρη τρόπους να εξοντώση το φοβερό θηρίον. Τότε ο βασιλιάς ύστερα από συμβουλήν που του έδωσαν οι ιερείς των ειδώλων, είπε προς το πλήθος: «Γνωρίζετε ότι επιχειρήσαμε αρκετές φορές να φονεύσωμε το θηρίον και δεν το κατορθώσαμε, γιατί έτσι ήταν το θέλημα των θεών. Τώρα λοιπόν κατά την εντολή τους θα πρέπει ο καθένας μας να στέλνη το παιδί του για να το τρώγη ο δράκοντας. Ακόμα και εγώ θα στείλω την μοναδική μου κόρη, όταν θα έλθη η σειρά της». Έτσι λοιπόν ο λαός υπήκουσε στη διαταγή του βασιλιά γιατί δεν ημπορούσε να κάνη και διαφορετικά. Έστελναν λοιπόν τα παιδιά τους με δάκρυα και με θρήνους για να καταβροχθίζωνται από το θηρίον.

Όταν ήλθε και η σειρά της κόρης του βασιλιά ξετυλίχθηκαν τραγικές σκηνές. Ο βασιλιάς κτυπούσε το στήθος του, το πρόσωπόν του, τραβούσε τα γένεια του και με λυγμούς έλεγε: «Αλλοίμονον σε μένα τον ταλαίπωρον! Τι να πρωτοκλάψω γλυκύτατόν μου παιδί; Τον χωρισμόν μας ή τον ξαφνικόν σου θάνατον που πρόκειται να ίδω σε λίγο; Τι να πρωτοθρηνήσω, αγαπημένο μου παιδί, το κάλλος σου ή τον τρόμον που σε λίγο θα νοιώσης καθώς θα σε κατασπαράζη το άγριο θηρίο; Αλλοίμονον, κόρη μου, που έλαμπες σαν πολύφωτη λαμπάδα στο παλάτι μου και επερίμενα την ώραν που θα εώρταζα τους χαρούμενους γάμους σου. Πού θα βρω πια παρηγοριά και πώς θα ζήσω μακρυά σου; Τι τη θέλω την ζωή και τα παλάτια χωρίς εσένα;» Αυτά έλεγε ο απαρηγόρητος βασιλιάς. Έπειτα γύρισε προς το πλήθος και είπε: «Αγαπητοί μου φίλοι και άρχοντες, σας ζητώ να με ελεήσετε και να με συμπονέσετε. Σας προσφέρω πλούτη όσα θέλετε, και ακόμη την βασιλείαν μου, αλλά να μου κάνετε μίαν χάρι. Να μου χαρίσετε το αγαπημένο και μονάκριβο παιδί, αλλοιώς αφήστε με κι εμένα να πάω μαζί της». Κανένας όμως δεν συγκινήθηκε από τα λόγια του βασιλιά γιατί αυτός ήταν που εξέδωσε διαταγή, για να βρίσκουν τα παιδιά τους τέτοιο οικτρό τέλος. Έτσι με μια φωνή όλοι του είπαν ότι έπρεπε να εφαρμοσθή και στο παιδί του η διαταγή του.

Μη μπορώντας να κάνη διαφορετικά ο βασιλιάς την συνώδευσε μέχρι την πύλη της πόλεως. Αφού την αγκάλιασε και την κατεφίλησε κλαίοντας την παρέδωσε στους ανθρώπους για να την οδηγήσουν κοντά στην λίμνη. Πράγματι οι άνθρωποι την άφησαν εκεί και έφυγαν. Ο λαός έβλεπε μέσα από τα τείχη την κόρη που καθόταν κοντά στη λίμνη και επερίμενε να έλθη το θηρίον για να την κατασπαράξη.

Εκείνον τον καιρό ο Μέγας Γεώργιος, που δεν είχε ακόμη ομολογήσει την Χριστιανικήν του πίστιν, ήτο κόμης και αρχηγός στρατιωτικής μονάδος στο στράτευμα του Διοκλητιανού. Επέστρεφε μάλιστα στην Καππαδοκία από ένα πόλεμον που συνεξεστράτευσε με τον Διοκλητιανόν. Κατ' οικονομίαν Θεού επέρασε και από την λίμνην και όταν είδε το νερό θέλησε να ποτίση τον ίππον του και να ξεκουρασθή και ο ίδιος. Όταν είδε την κόρη να κλαίη ασταμάτητα και να διακατέχεται από αγωνία και τρόμον την επλησίασε και την ερώτησε γιατί έκλαιγε και ακόμη ποιος ήταν ο λόγος που την παρακολουθούσε ο λαός μέσα από τα τείχη. Η κόρη του είπε ότι αδυνατούσε να του διηγηθή τα όσα συνέβησαν και τα όσα επρόκειτο να συμβούν και τον παρεκάλεσε να ιππεύση τον ίππον του και να φύγη όσον πιο σύντομα ημπορούσε, γιατί κινδύνευε να χάση την ζωή του και ήταν τόσο νέος και ωραίος». Ο Άγιος επέμενε να μάθη τι της συνέβη. Και αυτή του είπε: «Είναι μακρά η αφήγησις, κύριέ μου, και δεν μπορώ να σου διηγηθώ τα καθέκαστα αυτήν την ώρα. Μόνον σου λέγω και σε παρακαλώ να φύγης τώρα αμέσως για να μην θανατωθής μαζί μου άδικα». Και ο άγιος της είπε: «Πες μου την αλήθεια, γιατί κάθεσαι εδώ και ορκίζομαι στον Θεό που πιστεύω εγώ, ότι δεν θα σε αφήσω μόνη, αλλά θα σε ελευθερώσω από τον θάνατον. αλλοιώς θ' αποθάνω μαζί σου».

Τότε η κόρη εστέναξε πικρώς και διηγήθη στον άγιον τα όσα συνέβησαν. Αφού άκουσε ο άγιος τα γεγονότα ερώτησε την κόρην: «Ο πατέρας σου και η μητέρα σου και ο λαός σε ποιόν θεόν πιστεύουν;» Και εκείνη απεκρίθη: «Πιστεύουν στον Ηρακλή και στην μεγάλη θεάν Άρτεμιν». Ο Άγιος τότε της είπε: «Από σήμερα να μη φοβάσαι ούτε και να κλαις. Μόνον πίστεψε στον Χριστόν που πιστεύω εγώ και θα δης την δύναμιν του Θεού μου». Η βασιλοπούλα απήντησε στον άγιον: Πιστεύω, κύριέ μου, μ' όλη μου την ψυχή και μ' όλη μου την καρδιά». Ο άγιος συνέχισε: «Έχε θάρρος στο θεό που εδημιούργησε τον ουρανό και την γην και την θάλασσα διότι ο Χριστός πρόκειται να καταργήση την δύναμιν του θηρίου και θα ελευθερωθούν και ακόμη θα διώξουν το φόβο του θηρίου όλοι οι κάτοικοι του τόπου αυτού. Μείνε λοιπόν εδώ και μόλις ιδής το θηρίον να έρχεται, φώναξέ με».

