Tuesday, August 19, 2014
ΟΠΤΑΣΙΑ ΑΝΩΝΥΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ - ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
Σήμερα ἔχω νά σᾶς διηγηθῶ ἕνα ἱστορικό ἑνός ἀνωνύμου μοναχοῦ πού καί ἄλλοτε σᾶς τό ἔχω πεῖ ἐδῶ στή συνάντησή μας αὐτή, διότι εἶναι πολύ ὠφέλιμο καί εἶναι ὅ,τι πρέπει γιά νά μᾶς βοηθήση πνευματικῶς στήν πνευματική μας πορεία.
Ἐδῶ στό Ἅγιον Ὄρος, πρό πολλῶν χρόνων, ἦταν ἕνας μοναχός ὁ ὁποῖος κατ΄ ἀρχάς ἦταν βιαστής ἄνθρωπος καί ἀπ΄ ὅτι βγαίνει ἀπό τή διήγησή του φαίνεται ὅτι εἶχε κερδίσει πολύ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά φαίνεται ἐκ τῆς πείρας ὅπως βγαίνει ὅτι ὑπερηφανεύτηκε, πίστεψε ὅτι θά διέφερε ἀπό τούς ἄλλους μοναχούς στήν πνευματική κατάσταση, καί ἦταν πολύ φυσικό ἡ Χάρις νά ὑποχωρήση κι΄ αὐτός νά ἐκτεθῆ στόν πειρασμό, κι΄ ὁ πειρασμός νά τόν ξετινάξη ὤστε νά νοιώση πραγματικά καί σωστά ὅτι χωρίς τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά σταθῆ ἀπέναντι στό διάβολο καί συμβάλλη μαζί του νά βγῆ νικητής.
Μετά τήν ὑποχώρηση τῆς Χάριτος βρέθηκε σέ μιά ἐμπαθέστατη κατάσταση πού ἔπεφτε πολύ χαμηλά. Ἡ πρώτη του ἀμέλεια ἦταν στά καθήκοντά του. Ἡ ἀμέλεια γέννησε πολλά ἄλλα κακά. Ἔχασε τήν ὑπομονή του στούς πειρασμούς κι΄ ἄρχισε νά ἀποδίδη τήν αἰτία τοῦ κάθε πειρασμοῦ στούς ἀδελφούς τοῦ μοναστηριοῦ. Ὁ ἕνας τοῦ φταίει, ὁ ἄλλος τοῦ ξυνίζει, ὁ ἄλλος δέν τοῦ φέρεται μέ ἀγάπη, τό ἕνα, τό ἄλλο, δημιούργησε μιά κατάσταση μίσους, κακίας ἔναντι τῶν ἀδελφῶν του τῆς μονῆς. Ὅλοι τοῦ φταίγανε, λογισμοί δέ ποικίλοι, ἀπό κάθε ἄποψη. Λογισμούς πού στή συνέχεια ἔκανε συγκαταθέσεις κι΄ ἑπομένως ἔχανε ἔδαφος πού τό κέρδιζε ὁ διάβολος. Ἐγκατέλειψε τελείως τά πνευματικά του καθήκοντα, δέν κατέβαινε στήν Ἐκκλησία κι΄ ὁ διάβολος ὁλοένα καί προχωροῦσε καί τοῦ κέρδιζε τήν καρδιά του.
Ἦλθε ἡ Μεγάλη Σαρακοστή, χειρότερα αὐτός. Πλησίασε ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, τήν Μεγάλη Παρασκευή σκέφτηκε κι΄ αὐτός ἄς κατέβω κι΄ ἐγώ στήν ἐκκλησία, σάν ἕνας τελευταῖος ἄνθρωπος τουλάχιστον αὐτή τήν ἡμέρα, ἄς μέ δοῦν καί οἱ ἀδελφοί ὅτι κι΄ ἐγώ κατέβηκα. Κάθησε πίσω καί παρακολουθοῦσε, ὅπως ἦταν φορτωμένος ἀπό λογισμούς, πού οἱ ἀδελφοί ἔψαλλαν τά διάφορα ἐγκώμια στόν Ἐσταυρωμένο. Ἐκεῖ πού πρόσεχε τοῦ΄ρθε μιά συγκίνηση καί λέει, πῶς ἤμουνα ἄλλοτε καί τώρα ποῦ βρίσκομαι; Τόσοι καί τόσοι ἐδῶ ἀδελφοί ἔχουν κατάσταση πνευματική, κατανύσονται, κλαῖνε, κ.λ.π., ἐγώ πέτρα σκληρή, κάθομαι καί προσέχω ὁ δυστυχής. Ποῦ ἔχω καταντήσει; Ἐκεῖ πού ἔλεγχε τόν ἑαυτό του, εἶδε νά κινεῖται ὁ λογισμός καί ἠ καρδιά του νά λέη τήν εὐχή, πρᾶγμα πού πρῶτα τό εἶχε σάν κτῆμα του, τήν εὐχή. Προχωρῶντας ἡ εὐχή τοῦ δημιούργησε μιά θέρμη στήν καρδιά του, κατάνυξη, ἐνθυμήθηκε τίς πολλές του ἁμαρτίες, τήν κατάντια του τήν πνευματική, τό ὄτι ἀπώλεσε τόν ἐσωτερικό μοναχό. Κι΄ ἄρχισε νά προσεύχεται ἀνάλογα καί νά παρακαλῆ τόν Χριστό νά τόν λυπηθῆ καί κάτι νά σταλάξη καί στήν καρδιά του σάν Χάρη, μέ τήν Χάρη πού ἔδωσε μέ τήν σταυρική Του θυσία στόν κόσμο. Ἔτσι πού προχωροῦσε ἡ Ἀκολουθία, προχωροῦσε καί ἡ κατάσταση μέσα του, πλήθυνε, ἡ καρδιά του μέσα γέμισε ἀπό Χάρη. Ἡ προσευχή ἐκινεῖτο μόνη της, ἀδιάλειπτα καί μέ καρπό. Δέν μποροῦσε νά σταθῆ στά πόδια του, κάθησε στό στασίδι του καί προσηύχετο ἔτσι μέ τήν εὐχή. Σύν τῷ χρόνῳ ἡ εὐχή ἔγινε σέ μεγάλο βαθμό, ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τοῦ κυρίευσε τήν καρδιά, ἄρχισε νά προσεύχεται γιά τούς ἐχθρούς του, γιά τούς ἀδελφούς, συγχωροῦσε τούς πάντες καί τά πάντα, κατηγοροῦσε τόν ἑαυτό του τρομερά.
Σ΄ αὐτήν τήν θέρμη τῆς Χάριτος κι΄ αὐτός δέν κατάλαβε πῶς βρέθηκε σ΄ ἕνα μεγάλο ἀνοιχτό χῶρο. Στό βάθος τοῦ χώρου αὐτοῦ ἦταν ἕνας ὅμιλος, μιά ὁμάδα ἄς τό ποῦμε, ἀπό ἀνθρώπους πού φορούσανε σάν τούς παλαιούς ἀνθρώπους ροῦχα, κι΄ εἶχαν μεταξύ τους κάποια συζήτηση. Ἀπό αὐτούς ξεχώριζε ὁ νεώτερος, ὁ πιό ἔνδοξος καί ὡραῖος καί τόν πλησιάζει καί τοῦ λέει: - - «Ξέρω ἀδελφέ ὄτι θέλεις νά πᾶς στόν Βασιλέα, προτίθεμαι ἐγώ νά σέ βοηθήσω, νά σέ ὁδηγήσω καί νά σέ πάω στόν Βασιλέα».
- «Ἀδελφέ μου, τοῦ λέει ὁ μοναχός, ἐγώ δέν ξέρω κανένα Βασιλέα, οὔτε ἔχω καί καμμιά δουλειά μαζί του, ἑπομένως δέν ἔχω κανένα λογισμό νά θέλω νά συναντήσω αὐτόν τόν Βασιλέα πού ἐσεῖς λέτε».
- «Κάνεις πώς δέν ξέρεις;» τοῦ λέει ὁ νεαρός. «Πῶς δέν ξέρεις τόν Βασιλέα καί δέν ἔχεις καμμιά δουλειά μαζί του; Ἐμπρός λοιπόν ἀκολούθα με κι΄ ἐγώ θά σέ ὁδηγήσω ἀσφαλῶς στόν Βασιλέα».
Ὁ μοναχός ἀθέλητα ἔνοιωσε μέσα του μιά παράλυση νά ἀκολουθήση αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Ἀφοῦ τόν ἀκολούθησε στό δρόμο, φτάσανε καί περνούσανε ἀπό ἕνα τόσο στενό δρομάκι, πού δέν μποροῦσε δύο ἀνθρώπους πλάι πλάι νά τούς χωρέση. Φυσικά προχωροῦσε μπροστά ὁ ὁδηγός καί πίσω ἀκολουθοῦσε ὁ μόναχός μέ χίλιους δυό λογισμούς. Ποιός εἶναι αὐτός ὁ ὁδηγός; Πῶς λέγεται; Ποῦ μέ πάει τώρα; Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Βασιλιάς; Τί δουλειά ἔχω ἐγώ μαζί του; Καί τόσους ἄλλους λογισμούς. Σέ μιά στιγμή γυρίζει τό κεφάλι πίσω ὁ ὁδηγός καί τοῦ λέει:
- «Ἀδελφέ, ξέρεις γιατί ἔχεις ὅλους αὐτούς τούς λογισμούς πού σέ παλεύουν μέσα σου; Οἱ λογισμοί σου καί ὅλη ἡ πνευματική σου κατάσταση ἔγινε γιατί ἐγκατέλειψες τήν εὐχή, τό «Κύριε Ἰησοῦ ἐλέησόν με» ἀπό δῶ σοῦ γεννήθηκαν ὅλοι οἱ λογισμοί, λοιπόν λέγε τήν εὐχή κι΄ ἀκολοῦθα πιστά».