Τότε ο Άγιος έκλινε τα γόνατά του στη γη και αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό προσευχήθηκε λέγοντας: «Ο Θεός ο Μέγας και Δυνατός, ο καθήμενος επί των Χερουβίμ και επιβλέπων αβύσσους, ο ων ευλογητός και διαμένων εις τους αιώνας, Συ γνωρίζεις τας καρδίας ότι είναι μάταιες. Συ, Φιλάνθρωπε Δέσποτα, ο των προαιωνίων θαυμασίων Θεός, τον οποίον ούτε έννοια ημπορεί να συλλάβη ούτε λόγος να ερμηνεύση επίβλεψον και τώρα επ' εμέ τον ταπεινόν και φανέρωσέ μου τα ελέη σου. Υπόταξε υπό τους πόδας μου το πονηρόν αυτό θηρίον, για να γνωρίσουν όλοι ότι υπάρχεις μαζί μου και είσαι Συ ο μόνος θεός και εκτός από εσένα άλλος δεν υπάρχει». Τότε ηκούσθη φωνή από τον ουρανόν η οποία έλεγε: «Εισηκούσθη η δέησίς σου, Γεώργιε, και κάνε όπως θέλεις, διότι εγώ θάμαι πάντοτε μαζί σου». Μόλις ετελείωσε την προσευχή ο Άγιος εφάνη το άγριο θηρίον. Όταν το είδε η κόρη εφώναξε: «Αλλοίμονόν μου, κύριέ μου. Έρχεται το θηρίο για να με κατασπαράξη».

Τότε ο Άγιος έτρεξε για να συναντήση το θηρίον. Ήτο το θηρίον φοβερόν. Έβγαζε από τα μάτια του φωτιά και ήταν τόσο εξαγριωμένο και απαίσιον ώστε παρουσίαζε ένα θέαμα φοβερόν. Αμέσως ο Άγιος έκαμε το σημείον του Τιμίου Σταυρού και είπε: «Κύριε ο Θεός μου, ημέρεψε για χάρι μου, που είμαι δούλος σου, το θηρίο αυτό για να πιστέψη ο λαός στο όνομά Σου το Άγιον». Έτσι και έγινε. Ο φοβερός δράκοντας με τα μεγάλα δόντια έπεσε στα πόδια του ίππου του αγίου και ενώ κυλιόταν, εβρυχάτο. Μόλις η βασιλοπούλα είδε το θέαμα αυτό ένοιωσε μεγάλη χαράν. Και ο Άγιος της είπε: «Βγάλε την ζώνη σου και δέσε μ' αυτήν τον δράκοντα από τον λαιμόν». Αμέσως τότε η κόρη άφοβα έβγαλε την ζώνην της και έδεσε τον δράκοντα, και ευχαριστούσε τον Άγιον που την εγλύτωσε από τον βέβαιον θάνατον. Ο Άγιος αφού ανέβηκε στο άλογό του είπε προς την βασιλοπούλα: «Σύρε τον δράκοντα με την ζώνη σου μέχρι την πόλι».

Όταν είδαν οι κάτοικοι το παράξενον συμβάν ότι δηλαδή μια κόρη σύρει τον δράκοντα δεμένον, ετράπησαν σε φυγήν. Ο Άγιος Γεώργιος τους εφώναξε: «Μη φοβείσθε, σταθήτε και θα δήτε την δόξαν του Θεού και την σωτηρία σας». Τότε εσταμάτησαν όλοι απορημένοι και επερίμεναν να δουν τι θα τους δείξη. Τους προέτρεψε λοιπόν να πιστέψουν στον Αληθινόν Θεόν και αυτοί δέχτηκαν με χαρά. Αφού εσήκωσε το χέρι του εκτύπησε με το ακόντιον τον δράκοντα και το φοβερό τέρας εσκοτώθη. Έπειτα αφού επήρε από το χέρι την βασιλοπούλα την παρέδωσε στον βασιλιά. Όλοι ένοιωσαν μεγάλη και ανέκφραστη χαρά και αφού εγονάτισαν, καταφιλούσαν τα πόδια του Αγίου και ευχαριστούσαν τον Πανάγαθον Θεόν, διότι τους ελευθέρωσε από το θηρίο κι έτσι σταμάτησε η θυσία των παιδιών τους.

Ο Άγιος Γεώργιος εκάλεσε από κάποια πόλι της Αντιοχείας τον Επίσκοπον Αλέξανδρον και εβάπτισε τον βασιλιά και τους άρχοντας και ολόκληρο τον λαόν. Μέσα σε δεκαπέντε μέρες εβάπτισε σαρανταπέντε χιλιάδες.

Αφού λοιπόν εβαπτίσθηκαν όλοι και έγινε μεγάλη χαρά στη γη και στον ουρανόν έκτισαν και μια μεγάλη εκκλησία επ' ονόματι του τρισυποστάτου Θεού. Ο Άγιος επήγε να την ιδή. Μόλις μπήκε στο Άγ. Βήμα και προσευχήθηκε εβγήκε πηγή αγιάσματος και σκορπίσθηκε ευωδία στο Ναό. Η πηγή αυτή σώζεται μέχρι σήμερα.


Ο Διάβολος του στήνει ενέδρα

Ο Άγιος αφού απεχαιρέτησε τον βασιλέα και τον λαόν έφυγε για την πατρίδα του Καππαδοκία. Στο δρόμο του τον συνάντησε ο διάβολος μετασχηματισμένος σε μορφή ανθρώπου. Εκρατούσε και δύο ραβδιά πάνω στα οποία στηριζόταν σαν γέρος. Φαινόταν μάλιστα σαν νικημένος και καταφρονημένος στρατιώτης. Είπε λοιπόν με ταπείνωσιν προς τον Άγιον: «Χαίρε Γεώργιε». Ο Άγιος αμέσως αντελήφθη ότι επρόκειτο περί διαβόλου και του είπε: «Ποιος είσαι και πως με ξέρεις; Εάν δεν ήσουνα πονηρός διάβολος δεν θα ημπορούσες να με ξέρης, εφ' όσον ποτέ δεν μ' έχεις ξαναδεί». Ο διάβολος είπε: «Πώς τολμάς να υβρίζης τους Αγγέλους του Θεού και ρωτάς ποιος είμαι εγώ; Μάθε να μιλάς καλά». Ο Άγιος τότε απεκρίθη: «Αν είναι έτσι όπως μου τα λες και είσαι Άγγελος ακολούθησέ με. Αν όμως είσαι πνεύμα πονηρόν να μην μετακινηθής από τη θέση σου». Μόλις ετελείωσε τον λόγο του αυτό ο Άγιος, ο διάβολος βρέθηκε δεμένος και εφώναξε δυνατά: «Αλλοίμονόν μου! Τι κακή ώρα ήταν αυτή που σε συνάντησα! Τι κακόν έπαθα να πέσω στα χέρια σου ο ταλαίπωρος!».

Ο Άγιος βεβαιώθηκε ότι ήταν πνεύμα πονηρόν και του είπε: «Σε ορκίζω στο Θεό, να μου πης τι επρόκειτο να μου κάνης». Και ο δαίμονας είπε: «Εγώ, Γεώργιε, είμαι από το δεύτερον τάγμα του σατανά και όταν ο Θεός έκαμε τον ουρανόν και διεχώριζε την γην από τα ύδατα ήμουνα παρών. Εγώ έκαμα φοβερές βροντές και αστραπές, εγώ έδεσα κεφαλές και τώρα εξ αιτίας της υπερηφάνειάς μου κατάντησα κάτω στον Άδη και έγινα δαίμονας. Αλλοίμονόν μου, Γεώργιε, γιατί ζήλεψα την χάριν που σου δόθηκε και ήλθα να σε παραπλανήσω να με προσκυνήσης. Αλλά επλανήθηκα και απατήθηκα. Αλλοίμονόν μου τι κακόν εζήτησα να πάθω και δεν ημπορώ να λυθώ! Σε παρακαλώ, Γεώργιε, ενθυμήσου την προηγούμενή μου ευτυχία και μην με αφήσης να επιστρέψω στην άβυσσον γιατί σου τα είπα όλα». Τότε ο Άγιος αφού ύψωσε τα χέρια στον ουρανόν είπε: «Σ' ευχαριστώ, Κύριέ μου, διότι μου παρέδωκες στα χέρια μου τον πονηρόν δαίμονα, ο οποίος πρόκειται να σταλή σε σκοτεινόν τόπον για να τιμωρήται αιώνια». Μόλις είπε αυτά ο Άγιος επετίμησε και απέλυσε το πονηρόν πνεύμα.

Έκτοτε ο Άγιος προεγνώρισεν ότι είναι θέλημα Θεού να μαρτυρήση για την αγάπη του Χριστού. Έτσι επήγε στον Διοκλητιανόν όπου με θάρρος διεκήρυξε την πίστιν του και εμαρτύρησε δίνοντας το αίμα του για την αγάπη του Χριστού.

Περί των θαυματουργών εικόνων του Αγίου Γεωργίου εν τη Ιερά Μονή του Ζωγράφου εν Αγίω Όρει ευρισκομένων

α) Περί της εκ της Μονής Φανουήλ θαυμασίως μεταφερθείσης

Επί της βασιλείας του Λέοντος Σοφού (886-912) ήσαν τρεις γνήσιοι αδελφοί, Μωϋσής, Ααρών και Βασίλειος και η καταγωγή τους ήταν από την μεγαλούπολι Λιγχίδα η οποία μετωνομάσθηκε αργότερα σε Όχριδα. Αυτοί λοιπόν απεφάσισαν να εγκαταλείψουν τον κόσμον, τον πλούτον, την δόξαν και να πάρουν το Αγγελικό Σχήμα. Έφθασαν στο Άγιον Όρος και αφού βρήκαν ήσυχον τόπον κατεσκεύασαν τρεις σκηνές όπου έμειναν γι' αρκετό διάστημα και συνηντώντο μόνο την Κυριακήν. Διεδόθη λοιπόν η φήμη της αρετής τους και γι' αυτό πολλοί προσήρχοντο κοντά τους και δεν έφευγαν.


Βρήκαν και ένα χώρο όπου έκτισαν Μοναστήρι. Αφού έκτισαν και τον Ναόν εσκέπτοντο πώς να τον ονομάσουν. Άλλοι έλεγαν να τον αφιερώσουν στον Άγιο Νικόλαο, άλλοι στον Άγιο Κλήμεντα Αρχιεπίσκοπον Αχρίδος που ήταν και συμπατριώτης τους και ο καθένας λοιπόν ήθελε να δώση στο ναό το όνομα του Αγίου που έτρεφε μεγαλυτέραν ευλάβειαν. Επειδή λοιπόν δεν συμφωνούσαν απεφάσισαν να προσφύγουν δια της προσευχής στο Θεό και να δεηθούν ώστε Αυτός να αποφασίση και διατάξη σε ποιόν από τους Αγίους Του θα αφιερώσουν τον Ναόν και ποια εικόνα θα ζωγραφίσουν στην σανίδα που ετοίμασαν. Προσευχήθηκαν λοιπόν και οι τρεις ο καθένας στο ησυχαστήριό του. Κατά την διάρκεια που προσηύχοντο διεχύθη από τον νεόκτιστον Ναόν ένα ασυνήθιστον φως λαμπρότερον από τις ακτίνες του ηλίου γύρω από τα κελλιά των μοναχών. Οι μοναχοί κατελήφθησαν από φόβον και απορία και έμειναν προσευχόμενοι ολόκληρη την νύκτα.

Την επομένη το πρωί όταν κατέβηκαν οι μοναχοί στην Εκκλησίαν είδαν με θαυμασμό ότι στη σανίδα που ετοίμασαν να ζωγραφίσουν, εζωγραφήθη η εικόνα του Αγ. Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Απ' αυτήν μάλιστα έβγαινε η λάμψις που εφώτιζε τα ταπεινά ησυχαστήρια. Έτσι λοιπόν αφιερώθη η εκκλησία στον Άγιο Γεώργιον και η Μονή ωνομάσθη του Ζωγράφου.

Η θαυματουργική εικόνα υπήρχε στην Μονή του Φανουήλ που βρίσκεται στη Συρία κοντά στη Λύδδα. Κατά την μαρτυρία του Καθηγουμένου της Μονής Φανουήλ, Ευστρατίου, όταν κάποτε ο Θεός ηθέλησε και δικαίως, να τιμωρήση την Συρία και να την παραδώση στους Σαρακηνούς, η ζωγραφιά της εικόνος ξαφνικά απεχωρίσθη από την σανίδα και αφού ανυψώθη κρύφτηκε σε άγνωστον μέρος. Οι μοναχοί τότε επειδή εφοβήθηκαν και ελυπήθηκαν από το θαύμα, αφού εγονάτισαν προσηύχοντο στο Θεό θερμά και με δάκρυα και τον παρακαλούσαν να τους αποκαλύψη που εκρύβη το πρόσωπον του Αγ. Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου. Ο Πανάγαθος Θεός άκουσε την δέησιν των Μοναχών γι΄αυτό και παρουσιάσθηκε στον Καθηγούμενον Ευστράτιον ο Άγ. Γεώργιος, ο οποίος του είπε: «Μη λυπείσθε για μένα. Εγώ βρήκα για τον εαυτόν μου Μονήν της Παναγίας στον Άθω. Εάν θέλετε σπεύσετε και σεις προς τα εκεί γιατί η οργή του Κυρίου είναι έτοιμη να πέση στην διεφθαρμένη Παλαιστίνη και σχεδόν σ' όλη την οικουμένη εξ αιτίας των αμαρτιών των Χριστιανών».