Μόλις εἶδε ὁ μοναχός ὅτι τοῦ διάβασε τούς λογισμούς του κι΄ ὅτι βρῆκε τήν αἰτία, περισσότερο δώθηκε μέ ἐμπιστοσύνη στήν ἀκολούθηση, ἀλλά καί ἔνοιωσε μέσα του νά τόν ἀγαπάη τόν ὁδηγό αὐτό. Ἄρχισαν ἔτσι καί προχωρούσανε, μετά πού βγήκανε ἀπ΄ αὐτό τό στενό δρομάκι, βρέθηκαν ἐμπρός ἑνός ποταμοῦ, τοῦ ὁποίου τό βάθος πρός τά κάτω ἦταν ἀμέτρητο. Ἡ μιά ὄχθη μέ τήν ἄλλη ἐπικοινωνοῦσαν μέ ἕνα μονόξυλο στρογγυλό καί λέει ὁ ὁδηγός:
- «Ἀδελφέ μοναχέ, ἀπό ἐδῶ ἐπάνω θά περάσουμε τώρα, γιά νά συνεχίσουμε τό δρόμο πρός τόν Βασιλέα».
- «Μά πῶς θά περάσουμε ἀπό ἐδῶ ἐπάνω;»
- «Μή φοβᾶσαι, μόνο δῶσε τό χέρι σου κι΄ ἀκολοῦθα. Τοῦ ἔδωσε τό χέρι, τόν ἔπιασε, ἄρχισαν νά περνοῦν ἀπέναντι ἀπό τό μονόξυλο, τό δέ μονόξυλο κουνιόταν καί τοῦ μοναχοῦ ἄρχισε νά τρέμη ἡ καρδιά του. Ἀλλά πάλι τόν παρηγοροῦσε ὄτι ὁ ὁδηγός ἦταν τόσο πιστός ἄνθρωπος, μ΄ ὅτι ἔδειχνε ἐκεῖ, κι΄ ἄρχισε ἡ καρδιά του νά παίρνη θάρρος. Ἀφοῦ πέρασαν ἀπέναντι λέει:
- «Τώρα θά τραβήξουμε τόν ἀνήφορο καί θά συναντήσουμε τόν Βασιλιά».
Τραβῶντας πρός τά πάνω συνάντησαν ἕναν ὄμιλο ἀπό πολλούς μοναχούς μέ λαμπερά φορέματα καί μέ πολλή λαμπρότητα στό πρόσωπο. Μόλις πλησίασαν τούς χαιρέτισε ὁ ὁδηγός καί τούς εἶπε:
- « Χαίρετε ὅσιοι Πατέρες τοῦ Χριστοῦ».
- «Χαίρεις κι΄ ἐσύ ὁ Μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, Γεώργιε, πότε θά μᾶς φέρης τόν ἀδελφό πού κρατᾶς;»
- «Ὅταν γίνη τό θέλημα τοῦ Κυρίου θά τόν φέρω».
Μόλις ἄκουσε ὁ ἀδελφός ὅτι ὁ ὁδηγός ἦταν ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος, ὁ ὁποῖος ἦταν πραγματικά προστάτης κι΄ ὁδηγός του στήν ζωή του, τόν ἀγκάλιασε, ἄρχισε νά τόν φιλάη καί νά τοῦ λέη πολλά λόγια μέ ἀγάπη. Μετά βέβαια ἀφοῦ εἶδε ὅτι ἦταν ὁ Ἅγιος Γεώργιος δέν ἄφηνε νά κρατᾶ τό χέρι του. Προχωρῶντας πρός τά πάνω, συναντοῦνε πάλι ἕναν ὅμιλο ἀπό μοναχούς, ἀλλά πολύ ὀλίγους, αὐτοί βέβαια φοροῦσαν τά ἴδια φορέματα, ἀλλά εἶχαν δόξα πολλή μεγάλη καί στά ροῦχα καί στό πρόσωπο. Ἀφοῦ ἀλληλοχαιρετήθηκαν ρωτᾶ ὀ ἀδελφός τόν Ἅγιο Γεώργιο:
- «Ἅγιέ μου Γεώργιε, γιατί αὐτοί οἱ μοναχοί εἶναι ὀλίγοι κι΄ ἔχουν τόση λαμπρότητα;» Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ Μεγαλομάρτυς:
- «Οἱ μοναχοί αὐτοί εἶναι τοῦ νῦν καιροῦ γι΄ αὐτό εἶναι καί ὀλίγοι».
- «Μά Ἅγιε τοῦ Θεοῦ εἶναι δυνατόν τώρα ἔτσι νά σώζωνται οἱ ἄνθρωποι, οἱ μοναχοί. Μά δέν ὑπάρχει ἀρετή, δέν ὑπάρχει ἀγάπη, δέν βλέπω νά σώζεται καί κανένας».
- «Ναί, δύσκολα κανείς σώζεται σήμερα, ἀλλά αὐτοί οἱ ὀλίγοι πού θά σωθοῦνε, ὅπως βλέπεις κι΄ ἐδῶ στήν πράξη, θά ἔχουνε πολλή μεγάλη δόξα στόν Οὐρανό. Ὁ Θεός θά τούς κατατάξη μέ τούς μεγάλους Ἁγίους. Πραγματικά δέν ὑπάρχει ἀρετή σήμερα κι΄ αὐτοί πού θά ἀγωνιστοῦν μέ τίς ὀλίγες τους δυνάμεις, μέ ὅ,τι θά διαβάσουν καί μέ ὅ,τι θά ἔχουν σάν προαίρεση καί ξεπεράσουν τή δυσκολία καί βρεθοῦνε στόν Παράδεισο, ἡ δόξα τους θά εἶναι ἴση μέ τῶν μεγάλων Ἁγίων τοῦ Θεοῦ».