Αφού συνεκέντρωσε όλους τους Μοναχούς ο Καθηγούμενος τους ανακοίνωσε τα συμβάντα. Έπειτα εκάλεσε και τους εγκρίτους της πόλεως Λύδδης, τους ανήγγειλε τα όσα συνέβησαν περί της αγίας εικόνος και τους παρήγγειλε τα εξής: «Εμείς φεύγουμε για την αγία Πόλιν της Ιερουσαλήμ για να προσκυνήσουμε τον Άγιον Τάφον του Κυρίου και ας γίνη το θέλημά Του. Εσείς εγκατασταθήτε στη Μονή για να την προφυλάξετε.

Με δάκρυα και με λύπη έπειτα ξεκίνησαν. Αφού έφθασαν στην Ιόππη βρήκαν πλοίον και ανεχώρησαν για το Όρος Άθω. Ύστερα από αρκετές ημέρες έφθασαν και επήγαν στην Μονή Ζωγράφου. Όταν μπήκαν στο Ναό, προς θαυμασμόν και έκπληξίν τους, είδαν την ζωγραφιά του Αγ. Γεωργίου, που είχαν στη Μονή Φανουήλ, νάναι προσκολλημένη χωρίς καμμιά αλλοίωσιν σε μια νέα σανίδα. Τότε με συγκίνησι και δάκρυα εγονάτισαν μπροστά στην εικόνα και έλεγαν: «Γιατί μας προξένησες τόση λύπη, Μεγαλομάρτυς Γεώργιε;» Οι Μοναχοί της Ζωγράφου απορούσαν, γιατί συνέβαιναν όλα αυτά τα παράξενα. Όμως εκείνοι τους διηγήθηκαν τα συμβάντα και όλοι εδόξαζαν ολοψύχως τον Κυρίον και τον Άγ. Γεώργιον. Τον Καθηγούμενον Ευστράτιον τον έκαμαν Ηγούμενόν τους.

Από τότε άρχισαν να γίνωνται από την αγίαν εικόνα πολλά θαύματα γι' αυτό και ο κόσμος επήγαινε στη Μονή Ζωγράφου, να προσκυνήση τον Τροπαιοφόρον Γεώργιον. Η φήμη των θαυμάτων έφθασε μέχρι και τον βασιλέα Λέοντα Σοφόν, ο οποίος ήτο πολύ ευσεβής. Μάλιστα απεφάσισε να πάη αυτοπροσώπως στο Άγιον Όρος για να προσκυνήση και να ευφρανθή πνευματικώς με τις ψυχωφελείς συζητήσεις που θα έκανε με τους ασκητάς Μωϋσή, Ααρών και Βασίλειον που έγιναν ξακουστοί για την αρετή τους. Ύστερα από τον Λέοντα επεσκέφθη την Μονή και ο βασιλιάς των Βουλγάρων Ιωάννης από το Τίρνοβον. Με την πλουσία βοήθεια αυτών άρχισε να κτίζεται η μεγαλοπρεπής Μονή του Ζωγράφου. Αργότερα η Ιερά Μονή κατεδαφίσθη από τους βαρβάρους και τους πειρατές. Η υφιστάμενη Μονή κτίσθηκε από τον Ηγεμόνα της Μολδαυΐας Στέφανον.

Η αγία εικόνα έχει μέχρι σήμερα το άκρον του δακτύλου ενός Επισκόπου που χαρακτηριζόταν για την ολιγοπιστίαν του ως προς την θαυματουργικήν δύναμι της εικόνος. Ο Επίσκοπος αυτός καταγόταν, κατά την παράδοσι, απ' τα Βοδενά (Έδεσσα) και όταν άκουσε για τα θαύματα της εικόνος θέλησε μαζί με την συνοδεία του να πάη να διαπιστώση εάν πράγματι ήσαν αληθινά τα όσα διεδίδοντο ή ήσαν εφευρέσεις των Μοναχών, για λόγους φιλοχρηματίας. Όταν έφθασε στο Άγιον Όρος επήγε και στην Μονή του Ζωγράφου όπου οι εκεί Μοναχοί τον υποδέχθηκαν με την πρέπουσαν τιμήν. Εν συνεχεία τον ωδήγησαν στον Ναόν για να προσκυνήση τον Άγ. Γεώργιον. Αλλ' ο Επίσκοπος αντί να φανή ταπεινός και σεμνός εξ αιτίας και του επισήμου σχήματός του εφάνη υπερήφανος και ολιγόπιστος. Αφού με αδιαφορία είδε τον Ναόν στάθηκε μπροστά στην εικόνα του Αγ. Γεωργίου και με αλαζονικόν ύφος είπε προς τους Μοναχούς: «Ώστε αυτή είναι η θαυματουργός εικόνα του Αγ. Γεωργίου;». Και άγγιξε με τον δάκτυλόν του την παρειά του Αγίου. Αμέσως όμως το δάκτυλόν του εκόλλησε στην εικόνα και μάταια προσπαθούσε να τον ξεκολλήση. Η αγωνία του και ο φόβος του εμεγάλωνε όσο αγωνιζόταν και εδοκίμαζε να τον ξεκολλήση. Κάθε φοράν που προσπαθούσε να το αποχωρήση από την εικόνα ένοιωθε και πόνους γιατί το δάκτυλό του είχε κολλήσει πολύ δυνατά. Στο τέλος ο δυστυχής Επίσκοπος δέχθηκε, παρά την θέλησίν του, να του κόψουν ύστερα από επέμβασιν τον δάκτυλόν του και έτσι έμαθε καλά εξ ιδίας πείρας την γνησιότητα, την αλήθεια και την δύναμιν των θαυμάτων του ενδόξου Τροπαιοφόρου Γεωργίου.

Η εικόνα του Αγ. Γεωργίου είναι στολισμένη με αργυρούν ένδυμα το οποίον κατεσκευάσθη στην Πετρούπολι, τη ευλογία του Μητροπολίτου Σεραφείμ, καθώς αναγράφεται και στο κράσπεδον του κάτω μέρους του ενδύματος. Η αγιογράφησις της εικόνος είναι Βυζαντινή, αλλά εξ αιτίας της παρόδου του χρόνου είναι σκοτεινή.


β) Περί της εικόνος που ήλθε μέσω θαλάσσης από την Αραβίαν

Υπάρχει κοντά στον κίονα του αριστερού χορού που ευρίσκεται η εικόνα του Αγ. Γεωργίου η εξής χειρόγραφος διήγησις.

Η αγία εικόνα ήλθε από την Αραβίαν και βρέθηκε στο λιμάνι της Μονής Βατοπαιδίου. Η απροσδόκητη άφιξις της εικόνος προκάλεσε ταραχή και θόρυβον στο Άγ. Όρος. Διότι η φήμη ξαπλώθηκε γρήγορα και συνέρρεαν μοναχοί απ' όλα τα Μοναστήρια για να προσκυνήσουν την αγίαν εικόνα που με θαύμα εφανερώθη στο λιμάνι. Μάλιστα κάθε Μοναστήρι επεδίωκε ν' αποκτήση τον θησαυρό αυτό και οι Γέροντες ηρνούντο να την δώσουν στην Μονή Βατοπαιδίου. Τελικά απεφάσισαν να βάλουν κλήρον και να δεχθούν την απόφασι της αγίας εικόνος. Πράγματι επήραν ομοφώνως απόφασιν όλοι οι Γέροντες να φορτώσουν την εικόνα, σ' ένα ξένο και άγριο νέο ημίονο που δεν ήξερε τους δρόμους και τα Μοναστήρια και αφού τον αφήσουν ελεύθερον να τον ακολουθήσουν από μακρυά. Εκεί που θα εσταματούσε θα έπρεπε να μείνη η ιερά εικόνα. Έτσι και έγινε. Αφού ωδήγησαν τον ημίονο στο δρόμο Θεσσαλονίκης - Αγίου Όρους τον άφησαν στην θέλησί του. Και ο ημίονος με αργό και ισόμετρο περπάτημα σαν να ένοιωθε ότι μετέφερε ιερό φορτίο επέρασε από δύσβατους τόπους, δάση και υψώματα και έφθασε στη Μονή Ζωγράφου και στάθηκε ακίνητος σ' έναν ωραιότατον λόφον.

Μ' αυτό τον τρόπο επληροφορήθησαν όλοι ότι η θέλησι του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου ήταν να μείνη η ιερή του εικόνα στη Μονή Ζωγράφου. Όλοι οι Μοναχοί δέχθηκαν στη Μονή με χαρά και με πνευματική πανήγυρι την ιερή εικόνα και την ετοποθέτησαν στον κίονα του αριστερού χορού. Ο ημίονος που μετέφερε των αγίαν εικόνα μόλις του την ξεφόρτωσαν εξέπνευσε και τον έθαψαν στον τόπον εκείνον. Σε ανάμνησι για τον ερχομό της ιερής εικόνος του Αγ. Γεωργίου έκτισαν στον λόφο ένα κελλί και μικρή εκκλησία στο όνομα του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.


γ) Περί της αγίας εικόνος που αφιέρωσε ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος

Στον βορειοδυτικό κίονα, στον οποίο στηρίζεται και ο τρούλλος, είναι ανηρτημένη και άλλη εικόνα του Αγ. Γεωργίου, για την οποίαν υπάρχει η εξής χειρόγραφος διήγησις στη Μονή Ζωγράφου.

Ο Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας Στέφανος είχε, ως γνωστόν, συνεχώς πολέμους με τους Τούρκους. Κάποτε συνεκεντρώθησαν τα τούρκικα ασκέρια, που ήσαν αναρίθμητα, αποφασισμένα να τον αφανίσουν. Όταν είδε ο Στέφανος το πλήθος του εχθρού εφοβήθη. Αμέσως όμως συνήλθε και με θερμή προσευχή κατέφυγε στον Κύριον τον Θεόν και επεκαλέσθη με δάκρυα την βοήθειάν του. Με την εκ βάθους καρδίας προσευχήν του απεκοιμήθη. Μόλις τον επήρε ο ελαφρός ύπνος του εμφανίσθηκε ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος που τον περιέλουζε ένα λαμπρό και θαυμάσιον φως, τα μάτια του άστραφταν και η ουράνια δόξα τον περιέβαλλε. Ο Στέφανος αν και εκοιμόταν εφοβήθη και ετρόμαξε. Τότε ο Άγιος του είπε: «Έχε θάρρος στον Κύριό σου και μη φοβάσαι το πλήθος αυτό. Αύριον συγκέντρωσε όλο το στράτευμά σου και οδήγησέ το εναντίον των εχθρών του Χριστού με φωνές πανηγυρικές και σάλπιγγες και θα ιδής την δύναμι του Θεού μας που πάντα σε βοηθεί. Γι' αυτό τον λόγο στάθηκα εδώ, για να σου αποκαλύψω ποιος θα νικήση και να σου αναφέρω ότι η δύναμις του Θεού είναι μαζί σου και ότι ακόμη και εγώ θα σε βοηθήσω στη μάχη αυτή. Για όλα αυτά ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου που είναι αφιερωμένη στ' όνομά μου, και που ερημώθηκε. Στείλε μάλιστα και την ιδική μου εικόνα που έχεις μαζί σου».

Ο Στέφανος επήρε θάρρος από την εμφάνισι του Αγίου και ακόμη από την υπόσχεσι που του έδωσε ότι θα τον εβοηθούσε, θεία χάριτι. Αφού μάλιστα έφερε και την αγία εικόνα μαζί του με την φωνή των σαλπίγγων επέπεσε ξαφνικά σαν λαίλαπας δυνατός στον όγκο των Οθωμανών και τους συνέτριψε χωρίς χρονοτριβή και τους διέλυσε. Ύστερα απ' ολίγον καιρό έστειλε και την αγίαν εικόνα στο Άγιον Όρος και ανακαίνισε την Μονή Ζωγράφου, σύμφωνα με την θέλησιν του Αγίου, αφού αφιέρωσε σ' αυτή και πολλά αφιερώματα.

Κάποιος Ρώσσος συγγραφέας αναφερόμενος στην αγία εικόνα του Αγ. Γεωργίου γράφει τα εξής: «Κατά τον 15ον αιώνα εφάνη και άλλος ευεργέτης της Μονής Ζωγράφου ο Στέφανος που ήταν επίσημος Ηγεμόνας της Μολδοβλαχίας, ο οποίος ηγωνίσθη πολλές φορές εναντίον των Οθωμανών πάντοτε τροπαιοφόρως. Όταν τον περικύκλωσαν κάποτε αμέτρητα πλήθη εχθρού σκεφτόταν με ποιο τρόπο θα ημπορούσε να σώση τους περιβόλους του φρουρίου. Τότε φάνηκε πάνω στο τείχος η μάνα του, η οποία του είπε: «Δεν θα επιτρέψω ποτέ στους εχθρούς σου να ανοίξουν τις πύλες του φρουρίου σου. Εάν δεν νικήσης και δεν ημπορέσης να αντισταθής σ' αυτούς στο πεδίον της μάχης, ελάχιστη ελπίδα σου απομένει για τους περιβόλους».