Λέγοντας αὐτά, προχωροῦσαν συνάμα καί φτάσανε σ΄ ἕνα πολύ μεγάλο παλάτι. Μπαίνοντας πρός τά μέσα ἦταν μιά μεγάλη ἀνοιχτή αἴθουσα καί ἦταν πλῆθος μοναχῶν ἐκεῖ. Ὅλοι αὐτοι οἱ μοναχοί ἔτρεξαν καί περιτριγύρισαν τόν Ἅγιο Γεώργιο καί τόν μοναχό λέγοντας πρός τόν Ἅγιο:
- «Πότε θά μᾶς φέρης τόν ἀδελφό μας ἐδῶ; Ἐμεῖς περιμένουμε, προσευχόμαστε».
- «Θά τόν φέρω ὅταν γίνη τό θέλημα τοῦ Κυρίου», ἀπήντησε.
Μετά γύρισαν πρός ἀνατολάς καί εἶδαν ὅτι μπροστά τους ἦταν ἔνα τέμπλο, οὐράνιο πρᾶγμα μέ δύο μεγάλες, τεράστιες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας. Ἀφοῦ σταθήκανε μπροστά ἐκεῖ, ἄρχισαν ὅλοι οἱ μοναχοί νά ψάλλουν τό «Ἄξιον ἐστί» καί τό ψάλλανε τόσο ὄμορφα, τόσο οὐράνια, μέ τόση χάρη, πού ὁ μοναχός εἶπε:
- «Στόν κόσμο δέν ἄκουσα ἕνα τέτοιο «Ἄξιον ἐστί», τόσο μελωδικό καί χαρούμενο».
Ἀφοῦ τελείωσε ὅ ὕμνος τῆς Παναγίας μας, ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἄνοιξε σάν πόρτα καί βγῆκε ἀπό μέσα πρός τά ἔξω μιά φωνή ἡ ὁποία εἶπε:
- «Μεγάλη ἡ εὐσπλαχνία Σου, Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων». Κι΄ ἀμέσως ὁ Μεγαλομάρτυς Γεώργιος προχώρησε πρός τήν πόρτα, ἄφησε πίσω τόν ἀδελφό μέ τούς μοναχούς καί προχώρησε πρός τό βάθος. Στό βάθος δέ ἦταν ὁ Κύριος καθισμένος ἐπάνω στό θρόνο τῆς δόξης Του κι΄ ἔλαμπε τό πρόσωπό Του σάν χίλιοι ἥλιοι καί γύρω Του σάν φόντο ἦταν τά τάγματα τῶν Ἀγγέλων μέ τάξη. Προχώρησε ὁ Ἄγιος Γεώργιος καί ὅταν ἔφθασε στό θρόνο τοῦ Χριστοῦ, ἔβαλε μετάνοια καί φίλησε τήν Δεξιάν τοῦ Χριστοῦ μας. Ὁ δέ Κύριος σηκώθηκε καί τόν ὑποδέχθηκε. Ἀφοῦ κάθησε τοῦ λέγει:
- «Ποιό εἶναι τό αἴτημά σου;»
- «Ἦλθα νά σέ παρακαλέσω Δέσποτά μου, Ἄχραντε Κύριε, γιά τόν ἀδελφό πού ἔφερα τόν μοναχό. Βέβαια δέν εἶναι ἄξιος ἐλέους, ἀλλά κοντά στήν εὐσπλαχνία Σου Κύριέ μου, δέν εἶναι τίποτα».
- «Δέν εἶναι ἄξιος ἐλέους Γεώργιε αὐτός ὁ μοναχός γιατί ἐγκατέλειψε τά καθήκοντά του καί κατά κάποιο τρόπο περιφρόνησε τήν Χάρη πού τοῦ ἔδωσα. Γιατί γεύτηκε πολύ τήν ἀγάπη μου κι΄ αὐτός δέν θέλησε νά σηκωθῆ ἀπό τήν ἀμέλειά του, παρ΄ ὅτι τοῦ ἔστειλα πνευματικούς ἀνθρώπους καί τόν νουθέτησαν, καί τοῦ ἔμαθαν πολλά. Ἀλλά αὐτός δέν συνετίστηκε, δέν ἔβαλε ἀρχή, δέν μετανόησε, δέν ἄλλαξε, ἑπομένως δέν εἶναι ἄξιος».
Γονάτισε ὁ Ἀγιος Γεώργιος καί ἄρχισε νά Τοῦ ἀναφέρη, νά Τοῦ παρουσιάζη τά βασανιστήρια τοῦ μαρτυρίου του πού ὑπέστη γιά τήν ἀγάπη Του, σκεπτόμενος ἔτσι νά συγκινήση τόν Κύριο νά ἀλλάξη ἀπόφαση γιά τόν ἀδελφό καί νά τόν ἐλεήση. Ἀλλά ὁ Κύριος ἐπέμενε νά τοῦ λέη ὄτι:
- « Δέν εἶναι ἄξιος, μήν παρακαλᾶς». Ἀφοῦ εἶδε ὁ Ἄγιος ὅτι οὔτε αὐτό μπόρεσε νά ἀλλάξη τόν Κύριο, τότε κατεφυγε στό πανίσχυρο μέσο, δηλαδή νά Τοῦ παρουσιάζη τήν σταυρική θυσία Του, πού τήν ἔκανε γιά τόν ἄνθρωπο, πού τήν ἔκανε ὁ Ἴδιος, κι΄ ἦταν Θεία. Ἡ θυσία ἑπομένως ἦταν Θεοῦ, θεϊκή καί ἐξιλαστήριος καί δέν χωροῦσε κανένα ἐμπόδιο ἐδῶ. Τοῦ λέει:
- «Κύριέ μου, ἐνθυμήσου τόν Σταυρικό θάνατο πού ὑπέμεινες γιά τόν ἄνθρωπο, καί ὅτι μία σταγόνα ἀπό τό Πανάγιο Αἷμα Σου εἶναι δυνατόν νά ἐξαλείψη ὅλα τά ἁμαρτήματα τοῦ κόσμου, ὅλων τῶν ἀνθρώπων καί νά σώση κάθε ἁμαρτωλό ἄνθρωπο. Ἑπομένως τί εἶναι γιά ἕναν μοναχό ἀμελή;». Τότε ὁ Χριστός μας ἔκλεινε τό Ἄχραντο κεφάλι Του καί εἶπε:
- Ναί, Γεώργιε, καί μιά σταγόνα ὅπως εἶπες τοῦ Ἁγίου Αἵματός μου εἶναι δυνατόν νά ἐξαλείψη ὅλα τά ἁμαρτήματα τοῦ κόσμου. Ἄς γίνει τό θέλημά σου».
Τότε κάνει νεῦμα στόν Ἀρχάγγελλο πού ἦταν κοντά Του νά τοῦ φέρη τό ποτήριον τῆς θείας ἀγάπης. Τότε ὁ Ἀρχάγγελος φέρνει ἕνα εἶδος Ἁγίου Ποτηρίου μέ τό περιεχόμενο μέσα καί τοῦ λέει ἀφοῦ τό δίνει στόν Ἄγιο Γεώργιο:
- «Πάρε αὐτό, πήγαινε ἔξω καί πότισε τόν ἀδελφό μέ τό ποτήριον τῆς ἀγάπης». Τό παίρνει ὁ Ἅγιος Γεώργιος, βγαίνει ἔξω, τό δίνει στόν μοναχό, τό πίνει αὐτός, γίνεται ὅλος πῦρ θεϊκῆς ἀγάπης. Ὅπως γνωρίζουμε τό πῦρ θεϊκῆς ἀγάπης ἔξω βάλλει τόν φόβο, χωρίς νά καλυφθῆ, χωρίς νά τοῦ πῆ κανείς τίποτε, μέ κινητήριο δύναμη τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ξεκινᾶ καί μπαίνει μέσα καί πέφτει μπροστά στά πόδια τοῦ Χριστοῦ κι΄ ἄρχισε νά τ΄ ἀγκαλιάζη, νά τά φιλῆ, νά τ΄ ἀσπάζεται, νά κλαίη λυωμένος ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Τότε ὁ Κύριος λέει στόν Ἅγιο Γεώργιο:
- «Πάρε τόν ἀδελφό καί πήγαινέ τον πάλι στόν κόσμο ν΄ ἀγωνιστῆ, κι΄ ἐγώ θά τόν βοηθήσω νά ἐπανεύρη τήν πρώτη κατάσταση καί μετά θά γίνη τό θέλημά μου».
Τότε ὁ Ἄγιος Γεώργιος τόν παίρνει ἀπό τό χέρι, ἀφοῦ προσκύνησαν καί οἱ δύο τόν Κύριο., βγαίνουνε πάλι στήν αὔθουσα μέ τούς πολλούς μοναχούς. Οἱ ἀδελφοί τούς περιέβαλαν μέ πολλή ἀγάπη καί ἄρχισαν πάλι νά ἐπαναλαμβάνουν:
- «Ἀδελφέ, γνώριζε ὄτι αὐτό πού σοῦ συμβαίνει τώρα δέν εἶναι ὕπνος, εἶναι πραγματικότης, εἶναι ἀλήθεια ὄτι ἐσύ ἦρθες ἐδῶ κι΄ ὅτι ἐμεῖς σοῦ λέμε αὐτά πού ἀκοῦς τώρα, ὅτι δέν γνώρισες τοῦ θανάτου τή δυσκολία. Ὁ θάνατος εἶναι φοβερός ἀδελφέ, εἶναι κάτι πολύ δύσκολο. Εἶναι σάν νά πατάη κανείς μέ γυμνά πόδια σέ ἀναμμένα κάρβουνα. Μνημόνευε τόν θάνατο καί βίαζε τόν ἑαυτό σου. Ἐμεῖς θά βοηθήσουμε μέ τίς προσευχές μας ἐδῶ καί σέ περιμένουμε. Λοιπόν κάνε ὅ,τι μπορεῖς κι΄ ἐσύ, βοήθα τόν ἑαυτό σου. Ἅγιε τοῦ Θεοῦ Γεώργιε, βοήθησε κι΄ ἐσύ τόν ἀδελφό ἐφ΄ ὅσον εἶσαι προστάτης του». Κι΄ ἀμέσως ξεκινοῦν, κατέρχονται, περνοῦν πάλι τούς ὁμίλους τούς δύο πού εἶχαν συναντήσει κι΄ ἐκεῖνοι οἱ μοναχοί τά ἴδια τοῦ εἶπαν τοῦ ἀδελφοῦ, κι΄ ὄταν πλησίασαν νά περάσουν τό βαθύ ποτάμι μέ τό μονόξυλο, κάθεται ὁ Ἅγιος Γεώργιος καί τοῦ λέει:
- «Ἀδελφέ ἄκουσε τί θά σοῦ πῶ, αὐτό πού σοῦ συνέβη τώρα εἶναι πραγματικότητα, ὅτι μέ συνάντησες τώρα, ὅτι πήγαμε καί εἴδαμε τόν Κύριο, ἔλαβες πληροφορία ὅτι ἡ κατάστασή σου δέν ἦταν καθόλου καλή, ὅτι πήραμε ἀπό τόν Κύριο τήν συγγνώμη, καί ὅτι τώρα δέν χωράει καμμιά παράταση χρόνου γύρω ἀπό τήν ἀμέλειά σου κι΄ ἀπό τήν ὅλη σου κατάσταση. Ἄν συνεχίσης νά εἶσαι ἀμελής, καί δέν σηκώνεσαι, δέν ξέρω τί σέ περιμένει, στούς πειρασμούς σου, στόν ἀγῶνα σου, νά ξέρης ὅτι τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Παναγίας βοηθοῦν πάρα πολύ, γιά αὐτό νά ἐπικαλεῖσαι τήν Παναγία καί θά σέ βοηθήση».
Ὑποσχέθηκε βέβαια ὁ ἀδελφός ὄτι θά διορθωθῆ, εὐχαρίστησε τόν Ἅγιο γιά ὄ,τι ἔκανε καί ξεκίνησαν γιά τό μονόξυλο. Ὅταν ἀνεβηκαν ἐπάνω καί φθάσανε κοντά στό μέσον καί ἄρχισαν κάπως νά κουνοῦν οἱ δαίμονες τό ξύλο, ὁ Ἄγιος ἔγινε ἄφαντος καί ἔμεινε μόνος του. Οἱ δαίμονες ἄρχισαν νά φωνάζουν:
- «Τώρα πού ὁ Γεώργιος ἔφυγε, νά τόν ριξουμε μέσα τόν μοναχό». Κι΄ ἄρχισαν νά κουνοῦν τό μονόξυλο δυνατά. Ἀπό τό φοβο του φωνάζει: «Παναγία βοήθα με» καί βρέθηκε στό στασίδι του καί ἡ προσευχή νά λέγεται μόνη της. Ἀφοῦ συνῆλθε ἀπό τήν ὁπτασία αὐτή σκέφθηκε ὅτι πρέπει ν΄ ἀλλάξη. Εἶπε στόν ἐαυτό του πρέπει ν΄ ἀλλάξω, διαφορετικά χάνομαι. Πράγματι ἄλλαξε ὁ ἀδελφός, ἀγωνίστηκε πολύ, ξαναβρῆκε τήν πρώτη του πνευματική κατάσταση, γνώρισε τό μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἐντονώτερα καί κάθησε καί ἔγραψε τό περιστατικό αὐτό πού τοῦ συνέβηκε σ΄ ἕνα μικρό φυλλάδιο κι΄ ἔμεινε ἔτσι νά λέγεται «Ὀπτασία ἀνωνύμου μοναχοῦ».
Εἶναι ἕνας σύγχρονος μοναχός. Ἀπό τό ὅλο αὐτό ἱστορικό βλέπουμε ὄτι
α) τοῦ συνἐβηκε μία κατάσταση πού τόν ξεγέλασε καί τόν μπατάρησε. Στή συνέχεια εἶχε σάν ἀποτέλεσμα αὐτό νά τοῦ δημιουργηθῆ ἡ ἀμέλεια στά καθήκοντά του, ἡ ἀμέλεια στούς λογισμούς, στήν ἐπιτήρηση τοῦ νοῦ, στούς λογισμούς. Ἔτσι σιγά-σιγά ἔγινε ἡ ἐξωτερική προδοσία καί στή συνέχεια ἡ ἀμέλεια στά καθήκοντα. Ζημιώθηκε τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ καί κατέληξε κατόπιν νά ψυχρανθῆ μέ τούς ἀδελφούς καί στήν συνέχεια νά αἰσθάνεται καί νά λογίζεται μίσος πρός τούς ἀδελφούς καί νά νομίζη ὄτι ἔχει καί ἐχθρούς καί τόσα ἄλλα πού δέν εἴχουν γραφτεῖ στό βιβλιαράκι του. Εἶναι εὐκολονόητο νά καταλάβουμε, ἀλλά ὅπως τοῦ εἶπε καί ὁ Ἅγιος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος: «Ἄφησες ἀδελφέ τήν εὐχή καί γι΄ αὐτό σοῦ συνέβηκαν ὅλα αὐτά».