Εκείνο λοιπόν το βράδυ εφάνη ο Άγ. Γεώργιος προς τον συγχυσμένο ηγεμόνα Στέφανον και του υπεσχέθη την νίκην. Επίσης τον διέταξε ν' αποστείλη την αγίαν εικόνα που είχε πάντοτε μαζί του ο Στέφανος στην Μονή Ζωγράφου, και να την ανακαινίση γιατί ήδη ήταν ερημωμένη. Η νίκη έστεψε τα όπλα του ηγεμόνος που κατετρόπωσε τον εχθρόν. Ο Στέφανος εξεπλήρωσε την εντολή του Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου και την εικόνα απέστειλε και την Μονή μεγαλοπρεπώς ανακαίνισεν.

Και οι τρεις εικόνες του Αγίου Γεωργίου είναι περιβεβλημένες με ωραιότατα αργυρά ενδύματα που είναι κοσμημένα με πολύτιμους λίθους. Μάλιστα όλος ο διάκοσμός τους ετεχνουργήθη στη Ρωσία.

Περί της θαυμαστής εικόνος του αγίου Γεωργίου που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Ξενοφώντος.

Στον Άγιον Όρος σώζεται η αρχαία προφορική παράδοσις και για την αγίαν εικόνα που υπήρχε κατά τους χρόνους των ασεβών και κακοδόξων εικονομάχων που με βασιλικά διατάγματα εκαίοντο οι άγιες και σεβαστές εικόνες.

Στα χρόνια εκείνα λοιπόν οι υπηρέται του παρανόμου βασιλιά ερευνούσαν και προσπαθούσαν να βρίσκουν τις άγιες εικόνες για να τις συντρίβουν και να τις ρίχνουν στη φωτιά. Βρήκαν λοιπόν και την αγία αυτήν εικόνα και την έρριξαν στη φωτιά για να καή. Αλλά μάταια εκοπίαζαν οι ανόητοι, διότι η αγία εικόνα έμεινε άφλεκτος μέχρι που έσβησε τελείως η φωτιά. Οι εικονομάχοι όταν είδαν ότι ελάχιστα η φωτιά επείραξε τα ενδύματα του Αγίου και το πρόσωπόν του τίποτα δεν έπαθε, εξεπλάγησαν. Ένας μάλιστα περισσότερον ασεβής έμπηξε μαχαίρι στο πηγούνι του Αγίου και αμέσως έτρεξε αίμα καθαρόν. Τότε όλοι όσοι είδαν το θαύμα έφυγαν ο καθένας για το σπίτι του. Ένας ευσεβής χριστιανός αφού παρέλαβε την αγίαν εικόνα και ήλθε στον γιαλόν, προσευχήθηκε θερμά προς τον Κύριον για να σταματήση η φρικτή θύελλα της εικονομαχίας. Έπειτα αφού εγύρισε προς την αγίαν εικόνα είπε: «Μεγαλομάρτυρα του χριστού Τροπαιοφόρε Γεώργιε, Συ ο οποίος και στη ζωή αλλά και μετά θάνατον έκαμες τόσα πολλά θαύματα και που μόλις τώρα άφησες άφλεκτον την αγία σου εικόνα, διεφύλαξε και τώρα αυτήν και από την θάλασσα και μετέφερέ την όπου συ γνωρίζεις και επιθυμείς προς δόξαν του Θεού μας». Και μόλις ετελείωσε έβαλε την εικόνα στη θάλασσα. Ο Χριστιανός εκείνος έφυγε. Ο Μεγαλομάρτυς Γεώργιος εφρόντισε ώστε η αγία του εικόνα να φθάση στο Άγιον Όρος όπου και άλλες εικόνες η θεία Πρόνοια ωδήγησε. Η εικόνα ετοποθετήθη κοντά στην Μονή Ξενοφώντος όπου έρρεαν τα ιαματικά όξινα νερά. Υπήρχε μάλιστα εκεί ένα Μονύδριον αφιερωμένο στον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον. Ακόμη σώζεται ο ναΐσκος αυτός όπου οι μοναχοί όταν είδαν την εικόνα του Αγ. Γεωργίου την μετέφεραν εκεί γεμάτοι χαρά και ευλάβειαν. Ύστερα έκτισαν Ναόν κοντά στο ναΐδριον. Όταν αυξήθηκαν οι μοναχοί και εμεγάλωσε και η Μονή ωνομάσθη του Αγ. Γεωργίου. Οι Μοναχοί εορτάζουν καθημερινώς μαζί με τον Άγιον Γεώργιον και τον Μεγαλομάρτυρα Δημήτριον και τους μνημονεύουν κατά τας απολύσεις των ακολουθιών.

Η αγία εικόνα ευρίσκεται στον μεγάλον Καθολικόν νέον Ναό του Αγίου Γεωργίου στον ανατολικό κίονα του δεξιού χορού και έχει ζωγραφισμένο ολόσωμο τον Μεγαλομάρτυρα και σε ένδειξι του θαύματος φέρει και την πληγή στο πηγούνι και το αίμα του είναι πηγμένο σ' αυτήν. Μέχρι σήμερα το θαυμαστό φαινόμενο κηρύττει περίτρανα τα πάμπολλα θαύματα που επετέλεσε και επιτελεί ο Άγιος Μεγαλομάρτυς και Τροπαιοφόρος Γεώργιος.

Η μνήμη του εορτάζεται την 23ην Απριλίου.

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ Ήχος δ'
Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής, και των πτωχών υπερασπιστής, ασθενούντων ιατρός, βασιλέων υπέρμαχος, Τροπαιοφόρε Μεγαλομάρτυς Γεώργιε, πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ, σωθήναι τας ψυχάς ημών.

ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ
Ήχος δ'. Ο υψωθείς εν τω Σταυρώ

Γεωργηθείς υπό Θεού ανεδείχθης, της ευσεβείας γεωργός τιμιώτατος, των αρετών τα δράματα συλλέξας σ' εαυτώ, σπείρας γαρ εν δάκρυσιν, ευφροσύνη θερίζεις. αθλήσας δε δι' αίματος, τον Χριστόν εκομίσω και ταις πρεσβείαις Άγιε ταις σαις, πάσι παρέχεις, πταισμάτων συγχώρησιν.


Άγ.Σιλουανός ο Αθωνίτης:Όποιος αγαπάει τον Κύριο, σκέφτεται πάντα Εκείνον. (περί προσευχής)



Όποιος αγαπάει τον Κύριο, σκέφτεται πάντα Εκείνον. Η θύμηση του Θεού γεννάει την προσευχή. Αν δεν θυμάσαι τον Κύριο, τότε και δεν θα προσεύχεσαι και χωρίς την προσευχή, δεν θα παραμείνει η ψυχή στην αγάπη του Θεού, γιατί η χάρη του Αγίου Πνεύματος έρχεται με την προσευχή.
Η προσευχή προφυλάσσει τον άνθρωπο από την αμαρτία, γιατί ο νους, όταν προσεύχεσαι, είναι απασχολημένος με το Θεό και στέκεται με ταπεινό πνεύμα ενώπιον του Κυρίου, τον Οποίο γνωρίζει η ψυχή του προσευχομένου.
Ο αρχάριος όμως χρειάζεται χειραγωγό, επειδή η ψυχή, πριν έρθει η χάρη του Αγίου Πνεύματος, έχει μεγάλο πόλεμο εναντίον των εχθρών και δεν μπορεί να διακρίνει η ίδια, αν η γλυκύτητα που δοκιμάζει, προέρχεται από τον εχθρό. Αυτό μπορεί να το διακρίνει μόνο εκείνος που γεύθηκε ο ίδιος το Άγιο Πνεύμα. Αυτός αναγνωρίζει τη χάρη κατά τη γεύση.
Όποιος θέλει να ασκεί την προσευχή χωρίς χειραγωγό και μέσα στην υπερηφάνεια του, φαντάζεται ότι μπορεί να τη διδαχθεί από τα βιβλία, αυτός βρίσκεται κιόλας στην πλάνη. Τον ταπεινό όμως τον προστατεύει ο Κύριος, έτσι, αν πράγματι δεν υπάρχει έμπειρος οδηγός, αυτός καταφεύγει στον υπάρχοντα πνευματικό και ο Κύριος θα τον σκεπάσει χάρη στην ταπείνωσή του. Σκέψου ότι στον πνευματικό ζει το Άγιο Πνεύμα, και αυτός θα σου πει το ωφέλιμο. Αν όμως σκεφτείς πως ο πνευματικός ζει με αμέλεια και διερωτηθείς, «Πώς είναι δυνατό να έχει το Άγιο Πνεύμα;», θα υποστείς εξαιτίας αυτής της σκέψης σου μεγάλο πειρασμό, και ο Κύριος θα σε ταπεινώσει και θα επιτρέψει να πέσεις σε κάποια πλάνη.
Η προσευχή δίνεται στον προσευχόμενο. Η προσευχή που γίνεται μόνο από συνήθεια, χωρίς καρδιά συντριμμένη για τις αμαρτίες της, δεν είναι αρεστή στο Θεό.
Ω άνθρωπε, μάθε την κατά Χριστόν ταπείνωση, και ο Κύριος θα σου χαρίσει να γευθείς τη γλυκύτητα της προσευχής. Κι αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, γίνε ταπεινός, γίνε εγκρατής, εξομολογήσου ειλικρινά και θα σε αγαπήσει η προσευχή. Γίνε υπάκουος, υποτάξου ευσυνείδητα στις αρχές, μείνε ευχαριστημένος με όλα, και τότε ο νους σου θα καθαριστεί από μάταιους λογισμούς. Να θυμάσαι πως σε βλέπει ο Κύριος, γι’ αυτό πρόσεχε, μήπως λυπήσεις με κάτι τον αδελφό, μην τον κατακρίνεις και μη τον στενοχωρήσεις ούτε μ’ ένα βλέμμα, και το Πνεύμα το Άγιο θα σε αγαπήσει και θα σε βοηθήσε σε όλα.
Το Άγιο Πνεύμα μοιάζει πολύ με αγαπημένη, γνήσια μητέρα. Η μητέρα αγαπάει το παιδί της και πονάει γι’ αυτό. Έτσι και το Άγιο Πνεύμα σπλαχνίζεται, συγχωρεί, θεραπεύει, νουθετεί και χαροποιεί. Και αναγνωρίζεται το Άγιο Πνεύμα στην ταπεινή προσευχή.
Όποιος αγαπάει τους εχθρούς, αυτός γρήγορα θα γνωρίσει τον Κύριο με το Άγιο Πνεύμα. Όποιος όμως δεν τους αγαπάει – γι’ αυτόν δεν θέλω ούτε καν να γράψω. Όμως τον λυπάμαι, γιατί βασανίζει τον εαυτό του και τους άλλους και δεν θα γνωρίσει τον Κύριο.
Στις εκκλησίες τελούνται οι ιερές ακολουθίες και το Πνεύμα του Θεού κατοικεί σ’ αυτές. Η ψυχή, ωστόσο, είναι ο καλύτερος ναός του Θεού, και όποιος προσεύχεται εσωτερικά, γι’ αυτόν όλος ο κόσμος έγινε ναός του Θεού. Αυτό όμως δεν είναι για όλους.
Πολλοί προσεύχονται προφορικά ή προτιμούν να προσεύχονται με βιβλία. Και αυτό καλό είναι και ο Κύριος δέχεται την προσευχή τους. Αν όμως κανείς προσεύχεται και σκέφτεται άλλα πράγματα, ο Κύριος δεν εισακούει αυτή την προσευχή.
Η αδιάλειπτη προσευχή προέρχεται από την αγάπη και χάνεται εξαιτίας της κατακρίσεως, της αργολογίας και της ακράτειας. Όποιος αγαπάει το Θεό, αυτός μπορεί να Τον σκέφτεται μέρα και νύχτα, γιατί το ν’ αγαπάς το Θεό καμιά εργασία δεν το παρεμποδίζει.
 

Πηγή: http://imverias.blogspot.ca/

God is Where There is Humility ( Elder Arsenie Papacioc)