Ἡ ἀμέλεια στήν εὐχή τοῦ δημιούργησε τήν βασική πτώση του καί στή συνέχεια βλέπουμε ὅτι ἠ παρρησία ἑνός Ἁγίου πόσο μεγάλη εἶναι καί πώς πρέπει βέβαια ν΄ ἀγαποῦμε ὅλους τούς Ἁγίους, ἀλλά ὁ καθένας ἔχει καί μιά ἰδιαίτερη ἀγάπη σέ ἔναν, δύο, ὁρισμένους Ἁγίους καί τοῦτο οἱ Πατέρες τό ἐπικροτοῦν. Αὐτό πού εἶναι ἀξιοπρόσεκτο σέ ὅλο τοῦτο τό ἱστορικό, εἶναι τό ὅτι ὁ ἀδελφός αὐτός πρῶτα εἶχε κάνει τόσο πολύ κτῆμα του τήν προσευχή καί πῶς ὕστερα δέν πρόσεξε τό θέμα τῆς οἴησης, τοῦ ἔκανε τήν πτώση, τοῦ ἔκλεψε τήν προσευχή καί στή συνέχεια ἔπαθε αὐτό τό γενικό ναυάγιο. Ἄρα λοιπόν ἡ προσευχή αὐτή τοῦ Χριστοῦ μας, εἶναι γιά ὅλους βέβαια, ἀλλά κυρίως γιά τόν μοναχό τό ἅπαν. Διότι κατ΄ ἀρχάς αὐτός ὁ μοναχός στόν κάθε πειρασμό του, γιά νά φτάση στήν Χάρη καί στήν ἀγαθότητα, τόν καταπολέμησε μέ τήν εὐχή καί ἄλλα πολλά βέβαια, ἀλλά σάν κύριο ὅπλο εἶχε τήν προσευχή. Ἐξ΄ οὗ καί ὁ Ἄγιος τοῦ εἶπε ὅτι ἀφήνοντας τήν προσευχή αὐτή ἔπαθε τό ναυάγιο, τοῦ ἦρθαν ὅλοι οἱ πειρασμοί. Πολλή προσοχή πρέπει νά δώσουμε στό σημεῖο αὐτό τῆς προσευχῆς. Ὅτι ἐάν προσευχώμαστε, μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ βέβαια, ὅταν προσευχώμαστε μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, θά νοιώθουμε ἀσφάλεια πνευματική, θά νοιώθουμε ὅτι κρατοῦμε στά πνευματικά μας χέρια ἕνα τέλειο ὅπλο. Ὅπλο τό ὁποῖο τρέμουν οἱ δαίμονες. Καί μόνο νά λέγεται ἡ προσευχή αὐτή, κι΄ ἄν σχετικά σκορπίζεται ὁ νοῦς μας, οἱ δαίμονες ὅμως τήν ἀκοῦνε, ἀκοῦνε τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως δέν εἶναι εὔκολο νά πλησιάσουν τόν ἄνθρωπο, νά τοῦ κλέψουν τό μυαλό καί νά τόν βυθίσουν στήν ἁμαρτία.
Γι΄ αὐτό σέ κάθε μας δουλειά πού κάνουμε τήν ἡμέρα καί μέ τό στόμα ὅταν λέμε τήν εὐχή, τό κέρδος εἶναι μεγάλο, τό εἴπαμε πολλές φορές αὐτό.
Δέν εἶναι ὅτι αὐτός πού προσεύχεται κατ΄ αὐτόν τόν τρόπο ὠφελεῖται, ἀλλά ὠφελεῖ καί τόν ἀδελφό του, τόν πλησίον του πού ἔχει καθῆκον νά τόν βοηθήση, γιατί ἀκούοντας ὁ ἄλλος τήν εὐχή κάθε στιγμή πού θά διέρχεται τό μυαλό του ἕναν μετεωρισμό, καί θά εἶναι τό μυαλό του κάπου ἀλλοῦ ἐκτός προsευχῆς, αὐτό τό πρᾶγμα θά τόν ἐλέγξη. Θά πῆ, γιά στάσου, αὐτός ὁ ἀδελφός μου προσεύχεται κι΄ ἐγώ μετεωρίζομαι; Αὐτός κερδίζει κι΄ ἐγώ ἀργολογῶ; Κέρδος εἶναι κι΄ ἐγώ νά προσευχηθῶ, κι΄ ἐγώ ν΄ ἀρχίσω τήν προσευχή. Συνάμα θά ἐνθυμῆται ὄτι πρέπει νά προσευχηθῆ, εἶναι ἐντολή τοῦ Γέροντος, εἶναι μιά συνεχή νουθεσία καί παραίνεση.
Ἑπομένως ἐφ΄ ὅσον ἀργολογῶ εἴτε μέ τό νοῦ, εἴτε μέ τό στόμα, κάνω παρακοή στήν πνευματική ὑπακοή τοῦ Γέροντα. Ἄς κρατήσουμε τήν εὐχή, Χάριτι Θεοῦ καί μόνο, θά σταθοῦμε στά πόδια μας. Διότι οἱ δυνάμεις μας δέν εἶναι πολλές, εἴμεθα ἀδύναμοι ἄνθρωποι πνευματικῶς. Τά κακά εἶναι πολλά καί δυνατά. Τό μικρόβιο τῆς ἁμαρτίας ἔχει γίνει ἰσχυρό, διότι τῆς ὑγείας τό μικρόβιο ἔχει ἀδυνατίσει. Ἡ εὐχή λογίζεται καί ὡς φάρμακο τῆς ψυχῆς, θεραπεύει. Εἶναι ἕνα φάρμακο πού σέ ὅποια πληγή, σέ ὄποια ἀσθένεια τό βάλλει ὁ ἄνθρωπος, γίνεται καλά. Ὁ Σατανᾶς αὐτό τό πρᾶγμα τό γνωρίζει πολύ καλά, τό ἔχει προσέξει καί γι΄ αὐτό ἔχει λάβει ὄλα τά μέτρα γιά νά ἐμποδίση αὐτή τήν γενική θεραπεία. Ὅταν νοιώθουμε μέσα μας κενότητα, ἄδειασμα, ξηρασία, πρέπει νά γνωρίζουμε ὄτι τό θέμα τῆς εὐχῆς ἔχει πάθει καθίζηση. Ἄς μήν τρέξουμε σέ τίποτα ἄλλο νά ἐρευνήσουμε, μόνο ἔνα νά ξέρουμε πολύ καλά, ὄτι λείπει ἡ εὐχή, γι΄ αὐτό νοιώθουμε πνευματικό ἄδειασμα, ἀκατανυξία. Ὅταν δέν νοιώθουμε καλά γιά τόν ἀδελφό μας, τόν πλησίον μας κάτι ὄχι καλό, εἶναι γιατί ἡ εὐχή ἔχει ἀδυνατίσει.
Δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχη προσευχή, νά ὑπάῤχη εὐχἠ συμμαζεμένη, μέ συμμαζεμένο μυαλό καί νά μήν νοιώθουμε καλά. Εἴμεθα οἱ ὀγδοῆτες, κατά τόν λόγο τῶν Πατέρων μας, οἱ τελευταῖοι ἄνθρωποι πού δέν ἔχουμε καμμιά κατάσταση πνευματική, πρῶτος ἐγώ. Ἀλλά ὅπως εἴδαμε σ΄ αὐτή τή διήγηση τοῦ ἀδελφοῦ μοναχοῦ, μποροῦμε Χάριτι Θεοῦ, κάτι νά γίνη μέσα μας, ὅταν πιάσουμε καλά τήν εὐχή. Ἄς ἀγωνιστοῦμε πάνω σ΄ αὐτό τό θέμα πού εἶναι τό πᾶν.
Ἄς ἀποφύγουμε τήν ἀργολογία τήν διανοητική καί προφορική, ἄς κάνουμε τά καθήκοντά μας με ζεστασιά, μέ θέρμη, μέ πόθο καί τό ἐλάχιστο ἔργο πού γίνεται μέ πόθο καί καλό λογισμό φέρει ὠφέλεια. Ἄς προσέξουμε τά πάντα, διότι ἡ προσευχή μόνη της δέν προχωρᾶ, θέλει ἀπό πολλές μεριές βοήθεια. Διότι ἀπό τήν μιά μεριά βιάζεται κανείς νά προσευχηθῆ, κι΄ ἀπό τήν ἄλλη τό θέμα τῆς ὑπακοῆς ἤ τό θέμα τῆς ἀγωνιστικότητας ἤ τό θέμα τῶν λογισμῶν κι΄ ἔχει τό νοῦ του νά γυρίζη ἐδῶ κι΄ ἐκεῖ καί δέν δίνει καμμιά προσοχή νά τό συμμαζέψη, δέν θά μπορέση ἡ προσευχή νά προχωρήση καί νά κάνη μεγάλα πράγματα. Ὄχι ἀπό τήν μιά νά χτίζουμε κι΄ ἀπό τήν ἄλλη νά γκρεμίζουμε, ποτέ δέν θά κάνουμε κανένα σωστό πρᾶγμα. Ἄς δώσουμε τόν ἐαυτό μας στήν προσευχή προσέχοντας καί ὅλα τά ἄλλα. Κι΄ ἔτσι μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ θά μπορέσουμε νά προχωρήσουμε καί νά νοιώσουμε μέσα μας ὅτι κάτι ἔχει ἀλλάξει, κι΄ ὅτι πηγαίνουμε νά γίνουμε ἐσωτερικά μοναχοί. Ἐξωτερικά ἔχουμε γίνει ὅλοι, ἀλλά ἐσωτερικά ἔχουν γίνει μόνον ἐκεῖνοι πού ἔχουν βιάσει τούς ἑαυτούς των.
Ἄς παρακαλοῦμε καί τούς Ἁγίους μας, μετά τόν Θεό καί τήν Παναγία, ἐφ΄ ὅσον βλέπουμε ὄτι ἔχουν τόση παρρησία, νά τούς παρακαλοῦμε νά μεσιτεύουν καί νά μᾶς προστατεύουν στόν πνευματικό μας δρόμο γιά νά φτάσουμε κι΄ ἐμεῖς ὅπως κι΄ αὐτοί εἰς τόν λιμένα τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν.
ΑΜΗΝ.