—Fr. Arsenie, tell us, how can we be saved from our many earthly cares, so that we might have more time for prayer?
—Fr. Ioannichie, pure prayer from the heart and lips to God is a great work! Prayer is a sharp arrow that all the saints have aimed at heaven for thousands of years, and not only they, but also the simplest Christians. Prayer has pierced the heart of the heavens, perhaps it has reached those who were displeased with the earth's inhabitants, and salvific replies have returned along the same path; thus was faith preserved on earth from generation to generation.
Brother Christian, you also have your own history: you have entered into the great Christian union—the Church—and are forever redeemed by the Savior's sacrifice. That means that you are of great worth, and you have a great and noble responsibility. Is it so difficult for each of us to simply and directly ask God to help us in our troubles and sufferings, and to thank Him?!
Where is the man who has nothing to ask of our Lord Jesus Christ and the Mother of God? They say that the Mother of God is offended by those who never ask her for anything! She is the prayerful intercessor for people; and as much as God can do through His power, so much can the Mother of God do by Her prayer. Show that you are the child of the Mother of God, having a child's heart in your breast!
And we can be free of earthly cares only if we want to be—after all, our salvation depends upon us. As souls given by God, we must show more will, in order not to immerse ourselves in these earthly cares and burden ourselves with them to such an extent. We shall manage our lives as people of higher thought, and as responsible human beings. If we were to ask those who are saved and living in heaven, "What did it cost you to attain such blessedness?" they would reply, "Time, a little time well spent on the earth!" That means that we have absolutely no other time to bring our souls to perfection—souls that are called, gifted, and full of such resolve.
We must think about the fact that we are called "the angelic ranks" [the monastic rank is called the angelic rank. –OC]. Angels pray unceasingly, throughout eternity.
—What is the easiest way to overcome in the struggle against fornication and fleshly thoughts?
—In order to overcome in the struggle against fornication, in whatever stage it may be, we must first of all ask for grace from the Good God. This is not a short term battle, because we must definitely achieve total victory. At first, each one sees that he is powerless to withstand it; but with God all things are possible.
He who enters into this struggle must:
–want to be freed of this struggle, no matter what happens;
–pray with all his heart to the Mother of God, and ask her help;
–avoid, as much as possible, all circumstances that might arouse passions;
–do not accept into your mind those suggestions that might seem innocent, but then begin to solidify into images. Route all these thoughts, changing your mind to prayer—but your own prayer, and not something someone else recommended, no matter who that might be; into prayer with your own sighing, even if it is without words.
If the attack is aggressive, pleasurable, and vanquishing, one must call out to the Mother of God, and not give in. During the first phases, he should confess contritely and purely, not sparing himself and not blaming incidents, circumstances, or other individuals. He will be greatly helped if he goes to confession often.




Fr. Ioannichie (Balan)


The father-confessor will understand him, console him, and assure him that he is not alone, yet not allow him to harden in his motivations, as if it were all "necessary and perfectly natural."
The father-confessor should have zeal and kindness in order to be able to tear his spiritual child away from this secret and many-headed passion. It is recommended to read books and everything that has as its goal the preparation for death. The lost one will be forgiven through repentance, no matter what sin he committed, and this will be a great achievement; but let no one deceive himself or suppose that he can find any forgiveness without repentance. Because of this sin, you cannot ever know what heaven and hell really are; and one should think about this and pray.
A person who is more spiritually inclined, but nevertheless gets wounded to a greater or lesser extent and then passes through the bath of repentance, counts this as a misfortunate accident. He will have a serious reason for truly meek humility—and this gives God more joy than when someone thinks highly of himself as never having fallen.
This is not a paradox, but divine justice and mercy. He, the Master of the house and Good Pastor, left his sheepfold of sheep and went to find the lost sheep, and then happily put it on His shoulders and carried it into the gates of the Kingdom of glory. I once read what I am telling you now: "Brother Christian, believe me, there are two kinds of joy, which cannot be combined—you cannot rejoice here on earth in pleasures that are transient and sinful, and then reign with Jesus Christ." "Then, iniquity will stop its mouth" (cf. Ps. 106:42). "Thou fool, the time that you use for evil digs a pit for you, and tomorrow eternity will come!" Saying this, I think that the father confessor can encourage the person who is struggling with onslaughts from without, and with nature from within.
—How can one conquer and route ambition and prideful thoughts from himself?
—A hideous and impure passion! All evil catches a fish in this murky water! God does not even want to hear about a proud person! He takes all grace away from him, so that he might stumble—maybe then he will become humble, as the Scripture says (cf. 1 Pet. 5:5).
He abandons him, and that person becomes a great abomination; He takes from him all sense of beauty, leaves him to roam around in chaos, in all manner of filthy back alleys of the world. He has no image, or likeness, or healthy reason. The holy fathers say truly, "Wherever there was a fall, pride first did its work." No other passion will liken you to a devil like pride.
All passions can, let's say, be excused due to nature and bad life circumstances; but pride cannot be justified by anything! It has an unbearable insolence—it attaches itself to any virtue if it can, and it even hides behind humility, which serves as its shield. We see this very often, and to prove what I am saying, it is as one father said: "That proud one is so humble!"
Because it is so dangerous and so broadly present in all ages and ranks, it would be good if no one would disdain any person, no matter how unimportant he may be—for Christ is within him—and would even ask his opinion, even if it is for a lark. This would be the first step, one length along the path of the Gospels.
It would be good to ask everyone's opinion, no matter who you are; for who knows? After all, God's grace rests more often upon the simple and unnoticed. Make a prostration, as they say, if only for the sake of humbling the body—for this also shows good manners—and you will see how much you need these people with whom God has assigned you to live. You will see, and will be convinced in life that wisdom really does abide more in places where there is humility—for God is there.
Lucifer fell irreparably; his grandiose fall happened due to one word only: "I". Having fallen, he became an adversary for eternity, an abomination of desolation. Let no one be deceived, thinking that without true purification in the only water of humility he can enter into the Kingdom from which the angels fell!
These are, in brief, my thoughts and exhortations about this, so that one might realize that God created us beautiful only for Himself!
—What can one do to restrain the tongue and acquire the gift of silence?
—This is truly a serious matter—to not be the master of your tongue. As the saints say, "The tongue leads us to great falls." More vanity than benefit comes from loquacity, and malignant gossip brings great danger not only in this world, but also in the next. They say that most of the people in hell are those who murdered with malicious words!
Brother, you must love you brother. Isn't this the Savior's most important commandment? He gave this commandment as the crown of all His teachings—that the only way to salvation is love; and He ascended the unforgettable and soul-rending Golgotha!
We must always reiterate to people the responsibility that we bear for our lifetime, the only time given to us, so that we would set a lock upon our tongue and purify our hearts from evil. St. Gregory the Theologian says: "We must answer for every superfluous word, even more so for every shameful word"; how much more horribly for every murderous word! The Patericon is very useful in this regard with its chapter on "The benefit of silence."
St. Isidore of Pelusium says, "Speaking with benefit is a blessing, but if it is reinforced by deeds, it is crowned." "For life without words brings greater benefit, while a commanding word evokes anger. If word and life are united they comprise the personification of all philosophy."
Treasure the Lord in your heart and let your attention abide there, and remain there before the Lord without leaving. Then you will notice every speck of dust in yourself. This is how mystical knowledge begins. It is a mirror for the mind and a lamp for the conscience. It dries up lust, extinguishes rage, humbles anger and disperses sorrow, tames insolence, scatters despondency, gives clarity to the mind, casts out sloth, truly humbles you and makes your reason undeceivable; it wounds the demons, and purifies the body. Such a person is no longer the participant in any wicked deed, but rather is alien to it. He thinks all the time, "Who shall I go to? I am a worm…" This is something different, having to do with remembrance of death and man's eternal lot, and belongs to mystical knowledge.


Source: Ne vorbeşte părintele Arsenie. Ediţia îngrijită de а Arhimandrit Ioanichie Bălan. Vol. 1–3. Editura Mănăstirea Sihăstria, 2004.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...